Μεταφραση Δημητρη Υφαντη και Μαριας Κορρε
Εάν, τώρα, στραφούμε στην σχέση μεταξύ φαινομενολογίας και ψυχοπαθολογίας, η οποία αυτή σχέση και ενδιαφέρει τον ψυχίατρο περισσότερο από κάθε τι άλλο, δεν έχουμε παρά μόνο να εξαγάγουμε τα συμπεράσματα από τα όσα είπαμε έως τώρα, ούτως ώστε να γνωρίζουμε ποιο είναι το είδος αυτής της σχέσης. Εφόσον η ψυχοπαθολογία είναι και παραμένει πάντα εμπειρική επιστήμη, επιστήμη εμπειρικών δεδομένων, δεν θα μπορέσει και δεν θα θελήσει ποτέ ν’ αρθεί σε θεώρηση καθαρών ειδών υπό πρίσμα καθολικό. Δεν μπορεί, όμως, και ν’ αντιτείνει τίποτε, όταν η καθαρή φαινομενολογία κατακτά το γνωστικό της πεδίο· προσμένει, μάλιστα, από την καθαρά φαινομενολογική διασάφηση των βασικών εννοιών της μία προαγωγή και διασάφηση της δικής της έρευνας. Μία επιστήμη δικαιούται τόσο περισσότερο τoν τίτλο «επιστήμη» όσο πιο καθαρές και αποσαφηνισμένες είναι οι έννοιες με τις οποίες εργάζεται και όσο πιο εποπτικά έχει αναδειχθεί το υλικό στο οποίο αναφέρονται οι έννοιες αυτές. Από την άλλη πλευρά βέβαια, καταλαβαίνουμε ήδη από τώρα πως είναι δικαιολογημένο, παρά την βαθύτατη διαφορά ανάμεσα στην ψυχοπαθολογική έρευνα εμπειρικών γεγονότων και την φαινομενολογική έρευνα ειδών, να κάνουμε λόγο για μία ψυχοπαθολογική φαινομενολογία. Πρόκειται για μία φαινομενολογία που μπορεί μεν να μην φθάνει στα ύψη των καθαρών ειδών, όμως, από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει και να ταυτίζεται μ’ αυτό που, σε σύνδεση με την περιγραφική ψυχολογία, καλείται συνήθως «περιγραφική ή υποκειμενική ψυχοπαθολογία», διότι, έτσι, παρανοείται σχεδόν ολοσχερώς. Εντούτοις, πρέπει να θέσουμε το ερώτημα σε τι χρειάζεται ο περίπλοκος επιστημονικός μηχανισμός της φαινομενολογίας όταν με τούτον δεν κατορθώνουμε τίποτε άλλο παρά αυτό που ήμασταν ήδη καθ’ οδόν να επιτύχουμε με την υποκειμενική ή περιγραφική ψυχοπαθολογία μας. Επίσης, υπήρχε έως τώρα ένας κλάδος της ψυχοπαθολογίας που συνίστατο στην περιγραφή του νοσηρού ψυχικού γίγνεσθαι όπως ο ασθενής μάς το αφηγείται ή όπως εμείς, όσο το δυνατόν ανεξάρτητα από θεωρίες, κατορθώνουμε να το περιγράφουμε σύμφωνα με τα στοιχεία που εκείνος μας δίνει. Το έργο του Bleuler Gruppe der Schizophrenien, στα περιγραφικά του τμήματα, αποτελεί το λαμπρότερο σχετικό παράδειγμα. Εντούτοις, πέραν του ότι το αίτημα «όσον το δυνατόν ανεξάρτητα από θεωρίες», πριν την εποχή της φαινομενολογίας, πουθενά σχεδόν δεν πραγματοποιήθηκε μεθοδικά, υπάρχει μεταξύ της έως τώρα περιγραφικής ψυχοπαθολογίας και της φαινομενολογικής ψυχοπαθολογίας μία βαθύτερη διαφορά που δικαιολογεί τον μεθοδολογικό τους διαχωρισμό· και τούτο παρόλο που, στην πράξη, εμπλέκονται διαρκώς η μία στην άλλη, καθώς ο φαινομενολόγος χρειάζεται τις περιγραφικές διακρίσεις του ψυχοπαθολόγου, όπως π.χ. τις έννοιες της παραληρηματικής ιδέας, της παραίσθησης, του αυτισμού, για να μπορεί καν να ξεκινήσει από κάπου και να γίνει, έστω με τρόπο προσωρινό, γρήγορα κατανοητός, ο δε ψυχοπαθολόγος, με την σειρά του, χρειάζεται την φαινομενολογική έρευνα για να λαμβάνει διαρκώς νέο, καθαρό εποπτικό υλικό.
Θα επιχειρήσουμε ν’ αποσαφηνίσουμε και αυτή την σχέση μ’ ένα παράδείγμα, όσο ατελώς και αν μπορεί να γίνει τούτο στα πλαίσια μίας διάλεξης. Προηγουμένως, ας υπενθυμισθεί το γεγονός ότι βάση της ψυχοπαθολογίας αποτελεί κυρίως η αντίληψη του αλλότριου, η αντίληψη δηλ. ενός ξένου ή άλλου Εγώ, πολύ δε σπανιότερα η αντίληψη του ιδίου Εγώ. Το αντικείμενο της έρευνας δεν μπορεί εδώ πλέον να συλληφθεί στην εσωτερική αντίληψη ή στην αυτοπαρατήρηση, αλλά σ’ εκείνο το είδος αντίληψης μέσω του οποίου αποκτούμε επίγνωση του αλλότριου ψυχικού βίου. Αυτό το είδος αντίληψης –το οποίο, παλαιότερα, νόμιζαν ότι μπορούσαν να το εξηγήσουν με βάση τις θεωρίες των συνειρμών και των αναλογικών συλλογισμών και για το οποίο, ακόμα και σήμερα και σ’ ευρύτατους κύκλους, παραμένει καθοριστική η θεωρία της ενσυναίσθησης–, το έχουν διεξοδικά διερευνήσει οι φαινομενολόγοι. Τα σημαντικότερα πορίσματα των ερευνών αυτών δεν μπορώ εδώ ούτε καν να θίξω. Είναι, ελπίζω, αρκετό να γνωρίζουμε ότι και η αντίληψη του αλλότριου είναι ένα είδος («εσωτερικής») αντίληψης, με την οποία κατανοούμε ευθέως το αλλότριο ψυχικό γίγνεσθαι (Scheler).
