Η τεχνη του να ακους
Moki
Friedrich Hölderlin, Friedensfeier [Εορτη της ειρηνης], 8η στροφη
Seit ein Gespräch wir sind und hören können voneinander
Αφοτου μια συνομιλια ειμαστε και ν' ακουμε μπορουμε ο ενας απο τον αλλο
Το ρημα hören, ακουω, μπορει να συντασσεται με αμεσο αντικειμενο: ακουω καποιον, κατι. Η ακραια του σημασια ειναι το "copy" με την εννοια του "εληφθη", π.χ. στον στρατο μια εντολη με τον ασυρματο απο εναν ανωτερο: το "ακουω" συρρικνωνεται στην πιστη προσληψη της πληροφοριας και στον αυστηρο περιορισμο σ' αυτην.
Οταν τωρα το ρημα hören συντασσεται με εμμεσο αντικειμενο, με την προθεση von, απο, το ακουσμα μου δεν ειναι ληψη και συγκρατηση των λεγομενων. Δεν ακουω εσενα. Ακουω απο εσενα. (Το ελληνικο αντιστοιχο ειναι η αρχαια συνταξη του ακουω, με γενικη: ἀκούειν τινὸς, ακουω απο καποιον…) Αυτο το απο, κι εδω βεβαια εχω στον νου μου την χρηση του ρηματος απο τον Hölderlin, ειναι πολυσημαντο. Στο απο αναδυονται μορφες, και εικονες, και μυρωδιες, τοποι και ιστοριες. Εδω "ακουω" θα πει βλεπω, θα πει αγγιζω, θα πει μυριζω, θα πει κατοικω, θα πει ταξιδευω στον χρονο.
Αφοτου μια συνομιλια ειμαστε και ν' ακουμε μπορουμε ο ενας απο τον αλλο
Το "και" του στιχου ειναι επεξηγηματικο: ειμαστε συνομιλια, δηλαδη: μπορουμε ν' ακουμε ο ενας απο τον αλλο. Ενα τετοιο ακουσμα απηχει την ουτοπια προς την οποια θα ετεινε η συναντηση που αποζητα την ψυχοθεραπευτικη συνομιλια. Η ψυχοθεραπεια δεν θα ηταν πλεον η τεχνη του να ερμηνευεις αλλα η τεχνη του να ακους.
Απο το Byung-Chul Han, Ο εξοβελισμος του Αλλου
Στο μελλον πιθανον να υπαρχει ενα επαγγελμα που να λεγεται ακουστης. Επι πληρωμη προσφερει στον Αλλο ακοη. Κανεις πηγαινει στον ακουστη γιατι διαφορετικα δεν υπαρχει κανενας που να ακουει τον Αλλο. Σημερα χανουμε ολο και περισσοτερο την δυνατοτητα να ακουμε. Την δυσκολευει η αυξανομενη εστιαση στο Εγω, η ναρκισσιστοποιηση της κοινωνιας. Ο Ναρκισσος δεν απαντα στην ερωτικη φωνη της νυμφης Ηχω, που βασικα ειναι η φωνη του Αλλου. Ετσι αυτη εκφυλιζεται σε επαναληψη της δικης του φωνης.
Το να ακους δεν ειναι παθητικη ενεργεια. Το διακρινει μια ιδιαιτερη ενεργητικοτητα. Πρωτα πρεπει να καλωσορισω τον Αλλο, δηλαδη να τον καταφανθω στην αλλοτητα του. Τοτε του προσφερω ακουσμα. Το να ακους ειναι ενα δωρισμα, ενα δωσιμο, μια δωρεα. Βοηθα τον Αλλο να μιλησει καν. Δεν ακολουθει παθητικα την ομιλια του Αλλου. Απο μια ορισμενη αποψη το ακουσμα προηγειται της ομιλιας. Πρωτα το ακουσμα κανει τον Αλλο να μιλησει. Ακουω ηδη προτου ο Αλλος μιλησει, η, ακουω ωστε ο Αλλος να μιλησει. Το ακουσμα καλει τον Αλλο να μιλησει, τον απελευθερωνει στην αλλοτητα του. Το ακουσμα ειναι ενας χωρος αντηχησης στον οποιο ο Αλλος μιλα και ελευθερωνεται. Ετσι το να ακους μπορει να ειναι ιαματικο.
Συγκρατω καταρχην τις πρωτες φρασεις:
Στο μελλον πιθανον να υπαρχει ενα επαγγελμα που να λεγεται ακουστης. Επι πληρωμη προσφερει στον Αλλο ακοη. Κανεις πηγαινει στον ακουστη γιατι διαφορετικα δεν υπαρχει κανενας που να ακουει τον Αλλο.
Ενδεχομενως αν ενας ψυχαναλυτης, οποιασδηποτε κατευθυνσης, ειναι να εχει καποιο μελλον σ' αυτους τους για τον Αλλο κωφαλαλους καιρους, ενδεχομενως θα εκανε καλα να αναζητησει τον εαυτο του ως "ακουστη" και να μελετησει περισσοτερο την νεα του τεχνη, η οποια θα συνιστατο στο να ακουει ο ιδιος και στο να διδασκει το ακουσμα σε οσους απεμειναν ευηκοοι για τετοιες διδαχες.
Ο Han γραφει:
Απο μια ορισμενη αποψη το ακουσμα προηγειται της ομιλιας. Πρωτα το ακουσμα κανει τον Αλλο να μιλησει. Ακουω ηδη προτου ο Αλλος μιλησει, η, ακουω ωστε ο Αλλος να μιλησει. Το ακουσμα καλει τον Αλλο να μιλησει, τον απελευθερωνει στην αλλοτητα του.
Τι θα πει "Ακουω ηδη προτου ο Αλλος μιλησει"; Πως μαλιστα το πρωθυστερο ακουσμα "καλει τον Αλλο να μιλησει"; Με τον ιδιο τροπο που πρωτα τα προσφερομενα ανοιχτα μου χερια, στον σωστο χρονο, καλουν τον Αλλο, κινουν τον Αλλο, να ερθει στην αγκαλια μου.
Και παλι, σε τι συνισταται αυτο το πρωθυστερο ακουσμα; Στην φιλοξενια. Στην φιλο-ξενια. Συνισταται στο φιλιο για το ξενο. Στην παραιτηση απο το κλεισιμο στο οικειο και στην λυτρωση απο την κωφωση για το αλλοτριο. Και ποτε συμβαινει το κλεισιμο στο οικειο και η κωφωση για το αλλοτριο; Ποτε δεν ακουω;
- Δεν ακουω οταν, οπως ηδη ειπωθηκε, το "ακουω" γινεται συνωνυμο του "copy" με την εννοια του "εληφθη", π.χ. στον στρατο μια εντολη με τον ασυρματο απο εναν ανωτερο: ακουω κατα λεξη, και υπακουω. Η, οταν η μητερα θα πει στο ατακτο παιδι της: "Γιατι δεν ακους;" Οσο πιο ακραια η σχεση εξουσιας, τοσο περισσοτερο το "ακουω" συρρικνωνεται στην πιστη προσληψη του ακουστικου ερεθισματος και στον περιορισμο σ' αυτο.
- Δεν ακουω οταν το "ακουω" γινεται συνωνυμο του "υιοθετω τα λεγομενα κατα γραμμα", και πλεον τωρα γινεται συνωνυμο του "καταλαβαινω". Εδω το "δεν με ακους" με την εννοια του "δεν με καταλαβαινεις" δεν παραπεμπει σε καποια σχεση εξουσιας, αλλα ερχεται απο μια ναρκισσιστικη δυσανεξια απεναντι σε καθε σημαδι που υποδηλωνει οτι αυτος που ακουει, ακουει τα λεγομενα καπως αλλιως απο αυτα που λεει ο ομιλων, οτι δηλαδη ειναι ενας αλλος. Μια παραλλαγη ειναι το "ακουω" με την εννοια του "καταλαβαινω γιατι το εχω ζησει". Τοτε π.χ. ενας αντρας ποτε δεν θα μπορουσε να ακουσει πραγματικα μια γυναικα που μιλα για την περιοδο της.
- Δεν ακουω οταν συγκρατω τα ακουομενα ως "υλικο" για αποτιμηση, αξιολογηση, διαγνωση, ερμηνεια. Εδω το ακουσμα εγκλωβιζεται στο πλεγμα καποιου ψυχολογικου μοντελου, στους ορους καποιας φιλοσοφικης κοσμοθεωρησης και ο λογος του αλλου χανεται κατω απο τους οδοστρωτηρες τους.
