Στα χιονισμενα τοπια, αν ο τοπος ειναι καπως απομερος, στο ανεγγιχτο παλλευκο, στην εκκωφαντικη σιωπη μπορει να πεσεις επανω σε πατημασιες που αφησε ενα αγριμι στο περασμα του. Ειναι ματαιο να δοκιμασει κανεις ν' αναπαραστησει την πορεια του. Το μονο που μπορει να πει ειναι οτι περασε απο δω.
Ποτε δεν μου σταθηκε δυνατο ν' αναπαραστησω μια θεραπεια, εναν ανθρωπο σε μια θεραπεια, συνολικα. Τα "ιστορικα" κι οι "αναφορες προοδου", που ως ειδικευομενος επρεπε να συντασσω για τον φακελο των "ασθενων", αλλα κι αυτα που μου ζητουσαν οι διδασκοντες να τους αφηγηθω στις "εποπτειες" των πρωτων θεραπευτικων μου βηματων, και τα αφηγουμουν, τα αντιλαμβανομουν σαν ξεγελασμα και πλανη.
Στο τοπιο της θεραπευτικης συνομιλιας μονο ιχνη μπορεσα να διακρινω, να φερω σε γλωσσα: Στη θεραπευτικη ωρα με την μορφη της ερμηνειας, σε αλλες ωρες με τη μορφη μαθηματων και ομιλιων σαν αυτες που παρουσιαζονται στο βιβλιο.
Κατα κοσμον λεγομαι ψυχαναλυτης. (Το αλλο μου ονομα δεν το βρηκα ποτε.) Και, κατα το "πρακτικος γιατρος", θα χαρακτηριζα τον εαυτο μου "πρακτικο ψυχαναλυτη": Εχω διατηρησει το κλασσικο πλαισιο, το κρεβατι, τον "βασικο κανονα", την "ελευθερα μετεωρη προσοχη" και την "αρχη της αποχης" (ο αναγνωστης θα τα συναντησει επανειλημμενα στις παρακατω σελιδες), ομως εχω απομακρυνθει απο τη "θεωρια" η οποια, καθοσον αποσκοπει στην εξηγηση, ειναι καθηλωμενη στη γνωση.
Τα θεματα της θεραπευτικης συναντησης δεν προσεγγιζονται με τη γνωση αλλα με το βλεμμα το ανοιχτο γι' αυτο που ειναι μπροστα στα ματια μας. Ζητησα να σκεφτομαι λιγοτερο και να μενω περισσοτερο στο φως και στα φαινομενα του και στο σκοταδι του.
Σ' αυτον τον δρομο με εβαλαν καποιοι, σπανιοι, θεραπευτες. Ομως οδηγους μου ειχα προπαντων τους κυριους νοητες του τελευταιου αιωνα, τον Martin Heidegger, τον Ludwig Wittgenstein. Κυριο σημειο αναφορας υπηρξε η παραδοση που τιμουν και που ξεκινα με τους Προσωκρατικους, ιδιαιτερα τον Παρμενιδη και τον Ηρακλειτο. Ξεναγους στο τοπιο ειχα κατοικους του απο καταγωγη: μεγαλους ποιητες, αρχαιους λυρικους και τραγωδους, λιγους απο την απωασιατικη νοηση και μερικους ακομα που ετυχε να γνωρισω και να με συγκινησουν.
Αυτα που μπορεσα να πω, τοσο ως θεραπευτης οσο και ως δασκαλος και συγγραφεας, συνοψιζονται σ' ενα: "Κοιτα! Αυτο! Κι εκεινο! Κι εκεινο!". Ιχνη καθε φορα απο ενα περασμα.
Ειμαι, ειπα προηγουμενως, ενας πρακτικος. Ειμαι μαλιστα πρακτικοτερος απο τους πρακτικους. Δεν εχω μεθοδο, δηλαδη εναν τυφλοσουρτη που θα μου υπαγορευει τι να κανω και τι να πω. Η ζωντανη, συγκεκριμενη κατασταση ειναι που μου υπ-αγορευει αυτο που εχω καθε φορα να "αγορευσω", να φερω σε γλωσσα.
Θυμαμαι τον πρωτο καιρο που αφεθηκα στο "ελευθερα μετεωρο" της στιγμης, στις θεραπευτικες ωρες, στα σεμιναρια. Που αφεθηκα κι ανταποκριθηκα. Ηταν μια λυτρωτικη εμπειρια, καθαρση απο τον ρυπο της γνωσης - γιατι αυτο ειναι η γνωση εκει που δεν εχει νοημα. Ετσι κατεληξα να γραφω ολο και λιγοτερα κειμενα, και να λεω ο,τι εχω να πω μιλωντας, με ομιλιες.
Οταν ετοιμαζα μια ομιλια, ειχα ηδη μια λιγοτερο η περισσοτερο σαφη ιδεα του ζητουμενου. Η προετοιμασια της συνιστατο κυριως στην αποπειρα να ερθει σε επαρκη γλωσσα. Την ιδια την ομιλια θα την παρομοιαζα με τη μουσικη ερμηνεια ενος προτυπου που καταρχην υφισταται ως νοτες επανω στο πενταγραμμο, κι αποζητα υποσταση και πραγματικοτητα στην εκτελεση. Οι ομιλιες μου, στη συνταξη και στη ζωντανη τους εκφορα, υπηρξαν τετοιες εκτελεσεις.
Ομως μια μουσικη ερμηνεια δεν ειναι παρα μια ερμηνεια. Θα μπορουσε να ειναι κι αλλιως, κι αλλιως. Ειναι ακρως δεσμευτικη στον χωρο της και στον χρονο της και συναμα ακρως πεπερασμενη σ' αυτα τα ορια. Μ' αυτην την εννοια δεν ειναι παρα ενα ιχνος που διεγραψε εκεινο το ζητουμενο που ετυχε να μου μιλησει, οπως ενας μετεωριτης που ετυχε να μπει στην ατμοσφαιρα και πυρακτωνεται και γινεται διαττοντας.
Η ζωντανη ομιλια που παγωνει στην τυπωμενη λεξη ειναι ενα ιχνος παλι εκεινου του ιχνους.
Αυτα δειχνουν τη ζωτικη σημασια που εχουν για μενα ανθρωποι προθυμοι να μ' ακουσουν. Μονο μαζι τους κι απεναντι τους μπορω να μιλω. Διχως αυτους δεν ειμαι τιποτα.
Κι εδω δεν μπορω να μην μνημονευσω, σαν καλη τυχη, αναμεσα στους λιγους προθυμους που συναντησα στη ζωη μου, την εκδοτρια της "Εστιας" Ευα Καραϊτιδη, χαρη στην οποια, μετα την "Επανεισαγωγη Στην Ψυχαναλυση", πραγματοποιηθηκε και τουτη η εκδοση.