Στο παράδειγμά μας, επιθυμούμε να εξετάσουμε, πώς μπορεί ο ψυχοπαθολόγος να ενεργήσει κατά την συγκεκριμένη ερευνητική διαδικασία. Ας ξεκινήσουμε ακόμη μία φορά με την φυσικοεπιστημονική στάση, μην ξεχνώντας και την ψυχαναλυτική, κατόπιν δε ας εξετάσουμε την περιγραφική μέθοδο προκειμένου, εντέλει, ν’ αντιπαραβάλλουμε μαζί της την φαινομενολογική.
Εάν ρωτήσετε έναν ασθενή κατά πόσο ακούει φωνές, και εκείνος σας απαντήσει: «Όχι, φωνές δεν ακούω, όμως, την νύχτα, είναι ανοιχτές αίθουσες ομιλιών απο τις οποίες ευχαρίστως θ’ απαλλασσόμουν», τότε μπορείτε να στρέψετε την προσοχή σας στα συγκεκριμένα λόγια αυτής της φράσης και να εκφέρετε την κρίση πως πρόκειται για αλλόκοτο ή ιδιότροπο τρόπο έκφρασης, να λάβετε δε κατόπιν την κρίση αυτή ως βάση για ένα συμπέρασμα που δηλώ νει πως ο ασθενής υποφέρει από σχιζοφρένεια. Η έννοια «αλλόκοτος τρόπος έκφρασης» υπάγεται, έτσι, λογικά στο γένος της ασθένειας «σχιζοφρένεια»· με άλλα λόγια, έχετε εκτελέσει έναν υπαγωγικό συλλογισμό, ένα ορισμένο ενέρ γημα της νόησης. Επάνω στο ενέργημα αυτό, μπορεί να οικοδομηθεί ένα πλή θος άλλων ενεργημάτων, ένα πλήθος άλλων «εμπειριών» μπορεί να προστεθεί σ’ αυτό, μέχρι, εντέλει, να προκύψει μία ολόκληρη επιστημονική θεωρία της σχιζοφρενούς διαταραχής της νόησης (περίπου στο πνεύμα του Bleuler ή του Berz), με την βοήθεια της οποίας θα «εξηγήσετε» το σύμπτωμα. Ή πάλι, αντί να στρέψετε την προσοχή σας στα λόγια, στον τρόπο έκφρασης του ασθενή, επικεντρώνεσθε τώρα στις σημασίες των λέξεων, στο λογικό «περιεχόμενο» των λέξεων. Βάσει της σημασίας της φράσης «αίθουσα ομι λιών» –την σημασία αυτή θα βάλετε τον ασθενή να σας την επιβεβαιώσει–, θα εκφέρετε και πάλι κρίσεις, ότι δηλ. ο ασθενής έχει ακουστικο-παραισθη τικά βιώματα, μόνο που δεν τα ονομάζει «φωνές», και θα προσπαθήσετε ίσως να «σχηματίσετε μία έννοια» σχετικά μ’ αυτό που ονομάζει «αίθουσα ομιλι ών» ή «ανοιχτή αίθουσα ομιλιών». Προκειμένου ν’ αποκτήσει κανείς μία έν νοια, αναζητεί τα γνωρίσματα ή τις ιδιότητες ενός πράγματος ή μίας διαδι κασίας, προσπαθεί να περιγράψει την διαδικασία – με άλλα λόγια, ενεργεί πε ριγραφικά. Παραμένοντας πάντα εστιασμένος στις σημασίες των λέξεων, ερω τά κανείς περαιτέρω τον ασθενή και μαθαίνει ότι έχει και άλλα ακουστικο-παραισθητικά βιώματα, τα οποία ονομάζει «η ηχώ της Ρώμης»· με τούτα δεν εννοεί παρά μόνο τις υποτιθέμενες λεκτικές «προσβολές» του νοσηλευτικού προσωπικού, στις οποίες, ωστόσο, δεν δίνει σημασία· περαιτέρω, μαθαίνει κανείς ότι ο ασθενής βλέπει επίσης παραισθητικά και εικόνες, οι οποίες, όπως στον κινηματογράφο, απλώς ξετυλίγονται με ακριβή σειρά, τον διασκεδάζουν και τον ψυχαγωγούν χωρίς, όμως, να έχουν κάποια ιδιαίτερη σημασία γι’ αυ τόν, ενώ τα βιώματα με την αίθουσα ομιλιών, αντίθετα, συνιστούν κάτι το «μεθοδικά ενιαίο», ένα ακραίο «συμπύκνωμα», μία «ζωτικά» και «προνοητι κά» σημαντική και ιδιαίτερα συμπυκνωμένη «πράξη», ένα «κομμάτι πραγμα τικής ζωής που δηλώνει σε κάποιον κάτι», το οποίο «εμπίπτει στην τραυματική ζώνη αιχμής», εξουσιάζεται από μία «ανώτερη δύναμη» – κοντολογής, ότι η αίθουσα ομιλιών είναι «μία ανοιχτή δήλωση από μία ιδιαίτερη πλευρά», όπου εμφανίζεται ένας «ομιλητής» με ξεχωριστή αυθεντία. Μαθαίνουμε, συνεπώς, ότι η αίθουσα ομιλιών δεν είναι επουδενί ένα απλό ακουστικο-παραισθητικό φαινόμενο, αλλά ένα σύνθετο παραισθητικο-παραληρηματικό βίωμα, μία πράξη ή μία «θεατρική σκηνή».