- Δεν ακουω οταν τα λεγομενα ανακαλουν εμπειριες που αφορουν την δικη μου ζωη, π.χ. ενας χωρισμος, η την δικη του, π.χ. τον λυπαμαι, και ειτε απορροφωμαι απ' αυτες και ξεχναω τον ομιλουντα, ειτε, με την μεσολαβηση των δικων μου εμπειριων, ερχομαι, υποτιθεται, στην θεση του ομιλουντος (ενσυναισθηση). Εδω το "ακουω" γινεται συνωνυμο με την ψευδαισθηση του "συμπασχω".
- Δεν ακουω οταν προσλαμβανω τα λεγομενα στην οπτικη της θεραπευτικης φιλοδοξιας. Τοτε τα σφετεριζομαι για δικη μου υποθεση - να κανω εγω κατι μ' αυτα, να "θεραπευσω". Εδω το "ακουω" κατευθειαν αξιολογειται, π.χ. ο ασθενης παει καλυτερα, χειροτερα, εργαλειοποιειται, π.χ. τι να πω τωρα ωστε…, γινεται οχημα για την επιτευξη του σκοπου, για το καλο του που ηδη γνωριζω..
- Και ενα τελευταιο που αφορα ολα οσα ειπωθηκαν: δεν ακουω οταν εκλαμβανω το ακουσμα ως πραξη, το καταγραφω, το σκεφτομαι και κατοπιν, ως επομενη πραξη, εκφραζω την λεκτικη, η μη απαντηση μου. Καποτε ακουω και αποκρινομαι ειναι ενα και το αυτο. Θα το δουμε παρακατω.
Αφοτου μια συνομιλια ειμαστε και ν' ακουμε μπορουμε ο ενας απο τον αλλο
Τι ειδους συνομιλια ειναι αυτη; Μια συνομιλια την οποια δεν κανουμε, δεν εχουμε, αλλα "ειμαστε";
Κανεις ερχεται λιγο-πολυ με ενα "αιτημα". Θα πει, αναζητα την λυση, κατι δικο του, κατι ολοδικο του, που ψυχανεμιζεται οτι μπορει να το ανακαλυψει σ' εμενα, στην συναντηση μας. Εγω, στην παρουσια του, προσβλεπω σ' αυτο που με κανει στην πραξη, δηλαδη στην ουσια, θεραπευτη, και το οποιο εναποκειται τελικα σ' αυτον. Διατρεχει λοιπον και τους δυο μας μια ελλειψη, οπου ο ενας αναζητα στον αλλο αυτο που του λειπει. Αυτη η αμοιβαια ελλειψη, οπου ο καθενας αναγνωριζει κατι δικο του να υπολανθανει στον αλλο, μας φερνει εκτος εαυτου, εξω απο τον εαυτο μας, στον αλλο, οπου και αναζηταμε τον εαυτο μας. Μια τετοια ελλειψη ειναι που μας κινει, τον ενα προς τον αλλο. Αυτη η κινηση στους Αρχαιους αποκαλουνταν: ερωτας.
Ο ερωτας δεν περιοριζεται στο κατεξοχην ερωτικο. Εκ πρωτης οψεως του λειπει βεβαια η μανία των Αρχαιων, η τρελλα που διακατεχει ερωντα και ερωμενο, ομως και στην θεραπευτικη συναντηση, και αλλου, συνανταμε το σχημα της αμοιβαιας φυγοκεντρης ελλειψης που θελει τον ενα να βρισκει τον εαυτο του στον αλλο.
Μερικα παραδειγματα:
> Ενα αποσπασμα του Ηρακλειτου λεει:
ΘΝΗΤΟΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΘΝΗΤΟΙ ΖΩΝΤΕΣ ΤΟΝ ΕΚΕΙΝΩΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟΝ ΔΕ ΕΚΕΙΝΩΝ ΒΙΟΝ ΤΕΘΝΕΩΤΕΣ
θνητοι αθανατοι, αθανατοι θνητοι, ζωντας τον θανατο εκεινων, πεθαινοντας την ζωη εκεινων
Δεν προκειται για αθανατους και θνητους που βρισκονται σε μια σχεση μεταξυ τους. Οι μεν αποκαλουνται ΘΝΗΤΟΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ, οι δε ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΘΝΗΤΟΙ. Οι αθανατοι ειναι, ΖΩΝΤΕΣ ΤΟΝ ΕΚΕΙΝΩΝ ΘΑΝΑΤΟΝ, επι-βιωνοντας τον θανατο των θνητων· οι θνητοι ειναι, ΕΚΕΙΝΩΝ ΒΙΟΝ ΤΕΘΝΕΩΤΕΣ απο-βιωνοντας τον βιο των αθανατων.
> Friedrich Hölderlin, απο το Ο Ρηνος
Εχουν ομως απο δικη τους
Αθανασια οι θεοι πολλη και χρειαζονται
Οι ουρανιοι ενα πραγμα,
Κι αυτο ειναι ηρωες κι ανθρωποι
Και θνητοι γενικα. Διοτι καθως
Οι Μακαριωτατοι τιποτε δεν αισθανονται απο μονοι τους,
Πρεπει βεβαιως, εαν κατι τετοιο να ειπωθει
Επιτρεπεται, εν ονοματι των θεων
Μετεχοντας να αισθανεται ενας αλλος,
Αυτον τον χρειαζονται·
> Ο Martin Heidegger στην παραδοση του για τον Ηρακλειτο διευκρινιζει την λεξη ΦΥΣΙΣ ως εξης:
Παντου ειναι (...) μια αμοιβαια παρ-ουσιαση ολων των οντων.
Εδω το "παρ-ουσιαση" πρεπει να ακουστει μεταβατικα: το ενα παρ-ουσιαζει το αλλο. Το ενα χαριζει στο αλλο την ουσια του.
> Το πως γινεται, ισως μπορουμε, σε μια ορισμενη οπτικη, να το υποψιαστουμε σε στιχους απο το ποιημα του Paul Celan "Ειν' ολα αλλιωτικα". Κανουν λογο για τον Ρωσσο ποιητη Ossip Mandelstamm:
[…]
το ονομα Ossip ερχεται κατα σενα, του λες
αυτο που ηδη γνωριζει, το παιρνει, σου το παιρνει, με χερια,
του λυνεις το μπρατσο απο τον ωμο, το δεξι, το αριστερο,
κολλας στη θεση τους τα δικα σου, με χερια, με δαχτυλα, με γραμμες,
- ο,τι ξεκοπηκε δενει και παλι -
να, τα 'χεις, να, παρ' τα, να, τα 'χεις και τα δυο,
τ' ονομα, τ' ονομα, το χερι, το χερι,
να, παρ' τα ενεχυρο,
τα παιρνει κι αυτος κι εχεις
παλι ο,τι ειναι δικο σου, ο,τι ηταν δικο του
[…]
> Το "Ονειρο πεταλουδας":
Καποτε ο Tsuang Tsi ονειρευτηκε πως ηταν πεταλουδα - μια χαρωπη πεταλουδα που χαιροτανε τη ζωη της και δεν γνωριζε τιποτα για καποιον Tsi.
Αξαφνα, καθως ξυπνησε, ηταν ο Tsi με σαρκα και οστα.
[Ερωτηση:]
Ομως δεν ξερω αν ο Tsi ονειρευτηκε πως ειναι πεταλουδα, η αν η πεταλουδα [τωρα] ονειρευεται πως ειναι ο Tsi.
[Αντιρρηση:]
Ομως αναμεσα στον Tsi και στην πεταλουδα θα 'πρεπε βεβαια να υπαρχει μια διαφορα!
[Καταληξη:]
Αυτο ειναι που λεμε μεταβολη των πραγματων.
Η φιλοξενια που φτανει στον βαθμο να χαριζει την ταυτοτητα της στον αλλο και να την ξαναπαιρνει ελευθερα.
> Ο μαντης Τειρεσιας οπως εμφανιζεται στο ποιημα του T. S. Eliot The Waste Land [Η ερημη χωρα]. Σ' αυτο το ποιημα ο Eliot επεσυναψε σημειωσεις. Εκει γραφει:
Ο Τειρεσιας, παροτι ειναι απλος παρατηρητης και οχι καποιος "χαρακτηρας", ειναι το σημαντικοτερο προσωπο στο ποιημα καθως ενωνει ολα τα υπολοιπα.
Ακριβως οπως ο μονοφθαλμος εμπορος […] συντηκεται με τον Φαιακα ναυτικο, κι αυτος δεν διακρινεται τελειως απο τον Ferdinand, τον πριγκιπα της Ναπολης, ολες οι γυναικες ειναι μια γυναικα, και τα δυο φυλα συναντωνται στον Τειρεσια. Πρακτικα αυτο που βλεπει ο Τειρεσιας ειναι η ουσια του ποιηματος. Ολο το αποσπασμα του Οβιδιου εχει μεγαλο ανθρωπολογικο ενδιαφερον.
Στις Μεταμορφωσεις του Οβιδιου ο Τειρεσιας για εφτα χρονια ειχε παρει μορφη γυναικας. Το "μεγαλο ανθρωπολογικο ενδιαφερον" αναφερεται στο οτι στον Τειρεσια "τα δυο φυλα συναντωνται". "Ένα φυλο" λεει στον Georgk Trakl. Και ο Rimbaud σε μια απο τις "Εκλαμψεις" του με τον τιτλο ANTIQUE προσφωνει τον υιο του Πανος και λεει:
Η καρδια σου χτυπα σ' αυτην την κοιλια οπου κοιμαται το διπλο φυλο.
Στην "Ερημη χωρα" λοιπον συμβαινει μια μιζερη ερωτικη συναντηση αναμεσα σε μια γραμματεα κι εναν νεαρο τραπεζοϋπαλληλο. Μιλα ο Τειρεσιας:
Εγω ο Τειρεσιας, αν και τυφλος, εγω, σφυζοντας αναμεσα σε δυο ζωες,
Εγω ο Τειρεσιας, ενας γερος με ρυτιδιασμενες θηλες
Αντιληφθηκα τη σκηνη και προφητεψα τα υπολοιπα
Κι εγω τον περιμενα τον ερχομενο επισκεπτη
Και λιγο αργοτερα:
Κι εγω ο Τειρεσιας τα προϋπεφερα ολα
Οσα εκτυλιχτηκαν πανω σ' αυτο το ντιβανι η κρεβατι
> Η Αρετουσα στον Ερωτοκριτο:
Για σεναν εγεννηθηκε στον κοσμο το κορμι μου
> "Persona"
Στο εργο του Ingmar Bergman μια ηθοποιος, η Elisabeth Vogler, στη διαρκεια μιας παραστασης παθαινει αφωνια, που συνεχιζει τους επομενους τρεις μηνες, εισαγεται σε μια ψυχιατρικη κλινικη, η διευθυντρια την αναθετει σε μια νεαρη νοσηλευτρια, την Alma, θεωρει πως η Vogler ειναι σωματικα και ψυχικα υγιης, πως κι εδω υποδυεται εναν ρολο, και μετα απο λιγο στελνει και τις δυο στο εξοχικο της. Προς το τελος της διαμονης τους εκει, η Alma μιλα στην Vogler. Αναφερεται στην εποχη του νεογεννητου γιου της Vogler. Ειναι η παρακατω σκηνη.
Μα το βασανο δεν ειχε τελειωσει. Το αγορι κυριευτηκε απο μια κατακλυσμικη και ανειπωτη αγαπη για τη μητερα του. Αντισταθηκες απελπισμενα γιατι ενοιωθες οτι δεν μπορουσες να του την επιστρεψεις. Προσπαθεις ξανα και ξανα ... αλλα οι συναντησεις μαζι του ειναι σκληρες κι αδεξιες. Δεν μπορεις. Εισαι ψυχρη και αδιαφορη. Κι αυτο σε κοιταει. Σε αγαπα κι ειναι μαλακο κι εσυ θελεις να το χτυπησεις που δεν σ' αφηνει σε ησυχια. Σκεφτεσαι πως ειναι αποκρουστικο, με τα παχια χειλη του και το ασχημο σωμα του και με τα υγρα και παρακλητικα του ματια. Σκεφτεσαι πως ειναι αποκρουστικο, και φοβασαι …
Εδω προβαλλει ενα προσωπο, μισο Alma και μισο Vogler:
Η Alma, συγκλονισμενη μ' αυτο που της συνεβη, συνεχιζει:
Οχι. Οχι. Δεν ειμαι σαν κι εσενα. Δεν νοιωθω το ιδιο μ' εσενα. Εγω ειμαι η αδελφη Alma. Ειμ' εδω μονο για να σε βοηθησω. Δεν ειμαι η Elisabeth Vogler. Εσυ εισαι η Elisabeth Vogler. Εγω θα 'θελα να εχω… Εγω αγαπω… Δεν εχω…
Η Alma δεν ερμηνευει. Εξιστορει στην Elisabeth Vogler αυτα που εζησε, τα βλεπει με τα ματια της Vogler, δια στοματος της μιλα η Vogler. Και αξαφνα αυτο που κανει η Alma παιρνει σαρκα και οστα: Μοιραζεται τα ματια της και το στομα της και το προσωπο της.
Η διηθηση της μιας στην αλλη προετοιμαζεται απο προηγουμενα πλανα:
Η Alma εχει προσδεχθει την Vogler στον εαυτο της, της τον δινει ξανα, και παιρνει τον δικο της πισω. Τα τελευταια λογια της μαρτυρουν το ποσο τραγικο, το τι δοκιμασια μπορει καποτε να ειναι αυτο.
> Το ερωτικο Απεναντι δεν ειναι οπωσδηποτε ενα προσωπο. Αφορα την συναντηση με ενα οποιοδηποτε Αλλο. Στους πλατωνικους διαλογους ο Σωκρατης δυο φορες δηλωνει πως η γνωση του δεν ειναι παρα γνωση απο "τα ερωτικα". Η ανεραστη γνωση, η μικροκαρδη σκεψη, και το αντιθετο τους, το συναισθημα που ξεχειλιζει, ειναι καχεκτικα δυσμορφικα καταλοιπα μιας πολυ πλουσιοτερης υποθεσης. Ο Martin Heidegger γραφει σε ενα γραμμα στην γυναικα του:
Το Αλλο, αχωριστο απο την αγαπη μου για σενα και, με αλλο τροπο, απο την νοηση μου, ειναι δυσκολο να ειπωθει. Το ονομαζω Ερωτα, τον πρωτιστο των θεων συμφωνα με τον λογο του Παρμενιδη. Το φτεροκοπημα εκεινου του θεου με αγγιζει καθε φορα που στην νοηση κανω ενα ουσιαστικο βημα και αποτολμω το περασμα στο Απατητο.
Το ερωτικο στοιχειο του λογου διακινειται απο εκεινη την ελλειψη η οποια αντικριζει αυτο που της λειπει στον Αλλο. Τωρα, στο πεδιο της συνομιλιας, στο πεδιο του λογου, στο πεδιο των ηχων η ελλειψη δηλωνεται ως - σιγη. Πως μπορει το ερωτικο στοιχειο του λογου να αναδυεται ως σιγη; Καταρχην η σιγη χρειαζεται να γινει εμπειρατη οχι μεσα απο τον συνηθισμενο στερητικο χαρακτηρα, ως απουσα ομιλια, οχι δηλαδη σε αναφορα προς την ομιλια, αλλα ως αυτη τουτη. Παρακατω θα δοκιμασω να συζητησω αυτην την εμπειρια της σιγης ως σιγης σε διαφορες οπτικες.
> Ξεκιναμε με τις ιαπωνικες καμπανες Dotaku. Κατασκευαστηκαν πριν απο 2000 χρονια, ηταν θαμμενες στο χωμα και - δεν εχουν γλωσσιδι.
Μπορουμε σε μια τετοια καμπανα την σιγη να την ακουσουμε; Αυτη η εμπειρια θα συγγενευε με εκεινη του Martin Heidegger που βρισκει την σιγη, που θα πει γι' αυτον την ουσιωση της γλωσσας, στις στιγμες οπου η λεξη που ζηταμε, μας διαφευγει. Λεει σε μια ομιλια:
Ομως που ερχεται η γλωσσα καθεαυτην ως γλωσσα σε λογο; Παραδοξως εκει οπου για κατι που μας αφορα, μας συμπαρασυρει, μας πιεζει, η μας αναπτερωνει, δεν βρισκουμε την σωστη λεξη. Τοτε, αυτο που εννοουμε, το αφηνουμε αλεκτο και, χωρις να το αναλογιστουμε καλα, περναμε στιγμες οπου απο μακρια η γλωσσα καθεαυτην μας αγγιξε φευγαλεα με την ουσιωση της.
Η καμπανα, οπου αχνομιλα το φαντασμα απ' το γλωσσιδι, η φευγατη λεξη, οπου αχνομιλα το στοιχειωμα της σιγης. Για αυτην την σιγη, που ειναι ενα τριτο περαν παρουσας γλωσσας και απουσας γλωσσας, κανει λογο η καναδη κλασσικη φιλολογος και ποιητρια Anne Carson. Η παρακατω εμπειρια της συγγενευει με αυτην του Heidegger και, βεβαια, εκεινων που κατακευασαν τις καμπανες Dotaku:
Οι περισσοτεροι απο μας, οταν μας δινεται η επιλογη αναμεσα στο χαος [την ελλειψη ονοματων] και την ονομασια, αναμεσα στην καταστροφη και το κλισε [τα ηδη υπαρχοντα ονοματα], θα προτιμουσαμε την ονομασια. Οι περισσοτεροι απο μας το βλεπουμε σαν παιχνιδι μηδενικου αθροισματος - σαν να μην υπηρχε ενας τριτος τοπος να ειμαστε: κατι χωρις ονομα θεωρειται συνηθως πως δεν υπαρχει. Κι εδω ειναι που μπορουμε να διακρινουμε την αγαθοεργια της μεταφρασης. Η μεταφραση ειναι μια πρακτικη, μια στρατηγικη, η κατι που ο Hölderlin αποκαλει "μια ευεργετικη ασκηση του νου,”[15] που μοιαζει να μας δινει εναν τριτο τοπο να ειμαστε. Στην παρουσια μιας λεξης που σταματαει τον εαυτο της, σ' αυτην την σιγη, κανεις εχει την αισθηση οτι κατι μας περασε και συνεχισε να προχωρα, οτι καποια δυνατοτητα απελευθερωθηκε.
> Στην μουσικη υπαρχουν οι παυσεις. Ο Debussy ελεγε οτι η μουσικη δεν ειναι στις νοτες αλλα στα διαστηματα μεταξυ τους. Οι αηχες στιγμες, λεει, συνιστουν την πεμπτουσια της μουσικης. Οταν αναζηταμε την μελωδια, δηλαδη μια μουσικη συνεχεια, μια αφηγηση, η σιγη χανεται. Στο παρακατω παραδειγμα δοκιμαστε να μενετε στις παυσεις χωρις να τις θεωρησετε μεταβατικο διαστημα για την επομενη νοτα. Δοκιμαστε να κατοικειτε τις παυσεις: Arvo Pärt, Psalom.
> Ο Samuel Beckett χρησιμοποιει για το ζητουμενο στο εργο του την εκφραση "a literature of the unword", μια λογοτεχνια της μη-λεξης. Σε ενα γραμμα απο το 1937 λεει:
Καθως δεν μπορουμε να εξαλειψουμε την γλωσσα μια κι εξω, τουλαχιστον θα 'πρεπε να κανουμε ο,τι περνα απ' το χερι μας που θα μπορουσε να συμβαλει στο να περιπεσει στην ανυποληψια. Να ανοιγουμε μεσα της την μια τρυπα μετα την αλλη μεχρις οτου αυτο που παραμονευει μεσα της - ειτε ειναι ενα κατι ειτε ενα τιποτα - να αρχισει να διαρρεει· δεν μπορω να φανταστω υψηλοτερο στοχο για εναν συγγραφεα σημερα … Υπαρχει κανενας λογος γιατι αυτη η τρομερη υλικοτητα της επιφανειας της λεξης [τα ονοματα που εξαντλουνται στον εαυτο τους, τα συκα συκα και η σκαφη σκαφη] δεν θα μπορουσε να διαλυθει, οπως για παραδειγμα η ηχητικη επιφανεια, ξεσκισμενη απο τεραστιες παυσεις, της Εβδομης Συμφωνιας του Beethoven, ετσι που απο σελιδα σε σελιδα δεν μπορουμε ν' αντιληφθουμε παρα μια ακολουθια ηχων βυθισμενων σε ιλιγγιωδη υψη τα οποια συνδεουν αχανεις αβυσσους σιγης μεταξυ τους;
Η μουσικη ως μελωδια θα ειχε αυτην την "υλικοτητα της επιφανειας" που θα την εκανε στεγανη και αδιαπεραστη. Η μουσικη, στην αλλη της εκδοχη, θα ηταν σιγη καλλωπισμενη με ηχους.
> Τα λογια μας πολλες φορες μας χωριζουν: εγω, εσυ. Και συναμα επινοουμε κατασκευες που μας συνδεουν σε μια, οπως λεμε, σχεση. Ομως καποιες φορες υπαρχει μια ιδιαζουσα εγγυτητα, μια απομακρη εγγυτητα που την φερνουν υπογεια ρευματα, π.χ. οταν κοιμομαστε, και μονο κοιμομαστε, οταν εχουμε περασει νυχτες στο ιδιο κρεβατι. Ετσι και στο κοινο φαγητο. Γι' αυτο παλια ο και νομικα λογος χωρισμου ηταν "ο χωρισμος απο τραπεζης και κοιτης". Την τραπεζα χαρακτηριζει το φαγητο, την κοιτη ο υπνος - δυο καταστασεις που οριζονται απο σιωπη. Φτανουν μεχρι τον θανατο. Στο Fanny και Alexander του Ingmar Bergmann o Oscar, που πεθαινει, λεει στην γυναικα του:
Θα ειμαι πιο κοντα σου τωρα παρα οσο ζουσα
Καποτε μια γυναικα, μου ειπε πως ξυπνησε νωρις, με βαρια διαθεση, και μετα θυμηθηκε πως σημερα θα ερχοταν σε μενα και χαρηκε. Την ρωτησα τι υπαρχει σ' εμενα, σ' αυτον τον χωρο που την εκανε να χαρει. Εδω, ειπε, ολα βαραινουν λιγοτερο, σαν "και τι εγινε...", οχι με την εννοια της υποτιμησης και της αδιαφοριας, αλλα ειναι πιο ελαφρα. Αναφερθηκε σε μια συναντηση μας πριν λιγες εβδομαδες οπου μετα απο λιγο σωπασαμε και οι δυο για ολοκληρη την ωρα. Ηταν, λεει, σαν να καθομασταν αμιλητοι διπλα στη θαλασσα, χαλαρα και ησυχα.
> Ο Byung-Chul Han, στο τελευταιο του βιβλιο, συζηταει ενα σημειο απο το δοκιμιο του ουγγρου συγγραφεα Péter Nádas οπου περιγραφει εναν τοπο με μια παμπαλαιη αγριοαχαδια:
"Απο τοτε που ζω κοντα σ' αυτην την τεραστια αγριοαχλαδια, δεν χρειαζεται πια να φυγω, οταν θελω να κοιταξω κατα περα, η να ανατρεξω πισω στον χρονο." Το χωριο δειχνει μια κλειστη ταξη. Κανει δυνατη μια παραμονη. Δεν χρειαζεται να "φυγεις". Απο την παλια αγριοαχλαδια εκπορευεται μια βαρυτητα η οποια ενωνει τους ανθρωπους και θεσπιζει εναν βαθυ δεσμο. Οι κατοικοι του χωριου συγκεντρωνονται εκει και πιανουν ενα τραγουδι: "Τις ζεστες νυχτες του καλοκαιριου τραγουδουν σιγανα κατω απο την αγριοαχλαδια. Το χωριο τραγουδουσε σιγανα. Σιγουρα δεν ηθελε να διαταραξει την νυχτα υπερ του δεοντος." Σ' αυτον τον τοπο δεν εχει πολλα να επικοινωνησεις. Κανενας θορυβος της επικοινωνιας δεν διαταρασσει την σιγη: "Εχεις την αισθηση οτι η ζωη εδω δεν συνισταται σε προσωπικα βιωματα […] αλλα σε βαθια σιγη. Αυτο ειναι παντως κατανοητο καθως ο ανθρωπος ο προικισμενος με μια ατομικη συνειδηση ειναι αναγκασμενος συνεχως να λεει περισσοτερα απ' οσα ξερει, ενω αντιθετα σ' ενα προμοντερνο περιβαλλον ο καθενας λεει ουσιαστικα λιγοτερα απ' οσα γνωριζουν ολοι."
> Το οτι η σιγη μπορει να ονομαζει το κλιμα στο οποιο ανθει η εγγυτητα του ανεγγιχτου, η "αφανης αρμονια" του Ηρακλειτου, το γνωριζε και ο πρωιμος Heidegger. Οντας καθηγητης στο Freiburg στον Μελανα Δρυμο, ειχε δυο προσκλησεις να αναλαβει την εδρα της Φιλοσοφιας στην πρωτευουσα, στο Βερολινο, που απερριψε. Με αφορμη λοιπον την δευτερη προσκληση το 1933 εγραψε ενα μικρο κειμενο με τιτλο Δημιουργικο τοπιο: Γιατι παραμενουμε στην επαρχια; Εδω λεει τα εξης:
Ο ανθρωπος της πολης θεωρει οτι ερχεται "σ' επαφη με τον λαο" οταν καταδεχτει να εχει μια μεγαλη κουβεντα με εναν χωρικο. Οταν το βραδυ στο διαλειμμα της εργασιας καθομαι με τους χωρικους στον παγκο διπλα στη σομπα, η στο τραπεζι κατω απο τον Εσταυρωμενο, τοτε ως επι το πλειστον δεν μιλαμε καθολου. Καπνιζουμε σιωπηλοι τα τσιμπουκια μας. [...] Οι ανθρωποι των πολεων συχνα απορουν για την μακροχρονη, μονοτονη μονηρη διαβιωση με τους χωρικους μες στα βουνα. Ομως αυτο δεν ειναι μοναξια αλλα βεβαιως μοναχικοτητα. Στις μεγαλες πολεις ο ανθρωπος ευκολα μπορει να ειναι τοσο μονος οσο σχεδον π ο υ θ ε ν α α λ λ ο υ. Ομως εκει ποτε δεν μπορει να ειναι μοναχικος. Διοτι η μοναχικοτητα εχει την αρχεγονη εγγενη δυναμη που δεν μας απομονωνει αλλα ριπτει το ολο Dasein περα στην ευρεια εγγυτητα την ουσιωσης ολων των πραγματων.
Η μοναχικοτητα του Heidegger δεν ειναι μοναξια. Αντιθετως εδω συμβαινει Συνειναι. Συνειναι δεν θα πει "μαζι". Εννοει, με μια εκφραση του Byung-Chul Han, ενα μεγιστο συνυπαρξης με ενα ελαχιστο συσχετισης. Εννοει, οπως γυρω απο την αγριοαχλαδια, η στο καπηλειο του Μελανα Δρυμου, μια κοινοτητα χωρις επικοινωνια. Στην γλωσσα του Heidegger εννοει μια φιλοτητα ως αλληλεχεια του ξενου, ως κρατος της ξενωσης.
Friedrich Hölderlin:
Κι αγνωροι μεταξυ τους μενουν, ενοσω στεκουν, οι γειτονικοι κορμοι.
Και ο Γιωργος Σεφερης:
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια
και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες.
> Πως επιτελειται το συν- αυτης της συνυπαρξης; Το βιβλιο της Anne Carson Plainwater εχει ενα κεφαλαιο που επιγραφεται Η ζωη των πολεων. Στην εισαγωγη σ' αυτο το κεφαλαιο οριζει τις πολεις ως την ψευδαισθηση οτι τα πραγματα καπως συναρτωνται μεταξυ τους, και προφανως εννοει την συναρτηση των πραγματων μεταξυ τους στην κατευθυνση της συνυπαρξης που αναφερθηκε, καθως διαλεγει ως παραδειγμα δυο ετεροκλητα πραγματα, που θυμιζουν καπως το ζευγαρι πεταλουδα και Tsuang Tsi: το αχλαδι μου, ο χειμωνας σου. Λιγο παρακατω συνεχιζει:
Κι αν ξεστρατισεις στην πολη οπου αχλαδια και χειμωνας ειναι παραλλαγες του ενος για το αλλο; Μπορεις να φας χειμωνα; Οχι. Μπορεις να ζησεις εξι μηνες μεσα σ' ενα παγωμενο αχλαδι; Οχι. Ομως εχει ενα μερος, το ξερω το μερος, οπου θα σταθεις και θα δεις αχλαδι και χειμωνα παραδιπλα το ενα στο αλλο οπως τοιχοι στεκουν παραδιπλα στη σιγη. Μπορεις να στιξεις τον εαυτο σου ως σιγη; Θα δεις τα ορια να αποκοβονται απο σενα, πισω σ' εναν κοσμο αλλου ειδους - πισω σε πραγματικη κενοτητα, θα 'λεγαν καποιοι.
Απο την ιδια περιοχη μιλουν δυο λογοι ακομα. Ο πρωτος ειναι του συστριακου συγγραφεα Peter Handke:
Ενα σημαδι του πνευματος ειναι επισης: η αφανης, αρρητη ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
Ο δευτερος ειναι του ποιητη Paul Celan απο το ποιημα Τοσα αστρα:
ξερω, / ξερω και ξερεις, ξεραμε, / δεν ξεραμε, / αλλωστε εδω ειμασταν κι οχι εκει, / και καποτε, οταν / μονο το τιποτα εστεκε μεταξυ μας, βρισκαμε / ο ενας τον αλλο ολοτελα.
Τι χαρακτηριζει τις καμπανες, την μουσικη, τα λογια που μετεωριζονται στην σιγη; Στην οχι πλεον τρομακτικη αλλα ερασμια σιγη; Και καταρχην σε τι διαφερουν αυτα τα πραγματα απο τις καμπανες π.χ. που σημαινουν τον εσπερινο, την σταυρωση και την ανασταση, απο τις μελωδιες που μας συγκινουν και μας παρασερνουν, απο τα λογια με τα οποια επικοινωνουμε με νοημα;
Σ' αυτην την διαφορα αναφερεται ο Martin Heidegger στο Ειναι και Χρονος, οταν αντιπαραβαλλει Φαινομενο (Phänomen) και Εμφανιση (Erscheinung). Το φαινομενο ειναι
Αυτο που δειχνεται, οπως δειχνεται αφ' εαυτου, να αφεθει να ιδωθει αφ' εαυτου. (σ. 34)
Συνηθως αυτο δεν συμβαινει. Διοτι το φαινομενο μενει συγκαλυμμενο στην εμφανιση. Ο Heidegger φερνει ενα παραδειγμα:
Σε εναν ορισμενο φωτισμο κανεις μπορει να φανει σαν να ειχε κοκκινισμενα μαγουλα, κι αυτο το κοκκινο που δειχνεται μπορει να εκληφθει ως δηλωση της παρουσιας πυρετου, κατι παλι που απο την πλευρα του υπονοει μια διαταραχη στον οργανισμο.
Η "εμφανιση" δεν στεκει απο μονη της. Παραπεμπει, τελικα, στο φαινομενο:
Φαινομενο - το δειξιμο αφ' εαυτου - σημαινει εναν διακριτο τροπο συναντησης απο κατι. Εμφανιση αντιθετως [π.χ. τα κοκκινα μαγουλα] εννοει μια οντικη παραπεμπτικη αναφορα, στο ιδιο το ον, και μαλιστα ετσι ωστε το παραπεμπον (το δηλουν [εδω η διαταραχη στον οργανισμο]) μπορει να επαρκεσει για την λειτουργια του οταν δειχνεται αφ' εαυτου, ειναι "φαινομενο". (σ. 31)
Το φαινομενο "δειχνεται αφ' εαυτου", δηλαδη δεν συνιστα παραπομπη, οπως τα κοκκινα μαγουλα συνιστουν παραπομπη της "διαταραχης του οργανισμου". Το φαινομενο, μη οντας παραπομπη, επαρκει στον εαυτο του. Εαν Φαινομενολογια θα πει
ἀποφαίνεσθαι τὰ φαινόμενα (ο.π.)
τοτε αυτο το ἀποφαίνεσθαι θα ηταν ενας λογος που δεν θα εκπορευονταν απο εμας. Το "τα φαινόμενα" θα μπορουσε να μην ειναι το αντικειμενο της αποφανσης, αλλα τροπον τινα το υποκειμενο, δηλαδη τα φαινομενα, καθοτι δεικνυμενα αφεαυτων, να αναλαμβανουν αυτα τον λογο, αυτα τα ιδια να αποφαινονται. Δεν ηταν αγνωστο στον Heidegger, καθως εγραφε π.χ.: στον Χωραφοδρομο:
Στο μεταξυ η σκληροτητα και η οσμη του ξυλου αρχισαν να μιλουν ευληπτοτερα για την αργη σταθεροτητα με την οποια το δεντρο μεγαλωνει. Η ιδια η βελανιδια μιλουσε κι ελεγε πως μονο σε μια τετοια βλαστηση θεμελιωνεται ο,τι διαρκει και καρπιζει: πως βλασταινω θα πει: ανοιγομαι στην εκταση του ουρανου και συναμα ριζωνω στο σκοταδι της γης.
"Η ιδια η βελανιδια" ειναι το φαινομενο που αποφαινεται. Αποφαινεται τον εαυτο του. Σκληρη, μιλα παυοντας τον εαυτο της, δηλαδη χωρις κανενα "γιατι", χωρις κανενα "για που". Ομως αυτο το "κανενα" δεν ειναι μηδενιστικη αρνηση. Σ' αυτο το "κανενα" αντιλαλει η σιγη της παυσης στον εαυτο της. Η κοσμολογια του ανοιγματος στην εκταση του ουρανου και του ριζωματος στο σκοταδι της γης εδω σημαινεται στην γλωσσα της βελανιδιας.
