μὴ φῦναι





Alberto Giacometti, Χερι

ΜΗ ΦΥΝΑΙ 00.00.05

ΕΝΑΣ ΒΟΥΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 00.05.22

ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ 00.15.00

ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΖΩΗ 00.21.24

ΜΙΑ ΑΠΟΡΙΑ 00.26.35

GENIUS 00.33.55

ΤΟ ΑΡΧΙΚΟ ΣΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟ 00.42.00

Ο ΑΓΕΝΗΤΟΣ 00.48.02

SAMUEL BECKETT 01.00.16

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΥΤΟΠΙΑ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑΣ 1.07.57

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 01.16.28

μὴ φῦναι

ΜΗ ΦΥΝΑΙ

μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον: τὸ δ᾽, ἐπεὶ φανῇ,

βῆναι κεῖθεν ὅθεν περ ἥκει,

πολὺ δεύτερον, ὡς τάχιστα.

να μην εχεις γεννηθει, αυτο νικαει τον απαντα λογο. και πολυ δευτερο ειναι τουτο: σαν γεννηθεις να βαδισεις ταχιστα κατα κει απ' οπου και ερχεσαι.

Τα λογια ειναι απο ενα χορικο στην τραγωδια του Σοφοκλη "Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ". Η λεξη φῦναι ειναι απαρεμφατο του ρηματος φύομαι, δηλαδη αναφυομαι, δηλαδη ξεπροβαλλω, δηλαδη - γεννιεμαι.

Τα λογια του χορου ειναι παραδοξα. Το "να μην εχω γεννηθει" δεν ειναι το ιδιο, π.χ. με το "να μην εχω βγει εξω μ' αυτον τον παλιοκαιρο". Διοτι εδω, στο τελευταιο, γνωριζω και τις δυο καταστασεις και μπορω να κρινω την διαφορα του να ειμαι στο σπιτι μου απο το να ειμαι εξω με τον παλιοκαιρο. Τουτο δεν ισχυει για τα λογια του χορικου, καθως δεν εχω, δεν ειναι δυνατον να εχω την εμπειρια του να μην εχω γεννηθει.

Για να το δουμε αυτο καλυτερα: Τι θα πει "δεν ειναι δυνατον να εχω την εμπειρια του να μην εχω γεννηθει"; Βασικα η φραση δεν στεκει. Διοτι στο ὅθεν του αγενητου δεν χωραει, δεν ειναι νοητο ουτε το δυνατο ουτε το αδυνατο. Οπως δεν χωραει, δεν ειναι νοητο ουτε το δυνατο ουτε το αδυνατο στο κεῖθεν προς το οποιο, εχοντας γεννηθει, καλουμαι να βαδισω και παλι.

Πως μπορει αυτο το κεῖθεν-ὅθεν, στο οποιο σβυνει καθε εικονα, παυει καθε σκεψη, βουβαινεται καθε φωνη, μαλιστα χανεται καθε Εγω, πως μπορει αυτο το κεῖθεν-ὅθεν να με αφορα;

Στο χορικο οπου λεγονται αυτα τα λογια, ο χορος μιλα για μια ζωη που ειναι κοπιαστικη:

Καθως οταν τα ελαφρομυαλα νιατα περασουν, ποια πολυμοχθη πληγη μενει εξω; Ποιος καματος δεν μπαινει μεσα; Φθονος, στασεις, εριδες, μαχες και φονοι. Και τελικα ακολουθει το τρισκαταρατο, αδυναμο, ακοινωνητο, αφιλιωτο γηρας, οπου τα κακα ολα συγκατοικουν.

Ομως ο χορος δεν προτρεπει στην αυτοκτονια. Εκεινος που αυτοκτονει αγομενος απο το "θα απαλλαγω" / "θα ξεκουραστω" και τα παρομοια, παραβλεπει οτι στο κεῖθεν-ὅθεν δεν εχει χωρο κανενα Εγω και καμια εμπειρια, οτι μαζι του πεθαινουν τοσο η απαλλαγη οσο και η ξεκουραση. Ο χορος καταφερεται εναντιον αυτων που επιζητουν να παρατεινουν τη ζωη τους περα απο το μετρο:

Οποιος θελει να ζει περισσοτερο αψηφωντας το μετρο, αυτος, το δηλωνω απεριφραστα, δεν ειναι με τα καλα του. Αφου η μακροημερευση φερνει πολλα πιο κοντα στις λυπες, ενω τερπνα δεν βλεπεις οταν καποιος ξεπεσει περαν του δεοντος. 

Ο χορος, πρωτον, προειδοποιει εναντια στην υπερβαση του μετρου. Δευτερο, και σημαντικοτερο, μιλα στον ανθρωπο, στον οποιο αποτεινεται, σαν αυτος να μην εξαντλειται στο διαστημα μεταξυ γεννησης και θανατου, αλλα κατα εναν αινιγματικο και ασυλληπτο τροπο εκτεινεται σ' εκεινο το  κεῖθεν-ὅθεν απο το οποιο ερχεται και προς το οποιο βαδιζει.

Η παρουσα μελετη επιχειρει να μιλησει γι' αυτον τον οριζοντα.

ΕΝΑΣ ΒΟΥΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Γιατι λοιπον η "ζωη" δεν φτανει; Ο χορος μιλα με περισση σαφηνεια για το οτι η ζωη ειναι βαρος: "Φθονος, στασεις, εριδες, μαχες και φονοι [...] το γηρας…" Θα μπορουσαν αυτα τα λογια, και προπαντων αυτη η διαθεση που τα διαπνεει, να μας αφορα και σημερα;

Το 1977 ο Steve Jobs εκανε την παρουσιαση μιας νεας διαφημισης της Apple. Ξεκινα την παρουσιαση με τη φραση: 

This is a very complicated world, it's a very noisy world.

… it's a very noisy world…  ειναι ενας πολυ βουερος κοσμος… Αυτα τα λογια, απο το στομα του, με συγκινησαν - με αλλο τροπο απο αυτον τον οποιο εννοει ο Steve Jobs. Ας ονομασω αυτον τον τροπο, με την ευρεια εννοια της λεξης, ηχορυπανση.

Η ηχορυπανση καταρχην αναφερεται σε ολες εκεινες τις παμπολλες περιστασεις οπου: 

- Η σιωπη διασκεδαζεται, εξοβελιζεται βιαια: με τη μουσικη στο σουπερ μαρκετ, στα διαλειμματα ενος αθλητικου αγωνα, στα ιατρεια των οδοντιατρων, με τον κορεσμενο απο ηχους χρονο στο ραδιοφωνο και στην τηλεοραση, στις ομιλιες των επιστημονων και των πολιτικων.

- Η ιδιωτικοτητα, που επιτασσει τον περιορισμο σ' εκεινους που αφορα η εκαστοτε περισταση, και την σιωπη προς τους τριγυρω, παραβιαζεται απο την αδιαφορια, οπως συμβαινει με τις ομιλιες στο κινητο και με τις φωνες στους ακαλυπτους των πολυκατοικιων, η εκμηδενιζεται με την ρητη αξιωση να ακουστει ενας λογος παρα εξω, οπως με τα μεγαφωνα των εκκλησιων και των κεντρων διασκεδασης.

- Η τηλεοραση και το ραδιοφωνο που μενουν ανοιχτα ολη τη μερα, οχι επειδη κανεις ακουει αδιαλειπτα, αλλα σαν εγγυηση οτι καποια εικονα και καποια φωνη ειναι παντα εδω και γεμιζουν τον χωρο.

Θα 'λεγες οτι υπαρχει μια ομερτα απο την αντιστροφη, μια συμπαντικη ομοψυχια εναντιον της σιωπης.

Ομως η εικονα θα ηταν λειψη αν δεν λαμβανονταν υποψη μια αλλη, ισως ριζικοτερη μορφη της ηχορυπανσης. Μιλω για αυτο που ο Roland Barthes αποκαλεσε "εσωτερικη ραδιοφωνια" η οποια, λεει,

αδιακοπα εκπεμπει εντος μας, και τουτο ακομα και μεχρι μεσα στον υπνο … η ασυγκρατητη γλωσσοδιαρροια της ψυχης ….

