Παθη σκιων και φωτος 1.Προπλατωνικοι χρονοι

 



Παθη σκιων και φωτος 1. Προπλατωνικοι χρονοι.

Στους Αρχαιους, μεχρι καπου τον Πλατωνα, τα παντα εννοουνται στην διασταση φως και σκοταδι. Σε ενα αποσπασμα του προσωκρατικου φιλοσοφου Παρμενιδη διαβαζουμε:

μα καθως τα παντα ονοµάστηκαν φως και νύχτα, κι αυτα που αντιστοιχουν στις δυνάµεις τους (ονομαστηκαν) συμφωνα με το ενα και τ' αλλο, είναι όλα πληρη απο φως και αφανερωτη νύχτα

Φως και σκοταδι δεν εξαντλουνται λοιπον στο αισθητηριακο δεδομενο τους. Δεν ονομαζουν αυτο που βλεπουν, η δεν βλεπουν τα ματια μας. Ονομαζουν τα παντα. Ονομαζουν εναν κοσμο. Ενας ελληνιστης το συνοψιζει ως εξης: 

Το σκοταδι μπορει να αντιπροσωπευει αγνοια, το κακο και το δυσοιωνο, βια και βαρβαρισμο, και τον αλλο κοσμο. Το φως μπορει να σημαινει οραση, μαντικη ικανοτητα, την ολυμπια ταξη, την λυτρωση της ψυχης και τον κοσμο που κατοικουμε

Βλεπουμε ευκολα οτι εδω φως και σκοταδι ειναι χωριστα μεταξυ τους. Δυο διαφορετικοι κοσμοι, μεταξυ τους ασυμβατοι. Στις Χοηφορες του Αισχυλου ο Ορεστης μιλα στον νεκρο του πατερα (315-320):

Πατερα, φτωχε πατερα, λεγοντας η κανοντας τι για σενα θα πετυχαινα να φτάσω εκει, στις κλινες που σε κρατουν; Εσενα που η μοιρα σου το φως ανταλλαξε με σκοταδι; 

Μ' αυτην την εννοια για τους Αρχαιους λιγο φως και λιγο σκοταδι ειναι τοσο αδιανοητα οσο το "λιγο εγκυος", "λιγο ζωντανος", "λιγο νεκρος".

Ζω θα πει: βλεπω το φως του ηλιου. Ποια ειναι τωρα η σχεση αυτου του φωτος με την ζωη του ανθρωπου; Στην Αντιγονη του Σοφοκλεους, στην αρχη της τραγωδιας, ο χορος, εκει που προκειται να εξιστορησει την εκστρατεια του Πολυνεικη εναντιον της Θηβας, προσφωνει το φως:

Ω βλεμμα του ηλιου, καλλιστο εσυ, που

Στην εφταπυλη Θηβα

Λαμπεις απο παλια, καποτε

Εμφανιστηκες, φως,

Ω θωρια της ολοχρυσης μερας,

Περασες πανω απο της Διρκης τα ρεματα

Κι εκεινον με την λευκη την ασπιδα, απο το Αργος,

Τον αντρα, που εφτασε πανοπλος,

Τον ακαθεκτο φυγαδα,

Κινεις με κοφτερο χαλιναρι ...

Το φως, η ἀκτὶς ἀελίου, κινει, κατευθυνει τον αντρα οπως τα χαλιναρια το αλογο! Ο ανθρωπος δεν κινειται αυτοβουλα, οπου το φως θα μπορουσε να ειναι απλα βοηθητικο για την κινηση του - και τελικα ειναι σχεδον αδιαφορο, καθως υπαρχει το τεχνητο, διαθεσιμο παντα. Ουτε εννοειται ως χρηστικο, δηλαδη αποκλειστικα σε αναφορα με τον ανθρωπο, καπου ως πηγη ενεργειας, ως στοιχειο της φωτοσυνθεσης κλπ. Στα λογια του χορικου λεγεται κατι αλλο. Το φως κινει τον ανθρωπο οπως η αυγη κανει τα πουλια να κελαηδουν, η οπως η αγαπη ξυπνα καποιον και τον ζωντανευει. Φως και ζωη ειναι ενα και το αυτο. Ο Γιωργος Σεφερης, που ειχε ενα σπανιο αισθητηριο για την αρχαια παραδοση, γραφει καπου: 

Αν το φως του ηλιου και το αιμα του ανθρωπου ηταν το ιδιο πραγμα; 

Και αλλου: 

Κατα βαθος ειμαι ζητημα φωτος.

