Δεν είναι πάντοτε αναγκαίο να ενσωματώνεται το αληθινό· ήδη αρκεί να αιωρείται τριγύρω πνευματικά και να προκαλεί συμφωνία όταν, σαν χτύπος καμπάνας, κυματίζει σοβαρά και φιλικά μες από τους αιθέρες.
Johann Wolfgang Goethe
Το παρόν βιβλίο διερευνά την εσωτερική ζωή της φιλοσοφίας του Hegel καθώς την φωτίζει ως προς το φαινόμενο της δύναμης. Η δύναμη δεν είναι περιθωριακός δομικός λίθος του συστήματος του Hegel αλλά η εσωτερική του σύσταση. Θα πρέπει να παρουσιαστεί μ' όλη της την πολυπλοκότητα, τόσο στη λάμψη όσο και στα όριά της. Συγχρόνως η διερεύνηση του πνεύματος του Hegel με την οπτική της δύναμης εξυπηρετεί μιαν άλλη δοκιμή. Θα καταστήσει ορατές μορφές του είναι οι οποίες, στο εκτυφλωτικό φως της δύναμης, δεν μπορούν να φανούν.
Συχνά η δύναμη εξομοιώνεται επιπόλαια με καταναγκασμό, καταπίεση ή βία. Σίγουρα μπορεί να αποκτά κάποια στοιχεία βίας. Όμως δεν έγκειται σ' αυτήν. Η δύναμη που παρουσιάζεται επιβλητική δεν είναι αναγκαστικά και δύναμη που βιάζει. Ακριβώς εκεί που η σκέπη και το περιβάλλον της δύναμης καταρρέουν, ξεσπούν διάφορες μορφές της βίας, αυτή γίνεται εξόφθαλμη. Η βία απομονώνει. Η δύναμη ενώνει. Της παροντικότητας της βίας προηγείται πάντα μια υποχώρηση της δύναμης. Ούτε την ελευθερία η δύναμη δεν την αποκλείει. Το μεγαλείο της δύναμης δεν δείχνεται στο όχι αλλά στο ναι, ακριβέστερα στην πολύπτυχη τροπή του όχι στο ναι. Η ιδιαίτερη μορφή έκφρασης της δύναμης δεν είναι η διχόνοια αλλά η ομόνοια. Κατά τούτο διαφέρει ριζικά από την βία και την καταπίεση. Η δύναμη, παρά την λαμπρότητα και την λάμψη, μάλιστα παρά μια ορισμένη ωραιότητα, δεν εξαντλεί το είναι. Μάλιστα το φως της καλύπτει άλλες μορφές της λαμπρότητας, ή τις κάνει φώτα απατηλά. Η δοκιμή επάνω στην φιλότητα ξεκινά για την αναζήτηση μιας άλλης λάμψης του είναι.
Η δύναμη χαρακτηρίζει επίσης μια ιδιαίτερη σχέση με τον άλλο. Καθιστά τον ένα ικανό να συνεχίζει τον εαυτό του στον άλλο. Έτσι θεσπίζει μια συνέχεια του εαυτού. Όμως δεν έχει ως προϋπόθεση τη βία και την καταπίεση. Πολύ περισσότερο η δύναμη είναι μέγιστη εκεί που ο άλλος υποτάσσεται στον πρώτο ελεύθερα. Η υποταγή δεν έγκειται αναγκαστικά στην καταπίεση. Έτσι η "ελεύθερη δύναμη", για την οποία γίνεται λόγος στον Hegel, δεν είναι οξύμωρο σχήμα αλλά, τη στιγμή όπου η δύναμη ανέρχεται στην ύψιστη μορφή της, πλεονασμός. Ο άλλος λέει ναι στον πρώτο, που εκτείνεται προς αυτόν. Το απεριόριστο του ναι είναι η απειροστικότητα της δύναμης. Ο δυναμικός λόγος του Hegel "Είσαι σάρκα από τη σάρκα μου" επισφραγίζει τη συνέχεια του εαυτού. Όμως ο δυναμικός λόγος δεν είναι ο τελευταίος λόγος, ούτε και ο λόγος ο οριστικός. Απέναντι στον δυναμικό λόγο του Hegel, ο οποίος προβάλλει ως λόγος της ελευθερίας, ή και ως λόγος της αγάπης, το παρόν βιβλίο επιχειρεί να καταστήσει ακουστό έναν άλλο λόγο ο οποίος λάμπει παρά, και μάλιστα δια της απουσίας της δύναμης. Στρέφεται προς έναν λόγο φιλικό.
Ένας άνθρωπος
και μια μύγα
στο χώρο.
Issa
Μια συχνή κριτική στη σύλληψη του "όλου" του Hegel λέει ότι αυτό κυριαρχεί επάνω στο καθέκαστο και το καταπιέζει. Όμως αδικεί την ιδέα της ολότητας του Hegel. Αυτή δεν είναι το μόρφωμα μιας κυριαρχίας που θα διατηρούνταν μόνο με βία. Πολύ περισσότερο αυτή πρώτα διανοίγει για το καθέκαστο έναν χώρο κίνησης και δράσης και πρώτα μ' αυτό καθιστά δυνατή καν την ελευθερία: "Το όλον είναι (...) το έν, το οποίο διατηρεί τα μέρη στην ελευθερία τους δεμένα στον εαυτό του· διχάζεται σ' αυτά, τους δίνει την γενική του ζωή (...). Τούτο τίθεται έτσι ώστε αυτά να έχουν εν εαυτοίς την ανεξάρτητη κυκλοφορία τους, η οποία όμως είναι η άρση της ιδιαιτερότητάς τους και η γένεση του γενικού " (9.368). Έτσι το όλον καταρχήν είναι φιγούρα της μεσολάβησης, "ήσυχη ισορροπία όλων των μερών" (3.340), η οποία τα φέρει και τα συγκρατεί. Πάντως αντικείμενο κριτικής μπορεί να είναι η μορφή της μεσολάβησης, της συγκρότησης. Το "όλον" του Hegel δηλαδή παριστά μια οργανική ενότητα, ένα οργανικό συνεχές. Λόγω της οργανικής του εσωτερικότητας και συμπύκνωσης κατέχει μικρή ανοικτότητα. Εδώ ενδιάμεσοι χώροι θα ήταν νοητοί μόνο ως κενοί χώροι.
