Το γράψιμο, όταν δεν υπόκειται στην τελεολογία μιας σκοπιμότητας, είναι περίεργη υπόθεση. Μοιάζει με ξενοδοχείο που χτίζεται προϊόντος του κειμένου, και στο οποίο ο ίδιος ο ξενοδόχος είναι ένας φιλοξενούμενος. Αυτός ο λόγος δεν είναι παραγωγή ενός υποκειμένου. "Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.", λέει ο Γιωργος Σεφέρης. Θα μπορούσαμε να πούμε πως κάθε φορά που μιλάμε είναι πολλοί άνθρωποι που μιλούν δια στόματός μας.
Στα ξενοδοχεία των κειμένων που φέρουν την υπογραφή μου (και πόσο προβληματική ακούγεται πλέον αυτή η διατύπωση!), κατά καιρούς φιλοξενήθηκαν και λόγια, που προσφέρθηκαν φιλόξενα, του Οδυσσέα Ελύτη. Κάποια από αυτά αναφέρονται εδώ και, για την παρούσα δημοσίευση, συζητούνται στο πλαίσιο που εκάστοτε παρατίθενται. (Πλάγιοι χαρακτήρες.)
🌟
(Δοκίμιο που αποπειράται να συζητήσει το χορικό από την Αντιγόνη του Σοφοκλέους ΕΡΩΣ ΑΝΙΚΑΤΕ ΜΑΧΑΝ με οδηγό αυτά που γνωρίζουμε για την αρχαία ελληνική μουσική.)
(σελ.59) Οι τεσσερεις πρωτοι στιχοι αρχιζουν με το ρυθμικο σχημα:
(Βραχείες συλλαβές υποδηλώνονται με όρθιους χαρακτήρες, μακρες συλλαβές με πλάγιους. Οι μακρές έχουν χρονική αξία διπλάσια των βραχειών.)
Η κλήση του έρωτα, η ηχώ της, η οποία καταλαγιάζει στις μαλακές παρειές της νεάνιδας, διαγράφει σε κάθε στίχο μια πορεία, ο βηματισμός της οποίας αρχίζει με τον ρυθμό:
λα λα-α λα
λα λα-α λα
Κάθε φορά η πρώτη συλλαβή στο ξεκίνημα, καθότι βραχεία, εκτελείται με ένα ελαφρό φευγαλέο άγγιγμα του ποδιού στο έδαφος [Άρσις]:
Είναι σαν προετοιμασία, σαν η αιδήμων φορά για το πρώτο κύριο βήμα. Κάτι παρόμοιο γνωρίζουμε από τα σημερινά τραγούδια, που κατά κανόνα ξεκινούν με "άρση", δηλαδή με το τελευταίο, άτονο μέρος του μουσικού μέτρου, όπως το Στην βρύση την βουνίσια στην μελοποίηση του Schubert.
Το πρώτο βαρύ βήμα [Θέσις], με το οποίο το χορικό εισέρχεται αποφασιστικά πλέον στον λόγο του, γίνεται με την εκάστοτε επομένη μακρά συλλαβή η οποία διαγράφει την τροχιά της εντός των ορίων της προηγούμενης και της επόμενης βραχείας συλλαβής. Μάλιστα στους δύο πρώτους στίχους η πορεία αυτού του βήματος αρχίζει από, και έτσι καθιστά εναργές, κυριολεκτικά, το Ρω του έρωτα:
Στην ομώνυμη ενότητα από την συλλογή ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ο Ελύτης γράφει:
Διαβάζω μέσα στο νερό
το άλφα το βήτα και το ρω
Διαβάζει. Αυτό το διάβασμα δεν έχει καμιά σκοπιμότητα, δεν παραπέμπει πουθενά, δεν έχει καμιά σημασία. Είναι μια καθαρή πράξη ονομασίας. Το "ρω" του έρωτα δεν μας λέει για τον έρωτα τίποτα. Τονίζει το όνομά του, και μάλιστα την κυρίαρχη συλλαβή του, το ΡΩ. Μόνον αυτό. Έτσι δεν μας επιτρέπει να ακούσουμε τον έρωτα ως συναίσθημα, ευτυχία, βάσανο κλπ. Δεν μας επιτρέπει να τον σύρουμε στην αναφορά προς το Εγώ που συναισθάνεται, που ευτυχεί, που βασανίζεται. Δεν μας επιτρέπει να τον ευτελίσουμε καθιστώντας τον παράμετρο στην οικονομία του Εγώ. Ο έρωτας απλά ονομάζεται. Ελεύθερος, σαν το ευγενές μέταλλο που δεν υπεισέρχεται σε χημικές ενώσεις με άλλα, αναλάμπει ο ίδιος.
Σε μια θεραπευτική συνάντηση μια γυναίκα είπε:
- Ακούμπησε τα χέρια του στην πλάτη μου, και μιλάγανε Μιλάγανε
Έτσι, και μ' έναν τέτοιο τρόπο, ονομάζονται τα πράγματα.
🌟
(σελ. 103 κ.ε.) Οι Αρχαίοι είχαν την μεγαλοψυχία να δέχονται τα αντιθετικά, να τα δέχονται όλα. Σήμερα υπάρχουν επίσης μερικοί που μπορούν να το λέγουν. Οδυσσέας Ελύτης:
Αυτός αυτός ο κόσμος * ο ίδιος κόσμος είναι
της άμπωτης και του οργασμού * των τύψεων και της νέφωσης
Στο σχετικό σημείο του ποιήματος ο στίχος "Αυτός αυτός ο κόσμος * ο ίδιος κόσμος είναι" επαναλαμβάνεται τονίζοντας εμφατικά την συγκατοίκηση των αντιθέτων στον ίδιο, στον αυτό κόσμο. Το προηγούμενο εδάφιο μας υποδηλώνει το πώς εννοεί ο ποιητής αυτήν την συγκατοίκηση:
Καταπρόσωπό μου εχλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρείς:
ιδέστε, είπαν, ο αφελής περιηγητής του αιώνος!
Ο αναίσθητος
που όταν όλοι εμείς θρηνούμε αυτός αγαλλιά
και όταν όλοι πάλι αγαλλιούμε
αυτός αναίτια σκυθρωπάζει.
Στις κραυγές μας μπροστά προσπερνά και αδιαφορεί
και τα σ' εμάς αόρατα
με τ' αυτί στην πέτρα
σοβαρός και μόνος προσέχει.
Ο χωρίς φίλον κανένα
μήτε οπαδό
που εμπιστεύεται μόνον το σώμα του
Οι "νέοι Αλεξανδρείς", οι σημερινοί διανοούμενοι, τον χλευάζουν γιατί είναι αφελής. "Αφελής" θα πει: δεν σκέφτεται. Σκέφτομαι θα πει κρίνω, συγκρίνω, ταξινομώ. Η σκέψη, η γνώση κατοικεί εξ ορισμού έναν κόσμο κομματιασμένο. Ο αφελής δεν σκέφτεται. "Εμπιστεύεται το σώμα του". Στον "Μικρό Ναυτίλο" γράφει:
Το σώμα ξέρει.