Και οι νεκροι; Σκιες. Τους βρισκει ο Οδυσσεας οταν μεταβαινει στον Αδη για να τον συμβουλεψει ο Τειρεσιας, πως να επιστρεψει στην πατριδα του. Εκει συναντα την πεθαμενη μητερα του: 

Αυτα ειπε κι η καρδια μου φουντωσε απο τον ποθο ν' αγκαλιασω την ψυχη της πεθαμενης μητερας μου. Τρεις φορες ορμησα προς αυτην και τρεις φορες ξεγλιστρησε απ' τα χερια μου σαν σκια η σαν ονειρο

Και λιγο αργοτερα βλεπει τον Αχιλλεα, κι αυτος του λεει: 

Πως τόλμησες να κατεβείς στον Άδη, όπου μονάχα νεκροί κατοικούν, δίχως νου πια, είδωλα και σκιές θνητων που έχουν πεθάνει; 

Οι νεκροι, φερεται να ειπε ο Παρμενιδης, βλεπουν το σκοταδι.

Τα ορια της επιπεδης γης οριζονται απο τον, το λεει και η λεξη, Οριζοντα. Τον διατρεχει ενας ποταμος που καλειται Ωκεανος. Αυτος ειναι το οριο του κοσμου που κατοικουμε. Περαν αυτου ειναι το βασιλειο των νεκρων. Ετσι ο Ωκεανος ειναι το τελος ενος κοσμου και η απαρχη ενος αλλου.

Η αντιθεση φωτος και σκιας σημαδευει την σχεση θεων και ανθρωπων. Ο Friedrich Hölderlin, ο κατεχοχην ποιητης στον οποιο οι Αρχαιοι βρισκουν διαμονη στον σημερινο κοσμο, γραφει στο  Το τραγουδι του Υπεριωνα για την μοιρα:

Ψηλα πλανιεστε στο φως

   Σ' απαλο χωμα επανω μακαρια πνευματα!

      Ανεμοι λαμπυριζοντας των θεων

         Σας αγγιζουν αναλαφρα,

            Οπως τα δαχτυλα της αρτιστας

               Χορδες ιερες.

 

Ελευθεροι απο μοιρα, σαν το κοιμωμενο

   Βρεφος, ανασαινουν οι επουρανιοι,

      Φυλαγμενο απεριττα,

         Σε ταπεινο μπουμπουκι

            Ανθει αιωνια

               Το πνευμα σ' αυτους,

                  Και τα μακαρια ματια

                     Κοιτανε με σιγαλη

                        Αιωνια καθαροτητα.

 

Ομως σ' εμας δεν δοθηκε

   Τοπος γαληνης κανενας,

      Χανονται, πεφτουν

        Οι δολιοι οι ανθρωποι

           Τυφλα απο τη μια

               Ωρα στη αλλη,

                  Σαν το νερο που πετιεται

                     Απο βραχο σε βραχο,

                        Χρονια και χρονια στου αβεβαιου τον γκρεμο.