Η σιγη μπορει καποτε να μιλα με εικονες. Παραδειγμα το Πορτραιτο του Παπα Ιννοκεντιου Χ του Velazquez:
Απαντωντας σ' αυτον τον πινακα, ο Francis Bacon εκανε μια σειρα πορτραιτων του Παπα, μεταξυ των οποιων και αυτο:
Η Anne Carson σχολιαζει:
Δεν ενδιαφερεται να απεικονισει βιαιες καταστασεις και υποτιμα τα δικα του εργα που το κανουν αυτο ως "αισθηματικα". Θελει να μεταφερει την κατασταση, οχι το αισθηματικο, να ζωγραφισει την κραυγη, οχι τον τρομο. Και κατανοει την κραυγη στην πραγματικοτητα της, ως ευρισκομενη καπου μεσα στην επιφανεια ενος ανθρωπου που κραυγαζει, η μιας καταστασης αξιο-κραυγαστης. Αν στραφουμε στην μελετη του, του Παπα που κραυγαζει μαζι μ' εκεινη την ζωγραφια που την ενεπνευσε, το Πορτραιτο του Παπα Ιννοκεντιου Χ του Velazquez, μπορουμε να δουμε οτι αυτο που εκανε ο Bacon ειναι να βυθισει τα χερια του στην εικονα του Velazquez, αυτου του βαθια αναστατωμενου αντρα και να βγαλει εξω μια κραυγη που ηδη συμβαινει εκει βαθια μεσα του.
Εκανε μια ζωγραφια της σιγης στην οποια η σιγη ξεσκιζεται σιγαλα οπως λεγεται οτι κανουν οι μαυρες τρυπες στο βαθυ διαστημα οταν δεν βλεπει κανεις.
"Θελει να μεταφερει την κατασταση, οχι το αισθηματικο, να ζωγραφισει την κραυγη, οχι τον τρομο." Αν το δουμε στο σχημα του Heidegger, o τρομος θα ηταν η "εμφανιση", η "παραπεμπτικη αναφορα". Το στον τρομο δηλουμενο λανθανον, σιγαζον "φαινομενο", του οποιου "η σιγη ξεσκιζεται σιγαλα", και αποληγει στο εργο, ειναι η κραυγη. Ο φιλοσοφος βεβαια αναγνωριζει ως "φαινομενο" τελικα μονο το "Ειναι". Στο προηγουμενο παραδειγμα των κοκκινων μαγουλων (εμφανιση) και της διαταραχης του οργανισμου, θα μπορουσαμε να πουμε οτι το φαινομενο που υπολανθανει στην διαταραχη, το φαινομενο στο οποιο παραπεμπει η διαταραχη, ειναι η περατοτητα, η θνητοτητα, ο θανατος, και σ' αυτον παλι υπολανθανει το ιδιο το Ειναι της ανθρωπινης υπαρξης. Η τεχνη συναντα το φαινομενο παντου, σε καθε τι σκληρο που παυει τον εαυτο του, π.χ. στην κραυγη.
Ποια ειναι η διαφορα του πινακα του Bacon απο την απεικονιση μιας αλλης κραυγης, αυτης του Munch;
Ο ανθρωπος του Munch ειναι ολος κραυγη - και τρομος. Τρομος και κραυγη ειναι πασιφανη, ειναι βιωμα. Η κραυγη του Munch ειναι πληθωρικη. Εισαι κι εσυ εκει. Σου δινει την δυνατοτητα να συναισθανθεις.
Η κραυγη του Bacon σε ταξιδευει. Σε ταξιδευει με την αποκοσμη ακινησια της, με την σιγη που ψιθυρισε στα ματια του Bacon οταν σταθηκε απεναντι απο τον πινακα του Velazquez. Φωναζει και συναμα σωπαινει. Σημαινει, κατα Ηρακλειτο - ουτε εκδηλωνεται ουτε κρυβεται. Η κραυγη του Munch δεν ταξιδευει. Παραπεμπει στα δικα σου σωψυχα. Η κραυγη του Munch ειναι "εμφανιση". Η κραυγη του Bacon ειναι "φαινομενο".
Μιλαμε για δυο διαφορετικους τροπους βλεμματος, για διαφορετικα ματια του βλεποντος, που μπορουν να αφορουν και την ψυχοθεραπεια. Τα μεν ακουν την καμπανα της εκκλησιας. Τα δε ακουν την καμπανα διχως γλωσσιδι.
Το φαινομενο παυει τον εαυτο του. Θα πει, δεν ειναιπαραπομπη απ' αλλου, δεν εχει λογια να το εξαντλησουν , δεν εχει βαθυτερο νοημα, μιλαμε για ο,τι ο Jean Baudrillard αποκαλει "επιφανειακη αβυσσο": διανοιγει μια αβυσσο σιγης και μας πεταει, γυμνους, μεσα της.
Ετσι το φαινομενο ειναι οριακη κατασταση. Π.χ. ο θανατος. Ο συνθετης Helmut Lachenmann λεει σε μια συνεντευξη:
Ομως ειναι ενδιαφερον που στον Alban Berg, ο οποιος θεωρουνταν ως ενας απο τους τελευταιους εξπρεσσιονιστες, στις πλεον ακραιες καταστασεις της οπερας [Wozzek] γραφει: "ανεκφραστα". Το ανεκφραστο λοιπον ως η υστατη ριζικη φορμα της διαμεσολαβησης των καταστροφων. Οταν λοιπον λεμε "Ε, συ, η μαμα σου πεθανε", ναι, αυτο δεν λεγεται με εκφραστικοτητα, αυτο ειναι ουτως η αλλως καταστροφικο, μια τετοια ανηκουστη φραση σ' ενα παιδι στην αρχη της ζωης του, ωστε το ανεκφραστο ειναι η μονη αρμοζουσα φορμα της μεσολαβησης.
Αν ομως μιλαμε για μια εμπειρια που ξεπερνα τα ανθρωπινα μετρα, εμπειρια ανειπωτη, τοτε δεν υπαρχει καμια ανθρωπινη συμπεριφορα που να της ανταποκρινεται επαρκως. Ατοπες ειναι και οι τσιριδες στις παραστασεις της αρχαιας ελληνικης τραγωδιας. Σε καταστασεις της καθημερινης ζωης κραυγες και τσιριδες και χειροδικιες ειναι περισσοτερο σημαδια αμηχανιας για εμπειριες που ξεπερνουν τον εκαστοτε ενεχομενο ανθρωπο. Σημαδια μιας αβυσσαλεας σιγης που ματαια φλυαρεις, φωνασκεις για να την σιγασεις.
Ο μουσικολογος Θρασυβουλος Γεωργιαδης εμπειραται την σιγη σε ο,τι αποκαλει "το πραγματικο", το οποιο ειναι "σκληρο", καθοτι κανεις "προσκρουει" επανω του. Ο Γεωργιαδης βλεπει την επαρκη ανταποκριση στο "πραγματικο", περα απο την φλυαρια και τις φωνασκιες, στο εργο τεχνης. Ας θυμηθουμε και παλι τον Bacon, την παρασταση της κραυγης, οχι του τρομου. Στο εργο, οπου προβαλλει το "πραγματικο", ο Γεωργιαδης αποκτα μια γνωση του "(οτι) ΕΙΝΑΙ", στον αποηχο του Παρμενιδη. Στο βιβλιο του Ονομασια και Ηχος γραφει:
Ετσι ασχολουμαι με την περιοχη η οποια συνηθως καταγραφεται με την λεξη "τεχνη". Αυτο το φαινομενο, το μοναδικο, το ιδιαιτερο, δεν αναγεται σε κατι αλλο - σε κατι γενικο, σε εννοιες, σε ιδεες, στο λογικο. Η τεχνη ως το πραγματικο ειναι "σκληρη". "Σκληρη" με την εννοια οτι προσκρουομε πανω του και με την εννοια οτι μας κανει σκληρους, οτι δεν μας επιτρεπει κανενα αλλοθι, οτι δεν μπορουμε να το παρακαμψουμε, δεν μπορουμε να το ενσωματωσουμε σε κατι αλλο. Ξεκινα απο το "εργο" ως το χαρακτηριστικο του ανθρωπου διοτι μονον εκει μπορει η ασαφης γνωση του [οτι] ΕΙΝΑΙ να μεταβληθει σε σαφη. [σ. 160]
Φαινομενα, μ' αυτην την εννοια, ειναι για τον Γεωργιαδη ο "θεος", η "θεα των αστρων", ο "ηχος της πεμπτης" (σ. 11). Ο ηχος της πεμπτης, το μουσικο διαστημα που εκτεινεται σε πεντε νοτες, για παραδειγμα Λα-Μι. Το ακουμε στο ξεκινημα του Scarborough fair:
Αν ακουσουμε την πεμπτη στο you...going επανειλημμενα, τοτε αυτο το διαστημα αποκτα μια δικη του υποσταση, αποκαλυπτεται ως οντοτητα, σαν σπιτι που στεγαζει τις νοτες, αρχιζει και τελειωνει στον εαυτο του, με μια εκφραση της Carson "παυει τον εαυτο του", γινεται, με την λεξη του Γεωργιαδη, "σκληρο":
Στο εργο του Pablo Neruda Canto General, στο ποιημα America Insurrecta (Επαναστατημενη Αμερικη), υπαρχει ο στιχος
Σκληρη ειναι η αληθεια σαν αροτρο
Ο Neruda δεν το εννοουσε ετσι, ομως καπως ετσι το ακουγα εγω, και με συγκινουσε απο παλια:
Fue dura la verdad como un arado
Θα μπορουσαμε να πουμε οτι η σιγη ως ονομασια προελευσης του φαινομενου, αντηχει και στο αμεταφραστο μιας λεξης η οποια, ως αμεταφραστη, ειναι επισης "σκληρη", "παυει τον εαυτο της". Η Carson φερνει ενα τετοιο παραδειγμα:
Στο πεμπτο βιβλιο της Οδυσσειας, οταν ο Οδυσσεας προκειται να συναντησει μια μαγισσα ονοματι Κιρκη, που ξερει να κανει τους ανθρωπους γουρουνια, παιρνει απο τον θεο Ερμη ενα βοτανο να το χρησιμοποιησει εναντια στα μαγια της:
"Ετσι μιλωντας ο Ερμης, μου εδωσε το φαρμακο
τραβωντας το απο το χωμα και μου εδειξε την φυση του:
στην ριζα ητανε μαυρο, μα σαν γαλα ηταν το ανθος.