Δεν θα ηταν υπερβολη να πω οτι μια σχεδον σταθερη επωδος των ανθρωπων που ερχονται σ' εμενα ειναι η ηχορυπανση αυτης της "εσωτερικης ραδιοφωνιας" - "σκεψεις" που δεν εχουν νοημα και που επιμενουν, οπως σεναρια που τα τρεφει ο τρομος της αποτυχιας, της ματαιωσης, της καταστροφης και το αμειλικτο, και βεβαια αναγκαστικα αναπαντητο "τι θα γινει;", σεναρια που, καθως φαινεται, θεριευουν στο περιβαλλον της σιωπης. Ενδεχομενως ο "βουερος κοσμος" που αναφερθηκε εξυπηρετει ακριβως την σιγαση της  "εσωτερικης ραδιοφωνιας", η τουλαχιστον την παρεμβολη παρασιτων στις εκπομπες της. Εχουν προκυψει στρατηγικες που μοιαζει να αποσκοπουν επι τουτου στην απαλοιφη της "εσωτερικης" ηχορυπανσης:

- Η πολυωρη εκθεση στον ηλιο το καλοκαιρι στην παραλια, και εκεινο το ειδος της μισοναρκης στην οποια περιερχεσαι. 

- Το διαλειμμα με καφε και τσιγαρο, που προσφερει ενα break, σπαζει την ροη των ενεργειων και προσφερει μια ανασα.

- Η οθονη της τηλεορασης και του κινητου, εμπρος στην οποια ξεχνιεσαι.

- Η μεθη της καταβασης στην χιονισμενη πλαγια, τα extreme sports, η επαναλαμβανομενη ασκηση στο γυμναστηριο που σε καθιστα μονο σωμα.

- Η εκκωφαντικη μουσικη στα κεντρα διασκεδασης, που σε κουφαινει κυριολεκτικα και σε καθιστα ανικανο να ακουσεις ο,τιδηποτε αλλο.

- Οι εξαρτησεις που, με τον ενα και τον αλλο τροπο, σε στελνουν αλλου.

- Οι διαφορες σχολες γιογκα οπου, για ενα διαστημα, μπορεις και ξεχνιεσαι.

Μια ιδιαιτερη μορφη "εσωτερικης ραδιοφωνιας" ειναι η αναδυση αναγκων και επιθυμιων. Αυτες εχουν παντα εναν λιγοτερο η περισσοτερο πιεστικο χαρακτηρα. Απο αυτην την πιεση σε ελευθερωνει η εκπληρωση τους. Και αυτη ακριβως η απελευθερωση, η, οπως γραφει ο Freud, "αποφορτιση" ειναι ακριβως, γραφει, η ηδονη. "Wunschlos glücklich", λενε οι Γερμανοι: χωρις επιθυμιες κι ευτυχισμενος.

Ισως οι τοσο αγαπητες διακοπες στη θαλασσα και στο χιονι οφειλουν την δημοφιλια τους στο οτι και στα δυο στοιχεια γινεσαι ελαφροτερος, ολα γινονται ελαφροτερα.

Ελαφροτερη ζωη υποσχεται η καπιταλιστικη κουλτουρα. Οι προσφορες, οι ευκαιριες, το οτι αγοραζοντας κατι "κερδιζεις", σε νανουριζουν στο παραμυθι οπου ολα ειναι σχεδον δωρεαν, οτι μπορεις σχεδον να αφεθεις να λικνιζεσαι σ' εναν κοσμο που σχεδον σε αγαπαει και σε φροντιζει.

Ελαφροτερη ζωη υποσχεται και η τεχνολογια. Περα απο τη μια και την αλλη συσκευη που κανει τα πραγματα ευκολοτερα, πλεον η τεχνητη νοημοσυνη προσφερεται να σε υποκαταστησει τον ιδιο. Οι αριθμομηχανες και οι αυτοματοι διορθωτες ηταν ενα πρωτο ακομα βημα προς αυτην την κατευθυνση, και φαινοταν τοσο αθωο.

Σκεφτομαι πως σ' αυτην την οπτικη ολα τουτα, και αλλα, ειναι σημαδια αποφορτισης, που θα πει οτι καταρχην η υπαρξη ειναι βαρος, ειναι φορτικη, και θα πει κατοπιν πως ολα τουτα ειναι σημαδια μιας νοσταλγιας, τελικα, μιας διαθεσης απαλλαγης απο αυτην την βεβαρυμενη υπαρξη.

Θα μπορουσε η νοσταλγια να παραπεμπει αρρητα σ' εκεινο το κεῖθεν-ὅθεν; Να εμπνεεται απο τουτο; Θα μπορουσε ετσι ο αρχαιος χορος να μας μιλαει και σημερα;

Samuel Beckett, απο το The Unnamable:

Αχ να γινοτανε να παψει αυτη η φωνη, αυτη η φωνη χωρις νοημα που σ' εμποδιζει απο το να μην εισαι τιποτα και πουθενα, μολις αρκετη για να κρατα αναμμενη αυτην τη μικρη κιτρινη φλογα που ξεπεταγεται απο δω κι απο κει, βαριανασαινοντας, λες και βασανιζεται ν' αποκοπει απο το φυτιλι της, ποτε δεν θα 'πρεπε να ειχε αναψει, η θα 'πρεπε να τη σβυσουν, να τη σβυσουν, θα 'πρεπε να την αφησουν να σβυσει.

ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ

Ο χορος στην τραγωδια του Σοφοκλη δεν μιλαει ακριβως για φορτικοτητα της ζωης. Καθενα απο τα δεινα που παραθετει: φθονο, στασεις, εριδες, μαχες και φονους, το γηρας, χαρακτηριζεται ως πλαγὰ, πληγη, οπου η πληγη, απο το αρχαιο πλήσσω / πλήττω, ειναι το πληγμα, το χτυπημα. Θα μπορουσε να ειπωθει οτι (ο χορος εξαιρει τα "ελαφρομυαλα νιατα") η κυριαρχη σχεση με τον κοσμο, με τα πραγματα, εχει τον χαρακτηρα του πληγματος. Αν η γεννηση φερνει σε εναν τετοιο, πληκτικόν, κοσμο, τοτε η ιδια η γεννηση ειναι τραυματικη, τοτε μπορει να γινεται λογος για το τραυμα της γεννησης. 

Ο Otto Rank, αυστριακος ψυχαναλυτης και για χρονια στενος συνεργατης του Freud, εξεδωσε το 1924 ενα βιβλιο με τιτλο Το τραυμα της γεννησης. Ο Freud απεσυρε μεν την εμπιστοσυνη του απο τον Rank, καθως στο βιβλιο αμφισβητουνταν καιρια σημεια της θεωριας του, ομως ο τιτλος καθιερωθηκε με τροπους πολλους και ποικιλλους. Βεβαια εκει γινεται λογος για το "τραυμα της γεννησης" σχεδον αποκλειστικα σε ορους ιατρικης και σε ορους ψυχοπαθολογιας, ομως ανηκει στην μοιρα των καιριων λεξεων να εξαπλωνονται και να υιοθετουνται μεσα ακριβως απο τις παρερμηνειες τους.

Το ”τραυμα της γεννησης" δεν ειναι ενα περιστασιακο συμβαν που προσβαλλει καποιες ευαισθητες ψυχες και χρειαζεται να θεραπευτει, σαν το τροχαιο ατυχημα που θα συμβει σε καποιους απο τους πολλους που χρησιμοποιουνε τους δρομους. Τραυμα ειναι η ιδια η γεννηση. Τραυματικος ειναι ο ιδιος ο κοσμος.