Πινδαρος: 

Εφήμεροι· τί είναι κανείς και τί δεν είναι; Σκια ονείρου

ο άνθρωπος. Μα σαν ερθει αίγλη θεόσταλτη,

φέγγος λαμπρό βρισκει τους ανθρωπους και ζωή γλυκια

Αλλα και οταν ενας θεος κατεβαινει να συναντησει καποιον θνητο, τουτος τον αντιλαμβανεται απο την ιδιαιτερη "εναργειαν", την λαμψη της παρουσιας του. "Εναργης", λαμπερος οπως ο αργυρος. Υπάρχει ένα σημείο στον Όμηρο όπου ο Οδυσσέας, έχοντας επιστρέψει στην Ιθάκη, είναι με τον Τηλέμαχο και τον Εύμαιο, που απομακρύνεται. Τότε εμφανίζεται στον Οδυσσέα η Αθηνά με την μορφή μιας ωραίας νεαρής γυναίκας. Ο Τηλέμαχος δεν την αντιλαμβάνεται. Λέει εκεί ο Όμηρος: 

ου γαρ πως παντεσσι θεοι φαινονται εναργεις 

Η νεαρή γυναίκα είναι εμφανής και στους δύο. Όμως εναργης δεν εμφανίζεται παντεσσι. Ο Οδυσσέας μόνο την βλέπει να λάμπει και αντιλαμβάνεται στην λάμψη της την παρουσία της θεάς.


Επειδη οι θεοι ειναι στο φως, οι ελληνικοι ναοι ειναι χτισμενοι σε σημεια ψηλα και ανοιχτα, οπου το φως τους λουζει ανεμποδιστα. Διαπερατοι. Σχεδον διαφανοι. Ο γερμανος φιλοσοφος Martin Heidegger, σε ενα οδοιπορικο για το ταξιδι του στην Ελλαδα μνημονευει τον ναο του Διος στην Νεμεα: 

Η ευρεια κοιλαδα, στην οποια βρισκεται προφυλαγμενο το μοναχικο χωριο Νεμεα, περικλειεται απο παντου με κλιμακωτα υψωματα, στα βοσκοτοπια των οποιων κατοικουν κοπαδια προβατα που κινουνται αργοσυρτα. Η ολη περιοχη φανταζει σαν ενα μεγαλο σταδιο που προσκαλει σε εορταστικους αγωνες. Μονο τρεις εγκαταλειμενοι κιονες προβαλλουν, και μιλουν ακομη για τον αλλοτινο ναο του Διος: στην εκταση του τοπιου σαν τρεις χορδες μιας αορατης λυρας οπου ισως, για τους θνητους μη ακουομενοι, οι ανεμοι παιζουν θρηνωδιες - αποηχους της φυγης των θεων.

Και αργοτερα, μετα απο μια επισκεψη στο Σουνιο:

Νωρις το απογευμα το αυτοκινητο της φιλης μας, η οποια μιλουσε τα νεα ελληνικα, μας πηρε και μας πηγε στον ναο του Ποσειδωνος στο Σουνιο. ... Στους αποτομους βραχους τα λευκα φωτεινα καταλοιπα του ναου εστεκαν μεσα σε εναν δυνατο θαλασσινο ανεμο. Οι λιγοι ορθοι κιονες του ηταν σαν χορδες μιας αορατης λυρας, το τραγουδι της οποιας εκανε να ηχει, απο τον νησιωτικο κοσμο των Κυκλαδων περα, ο τηλοπτης δηλιος θεος.

O γερμανοκορεατης φιλοσοφος Byung-Chul Han, σχολιαζοντας αυτες τις γραμμες, γραφει: 

Ο ελληνικος ναος, με τους ανοιχτους διαδρομους και με τις ανοιχτες αιθουσες, παριστανει μια διελευση του θειου, του θεϊκου ανεμου. Ομως τουτη η ανοιχτοτητα ειναι αυτη του εκτεθειμενου.

Εκτεθειμενου λοιπον, δηλαδη ορθανοιχτου  - στο φως και σε ο,τι διαγει, οπως ο ανεμος, στο βασιλειο του.

Εκτεθειμενες παριστανονται και οι μορφες στα αγαλματα. Και οχι μονο γιατι πολλα, ισως στους Αρχαιους για πρωτη φορα, ειναι γυμνα. Τα ιδια τα αγαλματα ειναι ετσι καμωμενα ωστε να υπακουνε στον νομο του φωτος: εκθετουν την μορφη χωρις να κρατουνε καλυμμενο τιποτα, ακομα και οπου υπαρχουν ενδυματα. Το 1928-29 ο Ιαπωνας φιλοσοφος Watsuji Tetsuro ταξιδεψε στην Ευρωπη. Σχετικοι στοχασμοι καταγραφηκαν στο βιβλιο του Fūdo - Wind und Erde [Κλιμα - ανεμος και γη]. Πατραθετω την περιγραφη απο το αγαλμα της κορης της Νιοβης που βρισκεται στο Museo Nazionale Romano, Palazzo Massimo στη Ρωμη. 