Οργανικό είναι ένα μόρφωμα "στο οποίο τα μέρη δεν είναι τίποτα αφεαυτών, παρά μόνο διαμέσου του όλου και εντός του όλου" (4.30). Τα μέρη συνέλκονται σε μια οργανική ολότητα. Η δύναμη της οργανικής εσωτερικότητας είναι αυτή η συστολή, αυτή η τάση προς τον εαυτό. Εμψυχώνει μέρη και τα κάνει μέλη, παράγει μια ολότητα αποτελούμενη από μέλη: "Εδώ και κάποιον καιρό η οργάνωση γινόταν εκ των άνω, και αυτή η οργάνωση υπήρξε και η κυρίαρχα καθοριστική, όμως το κατώτερο, το μαζικό του όλου αμελήθηκε κι έμεινε λιγότερο ή περισσότερο ανόργανο· και πάλι είναι άκρως σημαντικό να γίνει οργανικό διότι μόνον έτσι είναι δύναμη, είναι επικράτεια, διαφορετικά είναι ένας σωρός μόνο, πλήθος από σκόρπια άτομα. Η δικαιωμένη επικράτεια είναι παρούσα μόνο στην οργανική κατάσταση από τις ιδιαίτερες σφαίρες" (7.460). Για τον Hegel οργανισμός και σωρός θα ήταν δυο μορφές του είναι. Πρώτα η δύναμη μεταμορφώνει τον σωρό σε οργανισμό. Η οργανική ολότητα δεν προβάλλει απέναντι στα μέρη ως ολοκληρωτική εξουσία. Πολύ περισσότερο είναι η κρατούσα δύναμη, δηλαδή το κράτος με το ιδιαίτερο νόημα της λέξης, η δύναμη η οποία διαπερνά, περιβάλλει και συγκρατεί, η οποία, χωρίς καμιά 'βία', "απλά διαχωρίζει την μη εποπτεύσιμη πολλαπλότητα, την επιμερίζει με κανονικότητα, την διαμοιράζει συμμετρικά, την διακινεί, αλλά και την τοποθετεί σταθερά σε ικανοποιητικότατη ευρυθμία, και ανεμπόδιστα περιλαμβάνει αυτήν την άπλα των πολυποίκιλων λεπτομερειών σε μια ασφαλέστατη ενότητα και σε ένα καθαρότατο είναι-δι'-εαυτόν" (14.331f.). Η "δικαιωμένη εξουσία" ως κρατούσα δύναμη παράγει ένα οργανικό συνεχές. Είναι "δικαιωμένη" διότι σε αντίθεση με τη 'βία' δεν καταπιέζει ούτε καταστρέφει τίποτα.
Η "έννοια [Begriff=σύλληψη]" είναι φιγούρα της μεσολάβησης. Έτσι "δεν έχει τίποτα να κάνει με σωρό" (7.439). Εννοώ θα πει "συλλαμβάνω κάτι ως μέρος μιας συσχέτισης" (17.157). Η έννοια θεσπίζει μια συσχέτιση, μια συσχετιζόμενη, οργανική ολότητα. Έτσι η έννοια θα ήταν φιγούρα αντιθετική προς τον "σωρό". Η "άπλα των πολυποίκιλων λεπτομερειών" θα ήταν σύμφωνα με τον Hegel μόνο πολυποίκιλος σωρός, που πρέπει να αρθεί για χάρη μιας διαμερισμένης ενότητας. Η έννοια είναι δυνατή καθόσον "δεν εγκαταλείπει, ούτε χάνει την γενικότητά της μέσα στην σκόρπια αντικειμενικότητα, αλλά καθιστά την ενότητά της εμφανή ακριβώς μέσω της αντικειμενικότητας και εν μέσω αυτής" (13.150). Η "δύναμη της έννοιας" (13.150, 13.127, 10.204) φροντίζει ώστε το όλον να μην καταρρεύσει και γίνει ένας "απλά ατομιστικός σωρός" (7.439).
Τα μέλη, λόγω της οργανικής τους εσωτερικότητας, διαφέρουν κάπου από τις "πέτρες ενός κτιρίου" ή από τους "πλανήτες, τα φεγγάρια" ή τους "κομήτες" (13.163). Το πλανητικό σύστημα, συγκρινόμενο με το "οργανικό σύστημα", μοιάζει ακόμα μ' έναν σωρό από πέτρες που έχει μείνει στο μη πνευματικό είναι-έτσι. Η συνοχή του δεν καταδεικνύει ακόμη καμιά οργανική εσωτερικότητα. Η δύναμη της βαρύτητας είναι για τους πλανήτες εξωτερική, δεν μπορεί να τους διαπεράσει εσωτερικά. Είναι ακριβώς (φυσική) δύναμη και όχι (πνευματική) δύναμη. Στην φυσική δύναμη λείπει η εσωτερικότητα. Δεν παρουσιάζει ακόμη καμιά ψυχή.
Η οργανική ενότητα έχει εν εαυτή μια πολλαπλότητα. Διαφορετικά θα ήταν μια ομογενής μάζα. Όμως οι καταβολές της δεν βρίσκονται στην πολλαπλότητα. Και μια σημασιότητα αναλογεί μόνο σ' αυτό το οποίο είναι μέλος, μέλος της οργανικής συγκρότησης. Μια εγγύτητα, που δεν θα ήταν αυτή του μέλους, δεν θα είχε σ' αυτήν καμιά θέση. Η οργανική σύνδεση είναι μια πολύ άκαμπτη μορφή του συνείναι.