Εδω δεν μιλα μονο το χορικο απο το "Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ". Σε μια επιπολαια ερευνα επεσα σε τρεις συγγραφεις που λενε σχεδον κατα λεξη το ιδιο. Ειναι ο Θεογνις ο Μεγαρευς, ο Σοφοκλης και ο Αριστοτελης. Απο τον τελευταιο ο Πλουταρχος, στο Παραμυθητικό προς Απολλώνιον, παραθετει αποσπασματα του χαμενου εργου του Εύδημος ή Περί ψυχής. Εκει ο Αριστοτελης μεταφερει μια ιστορια: Καποτε ο βασιλιας Μιδας κυνηγησε τον Σειληνο, συντροφο του Διονυσου και θεοτητα των ποταμων και της ευφορης γης, και ζητουσε απ' αυτον να μαθει τι ειναι για τους ανθρωπους το καλυτερο, κι αυτο που πρεπει να επιλεγουν. Ο Σειληνος αρνουνταν να απαντησει. Ο Μιδας, με διαφορα τεχνασματα, καταφερε να τον στριμωξει, και τοτε ο Σειληνος ειπε:

Εφημερη σπορα εσεις, κακοδαιμονη και κακοτυχη, τι μ' αναγκαζετε να σας πω οσα καλυτερα να μην ξερατε; Αφου λιγοτερες λυπες εχει η ζωη οταν αγνοει τα δεινα της. Για τους ανθρωπους ειναι τελειως αδυνατο να συμβει το αριστο ολων και να μετεχουν στην φυση του βελτιστου, γιατι το αριστο για ολους και ολες ειναι να μην ειχαν γεννηθει. Και βεβαια το δευτερο μετα απ' αυτο, το πρωτο απ' οσα ειναι εφικτα στους ανθρωπους, ειναι, σαν εχουν γεννηθει, να πεθανουν το γρηγοροτερο.

Και παλι τωρα πεφτουμε σε μια βασικη διαφορα: Οταν μιλω για τραυμα, για τραυματικη εμπειρια, την διακρινω απεναντι σε αλλες εμπειριες, απεναντι στη συνηθεια, που δεν ειναι τραυματικες. Τι συμβαινει ομως οταν γινεται λογος για το τραυμα της γεννησης; Απεναντι σε τι διακρινεται τουτο, και τωρα μιλαμε για "τραυμα"; Εδω δεν υπαρχει καμια αντιπαραβολη, δεν ειναι δυνατη καμια συγκριση, απο τη μια τραυμα, απο την αλλη μη-τραυμα. Δεν μπορουμε καν να μιλαμε για ενα υποκειμενο που τραυματιζεται, καθως το υποκειμενο ηδη απο παντα ειναι υπαρκτικα σημαδεμενο απο τραυμα, ειναι τραυματισμενο εκ γενετης.

Τραυμα λοιπον αντιπαραβαλλομενο με τι; Εδω μονο το κεῖθεν-ὅθεν ως το μὴ φῦναι μπορει να μνημονευτει, εκεινος ο ατοπος τοπος απο τον οποιο ερχεσαι και στον οποιο αποληγεις και παλι. Τραυμα στο φοντο μιας νοσταλγιας που δεν ειναι νοσταλγια για κατι αλλα που εκφραζεται μονο με αρνητικο τροπο. Αλγος για ενα νοστος το οποιο δεν γνωρισες και δεν θα γνωρισεις καθως ο δρομος απο κει και ο δρομος κατα κει συνεπαγεται τον χαμο σου. 

ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΖΩΗ

Στο "The Tempest" ("Η καταιγιδα") του William Shakespeare ο Prospero ειναι ο Δουκας του Μιλανου. Ο αδελφος του εκμεταλλευεται τον φευγατο του χαρακτηρα και για να σφετεριστει τον θρονο τον βαζει σ' ενα σαπιοκαραβο μαζι με την κορη του Miranda και τον ξαποστελνει στην ανοιχτη θαλασσα να πεθανει. Πατερας και κορη ξεβραζονται σ΄ενα μικρο νησι οπου ο Prospero απο τα βιβλια μαθαινει τη μαγεια και παιρνει στη δουλεψη του ενα αερικο, τον Ariel. Καθως μαθαινει οτι οι εχθροι του βρισκονται σ' ενα καραβι κοντα στο νησι, στηνει μια καταιγιδα που ριχνει το καραβι στο νησι. Μεταξυ των ναυαγων βρισκεται και ο γιος του βασιλια της Ναπολης Ferdinand, ο οποιος καθοδηγειται μυστικα απο τον Ariel προς την Miranda, την οποια ερωτευεται. Για τον αρραβωνα τους ο Prospero στηνει μια γιορτη με πνευματα και αερικα, την οποια καποια στιγμη κοβει αποτομα καθως θυμαται οτι οι ναυαγοι ερχονται με την προθεση να τον σκοτωσουν. Εκει λοιπον λεει τα παρακατω:

Prospero. Τωρα τα γλεντια μας τελειωσαν. Αυτοι οι ηθοποιοι μας, 

Καθως ηδη σας ειπα, ηταν ολοι τους πνευματα και 

Λιωσαν και γιναν αερας, λεπτος αερας: 

Και, οπως το εωλο κτισμα αυτου του οραματος, 

Οι νεφοσκεπεις πυργοι, τα λαμπερα παλατια, 

Οι σεπτοι ναοι, η ιδια η μεγαλη υδρογειος, 

Ναι, κι ολα οσα κληροδοτει, θα διαλυθουν

Και, οπως αυτο το αϋλο θεαμα που εσβησε, 

Θα γινουν καπνος. Ειμαστε υλικο 

Σαν αυτο που ειναι καμωμενα τα ονειρα, κι η μικρη μας ζωη κυκλωνεται απο υπνο.

Πολλες απαγγελιες αυτου του λογου υποβαλλουν μια αισθηση οτι "δυστυχως" ετσι εχουν τα πραγματα, μια αισθηση πενθους και ματαιοτητας ταιριαστη με την "κοιλαδα των δακρυων". Και παλι στα λογια του Prospero δεν ακουγεται κανενας φοβος και κανενα παθος. Μιλα χωρις φοβο και παθος, φυσικα, αυτονοητα για το πως εχουν τα πραγματα.

Ας προσεξουμε για λιγο τα ονειρα. Και τι δεν συμβαινει στα ονειρα! Συμβαινουν τοσα που μπροστα τους η καθημερινοτητα του ξυπνου ωχρια! Και παλι: δεν συμβαινει απολυτως τιποτα. Το πρωι ολα τους εχουν γινει καπνος, σαν την γιορτη του Prospero. Και δεν συμβαινει τελικα τιποτα γιατι τα ονειρα περιβαλλονται, κυκλωνονται απο υπνο. Για τα ονειρα ο υπνος συνιστα το κεῖθεν-ὅθεν τους.

Και στον ξυπνο; Μια στιγμη, η καθε στιγμη, το καθε Τωρα οριζεται απο δυο κενα: το οχι-πια και το οχι-ακομη: δυο θεοκλειστες πυλες που αφηνουν την καθε στιγμη μετεωρη, τελικα μακρια απο καθε αιτιοκρατια και απο καθε προβλεψιμοτητα, δηλαδη απο καθε απολυτη βεβαιοτητα για την συνεχεια μ' αυτα που προηγηθηκαν και μ' αυτα που θ' ακολουθησουν. Τελικα λοιπον η καθε στιγμη μενει μετεωρη, σαν αερικο, σαν συννεφο που για λιγο παιρνει μορφη για να την χασει και παλι. Κυκλωνεται απο το Οχι, το αβατο παρελθοντος και μελλοντος.

Τα ονειρα, οι στιγμες, ειναι μικρογραφιες μιας ζωης, καθως η ιδια δεν ειναι παρα ενα μικρο διαλειμμα, η παυλα του κεῖθεν-ὅθεν, το μὴ φῦναι που ξεχαστηκε και πηρε ανασα, για να επανελθει γρηγορα, τάχιστα, λεει ο χορος, στην απεραντη σιωπη του. 

ΜΙΑ ΑΠΟΡΙΑ

Καποια φορα που χρειαστηκε να συνταξω ενα βιογραφικο, ξεκινησα με τη φραση «Ο Κωστας Γεμενετζης γεννηθηκε το 1944...» και κατευθειαν μου ηρθε να συνεχισω:

«...και πεθανε...». 

Ηδη παιδι μου γεννηθηκε μια απορια με το ονομα μου. Ο κοσμος μου αποτεινονταν και με προσφωνουσε «Κωστα...», «Κωστακη...», «Γεμενετζη...». Καποια στιγμη λοιπον αναρωτηθηκα: Περιεχομαι, περα για περα, στο ονομα μου; Η απαντηση μου ηταν σαφης: Οχι! Αυτοί που μου μιλουν, αποτεινονται σ' εμενα. Και, αν το «Κωστας» δεν καλυπτει το «εμενα», εχει η αντ-ωνυμια "εμενα" ενα ονομα , αντι του οποιου λεγεται; Η απαντηση μου ηταν και παλι σαφης: Οχι! 