Το σώμα ξέρει, όχι γνώσεις αλλά ζώντας, ζώντας την αρχαϊκή του ενότητα με τον κόσμο, με την γη και με το χώμα:
Βαθιά στο χώμα
και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω ποιος είμαι
Το σώμα ξέρει και μιαν άλλη διανθρώπινη διάσταση:
τη μυστική συνεννόηση των σωμάτων μας
Γι' αυτό και στην ψυχανάλυση μια έκλαμψη, ένα άνοιγμα συμβαίνει πάντα σαν λυτρωτικός σεισμός του σώματος:
- ""Αυτό που μου "αρέσει" ... Δεν ξέρετε πώς αντηχεί η λέξη στο σώμα μου ... Πηγαίνει μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών μου ... Ένιωθα ότι δεν είχα δικαίωμα ...
*Αυτό το σώμα λοιπόν βλέπει, ακούει, δονείται με ο,τι οι άλλοι αντιλαμβάνονται μονόπλευρα και μεμονωμένα. Αντιλαμβάνεται στον θρήνο την αγαλλίαση, στην αγαλλίαση το σκυθρώπιασμα, στις κραυγές την σιωπή, στα αόρατα τις σιγαλινές φωνές.
Βέβαια ο Ελύτης δεν παίρνει υπόψη ότι ο χωρισμός, ο κατακερματισμός του κόσμου εισβάλλει και στο σώμα: άνθρωποι που ζουν με το κεφάλι, με την καρδιά, άνθρωποι χωρίς φύλο, ή μόνο με γεννητικά όργανα κλπ. Και, σήμερα, ο κυρίαρχος πλέον εκφυλισμός του σώματος σε έκθεμα.
Ο Freud πρόσεξε την αρχαϊκή συγγένεια των αντιθέτων. Εκεί που π.χ. μια γυναίκα φροντίζει με επιμέλεια να κρύψει τον αστράγαλό της, διαβλέπει την επιδειξιομανία. Και εκεί που εκφράζεται ο φόβος για τον θάνατο ενός κοντινού προσώπου, διαπιστώνει την επιθυμία για τον θάνατό του. Όμως, πιασμένος στο δίχτυ της γνώσης, τα παραπέμπει σε ένα υποθετικό ασυνείδητο. Του λείπει το σωματικό αισθητήριο για το "αόρατο" και τα σημάδια του, όπου ο "αφελής" στην ντροπή δονείται από την ξεδιαντροπιά, στον φόβο του θανάτου από το ζωογόνο της αρνητικότητας και του πόνου.
🌟
(σελ. 125) Το βλέμμα των εραστών δεν είναι το μόνο το οποίο δεν σταματά στην μορφή. Σε καλές ώρες λέγονται πράγματα όπως οι στίχοι του Ελύτη που ο Σεφέρης παραθέτει σε "Σημειώσεις για μια ομιλία για παιδιά":
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή
Και διόλου μόνο στην ποίηση και στα έργα τέχνης γενικότερα. Τέτοιες ώρες είναι κι αυτές των ονείρων, της παραφροσύνης Αλλά και στην θεραπευτική συνομιλία, όταν κανείς αφήνεται, μιλά με τέτοιον τρόπο, κι όταν συνέρχεται μπορεί ν’ απορήσει και να πει 'Μα τι λέω;'
Οι στίχοι του Ελύτη δεν έχουν καμιά λογική (αιτιολογική, αναφορική, χρονική) σύνδεση, Αυτός ο τρόπος του λόγου, σε αντίθεση με την "σύνδεση", αποκαλείται "παράταξη". Τρεις παρατηρήσεις αναφορικά με την σημασία του παρατακτικού στην ψυχανάλυση:
1. Ο συνομιλητής μου δεν υπάρχει σε τρίτο πρόσωπο, ως "αυτός / αυτή". Εξαρχής και μέχρι τέλους είναι για μένα ένα επερωτήσιμο, όπως εγώ είμαι γι' αυτόν ένα μιλητό Εσύ, είτε μιλάμε είτε σωπαίνουμε. Εκεί τον περιμένω, στον τόπο των δεύτερων προσώπων των στραμμένων το ένα προς το άλλο. Κατά κει τον καθοδηγώ με την τέχνη μου. Τον προσκαλώ να μάθει τρόπον τινά μια ξένη γλώσσα, την γλώσσα μιας άλλου είδους συνομιλίας. Η αρμονία (συνάρμοση) αυτής της γλώσσας είναι αφανής: Δεν συνδέει και δεν συσχετίζει. Δεν νοιάζεται για το "γιατί" και το "πώς". Αφήνει τα πράγματα "ενόσω στέκουν" να προβάλλουν "γειτονικά / και συνάμα / μεταξύ τους άγνωρα" (Hölderlin).
Αυτήν την καθαρή γειτνίαση θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε, αν δεν ακούσουμε τη λέξη μόνο με τη στενή γραμματική έννοια, "παράταξη".
2, 'Όπως είναι γνωστό, ο βασικός κανόνας της ψυχανάλυσης λέγεται και "μέθοδος του ελεύθερου συνειρμού". Ο αναλυόμενος, γράφει ο Freud,
δεν πρέπει να μας ανακοινώνει μόνο αυτά που λέει σκόπιμα και πρόθυμα [...] αλλά και ό,τι άλλο του παρέχει η αυτοπαρατήρηση του, ό,τι του έρχεται στον νου, ακόμη και αν του είναι δυσάρεστο να το πει, ακόμη και αν του φαίνεται ασήμαντο ή ακόμα κι ανόητο.
Βέβαια ο Freud μιλάει για "μέθοδο", και αυτή έχει το στοιχείο της "επιδίωξης" [...]. Δεν θα επεκταθώ εδώ. Θα τονίσω μόνο ότι [...] το κάλεσμα για "ελεύθερους συνειρμούς" μπορεί να είναι κάλεσμα σ' αυτήν την φιλικότητα που διακρίνει την ανοικτοτητα στην οποία όλα τα ετερόκλητα που αφορούν κάποιον συνυπάρχουν ελεύθερα [παράταξη!]. Και αυτή η φίλια, ελεύθερη συνύπαρξη, στον βαθμό που κανείς θα εξοικειωθεί, θα εγκλιματιστεί σ' αυτήν, είναι και ιαματικό.
3, Όσα λοιπόν ενδεικτικά ειπώθηκαν για τον παρατακτικό λόγο έχουν νόημα μόνο στο βαθμό που με τον καιρό θ' αφομοιωθούν από τον θεραπευτή, θα τον διαμορφώσουν ως άνθρωπο, στην δουλειά και στην σχόλη, στον ξύπνο του και στον ύπνο του.
Προς τούτο δεν χρειάζεται η εκμάθηση από κάτι καινούριο. Το παρατακτικό είναι το πρώτο. Είναι ο τρόπος με τον οποίο καταρχήν είμαστε. Συνήθως το λησμονούμε. Αυτό που χρειάζεται είναι το καθαρό βλέμμα για το πώς συμβαίνουν τα λόγια μας και τα έργα μας. Το μόνο που χρειάζεται να μάθει κανείς είναι να τα προσέχει περισσότερο.