Ο Hegel πιστοποιεί στην ελληνική θρησκεία μια ιδιαίτερη χάρη και φιλικότητα. Είναι, λέει, "ένα απέραντα ανεξάντλητο υλικό στο οποίο κανείς μένει ευχάριστα λόγω της φιλικότητας, της χάρης και της αγαπητικότητάς του" (17.96). Σύμφωνα με τον Hegel η φιλότητα και η ευφορία της ελληνικής θρησκείας οφείλεται στην συνείδηση της πολλαπλότητας: "Η ευφορία της ελληνικής θρησκείας, η βασική τάση στην θέαση της νοοτροπίας της, έχει τον λόγο της στο ότι βεβαίως και υπάρχει ένας σκοπός, κάτι τιμώμενο, ιερό· όμως συνάμα υπάρχει αυτή η ελευθερία από σκοπό, πιο άμεσα κατά το ότι οι ελληνικοί θεοί είναι πολλοί" (17.164). Κάθε θεός, λέει, έχει μεν μια ιδιαίτερη ιδιότητα. Όμως καθώς υπάρχουν πολλοί θεοί, κανένας θεός δεν εμμένει στην ιδιαιτερότητά του. Έτσι ένας θεός του πολέμου ανέχεται και την ειρήνη. Αυτή η συνείδηση της πολλαπλότητας λοιπόν παράγει μια φιλική ευφορία. Κανείς δεν κρατιέται σπαστικά από τον εαυτό του, από την ιδιαιτερότητά του. Κανείς δεν θεωρεί τον εαυτό του απόλυτο. Κανείς δεν είναι αποκλειστικός. Η συνείδηση της πολλαπλότητας κάνει επίσης να προκύπτει η απόσταση μιας αυτοειρωνείας, όπου ο καθέκαστος, τρόπον τινά αυτοειρωνευόμενος, αυτοαναιρείται. Επίσης η πολλαπλότητα των καθοριστικών σκοπών γεννά μια "ευφορία της ανοχής", μια "φιλικότητα της ύπαρξης": "Αναφορικά με τους καθοριστικούς σκοπούς ο τρόπος αυτός είναι τούτο, ότι ο σκοπός δεν είναι ένας μόνο, ότι γίνονται πολλοί σκοποί (…). Εδώ ο πραγματικός σκοπός δεν είναι πια αποκλειστικός, αφήνει πολλά, όλα να ισχύουν μαζί μ' αυτόν, και η ευφορία και η ανοχή εδώ είναι θεμελιακός καθορισμός. Υπάρχουν πολλαπλά υποκείμενα που ισχύουν το ένα δίπλα στο άλλο, πολλές ενότητες, από τις οποίες η ύπαρξη αντλεί τα μέσα της· μ' αυτό έχει κατατεθεί η φιλικότητα της ύπαρξης" (17.47f.). Αντίθετα ο προσανατολισμός στο εν αφαιρεί από την ύπαρξη την φιλικότητα και την ευφορία: "Αντίθετα εκεί που είναι μια αρχή, μια ανώτατη αρχή κι ένας ανώτατος στόχος, εκεί δεν μπορεί να συμβαίνει αυτή η ευφορία" (17.164).
Ο Hegel και στην γεωφιλοσοφική του περιγραφή του ελληνικού κόσμου νησιών τονίζει την πολλαπλότητα και την διαφορετικότητα. Έτσι διαβάζει στο τοπίο το ελληνικό πνεύμα. Η χώρα, γράφει, αποτελείται από "πλήθος νησιών" και "μια ηπειρωτική χώρα που κι αυτή είναι σαν νησί" (12.277). Όλη η Ελλάδα είναι "πολλαπλά χαραγμένη από κόλπους". Όλα είναι "διαμελισμένα σε μικρά κομμάτια" και βρίσκονται "συνάμα σε μια ελαφρά σχέση και σύνδεση μέσω της θάλασσας". Υπάρχουν μεν βουνά και ποτάμια. Όμως δεν έχει "κανένα ρεύμα μεγάλου ποταμού". Το έδαφος, "από τα βουνά και τα ποτάμια, είναι εδώ κι εκεί διαφορετικά διαμορφωμένο, δίχως να προβάλλει "ένας μοναδικός μεγαλειώδης όγκος". Κανείς βρίσκει "εκείνη την διασκόρπιση και πολυμορφία που ανταποκρίνεται ολότελα στην ποικιλομορφία των ελληνικών εθνικοτήτων και στην κινητικότητα του ελληνικού πνεύματος". Αυτό το ελληνικό τοπίο είναι φιλικό με την έννοια ότι δεν κυριαρχείται από κανένα "ρεύμα του μεγάλου ποταμού", από κανέναν "μοναδικό μεγαλειώδη όγκο", ότι παρόλ' αυτά η χώρα δεν κατακερματίζεται σε "μικρά κομμάτια". Δεν είναι λοιπόν ένας "ατομικιστικός σωρός" νησιών διότι παρά την "διασκόρπιση και πολυμορφία" βρίσκονται σε μια "ελαφρά σχέση και σύνδεση μέσω της θάλασσας". Σχηματίζουν μια ενότητα, η οποία όμως διαφέρει από την οργανικά πολυμελή ολότητα. Βρίσκονται άλλωστε σε μια "ελαφρά" σχέση.
Ο ελληνικός κόσμος, παρά την ευφορία και φιλικότητά του", είναι πάντως "πεζός, παρών ουσιαστικά ως συλλογή πραγμάτων" (17.61). Είναι "πεζός" κατά το ότι του λείπει η "ψυχή που τα συγκρατεί" (15.242), η "περιβάλλουσα υποκειμενικότητα" (8.373), δηλ. η οργανική εσωτερικότητα. Καμιά "μορφοποιός δύναμη" (15.244) δεν τον διαφορφώνει, μάλιστα δεν τον ποιητίζει σε οργανική ενότητα, στην οποία θα ήταν "οι επιμέρους πλευρές μόνο η δική τους επεξήγηση και εμφάνιση του ενός περιεχομένου".
Ο Hegel, μετά από έναν αρχικό θαυμασμό της ελληνικής φιλότητας, την αμφισβητεί. Καθότι της λείπει η εσωτερικότητα της άπειρης υποκειμενικότητας. Η φιλότητα δρα διασκορπιστικά. Για τον Hegel και το πολύχρωμο θέατρο των θεών δεν είναι παρά ο "φτηνός πολυθεϊσμός" που πρέπει να υπερβαθεί. Πρέπει να υποχωρήσει εμπρός στον "ένα θεό" (14.130) της "απόλυτης θρησκείας", της θρησκείας της ενότητας.