Πολλα χρονια αργοτερα ειδα, με ανακουφιση, πως με την απορια μου δεν εστεκα μονος. Καπου στον Kierkegaard διαβασα: 

Χωνεις το δαχτυλο στο χωμα για να μυρισεις σε ποια χωρα εισαι, χωνω το δαχτυλο στην υπαρξη - μυριζει το τιποτα.  

Η απορια ειχε αρχισει να ησυχαζει και να δινει τη θεση της στην αποδοχη ενος αναλαφρου «τιποτα», που αποδίδει το Εγω μου πολυ περισσοτερο απο καθε ονομα· αποδοχη ενος αναλαφρου «τιποτα», που συνοδευει το ονομα μου, του αφαιρει καθε απολυτοτητα, το επαφηνει στο λίκνο της παροδικοτητας του, και σε καθε «γεννηθηκα» υπαγορευει το «πεθανα». 

Δοκιμαζω να το πω και αλλιως:

Ο Byung-Chul Han στο βιβλιο του Ειδη θανατου εχει ενα κεφαλαιο αφιερωμενο στα ονοματα. Καθως στην βαπτιση το ονομα δινεται παντα απο τον Αλλο, στην φυση του ονοματος ανηκει η παρουσια του Αλλου ο οποιος, χαρη στο ονομα που μου εδωσε, μπορει και να με καλει. Γι' αυτο ο Han γραφει:

Στο θεμελιο της ονοματοδοσιας υπαρχει μια πρωτογενης κλητικη ορμη, η αναγκη να καλεις και να καλεισαι.

Το ονομα κρατα ανοιχτη την πορτα της κλησης, της αποτασης. Ετσι, κρατωντας με ανοιχτο για τον Αλλο, με ανοιγει στον κοσμο, με βγαζει αναγκαστικα απο το αυτιστικο μου καβουκι.

Ας το δουμε προσεκτικοτερα. Οταν με καλει καποιος, ποιον καλει; Και για να επαναλαβω την απορια μου: Περιεχομαι, περα για περα, στο ονομα το οποιο ο καλων καλει; Διοτι ποιον καλει στο ονομα μου; Δεν ειναι μονο, και δεν ειναι καν πρωταρχικα η αισθητηριακα αντιληπτη παρουσια μου. Ειναι, με τον ενα και τον αλλο τροπο, μια εικονα που εχει για μενα, μια εικονα η οποια αφενος εχει διαμορφωθει απο την οποια κοινη μας ιστορια, και αφετερου απο την προσδοκια της ανταποκρισης μου σ' αυτο προς το οποιο με καλει. Αναγνωριζω τον εαυτο μου σε μια τετοια εικονα; Μπορει η κληση του Αλλου να ειναι φιλοξενη;

Η απορια μου, την οποια διατυπωσα προηγουμενως με το ερωτημα "Περιεχομαι, περα για περα, στο ονομα μου;" θα μπορουσε πλεον να ειπωθει ως εξης: Περιεχομαι, περα για περα, στην κληση του Αλλου; Που θα πει ακομα: Η κληση του Αλλου, η ονομαστικη κληση του Αλλου, ειναι φιλοξενη; Οχι. Αν ειναι ετσι, με ποιον τροπο η εικονα που φερνει το ονομα μου, με βιαζει;

Δεν οριζομαι απο μια εικονα και δεν οριζομαι απο καποιες ιδιοτητες. Αυτο βεβαια μπορω να το πω οταν εχω ελευθερωθει, οχι μονο απο το οτι οι Αλλοι με κρινουν, με αξιολογουν, με ωθουν προς μια εικονα που μου προσαπτουν, αλλα και οταν εγω εχω ελευθερωθει απο τον Αλλο της αυτοπαρατηρησης,  της αυτοκριτικης που μου μιλα σε δευτερο προσωπο και μου υπαγορευει μια εικονα που καλουμαι να αποταξω, η να υιοθετησω, ιδιοτητες που εχω να αποβαλω, η να αποκτησω. Η οποια εικονα αυτου του ειδους ειναι εξ ορισμου προκρουστεια.

Θα μπορουσα, εγω, να ειμαι στην τελικη χωρις ιδιοτητες; Καθως ο,τι κανω και ο,τι αφηνω τελικα γινεται "ετσι", καθοσον ετσι ειμαι; Και αν ηταν μια συναντηση να συμβει στον αερα του "ετσι", θα ειχε χωρο, θα υπηρχε αναγκη για ονοματα; Το "ετσι" δεν συνοδευεται απο καμια κριση, καμια αξιολογηση. Το "ετσι" δεν συμβαινει στο ονομα κανενος. Ευρισκομενος "ετσι" σε μια αναφορα σε ανθρωπους και πραγματα, δεν εχω ονομα. Θα ελεγα ακομη οτι οσο περισσοτερο συναντηση ειναι μια συναντηση, τοσο πιο ελευθεροι ειμαστε απο τα ονοματα μας.

φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ

γραφει ο Ηρακλειτος: η φυση τεινει στο κρυψιμο, η, οπως μας αφορα εδω, το φῦναι, η γεννηση και η ζωη, τεινει, αγαπαει να…, ρεπει στο - μὴ φῦναι. Η εικονα ειναι βουερη. Το "ετσι" θα εφερνε μαζι του εναν αντιλαλο εκεινης της αρχαϊκης σιγης. 

GENIUS

Ο Byung-Chul Han, σε ενα προσφατο βιβλιο του, αναφερομενος στα Profanazioni του Giorgio Agamben, στο κεφαλαιο Το παθος του πραττειν μιλα για τον ρωμαϊκο θεο Genius. Αυτος, γραφει, 

… ειναι παρων σε καθε γεννα ως θεος προστατης: "Καλειται ο δικος μου Genius διοτι με εχει γεννησει". Ο Genius μας συνοδευει απο την γεννηση μεχρι τον θανατο. Ειναι μεν εγγυτατα προς εμας, ομως συγχρονως ειναι το πλεον απροσωπο μεσα μας, "η προσωποποιηση απο κατι που ειναι μεσα μας, ομως προχωρει περα απο μας και μας υπερβαινει". Σ' αυτον οφειλουμε την γνωση "οτι ο ανθρωπος δεν ειναι μονον Εγω και ατομικη συνειδηση". Στον Genius θρυμματιζεται η "αξιωση του Εγω να αρκειται στον εαυτο του". Εμπρος στην παροντικοτητα του δεν ειναι δυνατον "να εγκυστωθουμε σε μια υποστασιακη ταυτοτητα". 

Οι ιδιοτητες που μας καθιστουν εναν καποιον δεν ειναι genialis, που θα πει δεν αρμοζουν στον  Genius. Τον Genius τον συναντουμε οταν απεκδυομαστε τις ιδιοτητες, την μασκα που κουβαλαμε επανω στην σκηνη της πραξης. Πισω απο την μασκα ο Genius εμφανιζει ενα προσωπο που εχει κενωθει απο τις ιδιοτητες. [...] Στην λαμψη της απραξιας ειμαστε ενας Κανεις με ενα ιδιαιτερο νοημα. Η απραξια συμβαδιζει με μια ληθη του εαυτου. 

Να ζεις με τον Genius θα πει να διατηρεις σχεση με μια περιοχη της μη-γνωσης, της μη-συνειδησης. Παντως αυτος δεν μεταθετει την εμπειρια στο σκοτος, στο ασυνειδητο, οπου "κατοπιν αυτη αποθηκευεται ως ενα δεινο παρελθον". Πολυ περισσοτερο η συναναστροφη με τον Genius ειναι μυστικισμος στο απλετο φως στο οποιο το Εγω συγκατοικει ειρηνικα με την δικη του διαλυση. [...]