Το γλυπτο συλλαμβανει ακριβως την στιγμη στην οποια η νεαρη κορη της Νιοβης, χτυπημενη απο το βελος του Amor, στηριζεται με το ενα γονατο στο εδαφος και προσπαθει με τα δυο χερια να τραβηξει το βελος εξω. Το προσωπο της ειναι στραμμενο προς τον ουρανο, το ενδυμα εχει γλιστρησει απο τους ωμους και την φανερωνει σχεδον γυμνη. Αυτο το εργο χρονολογειται απο το μεσον του 5ου αιωνα π.Χ., επομενως ειναι νωριτερο απο τον Παρθενωνα, κι ετσι μας παρουσιαζει την πρωτη γνωστη γυμνη γυναικεια μορφη. Βεβαια αυτη η τολμηρη αποπειρα να παρασταθει μια ασυνηθιστη και βιαιη κινηση δειχνει ακομα ιχνη αρχαϊκης ακαμψιας και ανωριμοτητες και περισσοτερα ελαττωματα στην εκτελεση, προπαντων το αριστερο χερι εχει μια ανατομικα αδυνατη σταση. Και παλι, αν κανεις παραβλεψει αυτα τα ελαττωματα, τοτε αυτο το εργο αναμφιβολα καθιστα εμφανη τη μεγαλοπρεπεια της ελληνικης τεχνης. Πραγματι η ζωντανια αυτου του εργου μιλα στην καρδια. Συνοπτικα θα το περιεγραφα ως "η ολοσχερης αποκαλυψη του εσωτερικου προς τα εξω". Εδω το "μεσα" γινεται 'εξω". Το αντιλαμβανομαστε σε καθε λεπτομερεια. Δεν ειναι οτι η μορφη καλυπτει κατι εσωτερικο και συναμα εχει καποιες επιφανειες που δειχνουν προς τα εξω. Πολυ περισσοτερο αποτελειται απο τρυφερους κυματισμους που αναδυονται απο μεσα. Την γραμμη που οδηγει απο τα στηθη στη μεση, 

την παρακολουθουμε μονο με κομμενη ανασα. Η ομορφια της ειναι απλα απεριγραπτη. Καθως αυτοι οι τρυφεροι κυματισμοι μεταφερουν το εσωτερικο ολοσχερως προς τα εξω, δεν προκυπτει η εντυπωση ενος αφορισμενου περιγραμματος. Βεβαια αυτοι οι κυματισμοι, οταν κανεις τους κοιταξει απο πλαγια, γινονται γραμμες. 

Ομως αυτες οι γραμμες καθαυτες δεν κινουνται προς τα πλαγια, αλλα ειναι προεκτασεις σημειων που αναδυονται απο μεσα. Αυτο που συνδεει καθε σημειο με τα αλλα, ειναι η ζωη που εκπηγαζει απο μεσα. Εαν για δοκιμη φερουμε εναν γυρο στη φιγουρα, στις ατελειωτες παραλλαγες αυτων των κυματισμων θα αντιληφθουμε οχι κινησεις που κυλουν προς τα πλαγια, αλλα μια εναλλαγη των ιδιων των κινησεων των κυματισμων, ως ρυθμο της ζωης που ρεει απο μεσα προς τα εξω. Αυτη η εντυπωση ενισχυεται ακομα απο τα ιχνη του σκαρπελου του γλυπτη. 

