Που εισαι, στοχαστικο εσυ, που παντα πρεπει
Να παραμεριζει, κατα καιρους, που εισαι, φως;
Η καρδια ειναι βεβαια ξυπνια, μα με οργιζει, με
Ανακοπτει παλι και παλι η θαυμαστη νυχτα.
Καθοτι αλλοτε ακολουθαγα βοτανα του δασους κι αφουγκραζομουν
Εν' απαλο αγριμι στο λοφο· και ποτε ματαια.
Ποτε δεν ξεγελασαν, ουτε μια φορα καν τα
Πουλια σου· γιατι πανετοιμο σχεδον ερχοσουνα,
Οταν σε ετερπε πουλαρι η κηπος,
Συμβουλευοντας, απο καρδιας· που εισαι, φως;
Η καρδια ειναι ξυπνια και παλι, μα ακαρδα
Με τραβα παντα η μεγαλοδυναμη νυχτα.
Ημουνα βεβαια. Και απο κροκο κι απο θυμαρι
Και σταχυ, η γη μου 'δινε το πρωτο μπουκετο.
Και στων αστρων την ψυχρα μαθαινα,
Ομως ο,τι ονομαζεται μονον. Και διπλα μου,
Ξεμαγευοντας το αγριο πεδιο, το θλιμμενο, κατεφτασε
Ο ημιθεος, ο δουλος του Δια, ο ευθυς αντρας·
Μονος τωρα καθομαι σιωπηλος, ωρες
Κι ωρες, και μορφες
Απο νωπη γη και νεφη αγαπης γεννα,
Γιατι αναμεσα μας ειναι φαρμακι, ο λογισμος μου τωρα·
Κι αφουγκραζομαι προς τα περα, μηπως και μου 'ρθει
Ισως καποιος φιλος σωτηρας.
Τοτε συχνα ακουω το αρμα του Βροντητη
Το μεσημερι, σαν πλησιαζει, ο γνωριμοτατος,
Οταν του δονειται το σπιτι και το χωμα
Καθαιρεται, και το βασανο γινεται ηχω.
Τον σωτηρα ακουω τοτε μεσα στη νυχτα, τον ακουω,
Φονικο, τον ελευθερωτη, κι απο κατω γεματη
Πλουσιο χορτο, σαν σε οψεις,
Κοιταζω τη γη, μια φωτια πελωρια·
Ομως οι μερες αλλαζουν, οταν κατοπιν κανεις
Τις προσεχει, αγαπητικα και κακα, ενας πονος,
Οταν καποιος ειναι διπλομορφος, και
Κανενας το καλυτερο δε γνωριζει·
Ομως αυτο ειναι το κεντρι του θεου· ποτε
Κανεις δεν μπορει ν' αγαπα αλλιως θεϊκη αδικια.
Ομως εντοπιος ειν' ο θεος τοτε
Ενοψει τουτων, κι η γη ειν' αλλιως.
Μερα! Μερα! Τωρα ανασαινετε παλι σωστα∙ τωρα πινετε,
Σεις βοσκες των ρεματων μου! ενα φως ορατο,
Και πατημασιες σωστες προχωρουν, και σαν
Κυβερνητης, με σπορους, και διπλα σ' εσενα το ιδιο
Στον ιδιο τοπο, πλανωμενο αστρο της μερας, εμφανιζεσαι συ,
Κι εσυ επισης, ω γη, ειρηνικο λικνο, κι εσυ,
Σπιτικο των πατερων μου, που απατριδες
Φυγανε, μεσα στα νεφη του αγριου.
Παρε εν' αλογο τωρα κι οπλισου και παρε
Το ελαφρυ δορυ, ω νεε! Η προφητεια
Δε σπαει, και ματαια δεν περιμενει,
Μεχρι που να φανει, του Ηρακλη η επανοδος.