Εάν, τώρα, στα παραδείγματα που σας δίνει ο ασθενής για τα βιώματα της αίθουσας ομιλιών, δείτε να εμφανίζεται κατ’ επανάληψη το πρόσωπο του πατέρα του, τότε θα σταματήσετε ενδεχομένως σε τούτο το ένα «αντικείμενο» και δεν θα προχωρήσετε στον δρόμο που έχετε μέχρι τώρα ακολουθήσει, το ποθετώντας το ψυχολογικό αντικείμενο «πατέρας» στο επίκεντρο της έρευνάς σας και παρατάσσοντας κάθε τι άλλο γύρω απ’ αυτό. Έτσι, εξετάζετε τώρα το «σύμπλεγμα του πατέρα» του ασθενή, μία περιγραφική και πάλι ενότητα, της οποίας, όμως, την ψυχολογική σημασία για την ψυχική ζωή του ασθενή επιθυμείτε να μάθετε. Κατά την εξέτασή σας αυτή, ενεργείτε, κατ’ αρχάς, κοιτάζοντας, αναπαριστώντας εποπτικά για λογαριασμό σας τα όσα σας αφηγείται ο ασθενής για την σχέση του με τον πατέρα του· και μόνον όταν έχετε πλέον παραλάβει πλούσιο εποπτικό υλικό –για την φαινομενολογική, ωστόσο, διασά φηση του οποίου δεν πασχίζετε περαιτέρω– προβαίνετε σε περαιτέρω ψυχανα λυτικές θεωρήσεις, οι οποίες και θα είναι εν μέρει δυναμικο-ψυχολογικής, εν μέρει βιολογικο-τελεολογικής φύσεως. Αρκούμαι εδώ να παραπέμψω στην εισήγηση περί «ψυχανάλυσης και κλινικής ψυχιατρικής» που έκανα στην Χά γη (Internationale Zeitschrift für Psychoanalyse, 7.1921) και επιθυμώ μόνο να σημειώσω ότι έχετε και πάλι καταλήξει σ’ ένα φυσικοεπιστημονικό δρόμο και βρίσκεσθε στο πλαίσιο μίας φυσικοεπιστημονικής θεωρίας, στο πλαίσιο δηλ. της φρουδικής θεωρίας περί Libido.
Ας υποθέσουμε, όμως, τώρα ότι δεν αφήσατε να σας σταματήσει το σύμπλεγμα του πατέρα του ασθενή, αλλά έχετε προχωρήσει κατά τρόπο περιγραφικό· ότι, από το χάος των σημασιών των λέξεων που σας διαβιβάζει ο ασθε νής, έχετε σχηματίσει όλο και περισσότερες έννοιες και εξαγάγει όλο και πε ρισσότερες κρίσεις· ότι, εκτός από παραληρηματικές ιδέες, έχετε «ανακαλύ ψει» οπτικές, ακουστικές, απτικές παραισθήσεις, ζωντανά συνειδησιακά γεγο νότα, σχιζοφρενικά σημασιολογικά βιώματα, τραυματοειδείς συνειδησιακές κα ταστάσεις κ.λπ. Δεν παύετε κι εδώ να έχετε συνοψίσει τα δι’ αφαιρέσεως εξα χθέντα δεδομένα σε νέες ολότητες (έννοιες) και να έχετε οικοδομήσει επάνω στις έννοιες αυτές κρίσεις και συλλογισμούς, τα οποία αυτά πορίσματα και θα διευρύνετε σε θεωρίες με σκοπό την εξήγησή τους.
Εντελώς διαφορετικά ενεργεί ο ψυχοπαθολογικός φαινομενολόγος! Ενώ ο περιγραφικά ενεργών ψυχοπαθολόγος ταξινομεί το μη φυσιολογικό ψυχικό γίγνεσθαι σε κατηγορίες, γένη και είδη που αλληλοσυναρτώνται μέσω ενός ιεραρχικού συστήματος, ενός συστήματος που αντίκειται συνολικά στο βασίλειο του υγιούς, ενώ, περαιτέρω, ερευνά τους όρους για τον σχηματισμό είτε αυ τού του συστήματος συνολικά είτε κάποιων επιμέρους υποκατηγοριών του, θεωρώντας το επιμέρους παθολογικό βίωμα ή την επιμέρους παθολογική λειτουργία πάντα μόνον ως ειδική περίπτωση του εκάστοτε γένους, κι επομένως ενεργεί πάντα υπάγοντας, στοχαζόμενος και κρίνοντας, ο ψυχοπαθολογικός φαινομενολόγος πασχίζει ακατάπαυστα ν’ αναπαραστήσει για τον εαυτό του τα δια των λέξεων εννοούμενα, να στραφεί από την λεκτική έκφραση και την σημασία της στο αντικείμενο, το πράγμα, το βίωμα στο οποίο παραπέμπει η λεκτική έκφραση. Με άλλα λόγια, πασχίζει να εξοικειωθεί με την ζωή που έχουν οι σημασίες των λέξεων αντί να εξάγει κρίσεις από τις λεκτικές έννοιες, όπως ήδη μία φορά ακούσαμε να γίνεται. Κι εδώ επίσης ισχύει: «A force de regarder l’objet se sentir y entrer!» [Δυνάμει της θέασης του αντικειμένου, να νιώθει κανείς πως μπαίνει σ’ αυτό!]. Να εξοικειώνεται κανείς, να μεταθέτει και να εισάγει τον εαυτό του, αντί να διακρίνει και ν’ απαριθμεί επιμέρους γνωρίσματα και ιδιότητες! Ασφαλώς χρειάζεται και ο φαινομενολόγος τα πε ριγραφικά επακριβώς συνειλημμένα χαρακτηριστικά ή γνωρίσματα, όμως όχι καθ’ εαυτά ούτε ως στοιχεία εννοιών, αλλά ως σημείο εκκίνησης για να κατα λήγει πάντα στο πράγμα, στην θέαση του ίδιου του αντίκειμένου. Για δε τον σκοπό αυτό, κατάλληλα είναι μόνο τα γνωρίσματα εκείνα που προέρχονται από το πράγμα, το ίδιο το φαινόμενο και όχι εκείνα που καταδεικνύουν τις προϋποθέσεις της γένεσής του και την συνάρτησή του μ’ ένα γίγνεσθαι διαφο ρετικής φύσεως. Έτσι, καταλήγουμε κι εδώ επίσης σε μία ανάλυση των φαινο μένων που καταδεικνύει εκείνους μόνο τους προσδιορισμούς που ανήκουν στο ίδιο το φαινόμενο, στην προκειμένη περίπτωση, στο φαινόμενο της αίθουσας ομιλιών. Δεν πραγματοποιείται κανένας έμμεσος καθορισμός αυτού του φαι νομένου. Κατά τον τρόπο αυτό, θα προσπαθήσετε να φέρετε στο φως το βίωμα της αίθουσας ομιλιών ως φαινομενολογικά μοναδικό «είδος», ίσως όχι πολύ κοντινά και όχι πολύ ευκρινώς, ούτε «καθαρά», όμως σε μία ορισμένη οριοθέ τηση και ολοκλήρωση. Ὅπως ακριβώς και μία εικόνα της εξωτερικής αντίλη ψης, το βίωμα θα είναι πότε λιγότερο ευκρινές (όταν λ.χ. ο ασθενής δηλώνει ότι «αίθουσα ομιλιών» είναι μία τροποποίηση του τίτλου) πότε περισσότερο (όταν λ.χ. λέει: όταν μία γυναίκα μένει το πρωί στο κρεβάτι έως τις 11:00 εφόσον συνδέεται μέσω του γραφείου με μία άλλη γυναίκα au lit [στο κρεβάτι] – 450 lit)». Με την πληροφορία αυτή, μετατίθεσθε στην κατάσταση της τηλε φωνικής σύνδεσης, μίας και ψυχολο γικά επίσης ιδιάζουσας «τηλεσύνδεσης», το φαινομενολογικό είδος της οποίας δεν έχουμε μέχρι τώρα επουδενί διασα φηνίσει, ενώ, αντίθετα, οι σχιζοφρενείς, χάρη στις παραισθήσεις τους, έχουν προφανώς εξοικειωθεί καλύτερα με το είδος αυτό του να είναι κανείς κοντά και όμως μακριά, να ειναι εδώ και να μην είναι εδώ.