Μηπως σ' εκεινο το αγορι που δεν εξαντλουνταν στο ονομα του, στην απορια του και στην βουβαμαρα του, κρατουνταν ανοιχτο εκεινο το πεδιο περαν ονοματος, ιδιοτητων και ταυτοτητας; Μηπως το πεδιο του "τιποτα" που μυριζει ο Kierkegaard οταν χωνει το δαχτυλο του στην υπαρξη, θα μπορουσε να εχει καποια λαλια; Ο Genius των αρχαιων Ρωμαιων θα μπορουσε να μιλα και σημερα; Οχι ως προστατης θεος, μα να μιλα; 

Μιλα, σε πρωτο προσωπο, στο κειμενο του Samuel Beckett με τον τιτλο "Συριγμος 4" (Fizzle 4):

Παραιτηθηκα πριν τη γεννηση, δεν ειναι δυνατο διαφορετικα, μα η γεννηση επρεπε να συμβει, ηταν αυτος, εγω ημουν μεσα, ετσι το βλεπω εγω, ηταν αυτος που εκλαψε, αυτος που ειδε το φως, εγω δεν εκλαψα, εγω δεν ειδα το φως, ειναι αδυνατο να ειχα φωνη, αδυνατο να ειχα σκεψεις, και μιλω και σκεφτομαι, κανω το αδυνατο, δεν ειναι δυνατο διαφορετικα, αυτος ηταν που ειχε ζωη, εγω δεν ειχα ζωη, μια ζωη αναξια να την εχεις, εξαιτιας μου, θα κανει τον εαυτο του μεχρι θανατου, εξαιτιας μου, εγω θα πω το παραμυθι, το παραμυθι του θανατου του, του τελους της ζωης του και του θανατου του, ο θανατος του μονος δεν θα 'ταν αρκετος, οχι αρκετος για μενα, αν φλυαρει θα 'ναι αυτος που θα φλυαρει, εγω δεν θα φλυαρω, αυτος που θα πεθανει, εγω δεν θα πεθανω,[...]  δεν θα υπαρξει πια εγω, αυτος ποτε πια δεν θα πει εγω, ποτε πια δεν θα πει κατι αλλο, δεν θα μιλησει σε κανεναν, δεν θα του μιλησει κανενας,  δεν θα μιλησει στον εαυτο του, δεν θα σκεφτεται πια, θα συνεχισει, εγω θα 'μαι μεσα, [...]

Genius? Οπως μιλαμε για φυσικο θανατο, μπορουμε να μιλησουμε και για φυσικο ξυπνημα - εκει που καποια στιγμη τα ματια ανοιγουν απο μονα τους και βγαινεις απο το κρεβατι ακολουθωντας τα καλεσματα  της ημερας. Πολυ συχνα τα πραγματα δεν πανε ετσι. Ειναι η βια απο τον ηχο του ξυπνητηριου. Σε ποιον ασκειται αυτη η βια; Οχι σε μενα, οπως με γνωριζω απο την καθημερινοτητα μου. Αυτος που βιαζεται ειναι ενας αλλος. Βιαζεται καθοσον συρεται στον κοσμο. Καθοσον συρεται… Διοτι αυτος ο Αλλος δεν ανηκει στον κοσμο. Τον γνωριζω μονο καθως φευγει κατατρεγμενος, διωγμενος απο το ξυπνητηρι. Και οχι μονο απο το ξυπνητηρι. Ηδη απο το ανοιγμα των ματιων που ξυπνανε. Οπως τα ξωτικα που τρεπονται σε φυγη τρομαγμενα απο το φως της ημερας. 

Ειναι μια απεραντη γαληνη, την οποια αυτος κατοικει, μεσα στην οποια ειναι αποσυρμενος, χαμενος. Αυτος ειναι ενας ξενος στον κοσμο. Ακομα και η προσωπικη αντωνυμια, και το εκαστοτε γενος της, χανονται. Οχι ενας ξενος, οχι μια ξενη. Ενα ξενο. Αυτο το ξενο, ο χαμος μεσα σ' αυτο το ξενο, η αφομοιωση σ' αυτο το ξενο ειναι που λειπει στην αϋπνια και την κανει μαρτυριο. Απεναντι σ' αυτο το ξενο ειναι που συντελειται το εγκλημα με τον ηχο απο το ξυπνητηρι. Το πληγμα απο το αδυσωπητο της επερχομενης μερας.

ΤΟ ΑΡΧΙΚΟ ΣΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟ

Προτου γεννηθουν ο πατερας σου κι η μητερα σου, ποιο ηταν το αρχικο σου προσωπο;

Η ερωτηση ειναι ενα γνωστο κοαν του 13ου αιωνα. Κοαν: εκεινες οι ερωτησεις που σε ριχνουν στην λεγομενη Μεγαλη Αμφιβολια για οσα ηξερες μεχρι τωρα, σε δοκιμαζουν  και σε εισαγουν σ' εκεινο το ιδιαιτερο κλιμα του Ζεν.

Προτου γεννηθουν ο πατερας σου κι η μητερα σου, ποιο ηταν το αρχικο σου προσωπο;

Η ερωτηση, ειναι φανερο, δεν επιδεχεται απαντηση του ειδους που μας ειναι οικειο. Αν δεν εισαι τελειως στοκος, η ερωτηση σε ταξιδευει. "Σε ταξιδευει" θα πει καταρχην: σε αποσπα με μιας απο τις οικειες σου παραστασεις και σε ξανοιγει σε ενα πεδιο οπου καλεισαι να δεις τα παντα, και προπαντων το ιδιο το βλεμμα σου, απο την αρχη.

Προτου γεννηθουν ο πατερας σου κι η μητερα σου, ποιο ηταν το αρχικο σου προσωπο; 

Οι γεννητορες μου. Συνεχομαι μαζι τους. Μου κληροδοτησαν χαρακτηριστικα, ιδιοτητες, τροπους. Ετσι συνεχομαι, με λιγοτερο και περισσοτερο ισχυρους δεσμους, και με πολλους που συναντησα στην ιστορια μου. Ειμαι το συμφυρμα ολων αυτων των δεσμων; Εξαντλουμαι σ' αυτους; Η, ακομα ριζικοτερα: ειμαι περα για περα ιστορικο ον; Ον δηλαδη που ξεκινα με την γεννηση του και οριζεται απο την ιστορια του;

Η ερωτηση του κοαν το εχει δεδομενο: μιλα για ενα αρχικο προσωπο, πριν απο τους γεννητορες του, στην ουσια ανεξαρτητο απ' αυτους. 

... ποιο ηταν το αρχικο σου προσωπο; 

Σε ποιον αποτεινεται αυτη η ερωτηση; Οχι βεβαια στο ιστορικο μου προσωπο, στο υποκειμενο που εννοει τον εαυτο του μεσα απο την ιστορια του. Το αρχικο μου προσωπο δεν το αφορα η ιστορια του καθως, λεει το κοαν, δεν αρχιζει με την γεννηση μου, δεν εχει αρχη - ειναι αν-αρχο.

Προτου γεννηθουν ο πατερας σου κι η μητερα σου, ποιο ηταν το αρχικο σου προσωπο;

Την ερωτηση δεν μπορω να την απαντησω, δεν μπορω να την ακουσω καν, αν δεν μιλησω εξ "ονοματος", η λεξη σε εισαγωγικα, αν δεν μιλησω εξ ονοματος του αρχικου μου προσωπου. Η ιδια η ερωτηση με καλει, για να της ανταποκριθω, να αλλαξω προσωπο, να γινω το αρχικο μου προσωπο. Το οποιο αρχικο προσωπο δεν μπορει να εχει χαρακτηριστικα των γονιων μου, δεν μπορει να εχει καν χαρακτηριστικα. Αρα δεν μπορει να ειναι υποκειμενο, οντοτητα με αναφορα σε εναν εαυτο. Το αρχικο μου προσωπο ειναι απροσωπο. 

Η θαλασσα. Το αρχικο μου προσωπο, πως κοιταζει τη θαλασσα; Για το υστερο προσωπο ξερω, ειναι μια σχεση με τη θαλασσα που διαμορφωθηκε στη συναφεια με τους γεννητορες του και στο πολιτιστικο κλιμα της γενιας του και στην παραδοση των γενεων που προηγηθηκαν. Το αρχικο προσωπο κοιταζει τη θαλασσα, ομως, καθοτι απροσωπο, δεν εχει γνωμες, δεν παρεμβαινει  σ' αυτο το κοιταγμα, κοιταζοντας δεν σκεφτεται και δεν λεει τιποτα. 

Τοτε κοιταγμα της θαλασσας και θαλασσα ειναι το αυτο. Τοτε τα δυο τους ειναι εξαρχης και μεχρι τελους αναμεμιγμενα. Αυτην την "μιξη" ο Παρμενιδης την αποκαλει "Ερωτα".

