Καθε χαϊκου ονομαζει ενα πραγμα. Η ονομασια ενος πραγματος ειναι ενας απο τους κανονες του. Το χαϊκου το ονομαζει σαν ενα αγαπημενο ονομα. Εδω τουτο καλειται σε μια γλωσσα διχως εσωτερικοτητα και συνωμοσια του "λυρικου Εγω", διχως μυθο και εμμονη στο "νοημα", σε μια γλωσσα διχως ποθο και διχως ονειρο, οπου τα πραγματα πλανιουνται σκιωδη πλεον, μονο ως μεταφορες. Ετσι απελευθερωνονται και στεγαζονται σ' ενα κενο που τα φειδεται.
Στο ακολουθο χαϊκου του Basho ονομαζεται επισης ενα πραγμα: "Ανθρωπο κανενα δε βλεπεις, / την ανοιξη, σαν πισω απ' τον καθρεφτη, / ο ανθος της δαμασκηνιας." Οπως καθε χαϊκου, κι αυτο δεν εχει τιτλο. Βασικα τα χαϊκου δεν μπορουν να εχουν τιτλους διοτι δεν εκφραζουν ουτε καποια σκεψη ουτε καποιο μηνυμα ουτε την κατασταση ενος "λυρικου Εγω". Το χαϊκου δεν γνωριζει κανενα κεντρο, το οποιο θα σημειωνονταν μ' εναν τιτλο. Τι "νοημα" θα ειχε παραδειγματος χαριν ενα χαϊκου οπως: "Στην καλοκαιρινη βροχη / οι βατραχοι μου κολυμπανε / μεχρι μπρος απ' την πορτα του σπιτιου μου." (Sampou). Καθως το νοημα απουσιαζει, βασικα δεν μπορεις να σχολιασεις τα χαϊκου. Το μονο δυνατο, δηλαδη το καλυτερο σχολιο θα 'ταν η επαναληψη. Δεν υπαρχει κανενα κρυφο νοημα το οποιο θα μπορουσες να ψαξεις. Και δεν υπαρχει κανενα λυρικο Εγω το οποιο θα εμψυχωνε η θα κατοικουσε το ποιημα. Ουτε ανοιξη ουτε καθρεφτης ουτε ανθος της δαμασκηνιας ουτε καλοκαιρινη βροχη δε σημαινουν "κατι". Στεκουν απλα εκει. Δεν αντιπροσωπευουν μια σημασια που κρυβεται απο πισω. Εδω η καλοκαιρινη βροχη δεν ειναι νοηματικη εικονα. Δεν ειναι τιποτ' αλλο απο την καλοκαιρινη βροχη. Οι βατραχοι ειναι απλα βατραχοι. Αυτα τα πραγματα δεν ειναι λοιπον μεταφορες. Το χαϊκου δεν εχει "βαθυτερο νοημα". Η εχουμε να κανουμε μ' ενα βαθος διχως βαθυ νοημα.
Εαν κανεις επρεπε οντως να δωσει τιτλο στο χαϊκου του Basho που αναφερθηκε, θα ετεινε να το θεσει κατω απο τον τιτλο: Το χαϊκου. Ενα χαϊκου για το χαϊκου δεν θα 'ταν βασικα κανενα χαϊκου πλεον, ενω ενα δυτικο ποιημα με τον τιτλο Ποιημα μπορει καλλιστα να μεινει ποιημα. Το χαϊκου δεν μπορει να καταστησει τον εαυτο του αντικειμενο. Ομως χαρη στην ιδιαιτερη συγκροτηση του, το χαϊκου του Basho που αναφερθηκε εμφανιζεται ως ενα χαϊκου για το χαϊκου. Τουτο αφορα προπαντων την πρωτη αραδα: "Ανθρωπο κανενα δε βλεπεις". Στο χαϊκου σπανια προβαλλει ανθρωπος. Ενα "Εγω" ακομη σπανιοτερα. Τα χαϊκου μπορουν να διαβαστουν ως μεταρρυθμισεις εναντιον του "Εγω". Στο χαϊκου δεν υπαρχει κανενα κρησφυγετο για την εσωτερικοτητα του Εγω. Η αποποιηση του Εγω ειναι η αρνητικοτητα του. Οπου ο ανθρωπος οντως προβαλλει, δεν σημειωνει την παρουσια του επι τουτου. Φαινεται απων. Για παραδειγμα ενα χαϊκου του Isa: "Ο υπηρετης, λιγακι χαζος: / Φτυαριζει και το χιονι / του γειτονα." Αυτος ο υπηρετης ειναι απων με τροπο πολυσημαντο. Η απουσια ειναι μια απο τις βασικες διαθεσεις του χαϊκου. Εδω κατι μεμονωμενο λαμπει δια της απουσιας. Αυτη η απουσια συγγενευει με μια λησμοσυνη, μεσα απο την οποια εμφανιζεται το παμπαλαιο. Ενα χαϊκου του Basho: "Το τελευταιο χιονι στον κηπο – / η σκουπα ξεχνα / τι σκουπιζει."
Σε πολλα χαϊκου ο ανθρωπος εμφανιζεται σαν ενα πραγμα. Δεν επιδεικνυει καμια εσωτερικοτητα: "Το αλογο παει αργα, / με βλεπω σαν εικονα / τουτο το καλοκαιρι." (Basho) Η ενα χαϊκου του Buson: "Μετα το γευμα / να κοιμασαι και να γινεσαι βοδι / κατω απ' τους ανθους της ροδακινιας." Σ' ενα χαϊκου του Isa ο ανθρωπος εμφανιζεται ως οδοσημα διχως καμια εσωτερικοτητα: "Ο αγροτης, μαζευοντας τα γογγυλια, / δειχνει το δρομο / μ' ενα γογγυλι." Στην πνευματικη σταση του χαϊκου ο ανθρωπος δεν εχει καμια προνομιουχο θεση. Αυτο μπορει κανεις να το παρατηρησει σε πολλα χαϊκου. Για παραδειγμα: "Για τα ματια του καβουρα / κι ολα τ' ανθρωπινα οντα / ερπουν μονο στα πλαγια." (Kenkampo) Η: "Κει που μενω / εχει σκιαχτρα / περισσοτερα απ' ανθρωπους." (Hasei)
Τα πραγματα του χαϊκου ησυχαζουν στον εαυτο τους. Ουτε ωθουνται προς μια σημασια ουτε πιεζονται απο το λυρικο Εγω. Κανεις αισθανεται μια προς-τιποτε-πιεση των πραγματων, μια σιγη η μια μοναδικη κενοτητα. Αρχιζουν να μιλουν διοτι κανενας, τιποτε δεν τα αναγκαζει να μιλησουν. Ετσι αποκτουν ενα δικο τους βαρος και μια δικη τους γλωσσα. Απελευθερωμενα απο τον στομφο της σημασιας κι απο την ψυχη του λυρικου Εγω, τα πραγματα εμφανιζονται τροπον τινα καθαυτα. Καθε επιτυχημενο χαϊκου ακτινοβολει μια χαρη. Ενδεχομενως αυτη η χαρη αναγεται σε μια πολυποικιλη απουσια του "Εγω", του "ποθου", της "δραματικοτητας" και του "νοηματος". Αυτη η απουσια καθιστα δυνατη μια ολο χαρη παρουσια των πραγματων.
Η δευτερη αραδα του χαϊκου του Basho που αναφερθηκε, λεει: "Την ανοιξη, σαν πισω απ' τον καθρεφτη". Στον ασιατικο πολιτισμο ο καθρεφτης δεν ασκει καμια τοσο μεγαλη γοητεια οσο στο δυτικο. Προπαντων δεν ειναι ναρκισσιστικος χωρος. Ενα χαϊκου του Buson, οπου γινεται επισης λογος για τον καθρεφτη, λεει: "Ο καρβουνιαρης – / μια γυναικα του δειχνει στον καθρεφτη / το προσωπο του." Αυτος ο καρβουνιαρης θα ηταν το αρνητικο του Ναρκισσου. Απο την πλευρα του ειναι απων η χαμενος. Του λειπει ενας εσωτερικος καθρεφτης, στον οποιο θα διαμορφωνονταν μια ναρκισσιστικη εσωτερικοτητα.
Στο ιαπωνικο θεατρο No ανηκει ενα δωματιο του καθρεφτη. Το θεατρο No εχει καταρχην μια σκηνη που βρισκεται στη μεση του χωρου των θεατων. Απο τρεις πλευρες περιβαλλεται απο τους θεατες. Η ιστορια λοιπον δεν παρα-σταινεται στους θεατες, αλλα συμβαινει εν μεσω των θεατων. Το οτι η σκηνη δεν εχει κουρτινα, ενδεχομενως εχει να κανει μ' αυτο. Η απουσια της κουρτινας ισως καταργει και τη διαφορα μεταξυ του φανταστικου και του πραγματικου. Οι ηθοποιοι ερχονται στη σκηνη περνωντας μια γεφυρα. Αυτη, απο την αλλη πλευρα, οδηγει σ' ενα δωματιο το οποιο ονομαζεται το δωματιο του καθρεφτη. Οι ηθοποιοι λοιπον ερχονται στη σκηνη απο το δωματιο του καθρεφτη περνωντας τη γεφυρα. Ο χωρος ονομαζεται το δωματιο του καθρεφτη, διοτι στο δωματιο κρεμεται στον τοιχο ενας καθρεφτης. Ομως αυτο το δωματιο δεν ειναι καμαρινι. Ο πρωταγωνιστης του θεατρου No, ο Site, φορα τη λεγομενη μασκα του No, την Omote. Omote δεν σημαινει μασκα, αλλα προσωπο. Ο πρωταγωνιστης φορα τη μασκα, δηλαδη το προσωπο, στο δωματιο του καθρεφτη, και μαλιστα εμπρος στον καθρεφτη. Δεν ειναι οτι φορα γρηγορα τη μασκα και πηγαινει βιαστικα στη σκηνη. Συγκεντρωνεται πολλη ωρα εμπρος στον καθρεφτη. Εδω εχουμε να κανουμε με μια μοναδικη συγκεντρωση, διοτι βασικα δεν συγκεντρωνεται στον εαυτο του. Στον καθρεφτη δεν βλεπει τον εαυτο του αλλα τη μασκα, δηλαδη το προσωπο του Αλλου, στον οποιο πρεπει να μεταμορφωθει. Εδω ο καθρεφτης δεν ειναι ενας ναρκισσιστικος τοπος αλλα ενας ιερος τοπος της μεταμορφωσης. Να 'σαι μπροστα στον καθρεφτη θα πει, να γινεις ενας Αλλος. Εαν ο πρωταγωνιστης σ' ενα κομματι παιζει περισσοτερους ρολους, μεταβαινει καθε φορα στο δωματιο του καθρεφτη και μεταμορφωνεται εμπρος στον καθρεφτη στον Αλλο. Το ιδιαιτερο της μασκας του No ειναι οτι ειναι μικροτερη απο το προσωπο του ηθοποιου, ετσι ωστε κανεις βλεπει κι ενα μερος απο το προσωπο του ηθοποιου. Πρεπει λοιπον να μεταμορφωσει το ιδιο του το προσωπο στο προσωπο του Αλλου, δηλαδη στη μασκα. Διαφορετικα η μασκα δεν καθεται. Δυναμει μιας ολοκληρωτικης μεταμορφωσης πρεπει τροπον τινα να συμφυθει με το προσωπο του Αλλου. Δεν μπορει να κρυψει κανενα μη μεταμορφωμενο υπολειμματικο Εγω πισω απο μια μεγαλη μασκα.
Τι εχει να κανει η μεταμορφωση, δηλαδη ο καθρεφτης, με το χαϊκου; Ο Cezanne, στη γνωστη του συνομιλια με τον Gaske, λεει για τον ζωγραφο: "Ολη η βουληση του πρεπει να σωπασει. Πρεπει να κανει να βουβαθουν ολες οι φωνες της προκαταληψης, να ξεχασει, να ξεχασει, να κανει σιγη, να ειναι ολοτελα ηχω." Ο Basho θα ειχε γινει ολοτελα ηχω, ολοτελα καθρεφτης των πραγματων. Θα ειχε γινει ολοτελα σκουπα, ολοτελα ανεμος, ολοτελα μικρη λιμνη. Τα χαϊκου του θα ηταν οι μεταμορφωσεις του, και μαλιστα διχως πονηρια κι επιφυλαξεις. Σαν ενας καθρεφτης εφαπτεται, μεταμορφωνεται στα πραγματα.
Ο Keiji Nishitani γραφει στο Τι ειναι θρησκεια;: "Το πευκο απαιτει να μαθουμε 'να ειμαστε' πευκο και το μπαμπου να μαθουμε 'να ειμαστε' μπαμπου. Να διαφυγουμε απο τον συνηθισμενο μας εγωκεντρικο τροπο που ειμαστε, οπου, καθως συλλαμβανουμε τον εαυτο μας, συλλαμβανομαστε απ' αυτον, και ν' αντιληφθουμε τα πραγματα στον τοπο στον οποιο αυτα αρκουνται στον εαυτο τους". Εδω ζητειται η μεταμορφωση. Τα πραγματα αποκαλυπτονται μονο στην αγαπη διχως ποθο και ναρκισσιστικη εσωτερικοτητα, δηλαδη στην εμμονη στη μεταμορφωση. Η μεταμορφωση ειναι η πρωτη μορφη της αγαπης.
Ο Basho ειναι γνωστος για τις συνεχεις του περιπλανησεις. Νοσταλγουσε μια ζωη διχως κατοικια, οπως τα πλανωμενα συννεφα. Η αρνηση του να παραμεινει στον ιδιο τοπο συμβαδιζει με την προθυμια του για συνεχη μεταμορφωση. Ο Basho ειναι βεβαια η αντιθετη μορφη απο το υποκειμενο, ο καταναγκασμος του οποιου στην ταυτοτητα εκδηλωνεται ως βουληση να μενει στον εαυτο του, δηλαδη εδω ως βουληση να ειναι στο σπιτι του. Ειναι η αντιθετη μορφη απο τον Kant, ο οποιος ως γνωστον δεν αφησε το σπιτι του ποτε. Η καρδια του Basho δεν γνωριζει καμια επιμονη ταυτοτητα. Ειναι παντα καπου αλλου. Η καρδια του στεγαζει περιπλανησεις και μεταμορφωσεις: "Ακριβως μην εχοντας τοπο κατοικιας, γεννιεται η καρδια." (Αδαμαντας-Σουτρα)
Στην Μοναδολογια του Leibniz επισης γινεται λογος για τον καθρεφτη. Μοναδα ειναι τοσο το ανθος οσο κι ο ανθρωπος. Με καθε φορα διαφορετικο τροπο η μοναδα αντικατοπτριζει μεσα της τον κοσμο. Η παρασταση ειναι αντικαθρεφτισμα. Και αυτη η αντικαθρεφτιζουσα παρασταση ειναι το ειναι. Ομως αυτη η παρασταση, η perceptio, στον Leibniz συμβαδιζει με ενα appetitus, που θα πει με την επιδιωξη, βουληση η ποθο. Στον Leibniz λοιπον δεν μπορει κανεις να μιλα για ηχω διχως την βουληση. Πολυ περισσοτερο η παρασταση ειναι βουληση η επιδιωξη. Η perceptio ειναι appetitus. Αλλωστε η λατινικη λεξη appetere σημαινει επιτιθεμαι η συλλαμβανω. Το appetitus προϋποθετει μια λαβη. Αντιθετως το χαϊκου επιτελει το ασυνηθιστο, δηλαδη perceptio διχως appetitus. Τουτο κανεις θα μπορουσε να το ονομασει καθαρη θεαση. Θεαση διχως υποκειμενο και διχως βουληση. Ο Basho λεει καπου, ο καθενας απο τους στιχους του ηταν ενας στιχος θανατου. Κανοντας ποιηση ο Basho δινει στον εαυτο του τον θανατο, στο Εγω και στη βουληση, ωστε να μπορεσει να γινει ηχω, καθρεφτης των πραγματων. Για τον Basho γραφω ειναι πεθαινω.
Η τριτη και τελευταια αραδα του χαϊκου ονομαζει απλως ενα πραγμα: "ανθος της δαμασκηνιας". Σ' αυτην την τριτη αραδα ο Basho γινεται βεβαια ολοτελα ανθος της δαμασκηνιας. Ακριβως η απουσια του παρατηρουντος και βουλομενου Εγω αφηνει πρωτα το πραγμα να ειναι, αντιλαμβανεται την προς τιποτε ωθουμενη αυταρκεια των πραγματων. Η χαρη αυτου του χαϊκου οφειλεται σε μια πολυπτυχη απουσια. Και ο ανθος της δαμασκηνιας ανθιζει χαμενος στον εαυτο του. Η τριτη αραδα αποτελειται απο μια μοναδικη λεξη, η οποια ονομαζει ενα πραγμα. Και μαλιστα διχως κανενα επιθετο, το οποιο θα ωθουσε το πραγμα να ειναι αντικειμενο παρατηρησης (η γλωσσα των χαϊκου ειναι φτωχη σε επιθετα). Ακομη και ο λογος του Angelus Silesius – το ροδο ανθει καθοτι ανθει – για τον Basho θα ηταν υπερβολικα φλυαρος.
Η απουσια, στην οποια αναγεται η χαρη, η ολο χαρη παρουσια, σιγουρα δεν ανηκει στο λεξιλογιο της φιλοσοφιας του Nietzsche. Ετσι ποτε δεν θα μπορουσε κανεις να βρει τη φιλοσοφια του Nietzsche ολο χαρη. Σε αντιθεση με το χαϊκου, καθε ποιημα του Nietzsche εχει τιτλο. Κανεις μπορει λοιπον διχως αλλο να τα ερμηνευσει και ν' αναζητησει ενα κρυμμενο νοημα.
Για νεες θαλασσες
Κατα κει – θελω· και πιστευω
Πλεον σ' εμε και στη λαβη μου.
Ανοιγεται μπροστα μου η θαλασσα, για το γαλαζιο
Τραβα το γενοβεζικο καραβι μου.
Ολα λαμπουν καινουργια και πιο καινουργια για μενα,
Το μεσημερι κοιμαται στον χωρο και χρονο –:
Μονο το δικο σου ματι – δεινη
Με κοιταζει, απεραντοσυνη!
Ηδη ατμοσφαιρικα κανεις μπορει να νοιωσει τη διαφορα αναμεσα σ' αυτο το ποιημα του Nietzsche και στο χαϊκου. Ηδη στην αρχη ο Nietzsche σημειωνει την παρουσια και τον ποθο του – "Κατα κει θελω". Για το "καραβι μου" γινεται λογος εδω. Για τον Nietzsche το ειναι θα ηταν βεβαιως ενα appetere. Ενα Ειναι ολο χαρη εχει ομως κατι απο καιρο και καιριση. Ολο χαρη δεν ειναι το κατα κει ωθουν appetitus του Εγω. "Κατα κει – θελω" – αυτη η παρουσια του Εγω θα ηταν βεβαια στον Basho πολυ ξενη. Το "κατα κει" ειναι μια λεξη την οποια κανεις ματαια θ' αναζητησει στο χαϊκου, διοτι το χαϊκου ειναι μια ποιηση του εδω και τωρα. Το εδω θα αποκτουσε χαρη μονον εαν δεν ωθουσε προς εκει. Το χαϊκου επισης δεν ωθει προς μια απεραντοσυνη αλλα ησυχαζει στην περατοτητα η οποια φερει και επιφερει τον εαυτο της, μια περατοτητα η οποια δεν αλληθωριζει προς μια απεραντοσυνη, επομενως σε μια αυταρκη, ολο χαρη περατοτητα. Ολο χαρη ειναι σιγουρα μονον η μη αλληθωριζουσα περατοτητα.
Στο απο το Ζεν εμπνεομενο Ικεμπανα κανεις κοβει ενα κλαδι με λουλουδια απο το δεντρο. Ετσι το μικρο κλαδι λουλουδια αποσπαται απο την τυφλη ωση της ζωης, το appetitus του δεντρου. Αυτο το κοψιμο του δινει τον θανατο. Ετσι το κλαδι λουλουδια γινεται πιο ευθραυστο. Ομως το Ικεμπανα κανει αυτην την ευθραυστοτητα να μεταπεσει σε μια χαρη, σε μια ολο χαρη περατοτητα. Απο μια ευθραυστοτητα, απο την αυταρκη περατοτητα ξεκινα μια ολο χαρη ζωτικοτητα, η οποια λειπει στην μονο-ζωη η στην τυφλη επιβιωση. Ουτε η βουληση ουτε η δυναμη μπορουν να εχουν χαρη.
Ειναι πολυ ενδιαφερον να δουμε οτι ο Nietzsche στο ποιημα του τονιζει το θελω ιδιαιτερα. Στην παραδοση του για τον Nietzsche ο Heidegger παραπεμπει στο οτι ο Nietzsche αναγει το ego cogito στο ego volo, οτι στον Nietzsche το Ειναι αρθρωνεται ως βουληση, οτι αυτη θετει "τα παντα στην προτεραιοτητα του ανθρωπου ως υποκειμενου". Ο φορεας αυτης της βουλησης ειναι βεβαια το Εγω. Ομως αυτο το Εγω, που βουλεται, στον Nietzsche σιγουρα δεν ειναι πλεον καποιο στον εαυτο του διαφανο υποκειμενο το οποιο συνεχως διασφαλιζεται ως προς τον εαυτο του η την ταυτοτητα του. Σ' αυτην την οπτικη το Εγω του Nietzsche διαφερει απο το "υποκειμενο". Το Εγω του Nietzsche ειναι πολυφωνικο.
Σ' ενα σημειο ο Nietzsche εκφραζεται ειρωνικα για τον Goethe, ο οποιος παραπονειται για δυο ψυχες στο στηθος του: "Ενας Γερμανος που θα τολμουσε να ισχυριστει <δυο ψυχες αχ! ζουνε στο στηθος μου> θα παραποιουσε θλιβερα την αληθεια, πιο σωστα, θα εμενε πολλες ψυχες πισω απ' την αληθεια." (Περαν Καλου και Κακου) Ο Nietzsche προφανως στεγαζει μεσα του οχι μονο δυο ψυχες σε αντιδικια, αλλα εκατο ψυχες: "Μες απο εκατο ψυχες πηγα το δρομο μου, ηδη πολλους εδωσα αποχαιρετισμους, γνωριζω τις σπαραξικαρδιες υστατες ωρες." Τι θα 'λεγε ο Basho σ' αυτον τον παραπονουμενο Goethe και τον κλαιοντα Nietzsche; Ο Goethe εχει δυο ψυχες στο στηθος του, ο Nietzsche εκατο. Ο Basho σιγουρα, με μεγαλη συμπονοια, θα 'χε πει και στους δυο: "Εγω δεν εχω καμια."
Στο Το Βασιλειο των Σηματων γραφει ο Roland Barthes για το ευρωπαϊκο ματι: "Το δυτικο ματι υποκειται σε μια ολοκληρη μυθολογια της – το μεσον διαμορφωνουσας, αποκρυφης – ψυχης, η φωτια της οποιας, μεσα απο τον προστατευτικο χωρο των οφθαλμικων κογχων, ακτινοβολει σ' ενα αισθητηριακο, αισθησιακο εξω." Εαν ο Basho ειχε κοιταξει σ' αυτην την βαθεια, κυανη ψυχη, θα 'χε πει πως αυτο το ματι, αυτη η βαθεια ριζωμενη και βαθυστοχαστη ψυχη ειναι εγκλωβισμενη στη στενη οφθαλμικη κογχη. Ενδεχομενως ο Basho εχει ενα ματι που φαινεται σαν ελαφρια, μακρια, λεπτη πινελια. Φυσιογνωμικα οι Ασιατες δεν εχουν βαθεια ματια. Το ματι βρισκεται πολυ στην επιφανεια, στο επιπεδο του μετωπου. Λογω αυτης της επιφανειακοτητας δεν δειχνει παθος. Δεν θα 'χε καθολου χωρο για εναν ποθο της "ψυχης". Το ματι δεν εχει τη μορφη ενος οριζοντιου παθητικου θαυμαστικου με την κορυφη του, αλλα μοιαζει μ' ενα επιμηκυμενο η κοιμωμενο κομμα το οποιο δεν αναγγελλει καμια τελειωτικοτητα. Ως γνωστον μετα το κομμα εχει συνεχεια... Ο Barthes γραφει για το ασιατικο ματι: "Η κορη δεν προσλαμβανει απο την οφθαλμικη κογχη καμια δραματοποιηση, οπως συμβαινει στη δυτικη μορφολογια. Το ματι ειναι ελευθερο στη σχισμη του (την οποια γεμιζει με κυρος και λεπτοτητα), και το θεωρουμε (στην βαση ενος εμφανους εθνοκεντρισμου) τελειως αδικα κλειστο· τιποτε δεν το συγκρατει, διοτι, ευρισκομενο επανω στο σκισμενο δερμα κι οχι λαξευμενο στα κοκκαλα, ο χωρος του ειναι ο χωρος του ολου προσωπου."
Το ποιημα του Nietzsche δεν εχει ουτε τη γαληνη ουτε την ανεση που ειναι παντου παρουσα στα χαϊκου. Στο ποιημα λειπει καθε χαρη. Αυτη η απουσια της χαρης αναγεται βεβαια στην πιεστικη παρουσια του Εγω. Στοv Nietzsche λεγεται: "Ολα λαμπουν καινουργια και πιο καινουργια για μενα, / Το μεσημερι κοιμαται στον χωρο και χρονο". Ουτε καν αυτος ο υπνος δεν ακτινοβολει γαληνη η ανεση, σε αντιθεση παραδειγματος χαριν μ' ενα χαϊκου του Basho: "Κοιμομασταν ολοι κατω απ' την ιδια σκεπη: / Πορνες κι ανθοι σπαρτων, / το φεγγαρι κι εγω." Κατ' εξαιρεση εδω εμφανιζεται το Εγω. Ομως αυτο μπορουμε βεβαια να το συγχωρησουμε στον Basho, γιατι αυτο το Εγω κοιμαται...
Και στα ποιηματα του Nietzsche εμφανιζονται πραγματα. Ομως ωθουνται στο να μεταφερουν σημασιες. Ετσι γινονται μεταφορες. Στο ποιημα που αναφερθηκε γινεται μεν λογος για το καραβι. Ομως αυτο το καραβι βασικα δεν ειναι ενα πραγμα, αλλα μια μεταφορα για το υποκειμενο του ποθου. Θυσιαζεται στο appetitus του Εγω. Χαρακτηριστικα ο Nietzsche θετει το καραβι [Schiff] σε ομοιοκαταληξια με την λαβη του [Griff]: "πιστευω ... στη λαβη μου", "για το γαλαζιο τραβα ... το καραβι μου". Εδω το καραβι γινεται συλληπτηριο οργανο του βουλομενου Εγω. Ειναι ακριβως αυτη η ομοιοκαταληξια κι αυτη η λαβη του Εγω που αφαιρει απο τα πραγματα το ιδιαιτερο βαρος τους, την αυταρκεια τους. Τα πραγματα δεν εμφανιζονται σαν τετοια. Θα δειχτει οτι και στον Heidegger, ο οποιος εναντια στον Nietzsche και στην "Μεταφυσικη" τοσο πολυ παιρνει το πραγμα υπο την προστασια του, εμφανιζεται μια ορισμενη ομοιοκαταληξια, η οποια και παλι αιρει το ιδιαιτερο βαρος των πραγματων, το καθ' εαυτο των πραγματων.
Και φυσικα φαινομενα η τοπια, και ζωα, φορτιζονται στον Nietzsche με σημασιες. Ο ανεμος, τον οποιο ο Nietzsche συγκαταλεγει στους "φιλους" του, εμφανιζεται συχνα στα ποιηματα του. Ομως ωθειται στη σημασια. Οι πολυαριθμοι ανεμοι του Nietzsche αναδευουν τροπον τινα σημασιες και μεταφορες. Μπορει το γενοβεζικο καραβι του να χρειαζεται τον ανεμο. Ομως αυτος ο ανεμος θα ειναι παλι ενας μεταφορικος ανεμος. Ο Buson γνωριζει εναν αλλο ανεμο: "Ενας κουβας διχως πατο / κυλα και κυλα / στον φθινοπωρινο ανεμο." Ο κουβας διχως πατο που κυλα στον φθινοπωρινο ανεμο δεν ειναι εδω καμια συμβολικη εικονα, παραδειγματος χαριν για την διχως εδαφος ανθρωπινη υπαρξη. Τελειως αλλιως στον Nietzsche: "Τουτο ειναι το φθινοπωρο. / Ο ηλιος ερπει προς το βουνο / Κι ανεβαινει / Κι ησυχαζει σε καθε βημα. / Σ' εξαντλητικα τεντωμενα νηματα παιζει / Ο ανεμος το τραγουδι του: / Η ελπιδα φευγει, / Αυτος την ακολουθει θρηνωντας." Σ' αυτο το ποιημα του Nietzsche ο φθινοπωρινος ανεμος αντιπροσωπευει το θρηνουν λυρικο Εγω. Αντιθετα ο φθινοπωρινος ανεμος, οπου ο κουβας διχως πατο κυλα και κυλα, δεν ειναι μεταφορα. Δεν τον σφετεριζεται η "νοηματοδοτηση".
Το τοπιο του Engadin ειναι βεβαια για τον Nietzsche μονο ο καθρεφτης της ψυχης του οπου συναντα μονο τον εαυτο του. Εσωτερικευεται και γινεται τοπιο συνειδησης. Η, εξυπηρετει την επιταση της ηρωικης του συνειδησης. Αντιθετα η καρδια του Basho διαφερει βασικα απο αυτην του Nietzsche και του Adorno. Η σημειωση του Adorno με τον τιτλο Στο Sils Maria αρχιζει ως εξης: "Σε καποια αποσταση μια γελαδα που κοντα στην λιμνη ηταν απασχολημενη με τη βοσκη της. Οπτικη απατη ειχε ως αποτελεσμα να τη δω σα να 'ταν μεσα σε μια βαρκα." Αυτα τα λογια εχουν βεβαια κατι απο χαϊκου. Ομως στην επομενη προταση το τοπιο, με την παραγωγη ενος νοηματος, χανεται: "Πραγματι χαρουμενη μυθολογια: Ταυρος της Ευρωπης, θριαμβευτικα διαπλεοντας τον Αχεροντα." Ενδιαφερων ειναι εδω ο τροπος της αντιληψης του Adorno. Δεν παραμενει στα πραγματα αλλα προβαλλει ενα νοημα, ανικανος βεβαια ν' αντιληφθει την μια αγελαδα του Engadin. Τελειως αλλιως παρουσιαζεται αντιθετα το χαϊκου του Siki: "Μ' εναν ταυρο στο καταστρωμα / Διασχιζει τον ποταμο μια μικρη βαρκα / Μες απ' τη βραδυνη βροχη."
Εγινε αναφορα στο οτι και στον Heidegger μια ορισμενη ομοιοκαταληξια αφαιρει απο τα πραγματα και το τοπιο το ιδιαιτερο βαρος τους. Αυτο θα δειχτει επανω σ' ενα "ποιημα" του Heidegger (Απο την Εμπειρια της Νοησης).
Δαση κεινται
Ρεματα κρημνιζονται
Βραχοι διαρκουν
Βροχη πεφτει.
Λιβαδια περιμενουν
Πηγαδια γεμιζουν
Ανεμοι κατοικουν
Ευλογια συλλογαται.
Πραγμα ο Heidegger δεν ονομαζει μονο τα απο τους ανθρωπους παραγομενα αντικειμενα. Πραγματα ειναι "το δεντρο κι η μικρη λιμνη, το ρεμα και το βουνο". Πραγματα θα 'ταν επομενως και δασος, βραχος, βροχη, πηγαδι και ανεμος. Η φιλοσοφια του Heidegger της "ανεσης-αφεσης" στρεφεται ως γνωστον εναντιον του Εγω και της βουλησης. Ετσι και σ' αυτο το ποιημα του Heidegger δεν γινεται λογος ουτε για το Εγω ουτε για τον ανθρωπο ουτε για τη βουληση. Επισης λειπουν επιθετα. Στην πρωτη ματια το ποιημα μοιαζει σχεδον σαν χαϊκου. Ο Heidegger, αυτη ειναι η πρωτη εντυπωση, αφηνει τα πραγματα να μιλησουν.
Καταρχην τραβαει την προσοχη οτι τα στο ποιημα ονομαζομενα πραγματα στεκουν εκει μοναχικα στον εαυτο τους, οτι δεν επικοινωνουν μεταξυ τους. Δαση κεινται μονα τους, ρεματα κρημνιζονται μονα τους, βραχοι διαρκουν μονοι τους κτλ. Αντιθετα το χαϊκου αφηνει τα πραγματα να εμφανιζονται σε μια σχετικοτητα, ωστε κανεις θα μπορουσε να πει: πραγμοτητα ειναι σχετικοτητα. Για παραδειγμα: "Πεφτοντας / οι ανθοι της καμελιας / αναταραξαν τα νερα." "Η παλια μικρη λιμνη. / Ενας βατραχος πηδα μεσα – / ο ηχος του νερου." (Basho) "Η πυγολαμπιδα / κυνηγημενη, καταφευγει / στο φεγγαρι." (Ryota)
Διχως αμφιβολια στον Heidegger οφειλεται το οτι εννοησε το πραγμα οχι μεσα απο την καθεαυτην απομονωμενη υποσταση αλλα μεσα απο τη σχεση. Ομως αυτη η σχεση δεν συμβαινει μεταξυ των πραγματων. Ο Heidegger στο παραδειγμα του κανατιου διευκρινιζει τι ειναι το πραγμα. Εδω παραπεμπει σε μια πληθωρα αναφορων και σχεσεων οι οποιες συνιστουν το Ειναι του πραγματος.
Στο νερο, το οποιο το κανατι δινει προς ποση, καιριζουν, λεει ο Heidegger, η πηγη κι ο σκοτεινος ληθαργος της γης, η οποια προσδεχεται βροχη και δροσο τ' ουρανου. Στο νερο της πηγης καιριζει, λεει κατοπιν ο Heidegger στο Το Πραγμα, ο γαμος ουρανου και γης. Το κανατι λοιπον οφειλει το Ειναι του σ' αυτην την αναφορα σ' ουρανο και γη. Ο Heidegger παραπεμπει και σ' αλλες αναφορες που αποτελουν το Ειναι του κανατιου: "Το δωρο του χυματος ειναι η ποση για τους θνητους ... Ομως το δωρο του κανατιου ... δωριζεται και για τον αγιασμο ... Το χυμα ειναι η στους αθανατους θεους σπενδομενη ποτη ... Η καθαγιασμενη ποτη ειναι αυτο το οποιο η λεξη <χυμα> ονομαζει ιδιαιτερα: σπονδη και θυσια." Αυτην την τετραπλη σχεση, δηλαδη γη κι ουρανος, οι θειοι και οι θνητοι, ο Heidegger την ονομαζει κοσμο. Το Ειναι του κανατιου συνισταται λοιπον στο οτι αυτο αντικατοπτριζει στον εαυτο του αυτην την τετραπλη σχεση, δηλαδη τον κοσμο. Το κανατι διαμορφωνει τροπον τινα ενα γεωμετρικο μεσον, διαμεσου του οποιου ο κοσμος εμφανιζεται ως τετραπτυχη σχεση. Ετσι κι ο ταυρος περισυλλεγει απο την μερια του τον κοσμο. Το προβλημα ειναι οτι εδω δεν ειναι νοητο κανενα Μεταξυ των πραγματων. Καθε πραγμα αντικατοπτριζει τον κοσμο. Ομως τα πραγματα δεν επικοινωνουν μεταξυ τους.
Αντιθετα στο χαϊκου ο κοσμος δεν ειναι αλλο απο το Μεταξυ των πραγματων. Αυτα ερχονται σε συνομιλια με ποικιλους τροπους. Ενα χαϊκου του Buson για παραδειγμα: "Χειμωνιατικη βροχη. / Ενα ποντικι τρεχει πανω στις χορδες / του μαντολινου." Εδω εκφραζεται μια σχεση μεταξυ βροχης, ποντικιου και μαντολινου. Το χαϊκου ειναι μια μινιατουρα του κοσμου στην οποια αναλαμπει η συνολη, κοσμικη σχεση. Ο κοσμος του χαϊκου ειναι ενας συρφετος η ενα μουρμουρητο των πραγματων. Αντιθετα ο κοσμος του Heidegger ειναι πολυ βουβος, διοτι τα πραγματα δεν επικοινωνουν μεταξυ τους: "Πραγμα ειναι ... το ρεμα και το βουνο. Πραγματα ειναι ... ερωδιος κι ελαφι, αλογο και ταυρος. Πραγματα ειναι ... καθρεφτης και πορπη, βιβλιο κι εικονα, κορωνα και σταυρος." Ολα αυτα τα πραγματα στεκουν μονα στον εαυτο τους. Μονο η παρηχηση υποβαλλει μια σχετικοτητα μεταξυ των πραγματων. Τι εχει να κανει ο ταυρος με το κανατι; Καθενα αντικατοπτριζει μεν τον κοσμο. Ομως δεν υπαρχει καμια σχεση μεταξυ ταυρου και κανατιου. Αντιθετα ο Basho θα μπορουσε να 'χει γραψει ενα χαϊκου: Καλοκαιριατικη βροχη – ο ταυρος κοιταζει το σπασμενο κανατι.
Ενα χαλασμενο πραγμα δεν θα 'ταν για τον Heidegger πραγμα. Το σπασμενο κανατι δεν θα 'δινε τιποτε να πιεις. Δεν θα μπορουσε να χρησιμοποιηθει στον αγιασμο. Θυμιζω το χαϊκου του Buson: "Ενας κουβας διχως πατο / κυλα και κυλα / στο φθινοπωρινο ανεμο." Αυτος ο κουβας διχως πατο ειναι βεβαια για τον Buson πραγμα, διοτι ο φθινοπωρινος ανεμος εχει μια σχεση με τον κουβα διχως πατο. Ενα χαϊκου του Isa για ενα χαλασμενο πραγμα: "Φθινοπωρινη νυχτα – / η τρυπα στην πορτα / παιζει σουραυλι."
Η εκαστοτε σχεση, το συμβαν, η η κατασταση αποδιδει καταρχην το εκαστοτε Ειναι του πραγματος και την ενικοτητα του. Σ' αντιθεση με τον Heidegger, το χαϊκου δεν γνωριζει το κανατι, το οποιο παντου θα 'ταν ταυτοσημο με τον εαυτο του. Ετσι για το χαϊκου η καμπανα ειναι ξενη: "Η καμπανα σημανε τη μερα / προς τα εξω. Η ευωδια / των ανθων την αντηχει." (Basho) "Στου ναου την καμπανα / γυρισε και τωρα κοιμαται / η μικρη νυχτεριδα." (Buson) Αναλογα με την αναφορα η καμπανα μεταβαλλει την "ουσια" της. Το χαϊκου, η πνευματικη σταση του οποιου ειναι αυτη του βουδισμου-ζεν, αρνειται ριζικα την υποσταση και την επιμονη ταυτοτητα. Στην ερωτηση του δασκαλου του ζεν, τι ειναι η νεροκανατα, ενας μαθητης κλωτσα την κανατα και την αναποδογυριζει...
Στον Heidegger το ον πρεπει να εκπληρωσει αυστηρες προδιαγραφες για να ειναι ενα πραγμα. Πρεπει για παραδειγμα να παραπεμπει στο θειο. Ετσι στον Heidegger υπαρχουν πολυ λιγα πραγματα, ενω στο χαϊκου σχεδον καθε τι μπορει να εμφανιστει ως πραγμα. Ο ταυρος θα μπορουσε μετα βιας να εκπληρωσει τις αυστηρες προδιαγραφες. Ο Heidegger θα μπορουσε να τον συνδεσει με το θειο, διοτι ο ταυρος μπορει να προσφερθει στους θεους ως θυσιαστηριο ζωο. Ετσι στην χαϊντεγκεριανη συλλογη των ζωων υπαρχουν μονο ευγενη ζωα. Στο χαϊκου ειναι τελειως διαφορετικα. Θυμιζω το χαϊκου του Buson: "Χειμωνιατικη βροχη. / Ενα ποντικι τρεχει πανω στις χορδες / του μαντολινου." Για τον Heidegger το ποντικι δεν θα 'ταν πραγμα. Δεν θα 'χε καμια αναφορα στον ουρανο. Και σιγουρα στους θεους δεν μπορει κανεις να θυσιασει ενα ποντικι. Και ο Nietzsche θα 'χε δυσκολια με τα μικρα ζωα. Για τον Heidegger ουτε εντομα ουτε ζωυφια θα 'ταν πραγμα. Ηδη η ετυμολογια του ζωυφιου θα του αρνουνταν τη θεση ενος πραγματος, διοτι Ungeziefer [ζωυφιο] σημαινει πρωταρχικα "ζωο ακαταλληλο για θυσια". Η παλαια γερμανικη λεξη zehar σημαινει θυσια και θυσιαστηριο ζωο. Στο Η Προελευση του Εργου Τεχνης βρισκεται κατ' εξαιρεση ενα εντομο. Προκειται για ενα γριλλο. Παντως δεν φαινεται. Ακουγεται μονο το τσιτσιρισμα, η φωνη του. Και ο Heidegger δεν τον εχει να τσιτσιριζει οπουδηποτε. Δηλαδη τσιτσιριζει στον τοιχο ενος ναου, επομενως στην γειτονια των θεων. Στα χαϊκου αντιθετα χαλαει ο κοσμος απο εντομα: "Ψυλλοι, ψειρες – / τ' αλογα κατουρανε διπλα / στο μαξιλαρι μου." (Basho) "Συγχαρειτε με! / Κι αυτον το χρονο παλι / Οι κοριοι με δαγκωσαν." (Isa) Το χαϊκου δεν γνωριζει Ungeziefer.
Στο χαϊκου τα πραγματα εμφανιζονται αβιαστα, ανετα, προς τιποτε ωθουμενα. Επικοινωνουν μεταξυ τους – διχως τον υποβολεα, διχως τον γι' αυτα ξενο συντονιστη. Δεν μπορουν να διαπιστωθουν θεολογικες η ανθρωπολογικες συνισταμενες που θα τα περιεφραζαν. Στον Heidegger αντιθετα τα πραγματα δεν εχουν αυτην την ελευθερια.
Η πρωτη στροφη του ποιηματος του Heidegger λεει: "Δαση κεινται / Ρεματα κρημνιζονται / Βραχοι διαρκουν / Βροχη πεφτει." Εδω μπορει κανεις να διαπιστωσει μια ταξη η οποια στα χαϊκου ειναι ξενη, μια ταξη η οποια καθοδηγει τα πραγματα προς τα ανω. Τα πραγματα στην πρωτη στροφη δεν εχουν απλως τεθει σε σειρα. Δηλαδη δεν ειναι ανταλλαξιμα. "Δαση", υποστηριζομενα απο το ρημα "κεινται", εκφραζουν το οριζοντιο. Τα "ρεματα" ηδη εγκαταλειπουν το οριζοντιο. Το ρημα "κρημνιζονται" φερνει την εικονα μιας αποτομης κλισης. Οι βραχοι, σε συγκριση με τα κρημνιζομενα ρεματα, περιεχουν περισσοτερο το καθετο. Η καθετη κινηση της βροχης ξεπερνα αυτην των διαρκουντων βραχων. Μεταξυ δασων και βροχης δεν υπαρχει μονο διαφορα κατευθυνσης αλλα και διαφορα υψους. Τα κειμενα δαση ειναι πανω στη γη. Αντιθετα η βροχη πεφτει απ' τον ουρανο. Αυτη η εγγυτητα της βροχης με τον ουρανο, δηλαδη με το ανω, βρισκει εναν μουσικο αντικτυπο στην παρηχηση. Αντιθετα οι τρεις πρωτες αραδες δεν εχουν παρηχηση. Τα πραγματα της πρωτης στροφης περιγραφουν μια ανοδικη κινηση, μια ορισμενη αναληψη στους ουρανους. Στην δευτερη στροφη γινεται σαφες οτι πισω απ' αυτην την κινηση προς τα ανω κρυβεται μια "θεολογικη" προθεση. Το βλεμμα καθοδηγειται απο κατω προς τα επανω. Καταρχην διαπιστωνεται οτι εδω τα πραγματα δεν αναφερονται μεταξυ τους μεσα απο μια εσωτερικη ταξη η επικοινωνια.