Το ουσιώδες, τώρα, στην φαινομενολογική θεώρηση τέτοιων ψυχολογικών φαινομένων, είναι τούτο, ότι ποτέ δεν παρατηρεί κανείς ένα απομονωμένο φαινόμενο, αλλά ότι το φαινόμενο πάντοτε διαδραματίζεται στο φόντο ενός Εγώ, ενός προσώπου· μ’ άλλα λόγια, το βλέπουμε πάντοτε ως έκφραση ή δήλωση ενός, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, διαμορφωμένου προσώπου. Με το εκάστοτε επιμέρους φαινόμενο, το εν λόγω πρόσωπο φανερώνει τον εαυτό του, ενώ, αντίστροφα, διαμέσου του φαινομένου, διεισδύουμε με το βλέμμα μας στο πρόσωπο αυτό. Έτσι, χάρη στο βίωμα της αίθουσας ομιλιών, βλέ πουμε ενώπιόν μας ένα πρόσωπο που συσχετίζεται με σκοτεινές πνευματικές δυνάμεις, που κινείται σε μία εντελώς διαφορετική πνευματική σφαίρα απ’ ότι εμείς. Η αίθουσα ομιλιών είναι για τον ασθενή πάντοτε μία «νέμεσις», μία «εκκαθάριση με την πρότερη ζωή», και συγκεκριμένα «μεταφέρονται εδώ ορι σμένα προβλήματα που έχουν τον χαρακτήρα πιεστικής ανάγκης», που δεν πα ρέχουν, όπως τα κινηματογραφικά βιώματα, ψυχαγωγία. Η αίθουσα ομιλιών είναι για τον ασθενή ένα μετά κόπου «κεκτημένο πολεμικό μέτωπο, ένα στα θερό σημείο εκτός των γεγονότων, μία ασφαλής θέση σκοπιάς απέναντι στα ερωτήματα της ζωής». H θέση αυτή αποτελεί ευθεία αντίθεση προς την «μία κάποια έλλειψη σοβαρότητας και υπευθυνότητας απέναντι στην ζωή, την οποία έλλειψη παρουσίαζε ο ασθενής πριν την «διαδρομή» του μέσα από την ασθένεια. Βλέπουμε, λοιπόν, μπροστά μας ένα ηθικά ή, αν προτιμάτε, κοσμο θεωρητικά αλλοιωμένο πρόσωπο και θεωρούμε την αίθουσα ομιλιών ως μέσο έκφρασης αυτής της προσωπικής κοσμοθεωρίας. Η δε έκφραση αυτή γίνεται πάντοτε πολύ «συμβολικά», πάντοτε μέσω «συμβολικών συγκρίσεων» ή «μέσω υλικής, κατά δύναμη, εξομοίωσης που δίνει στά αντιληπτικά αισθήματα την απαραίτητη απήχηση». Μας λείπει ακόμη μία επαρκής περιγραφή των χαρα κτηριστικών της προσωπικότητας γενικά και της σχιζο φρενούς προσωπικότη τας ειδικότερα που να μας επιτρέπει να εξετάσουμε από πιο κοντά όλα αυτά τα πράγματα. Ο Pfänder, στο έργο του Psychologie der Gesinnungen (Husserls Jahrbuch 1 και 3), ανέπτυξε μία τέτοια περιγραφή των χαρακτη ριστικών της προσωπικότητας, στην οποία και οφείλω να σας παραπέμψω. Έχουμε ανάγκη κάποιων βασικών φαινομενολογικών εννοιών προκειμένου να συλλάβουμε την ουσία της προσωπικότητας και να την καθορίσουμε φαινομε νολογικά. Το μόνο που κατάφερα εδώ να δείξω είναι τούτο, ότι κάθε φαινομε νολογική θεώρηση ενός ψυχοπαθολογικού γίγνεσθαι, αντί ν’ αναζητεί είδη και γένη ψυχοπαθολογικών λειτουργιών, στοχεύει κατ’ αρχάς στην ουσία του νοσούντος ανθρώπου προσφέροντάς μας την στην θέαση. Φυσικά και μπο ρούμε ν’ αναπαραστήσουμε εποπτικά –κατ’ αρχάς αισθητικά και συγκεκριμέ να, κατόπιν δε λιγότερο ή περισσότερο κατηγοριακά και αφηρημένα– επιμέρους φαινόμενα όπως το βίωμα της αίθουσας ομιλιών· όμως, εποπτικά δεδομέ νο θα είναι πάντοτε και το πρόσωπο που έχει το βίωμα, τόσο στο συγκεκριμένο φαινόμενο όσο και στο αφηρημένο ειδητικό περιεχόμενο αυτού, και πάντοτε θα προσφέρονται για την θέαση καθορίσιμες καθολικές ειδητικές αλληλουχίες «ανάμεσα» σε φαινόμενο και πρόσωπο. Εδώ, βρισκό μαστε ακόμη σε ψυχοπαθολογικό πεδίο εντελώς στην αρχή.
Αυτός δε είναι και ο λόγος για τον οποίο έχουμε ακόμη μία τόσο περιορισμένη άμεση γνώση σχετικά με την ίδια την σχιζοφρένεια και το ουσιώδες της χαρακτηριστικό, τον αυτισμό. Δεν μας οδηγεί άραγε το παράδειγμά μας διαρ κώς μέσα στον κόσμο για τον οποίο χρησιμοποιούμε την λέξη «αυτισμός»; Και δεν αληθεύει ότι δεν είμαστε καθόλου σε θέση να βλέπουμε αυτόν τον κόσμο, να τον αντιλαμβανόμαστε άμεσα; Για να σας δείξω τι έχω κατά νου ας αντι παραβάλουμε και πάλι, ως επίλογο, την φυσική επιστήμη και την φαινομε νολογική ερευνητική κατεύθυνση με βάση το παράδειγμα του αυτισμού.
Τί είναι ο αυτισμός δεν το γνωρίζουμε. Διαθέτουμε, βέβαια, μία λέξη και μία εξήγηση· όμως, την ψυχολογικο-φαινομενολογική ουσία του αυτισμού, δεν την γνωρίζουμε. Όταν ο Bleuler δηλώνει στο Εγχειρίδιο: «την αποκοπή αυ τή από την πραγματικότητα μαζί με την σχετική και απόλυτη υπερίσχυση της εσωτερικής ζωής, την καλούμε “αυτισμό”», κατονομάζει μεν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες κάνουμε λόγο για αυτισμό, όχι όμως τι είναι αυτό το φαινόμενο. Ακόμη και όταν απαριθμούμε το πλήρες σύνολο των γνωρισμάτων του, δεν βλέπουμε τον ίδιο μπροστά μας. Απαριθμούμε: ο αυτιστικός [δεν] αφήνει το περιβάλλον να τον πλησιάζει, δεν θέλει τίποτα να τον αγγίζει από έξω, είναι αδιάφορος για εκείνα που θα ’πρεπε ν’ αποτελούν το αμεσότερο και μεγαλύτερο εν διαφέρον του, είναι λίγο πολύ ανίκανος να εκτιμά την πραγματικότητα, αντι δρά με τρόπο ακατάλληλο στις επιδράσεις έξωθεν, δεν έχει καμία αντίσταση στις όποιες ιδέες και ορμές, η εσωτερική ζωή υπερισχύει κατά τρόπο νοσηρό, επιθυμίες και φόβοι εκλαμβάνονται ως ήδη εκπληρωμένοι, ως πραγματικότη τα, η νόηση κατευθύνεται από συναισθηματικές ανάγκες και διενεργείται με σύμβολα, ελλιπείς έννοιες και αναλογίες κ.ο.κ. Παρά ταύτα, η αίσθηση σχετικά με την σύλληψη της πραγματικότητας δεν έχει καθ’ εαυτήν χαθεί. Περαιτέρω, γίνεται λόγος για τον αυτισμό του κανονικού, του υστερικού, του κοιμώμενου και ερευνάται υπό ποιές προϋποθέσεις η αυτιστική νόηση υπερισχύει της λογικής και ρεαλιστικής: στο παιδί, κατά την απασχόληση με πράγματα διόλου προσβατά στην λογική («έσχατα ζητήματα»), στην ισχυρή έξαψη, στην νεύρωση και, τέλος, εκεί που η αλληλουχία των συνειρμών έχει χαλαρώσει, στήν σχιζοφρένεια. Τέλος, ερευνώνται επίσης και οι φυλογενετικές προϋποθέ σεις για την γένεση της «αυτιστικής λειτουργίας».
Η ψυχιατρική θα οφείλει πάντοτε ευγνωμοσύνη στον Bleuler για το τεράστιο σχετικό υλικό που της έχει καταστήσει διαθέσιμο. Ο Bleuler έχει δε επίσης αναλάβει να επιτελέσει και το δυσχερέστατο έργο, με το υλικό αυτό, ν’ ανεγείρει ένα οικοδόμημα. Ή, αν παραδεχθούμε ότι το οικοδόμημα, μέχρις ενός ορισμένου βαθμού, έχει ήδη ανεγερθεί, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιή σουμε την εικόνα ενός σπιτιού με ξυλοδεσία: οι δοκοί έχουν ήδη τοποθετηθεί, όμως τα μεσοδιαστήματα δεν έχουν ακόμη γεμίσει, ώστε ο άνεμος διαπερνά την κατασκευή· χρειάζεται ακόμα να γεμίσουν τα μεσοδιαστήματα προκειμέ νου το σπίτι να γίνει κατοικήσιμο. Ή, μιλώντας χωρίς παραβολές: είναι αυτο νόητο ότι ο Bleuler έχει κάπως δει ή «αισθανθεί» τα πράγματα που περιγράφει. Ακριβώς στήν βαθυμένη και διευρυμένη ενσυναίσθηση της σχιζοφρενούς ψυχικής ζωής και όχι στην θεωρία οφείλεται η επιτυχία του βιβλίου του περί των σχιζοφρενειών. Εντούτοις, όπως συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, συναντᾶμε επίσης και την κριτική ομολογία του ερευνητή που δεν θέλει να προσφέρει περισσότερα απ’ όσα έχει, την ομολογία: «όλα αυτά τα πράγματα είναι ευκο λότερο να τα συναισθανθεί κανείς παρά να τα περιγράψει» ή μία ομολογία όπως η εξής: ο αυτιστικός κόσμος είναι «για τον ασθενή μια πραγματικότητα η σχέση της οποίας με την [καθ’ εαυτήν] πραγματικότητα» δεν μπορεί να περι γραφεί κατά τρόπο γενικό» (Jahrbuch Bleuler-Freud, IV, σελ. 13). Τώρα, αυτό που μπορεί κανείς μόνο να συναισθανθεί, όχι όμως και να περιγράψει κατά τρόπο γενικό, είναι αυτό ακριβώς που πρέπει, με την φαινομενολογική μέθοδο, να υποβληθεί, κατ’ αρχάς, σε καθαρή εποπτική γνώση, κατόπιν δε σ’ εννοιο λογική σύλληψη. Στο τελευταίο αυτό παράθεμα από τον Bleuler, θα επανέλ θουμε στην συνέχεια.
Εν είδει απλού σκαριφήματος, ας σκιαγραφηθεί εδώ μόνον ένα πρόγραμμα που θα ’πρεπε να έχει ήδη εκτελεσθεί προκειμένου να μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι γνωρίζουμε τι είναι ο αυτισμός, όπως μπορούμε να πούμε ότι ήδη γνωρίζουμε τι είναι η αντίληψη, τι η κρίση, τι η νοοτροπία, τι η συμπάθεια κ.ο.κ.
1. Χρειαζόμαστε, κατ’ αρχάς, μία φαινομενολογία του εν γένει βιώματος του πραγματικού εξωτερικού κόσμου, του τρόπου δηλ. με τον οποίο διαμορφώνεται το φαινόμενο «εξωτερικός κόσμος» στον αυτιστικό. Ωστόσο, δεν δια θέτουμε παρά μόνο πρώτα πορίσματα σχετικά με το πώς έχει το πράγμα στον κανονικό άνθρωπο (H. Conrad-Martius: Zur Ontologie und Erscheinungslehre der realen Aussenwelt. Husserls Jahrbuch III).
2. Χρειαζόμαστε ειδικότερες έρευνες για τις σχέσεις μεταξύ των δεδομένων που προέρχονται από την αντίληψη κι εκείνων που προέρχονται από την φαντασία, την παραίσθηση και το παραλήρημα στον αυτιστικό. Χρειαζόμαστε δε επιπλέον μία φαινομενολογία των παραισθήσεων, των ψευδαισθήσεων και της σχιζοφρενούς φαντασίωσης σ’ όλο το τεράστιο εύρος της. Ως παράδειγμα ας αναφερθεί το εξής παραισθητικο-παραληρηματικό βίωμα του ασθενούς μας: Ενώ βρίσκεται ξαπλωμένος στο κρεβάτι, βλέπει και αισθάνεται ένα κομμάτι από την σιδηροτροχιά που βρίσκεται κάτω από το παράθυρό του ν’ ανεβαίνει στο δωμάτιό του και να εισβάλλει στο κεφάλι του. Συνάμα υφίστανται ταχυπαλμία, φόβος πως τελειώνει η ζωή και ισχυρός πόνος στο μέτωπο από το κομμάτι σιδηροτροχιάς που σφηνώνεται στο μυαλό του. Και ο ίδιος λέει ότι είναι κάτι τόσο βλακώδες, ηλίθιο ώστε γνωρίζει πως η σιδηροτροχιά βρίσκεται και παραμένει κάτω· και όμως, την βλέπει ν’ ανεβαίνει. «Έξωθεν» θεωρούμενες, τούτες οι δηλώσεις σημαίνουν ότι ο ασθενής δεν έχει απολέσει πλήρως την αίσθηση της πραγματικότητας, παρά την ταυτόχρονη παραίσθηση της όρασης, της αφής και του πόνου· σημαίνουν ότι, εδώ, αυτιστική και «κανονική» πραγματικότητα υφίστανται η μία δίπλα στην άλλη. Όμως, η σχέση μεταξύ των δύο δεν μπορεί «να περιγραφεί κατά τρόπο γενικό». Εμείς, ωστόσο, νομίζουμε ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο επείγον για την έρευνα της σχιζοφρένειας από την γενική περιγραφή αυτής της σχέσης. Η δε περιγραφή αυτή μπορεί να δοθεί μόνο βάσει ορισμένων ψυχικών δεδομένων, ας πούμε ενεργημάτων, κατά τα οποία το παραισθητικό εκείνο βίωμα συγκροτείται ως αυτό που κατ’ ουσίαν είναι. Τέτοια ενεργήματα μπορούμε ήδη μάλιστα να καταδείξουμε σε περιπτώσεις κατάλληλες για τον σκοπό αυτό. Έτσι, ο ασθενής μας δηλώνει ότι, όταν κάνει αφηρημένες σκέψεις, σκέψεις δηλ. που «υφίστανται αυτοτελώς και δεν χρειάζεται να προσαρμοσθούν στην πραγματικότητα (όπως λ.χ. η αφηρημένη σκέψη “φλόγα”, “πυρ”, την οποία χρησιμοποιούμε και στις εκφράσεις “φλογερά λόγια” και “πύρινος λόγος”)», τότε δεν νιώθει κανένα πόνο στο κεφάλι και αισθάνεται ελεύθερος· διότι, εδώ, δεν χρειάζεται –λέει– να «εκτελέσει καμία υλική προσαρμογή στο πραγματικό αντικείμενο», «δεν δεσμεύεται καθόλου από την ύλη». Όμως, η σκέψη –λέει– είναι και «μία συμφωνία με το υπάρχον, ανάμεσα λ.χ. στο πρόσωπο και την σιδηροτροχιά, και, από εδώ, μπορούν να προκύψουν συγκρούσεις που εκδηλώνονται υπό μορφή πόνου. Δεν είναι η σιδηροτροχιά που έρχεται επάνω, αυτή βρίσκεται κάτω· κι όμως, έχει κανείς την αίσθηση ότι όντως έρχεται επάνω. Δεν είναι παρά μία καθήλωση σχέσης εξαρτώμενη από σκέψεις που έχουν μεταφερθεί, μία ένταση, μια υπερβολική διαστολή των σκέψεων – είναι σκέψεις διεσταλμένες που συναντώνται και που, μ’ ένα αναγνωριστικό σημείο (πόνος!), καθιστούν την παρουσία τους φανερή». Τώρα βέβαια, εδώ δεν πρόκειται για μία φαινομενολογική περιγραφή, παρότι ο ασθενής –ο οποίος δεν έχει σπουδάσει ψυχολογία, αλλά έχει ολοκληρώσει τις εξετάσεις για καθηγητές φυσικών επιστημών μέσης εκπαίδευσης– αυτοπαρατηρείται και εκφράζεται έξοχα. Αντίθετα, απ’ αυτές τις παρατηρήσεις κι ένα μεγάλο πλήθος άλλων παρόμοιων, θα ’πρεπε να εξαχθούν φαινομενολογικά τα ενεργήματα της αναφερθείσας «καθήλωσης σχέσης» και να περιγραφούν καθαρά ως προς το είδος τους. Με τα ενεργήματα αυτά, παρέχεται προφανώς ένας ενιαίος κόσμος αντικειμένων, ο οποίος δεν αντιστοιχεί ούτε σ’ αυτό που εμείς βιώνουμε ως το φαινόμενο του πραγματικού εξωτερικού κόσμου ούτε σ’ αυτό που, μάλιστα καθαρά στερητικά κι επιφανειακά, περιγράφουμε ως αλλοτρίωση της πραγματικότητας. Δεν πρόκειται εδώ για δύο πραγματικότητες, μία αυτιστική και μία «πραγματική», αλλά για μία και μοναδική, συγκροτημένη από τα ενεργήματα εκείνα της καθήλωσης σχέσης.