Σ' αυτην την εμπειρια δεν εχει ακομη ονοματα. Ουτε "εγω" ουτε "θαλασσα". Ονοματα ερχονται μονον εκει που το αρχικο προσωπο δινει την θεση του στα επομενα προσωπα τα πλεον εμπλεγμενα σε μνημη κι επιθυμια. Το αρχικο σου προσωπο ειναι ερωτικο.

Μεσα στις θαλασσινες σπηλιες 

μερες ολοκληρες σε κοιταζα στα ματια

και δε σε γνωριζα μητε με γνωριζες

Ο ΑΓΕΝΗΤΟΣ

Αρχες του 18ου αιωνα εμφανιστηκε στους δρομους της Νυρεμβεργης ενας καπου 16χρονος νεαρος. Στον πρωτο που συναντησε εδειξε ενα γραμμα που απευθυνοταν σε εναν αξιωματικο του ιππικου, και συμπληρωσε: "Ενας τετοιος ιππεας θελω να γινω, οπως ο πατερας μου!" Βρηκε τον αξιωματικο, αυτος τον οδηγησε στην αστυνομια, οπου υπεγραψε με το ονομα Kaspar Hauser. Εκει εδωσε την εντυπωση ενος ελαφρα καθυστερημενου. Το γραμμα ηταν γραμμενο απο εναν φτωχο μεροκαματιαρη που ελεγε οτι του αφησαν το παιδι στην πορτα του. Το μεγαλωσε, του εμαθε την γραφη, την αναγνωση και την χριστιανοσυνη, μετα ομως ηθελε να φυγει και να γινει ιππεας. Ο Kaspar Hauser κλειστηκε στην φυλακη. Γρηγορα εγινε αξιοθεατο και πολλοι τον επισκεπτονταν απο περιεργεια λογω της πνευματικης του καταστασης. Ειχε ιδιαιτερα οξυμμενα τα αισθητηρια οργανα και ατροφικους μυες. Ο ιατροδικαστης της πολης εκρινε οτι μεγαλωσε σαν ημιαγριος μεσα στα δαση. Στην συνεχεια καποιοι τον φιλοξενησαν στα σπιτια τους για να μελετησουν αυτο το αλλοκοτο φαινομενο. Ειχε εναν τροπο που σε κερδιζε, και ηταν παθιασμενος χορευτης. Λεγεται πως ειχε ενα χαρισμα στη ζωγραφικη. Καπου στα 21 του ενας αγνωστος τον τραυματισε θανασιμα με ενα μαχαιρι. Απ' ολα αυτα τιποτα δεν ειναι απολυτα σιγουρο. Οπωσδηποτε ειχε γινει θρυλος. Στην κηδεια του προσηλθε μεγαλο πληθος. Στον ταφο του χαραχτηκε η επιγραφη

ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ 

Ο KASPAR HAUSER 

ΑΙΝΙΓΜΑ

ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ 

ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ 

ΜΥΣΤΗΡΙΟ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ 

1833

Ο αυστριακος ποιητης Georg Trakl συνεθεσε το Τραγουδι του Kaspar Hauser Οκτωβριο του 1913.

Αυτος αληθινα αγαπουσε τον ηλιο που πορφυρος κατεβαινε τον λοφισκο,

Τους δρομους του δασους, το ωδικο μαυροπουλι

Και την χαρμοσυνη του πρασινου.

Απεριττη ηταν η διαμονη του στον ισκιο του δεντρου

Και καθαρια η οψη του.

Ο Θεος μιλησε στην καρδια του μιαν απαλη φλογα:

Ω ανθρωπε!

Σιγαλα το βημα του βρηκε την πολη το βραδυ·

Ο σκοτεινος θρηνος του στοματος του:

Θελω να γινω ιππεας.

Και τον συνοδευε θαμνος και ζωο,

Οικος και λυκοφωτος κηπος λευκων ανθρωπων

Κι ο δολοφονος του τον αναζητουσε.

Ανοιξη και καλοκαιρι κι ομορφο το φθινοπωρο

Του δικαιου, η σιγαλη του περπατησια

Διπλα στα σκοτεινα δωματια των ονειρευομενων.

Τις νυχτες εμενε μοναχος με τ' αστρο του·

Ειδε πως επεφτε χιονι σε γυμνο συγκλαδο

Και στον λυκοφωτο διαδρομο της οικιας τον ισκιο του δολοφονου.

Ασημενια σωριαστηκε η κεφαλη του Αγενητου.

Ο τελευταιος στιχος, ιδιαιτερα η τελευταια λεξη, "Αγενητος", με χτυπησε σαν κεραυνος. Εμοιαζε να συγκεντρωνει το ποιημα, να το εμβαπτιζει στο δικο της φως - και σκοταδι.  Καθιστα την ιστορια που ακουσαμε δια μιας αινιγματικη. Διοτι το συμβαν της γεννησης ονομαζει την ελευση στον κοσμο, και μονο μεσα στον κοσμο μπορει να ανελιχθει μια ιστορια, οπως αυτη του Kaspar Hauser. 

Μεσα στον κοσμο; Ο Αγενητος ειναι αυτος που υπηρξε πριν απο την πλαση του, πριν απο το ονομα του, πριν απο το "Ω ανθρωπε!". Ειναι ο ανωνυμος που "αληθινα αγαπουσε τον ηλιο … τους δρομους του δασους, το ωδικο μαυροπουλι και την χαρμοσυνη του πρασινου.", που διεμενε απεριττα στον ισκιο του δεντρου, αυτος, με την καθαρια οψη.

Ο Friedrich Hölderlin, εκτος απο ποιηματα, εγραψε και καποια θεωρητικα κειμενα. Ενα απο αυτα εχει τον τιτλο "Η γενεση στην παρελευση" (Das Werden im Vergehen). Θα μπορουσαμε να ακουσουμε τον τιτλο και ετσι: "Το φῦναι στο μὴ φῦναι". Ο Hölderlin κανει λογο για Ειναι και Μη Ειναι. Λεει: 

Ομως παντου στην κατασταση μεταξυ Ειναι και Μη Ειναι το δυνατο γινεται πραγματικο και το πραγματικο ιδεατο, και τουτο, στην ελευθερη μιμηση που ειναι η τεχνη, ειναι ενα φοβερο, ομως θεϊκο ονειρο.

Τα τραγουδια του Αγενητου θα μπορουσαν να βρισκονται σε μια μακρινη συνομιλια με το λογια του Hölderlin. Καθως ο Αγενητος κατοικει το Μεταξυ Ειναι και μη-Ειναι, φῦναι και μὴ φῦναι. Τα τραγουδια του, ενα "φοβερο, ομως θεϊκο ονειρο".

Κατα τον Paul Celan, για τον ποιητη τα ποιηματα ειναι "επιμνημονα των ημερομηνιων του". Και ο Georg Trakl μενει πιστος στις δικες του ημερομηνιες, στην ιστορια του. Καποτε ειπε σε εναν φιλο: "Αλλωστε εγω μοναχα μισογεννηθηκα!" Και, προς επεξηγηση, συμπληρωσε οτι μεχρι τα εικοσι απο το περιβαλλον του δεν ειχε προσεξει τιποτα εκτος απο το νερο.

Αυγουστο 1914, με το ξεσπασμα του πολεμου, ο Trakl καταταχθηκε στον στρατο εθελοντικα και πηρε φυλλο πορειας για την Γαλικια. Αποχαιρετωντας τον εκδοτη και υποστηρικτη του Ludwig von Ficker, του εδωσε μια σημειωση χωρις να πει τιποτα. Εγραφε: 

Αισθηση τις στιγμες που εισαι σαν νεκρος: Ολοι οι ανθρωποι ειναι αξιοι της αγαπης. Ξυπνωντας αισθανεσαι την πικρα του κοσμου· μεσα της ειναι ολη σου η οφειλη που εμεινε ανοιχτη· το ποιημα σου μια ημιτελης εξιλεωση.

Σαν νεκρος ειναι - ο Αγενητος. Ειναι ολος αγαπη, με ενα τροπο παραπλησιο προς αυτον του Kaspar Hauser ("Αυτος αληθινα αγαπουσε τον ηλιο"…). Ο Αγενητος ειναι αγαπη, ετσι που μονον αυτος, ο ξενος επι γης, ξερει, και μαλιστα χωρις να το ξερει. Και η αποδοση της αγαπης στο ποιημα ενος ποιητη που "μισογεννηθηκε", που μετεχει πλεον μισος στο Αγενητο, μπορει να ειναι μονο "ημιτελης εξιλεωση" του.

Εξιλεωση για ποιο πραγμα; Για την κολαση αυτου του κοσμου, στον οποιο ενα ξενο, σαν τον Αγενητο, κατευθυνεται νομοτελειακα στον χαμο. Γιατι ειναι σαν "Το φυλλο της λευκας", του Γιωργου Σεφερη:

Ἔτρεμε τόσο ποὺ τὸ πῆρε ὁ ἄνεμος

ἔτρεμε τόσο πῶς νὰ μὴν τὸ πάρει ὁ ἄνεμος

Ο ανεμος που σαρωνει το φυλλο της λευκας - ο δολοφονος που αναζητα τον Kaspar Hauser ως τον Αγενητο. Θα τον σκοτωσει η Περιρρεουσα τρελα του κοσμου τουτου, οι θανατηφοροι λογοι του (Celan).

Τα ποιηματα, ειπαμε, "επιμνημονα των ημερομηνιων τους". Η ζωη του Trakl ηταν βασανισμενη. Συχνα χανοτανε σε ναρκωτικα και στο αλκοολ. Το 1912, ηδη την πρωτη, η δευτερη μερα της αφιξης του στο Innsbruck, γραφει σε εναν φιλο:

Ποτε δεν φανταζομουν οτι αυτην την ηδη απο μονη της δυσκολη εποχη θα επρεπε να την περασω στην κτηνωδεστερη και χυδαιοτερη πολη που υπαρχει σ' αυτον τον ασηκωτο και καταραμενο κοσμο. Και οταν σκεφτομαι οτι μια ξενη βουληση θα μ' αφησει εδω να υποφερω ισως μια δεκαετια, μπορω να ξεσπω σε κλαματα της πλεον απαρηγορητης απογνωσης. Προς τι το βασανο. Τελικα θα 

μεινω για παντα ενας φτωχος Kaspar Hauser.

Νοεμβριο του 1913, εναν μηνα μετα το Τραγουδι του Kaspar Hauser, ο Trakl εκανε μια αυτοπροσωπογραφια στο ατελιε του ζωγραφου Max von Esterle. Ζωγραφισε, λεει, τον εαυτο του ετσι οπως τον ειδε στον καθρεφτη μια νυχτα ξυπνωντας απο εφιαλτη. Ειπε σχετικα:

μια μασκα με τρεις τρυπες: ματια και στομα

Τι βρισκεται πισω απο την μασκα; Μηπως ακριβως - ο Αγενητος; Που διαγει επανω σ' αυτην τη γη εναν εφιαλτη; Με την μασκα κολλημενη στο πετσι του οπως το πουκαμισο του Ηρακλη;

Εναν μηνα αργοτερα ο Trakl διαβασε το ποιημα, μαζι με αλλα, σε μια βραδια που οργανωσε ο εκδοτης του. Μιλουσε, λενε, μονοτονα και υπερβολικα σιγα, τοσο που μολις κι ακουγονταν. Σαν να κραταγε το πεσμενο και μαραμενο και τραγικο φυλλο της λευκας τρυφερα μεσα στην απαλαμη του.

SAMUEL BECKETT

Το 1969 απονεμηθηκε στον Beckett το βραβειο Nobel. Εκεινη την εποχη ο Beckett ηταν για διακοπες με την γυναικα του στην Τυνησια. Μολις μαθευτηκε το νεο ο εκδοτης του Jérôme Lindon του τηλεγραφησε: "Αγαπητε Sam και Susanne. Παρολαυτα σου εδωσαν το βραβειο Nobel - Σας συμβουλευω, πατε να κρυφτειτε." Ο εκδοτης του βεβαια τον ηξερε. Για τον Beckett οι συνεντευξεις ηταν εφιαλτες. Οι δημοσιογραφοι τον ξετρυπωσαν. Με τα πολλα δεχτηκε να δωσει μια συνεντευξη στην σουηδικη τηλεοραση. Ο ορος ηταν: να μην μιλησει καθολου. Ετσι δημιουργηθηκε η "Βουβη Συνεντευξη".

Ο λογος αυτης της ιδιοτροπιας παρατιθεται σε μια αλλη συνεντευξη εκεινου του ετους που εδωσε στην Νεα Υορκη για το περιοδικο Vogue. Εκει λεει λιγα λογια, και ξεκινα μ' αυτο:

Το μειζον αμαρτημα ειναι το αμαρτημα του να εχεις γεννηθει.

Και εδω αμεσως αντηχουν τα λογια του χορου:

να μην εχεις γεννηθει, αυτο νικαει τον απαντα λογο.

Η φραση του Beckett, σχεδον με τα ιδια λογια, λεγεται στο πρωτο σημαντικο του δοκιμιο, Proust. Σταχυολογηματα απο μεταγενεστερα εργα: 

Στο Περιμενοντας τον Godot,

VLADIMIR: Κι αν μετανιωναμε;
ESTRAGON: Να μετανιωναμε τι; Οτι γεννηθηκαμε;

Στο Endgame ο Hamm καταριεται τους γονεις του: "Καταραμενοι προγονοι". 

Στο All That Fall ο κυριος Tyler λεει "καταριεμαι … το υγρο σαββατιατικο απογευμα της συλληψης μου". 

Στο First Love: "Αυτο που με αποτελειωσε ηταν η γεννηση."

Ισως θα μπορουσαμε να πουμε οτι για τον Beckett το καιριο συνωνυμο του "γεννιεμαι" ειναι το "εκφερω λεξεις", κανω λεξεις να αναφυονται. Να αναφυονται απο που; Απο το - μὴ φῦναι. Μα τουτο νικαει τον καθε λογο. Οι λεξεις δεν αρκουνε ποτε. Ηδη στην εκφορα τους, εχουν την αποτυχια εγγεγραμενη επανω τους. Στην συνεντευξη που αναφερθηκε λεει ο Beckett:

Για μενα το γραψιμο γινεται οχι ευκολοτερο αλλα δυσκολοτερο. Καθε λεξη ειναι σαν μια περιττη κηλιδα πανω στη σιωπη και στη μηδενικοτητα.

Τοτε η σιωπη και η μηδενικοτητα, μπορουμε πλεον να πουμε: το μὴ φῦναι, σωζονται μονο οταν η λεξη απεκδυεται την αξιωση της θετικοτητας, δηλαδη την αξιωση να αποδιδει την ολη πραγματικοτητα του λεγομενου της. Πλεον η αποστολη του ειναι αυτο που ηδη σε ενα γραμμα στον γερμανο φιλο του Alex Kaun απο το 1937 αποκαλει Literatur des Unworts, "Λογοτεχνια της ακυρης λεξης", η καταγραφη αυτης της αποτυχιας της λεξης.

Ολα απο παλια. Τιποτ' αλλο ποτε. Παντα προσπαθησα. Παντα απετυχα. Δεν πειραζει. Προσπαθησε παλι. Αποτυχε παλι. Αποτυχε καλυτερα.,

Μ' αυτην την εννοια τα εργα του, με τον ενα και τον αλλο τροπο, επιζητουν να κατοικησουν την ουτοπια της σιωπης και της μηδενικοτητας. Τουτο συμβαινει οταν η λεξη χανει καθε αξιωση για ορισμο, βεβαιοτητα, σταθεροτητα, για επαρκεια. Ο δρομος του Beckett, λεει ο ιδιος συχνα, ειναι ο δρομος της αγνοιας, της αδυναμιας, της αμφιβολιας. Απεναντι στην αβυσσο της σιωπης και της μηδενικοτητας η λεξη, στην αβυσσαλεα αποτυχια της να επαρκεσει, καθισταται οδυνηρη. Λιγους μηνες πριν τον θανατο του, νομιζω ηταν το τελευταιο του εργο, ο Beckett εγραψε ενα ποιημα με τον τιτλο "What is the Word". Το πρωτο του μερος ειναι το εξης:

Τι ειναι η λεξη

τρελα-

τρελα για να -

για να -

τι ειναι η λεξη -

τρελα απ' αυτα -

ολα αυτα -

τρελα απ' ολα αυτα - 

δεδομενων -

τρελα δεδομενων ολων αυτων - 

που βλεπεις -

τρελα που βλεπεις ολα αυτα - 

αυτα -

τι ειναι η λεξη -

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΥΤΟΠΙΑ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑΣ

Ποιος θα γελασει πρωτος; Στο γνωστο παιχνιδι ημουν απαιχτος! Μπορουσα να κοιταζω τον απεναντι ανεκφραστα, ανεκφραστα περα για περα, δηλαδη εχοντας και ο ιδιος αδειασει. Καποια στιγμη ο απεναντι εσπαζε. 

Θα μπορουσε το παιχνιδι να απηχει μιαν αληθεια; Θα μπορουσε, ακριβως το ανεκφραστο, να προκαλει, να προ-καλει το γελιο και, περαν αυτου, την οποια εκφραση; Θα μπορουσε η σιωπη, η σιγη, τοσο η εμφωνη οσο και η αφωνη, να προ-φερει τα λογια του αλλου;

Ο ψυχαναλυτης σωπαινει. Και τι θα πει "σωπαινει"; Βεβαια συνηθως μιλα λιγοτερο απο τον ανθρωπο του, ομως μιλα. Σωπαινει με αλλον τροπο. Σωπαινει καθοσον, ειτε στα λογια του ειτε στις σιωπες του, μενει ο ιδιος λανθανων, που θα πει, τιποτα δικο του δεν παρεισφρυει, δηλαδη, οχι μονο εμφωνα αλλα και αφωνα, δεν εκφερει κρισεις, δεν εχει γνωμες, δεν εχει συμπαθειες και αντιπαθειες. Ξεχναει τον εαυτο του. Τροπον τινα αποπροσωποποιειται.

Ο πελατης του διολου δεν τον αντιλαμβανεται ετσι. Τον βλεπει ως κριτη, τον βλεπει ως καλο και κακο, ο,τι και να σημαινει αυτο καθε φορα, του προσαπτει σκεψεις και προσδοκιες και συναισθηματα. Στα ματια του, ο αναλυτης ειναι θορυβωδης. Στην πορεια, εκει που τα πραγματα λιγοτερο η περισσοτερο ευτυχουν, αρχιζει να τον αντιλαμβανεται ως σιωπη, και τοτε, στο ουτοπικο ακρο αυτου του δρομου, αρχιζει να μιλα - στον Κανενα. Τοτε ο αναλυτης γινεται κατι σαν το ασπρο χαρτι. Γιωργος Σεφερης, Θερινο Ηλιοστασι Η': 

Τ᾿ ἄσπρο χαρτὶ σκληρὸς καθρέφτης

ἐπιστρέφει μόνο ἐκεῖνο ποὺ ἤσουν.

Στην ακρα δυνατοτητα αυτης της συνθηκης θα μπορουσαμε να μιλησουμε για κατι σαν προσευχη - αν μπορουμε να την φανταστουμε διχως ευχη και διχως θεο, προσευχη δηλαδη σαν μιλημα προς ενα Αλλο, το οποιο μιλημα προσφερεται ακριβως απο την σιωπη του Αλλου. Τοτε ο αναλυτης, ο Αλλος στην θεραπευτικη συναντηση, γινεται, με μια εκφραση του ποιητη Paul Celan, ενα "μιλητο Εσυ", ενα Εσυ στο οποιο μπορεις να μιλησεις, ενα Εσυ το οποιο σου προ-καλει τα λογια  σου. Και συναμα η πραγματικοτητα γινεται, Celan και παλι, "μιλητη πραγματικοτητα": "ανοιχτη", κατοικησιμη. Αρχιζεις, γραφει αλλου, "με τ' αδιεξοδα να μιλας". Εχω κατα νου μια συναντηση στην οποια κυριαρχει αυτο που ο Byung-Chul Han αποκαλει "μαξιμουμ συνυπαρξης με ενα μινιμουμ συσχετισης".

Αδειαζω, ειπα προηγουμενως. Ξεχναω τον εαυτο μου. Οπως ηδη ειπωθηκε, θα μπορουσε κανεις να μιλησει για το φαινομενο μιας αποπροσωποποιησης. Ο ποιητης T.S. Eliot παρομοιαζει τον ποιητη, εδω εμεις θα λεγαμε ενδεχομενως - και τον θεραπευτη, με τον καταλυτη σε μια χημικη ενωση οπου ο καταλυτης χρειαζεται για να προκυψει απο τα δεδομενα κατι νεο, ομως χωρις να εμπλεκεται στην ενωση τους. Η "αποπροσωποποιηση", λεξη που χρησιμοποιει ο ιδιος ο Eliot, ειναι η φυση του καταλυτη.

Ετσι η μορφη του αναλυτη, η αδεια, που εχει χασει το προσωπο της, επαναλαμβανω: στο ουτοπικο ακρο της, ειναι η μορφη του νεκρου, οσο θα μπορουσε να ενσαρκωθει απο εναν ζωντανο. "Μα πρεπει να μ' αρμηνεψουν οι πεθαμενοι" γραφει σε ενα απο τα πλεον καιρια ποιηματα του ο Γιωργος Σεφερης. "Ερμηνευω" θα πει εδω: συμβουλευω, δινω κατευθυνση. Ειμαστε παντα στο παιχνιδι του ποιος θα γελασει πρωτος. Ο Σεφερης αφορμαται απο την Οδυσσεια, και συγκεκριμενα την Νεκυια, οπου ο Οδυσσεας κατεβαινει στον Κατω Κοσμο για να μαθει απο τον μαντη Τειρεσια πως να φτασει στο σπιτι του. Ομως ο Σεφερης, και εδω εγκειται το θαυμα της ποιησης του, βλεπει το σχετικο χωριο γενικοτερα. Το "μα πρεπει να μ' αρμηνεψουν οι πεθαμενοι" αφορα πλεον αυτον κι εμας. Αφορα, θα 'λεγα, και την θεραπευτικη συναντηση. Βρισκομαστε και παλι στο σταυροδρομι των δρομων αφενος του Οδυσσεα, του φῦναι, δηλαδη της ζωης, των λογων, και αφετερου του Τειρεσια, του μὴ φῦναι, δηλαδη της σιωπης ως του μιλητου Εσυ η οποια μπορει να ακουει, δηλαδη μπορεις να της αποτεινεσαι και να σου απανταει εκφεροντας δικα της μιληματα απο το δικο σου το στομα - να σε αρμηνευει.

Ετσι και στην, τονιζω και παλι, ουτοπια της θεραπευτικης συναντησης συντελειται η συνολη πραγματικοτητα καμωμενη απο την ερωτικη συνυφανση του φῦναι, της ζωης, των πραγματων, των λογων και του μὴ φῦναι, του αγενητου και του νεκρου και της σιωπης.

Ο θεραπευτης, σωπαινοντας, εμφωνα και αφωνα, με την τεχνη του, αποδομει τις βεβαιοτητες, ανοιγει τρυπες στην κρουστα της γλωσσας, αφηνει την σιωπη, δηλαδη το αλλο της βεβαιοτητας, να ανασανει.

Οι βεβαιοτητες, οι θεσεις, εχουν ξεχασει την περατοτητα που αναγκαστικα κατοικουν. Ειναι ανεκρες καθοσον δεν μπορουν να πεθανουν. Στα ανεκρα πραγματα του πελατη μου, που δεν μπορουν να πεθανουν, αντιτασσω μια δικη μου αποπροσωποποιηση, εναν δικο μου θανατο. Θα πει: τα δεχομαι ολα, τα δεχομαι ακομα σε ενα ευρος και βαθος που ο πελατης μου δεν θα διανοουνταν. Ειναι σχεδον μια δεκτικοτητα του νεκρου: χωρις προσδοκια, χωρις συμφωνια και διαφωνια, χωρις αντισταση και χωρις αντιρρηση, καλωσυνατη. Πολλες φορες και μ' ενα γελιο, που το μοιραζομαστε, και που, διχως να γελοιοποιει, αφαιρει απο τα πραγματα την σοβαροτητα και την βαρυτητα που φαινοταν να εχουν.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

χειμωνιατικη βροχη.

απανω στις χορδες του μαντολινου

τρεχει ενα ποντικι.

Yosa Buson