Προσέχω θα πει ακούω. Και πιο πριν: αφουγκράζομαι. Τελειώνοντας θα επανέλθουμε στη γυναίκα και θα επιχειρήσω να σας περιγράψω τον τρόπο που την ακούω, για να δείτε αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ''παρατακτικό άκουσμα'', στο σημείο που μπόρεσα να το φτάσω εγώ.
Τι θα πει εδώ ακούω τη γυναίκα, θα σας το διευκρινίσω αναφέροντας τρόπους με τους οποίους την παρακούμε.
Την παρακούω όταν παραφράζω τα λεγόμενα της. Έτσι, π.χ., μου λέει ''Φταίω για όλα'' κι εγώ ακούω ''Κατάθλιψη''. Μου λέει ''Είμαι υπεύθυνη για όλα'' κι εγώ, π.χ., ακούω ''Υπερτροφικό υπερεγώ''.
[...]
Όμως αυτό που χρειάζεται ακόμα να ειπωθεί είναι η διάθεση στην οποία το ''δίχως γιατί'' εκπροσωπείται από τον θεραπευτή και μεταδίδεται στον συνομιλητή του. Στην αρχαία μας γλώσσα ο χρόνος μιας ζωής καλείται ''αιών''. Γι' αυτόν γραφεί ο Ηράκλειτος: ''αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων· παιδὸς ἡ βασιληίη''. Ο χρόνος μιας ζωής είναι ένα παιδί που παίζει. Η βασιλεία είναι ενός παιδιού. Αυτό το παιχνίδι δεν το παίζουμε. Είμαστε. Είτε το ξέρουμε είτε όχι, είτε το ενστερνιζόμαστε είτε όχι. Είμαστε παίκτες και παιχνίδι μαζί, ανάλαφρο και συνάμα δεσμευτικό, οδυνηρό και συνάμα χαρούμενο.
🌟
(σελ. 138) Ο έρωτας είναι πραγματικότητα όταν καλείται. Καλείται. Ας το ακούσουμε κυριολεκτικά, στην ενότητα των για μας δύο σημασιών του. Τότε και μόνον τότε είναι που ο ερώμενος βρίσκει τον εαυτό του, χάνει τον εαυτό του, γίνεται το σήμα που είναι.
Η πράξη της ονομασίας, γράφει ο Γεωργιάδης,
είναι η πρώτη αρχή του ανθρώπου· και έτσι η πρώτη αρχή για κάθε τι άλλο όπου ο άνθρωπος καταδεικνύεται ως άνθρωπος.
[...]
Η πράξη της ονομασίας δεν είναι η απλή παράθεση ενός ονόματος. Υποψιαζόμαστε το κύρος της σε μια φράση του Οδυσσέα Ελύτη από το ποίημα "Θάνατος και Ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου":
Πρόσεχε να προφέρει καθαρά τη λέξη θάλασσα έτσι που να γυαλίσουν μέσα της όλα τα δελφίνια (...)
Πόσες φορές δεν λέμε την λέξη θάλασσα. Και πόσο σπάνια προφέρεται με προσοχή, έτσι που ν’ αφήνει να γυαλίζει, να λάμπει ο κόσμος που συλ-λέγεται στην λέξη της.
Κάποτε, σε ευτυχείς ώρες, μπορεί και η λέξη έρωτας να προφέρεται καθαρά. Τότε όλα, ακόμη και τα γειά σου, τα καλημέρα, τα καληνύχτα, λέγονται και εννοούνται, το "ἐρωτικόν ὄμμα" [η όψη του ερώμενου] προβάλλει στην εναργεια που του πρέπει.
Όμως τι θα πει 'ονομάζω'; Ας φανταστούμε ότι κάποιος έρχεται και μου λέει: - Η γυναίκα μου με απατά! Το λέει μέσα σε λυγμούς και κραυγές, σε σύγχυση, μπορεί να κάνει πράγματα όπως να μεθύσει, να την δείρει, να φύγει απ' το σπίτι του, ή να τη διώξει κτλ. Κι ας υποθέσουμε ότι μου λέει ακόμα: - Τα 'χω χαμένα! Τι μου συμβαίνει; Κι εγώ του απαντάω: - Πονάς!
Πώς γνωρίζω ότι ο άνθρωπος πονάει; Η θεωρία λέει: με την "ενσυναίσθηση", το "empathy": Ταυτίζομαι μαζί του, μπαίνω στη θέση του και νιώθω τον πόνο που ασυνείδητα νιώθει. Η θεωρία της ενσυναίσθησης λέει λοιπόν ότι τον πόνο του τον συμπεραίνω μέσα από την διαδικασία της ενσυναίσθησης.
Όμως αν προσέξω θα δω ότι τα πράγματα δεν συμβαίνουν έτσι. Τον πόνο του δεν τον συμπεραίνω. Τον βλέπω ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του, στα λόγια του, στην φωνή, στο ύφος και στον τόνο και στους χρωματισμούς της. Και τι κάνω όταν του λέω "Πονάς!"; Απάντηση: Του μαθαίνω μια λέξη!
Είναι ένα από τα θαύματα της θεραπευτικής συνομιλίας ότι λέξεις χιλιοειπωμένες μπορούν κάποτε να λέγονται σαν να 'ταν η πρώτη φορά, σαν κανείς να τις έλεγε μέχρι τώρα δίχως να ξέρει τι λέει. Ο άνθρωπος μαθαίνει την λέξη "Πονάω!".
🌟
(σελ. 84) "Πνέω", στην αρχαία μας γλώσσα, θα πει ΨΥΧΩ. Η πνοή, την οποία ο άνθρωπος ανα-πνέει, η πνοή που του χαρίζει την φωνή, του χαρίζει το σώμα του και τον λόγο του, λέγεται ΨΥΧΗ.
(σελ. 88) Είναι η πνοή της ψυχής που τελικά διασπά κάθε από τον άνθρωπο νομιζόμενο πέρας, κάθε καταφύγιο και κάθε φυλακή και τον εξαποστέλλει στο ά-πειρο. Ο άνθρωπος είναι εκτεθειμένος στα πάντα. Μ' αυτήν την έννοια μπορούμε να ακούσουμε τον ορισμό του Αριστοτέλη "ἡ ψυχὴ τὰ ὄντα πώς ἐστι πάντα". Η πνοή των ανέμων πνέει σε όλη της την πληρότητα σε μέρη για τον άνθρωπο αφιλόξενα: στις κορφές των βουνών, μεσοπέλαγα. Είναι μέρη "κατά πάντ' άστη", δηλαδή μακριά από το οικείο και σύνηθες, ακούει ο Παρμενίδης μια θεά να του λέει.
Σ' αυτά τα μέρη, γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης,
θέλει να τρως το ψαροκόκαλο και να πετάς το ψάρι.
Και βέβαια μην ξεχνάμε πως αυτές οι κορυφές και αυτό το μέσον του πελάγους δεν είναι πέρα μακριά αλλά, με ένα λόγο του Γιώργου Σεφέρη, "παντού μαζί μας". Παρ' όλ' αυτά, ίσως ακριβώς γι' αυτό, η ψυχή είναι "ένα ξένο επί γης", λέει ένας στίχος του αυστριακού ποιητή Georg Trakl.