Η πτυχη του ενδυματος που καλυπτει το αριστερο ποδι μοιαζει - εναντια στο τι θα περιμεναμε φυσιολογικα - να μην ρεει προς τα κατω. Τα σαφη ιχνη του σκαρπελου δειχνουν οτι ο καλλιτεχνης ηθελε να τονισει την ανωμαλια της επιφανειας και επιτρεπει στον εαυτο του να παραμελησει τους ορους (της βαρυτητας κατα την αναπαρασταση του ενδυματος). Το τραχια λαξευμενο βαθος δεν εχει καμια ομαλη συνδεση με το υψος. Προφανως εδω ο καλλιτεχνης ηθελε να δωσει εκφραση σε μια ζωη που ειναι αλλου ειδους απο αυτην του σωματος, η οποια ρεει απο μεσα προς τα εξω. Το ενδυμα που ρεει σε πτυχωσεις, το οποιο περιβαλλει μεν το κορμι, ομως συγχρονως προβαλλει τις καμπυλες του σωματος, φανερωνεται σαν κατι τελειως αλλο απο ενδυμα. Στα αντιγραφα απο την ρωμαϊκη εποχη κατι τετοιο δεν αναγνωριζεται καθολου. Τα ιχνη του σκαρπελου στο δερμα δεν ειναι τοσο σαφη οσο στο ενδυμα, ομως παρολαυτα μπορουμε να τα δουμε ως λεπτες γραμμες, η σημεια. Οσο απαλα κι αν ειναι, ο καλλιτεχνης τα δειχνει ολοφανερα, μαρτυρουν την προθεση του να παραστησει μια ανωμαλη επιφανεια. Κανουν την επιδερμιδα να μην φαινεται ως ομαλη επιφανεια, αλλα σαν κατι που τρυφερα αναδυεται απο μεσα.

Λιγο αργοτερα ο συγγραφεας τονιζει και παλι:

"Η αποκαλυψη του εσωτερικου προς τα εξω" ειναι αυτο που συνιστα την ανωτεροτητα της ελληνικης γλυπτικης. Δεν υπαρχει  περιεχομενο αλλο απο αυτο που προβαλλει ανοιχτα προς τα εξω. Στην εποχη των Ρωμαιων αντιγραφεων [εικονα δεξια] αυτο το χαρακτηριστικο χαθηκε ολοτελα, διοτι για τους μιμητες η επιφανεια, στην οποια αυτη η κυματιστη κινηση [των πτυχωσεων] αναδυεται απο το εσωτερικο, κατεληξε κατευθειαν σε κατι που εχει την λειτουργια να συγκαλυπτει ενα κλειστο περιεχομενο. Το ελληνικο πρωτοτυπο [εικονα αριστερα] δεν συγκαλυπτει τιποτα, δηλαδη η επιφανεια, που κανονικα συγκαλυπτει κατι, στεκει αφεαυτης.

Οι πτυχες:

Στο ρωμαϊκο αντιγραφο, δεξια, πεφτουν ψοφιες, ο χιτωνας ειναι ρουχο, εν-δυμα, που εξαντλειται στην λειτουργικοτητα του να καλυπτει. Γι' αυτο και ειναι βαρυς, οπως ο συγγραφεας τονιζει κατα την περιγραφη του αριστερου ποδιου. Στο ελληνικο αγαλμα οι πτυχες ειναι ζωντανες, αερινες, διαγουν μια δικη τους υπαρξη. Δεν ενδιαφερονται να καλυψουν. Δεν συνδεονται με το σωμα. Η σχεση τους με το σωμα δεν ειναι συντακτικη. Ειναι παρατακτικη.