Ο ελληνικός πολυθεϊσμός, λέει ο Hegel, με τον διασκορπισμό του στην πολλαπλότητα, δεν μπορεί να ανορθώσει "καμιά αφεαυτής συστηματικά πολυμερισμένη ολότητα" (14.89), ένα οργανικό σύστημα. Η πολλαπλότητα και η διαφορετικότητα των θεών φέρνει μαζί της το "τυχαίο", "το οποίο απέχει από τον αυστηρό καταμερισμό των εννοιολογικών διαφορών": "Αυτοί (sc. οι θεοί) είναι πολλοί, και αν και έχουν θεϊκή φύση, η σκόρπια τους πολλαπλότητα είναι συνάμα περιορισμός, και κατά τούτο δεν είναι να το πάρει κανείς στα σοβαρά" (17.130).
Ο ελληνικός "φτηνός πολυθεϊσμός" δεν έχει τίποτα το άπειρο. Λόγω του διασκορπισμού στα πολλά, στην πολλαπλότητα των σκοπών, του λείπει η "άπειρη εσωτερικότητα" που διακρίνει τον ένα θεό. Η άπειρη συλλογή στο εν, η περιβάλλουσα υποκειμενικότητα έχει σκοπό να εξαλείψει το "εκτός του ενός από το άλλο" που διασκορπίζει, ή το παραδίπλα του ενός στο άλλο. Για την ρομαντική τέχνη, η οποία σύμφωνα με την ιεράρχηση των τεχνών από τον Hegel παριστά μια υψηλότερη μορφή τέχνης από την ελληνική, λέει: "Το αληθινό περιεχόμενο του ρομαντικού είναι η άπειρη εσωτερικότητα, η αντίστοιχη μορφή είιναι η πνευματική υποκειμενικότητα ως σύλληψη της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας της. Αυτό το εν εαυτώ άπειρο και καθεαυτό και δι' εαυτό γενικό είναι η απόλυτη αρνητικότητα κάθε επιμέρους, η απλή ενότητα με τον εαυτό η οποία έχει καταβροχθίσει κάθε εκτός του ενός από το άλλο, όλες τις διαδικασίες της φύσης και τον κύκλο της της γέννησης, παρόδου και της επαναγέννησης, κάθε περιορισμό της πνευματικής ύπαρξης και έχει διαλύσει όλους τους επιμέρους θεούς στην καθαρή άπειρη ταυτότητα με τον εαυτό. Σ' αυτό το πάνθεον όλοι οι θεοί έχουν εκθρονιστεί, τους κατέστρεψε η φλόγα της υποκειμενικότητας και τώρα η τέχνη, αντί για τον φτηνό γλυπτό πολυθεϊσμό, γνωρίζει έναν μόνο θεό, ένα πνεύμα, μια απόλυτη ανεξαρτησία (...)" (14.130).
Αυτό που απαρτίζει τον πλούτο του ελληνικού κόσμου είναι βασικά το "άπειρο πλήθος ωραίων, αγαπητικών, χαριτωμένων λεπτομερειών" που δεν εμποδίζουν η μια την άλλη. Η ελληνική ωραιότητα συνίσταται ακριβώς σ' αυτό το φιλικό παραδίπλα του διαφορετικού. Όμως για τον Hegel αυτή η "ευφορία σε κάθε ύπαρξη" (18.177) δεν είναι η ύψιστη διαμόρφωση του πνεύματος. Πρέπει να υποχωρήσει εμπρός σ' έναν άλλο πλούτο, δηλαδή στον "πλούτο ενός υψηλότερου ιδεατού κόσμου" (18.178), ο οποίος "βάζει στη γωνία" εκείνον τον "πλούτο των λεπτομερειών" και τον "ανάγει στην απλή ψυχή του". Ο πλούτος των πολλών χρωματιστών και ευφορικών φώτων πρέπει να αρθεί στην μια λάμψη της "απλής ψυχής", του "απλού ενός".
Τελείως κατανοητή είναι η απέχθεια του Hegel απέναντι στο μπαρόκ. Καθότι "συμπλέγματα του μπαρόκ" (8.12) δεν αποφέρουν καμιά οργανική ενότητα. Σχηματίζουν μόνο "σωρό", ένα ασύνδετο, δηλ. ένα χωρίς έννοια παραδίπλα των πραγμάτων. Για τον Hegel το μπαρόκ είναι ταυτόσημο με το "ωμό", το "άσχημο" και το "άγριο". Του λείπει η τάση προς το εν, η οποία συνιστά την ωραιότητα. Παράγει, λέει ο Hegel, "φρικώδεις, απεχθείς, αηδιαστικές δυσμορφίες" (16.339). Η πολλαπλότητα του μπαρόκ είναι διαμετρικά αντίθετη προς εκείνο το ιδανικό της τέχνης που λάμπει μέσα σε μια οργανική ενότητα. Το μπαρόκ είναι χωρίς έννοια, χωρίς "ψυχή": "Το γενικότατο, αυτό που σύμφωνα με την έως τώρα θεώρησή μας μπορεί να ειπωθεί για το ιδανικό της τέχνης κατά τρόπο τελείως σχηματικό, καταλήγει στο ότι αφενός το αληθές έχει ύπαρξη και αλήθεια μόνο με την έκπτυξή του στην εξωτερική πραγματικότητα, αφετέρου όμως ότι μπορεί να περιλάβει το εκτός-του-ενός-από-το-άλλο της σε ένα, και να το κρατήσει, ώστε πλέον κάθε μέρος της εκπτυξης να κάνει να εμφανίζεται αυτή η ψυχή, το όλον σ' αυτό" (13.203). Η φλυαρία του μπαρόκ τρέφεται από την δύναμη της φαντασίας που τρόπον τινά οργιάζει. Όπου τα πράγματα υπεισέρχονται σε γειτονικές σχέσεις δίχως εννοιολογικές συσχετίσεις. Αναμειγνύονται, πληθύνονται παρά την εννοιολογική απόσταση. Αυτό το όργιο του μπαρόκ, αυτή η δίχως έννοια φλυαρία προκαλεί στον Hegel αηδία. Γι' αυτόν μάλιστα θα ήταν προστάδιο του θανάτου.