Η πρωτη και η δευτερη στροφη δεν συμπεριφερονται μεταξυ τους συμμετρικα. Τα δυο πρωτα πραγματα της δευτερης στροφης, "λιβαδια" και "πηγαδια", διαφερουν ποιοτικα και απο καταβολης απο τα πραγματα της πρωτης στροφης. Παραπεμπουν σ' ανθρωπινα χερια, ενω τα πραγματα της πρωτης στροφης ειναι πραγματα της φυσης. Τοσο τα πηγαδια οσο και τα λιβαδια ειναι πραγματα του πολιτισμου. Η αλλαγη απο το οριζοντιο στο καθετο συμβαινει και στη δευτερη στροφη. Το οριζοντιο των αναμενοντων λιβαδιων μεταβαινει στο καθετο των πηγαδιων που γεμιζουν. Ομως η αλλαγη απο το οριζοντιο στο καθετο συμβαινει, σε αντιθεση με την πρωτη στροφη, ηδη στην δευτερη αραδα, ωστε κανεις στην τριτη και στην τεταρτη αραδα περιμενει μια αλλη κινηση.
Τα πραγματα της πρωτης στροφης ειναι πραγματα της φυσης. Επομενως κανεις περιμενει οτι τα πραγματα της δευτερης στροφης ειναι πραγματα του πολιτισμου. Ομως στην τριτη αραδα της δευτερης στροφης βρισκεται το "ανεμοι". Ο ανεμος ειναι πραγμα της φυσης, το οποιο βασικα ανηκει στην πρωτη στροφη. Ως προς την προελευση του αυτο το πραγμα θα ηταν εδω εκτος τοπου. Αντι "ανεμοι κατοικουν" θα μπορουσε να ειναι: "στεγες κατοικουν". Ετσι κανεις οχι μονο θα ειχε ενα πραγμα του πολιτισμου, αλλα η κινηση προς τα ανω θα συνεχιζονταν. Εαν εδω το "ανεμοι" εννοουνταν απλως ως πραγμα, θα κατεστρεφε την ταξη του ποιηματος, διοτι τα πρωτα δυο πραγματα της στροφης ειναι πραγματα του πολιτισμου. Εδω λοιπον κανεις δεν πρεπει να εκλαβει το "ανεμοι" ως πραγμα, που θα ηταν πραγμα της φυσης.
Στον Heidegger ο "ανεμος" συχνα συσχετιζεται με το spiritus, με τη θεϊκη πνοη. Αυτο θα πει πως εδω στο ποιημα ο ανεμος δεν ειναι πραγμα αλλα μεταφορα για το θειο. Στο ταξιδι του στην Ελλαδα, στην αναζητηση των ελληνικων θεων, γραφει ο Heidegger: "Νωρις το απογεμα το αυτοκινητο μιας φιλης μας, η οποια μιλουσε τα νεα ελληνικα, μας πηρε και μας πηγε στον ναο του Ποσειδωνος στο Σουνιο. Ο ωραια χαραγμενος δρομος προχωρει κατα μηκος των ησυχων κολπισκων του Σαρωνικου μεσα απο μικρους οικισμους και παρεχει την θεα περα στην Αιγινα. Στους αποτομους βραχους τα λευκα φωτεινα καταλοιπα του ναου εστεκαν μεσα σ' εναν δυνατο θαλασσινο ανεμο. Οι λιγοι ορθοι κιονες του ηταν σαν χορδες μιας αορατης λυρας, το τραγουδι της οποιας εκανε να ηχει, απο τον νησιωτικο κοσμο των Κυκλαδων περα, ο τηλοπτης δηλιος θεος." (Σταθμοι) Εδω ο δηλιος θεος εμφανιζεται ως δυνατος θαλασσινος ανεμος, ο οποιος κανει τους κιονες να ηχουν, κανει να ηχει μια θεια μουσικη.
Οτι ο ανεμος στο ποιημα που αναφερθηκε δεν ειναι πραγμα, υποδεικνυεται απο την παρηχηση ("Winde wohnen"), η οποια στο αντιστοιχο σημειο, στην τριτη αραδα της πρωτης στροφης ("Felsen dauern"), λειπει. Και η "ευλογια" της τεταρτης αραδας της δευτερης στροφης, οπως οι "ανεμοι", δεν ειναι πραγμα. Ετσι η τριτη και η τεταρτη αραδα της δευτερης στροφης διαφοριζονται απο το υπολοιπο ποιημα. Σημειωνουν τον εμφανως "θεολογικο" τοπο του ποιηματος, στον οποιο ειναι προσανατολισμενο το υπολοιπο του ποιηματος, και μαζι ολα τα στο ποιημα ονομαζομενα πραγματα. Και μετρικα η τριτη και η τεταρτη αραδα διαφοριζονται απο το υπολοιπο ποιημα: "Winde wohnen / Segen sinnt". Αυτην την διπλη παρηχηση το υπολοιπο ποιημα δεν την εχει. Οτι η "ευλογια" πεφτει οπως η "βροχη" απο πανω, ερχεται στη γλωσσα εμμεσα με την ομοιοκαταληξια μεταξυ "Regen rinnt" και "Segen sinnt". Αυτη η μοναδικη πληρης ομοιοκαταληξια του ποιηματος θα ηταν εκεινη η μουσικη του θεου την οποια ο Heidegger, ομως οχι στη νοηση καθεαυτην, για την οποια η ομοιοκαταληξια δεν θα μπορουσε να παιζει κανεναν θεσμικο ρολο, μπορεσε να φερει σε γλωσσα. Ειναι προπαντων τα πραγματα, τα οποια πρεπει να υποφερουν κατω απ' αυτον το θεολογικο καταναγκασμο. Σουβλιζονται τροπον τινα στη θεϊκη καθετο. Δεν μιλουν μεταξυ τους. Ολα στρεφουν το προσωπο τους προς τα ανω, δεν κοιταζουν το ενα το αλλο. Αυτη η κινηση προς τα ανω θα υποσχονταν μια ταξη, η οποια ομως δεν θα ηταν εγγενης στα πραγματα. Αυτη η θεολογικη ανοδικη κινηση τους παιρνει καθε ευφραδεια, η οποια χαρακτηριζει τα πραγματα του χαϊκου.
Μετα το θανατο του θεου απο τον Nietzsche, ο θεος του Heidegger κοιμαται τροπον τινα πλεον μονο σε εικονες η σε ομοιοκαταληξιες. Ενας θεολογικος καταναγκασμος παραγει μεν ομοιοκαταληξιες και εικονες. Ομως ο Heidegger δεν ειναι ικανος να φερει τον θεο σε γλωσσα με φιλοσοφικη αυστηροτητα. Σε αναφορα προς τον θεο η νοηση του Heidegger χανει καθε οξυτητα. Καταφευγει σε παραθεματα και εικονες.
Σ' ενα ποιημα (Rimus remedium) γραφει ο Nietzsche για τον ποιητη: "Η πορτα ανοιγει διαπλατα! / Η βροχη τιναζεται προς το κρεββατι μου! / Ανεμος σβηνει το φως, – Καταστροφη παντου! / – Οποιος τωρα δεν θα 'χε εκατο ομοιοκαταληξιες, / Παω στοιχημα, στοιχημα, / Θα χανοταν!" Απεναντι στον Basho ο Nietzsche θα ειχε χασει το στοιχημα του. Το χαϊκου δεν γνωριζει ουτε θειο ουτε αιωνιοτητα, επομενως και κανεναν ποθο, καμια επιδιωξη για ενα ανω η για το υψηλο. Δεν γνωριζει ουτε ομοιοκαταληξιες ουτε θεϊκη μουσικη. Και ο Βουδας εμφανιζεται ως πραγμα μεταξυ αλλων πραγματων: "Απ' τον μεγαλο Βουδα / απ' τη μυτη του πεταχτηκε / ενα πετροχελιδονο!" (Isa) "Ο μεγαλος Βουδα, / χουζουρευει και χουζουρευει / ολη τη μερα της ανοιξης." (Siki)
Στο Τι ειναι Νοηση; ο Heidegger παραθετει τον νεαρο Nietzsche, και μαλιστα την πρωτη και την τελευταια προταση του Βιογραφικου, το οποιο ο δεκαεννιαχρνος Nietzsche ως τελειοφοιτος του λυκειου πρεπει να ειχε γραψει στην πυλη του σχολειου: "Ως φυτο γεννηθηκα πλαϊ στον αγρο του θεου, ως ανθρωπος σ' ενα παππαδοσπιτο." "Κι ετσι ο ανθρωπος μεγαλωνει περα απ' ολα οσα καποτε τον περιεσφιγγαν· δεν χρειαζεται να σπασει τις αλυσιδες αλλα απροσμενα, οταν ενας θεος το ορισει, πεφτουν· και που ειναι ο δακτυλιος ο οποιος τελικα ακομη τον περιβαλλει; Ειναι ο κοσμος; Ειναι ο θεος;" Επ' αυτου γραφει ο Heidegger: "Και αυτος ο Nietzsche, ο οποιος μετα απο πολλες ανατροπες στον τελευταιο χρονο της δημιουργιας του εγραψε το φοβερο βιβλιο <Ο Αντιχριστος>, γι' αυτον που μπορει να διαβασει και θελει, ερωτα παντα το Αυτο." Τουτο το "Αυτο" εμφανιζεται και παλι στο κειμενο του Heidegger Ο Χωραφοδρομος: "Απο το Enried ο δρομος γυριζει πισω στην πυλη του βασιλικου κηπου. Μετα τον τελευταιο λοφο η στενη του λωριδα οδηγει, μεσα απο μια επιπεδη πλαγια, μεχρι το τειχος της πολης. Θαμπα φεγγει στο αστεροφως. Πισω απο τον πυργο δεσποζει το καμπαναριο της εκκλησιας του Αγιου Μαρτινου. Αργα, σχεδον διστακτικα, οι ηχοι απο εντεκα χτυπηματα χανονται μεσα στη νυχτα. Η παλια καμπανα, στα σκοινια της οποιας συχνα αγορισια χερια τριφτηκαν κι αναψαν, τρεμει κατω απ' τα χτυπηματα του σημαντρου με το σκοτεινο και κωμικο του προσωπο που κανεις δεν ξεχνα. Με το τελευταιο του χτυπημα η σιγη γινεται ακομα σιγαλοτερη ... Το απλο εχει γινει ακομη απλουστερο. Το παντα Αυτο ξενιζει και λυτρωνει. Η προσκληση του χωραφοδρομου ειναι τωρα τελειως σαφης. Καλει η ψυχη; Καλει ο κοσμος; Καλει ο θεος;" Οπως τα διστακτικα χτυπηματα της ωρας απο την καμπανα της εκκλησιας, εδω ακολουθουν τρεις ερωτησεις διστακτικα η μια την αλλη: Η "προσκληση του χωραφοδρομου" χανεται σε μια αναποφασιστικοτητα μεταξυ ψυχης, κοσμου και θεου. Χρειαζεται ο κοσμος εναν θεο;
Και το κειμενο Ο Χωραφοδρομος, οπου ο Heidegger περιγραφει τον κοσμο ενος τοπιου με χωραφοδρομους, αγρους, μυρωδια της βαλανιδιας, ανατολικο ανεμο, τειχη της πολης, ξυλοκοπους, ρολοι του πυργου και καμπανες, με την απλα του ουρανου και το σκοτος της γης, δεν ειναι ελευθερο απο "θεολογικο" καταναγκασμο, ο οποιος κατα τροπο περιεργο περιοριζει τον κοσμο. Οπως στο παραπανω ποιημα του Heidegger που ερμηνευτηκε, συχνα εδω το βλεμμα οδηγειται απο κατω προς τα επανω. Παραδειγματος χαριν απο τους αγρους η τους λοφους στον εναστρο ουρανο, μεσολαβημενο απο την καθετο του "καμπαναριου της εκκλησιας του Αγιου Μαρτινου".
Ο κοσμος του χαϊκου ειναι ενα παζαρι των πραγματων. Στο ταξιδι του στην Ελλαδα ο Heidegger στο Ηρακλειο εμεινε στο πλοιο, ενω οι αλλοι επισκεφτηκαν το παζαρι: "Και το παζαρι του Ηρακλειου δεν ηλκυσε." Καθως μια μερα πριν ο Heidegger κατα την επισκεψη ενος μουσειου ειχε ανησυχησει πολυ με την πολυχρωμη λαμψη των πραγματων του μινωικου-κρητικου κοσμου. Κατανοητο λοιπον οτι το παζαρι λιγο τον προσελκυε. Ο Heidegger προτιμα ν' αφηνει το βλεμμα του να χανεται προς τα επανω, δηλαδη προς "την τελειως αλλη λαμψη της χιονισμενη κορφης" την οποια ονομαζουν "ορος των θεων Ιδη", σαν η οριζοντια ποικιλια των πραγματων πρωτα απο μια θεϊκη καθετο να προσδεχεται μια ταξη.
Η καμπανα του βουδιστικου ναου καθεται σχεδον στο εδαφος, τοσο ανετα οσο ο Βουδας, ενω η καμπανα της εκκλησιας τεινει προς τον ουρανο. Κι ο ηχος της μενει επιγειος, παραμενει στο πευκοδασος, ουτε πεφτοντας απο πανω ουτε τεινοντας προς τα πανω. Και κανενας βουδιστικος ναος δεν δεσποζει. Το βλεμμα του επισκεπτη μενει οριζοντιο, μενει επιγειο οπως η με χαρη καθημενη καμπανα του ναου.
Ο Heidegger κλεινει την παραδοση του Οι Βασικες Εννοιες της Μεταφυσικης με Το Αλλο Χορευτικο Τραγουδι του Nietzsche. Εκει η ζωη μιλα στον Ζαρατουστρα: "Υπαρχει μια παλια βαρια υποκωφη καμπανα: χτυπα βαρια το βραδυ μεχρι εξω απ' τη σπηλια σου". Στα χτυπηματα των ωρων της ταιριαζει ο Ζαρατουστρα το τραγουδι του. Στον ενδεκατο και δωδεκατο χτυπο λεει ο Ζαρατουστρα – αυτα ειναι και τα τελευταια λογια της παραδοσης του Heidegger –: "Οντως καθε ηδονη θελει αιωνιοτητα – θελει βαθεια, βαθεια αιωνιοτητα!" Ουτε ηδονη και appetitus ουτε βουληση ουτε αιωνιοτητα δεν ανηκουν στον κοσμο του χαϊκου. Απο την παλια βαρια, βαρια υποκωφη καμπανα δεν θα μπορουσε κανεις βεβαια να περιμενει ενα τραγουδι με χαρη.
Η νοηση του Heidegger δεν ησυχαζει μεταξυ ουρανου και γης, μεταξυ φεγγαριου και ανθου της δαμασκηνιας. Ειναι ακομη εγκλωβισμενη μεταξυ ψυχης και θεου, μεταξυ αυτων των δυο ακρων της δυτικης νοησης. "Καλει η ψυχη; Καλει ο κοσμος; Καλει ο θεος;" Ο κοσμος ισως θα ερχονταν στον εαυτο του εκει οπου τα παλια δεσμα – ψυχη, θεος – θα επεφταν κατω.
Χρειαζεται ο κοσμος εναν θεο; Αυτην την ερωτηση ο Basho θα την αρνουνταν κατηγορηματικα. Κανενας "θεος", κανενας "ανθρωπος", καμια "ψυχη" δε φαινεται σαν πισω απ' τον καθρεφτη: "Η χειμωνιατικη καταιγιδα / φυσα μικρες πετρες / καταπανω στην καμπανα του ναου." (Buson)