Αυτο ειναι το ελληνικο φως. Τωρα, πως φερεται το φως απεναντι στο σκοταδι; Ακουσαμε απο τον Παρμενιδη πως είναι όλα πληρη απο φως και αφανερωτη νύχτα. Το αποσπασμα συνεχιζει με τις λεξεις ...ἵσων ἀμφοτέρων… Φως και σκοταδι ειναι ισοδυναμα. Δεν ειναι αντιθετα. Η αντιθεση ειναι θεση του ενος εναντι του αλλου. Τα αντιθετα ειναι εχθροι, οπου το ενα θα κυριαρχησει και το αλλο θα υποχωρησει. Ομως η μοιρα, ακουσαμε στα λογια του Ορεστη, τα ανταλλασσει. Το ἀντίμοιρον σημαινει οτι τον λογο εχει η μοιρα του φωτος και η μοιρα του σκοτους, δηλαδη το μερισμα, το μοιραδι τους, οτι φως και σκοτος ειναι, κυριολεκτικα, μοιρασμενα. Ετσι δινονται τα μετρα. Φως και σκια, ζωη και θανατος συνορευουν με ενα συνορο ανυπερβλητο. Αυτο δεν επιτρεπει σε κανενα να εξαπλωθει εις βαρος του αλλου, να υποχωρησει εις οφελος του αλλου.

Για τους Αρχαιους π.χ. μια ανασταση εκ νεκρων, ενα "θανατω θανατον πατησας", μια νικη του φωτος εναντιον του σκοτους ειναι υβρη. Ο Ασκληπιος, ο πρωτος γιατρος, ανεστησε καποιον, και ο κεραυνος του Δια τον βρηκε καταστηθα. Πινδαρος, 3ος Πυθιονικης:

κι εκεινον [τον Ασκληπιο] τον τραβηξε γενναιος μισθος, χρυσος που λαμπει στην φουχτα, να φερει πισω εναν ανθρωπο, ηδη αρπαγμενο απο τον θανατο. Ο Κρονιδης σήκωσε τοτε κατευθειαν τα χέρια, με μια ριπη εκοψε και στους δυο την πνοη στα στηθη, κι η φλογα του κεραυνου σημανε το τελος.

Η μοιρα, που ανταλλασσει φως και σκοταδι, δεν ειναι ενα τριτο, ενας μεσολαβητης, διαιτητης, η δικαστης μεταξυ τους. Ενα αποσπασμα του Ηρακλειτου λεει: 

Ο ηλιος δεν θα υπερβει τα μετρα, ειδαλλως θα τον ανευρουν οι Ερινυες, επικουροι της δικαιοσυνης

Οι Ερινυες ειναι κορες της νυχτας. Τοπος τους ειναι ο Κατω Κοσμος. Ειναι λοιπον η ιδια η νυχτα που θα επαναφερει τον ηλιο στο μετρο. Τα πραγματα τα ιδια τιμωρουν την αδικια που διαπραττουν το ενα προς το αλλο, και ετσι εκ-δικουνται την αδικια, αποληγουν στην δικαιοσυνη. Ενα αποσπασμα του Αναξιμανδου το λεει:

γιατι αυτα αποδιδουν δικαιοσυνη, δηλαδη αποτιουν τιμη το ενα στο αλλο μετα απο την αδικια που αλληλοπροξενησαν 

Στο Ηρακλειτο καλειται ερις και πολεμος. Ειναι υποχρεωτικο να γινεται ετσι: κατα το χρεων, γραφουν τοσο ο Ηρακλειτος οσο και ο Αναξιμανδρος. Και δεν χωρουν ερωτηματα, γιατι και πως: 

το φως δεν το εξηγεί κανείς, το βλέπει

γραφει ο Γιωργος Σεφερης.

Το φως, το ελληνικο φως, κινει, ακουσαμε. Πως λοιπον θα μεταλλασσονταν η ψυχαναλυση, οπως την ξερουμε, αν την κινουσε το ελληνικο φως; Δεν θα αποζητουσε κρυμμενα νοηματα. Θα κατευθυνονταν απο τα μετρα του χρονου, τα μετρα του τοπου. Και θα αγονταν απο μια εμπιστοσυνη στα πραγματα, οπου δηλαδη καθε τι μονοπλευρο καπως καπου καποτε θα υποχωρησει, οπως ο ηλιος που οι Ερινυες επαναφερουν στα μετρα. Αυτη θα ηταν η δουλεια του θεραπευτη οταν θεραπευει, με την πρωτη σημασια της λεξης, δηλαδη υπηρετει τα πραγματα. Ας το δουμε σε ενα παραδειγμα: