Για μένα ενα οδηγό νήμα στην ψυχανάλυση δίνεται από μια αρχαία ρήση που βρισκόταν γραμμένη στην είσοδο του μαντείου των Δελφών. Η ρήση λέει: ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ.
Ας το δούμε με ένα παράδειγμα: Ένας άρχοντας που πρόκειται να πάει στον πόλεμο, φτάνει στο μαντείο και ζητάει να μάθει, προβάλλει το "αίτημα", όπως θα λέγαμε στην ψυχοθεραπεια: -Θα γυρίσω από τον πόλεμο ζωντανός, ή θα πεθάνω;
Η απάντηση του μαντείου είναι: "ἤξεις ἀφήξεις οὐκ ἐν πολέμῳ θνήξεις". Τούτο μπορεί να ακουστεί με δύο τρόπους, είτε: "ἤξεις ἀφήξεις[,] οὐκ ἐν πολέμῳ θνήξεις" (θα πας, θα γυρίσεις, δεν θα πεθάνεις στον πόλεμο), είτε: "ἤξεις ἀφήξεις οὐκ[,] ἐν πολέμῳ θνήξεις" (θα πας, δεν θα γυρίσεις, θα πεθάνεις στον πόλεμο).
Με ποιον τρόπο η απάντηση του μαντείου είναι συνεπής με την προτροπή ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ που ο άνθρωπος διάβασε μπαίνοντας στο μαντείο; Με ποιον τρόπο αυτή η απάντηση θα μπορούσε να τον οδηγήσει σε μια γνώση του εαυτού του; Και ποια γνώση;
Ας υποθέσουμε καταρχήν ότι αυτός ο άνθρωπος ζει σήμερα, και σε μια ώρα ψυχάλυσης κάνει αυτήν την ερώτηση στον θεραπευτή του: -Τι λες; Θα γυρίσω; Δεν θα γυρίσω;
Ο ψυχαναλυτής είναι πιθανόν, ανάμεσα σε διάφορα ενδεχόμενα, να μην μείνει στον πόλεμο ως πόλεμο αλλά να τον ερμηνεύσει ως σύμβολο για αυτό που θα ονόμαζε "άγχος ευνουχισμού", να τον κατατάξει σ' αυτό που ο Freud αποκαλεί "Realangst" (άγχος εμπρός σε μια πραγματική απειλή), να κάνει λόγο για άγχος θανάτου κλπ.
Θα έμενα στην ερώτηση. Και όχι μόνο θα έμενα αλλά θα εμβάθυνα σ' αυτήν, θα επιζητούσα να την δούμε μαζί με όσο το δυνατό μεγαλύτερη καθαρότητα. Διότι συνήθως οι ερωτήσεις μας δεν έχουν πραγματικά έναν τόσο ουδέτερο χαρακτήρα. O άνθρωπος αυτός κάπου, κάπως, με κάποιον τρόπο φαντάζεται την πλάστιγγα να βαραίνει προς τη μια πλευρά. Βλέπει τον εαυτό του π.χ. να επιβιώνει και να γυρίζει, ή τον βλέπει να σκοτώνεται, και βλέπει ακόμα ενδεχομένως τη γυναίκα του, τα παιδιά του, τον ένα, τον άλλο να αντιδρούν στον θάνατό του μ' έναν ορισμένο τρόπο κλπ. Η ερώτησή του δεν είναι τόσο ανοιχτή όσο φαίνεται. Αναζητά περισσότερο μια επιβεβαίωση, ή φοβάται μια διάψευση των προσδοκιών του.
Όμως η απάντηση που ο ίδιος υποψιάζεται, και που ζητάει ν' ακούσει από τα χείλη του μάντη ή του θεραπευτή του, έχει δώσει κατά έναν τρόπο στη φαντασία του, είναι μια πλάνη. Καλύτερα, πλάνη είναι το ότι καν κλίνει προς μια απάντηση. Αναφέρεται στον μελλοντικό πόλεμο, σε κάτι που δεν έχει γίνει ακόμα, δεν έχει πάει ακόμα στον πόλεμο, και κάθε έκβαση είναι ανοιχτή, όμως αυτός δεν την αφήνει ανοιχτή. Την έχει κλείσει, και τούτο συνιστά ύβρη, δηλαδή παραβίαση των ορίων του χρόνου, του όχι-ακόμη αυτών που του μέλλονται.
Ο χρησμός του μαντείου, το "ήξεις αφήξεις...", δεν ασκεί καμιά βία επάνω του, δεν νουθετεί, δεν συμβουλεύει. Ο άνθρωπος θα τον διαβάσει όπως του το υπαγορεύει η προσδοκία του, η κλίση της πλάστιγγας. Αν πάλι ποτέ ανοίξουν τα μάτια και τ' αυτιά του, μπορεί και να αντιληφθεί το παιχνίδι που του παίζει ο χρησμός. Σ' αυτο το παιχνίδι μπορεί να τον αγγίξει η άβυσσος του αληθινού μέλλοντος, το οποίο είναι κάθε άλλο από προβολή του παρόντος, των υπολογισμών, των προσδοκιών, των φόβων και των ελπίδων μας, και περιπαίζει την κάθε πρόβλεψη.