Καποιες ομιλιες δημοσιευονται με μικρες διορθωσεις. Αλλες αναθεωρηθηκαν ριζικοτερα. Ο αναγνωστης θα παρατηρησει ενδεχομενως οτι λειπουν βιβλιογραφικες παραπομπες, ευρετηρια κλπ. Θελησα να κρατησω τον προφορικο χαρακτηρα του λογου αλλα και, οσο περνα απ' το χερι μου, ν' αποθαρρυνω μια επιστημονικη, δηλαδη στη γνωση βασισμενη αναγνωση τους.
Μαρτιος 2004
Το βιβλιο περιεχει μια επιλογη απο κειμενα ομιλιων των τελευταιων εικοσι χρονων.
Δεν απευθυνεται σε «ειδικους» γιατι δεν εννοω την ψυχοθεραπεια ως επιστημονικη μεθοδο. Η θεραπεια, οπως την εννοω, δεν ειναι τιποτα λιγοτερο και τιποτα περισσοτερο απο μια συναντηση.
Ο θεραπευτης θεραπευει, δηλαδη, συμφωνα με την αρχαια χρηση της λεξης, υπηρετει αυτην τουτη τη συναντηση, ωστε ισως να γινει καποτε μεστη κι ανοιχτη, λιτη και εγκαρδια, δεσμευτικη και ελευθερη: προσφερεται, την προετοιμαζει, την φροντιζει σαν χερι απλωμενο μεσα σ' εναν δαιδαλο αγνοιας και παρανοησεων οπου κυριαρχει η αποξενωση, το κλεισιμο, η φυγη.
Η θεραπευτικη συναντηση πραγματωνεται οταν οι ενεχομενοι, ο ενας καθοδηγωντας κι ο αλλος μαθαινοντας (μαθαινοντας ν' ανοιγει την καρδια του), φθανουν να συνομιλησουν πραγματικα: να μιλησει ο ενας στον αλλο, ν' ακουσει ο ενας απο τον αλλο. Αυτο απο μονο του μπορει ν' αλλαξει μια ολοκληρη ζωη.
Τα θεματα του βιβλιου αντλουνται απο τον κοσμο της θεραπευτικης συναντησης, που τελικα δεν ειναι αλλος απο τον κοσμο μας. Και καθως ο μπαχτσες εχει απ' ολα, αντιστοιχα ποικιλομορφα ειναι τα θεματα. Και αντιστοιχα πολυδιαστατη ειναι η προσεγγιση: δοκιμιακη και λογοτεχνικη, φιλοσοφικη και ποιητικη, κλινικη και αυτοβιογραφικη.
Ομως ο κοσμος, σε αντιθεση με τον μπαχτσε, δεν εχει ουτε φραχτη τριγυρω ουτε πηγαδι στη μεση. Ετσι και το βιβλιο δεν εχει αρχη και τελος, δεν εχει κεντρικη ιδεα. Μοιαζει περισσοτερο με το ιχνος που ενα περασμα αφησε πανω στο χωμα.
Εισαγωγικα
Αποσπάσματα
[248]
Ποτέ δεν μου στάθηκε δυνατό να πω, όλα είναι καλά, και εφησυχασμένος να ενταχθώ στην παραγωγική διαδικασία προσφέροντας υπηρεσίες ή διαχειριζόμενος προϊόντα. Χρειάζεται, ένοιωθα, να σταματήσουμε και να διανοηθούμε πού πάμε.
Σε μια ταινία του Antognoni αναφέρεται η ιστορία μιας ομάδας αρχαιολόγων στο Μεξικό, που πηγαίνουν στον τόπο των ερευνών τους. Κάποια στιγμή οι ιθαγενείς οδηγοί τους σταματούν. Όταν μετά από μέρες αποφασίζουν να συνεχίσουν, δίνουν και την εξήγηση: οι ψυχές τους είχαν μείνει πίσω, κι έπρεπε να τις περιμένουν.
Λέει ο Σωκράτης στην "Απολογία" (38α): ... ο δε ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω...
Η ψυχανάλυση απέκτησε στα μάτια μου τον χαρακτήρα ενός τέτοιου σταματημού και μιας τέτοιας <εξέτασης>. Αυτό που όρισε ο Freud ως "αρχή της αποχής", εννοημένο στα άκρα, κάνει την θεραπευτική συνάντηση σταθμό στην δίνη της καθημερινής έγνοιας, σταθμό όπου παύουν τα πάντα, παύση όπου δεν επιζητείται τίποτα, δεν αναμένεται τίποτα, εκτός από την ψυχή που έμεινε πίσω. Την ψυχή, όχι το "ψυχικό όργανο" της φροϋδικής ψυχανάλυσης αλλά το, Ελύτης, τετράφυλλο δάκρυ, το τετράφυλλο τριφύλλι της χαράς και το δάκρυ της λύπης, που, ως "τετράφυλλο δάκρυ" είναι ΤΟ ΑΥΤΟ. Τέτοιοι σταθμοί είναι που κάνουν τον βίο βιωτό, βιώσιμο.
[9]
Τα θέματα της θεραπευτικής συνάντησης δεν προσεγγίζονται με την γνώση αλλά με το βλέμμα το ανοιχτό γι' αυτό που είναι μπροστά στα μάτια μας. Ζήτησα να σκέφτομαι λιγότερο και να μένω περισσότερο στο φως και στα φαινόμενά του και στο σκοτάδι του.
Σ' αυτόν τον δρόμο με έβαλαν κάποιοι, σπάνιοι, θεραπευτές. Όμως οδηγούς μου είχα προπάντων τους κύριους νοητές του τελευταίου αιώνα, τον Martin Heidegger, τον Ludwig Wittgenstein. Κύριο σημείο αναφοράς υπήρξε η παράδοση που τιμούν και που ξεκινά με τους Προσωκρατικούς, ιδιαίτερα τον Παρμενίδη και τον Ηράκλειτο. Ξεναγούς στο τοπίο είχα κατοίκους του από καταγωγή: μεγάλους ποιητές, αρχαίους λυρικούς και τραγωδούς, λίγους από την απωασιατική νόηση και μερικούς ακόμα που έτυχε να γνωρίσω και να με συγκινήσουν.
Αυτά που μπόρεσα να πω, τόσο σαν θεραπευτής όσο και σαν δάσκαλος και συγγραφέας, συνοψίζονται σ' ένα: "Κοίτα! Αυτό! Κι εκείνο! Κι εκείνο!".
Είμαι ένας πρακτικός. Είμαι μάλιστα πρακτικότερος από τους πρακτικούς. Δεν έχω μέθοδο, δηλαδή έναν τυφλοσούρτη που θα μου υπαγορεύει τι να κάνω και τι να πω. Η ζωντανή, συγκεκριμένη κατάσταση είναι που μου υπ-αγορεύει αυτό που έχω κάθε φορά να "αγορεύσω", να φέρω σε γλώσσα.
239-240
Κατοικούμε πάνω στη γη. Η κατοίκησή μας έχει χαρακτήρα συνάντησης. Μια συνάντηση είναι αληθινή εκείνες τις ώρες που τα λόγια και τα έργα, όπως λέμε, "γράφουν", δηλαδή: ονομάζουν. Και ο γράφων είναι η πράξη της ονομασίας – ένας όρος του μουσικολόγου Θρασύβουλου Γεωργιάδη.
Η ονομασία πραγματώνεται στην μορφή του έργου της μεγάλης τέχνης [ήλιος] αλλά και όλων εκείνων των άσημων περιστατικών από την, Καβάφης, πρώτη ποίησι της ζωής μας, που κανείς ποτέ δεν εκόμισεν εις την Τέχνην. [Σαν πρώτη φορά... "Μπαμπά..."]
Από το ζητούμενο όνομα τρέφεται και προς αυτό τείνει η κάθε συνομιλία· και η θεραπευτική, προπάντων αυτή, είτε το ξέρει είτε όχι.
- Να μπορώ την πόρτα εκεί να την λέω πόρτα!, μου είπε ένας.
Η θεραπευτική συνομιλία γίνεται αληθινή κάθε φορά που απολήγει σε μια πράξη ονομασίας και τα λόγια "γράφουν". Προς αυτήν την απόληξη ζήτησε να κατευθυνθεί π.χ. μια συνομιλία όταν κάποιος μου είπε πως κουράστηκε να γυρνάει γύρω από το ίδιο, κι εγώ απάντησα:
- Ίσως δεν έχετε ακόμα την σωστή λέξη γι' αυτό που σας αφορά.
Ένα ακόμη παράδειγμα. Ρωτώ κάποιον:
- Κάνει καμιά διαφορά το ότι έρχεστε; Αλλάζει κάτι;
Αυτός:
- Το ψέμα δεν είναι εύκολο - το λάθος είναι περισσότερο λάθος.
Θυμήθηκα έναν στίχο του όψιμου Hoelderlin που μου είναι ιδιαίτερα αγαπητός: Και υψηλότερες δείχνονται οι διαφορές.
Μια γυναίκα μου είπε:
- Όταν κανείς μιλάει, γίνονται όλα φωτεινά.
[44]
Τι θα πει εδώ "φαινομενολογία"; Στροφή στο "φαινόμενο"; Ας την φανταστούμε σαν ένα άλμα από την επιστημονική σκέψη σε όρους προτάσεων και μοντέλων πίσω στα πράγματα καθαυτά. Θα το δείξω με δυο παραδείγματα όπου αντιπαραβάλλονται η εξήγηση αφενός και αφετέρου αυτό που αναφέρεται ως "άλμα πίσω στα πράγματα".
Η εξηγηση και το αλμα πισω στα πραγματα [Boss – Heidegger]
Boss: Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία, το ότι μια γυναίκα, φεύγοντας από το δωμάτιο ενός γνωστού, αφήνει π.χ. την τσάντα της, εκφράζει την ασυνείδητη επιθυμία να μπορεί να ξαναγυρίσει εκεί. Πώς πρέπει να περιγραφεί φαινομενολογικά ένα τέτοιο ξέχασμα;
Heidegger: Στο ξέχασμα της τσάντας δεν υπάρχει καμιά ασυνείδητη σκοπιμότητα. Πολύ περισσότερο, η γυναίκα φεύγει απ' το δωμάτιο τελείως αλλιώς από το πώς έφυγε απ' τον κομμωτή. Ακριβώς επειδή ο άντρας που επισκέφτηκε δεν της είναι αδιάφορος, φεύγει έτσι ώστε φεύγοντας είναι ακόμη στο δωμάτιο, και τώρα περισσότερο παρά ποτέ. Επειδή φεύγοντας είναι ακόμη στον άντρα, η τσάντα δεν είναι καθόλου παρούσα. Εδώ το πού πηγαίνει δεν υπάρχει καθόλου. ["Πού είσαι;"]
Εάν η ίδια γυναίκα είχε φύγει από κάποιον αδιάφορο για να πάει στην αγορά, τότε δεν θα είχε ξεχάσει την τσάντα αλλά θα την είχε πάρει μαζί της γιατί η τσάντα ανήκει στην αγορά, και σ' αυτήν την αναφορά στην αγορά η γυναίκα θα βρισκόταν πραγματικά.
Σε αντίθεση με την φαινομενολογική ερμηνεία, το θέμα της ασυνείδητης σκοπιμότητας είναι μια εξήγηση. Η εξήγηση αυτή είναι καθαρή εικασία. Με κανένα τρόπο δεν προάγει την κατανόηση του ίδιου του φαινόμενου του αφήματος της τσάντας.
Στην φροϋδική εικασία το άφημα της τσάντας απομονώνεται ως ένα δεδομένο, και τώρα τούτο πρέπει να εξηγηθεί [Γυναίκα με τσάντα- γυναίκα δίχως τσάντα. Πώς γίνεται; Προσκόλληση στο αισθητηριακό / λείπει το βλέμμα για την συνόλη πραγματικότητα: το ότι "είναι" στον άντρα. Καθότι απομονώθηκε, πρέπει τώρα να συνδεθεί]. Ένα τέτοιο δεδομένο αφήματος το διαπιστώνουμε απέξω. Η ίδια η γυναίκα δεν αφήνει την τσάντα ασυνείδητα, γιατί η τσάντα δεν υπάρχει καθόλου, και κανείς μπορεί ν' αφήσει κάτι που είναι εδώ.
Morgenroethe
Ο Nietzsche λέει στο "Morgenroethe" (ν. 126): "Το ότι υπάρχει ένα ξέχασμα, δεν έχει αποδειχθεί ακόμη. Αυτό που γνωρίζουμε είναι μόνο ότι η επαναθύμηση δεν είναι στο χέρι μας. Σ' αυτό το κενό της δύναμής μας θέσαμε προσωρινά εκείνη την λέξη 'ξεχνώ': σαν να υπάρχει και μια ικανότητα ακόμη στο ευρετήριο. Μα τι είναι τελικά στο χέρι μας!"
*Ας μείνουμε στην περιγραφή της κατάστασης. Όταν κάποια στιγμή η γυναίκα συνέλθει, δηλαδή διαπιστώσει πως όντως έχει φύγει από το δωμάτιο, θα δει ότι η τσάντα της λείπει. Τότε, αυτήν την έλλειψη, θα την πει, κι εμείς μαζί της, ξέχασμα, να το κενό για το οποίο μιλά ο Freud, κι αυτό το "ξέχασμα" θα το παραστήσουμε ως "ψυχική ενέργεια", θα το "εντάξουμε σε μια καταδείξιμη συσχέτιση", δηλαδή θα το παραστήσουμε ως έργο και διεργασία, π.χ. με την ψυχαναλυτική ερμηνεία όπου το ξέχασμα "εκφράζει την ασυνείδητη επιθυμία να μπορεί να ξαναγυρίσει εκεί". Πρβλ. "έργο του ονείρου", "έργο του πένθους".
Wittgenstein
§ 308
Πώς φθάνουμε στο φιλοσοφικό πρόβλημα των ψυχικών διεργασιών και καταστάσεων [...]; - Το πρώτο βήμα είναι αυτό που δεν προκαλεί την προσοχή καθόλου. Μιλάμε για διεργασίες και καταστάσεις κι αφήνουμε την φύση τους ανοιχτή! Ίσως κάποτε γνωρίσουμε περισσότερα γι' αυτήν - λέμε. Όμως ακριβώς μ' αυτό έχουμε καθηλωθεί σ' έναν ορισμένο τρόπο θεώρησης. Διότι έχουμε μια ορισμένη ιδέα γι' αυτό, τι θα πει: να γνωρίσω μια διεργασία καλύτερα. (Το αποφασιστικό βήμα στο ταχυδακτυλουργικό νούμερο έχει γίνει, κι αυτό ακριβώς μας φάνηκε αθώο.) [...]
Beiheft3, 16
Το ολέθριο στον επιστημονικό τρόπο σκέψης, τον οποίο σήμερα ['40] κατέχει όλος ο κόσμος, είναι ότι θέλει ν' απαντήσει σε κάθε ανησυχία με μια εξήγηση.
[145]
Η εδώ απαιτούμενη στάση είναι η προσοχή. Μια προσοχή η οποία δεν παρατηρεί, δεν αισθάνεται, δεν ελέγχει, δεν εκφέρει κρίσεις αλλά αφήνει, που θα πει: χαρίζει στο κάθε τι αυτό που είναι. Αυτή η προσοχή, ειπώθηκε, είναι η φυσική δέηση της ψυχής. (Malebranche – Walter Benjamin Kafka – Celan)
Το Οιδιπόδειο ως εξήγηση του μύθου
90-92
[...] Στον Freud, και στην κλασσική ψυχαναλυτική σκέψη, το "οιδιπόδειο", με δυο λόγια, είναι εκείνο το σύμπλεγμα, κατά το οποίο το μικρό αγόρι θέλει να σκοτώσει τον πατέρα του και να παντρευτεί την μητέρα του.
Στον Οιδίποδα του Σοφοκλή όμως δεν υπάρχει κανένα "θέλω". Ο Οιδίποδας σκοτώνει τον πατέρα του, παντρεύεται την μητέρα του, όμως αυτό δεν είναι εκπλήρωση επιθυμίας. Έτσι γίνεται.
*
Πώς συμβαίνει τώρα και ο Freud μεταφράζει το "γίνεται" σε "θέλω", σε "επιθυμώ"; Αυτό μπορούμε να το δούμε μόνο - κι εδώ μπαίνει μια άλλη διάσταση, αυτή της σημασίας της φιλοσοφικής σκέψης στην ψυχανάλυση - μπορούμε να το δούμε λοιπόν μόνο μέσα από την κυρίαρχη εννόηση των πραγμάτων στον 18ο-19ο αιώνα όπου το είναι μεθερμηνεύεται ως βούληση, ως θέλω.
*
Αυτό λοιπόν, το οποίο είναι μια ιστορική φάση στην σκέψη, μια εποχή στην οποία ακριβώς η βούληση γίνεται κυρίαρχη, ο Freud το παίρνει απόλυτα, θεωρεί ότι ίσχυε πάντα, ότι θα ισχύει πάντα, γι' αυτόν είναι κάτι αυτονόητο λοιπόν, και έτσι τα πάθη του Οιδίποδα τα μεταφράζει σε αποτελέσματα βούλησης, έστω κι αν αυτή η βούληση είναι, όπως λέει, "ασυνείδητη".
*
Αν δούμε τον ίδιο τον Οιδίποδα, και προσέξουμε αυτό που ο Σοφοκλής γράφει, θα δούμε κάτι άλλο. Στην τραγωδία του "Αντιγόνη" η κόρη του Οιδίποδα και αδελφή της Αντιγόνης Ισμήνη, μιλάει για τον πατέρα της, τον "δύστυχο" πατέρα της και λέει ότι γι' αυτόν "μητέρα" και "γυναίκα" είναι ΔΙΠΛΟΥΝ ΕΠΟΣ, "διπλό όνομα" - όπου "όνομα" δεν θα το καταλάβουμε ως σημαίνον αλλά με την έννοια της πράξης της ονομασίας που ανέφερα στην αρχή ως ακριβώς την μοιραία διπρόσωπη μορφή "μητέρα-γυναίκα", με την οποία έχει συζευχθεί ο Οιδίποδας. Κι αυτό ακριβώς είναι που η Ισμήνη αναφέρει ως το τραγικό της μοίρας του Οιδίποδα.
*
Για τους Αρχαίους το τραγικό είναι αυτό που με μια λέξη θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε "σύγχυση": Η μητέρα δεν είναι μητέρα, αλλά είναι μητέρα και γυναίκα μαζί. Σ' αυτήν την δίνη είναι όπου βρίσκεται ο Οιδίποδας μπλεγμένος.
Τι σημαίνει αυτό τώρα για μας; Μια ερώτηση είναι το εάν, π.χ. αυτό που συμβαίνει στον Οιδίποδα μας αφορά, και πώς. Μήπως κατά έναν τρόπο και εμείς υποκείμεθα, κινδυνεύουμε να βρεθούμε, σε μια παρόμοια σύγχυση;
275-276
Η λέξη ΦΥΛΟΝ έρχεται από το ρήμα ΦΥΝΑΙ: αναφύομαι και προβάλλω. Από την ίδια ρίζα έρχεται και το ΦΑΙΝΟΜΑΙ, το ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΝ. Το φύλο φαίνεται, το βλέπεις! Άντρας! Γυναίκα!
Η διαφορά "γνώμης του κόσμου" και επιστήμης (μια διαφορά που τονίζει ο Freud) είναι ότι η πρώτη βλέπει αυτό που είναι μπροστά της, η δεύτερη ζητάει να το συλλάβει με την γνώση: να το εξηγήσει, να το αποδείξει. Σ' αυτό δεν θα επεκταθώ περισσότερο. Αναφέρω μόνο μια φράση του Αριστοτέλη που συνήθιζε να παραθέτει ο Heidegger:
έστι γαρ απαιδευσία το μη γιγνώσκειν τίνων δει ζητείν απόδειξιν και τίνων ου δει [...]
"Είναι απαιδευσία, αμορφωσιά, να μην γνωρίζει κανείς για ποια πράγματα χρειάζεται απόδειξη και για ποια όχι."
Για τα πράγματα που μας αφορούν στην ψυχοθεραπεία δεν χρειάζεται η γνώση κι η απόδειξη αλλά το προσεκτικό βλέμμα. Το ζητούμενο δεν είναι ν' απορρίψουμε την "γνώμη του κόσμου" αλλά, αυτό που βλέπει ο κόσμος, τον άντρα, την γυναίκα, να επιχειρήσουμε να το δούμε ακόμα ευκρινέστερα. Ας κάνουμε μια δοκιμή.
Η θεώρηση της ανατομίας μας υποβάλλει την εντύπωση ότι "άντρας" και "γυναίκα" ορίζονται από ένα σύνολο σωματικών χαρακτηριστικών στα οποία, εκτός από τα γεννητικά όργανα, περιλαμβάνονται π.χ. οι μαστοί, η τριχοφυΐα, η μυϊκή ανάπτυξη, το ύψος, η φωνή κλπ.
Το λάθος που γίνεται εδώ είναι ότι παίρνουμε αυτήν την θεώρηση απόλυτα, σαν να ίσχυε παντού και πάντα. Έχει μεν νόημα στην ιατρική, στο σχέδιο ρούχου, στις υπηρεσίες δημόσιας τάξης, κι αλλού. Όμως εκεί που αφορά κάποιον πιο άμεσα, πιο ολοκληρωτικά, όπως π.χ. στην ερωτική συνάντηση, δεν έχει νόημα.
Φέρτε μπροστά σας μια κοπέλα το βράδυ σ' ένα μπαρ με τις φίλες της. Βλέπει κάποιον να την κοιτάζει επίμονα, και την διαπερνά μια ανατριχίλα. Σκύβει ελαφρά προς την φίλη της και της ψιθυρίζει:
- Εκείνος ο άντρας! Στ' αριστερά σου!
Όταν η κοπέλα λέει εδώ την λέξη "Άντρας!", δεν την λέει όπως ο γιατρός κι ο μόδιστρος κι ο αστυνόμος. Ανάμεσα σ' όλα τ' ανθρώπινα όντα γένους αρσενικού, αναγνωρίζει απέναντί της τον έναν άντρα, που εκείνη την στιγμή είναι άντρας γι' αυτήν, και αναγνωρίζει συνάμα τον εαυτό της ως γυναίκα, που εκείνη την στιγμή είναι γυναίκα γι' αυτόν. Σ' αυτό το "συνάμα" οι λέξεις "άντρας", "γυναίκα" έχουν αποκτήσει διαφορετικό νόημα. Είναι το νόημα της ερωτικής συνάντησης.
Ο έρωτας, γράφω σε μια μελέτη, είναι η συνάντηση στην οποία άντρας και γυναίκα βρίσκουν το όνομά τους.
Τώρα βλέπουμε καθαρότερα σε ποια κατεύθυνση μας εξαπέστειλε η ετυμολογία της λέξης "φύλο", "sexus": Μας κάλεσε να δούμε την ερωτική συνάντηση ως τον ιδιαίτερο, και αποκλειστικό μάλιστα, τρόπο με τον οποίο το φύλο, άντρας, γυναίκα, λέγεται, έμφωνα ή άφωνα, και αποκαλύπτεται.
Από εδώ μπορούμε να δούμε (λέω: να δούμε, όχι να ερμηνεύσουμε και να εξηγήσουμε) την κατάσταση στην οποία αναφέρεται το λεγόμενο "οιδιπόδειο σύμπλεγμα": Το παιδί μαθαίνει τον άντρα και την γυναίκα από το ζωντανό παράδειγμα των γονέων: Από τον πατέρα, που απέναντι στην μητέρα του δεν είναι πια πατέρας αλλά άντρας, από την μητέρα, που απέναντι στον πατέρα του δεν είναι πια μητέρα αλλά γυναίκα. Το μαθαίνει ακόμα από την στάση τους απέναντί του, που το αναγνωρίζουν και στέκουν απέναντί του ως μελλοντικό άντρα ή γυναίκα.
Είναι μια ιστορία μακρόχρονη, επώδυνη κάποτε, καθώς το παιδί καλείται να δει πατέρα και μητέρα και τον εαυτό του διαφορετικά απ' ό,τι τους έβλεπε μέχρι τώρα, και μάλιστα σε μια προοπτική που δεν πρόκειται να μοιραστεί μαζί τους: Το αγόρι ποτέ δεν θα είναι άντρας γι' αυτήν την γυναίκα που είναι η μητέρα του, το κορίτσι ποτέ δεν θα είναι γυναίκα γι' αυτόν τον άντρα που είναι ο πατέρας της. Ο πατέρας ποτέ δεν θα είναι άντρας γι' αυτήν την γυναίκα που είναι η κόρη του, η μητέρα ποτέ δεν θα είναι γυναίκα γι' αυτό το αγόρι που είναι γιος της.
Το θεραπευτικο
Από πού δίνεται τώρα ο δρόμος μιας θεραπευτικής πρακτικής; Από πού δίνεται στον θεραπευτή μια κατεύθυνση; Εδώ δεν μιλώ πλέον δια στόματος Heidegger και Boss. Μιλώ μέσα από μια εν πολλοίς αγνοημένη παράδοση που ξεκινά με τους Προσωκρατικούς, με τον Πίνδαρο, με την αρχαία Τραγωδία. Κοντά της βρίσκεται κατά έναν τρόπο η εννόηση της θεραπείας από τον Wittgenstein. Συνοπτικά: Η κατεύθυνση δίνεται από τα ίδια τα πράγματα, καλύτερα, από τα μέτρα των πραγμάτων και τον δρόμο που οδηγεί από την παραβίαση στην αναγνώριση και στην αποδοχή τους.
Στο παράδειγμα με το ξέχασμα της τσάντας:
Η γυναίκα κάποια στιγμή συνέρχεται, είναι σαν να ξυπνά από ένα όνειρο, βλέπει πως στο χέρι της, εκεί που θά 'πρεπε να κρέμεται η τσάντα, δεν έχει τίποτα. Αυτό το τίποτα την ταράζει. Η γυναίκα είναι ξαφνικά στον αέρα, την πιάνει κάτι σαν ζάλη.
Σε μια τέτοια δίνη βυθίζεται όποιος αντιλαμβάνεται, λιγότερο ή περισσότερο καθαρά, ότι παραβιάζει τα μέτρα. Στο παράδειγμά μας ποια μέτρα παραβιάζονται; Η γυναίκα φεύγει απ' το δωμάτιο, και δεν φεύγει. Μένει στο δωμάτιο, και δεν μένει. Ζει ψυχή τε και σώματι σ' ένα "και ναι και όχι". Σαν υπνοβάτης. Είναι εκτός της πραγματικότητας του εκάστοτε τόπου και του χρόνου της – του δωμάτιου πρώτα και κατόπιν της αγοράς. Η σύγχυση, στην οποία περιέρχεται μόλις αντιληφθεί τι της συμβαίνει, δεν εξηγείται, δεν γεφυρώνεται. Απλά κάποια στιγμή ξυπνά και τα πράγματα βρίσκουν τη θέση τους.
Η θεραπεία προσβλέπει σ' ένα τέτοιο ξύπνημα (που συνήθως δεν είναι τόσο απλό όσο αυτό), πραγματώνεται σ' ένα τέτοιο ξύπνημα.
Στο παράδειγμα του λεγόμενου "οιδιπόδειου":
Εδώ όλοι οι ενεχόμενοι είναι εκτεθειμένοι σε παρανοήσεις και παραβιάσεις των ορίων που τους έχουν τεθεί. Π.χ. ο πατέρας εμπρός σ' εκείνο το μετέωρο, ότι η κόρη του είναι γυναίκα, που ποτέ δεν θα είναι γυναίκα του, κι αυτός της εμφανίζεται ως άντρας, που ποτέ δεν θα είναι άντρας της, παρασύρεται προς μια ερωτικοποίηση της σχέσης τους ή αντίθετα κάνει σαν αυτός και η κόρη του να μην είχαν φύλο.
Αντίστοιχα στην θεραπευτική συνάντηση: Ο θεραπευτής, εκεί που βρίσκεται με την πελάτισσά του, μια γυναίκα, που πάλι δεν μπορεί να είναι γυναίκα του, ενδεχομένως θα την ποθήσει ή θα κάνει σαν οι δυο τους να μην είχαν φύλο. Με τον ίδιο τρόπο, ο θεραπευτής είναι αντίστοιχα ένας φίλος που δεν μπορεί να είναι φίλος, ένας εχθρός που δεν μπορεί να είναι εχθρός, ένας πατέρας που δεν μπορεί να είναι πατέρας κλπ. Όμως στα μάτια των πελατών του θα πάρει την μια ή την άλλη μορφή, και χρειάζεται, με την τέχνη του, να προασπίσει αυτό το μετέωρο και να μην το επιτρέψει να καθηλωθεί προς την μια ή την άλλη πλευρά.
Παντού χρειάζεται η εξοικείωση σ' αυτό το μετέωρο. Γιατί; Διότι ανταποκρίνεται σε μια μεγάλη αλήθεια. Αυτή, μεταξύ πολλών άλλων, εκφράζεται από τον Daito, έναν δάσκαλο του ζεν, με τα εξής λόγια: "Σ’ όλους τους αιώνες είμαστε αποχωρισμένοι μεταξύ μας, και μάλιστα δεν χωρίζουμε ούτε λεπτό. Συναντώμαστε όλη τη μέρα, και μάλιστα ούτε για μια στιγμή."
Άλλα παραδείγματα μέτρων και υπέρβασής τους:
- Η προσκόλληση σε παιδικούς τρόπους, π.χ. στην προστασία αντί για την συντροφικότητα, στην τρυφερότητα αντί για τον οργασμό κλπ. παραβιάζει το όχι-πια του χρόνου, της ηλικίας που πέρασε. Το αντίθετο επίσης, η σοβαρότητα και η ευθύνη και οι υποχρεώσεις του λεγόμενου "μεγάλου" που κάνει σαν το παιδί να είχε πλέον χαθεί από προσώπου γης.
- Η οχύρωση σ' έναν μικρόκοσμο, ένα κουκούλι, όπου κανείς παλεύει να κρατήσει απέξω π.χ. τον πόνο, την βία, την αδικία. τον κίνδυνο. Και το αντίθετο, π.χ. ένα σπίτι σαν ξέφραγο αμπέλι, δηλ. ένα σπίτι που δεν είναι σπιτικό.
- Η έφεση να κάνω τον εαυτό μου όπως θέλω, όπως πρέπει. Και αντίστοιχα να μην βλέπω τον άλλο (παιδί, γονιό, σύζυγο, φίλο, εχθρό) όπως είναι αλλά μια δική μου εικόνα του. Ποιο είναι το μέτρο; Σας το αναφέρω με μια φράση από το μυθιστόρημα Commedia του ελβετού λογοτέχνη Gerold Spaeth:
Πρώτη και μόνη εντολή: Ξέφυγε απ’ τους δασκάλους σου κι από τις διδαχές τις δικές τους και τις δικές σου, μοιάζεις ακόμα πάρα πολύ με την εικόνα που έχεις για τον εαυτό σου και που οι άλλοι έχουν για σένα!
>Goethe: Μην κοιτάτε πίσω από τα φαινόμενα. Αυτά τα ίδια είναι το μάθημα.
Ποιο είναι το μάθημα; Παντού τα ίδια τα πράγματα που, όταν παραβιάζονται τα μέτρα τους, εκδικούνται: Τότε πέφτω επάνω σε τοίχο, και κάποτε, παθαίνοντας, μαθαίνω.
>Αισχύλος
Τι χαρακτηρίζει το "άλλο" των νέων θεών και της "καθαρότητας" που φέρνουν μαζί τους; Το λέει ο Αισχύλος στον "Προμηθεύς Δεσμώτης" σχετικά με τον ύψιστο των νέων θεών, τον Δία:
ΤΟΝ ΦΡΟΝΕΙΝ ΒΡΟΤΟΥΣ
ΟΔΩΣΑΝΤΑ ΤΟΝ ΠΑΘΕΙ ΜΑΘΟΣ
ΘΕΝΤΑ ΚΥΡΙΩΣ ΕΧΕΙΝ
ΦΡΟΝΕΙΝ = μάθημα που οδώνεται μέσα από το πάθημα
>Ηράκλειτος
ΗΛΙΟΣ ΓΑΡ ΟΥΧ ΥΠΕΡΒΗΣΕΤΑΙ ΜΕΤΡΑ ΕΙ ΔΕ ΜΗ ΕΡΙΝΥΕΣ ΜΙΝ ΔΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΟΙ ΕΞΕΥΡΗΣΟΥΣΙΝ
"Ο ήλιος δεν θα υπερβεί τα μέτρα. Ειδάλλως οι Ερινύες, οι επίκουροι της δίκης, θα τον ανεύρουν."