ΜΩΛΥ το αποκαλουν οι θεοι. Και ειναι πολυ δυσκολο να το εξορυξεις
για θνητους ανθρωπους. Ομως οι θεοι μπορουνε να κανουν τετοια πραγματα."
ΜΩΛΥ ειναι μια απο διαφορες περιστασεις στα ποιηματα του Ομηρου για ο,τι αποκαλει "γλωσσα των θεων". Στα επη υπαρχουν μια χουφτα ανθρωποι, η πραγματα που εχουν αυτου του ειδους το διπλο ονομα. Η Γλωσσολογια τεινει να βλεπει σ' αυτες τις λεξεις ιχνη καποιου παλαιοτερου στρωματος της Ινδο-Ευρωπαϊκης που διατηρηθηκε στην Ελληνικη του Ομηρου. Οπως και να'χει, ο Ομηρος, οταν επικαλειται την γλωσσα των θεων, συνηθως σου λεει και την θνητη μεταφραση. Εδω οχι. Θελει η λεξη του να περιπεσει στην σιωπη. Εδω ειναι τεσσερα γραμματα του αλφαβητου, μπορεις να τα προφερεις, ομως οχι να τα ορισεις, να τα κανεις κτημα σου, η να τα χρησιμοποιησεις. Δεν μπορεις να ψαξεις γι' αυτο το φυτο στην ακρη του δρομου, η να το γκουγκλαρεις και να βρεις που να αγορασεις μερικα. Το φυτο ειναι ιερο, η γνωση ανηκει στους θεους, η λεξη παυει τον εαυτο της. Ειναι σχεδον σαν να αντικρυζες το πορτραιτο καποιου - οχι ενος διασημου, αλλα καποιου που θα αναγνωριζες αν εβαζες το μυαλο σου να δουλεψει - και καθως το περιεργαζεσαι απο πιο κοντα βλεπεις, στο σημειο που θα επρεπε να ειναι το προσωπο, μια πιτσιλια λευκης μπογιας. Ο Ομηρος πιτσιλισε με λευκη μπογια, οχι τα προσωπα των θεων αλλα την λεξη τους. Τι κρυβει αυτη η λεξη; Ποτε δεν θα μαθουμε. Ομως και παλι εκεινη η μουτζουρα στον καμβα λειτουργει ετσι ωστε να μας υπενθυμιζει κατι σημαντικο γι' αυτα τα μπερδευτικα πραγματα, τους θεους των επων, που δεν ειναι σταθερα μεγαλυτεροι, δυνατοτεροι, ευφυεστεροι, συμπαθεστεροι, η ομορφοτεροι απο τους ανθρωπους, που ειναι οντως ανθρωπομορφικα κλισε περα για περα, και παλι που εχουν μια διαφυγη στο μανικι τους - την αθανασια. Ξερουν πως να μην πεθαινουν. Και ποιος θα μπορουσε να πει κατι αλλο απο το οτι τα τεσσερα αμεταφραστα γραμματα ΜΩΛΥ θα ηταν ο τοπος στον οποιο κρυβεται μια τετοια γνωση.
Στο αμεταφραστο υπαρχει μια ελξη που σε ελκει και σε τρελαινει, στη λεξη που διαβαινοντας προχωρα σιωπηλη.
[...]
Στην παρουσια μιας λεξης που παυει τον εαυτο της, σ' εκεινη την σιγη, κανεις εχει την αισθηση πως κατι μας περασε και συνεχισε να προχωραει, πως απελευθερωθηκε μια δυνατοτητα.
Θυμιζω και παλι την φραση του Heidegger:
Ομως που ερχεται η γλωσσα καθεαυτην ως γλωσσα σε λογο; Παραδοξως εκει οπου για κατι που μας αφορα, μας συμπαρασυρει, μας πιεζει, η μας αναπτερωνει, δεν βρισκουμε την σωστη λεξη. Τοτε, αυτο που εννοουμε, το αφηνουμε αλεκτο και, χωρις να το αναλογιστουμε καλα, περναμε στιγμες οπου απο μακρια η γλωσσα καθεαυτην μας αγγιξε φευγαλεα με την ουσιωση της.
Και στα καθ' ημας: Το "Σ' αγαπω" ειναι μια λεξη που παυει το εαυτο της, και μ' αυτην την εννοια ειναι σκληρη. Και το "Δεν σ' αγαπω" επισης, οταν φτασει η ωρα του.
Σκληρα ειναι τα ονειρα. Αντιστοιχα με την εμπειρια του Heidegger για την ουσια της γλωσσας, ας αναλογιστουμε τις περιπτωσεις οπου ξερουμε πως ονειρευτηκαμε, ομως το τι ονειρευτηκαμε μας διαφευγει. Μηπως σ' εκεινη την αισθηση ειναι που σημαινει (λεγεται και συναμα κρυβεται - Ηρακλειτος) το ονειρο ως ονειρο; Ελευθερο απο τα συμβαντα του, την ιστορια του; Παυοντας στην σιγη του; Προβαλλοντας-Κρυπτομενο, ως - φαινομενο;
Σκληρο ειναι το καθε τι που δεν οριζουμε εμεις, αλλα - ερχεται, μας συμβαινει. Κι αυτα ειναι πολυ περισσοτερα απο ο,τι νομιζουμε. Heidegger:
Ποτε δεν φθανουμε σε σκεψεις.
Αυτες ερχονται σ εμας.
Στην "Καταιγιδα" του Shakespeare λεει ο Prospero:
Ειμαστε απο υλικο σαν αυτο που ειναι φτιαγμενα τα ονειρα, κι η μικρη μας ζωη κυκλωνεται απο εναν υπνο.
Για κατι σκληρο μιλα και το ποιημα του Γιωργου Σεφερη Ο τελευταιος σταθμος. Γραφηκε στο Cava dei Tirreni, μικρη πολη διπλα σ' ενα ιταλικο λιμανι, στις 5 Οκτωβριου ’44, λιγες μερες πριν απο την επιστροφη της εξοριστης ελληνικης κυβερνησης στην απελευθερωμενη Ελλαδα. Το ποιημα μιλα για μια φρικη - τις "δημοσιες αμαρτιες" των αρχοντων, το φονικο του πολεμου. Μιλα και για ηρωες. Ομως πουθενα δεν εχει κρεσεντα και κραυγες. Το ποιημα μιλα "με παραμυθια και παραβολες". Η φρικη παυει τον εαυτο της. Η φρικη, λεει ο Σεφερης,
δεν κουβεντιαζεται γιατι ειναι ζωντανη
γιατι ειναι αμιλητη και προχωραει
Ειναι "αμιλητη": δεν κοινωνειται με την ομιλια. Ο τοπος της ειναι ενα Αλλο, ανειπωτο, με το οποιο δεν ειναι δυνατη καμια συνδιαλλαγη, καμια συνομιλια. Ειναι "ζωντανη (…) και προχωραει": Αν ο ανθρωπος ειχε μια απαντηση στην φρικη, αυτη η απαντηση θα υποδεχονταν την φρικη, θα την φιλοξενουσε, θα την στεγαζε. Θα ειχε απαντηση για τα πως και τα γιατι. Απαντηση δεν εχει, δεν μπορει να την εχει. Γι' αυτο η φρικη του "Τελευταιου σταθμου" ειναι "φαινομενο": προσπερνα τα ανθρωπινα μετρα και προχωραει ακαθεκτη.