Το ψαροκόκαλο είναι ακριβώς εκείνο το μέρος από το ψάρι που δεν αφομοιώνεται από το ανθρώπινο σώμα. Είναι ξένο προς το ανθρώπινο σώμα. Αν φαγωθεί, ανοίγει πληγές, σπάει το συμπαγές του σώματος, διαρρηγνύει τα όριά του. Αν η ψυχή είναι ένα όνομα για τα πάντα, και αν η ψυχή σημαίνει την ανάσα, τότε εισπνέονται, προσλαμβάνονται τόσο ψάρια όσο και ψαροκόκαλα. Ο κυρίαρχος σήμερα ναρκισσιστικός άνθρωπος είναι μικρόψυχος: έχει μάτια μόνο για το ψάρι, μόνο για το αφομοιώσιμο. Έτσι βλέπει παντού και επιβεβαιώνει μόνο τον εαυτό του. Κι έτσι συνθλίβεται κάτω από το βάρος του υπερτροφικού εαυτού του, της υπαρξιακής του παχυσαρκίας. Το ψαροκόκαλο διανοίγει το ναρκισσιστικό κουκούλι. Δρα αναζωογονητικά. Η ψυχή είναι τα πάντα, ψάρι και ψαροκόκαλο Όποιος δεν τα παίρνει όλα, προδίδει την ψυχή του.
🌟
(σελ. 96) Αυτά τα οποία επιχείρησα να πω σχετικά μ' έναν ελληνικό δρόμο της ψυχανάλυσης, θα δοκίμαζα να τα κλείσω με δύο ρήσεις, όχι ψυχαναλυτών αλλά ποιητών, δύο Ελλήνων ποιητών, οι οποίες, από την πλευρά της η κάθε μια, μιλάνε για το πνεύμα το οποίο συνοδεύει μια τέτοια προσπάθεια, προσπάθεια μιας ελληνικής εννόησης της ψυχανάλυσης,.
Ο Οδυσσέας Ελύτης, στο ποίημα "Villa Natacha", έχει στο τέλος ένα μικρό πεζό κείμενο:
Με σοφία και θάρρος [...] Να πατήσουμε πάνω στην Ψυχολογία, στην Πολιτική, στην Κοινωνιολογία ηλιοκαμμένοι μ' ένα σκέτο άσπρο πουκάμισο.
Ποιος είναι ο "ηλιοκαμμένος μ' ένα σκέτο άσπρο πουκάμισο"; Αυτός που προσφωνείται λίγο αργότερα:
Σ' ένα, έστω, λουλούδι αντίκρυ αν ήξερες
Να πολιτεύεσαι
Σωστά, θα τα 'χες όλα.
Σ' ένα λουλούδι αντίκρυ, ηλιοκαμμένος μ' ένα σκέτο άσπρο πουκάμισο, θα πει: χωρίς την διαμεσολάβηση των επιστημών, με ένα καθαρό βλέμμα που δεν επιζητεί να συλλάβει το λουλούδι και να το σφετεριστεί για δική του υπόθεση, π.χ. ως αισθητικό αντικείμενο, ως εμπορικό είδος. Τότε και μόνον τότε αρχίζεις να συνομιλείς με το λουλούδι. Τότε και μόνον τότε προβάλλει το λουλούδι σε όλη την λάμψη του.
Ένα τέτοιο "αντίκρυ" είναι κι αυτό που θα χαρίσει στην θεραπευτική συνάντηση τις ευτυχείς της ώρες. Είναι ώρες, έτσι τελειώνει το "Villa Natacha", όπου
[...] σαν από έφοδο, μια σκέψη
Εκεί που για τ' άλλου τραβούσαμε αναπάντεχα μας κυριεύει.
🌟
Όταν ο ποιητής μαθαίνει στον ψυχαναλυτή την αγάπη
(σελ. 166) Ο λόγος για την αγάπη είναι δυνατός "σε μια στιγμή μεγάλης ευδαιμονίας". Το δυνητικό άκουσμα του από εμάς υπακούει στον ίδιο νόμο. Αφορά εμένα που σας μιλώ, αφορά εσάς που μ' ακούτε. Τόσο ευαίσθητα κι ευπαθή είναι αυτά τα πράγματα, τόσο επαφημένα στην ώρα που τα φέρνει ή που τα αποκλείει.
Το ίδιο ισχύει για την ψυχαναλυτική συνομιλία. Μόνο που το γνωστό μας "timing" υποβάλλει την πλάνη πως εμείς διαχειριζόμαστε τον χρόνο. Και ένα από τα σημαντικότερα που μαθαίνει όποιος περάσει από την ψυχανάλυση είναι ακριβώς να αρμόζεται στα μέτρα του χρόνου, στο τώρα και στο όχι πια και στο όχι ακόμα, στο ήδη από πάντα και στο ποτέ. Όμως εδώ δεν μπορούμε να επεκταθούμε περισσότερο. Ας αρκεστούμε στην αναγνώριση πως το μέλημα μου και το άκουσμα σας, δηλαδή η ανταπόκριση μας στον ποιητικό λόγο της αγάπης, κρίνεται από πράγματα που μας ξεπερνούν, που, καθώς γράφει κάπου ο Ελύτης, έρχονται απ' αλλού
Στο ίδιο ποίημα λέει ο Ελύτης:
ολομόναχος
κρέμομαι
από τους καιρούς του Ηράκλειτου
"ολομόναχος" θα πει εδώ: Δίχως τον λόγο κάποιου άλλου που θα λειτουργούσε ως οδηγός, δόγμα, αρχή. Δεν είναι καν ο Ηράκλειτος, αλλά οι "καιροί" του. Πάντως είναι ο Ηράκλειτος αυτός που μίλησε για το "απ' αλλού". Απόσπασμα 50:
ΟΥΚ ΕΜΟΥ ΑΛΛΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΑΚΟΥΣΑΝΤΑΣ ΟΜΟΛΟΓΕΙΝ ...
(σελ. 144) "Ο Τρελλός, ο Σοφός, ο Ποιητής"
Το κοινό τρελού, σοφού και ποιητή είναι πως τον πρώτο λόγο δεν τον έχουν αυτοί. Αυτοί ακούν. Ακούν και ανταποκρίνονται Με μια λέξη του Ηράκλειτου: "ομο-λογούν" τον λόγο που άκουσαν. O λόγος τους δεν αρχίζει λοιπόν απ' αυτούς και δεν είναι καταρχήν ανθρώπινη λειτουργία και δραστηριότητα Είναι ένας λόγος, με την έκφραση ενός άλλου ποιητή, "πέραν των ανθρώπων".
(σελ. 175) "Όταν ο ποιητής μαθαίνει στον ψυχαναλυτή την αγάπη"
Ένα ποίημα ομο-λογεί, για να μείνω σε λέξεις του Ηράκλειτου, ομο-λογεί το ποίημα, που είναι παντού, και που στον Ηράκλειτο ονομάζεται "λόγος".
Η σχέση λόγου και ομο-λογίας συνιστά όμως και τον ακρογωνιαίο λίθο της θεραπευτικής συνομιλίας. O νόμος της διέπει την ερμηνεία, εφόσον αυτή πραγματωθεί ως ομο-λογία του λόγου που κάθε φορά θέλει να έρθει σε λόγο.
🌟
Ψυχανάλυση και ψυχοθεραπεία στο ελληνικό φως
(σελ. 228) Και η ώρα της ύβρεως, όταν συμβαίνει η αφύπνιση στα σκοτάδια της, έχει κι αυτή κάτι γιορταστικό, είναι κι αυτή γιορτή -τραγική.
Ο Heidegger, από διαφορετική προσέγγιση, την ονομάζει "φωτεινή νύχτα". Αλλού την παρομοιάζει, παραστατικά μεν αλλά επιπόλαια καθόσον παραλείπεται ο αφορώμενος άνθρωπος, με το αρνητικό μιας φωτογραφίας.
Στη νεότερη ελληνική ποίηση, όσο γνωρίζω, έχει αποδοθεί εναργέστερα στο 2ο σχεδίασμα των "Ελεύθερων Πολιορκημένων" του Διονυσίου Σολωμού και στο "Θάνατος και Ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου" του Οδυσσέα Ελύτη.
Εδώ ο λόγος είναι για την καταστροφή, π.χ. την πτώση της Πόλης. Με ποιον τρόπο μπορούμε να μιλάμε για "τραγική γιορτή";
"Μεσημέρι από νύχτα" διαβάζουμε στον Ελύτη, σε μια απρόσμενη συγγένεια με την "φωτεινή νύχτα" του Heidegger.
Θεέ μου και τώρα τι
[...] τι
Που όλα του τα 'χαν πάρει
Του τα 'χαν πάρει όλα. Ολα. Του έμειναν
Μονάχα οι λέξεις
του οι πιστές που 'σμιγαν όλα τους τα χρώματα ν' αφήσουν μες στο
χέρι του μια λόγχη από άσπρο φως
Ακριβως εδω που έχει χάσει τα πάντα, αναλάμπουν οι λέξεις.
"Μεσημέρι από νύχτα - όλ' η ζωή μια λάμψη!"
Είναι τα τελευταία του λόγια. Όλο το ποίημα αναβλύζει από τις "πιστές" του "λέξεις" που ακριβώς εδώ, στον χαμό, αποκτούν φωνή, λέγουν και κάνουν την ζωή να αναλάμπει σε μια πρωτόγνωρη λάμψη.
Είναι νόμος, μια αναζωογονηση να συμβαίνει εκεί που χάνονται πράγματα και διαρρηγνύεται η συνέχεια του οικείου, του όμοιου. Η καταστροφή είναι κατα-στροφή, στροφή όπου διανοίγεται ένας νέος ορίζοντας. Έτσι τα "δεν μπορω άλλο", "δεν αντέχω άλλο", όταν εννοούνται πραγματικά, εισάγουν σε μια κρίση που είναι μεν τραγική, όμως στην τραγικότητά της είναι και διά-κριση, φέρνει σε κάτι νέο.
Στην κρίση ο θεραπευτής δεν χρειάζεται να πανικοβληθεί, δεν χρειάζεται να προσπαθήσει να την κουκουλώσει, αλλά να διακρίνει, πρόδρομα, αυτό που διανοίγεται στην στροφή της καταστροφής και, με την τέχνη του, να προϋπαντήσει τον συνομιλητή του εκεί.
Το ποίημα του Ελύτη θα μπορούσε να έχει σαν μόττο στίχους του Friedrich Hölderlin από το ποίημα "Patmos:
Όμως όπου είναι κίνδυνος,
Εκεί βλασταίνει και το σωτήριο
🌟
(σελ. 248) Ποτέ δεν μου στάθηκε δυνατό να πω πως όλα είναι καλά και εφησυχασμένος να ενταχθώ στην παραγωγική διαδικασία προσφέροντας υπηρεσίες ή διαχειριζόμενος προϊόντα. Χρειάζεται, ένιωθα, να σταματήσουμε και να διανοηθούμε πού πάμε.
Σε μια ταινία του Antognoni αναφέρεται η ιστορία μιας ομάδας αρχαιολόγων στο Μεξικό που πηγαίνουν στον τόπο των ερευνών τους. Κάποια στιγμή οι ιθαγενείς οδηγοί τους σταματούν. Όταν μετά από μέρες αποφασίζουν να συνεχίσουν, δίνουν και την εξήγηση: οι ψυχές τους είχαν μείνει πίσω κι έπρεπε να τις περιμένουν.
Λέει ο Σωκράτης στην Απολογία (38α): "ό δε ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω…".
Η ψυχανάλυση που "σπούδασα" απέκτησε στα μάτια μου το χαρακτήρα ενός τέτοιου σταματημού και μιας τέτοιας "εξέτασης". Αυτό που όρισε ο Freud ως "αρχή της αποχής", εννοημένο στα άκρα, κάνει τη θεραπευτική συνάντηση σταθμό στη δίνη της καθημερινής έγνοιας, σταθμό όπου παύουν τα πάντα, παύση όπου δεν επιζητείται τίποτα, δεν αναμένεται τίποτα, εκτός από την ψυχή που έμεινε πίσω. Την ψυχή, όχι το "ψυχικό όργανο" αλλά το (Ελύτης)
τετράφυλλο δάκρυ
το τετράφυλλο τριφύλλι της χαράς και το δάκρυ της λύπης, που ως τετράφυλλο δάκρυ είναι το αυτό. Τέτοιοι σταθμοί είναι που κάνουν τον βίο βιωτό, βιώσιμο.
Στο προηγούμενο εδάφιο του "Άξιον Εστί" λέει:
Ήρθαν
[...] τα θηρία!
Και τη σάρκα μου στα δύο μοιράζοντας
Εκεί που η σάρκα μοιράζεται στα δύο, σπάζει και ο κόσμος σε αντίθετα που αντιπαλεύουν το ένα το άλλο. Ο κόσμος γίνεται άγριος. Απέναντι στα "θηρία" στέκει ο "αθώος" (τον συναντήσαμε προηγουμένως ως τον "αφελή"). Σ' αυτόν η "θύρα της Παράδεισος" μιλά, και ο λόγος της ανάβει στην παλάμη του "το λύχνο του άστρου". Με τούτο βγαίνει στους ουρανούς
Στο αγιάζι των λειμώνων * στη μόνη ακτή του κόσμου
Εκεί αναζητά την ψυχή του, την χαμένη ανάμεσα στα "θηρία":
Που να βρω την ψυχή μου * το τετράφυλλο δάκρυ!
Χαμένη γιατί στον άγριο κόσμο, τον σμπαριαλιασμένο και καταφαγωμένο από τις αντιθέσεις, δεν έχει θέση. Και δεν έχει θέση διότι η ψυχή είναι "το τετράφυλλο δάκρυ" στο οποίο ευτυχία και πόνος, χαρά και λύπη ενοικούν φίλια μεταξύ τους. (Βλ. και παρακάτω)
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα λεγόμενα προβλήματα των ανθρώπων έγκεινται στην καθήλωση στις πολυποίκιλες αντιθέσεις όπου η μία πλευρά καταπολεμά την άλλη και στο τέλος αφήνει ως αποτέλεσμα ένα πλάσμα συρρικνωμένο, αγχωμένο, καταθλιπτικό, παραμορφωμένο. Αυτό το πλάσμα έχει χάσει την ψυχή του, αν ακούσουμε την "ψυχή" στο πνεύμα της ποίησης του Ελύτη. Τότε η ψυχοθεραπεία θα ήταν θεραπεία, δηλαδή, με την πρώτη έννοια της λέξης, υπηρεσία, θα υπηρετούσε την αναζήτηση της χαμένης ψυχής.
🌟
(σελ. 257) Το ίδιο α-νόητη είναι και η φράση "Ο άνθρωπος επιδιώκει το ευχάριστο κι αποφεύγει το δυσάρεστο". Μπορώ να επιδιώκω και ν' αποφεύγω ένα πράγμα, όμως, όπως κι ο πόνος, το ευχάριστο και το δυσάρεστο δεν είναι πράγματα. Και για όσους νομίζουν ότι μπορούν να διαχωρίζουν ευχάριστο και δυσάρεστο, να προτιμούν το ένα και ν' αποκρούουν το άλλο, μνημονεύω ένα δίστιχο του Hölderlin που επιγράφεται "Σοφοκλής": "Πολλοί δοκίμασαν μάταια το χαριέστατο χαρούμενα να το πουν. / Εδώ μου μιλά επιτέλους, εδώ, στο πένθος μου φανερώνεται".
Και ο Ελύτης στην "Ωδή στον Πικασσό":
χαρά και λύπη στο μέτωπο του ανθρώπου μοιάζουν
Ποιος είναι ο Πικασσό του Οδυσσέα Ελύτη; Σε ένα σημείο του ποιήματος λέγεται η λέξη
Αγερομπασιά
Πρέπει να είναι νεολογισμός του Ελύτη. Μπασιά, σύμφωνα με το λεξικό του Μπαμπινιώτη, είναι το σημείο εισόδου, π.χ. της εκκλησίας, του χωριού, ένας μικρός ή στενός δρόμος που χρησιμεύει ως πέρασμα, αλλά και η παλίρροια. "Αγερομπασιά" θα ήταν λοιπόν το σημείο απ' όπου μπαίνει, μπουκάρει αέρας σ' έναν κλειστό χώρο. Κλειστοί χώροι εγείρονται εκεί όπου το καθένα και ο καθένας οχυρώνονται στην ταυτότητά τους, οριοθετούνται, κι έτσι αντιμάχονται το ένα το άλλο, όπως χαρά και λύπη. Αυτό το σημείο, αυτή η μπασιά είναι ο Πικασσό:
Ολοένα χτίζουν μαύρες πέτρες γύρω μας - αλλά συ γελάς
Μαύρα τείχη γύρω μας - αλλά συ μεμιάς
Ανοίγεις πάνω τους μυριάδες πόρτες και παράθυρα
Η ατμόσφαιρα στην οποία ο Πικασσό συλλαμβάνει, δηλαδή αποδίδει τον κόσμο ειναι μια γιορτή μεθυστική, οργιαστική:
Παίρνεις περνάς αφήνεις ξαναπιάνεις
Λουλούδια ζώα φιλιά ευωδιές κοπριές κοτρόνια και διαμάντια
Για να τα εξισώσεις όλα μέσα στο άπειρο καθώς η ίδια η κίνηση της
γης που μας έφερε και που θα μας πάρει
Μιλάμε για μια τρέλα: δεν καταλαβαίνει τίποτα, δεν τον σταματά κανένα όριο, κανένας υπολογισμός, κανενας δισταγμός, κανένα φρένο που θα έβαζε η λογική, η ασφάλεια, ο φόβος εμπρός στο διάφορο, στο ξένο, στο άγνωστο. Μιλάμε για μια τρέλα ιαματική. Θυμάμαι την αίσθηση μετά από μια έκθεση έργων του Πικασσό στην Ζυρίχη: είχα βγει φρέσκος, ανανεωμένος, σαν μετά από ένα καθαρτήριο λουτρό σε κρύα ποταμίσια νερά. Τρέλα ιαματική διότι το έργο του δεν είναι αποτύπωση της υποκειμενικής ψυχολογικής του κατάστασης, δεν υπακούει σε κάποια σκοπιμότητα, κάποια τελεολογία. Γι' αυτό και μας αφορά:
Και ζωγραφίζεις για σένα και για μένα
Και ζωγραφίζεις για όλους τους συντρόφους μου
Και ζωγραφίζεις για όλα τα χρόνια που πέρασαν που περνούν και
που θα περάσουν.
Ανεμομπασιά… Ο ψυχαναλυτής μπορεί να είναι θεραπευτής, η συνάντηση με τον πελάτη του μπορεί να είναι ιαματική στον βαθμό που είναι, με την έννοια του Πικασσό στο ποίημα του Ελύτη, πιο τρελός απ' αυτόν: που δεν τρομάζει εμπρός σ' αυτά που τον τρομάζουν, τον αναστέλλουν, τον καθηλώνουν. Από μια άποψη τα βάσανα των ανθρώπων οφείλονται στον φόβο, στον τρόμο τους, στον πανικό τους μάλιστα εμπρός στην ελευθερία. Αυτός ο φόβος και τρόμος και πανικός είναι που τους κάνει να κλείνονται σε καταφύγια ενοχών, που κι αυτά με την σειρά τους γίνονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, φυλακές και μπουντρούμια. Η ψυχανάλυση, σ' αυτήν την οπτική, θα ήταν η εξοικείωση με τον ανοιχτό αέρα και η μετεγκατάσταση στην ευρυχωρία των τόπων του.
🌟
(σελ. 358) Θα τελειώσω με λόγια του Οδυσσέα Ελύτη για τον θάνατο του Ανδρέα Εμπειρίκου. Πριν πολλά χρόνια μου χάρισαν μια πρώτη αναλαμπή γι' αυτά που είχα σήμερα να σας πω:
Δεν ήταν θάνατος αυτός αλλά ένα φύσημα ελαφρύ, κι ύστερα τα πουλιά και το κελαηδητό τους - μια συνέχεια στην ποίηση κείνου που χανόταν εδώ για να ξαναβρεθεί κερδισμένος αλλού, για πάντοτε, μέσα στους γαλάζιους ατμούς τ' ουρανού και τις λευκές πέτρες.
Ο θάνατος ως όνομα για έναν άλλο τρόπο παρουσίας - αποπροσωποποιημένο. Παρουσίας λοιπόν του κόσμου, απελευθερωμένου από το βάρος του υποκειμένου που τον σφετερίζεται: "ένα φύσημα ελαφρύ, κι ύστερα τα πουλιά και το κελαηδητό τους". Εδώ μάλιστα είναι που τα πράγματα αποκτούν μια ιδιαίτερη ενάργεια. Στην παράγραφο που παρατέθηκε, λέει προηγουμένως:
ένα λουλούδι ξανατολμούσε ν' αρθρώσει το όνομά του
Διότι μόνο όταν το υποκείμενο υποχωρεί, όταν δεν σφετερίζεται τα πράγματα για δικές του υποθέσεις, προβάλλουν αυτά με όλη την χάρη τους. Όμως αυτό μπορεί να συμβαίνει ήδη εν ζωή. Είναι η έκφραση της θνητότητάς μας. Μόνο στον βαθμό που υποχωρούμε, αυτοπαθώς, εμπρός στο Άλλο, μπορεί αυτό να μιλήσει, μπορεί να ακουστεί. Τούτο θα μπορούσε να είναι οδηγός για την στάση του ψυχαναλυτή - που δεν θα ήταν καν "στάση" αλλά από-σταση, φίλια μετέχουσα απόσταση.
🌟
Η στους Νεότερους Χρόνους συντελεσθείσα απομάκρυνση του θείου ακόμη και στην τελευταία, στην χριστιανική του έκφανση, αφήνει τους ανθρώπους με την αποστολή να αναλάβουν πλέον οι ίδιοι ό,τι τους αφορά - να δώσουν οι ίδιοι, και εξ ιδίων, υπόσταση στην πραγματικότητα τους. Τώρα η κοινότητα των ανθρώπων, η κοινωνία τους, καθίσταται το κατεξοχήν θέμα, το υποκείμενο πάντων. Ο πλατωνιστικός-χριστιανικός διχασμός του κόσμου μετατρέπεται σε διχασμό μεταξύ των ανθρώπων, και οι δυνατότητες της άρσης του συνιστούν το φιλοσοφικό-ψυχολογικό πρόβλημα της δι-υποκειμενικότητας.
Ο άνθρωπος, που καλείται να χειριστεί τα πάντα ο ίδιος, και να διαχειριστεί τη ζωή του, πρέπει να αναλάβει και τις σχέσεις του. Όλα συμβαίνουν πλέον στην περιοχή των δια-προσωπικών, δια-ταξικών, δι-εθνών σχέσεων, καθώς ο άνθρωπος τα περιμένει όλα από τον άνθρωπο.
Σε αυτό το παιχνίδι διχασμού, ένδειας και πληρότητας, που δεν έχει τέλος, η κατάληξη εκεί όπου στον άνθρωπο δεν απομένει πάρα ο άνθρωπος, είναι το απαρχίζον τέλος στην ιστορία της κατοίκησης του δυτικού ανθρώπου στον κόσμο. Οι διαπροσωπικές σχέσεις του, για να μείνουμε σε αυτές, ανήκουν στο τέλος μιας εποχής η οποία έχει εξαντλήσει τις προοπτικές που της δόθηκαν, και διαμορφώνουν αυτό το τέλος. Η κοινωνία των ανθρώπων μοιάζει να συντηρείται από την επι-κοινωνία τους, τους "διαύλους επικοινωνίας" τους, τα channels of communication. Και εάν καμμιά φορά υποψιαστούν κάτι να συμβαίνει μεταξύ τους που δεν ελέγχουν απόλυτα, τότε κάνουν λόγο για "χημεία".
Σε αυτήν την κακομοιριά λοιπόν τελειώνουν όλα; Και εάν όντως πρόκειται για κακή μοίρα, υπάρχει άραγε κάποια άλλη που να περιμένει τους ανθρώπους να ανοίξουν για αυτήν, ώστε να μπορέσουν να την δεχτούν; Και που άραγε να υπάρχουν τα μηνύματα της;
ψηλά
μαίνονται τα μηνύματα
τι να το κάνεις
δε νογά κανείς
μένουμε σαν ασυρματοφόρα
παρατημένα μες στην έρημο και αχρηστευμένα εδώ κι αιώνες
απελπιστικά παλεύοντας τα κύματα
να βρούνε δέκτη
δέσμες ήχων μουσικής
ηλεκτρονικής
που τους λύθηκε η πόρπη
και πέφτουν μ' άλλους διάττοντες
βαθιά μέσα στη νύχτα κει που μόλις
η καμπύλη της γης διακρίνεται.
Ο Οδυσσέας Ελύτης είναι ένας από αυτούς που το εμπειρώνται, και μας το λέγουν - "ψηλά / μαίνονται τα μηνύματα". Όμως, εάν και "ψηλά", δεν μένουν τελείως απρόσιτα. "Πέφτουν", σαν "διάττοντες", στο πιο μακρινό σημείο της γης. Έρχεται άραγε καμμιά είδηση από εκείνα τα μέρη; Η μήπως είναι όλα τόσο συγκεχυμένα που απλώς παραδέρνουμε, πέφτοντας από τη μια πλάνη στην άλλη;
🌟
Οι άνθρωποι του ξενοδοχείου που, με την εγκάρδια ανοιχτότητα τους σ' αυτήν την σύντομη και φευγαλέα συνάντηση, άφησαν να ξεδιπλωθούν εμπρός στα ματιά μας ζωές γεμάτες από τις χαρές και τα χτυπήματα της τύχης που τις χάραξε όπως το κύμα τους μεγάλους λευκούς βράχους, ζωές κομμένες και ζυμωμένες από το χώμα και τον αέρα και τη μοίρα της Κύπρου.
Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας! (Οδυσσέας Ελύτης,
Άξιον Εστί)
🌟
Κατόπιν συζητήθηκε η δυνατότητα μιας "απο-γεγονοποίησης" με βάση παραδείγματα από τον χώρο της τέχνης (ζωγραφική: Rauschenberg, Picasso, μουσική: Killmayer, ποίηση: Καβάφης, αρχαίοι: παρατακτικότητα κ.α.). Τέθηκε το ερώτημα και το ενδεχόμενο μιας ψυχοθεραπείας που βλέπει το ιαματικό ακριβώς στην απο-γεγονοποίηση προβλημάτων και συμπτωμάτων, στην αποδέσμευση από τη γείωση στη γεγονότητα, π.χ. από την αγκύρωση στα γρανάζια επιθυμίας και ματαίωσης, πόνου και ηδονής, εγώ και μη εγώ κλπ.
Μια εικόνα του πνεύματος αυτής της ίασης δίνεται από στίχους του Οδυσσέα Ελύτη:
Λέω: κι αυτό θα 'ρθει. Και τ' άλλο θα περάσει.
Πολύ δε θέλει ο κόσμος. Ένα κάτι
Ελάχιστο. Σαν τη στραβοτιμονιά πριν από το δυστύχημα
Όμως
Ακριβώς
Προς
Την αντίθετη κατεύθυνση.
Η κρίσιμη λέξη εδώ είναι η "στραβοτιμονιά": Εκείνη η ανεπαίσθητη κίνηση, που απορείς πώς την έκανες, γιατί εκείνη την στιγμή δεν ήσουν ακριβώς εσύ, και που μπορεί να οδηγήσει είτε στο ατύχημα, ή, είτε εκεί όπου
θα
Πρέπει και ο θάνατος να θανατώνεται και η φθορά
Να φθείρεται και το μικρό
Τριανταφυλλί που κάποτε
Στην παλάμη σου κράτησες, βότσαλο και αυτό
Κάπου, χιλιετηρίδες μακριά, ν' ανασυντίθεται.