Κάποια φορά ο Adorno χαρακτηρίζει το μπαρόκ μια "απόλυτη διακόσμηση" (decorazione assoluta). Επομένως ο μπαρόκ καλλωπισμός, εναντίον του οποίου "επαναστατεί" ο "πραγματιστής", δεν είναι απλά διακοσμητικό πάρεργο που θα προσάπτονταν στο έργο ή στην έννοια εξωτερικά μόνο. Πολύ περισσότερο, στην έλλειψή του εννοιών λάμπει ως "theatrum dei". Καμιά οργανική ενότητα δεν είναι φιλικά ποικιλμένη. Πολύ περισσότερο παριστάνει μια συρρίκνωση στο "αναγκαίο". Ως μπαρόκ, δηλ. ως αποστασιοποιημένο από την έννοια θα φάνταζε στον Hegel κι εκείνο το "λεπτό συμπίλημα", για το οποίο ο Adorno ενάγει τον "πραγματιστή". Όμως όπου κάθε "λεπτό συμπίλημα" αντικαθίσταται από την "ευθεία", από το πραγματιστικό, όπου δεν συμβαίνει πια "τίποτα το μη ορισμένο", όλα παγώνουν και γίνονται πράγμα.
Ο Hegel κατηγορεί τον Jean Paul για "συμμάζεμα εν είδει μπαρόκ των αντικειμενικά πλέον απόμακρων" (14.230): "Γι' αυτό και ο Jean Paul, για να έχει πάντα νέο υλικό, πέρασε από βιβλία του πλέον διαφορετικού είδους, βοτανολογικά, νομικά, ταξιδιωτικά, φιλοσοφικά, ό,τι τον εξέπληττε το σημείωνε κατευθείαν, προσέθετε σκέψεις της στιγμής, και όταν πλέον ήταν να προχωρήσει σε εφευρέσεις ο ίδιος, έβαζε μαζί τα πλέον ετερογενή - βραζιλιάνικα φυτά και το παλαιό ανώτατο δικαστήριο του γερμανικού κράτους. Τότε αυτό επαινέθηκε ιδιαίτερα ως πρωτοτυπία ή συγχωρέθηκε ως χιούμορ που επιτρέπει το κάθε τι και τα πάντα. Όμως η αληθινή πρωτοτυπία ακριβώς αποκλείει από τον εαυτό της μια τέτοια αυθαιρεσία" (13.382). Η συνάντηση των αντικειμενικά πλέον απόμακρων δεν είναι λοιπόν ένα συμβάν κατά το οποίο απρόσμενα ευτυχεί μια ωραία εγγύτητα αλλά ένα ατύχημα που προκαλεί άτακτη σύγχυση.
Ως γνωστό ο Jean Paul φέρνει μαζί πράγματα που εννοιολογικά πολύ λίγο έχουν να κάνουν μεταξύ τους. Ήδη και μόνο οι πολυάριθμες παύλες στα κείμενά του απεικονίζουν αυτήν την μπαρόκ σύνδεση των ασύνδετων. Στο "Flegeljahre" [ηλικία του κόπανου, εφηβεία] διαβάζουμε για παράδειγμα: "Το δειλινό έπεσε η χιονοθύελλα κι από τον καθαρό ουρανό άστραψε το φεγγάρι μέσα από το ανθισμένο σύθαμνο στα παγωμένα παράθυρα - Έξω στον στιβαρό αέρα λαγαρά καμπάνιζε ο εσπερινός κάτω από τις ορθωμένες καπνοστήλες - Τρίβοντας τα χέρια τους οι δικοί μας βγήκαν από τον κήπο όπου είχαν καλύψει τα δέντρα και τα μελίσσια με άχυρο - Οι κότες μπήκαν στο δωμάτιο, γιατί στον καπνό κάνουν περισσότερα αυγά - Το φως εξοικονομούνταν, γιατί περίμεναν τον πατέρα αγχωμένοι - (...)." Ο Hegel θα είχε κατηγορήσει τον Jean Paul για υφενοποίηση του κόσμου. Απόμακρα πράγματα συζευγνύονται μεταξύ τους μόνο με παύλες, άρα με υφέν, κάτι που κάνει τη ζωή έναν πολύχρωμο σωρό από πράγματα και συμβάντα: "Τώρα το μαγικό φανάρι της ζωής έπαιζε κανονικά κι έριχνε στον δρόμο της χρωματιστές διαβατάρικες μορφές (...) στον δρόμο μια χαμηλή αυλή στην εκκλησιά του χωριού, που ένα χοντρό τσομπανόσκυλο θα μπορούσε να πηδήξει πάνω από τον πράσινο φράκτη της - ένα έκτακτο ταχυδρομείο με τέσσερα άλογα και τέσσερεις υπηρέτες μπροστά - ο ίσκιος ενός σύννεφου - από πίσω του, μες στο φως, ο ίσκιος ενός σμήνους από κοράκια - κομματιασμένα ψηλά γκριζωπά κάστρα κάπηλων - τελείως νέα - ένας μύλος που βροντοχτυπάει - ένας βοηθός τοκετού που πηδάει στ' άλογο - ο ισχνός μπαρμπέρης του χωριού με σακίδιο λοξοκοιτάζοντάς τον από πίσω - ένας χοντρός παλτωμένος επαρχιακός ιεροκήρυκας μ' ένα γραπτό κήρυγμα για τη σοδειά, για να ευχαριστήσει τον θεό για τη γενική σοδειά και τους ακροατές για τη δική του - ένα καρότσι γεμάτο εμπόρευμα και μια ομάδα ζητιάνων, και τα δυο για να βρεθούν στα εγκαίνια της εκκλησίας - ένα χωριουδάκι πριν το χωριό, από τρία σπίτια μ' έναν άνθρωπο πάνω στη σκάλα για ν' αριθμήσει σπίτια και σοκάκια με κόκκινο - (...)."