Έχει σημασία λοιπόν και στα καθ' ημάς, π.χ. με την τέχνη της ψυχανάλυσης, αυτός ο άνθρωπος με τον καιρό να ανοίξει γι' αυτήν την αλήθεια, να μείνει ανοιχτός για αυτό το οποίο πρέπει να μείνει ανοιχτό - να ανοίξει ειλικρινά και μύχια, και όχι απλώς παπαγαλίζοντας μια κοινοτοπία.
Οι αδαείς επισκέπτες έρχονταν στο μαντείο και ρωτούσαν για τα μελλούμενα. Η αινιγματική απάντηση τους έλεγε άρρητα: "γνώρισε τον εαυτό σου". Τα λόγια του χρησμού, π.χ. το "ήξεις αφήξεις..." μιλούσαν σε μια γλώσσα η οποία, κατά τον Ηράκλειτο, "ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει". Μιλούσαν μια γλώσσα - σημάτων.
Τα σήματα ούτε λέγουν ούτε κρύβουν.
Δεν μας είναι τόσο ξένο όσο ενδεχομένως νομίζουμε. Σε γλώσσα σημάτων μιλούν τα όνειρα, τα μικρά παιδιά και οι ανοϊκοί γέροι, οι παράφρονες κι οι προφήτες. Την μιλούν οι θρύλοι και τα παραμύθια, οι αλλοτινοί ποιητές και σοφοί. Είναι η λεγόμενη "γλώσσα του σώματος", η γλώσσα την οποία μιλούν η σαγήνη και ο έρωτας και ο θάνατος.
Αν, σύμφωνα με την επιγραφή του μαντείου, σε γλώσσα σημάτων είναι να γνωρίσουμε τον εαυτό μας, τότε πρέπει εμείς οι ίδιοι να είμαστε σήμα. Το λέει σε μια μακρινή συμφωνία με τον Ηράκλειτο ένας στίχος του Hölderlin: "Σήμα είμαστε [...]".
Τα σήματα - ούτε λέγουν ούτε κρύβουν. Εμείς πάλι μένουμε είτε στο "λέγουν" είτε στο "κρύβουν". Παραβλέπουμε το ένα, προσκολλώμαστε στο άλλο.
Στα όνειρα, για παράδειγμα, η ερμηνεία του ονειροκρίτη και της ψυχολογίας παραβλέπει το "κρύβει". Ισχυρίζεται ότι π.χ. στη μορφή των συμβόλων και του "λανθάνοντος ονείρου" το όνειρο λέγεται, αποκαλύπτεται. Η βιολογική εξήγηση των ονείρων πάλι παραβλέπει το "λέγει". Ισχυρίζεται ότι το όνειρο οφείλεται σε αποδιοργάνωση των εγκεφαλικών λειτουργιών κι επομένως στερείται νοήματος.
Στο "λέγει" μένει προσκολλημένος αυτός που έχει την απάντηση για τα πάντα - ή θεωρεί πως υπάρχει η απάντηση για τα πάντα. Η θεραπεία που ακολουθεί το "λέγει", έχει τη λύση στο πρόβλημα και τη δίνει στη μορφή της εξήγησης, της συμβουλής, της κατευθυνόμενης συμπεριφοράς. Στο "κρύβει" πάλι μένει προσκολλημένος αυτός για τον οποίο τα προβλήματα δεν έχουν νόημα. Η θεραπεία που ακολουθεί το "κρύβει" θα προσανατολιστεί στο φάρμακο και στην παρηγορική αντιμετώπιση.
Η προσκόλληση στο "λέγει", η οποία φέρνει φράσεις όπως "Το όνειρο σου σημαίνει αυτό...", αποστομώνει. O άλλος δεν έχει να πει τίποτα. Εχει να το δεχτεί ή να το απορρίψει. Εδώ ο λόγος του ενός κλείνει το στόμα του άλλου. Αυτό δεν είναι συνομιλία. Για να το ξεκαθαρίσουμε: Αποτέλεσμα μπορεί να έχει. Όμως δεν είναι συνομιλία.
Η προσκόλληση στο "κρύβει" φέρνει τη βουβαμάρα, το αδιάφορο σήκωμα των ώμων, την απλή διαχείριση της κατάστασης. Αποτέλεσμα μπορεί να έχει. Όμως δεν είναι συνομιλία.
Και αν έχει αποτέλεσμα; Αν, όπως λέμε, "βοηθάει", τι χρειάζεται η συνομιλία; Δεν χρειάζεται. Και τούτο θα μας εφησυχάζει όσο υπνωτισμένοι μένουμε δέσμιοι εκείνης της ολέθριας ιδιοτέλειας που έχει εγκλωβίσει τον άνθρωπο σ' αυτά που "χρειάζεται", στα συμφέροντά του και στις ανάγκες του, και τον κατευθύνει στη διαφύλαξη και την ενίσχυση της ισορροπίας του.
Αν οι άνθρωποι είχαν έστω και την παραμικρή απροκατάληπτη υπόνοια για το τι ζει και γίνεται μέσα τους, θα τρέμανε τα πολλά λόγια και θα τ' απέφευγαν όπως το δηλητήριο.