Που θα πει ακόμα πως ο ήλιος όντως κοιτάει να υπερβεί τα μέτρα και πως πρώτα στην έριδα, στην φίλια κι ανελέητη έριδα με το σκοτάδι αρμόζεται στα μέτρα. Αυτή είναι η ελληνική εννόηση του τραγικού, που μας αφορά όλους μας, τότε και τώρα.
Πώς συμβαίνει η στροφή και το πάθημα γίνεται μάθημα;
Ένας άντρας, που καθυστερημένα ανακάλυψε πως αγαπούσε την γυναίκα που εγκατέλειψε, ησυχάζει πρώτα στην ιδέα να την πάρει, και μαζί να ξανοιχτούνε στη θάλασσα. Η στροφή συμβαίνει σε μια έκλαμψη, και λέει ο άντρας στον εαυτό του:
- Αν μπορούμε να πεθάνουμε μαζί, τότε μπορούμε και να ζήσουμε μαζί!
Θα αναφέρω δυο οδηγούς ρήσεις ποιητών για την στροφή, που τώρα μπορεί να είναι περισσότερο εύληπτες.
Η πρώτη είναι του Paul Celan: Πήγαινε στα ολόδικά σου στενά - κι απελευθερώσου.
Η δεύτερη είναι του Friedrich Hoelderlin: Όπου όμως είναι κίνδυνος, βλασταίνει και το σωτήριο.
Φτάνει <στενά> και <απελευθέρωση>, <κίνδυνο> και <σωτήριο> να μην τα ακούσουμε κατά το αμερικανικό "happy end", το "αίσιον τέλος", ή κατά την πλατωνική-χριστιανική παράσταση μιας τελικής λύτρωσης αλλά να τα δούμε στο πρώτο ελληνικό φως όπου <στενά> και <απελευθέρωση>, <κίνδυνος> και <σωτήριο>, ΥΒΡΙΣ και ΑΛΗΘΕΙΑ συνευρίσκονται. Είναι αδελφά νοήματα.
Στιγμιοτυπα
[16]
- Τι ωραία, το πρόβλημά μου να ήταν λυμένο, να μην ντρεπόμουν, να μην δυσκολευόμουν με τις γυναίκες...
- Μιλάτε για κάτι που δεν ξέρετε. Δεν ξέρετε πώς θα είστε χωρίς την ντροπή, χωρίς τις δυσκολίες με τις γυναίκες.
*
[17]
[Απελπισμένη]
- Δεν έχω να ελπίζω σε τίποτα, τίποτα που να περιμένω ...
- Σας έτυχε ποτέ κάτι που ούτε ελπίζατε ούτε φοβόσασταν;
- [Μετά από ώρα] Ναι. ο Χ.
- Αν το ρωτάω αυτό είναι γιατί η προσήλωση στην ελπίδα σας κάνει να βλέπετε το μέλλον μεστό ή, όταν η ελπίδα λείπει, μαύρο. Θυμηθείτε τότε πως το απρόβλεπτο κάνει ελπίδα κι απελπισία σχετικά.
*
- Τώρα που τα είδα και κάνω συνδέσεις, τι κάνω τώρα;
- Θα κάνει αυτό με σας.
- Πώς;
- Έχει τον τρόπο του.
- Πολλές φορές βιάζομαι.
*
[27]
[Πρόκειται να λείψει λόγω μιας επέμβασης]
- Δηλαδή θα ξαναρθείτε στις... Ή μήπως όχι ακόμα;
- Ε, αλίμονο και να μην έρθω μέχρι τότε ... Εκτός κι αν έχω πεθάνει.
- Και νομίζετε πως αυτό είναι δικαιολογία για να μην έρθετε;
- Τι λέτε τώρα; Κι οι πεθαμένοι έρχονται σ' εσάς;
- Και βέβαια!
*
[29]
- Γιατί δεν με βοηθάτε; Θέλετε να πεθάνω απ' τον φόβο μου;
- Ναι.
[Μετά από μικρή σιωπή]
- Είναι σα ν' ανοίξατε μια πόρτα και να μπήκε μέσα αέρας.
*
[30]
- Κι αν αυτά που σας λέω δεν είν' έτσι; Πού το ξέρετε;
- Μιλάμε μόνο γι' αυτά που μπορούμε ν' αντιληφθούμε.
- Ω, πώς μου ακούστηκε αυτό ... Σαν μια περιπέτεια ... Σαν να καθόμασταν το βράδυ γύρω απ' την φωτιά ...
- Έτσι είναι.
- Και να λέγατε: "Μπορούμε να φάμε απ' αυτά που έχουμε. Δεν μπορούμε να φάμε αυτά που δεν έχουμε." ... Γιατί είπατε πριν "Έτσι είναι."; ... Είχατε κι εσείς την ίδια αίσθηση;
- Ναι.
*
[13]
Πολλά λέγονται ανάμεσα στις γραμμές (κάτι απ' αυτά τα πολλά ειπώθηκαν προηγουμένως) - και στην θεραπευτική συνάντηση έτσι πρέπει να λέγεται ό,τι λέγεται, τα λόγια πρέπει να μιλούν και ανάμεσα στις γραμμές, όμως χωρίς αυτό να σημαίνει θολά νοήματα και αποσιωπήσεις κι υπονοούμενα.
Πρόκειται για ένα, δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω, ποιητικό στοιχείο. Είναι η έμπρακτη κατάδειξη ενός στίχου του Hoelderlin που ο αναγνώστης θα συναντήσει συχνά: Ολότελα με την αξία του και όμως ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος πάνω σ' αυτήν την γη.
Ανάμεσα στις γραμμές πάλλεται η ίδια η θεραπευτική συνάντηση.
Το προκείμενο είναι η όξυνση του βλέμματος για την διαφορά ανάμεσα σ' αυτό που μπορεί να ερωτάται και να λέγεται και σ' αυτό, για το οποίο ερωτήσεις και λόγια δεν έχουν νόημα - είναι ανόητα.
Μια τέτοια στάση που, όπως είπα προηγουμένως, προασπίζει αυτό το μετέωρο και δεν του επιτρέπει να γύρει προς την μια ή την άλλη πλευρά, φέρνει συχνά οργή κι επανειλημμένες εφορμήσεις ενάντια στην άρνησή μου να συμπράξω εκεί που τα μέτρα υπερβαίνονται. Αλλά μόνο έτσι μαθαίνει κανείς: Όχι με ερμηνείες κι εξηγήσεις αλλά με την πρόσκρουση στον τοίχο, που του δείχνεται από τον θεραπευτή, των αδυνάτων πραγμάτων - των "ανοησιών" του. Συχνά ο θεραπευτής θα εκληφθεί ως αυτός τούτος ο τοίχος – ο αγγελιοφόρος θα εκληφθεί ως το μήνυμα.
Δεν είναι μάθημα από καθέδρας. Ούτε παθολογικοποίηση. Το θέμα μου είναι η συνάντησή μας, καλύτερα, το ξεκαθάρισμα του πεδίου στο οποίο κάποτε μπορούμε να συναντώμαστε, δηλαδή να μιλούμε, δηλαδή, Hoelderlin, ν' ακούμε ο ένας για τον άλλο.
Ευτυχεί όταν πραγματικά ερχόμαστε στο προκείμενο. Όταν βρισκόμαστε στον ρυθμό του μέτρου του. Ο τονισμός βρίσκεται στον "ρυθμό", όχι σ' εμάς.
Η θεραπευτική συνάντηση, αν κανείς μπορεί ακόμα να μιλά καν για "θεραπεία", θα είχε τότε ακριβώς τον χαρακτήρα της αντιπαράθεσης. (Ακούμε την λέξη κυριολεκτικά: αντί-παρά-θεση.) Αυτό που παίζεται είναι τα μέτρα, παντού όπου παραβαίνονται. Όμως η αντιπαράθεση δεν γίνεται από τον θεραπευτή με διάθεση εχθρική αλλά δεκτική και καλοπροαίρετη. Αφού γνωρίζει πως οι δρόμοι μας είναι βατοί μόνο με βήματα παραβατικά. Ο συνομιλητής του καλείται να δεχτεί και να ενστερνισθεί προπάντων αυτό.
Όπου η συνάντηση σ' έναν βαθμό ευτυχεί, όπου, όπως γράφει ο Hoelderlin σ' ένα όψιμο ποίημα, υψηλότερες δείχνονται οι διαφορές, το οικείο γίνεται πιο οικείο και το ανοίκειο πιο ανοίκειο κι η ζωή γίνεται, Hoelderlin και πάλι, κατοικούσα ζωή.
Δεν μιλησα την γλωσσα της ψυχολογιας
αλλά μιαν άλλη. Στην περιπέτεια της εκμάθησης και της αφομοίωσης και της χρήσης της σ' έναν κόσμο ως προς αυτήν, την άλλη γλώσσα, σχεδόν αναλφάβητο, αναφέρονται δυο ποιητές μας.
96
Ο Οδυσσέας Ελύτης, στο ποίημα "Villa Natacha", έχει στο τέλος ένα μικρό πεζό κείμενο:
Με σοφία και θάρρος [...] Να πατήσουμε πάνω στην Ψυχολογία, [στην Πολιτική, στην Κοινωνιολογία,] ηλιοκαμένοι μ' ένα σκέτο άσπρο πουκάμισο.
Ο Γιώργος Σεφέρης, σ' ένα ποίημα από το "Θερινό Ηλιοστάσι", γράφει:
[...] να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο
στα τυφλά, πεισματάρης
και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σαν το πολύροζο λιόδεντρο -
[...]
Και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος
στην σημερινή πνιγερή μοναξιά
στ' αφανισμένο τούτο παρόν - [...]
Και προς τι όλ' αυτά; Ό,τι αναζήτησα και δοκίμασα, κι ό,τι πέτυχα μέχρι εκεί που μπόρεσα να φτάσω, νοιώθω πως ανταποκρίνεται σ' ένα αίτημα. Μια διατύπωσή του εκφράζεται από τον Keiji Nishitani, έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους ιάπωνες νοητές:
Σήμερα στέκουμε εμπρός στο πλέον οξύ αίτημα, δηλαδή να υπερβούμε τα δικά μας πνευματικά σχήματα και πρότυπα, τον άκαμπτο σκελετό δόγματος και δογματικής. Αυτό το αίτημα είναι σαν τομή, διότι μας καλεί να επιστρέψουμε στον πηγαίο μας "εαυτό" - πέραν κάθε δόγματος -, να απεκδυθούμε άπαξ δια παντός εκείνων των παγιωμένων σχημάτων και προτύπων που εγκλείουν την σκέψη, την αίσθηση και την βούλησή μας σε τυποποιημένα και φαινομενικά αιώνια πλαίσια. Καλούμαστε να επιστρέψουμε στο πλέον θεμελιακό επίπεδο, όπου ο άνθρωπος είναι απλώς άνθρωπος ή πλέον μόνο γιος του ανθρώπου, τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο· όπου είναι ολότελα έκθετος, άσκεπος, γδυτός, με άδεια χέρια, ανυπόδητος, όμως επίσης όπου μπορεί και ν' ανοίξει το ενδότατο της καρδιάς του απερίφραστα.
Μια ομιλία στρο Γράμμα Α έχει τον τίτλο "Υπνοβάτες". Ο Σεφέρης χρησιμοποιεί αυτήν τη λέξη σ' ένα δοκίμιο. Η ομιλία ξεκινά με μια κυρία που είδα στην πλατεία Κολωνακίου. Στην τελευταία παράγραφο γράφω:
272
Να δει κανείς αυτά τα πράγματα με αφορμή μια λέξη που διάβασε στον Σεφέρη και μια κυρία που είδε στο Κολωνάκι, είναι ένα παιχνίδι. Το έχω κάνει κατά καιρούς και μ' άλλες λέξεις. Και σ' αυτόν που θ' απορήσει, που δεν θα τα βρει σοβαρά, θυμίζω, τουλάχιστον σαν τροφή για σκέψη, κάτι λόγια του Ηράκλειτου που λένε πως ο χρόνος μιας ζωής είναι ΠΑΙΣ ΠΑΙΖΩΝ, παιδί που παίζει.
Είναι μεγάλο δώρο, αν κανείς, π.χ. στην διάρκεια μιας θεραπείας, μπορέσει να δει την ζωή του κι έτσι, σαν παιχνίδι. Συνήθως παίρνουμε κάποια πράγματα πολύ στα σοβαρά. Όμως όπου υπάρχει σοβαρότητα, κάπου, κάπως, δεν γίνεται διαφορετικά, θα σκάσει μύτη κι η σαχλαμάρα.
Το παιχνίδι είναι μια λέξη πέραν σοβαρού και σαχλού. Μα κι' αυτά που ειπώθηκαν σήμερα δεν πρέπει να ληφθούν στα σοβαρά. Θέλει πρώτα να ξεχαστούν.
Να ξεχαστούν όπως στον γέρο του Καβάφη, που
[...] απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
[...] εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.