Για τον Hegel ο κόσμος παυλών του Jean Paul δεν είναι κάποιο μαγευτικό παιχνίδι της ζωής αλλά αηδιαστική παραμόρφωση του κόσμου, στον οποίο δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί καμιά έννοια, τίποτα να επιστρέψει στον εαυτό του, άρα ενός κόσμου που κατακερματίζεται σε μεμονωμένα πράγματα και συμβάντα. Στον Hegel η narratio absoluta θα φαινόταν ανόητη και απεχθής, αυτή που, όπως εκείνη η decorazione assoluta του μπαρόκ, θα έλαμπε δια της απουσίας εννοιών της. Απόλυτη θα ήταν κι εκείνη η αφήγηση που οραματίζεται ο Handke, δηλαδή "έπος από χαϊκού", η οποία ακολουθεί την χωρίς έννοιες, μάλιστα την απόλυτη λάμψη των πραγμάτων: "Ένα έπος από χαϊκού, τα οποία όμως διόλου δεν προβάλλουν σαν τέτοια μεμονωμένα πράγματα, δίχως δράση, δίχως συνωμοσία, δίχως δράμα, κι όμως αφηγηματικά: αυτό οραματίζομαι ως το ύψιστο". Η narratio absoluta δεν κατακερματίζεται σε μεμονωμένα πράγματα. Αυτό που συνδέει είναι η δίχως έννοιες εγγύτητα, η φιλότητα που συναρμόζει και συγκρατεί και χωρίς έννοιες.
Το παραδίπλα-του-ενός-με-το-άλλο των αντικειμενικά απόμακρων δεν χρειάζεται να έγκειται σε υποκειμενική "αυθαιρεσία" ή σε "ιδέες της στιγμής". Ο Hegel, κολλημένος στην οργανική συνέχεια, δεν αναπτύσσει κανένα αισθητήριο για την εγγύτητα του απόμακρου, για εκείνη την εμπειρία του κόσμου που συνίσταται στην αντίληψη του ΚΑΙ, σε μια ιδιαίτερη επανάληψη: "Και: η ευωδιά μιας μυρίκης και μια ανοιχτή εξώπορτα". - "Και: Χάραμα και ποντίκι (εμπρός από το παράθυρο)". Ο κόσμος που γίνεται ορατός με το ΚΑΙ, που αποκαλύπτεται με την "επανάληψη", είναι μπαρόκ με μια ιδιαίτερη έννοια. Η εγγύτητα του εννοιολογικά απόμακρου ακτινοβολεί εκείνο το γιορταστικό που λείπει ολότελα από την οργανική σύνδεση: "Η σωστή επανάληψη θα είναι πάντοτε γιορταστική, και μπαρόκ". Το ΚΑΙ δεν είναι ούτε 'απλώς υποκειμενικό' ούτε 'απλώς αισθητικό'. Παραπέμπει στην φιλότητα του κόσμου, που δρα συμφιλιωτικά. Σε τούτο θα συνίστατο η ηθική του ΚΑΙ.
Η φιλότητα δεν κάνει τα πράγματα απλά να υφίστανται το ένα δίπλα στο άλλο. Επιφέρει μια έντονη συμμετοχή: "Πιστεύω στην αποδιοργάνωση, όμως όχι με την έννοια της μη συμμετοχής ή της απομόνωσης, αλλά ως έντονη συμμετοχή." Η "δύναμη της έννοιας" εξαλείφει κάθε μακρότητα για χάρη μιας οργανικής εγγύτητας. Εκείνη η "αποδιοργάνωση" ως "συμμετοχή" γι' αυτό είναι μια "πολύ έντονη" μορφή της μεσολάβησης, επειδή παράγει μια εγγύτητα έξω από την οργανική συνέχεια, έξω από την οργάνωση. Ακριβώς το απόμακρο της έννοιας, δηλ. το μη οργανικό, προσδίδει στην εγγύτητα της συμμετοχής μια ιδιαίτερη ένταση. Τα πράγματα που υπεισέρχονται σε μια έντονη συμμετοχή δεν είναι μέλη. Η φίλια εγγύτητα ως "συνύπαρξη των ανόμοιων και διάφορων" (coexistence of dissimilars), το φίλιο συν των άσχετων οφείλεται σε μια ιδιαίτερη κενότητα που σπάει την ακαμψία του εαυτού. Εμποδίζει τα πράγματα να εμμένουν στον εαυτό τους ή να παγιώνονται στον εαυτό τους. Η συμμετοχή εκφράζει τη συγκρότηση ενός άλλου πνεύματος: "Ένα σημάδι του πνεύματος είναι επίσης: η αφανής, άρρητη ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ". Κανείς θα μπορούσε να μιλήσει και για μια συμμετοχή χωρίς έννοιες.
Ο Cage διακρίνει δυο μορφές του πνεύματος: "Το πνεύμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αγνοήσεις θορύβους του περιβάλλοντος, να διορθώσεις το άκουσμα τόνων που το ύψος τους είναι άλλο από εκείνο των ογδόντα οκτώ αγαπημένων και να αγνοήσει μη μουσικές αξίες ή ηχοχρώματα που θεωρούνται άμουσα ή αποκρουστικά κι επιπλέον να ελέγξεις και να καταλάβεις κάθε προσφερόμενη εμπειρία. Όμως το πνεύμα μπορεί και να αναστείλει την επιθυμία του να βελτιώσει την πλάση και να δράσει ως πιστός δέκτης της εμπειρίας." Το πνεύμα ως φίλιος δέκτης του κόσμου απέχει από τις κρίσεις. Ακούει με προσοχή, αντί να διορθώνει ό,τι ακούει. Τίποτα δεν καταπιέζεται και δεν στιγματίζεται. Αυτή η φιλότητα κάνει τους θορύβους συμβάντα μουσικών ήχων. Το πνεύμα κενώνεται και γίνεται ένα φιλόξενο σπίτι του κόσμου. Η φιλότητα είναι μια κενή μορφή του πνεύματος που εκφράζεται ως άκρα κατάφαση, ως τρόπον τινά ασύνειδο, δίχως επιθυμίες Nαι στο έτσι-είναι: "(...) όλα απλά γίνονται, συμβαίνουν. Και δεν έχει λοξοκυτάγματα και δεύτερες σκέψεις. - Τα μικρά συμβάντα περισσότερο διατρέχουν την κενή μορφή παρά την γεμίζουν (...) και παράξενο: ό,τι το μεσημέρι σ' αυτό το παραθαλάσσιο θέρετρο δεν μου άρεζε, περισσότερο από δεν μου άρεζε, ό,τι μου 'έριχνε' τη διάθεση ολότελα, όλα τους, - αυτά τώρα μ' αρέσουν, στην κενή μορφή, όλα, ακόμα και η τεράστια τραπεζαρία." Ο Canetti επίσης γνωρίζει τι είναι το φίλιο πνεύμα. Πνεύμα [Geist] και φιλοξενούμενος [Gast] τα ακούει μαζί. Η φιλότητα ετοιμάζει χώρους, χώρους διαμονής για το χωρίς έννοιες, του προσφέρει μια μορφή: "Άνοιξε πάλι τα αυτιά ολότελα κι άφησε να εισρεύσουν τα πάντα, τα ανόητα, τα ακατάτακτα, τα μάταια."