3. Τώρα βέβαια, ο άνθρωπός δεν σχετίζεται με τον εξωτερικό κόσμο μόνο με την αντίληψη, την παράσταση και την γνώση, αλλά και με την κρίση και την αξιολόγηση, την αγάπη και το μίσος, τον πόθο και την φυγή, την ενεργητική διαμόρφωση της πραγματικότητας και το παθητικό δόσιμο σ’ αυτήν. Εντός της μεγάλης κατηγορίας αυτών των «τρόπων του συνειδέναι», πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ, αφενός, των καθαρά συναισθηματικών ή θυμικών ενεργημάτων και πράξεων και, αφετέρου, των κατηγοριακών εκείνων που αποβλέπουν σε είδη και αξίες. Έτσι, πρόκειται για πρόοδο όταν π.χ. ο Schwenninger (Zeitschrift für die gesamte Neurologie und Psychiatrie 77) περιγράφει αυτό που έξωθεν μας εντυπωσιάζει ως απομάκρυνση από την πραγματικότητα και ως αυτιστική απομόνωση με βάση την θεωρία του Pfänder περί ενοποιήσεων και διαφοροποιήσεων. Εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι «κατ’ ουσίαν» ψυχικό, με προσωπικές ψυχικές σφαίρες, βάσει των οποίων μπορεί κανείς να περιγράψει την αποκοπή από την πραγματικότητα ως «διαταραχή της ενοποίησης», ως δια ταραχή της οικειότητας με το περιβάλλον, της «αμοιβαίας διείσδυσης υποκειμένου και αντικειμένου». Οι χαρακτηρισμοί αυτοί δεν θα ’πρεπε να είναι απλώς νέες λέξεις για παλιά πράγματα· αντίθετα, θα ’πρεπε κανείς να γνωρίζει πώς πραγματικά εννοείται το πράγμα. Για τον σκοπό αυτό, θα ’πρεπε κανείς πρώτα να καταδείξει ως προς τι αποκλίνουν τα ενεργήματα της ενοποίησης και της διαφοροποίησης στον αυτιστικό από εκείνα στον υγιή, θα ’πρεπε δηλ. να κατα δείξει την ειδοποιό ιδιαιτερότητά τους. Περαιτέρω, ο Oettli, σ’ ένα εξαιρετικό άρθρο του («Das Gemeinschaftserlebnis der Schizophrenen», αυτόθι) επισήμανε τις διαταραχές αυτών των ενοποιήσεων αναφορικά με τους συνανθρώπους. Δικαιολογημένα δε υπογράμμισε ότι αυτό που εδώ είναι κατά πρώτο λόγο αλλοιωμένο είναι οι κοινές αξίες, οι κοινές νόρμες, και ότι μόνο λόγω της απαξίωσης αυτών φθίνουν οι κοινωνικές επιδιώξεις και οι κοινωνικές αναστολές. Αρνητικές συνέπειες απ’ αυτά υφίστανται και οι εκφραστικές επίσης κινήσεις, η γλώσσα και η γραφή. Και ο Schwenninger επίσης επισημαίνει την απώλεια ή την αλλοίωση της αίσθησης για αξίες, συνεπώς δε, και τις αλλοιώσεις που αφορούν στην ρύθμιση της ζωής βάσει της καθολικής αξιακής και δεοντολογικής τάξης.
4. Με τούτα, έχουμε πλέον καταλήξει στο ζήτημα των ποιοτικών και ποσοτικών αλλοιώσεων των ενεργημάτων της κατηγοριακής εποπτείας, της εποπτείας υπό την ευρύτατη έννοια, της πρωταρχικής δηλ. και άμεσης αντίληψης των αισθητικών, λογικών, ηθικών, μεταφυσικών και θρησκευτικών ειδών και αξιών. Το γεγονός ότι, πολύ συχνά, αυτό που πρέπει να υπολογίζουμε πως θα διαπιστώσουμε δεν είναι μία απώλεια ή υποβάθμιση, αλλά μία ποιοτική διαφορετικότητα, μία ετερότητα, το έχει πρόσφατα υπογραμμίσει ο Gruhle (Zeit schrift für die gesamte Neurologie und Psychiatrie 77) αναφορικά με βιώματα κινήτρων και καταδείξει εξαιρετικά κι εμφατικά ο Jaspers επάνω στον Hölderlin και τον van Gogh. Ο διαφορετικός τρόπος της στάσης απέναντι στον κόσμο των αξιών χαρακτηρίζει την ιδιαιτερότητα του αυτισμού ακριβέστερα απ’ ότι η εμφάνιση παραισθήσεων ή παραληρηματικών ιδεών και η υπερίσχυση της εσωτερικής ζωής. Φαινομενολογικά, η αλλοιωμένη στάση απέναντι στον κό σμο και τον ίδιο τον εαυτό μπορεί να συλληφθεί ευκολότερα βάσει της αλ λοιωμένης στάσης που εμφανίζει το άτομο απέναντι στις αξίες. Εδώ ακριβώς έγκειται η ουσία, ο πυρήνας του σχιζοφρενούς αυτισμού. Σ’ αυτόν, επικρατεί –όπως είδαμε και στο παράδειγμά μας– μία διαφορετική τάση μεταξύ του Εγώ και της σφαίρας των αξιών, και αυτή η τάση πρέπει να συλληφθεί φαινομενο λογικά. Το πρώτο μεγάλο βήμα έχει πραγματοποιήσει εδώ ο Jaspers δημιουρ γώντας, πρώτα απ’ όλα, μία ψυχολογία των κοσμοθεωριών (των «υγιών αν θρώπων»), κατόπιν δε και διαυγάζοντας τον σχιζοφρενή αυτισμό βαθύτερα απ’ ότι μέχρι τώρα. Η εργασία του για τον Strindberg και τον van Gogh δεν εί ναι μόνο η καλύτερη παθογραφία που διαθέτουμε, αλλά και σταθμός στην ψυχοπαθολογική φαινομενολογία της σχιζοφρένειας. Ας μην λησμονηθεί, επίσης, και ότι ο Jaspers, ήδη στην Ψυχοπαθολογία του, κάνει λόγο για ένα «προαίσθημα ενός όλου που καλείται “σχιζοφρενές” και για μία σχιζοφρενή ατμόσφαιρα» στην οποία μπορεί να είναι βυθισμένα επιμέρους συμπλέγματα συμπτωμάτων. Όμως, με την επιστημονική επιφύλαξη, μάλιστα τον σκεπτισμό που τον χαρακτηρίζει, δηλώνει παντού ότι δεν συλλαμβάνουμε αυτό το όλον, αλλά μόνον απαριθμούμε ένα πλήθος λεπτομερειών, καί ότι, από το συνολικό φαινόμενο, μπορούμε ν’ αποκτούμε εμπειρία μόνο εξ ιδίας πείρας κατά την επαφή με τον ασθενή. Αυτή ακριβώς η εποπτεία του όλου του αυτισμού –αφή νοντας κατά μέρος το ερώτημα κατά πόσο κατορθώνουμε, έτσι, να συλλά βουμε και το όλον επίσης που καλούμε «σχιζοφρενές»– πρέπει να συλληφθεί φαινομενολογικά, να καθορισθεί και να υποβληθεί σ’ επιστημονική επεξερ γασία. Αν ο Birnbaum δηλώνει πως πρόκειται εδώ για μία μέθοδο εκτός του πλαισίου δυνατοτήτων που η ψυχιατρική επιστήμη, λόγω της φυσικο- και εμπειρικοεπιστημονικής της δέσμευσης, θέτει στην διάθεση του ψυχιάτρου, για μία μέθοδο που δεν παρέχει καμία άλλη ασφάλεια παρά την υποκειμενικά διαισθητική, εμείς αντιτείνουμε πως η μέθοδος αυτή, με την επιστημονική συνεργασία πολλών ερευνητών, μπορεί και στην ψυχοπαθολογία επίσης να διαμορφωθεί σε καθολικά έγκυρη μέθοδο· αντιτείνουμε, μ’ άλλα λόγια, πως ο επιστημονικά ακριβής της χαρακτήρας μπορεί κι εδώ επίσης να καταδειχθεί και ότι, στην επιστημονική γραμματεία, έχει ήδη καταδειχθεί. Ο Birnbaum πα ρανόησε την μέθοδο του Jaspers θεωρώντας την υποκειμενική και μόνο. Στην παρανόηση αυτή, συνέβαλε ίσως και ο υποκειμενικο-επιφυλακτικός τρόπος με τον οποίο εκφράζεται ο ίδιος ο Jaspers. Επιπρόσθετα, ο Jaspers δεν χρησιμοποι εί την φαινομενολογικά διασφαλισμένη εννοιολογική γλώσσα, καθώς, άλλω στε, και δεν ανήκει στην φαινομενολογική κατεύθυνση υπό την έννοια μίας σχολής. Τουλάχιστον όμως, ο Birnbaum έχει εννοήσει και διατυπώσει ένα πράγμα τόσο καλά όπως κανείς άλλος, ότι δηλ. εδώ πρόκειται για μία μέθοδο διαφορετική από την φυσικοεπιστημονική. Τούτο το προϋποθέσαμε και εμείς.
Όμως, ας επιστρέψουμε στην φαινομενολογία του αυτισμού. Και η στάση ακόμη που παίρνει το σχιζοφρενές άτομο απέναντι στον κόσμο των αξιών δεν επαρκεί για τον ουσιαστικό χαρακτηρισμό του αυτισμού. Αυτό που απαιτείται είναι να συλληφθεί το αυτιστικό άτομο από στο πνευματικό μάτι. Τούτο δε επιτυγχάνεται μόνο δι’ αναγωγής όλων των αναφερθέντων φαινομένων στο βασικό φαινόμενο «αυτιστικό πρόσωπο». Εδώ, η φαινομενολογία συναντάται με άλλα σύγχρονα ρεύματα της γενικής ψυχολογίας, κυρίως με τον Ιντουισι νισμό του Bergson και Ρεκονστρουκτιβισμό του Natorp. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε: η φαινομενολογία δεν αποτελεί παρά έναν από τους κλονισμούς που υφίσταται η ψυχολογία και ψυχοπαθολογία κατά την πορεία της από εξαντικειμενικεύουσα σε εξυποκειμενικεύουσα επιστήμη (πρβλ. το έργο μου Einfüh rung in die Probleme der allgemeinen Psychologie [«Εισαγωγή στα προβλήματα της γενικής ψυχολογίας»], 1922).
Τέλος, πρέπει ν’ απαντήσουμε ακόμη στο ερώτημα σε τι σχέση βρίσκεται η ψυχιατρική συνολικά προς την φαινομενολογική ερευνητική κατεύθυνση. Ως κλάδος της ιατρικής και, επομένως, της εφαρμοσμένης βιολογίας, η ψυχιατρική είναι και παραμένει φυσική επιστήμη. Η ψυχοπαθολογική φαινομενολογία στέκεται απέναντί της ως κατ’ ουσία ξένη. Εντούτοις, κι ένα απλό βλέμμα στην σχετική επιστημονική γραμματεία αρκεί για να δείξει πως κι εδώ επίσης μπορούν να κτισθούν γέφυρες. Παραπέμπω στις απόπειρες του Jaspers (Psychopathologie) και του Kronfeld (Wesen der psychiatrischen Erkenntnis [«Η ουσία της ψυχιατρικής γνώσης»], καθώς επίσης και την αναφερθείσα εισήγη ση). Προσωπικά, δεν μπορώ να ταχθώ με καμία απ’ αυτές τις απόπειρες. Όπως ο Lewin, ο Kurt Schneider κ.ά., συνηγορώ κι εγώ υπέρ της κατά δύναμη μεγαλύτερης ελευθερίας και ανεξαρτησίας της ψυχοπαθολογικής φαινομενολογίας, η οποία, προκειμένου να παρέχει όφελος στην ψυχοπαθολογία, πρέπει πάντοτε να λαμβάνει τον προσανατολισμό της, κατά πρώτο λόγο, από την φαινομενολογία ως την καθαρά περιγραφική ειδητική θεωρία των εμμενών μορφών του συνειδέναι.