Η ίαση. Όπως "η κακιά η ώρα", συμβαίνει κάποτε και η καλή ώρα:
Λέω: ναι, πρέπει να έχουν φτάσει
Ο πόλεμος στο τέρμα του, και ο Τύραννος στην πτώση του
Και ο φόβος του έρωτα μπρος στη γυμνή γυναίκα.
Ξυπνάς ένα πρωί και τα πράγματα είναι αλλιώς, τόσο αλλιώς που σου φαίνονται φυσικά,και τα παλιά βάσανα είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ, ή να συνέβησαν μια φορά κι έναν καιρό.
🌟
(Από την απάντηση στην πρόσκληση του τότε προέδρου της Διεθνούς Εταιρείας Υπαρξιακής Ανάλυσης να τον διαδεχτώ.)
Καθώς διάβαζα το mail σου, μου ήρθαν στον νου λίγοι στίχοι ενός έλληνα ποιητή:
Λέω: κι αυτό θα 'ρθει. Και τ' άλλο θα περάσει.
Πολύ δε θέλει ο κόσμος. Ένα κάτι
Ελάχιστο. Σαν τη στραβοτιμονιά πριν από το δυστύχημα
Όμως
Ακριβώς
Προς
Την αντίθετη κατεύθυνση.
Ανέφερα αυτούς τους στίχους ως motto για το εργαστήριο σε μια ημερίδα της Εταιρείας μας στην Αθήνα. Ήθελα να υποδηλώσω με ποιον τρόπο (η λέξη και με τη μουσική της σημασία) στην ψυχοθεραπεία, και βέβαια στην ζωή μας γενικά, τα πράγματα κάποτε παίρνουν έναν άλλο δρόμο.
Αντιλαμβάνομαι την αποδοχή της πρότασης σου σαν ένα είδος στραβοτιμονιά Αν οδηγήσει σε ατύχημα, η "στην αντίθετη κατεύθυνση", δεν μπορώ να το πω. Θα δείξει.
Κατά πόσο έχουν οι αποφάσεις μας χαρακτήρα στραβοτιμονιάς; Καθόσον δεν γνωρίζουμε ποτέ την έκβαση. Η οποία είναι πάντα διαφορετική από αυτό που περιμένουμε. Προχωρούμε στα τυφλά. Και μόνο στην υστερότερη ερμηνεία των γεγονότων παρασταίνουμε τα πράγματα σύμφωνα με το παραμύθι ότι ακολούθησαν δήθεν έναν δικό μας σχεδιασμό, ή ότι εμείς κάναμε κάποιο λάθος, και, αν δεν το κάναμε, η εξέλιξη θα ήταν διαφορετική.
🌟
Ο Αριστοτέλης γράφει πως είναι αμορφωσιά να μη γνωρίζεις για ποια πράγματα χρειάζεται απόδειξη και για ποια όχι. Χρειάζεται μια μόρφωση για την παραίτηση από την εμμονή στο βιβλίο της γνώσης. Χρειάζεται δηλαδή μια μεγαλύτερη ελευθερία στην σχέση μας με την γνώση. Αυτή η ελευθερία είναι δυνατή μόνο μέσα σε έναν κόσμο που είναι φιλόξενος, που είναι πρόθυμος για το ξένο, έναν κόσμο όπου η διαφορά δικού και ξένου δεν είναι τόσο άτεγκτη, τόσο απολυτή. Τότε το κάστρο της γνώσης θα ήταν άνευ αντικειμένου, καθώς το κάθε τι θα έβρισκε εμπρός του ανοιχτές πόρτες και παράθυρα.
Τότε όλα θα μπορούσαν να είναι εδώ, φίλια μεταξύ τους, π.χ., όπως λέει ο Διονύσης Σαββόπουλος σ' εάν παλιό τραγούδι, "ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά, ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη κι η παρθένα με τον σατανά".
Η πάλι, ο Οδυσσέας Ελύτης στην Ωδή στον Picasso:
Ολοένα χτίζουν μαύρες πέτρες γύρω μας - αλλά συ γελάς
Μαύρα τείχη γύρω μας - αλλά συ μεμιάς
Ανοίγεις πάνω τους μυριάδες πόρτες και παράθυρα
[...]
Έτσι που να μη μάχεται πια κανένα το άλλο
Έτσι που να μη μάχεται πια κανείς τον άλλον
Να μην υπάρχει εχτρός
Πλάι πλάι να βαδίζουνε το αρνί με το λεοντάρι
Η, ένα χαϊκού του Bashô: "Κοιμόμασταν όλοι κάτω απ' την ιδία σκεπή: / Πόρνες κι ανθοί σπάρτων, / το φεγγάρι κι εγώ."
Η ψυχοθεραπεία θα μπορούσε να έχει και την αποστολή του εγκλιματισμού σ' αυτόν τον φιλικό, φιλόξενο κόσμο.
🌟
Μοναχική, στην εικονική της παντοδυναμία, είναι και η φίλη μας η FAnna [μια κοπέλα, η Άννα, έτσι όπως δείχνεται μέσα από το προφίλ της στο Facebook] στην έρημο του Facebook. Το γνωστό του logo δείχνει μορφές, την καθεμιά χαμένη στη μοναξιά της. Μου θύμησε δυο στίχους του Οδυσσέα Ελύτη:
μένουμε σαν ασυρματοφόρα
παρατημένα μες στην έρημο...
Η λεζάντα του logo λέει: connect the world. Πότε χρειάζεται ο κόσμος σύνδεση; Όταν είναι ασύνδετος. Όταν παρασταίνεται σαν έρημος, σαν σεληνιακό τοπίο. Τα κοινωνικά μέσα, προτού μας συνδέσουν μεταξύ μας, μας ερημώνουν. Ακυρώνουν την παρουσία της απουσίας: Καταλύουν την ανάμνηση, την νοσταλγία, την φαντασία, την αναμονή, τις νοερές συναντήσεις. Τις υποκαθιστούν με την εικονική πραγματικότητα που δεν γνωρίζει την απουσία διότι παρέχει τα πάντα στο παρόν. Μας πείθουν να αποποιηθούμε ανάμνηση, νοσταλγία, φαντασία, αναμονή, νοερές συναντήσεις, δηλαδή μας αποκόβουν, μας απομονώνουν, και κατόπιν μας προσφέρουν την σύνδεση ως την σωτήρια λύση. Είναι όπως η μαφία που απειλεί να καταστρέψει το μαγαζί σου και κατόπιν σου προσφέρει προστασία - από τον ίδιο τον εαυτό της. Η διαφορά είναι ότι δεχόμαστε την σύνδεση των κοινωνικών μέσων με χαρά, την θεωρούμε ελευθερία, κάτι που στην προστασία της μαφίας συνέβαινε υπό το κράτος του εκβιασμού και του φόβου.