Το ΚΑΙ, που δεν παράγει καμιά οργανική-εννοιολογική σύνδεση, σύμφωνα με τον Hegel θα οδηγούσε σ' έναν άψυχο, πληκτικό σωρό. Η σπαστική κλίση του Hegel στην οργανική ενότητα εκδηλώνεται συχνά και ανάμεσα στις γραμμές: "Αντίθετα ένα μεγάλο πάρκο, ιδιαίτερα αν είναι παραγεμισμένο με κινέζικους ναΐσκους, τούρκικα τζαμιά, ελβετικά σπίτια, γέφυρες, σκήτες και ποιος ξέρει τι άλλα ξενόφερτα, ήδη αφεαυτού αξιώνει να το δεις· θέλει αφεαυτού να είναι και να σημαίνει κάτι. Όμως αυτός ο εντυπωσιασμός, που ικανοποιείται αμέσως, χάνεται γρήγορα, και κάτι τέτοιο δεν μπορείς να το δεις δεύτερη φορά· γιατί αυτά τα πρόσθετα δεν προσφέρoυν στη θέαση τίποτα το άπειρο, καμιά ψυχή όντας εν εαυτή κι επιπλέοn για την ψυχαγωγία, για την κουβέντα κατά το περπάτημα είναι μόνο πληκτικό και φορτικό" (14.350). Αυτός ο κήπος της πολλαπλότητας, που ήδη και μόνο από τα πολιτισμικά του "ξενόφερτα" δεν θα κατεδείκνυε καμιά εννοιολογική διαφάνεια, αποπροσανατολίζει, ξε-ψυχίζει και εκ-σωτερικεύει. Του λείπει η συγκέντρωση, η "ψυχή όντας εν εαυτή". Δεν προσφέρει στο βλέμμα και "τίποτα το άπειρο" και κατά το ότι η συνάντηση των εννοιολογικά απόμακρων παριστάνει κάτι το Kontingentes ή το εξωτερικό. Για τον Hegel το άπειρο είναι το εσωτερικό ή το αναγκαστικό. Λόγω της έλλειψης μιας ψυχής ο κήπος είναι μόνο πολύχρωμο τσίρκο που του λείπει κάθε εστίαση, δηλ. κάθε έννοια. Από την εσωτερικότητα, από την "ψυχή όντας εν εαυτή" δεν εκπορεύεται βέβαια καμιά φιλικότητα. Το φιλικό βλέμμα δεν είναι εστιασμένο.
Για τον Hegel "φορτική" είναι προφανώς κάθε πολλαπλότητα χωρίς έννοια. Στην παράδοση για την Αισθητική σε ένα σημείο παρατηρεί ότι "η άτακτη φασαρία μεταξύ πολλών ανθρώπων σ' ένα table d' hôte και η δυσάρεστη έξαρση απ' αυτό είναι φορτική". Έτσι "πρέπει να μπει τάξη" στο "πήγαινε-έλα, στο Klappern, στη φλυαρία". Εκτός αυτού το table d'hote κάνει να προκύπτει ένας "κενός χρόνος". Εδώ βοηθά η μουσική. Εξαλείφει την "άτακτη φασαρία" στο table d' hôte καθώς "αποτρέπει" το "σκόρπισμα και τις ιδέες της στιγμής" (15.155).
Τι είναι ο "κενός χρόνος" που διανοίγεται σ' ένα table d' hôte; Κατά πόσο διαφέρει από τον πλήρη χρόνο; Για τον Hegel ο χρόνος είναι μια φόρμουλα της εσωτερικότητας και της συλλογής. Επιτρέπει την επάνοδο στον εαυτό. Αντίθετα ο χώρος διασκορπίζει και εμπλέκει στο εξωτερικό. Δυσκολεύει την επάνοδο στον εαυτό. Έτσι η ψυχή πρωταρχικά διαμένει στον χρόνο. Ο χώρος, λόγω του "αδιάφορου παραδίπλα-του-ενός-στο-άλλο" (15.156) του, αποσύρεται από την εσωτερικότητα και την συγκέντρωση. Αντίθετα ο χρόνος επιτρέπει τρόπον τινά μια σύμπτυξη και μ' αυτό κάνει δυνατή μια επάνοδο στον εαυτό, κύκλους γύρω από τον εαυτό. Η ψυχή αρέσκεται να καθίζει στις πτυχώσεις του χρόνου. Το "αίμα" είναι "ζωικός χρόνος" κατά το ότι είναι η "κίνηση που αυτοκαταδιώκεται γύρω από τον εαυτό της, αυτό το απόλυτο τρεμούλιασμα μέσα στον εαυτό" (9.447). Είναι τρόπον τινά μια ρευστή εσωτερικότητα, ρευστός χρόνος, ρευστή ψυχή που πάντα επιστρέφει στον εαυτό της. Η κυκλοφορία του θεμελιώνεται σε μια οργανικά κλειστή ενότητα.
Ο χρόνος είναι το "γενικό στοιχείο της μουσικής" (15.156). Έτσι ο μουσικός χρόνος αρνείται το "να υφίσταται αδιάφορα το ένα παραδίπλα του άλλου στον χώρο" καθώς αναπτύσσει μια τάση προς το εν. Επίσης το "μέτρο" συνδέει "διαφορετικά τμήματα του χρόνου σε μια ενότητα, στην οποία το εγώ κάνει την ταυτότητά του με τον εαυτό του για τον εαυτό του" (15.166). Το μέτρο θα ήταν η ακουστική φόρμουλα της επανάληψης του εγώ: "Σ' αυτήν την ομοιομορφία η αυτοσυνείδηση επανευρίσκει τον εαυτό της ως ενότητα καθόσον (...) αναγνωρίζει την δική ομοιότητα ως τάξη στην αυθαίρετη ποικιλομορφία (...). Η ικανοποίηση (...), την οποία παίρνει το εγώ από το μέτρο σ' αυτήν την επανεύρεση του εαυτού του, είναι τόσο πληρέστερη όσο η ενότητα και η ομοιομορφία δεν προσιδιάζει ούτε στον χρόνο ούτε στους μουσικούς ήχους ως αυτούς τούτους, αλλά είναι κάτι που ανήκει στο εγώ μόνον και που απ' αυτό εντίθεται στον χρόνο προς αυτοϊκανοποίησή του." Στο μουσικό μέτρο το εγώ ακούει και χαίρεται τον εαυτό του. Εμβαθύνει την εσωτερικότητα και την συγκέντρωσή του. Προπάντων εξαλείφει την "ποικιλόμορφη ομοιομορφία" για χάρη μιας ομοιόμορφης τάξης.
Ο "κενός χρόνος" που διανοίγεται στο table d' hôte είναι ένας χρόνος που σβήνει και χάνεται αδιάφορα διχως εσωτερικότητα και συγκέντρωση. Για τον Hegel η διαδοχή του θα έμοιαζε υπερβολικά με το χωρικό παραδίπλα του ενός στο άλλο που κατακερματίζεται άμοιρο συσχέτισης και έννοιας σε μια αυθαίρετη ποικιλομορφία. Στο table d' hôte λείπει η περισυλλογή στο εν. Έτσι περιπίπτει σ' έναν διασκορπισμό, χάνεται στον θόρυβο και στην πολυφωνία. Εδώ η μουσική, ο μουσικός χρόνος χρησιμεύει στο να εξαλείφει το ακανόνιστο, το άτακτο. Η μουσική "αποτρέπει" "διασκορπισμούς και ιδέες της στιγμής". Το πνεύμα που την διέπει είναι τελείως αφιλόξενο, σ' αυτόν τον τόπο των φιλοξενουμένων, σ' αυτό το τραπέζι των φιλοξενουμένων (table d' hôte). Θα πρέπει να μην αποτρέψει μόνο κάθε διασκορπισμό, κάθε θόρυβο αλλά και κάθε φιλικό λόγο. Έτσι, αν ο ίδιος ο κόσμος ήταν ένα table d' hôte, θα έκανε να προκύψει ένας πολύ αφιλόξενος κόσμος. Το πνεύμα του Hegel είναι διαμετρικά αντίθετο μ' εκείνο το πνεύμα το οποίο, ως "πιστός αποδέκτης της εμπειρίας", αφήνει να εισρέει το πολύπτυχο, το περιθωριακό, το άτακτο. Αυτό το φίλιο, μάλιστα φιλόξενο πνεύμα θα μπορούσε και στον θόρυβο να προσλάβει έναν ιδιαίτερο τόνο. Η φιλότητα εκ-σωτερικεύει τον χρόνο, τον χωρο-θετεί. Αν υπήρχε μια μουσική της φιλότητας, θα έπρεπε να περιέχει πολύ χώρο, πολύ ενδιάμεσο χώρο, πολύ κενότητα.
Η μουσική δρα παρασέρνοντας και συμπαρασέρνοντας. Σ' αυτό συνίσταται η "φυσική δύναμή" της. Παράγει ένα συνεχές καθώς δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω, καθώς αναπτύσσει μια δίνη προς το εν. Λίγο πριν φτάσει ο Hegel στο table d' hôte παρατηρεί για τη μουσική του εμβατηρίου: "Μ' έναν τέτοιο τρόπο προστίθεται στον βηματισμό των στρατιωτών μουσική, η οποία κινητοποιεί το εσωτερικό προς τον κανόνα του βηματισμού, βυθίζει το υποκείμενο σ' αυτήν την επιχείρηση και το εκπληρώνει αρμονικά μ' αυτό που πρέπει να κάνει.". Το εμβατήριο σύρει το όλο υποκείμενο στον "κανόνα του εμβατηρίου". Όταν διαπερνά τα μέλη του, τότε αυτά συναρμόζονται σαν από μόνα τους σ' αυτό "που έχει να κάνει". Παρόμοια επίδραση έχει η "μουσική του Regiment που απασχολεί, abzieht, κινητοποιεί προς το εμπρός-μαρς, εμψυχώνει για την επίθεση" (15.158). Το εμβατήριο εστιάζει το εσωτερικό στην "επιχείρηση", στον κανόνα. Με παρόμοιο τρόπο η μουσική στο table d' hôte έχει να παραμερίσει την "άτακτη φασαρία του".
Η φιλότητα είναι μεσολάβηση. Όμως σε αντίθεση με την εννοιολογική μεσολάβηση το μέσο της είναι κενό. Είναι ελεύθερη από την οργανική εσωτερικότητα. Λόγω του κενού μέσου της είναι ικανή για μια ιδιαίτερη ανοικτότητα. Το μέσο δεν είναι συμπέρασμα αλλά περαιτέρω άνοιγμα. Αντίθετα η οργανική συνέχεια ανοίγει μόνο για να κλείσει. Σε τούτο συνίσταται η αποκλειστική εσωτερικότητά της. Αν το οργανικό ήταν η άμεση, φυσική κλίση της "ψυχής", τότε η φιλότητα θα στιγματίζονταν από κάτι αφύσικο. Είναι μια "έντονη συμμετοχή ", δηλ. μια έντονη μορφή του πνεύματος. Μόνο μια εκπαίδευση της ακοής στην φιλότητα καθιστά το πνεύμα ικανό να προσλαμβάνει το πολύπτυχο, το περιθωριακό, μάλιστα "το δίχως νόημα, το πουθενά μη ενταγμένο, το μάταιο" ως μουσικούς ήχους. Θα ήταν αναγκαία μια πνευματική εκπαίδευση στην φιλότητα, χωρίς την οποία όλα θα μεταβάλλονταν σε εμβατήρια κι εντολές. Ο Handke γράφει σε μια σημείωση: "'Αν κανείς αφήσει την ορχήστρα να κάνει ό,τι θέλει, αυτό καταλήγει σ' ένα εμβατήριο', είπε χθες ο συνθέτης".