Σ' αυτα τα μερη οι ψυχολογισμοι ειναι ατοποι και παραπλανητικοι διοτι επινοουν συνδεσεις, ερμηνειες, καθε ειδους παραπομπες, κι ολες αυτες οι φλυαριες χανονται στο αχανες διαστημα, στην αχανη αβυσσο της σιγης απ' οπου δεν ερχεται καμια απαντηση. Εκει που τα πραγματα ξεπερνουν τα ανθρωπινα μετρα, ο ανθρωπος δεν αρμοζει να δηλωνεται, να υψωνει απεναντι τους ενα αναστημα που ειναι μοιραια στραβοχυμενο και φαλτσο. Τα πραγματα που σε ξεπερνουν, αναγνωρισε τα, δειξε τα, ονομασε τα, στην τεχνη, στον λογο και συναμα μενε εσυ αδηλος. Θα ηταν αυτο που οι Αρχαιοι αποκαλουσαν αιδως.
Καποια ψυχοθεραπευτικα στιγμιοτυπα οπου οι λεξεις παυουν τον εαυτο τους:
[Θελει να γραψει κατι για την αδελφη του, που πεθανε νεα]
- Οχι για μενα, για να εξιλεωθω εγω, αλλα γι' αυτην. Για ν' ανασανει.
- Γιατι τα λεμε νησια; Αφου τα λεμε νησια.
- Πειτε μου τι να κανω με τον φοβο μου.
- Να φοβαστε.
- Σαν να ξεβουλωσαν τ' αυτια μου και την ακουσα [να του αρνειται αγκαλια, προστασια]. Τερμα τα τηλεφωνα, τα "γιατι δεν μ' αγαπας;" Ετσι, διχως γιατι.
[Μια γυναικα, για το τι εμαθε στην αναλυση.]
- Την ανοιχτοτητα για το κουφο.
Οι λεξεις παυουν τον εαυτο τους
Λογια που παυουν τον εαυτο τους. Σε λεξη στερεοποιημενη σιγη. Το ερωτικο παιχνιδι μιληματος και σιγης. Carson:
η αληθινη σχεση αναμεσα στην ομιλια και στην σιγη, [...] ειναι ενα θεμα τοσο λεπτο που αγγιζει το παραδοξο. "Οι θνητοι μιλουν καθοσον ακουν" λεει ο Heidegger σε ενα απο τα δοκιμια του για την γλωσσα. Αυτο ειναι στιλ ενος φιλοσοφου να πει κατι που ενας ποιητης θα διατυπωνε αναποδα. "ακουσε [...] με το στομα σου", λεει ο Paul Celan.
Η Alma. Εχει η Vogler πει κατι στην Alma; Οχι. Και ομως η Alma την ακουσε. Ομως ειναι καν σωστο να μιλαμε πλεον για Alma και Vogler; Θυμηθειτε εκεινο το διπλο προσωπο, εκεινο το ερωτικο προσωπο.
Ποια ακουει εδω; Ποια μιλαει εδω; Τετοιες ερωτησεις ειναι ατοπες, γιατι δεν προκειται για δυο μεταξυ τους αφορισμενα ατομα. Και παλι δεν συντηκονται σε ενα. Υπαρχει ενα τιποτα μεταξυ τους, που φερνει στον νου εκεινους τους στιχους του Celan:
και καποτε, οταν / μονο το τιποτα εστεκε μεταξυ μας, βρισκαμε / ο ενας τον αλλο ολοτελα
Απο τον Ηρακλειτο ακουσαμε το ζευγαρι αθανατοι-θνητοι να μεταλλασσεται, φιλοξενα, η ερωτικα, που ειναι το ιδιο: Οι αθανατοι εχουν αναλαβει να επιβιωνουν τον θανατο των θνητων, οι θνητοι εχουν αναλαβει την αποβιωση της ζωης των αθανατων. Ετσι κι εδω. Ο Bergmann, σε μια αριστουργηματικη στιγμη, αφηνει να αναδυθουν η Vogler-Alma και η Alma-Vogler. Γι' αυτο και η Vogler-Alma ακουει την Alma-Vogler, και την ακουει - με το στομα της.
Αυτο το θεμα επανερχεται 16 χρονια αργοτερα στην ταινια του Bergmann Fanny και Alexander. Σε ενα σημειο του εργου τα δυο παιδια φιλοξενουνται στο σπιτι του Isak, εβραιου παλαιοπωλη και φιλου της οικογενειας, οπου και ζει με τους ανεψιους του Aron Retzinsky, παικτη κουκλοθεατρου, και Ismael Retzinsky, παραφρονα που μενει εγκλειστος σε ενα δωματιο. Ενα βραδυ ο Alexander συναντα τον Ismael. Διαμειβεται ο εξης διαλογος:
ISMAEL Γραψε το ονομα σου εδω. Το μολυβι ειναι αξυστο, μα και παλι θα κανει τη δουλεια του.
ALEXANDER Να, Alexander Ekdahl.
ISMAEL Τωρα διαβασε τι εγραψες.
ALEXANDER Λεει "Ismael Retzinsky."
ISMAEL Ισως ειμαστε το ιδιο προσωπο, χωρις ορια. Ισως κυλαμε ο ενας μες απ' τον αλλο. Ρεουμε ο ενας μες απ' τον αλλο απεριοριστα και υπεροχα.
Ο Ismael του μιλαει για συμβαντα στο σπιτι του Alexander που ελαβαν χωρα στην διαρκεια της απουσιας του. Ο Alexander σε καποια στιγμη λεει:
Μη μιλας ετσι.
Και ο Ismael:
Δεν ειμαι εγω που μιλω. Εισ' εσυ ο ιδιος.
Οι σχετικες σκηνες ειναι παρομοιες με τις προηγουμενες που διαμειφθηκαν στο Persona αναμεσα στην Alma και στην Fogler:
Το εν λογω φαινομενο αναδυεται στις ευτυχεις ωρες της λεγομενης θεραπευτικης σχεσης. Σ' αυτην την συνομιλια γινομαι, οχι δεν γινομαι, το σωμα μου εχει παρει κατι απο αυτο του πελατη μου, οχι τοσο τα λογια του οσο - την κινηση, το υφος, την αυρα - τις σιωπες του, που καποτε μιλουν. Οι σιωπες αυτες εχουν τον χαρακτηρα των σηματων, οπως τα εννοει ο Ηρακλειτος - ουτε λεγουν ουτε κρυβουν αλλα - σημαινουν: λογος και σιγη συνερχονται οπως οι μορφες Alma-Vogler και Ismael-Alexander.
Μιλαει αληθινα αυτος που μιλαει σκιες
γραφει ο Paul Celan.
Ετσι, απο αυτην την θεση, απο αυτην την διαθεσιμοτητα, του μιλω και ειναι αυτος που μιλα - δια στοματος μου, και μιλα οπως δεν εχει μιλησει μεχρι τωρα ποτε. Τοτε ειναι που γινομαι ακουστης. Δεν σωπαινω καταρχην οταν δεν βγαινει ηχος. Σωπαινω οταν του μιλω και ειναι αυτος που μιλα δια στοματος μου. Διοτι τοτε δεν λεω, εγω, τιποτα. Μιλωντας, οχι σ' αυτον αλλα για αυτον, εγω, ως εγω, σωπαινω. Ειναι το ερωτικο της συνομιλιας μας. Γι' αυτο και κλεινω μια παλαιοτερη ομιλια με την φραση
Και στο τελος μια τετοιας ωρας, οταν αποχαιρετω, εχω την αισθηση πως τελειωσε μια ερωτικη συνευρεση.
Το ακουσμα ειναι μορφη του ερωτα.
Λεξεις που παυουν τον εαυτο τους. Οταν συμβαινει, συμβαινει τοσο εναργεστερα οσο καθαροτερα ειναι τα ορια λογου και σιωπης. Διαφορετικα τοσο ο λογος οσο και η σιγη ηχουν σαν ξεκουρδιστο οργανο. Οι Αρχαιοι αποκαλουσαν την επιτευξη αυτου του οριου ἀκρίβεια.
η αληθινη σχεση αναμεσα στην ομιλια και στην σιγη [...] ειναι η ουσια της ακριβειας
γραφει η Carson. Δεν μιλαμε λοιπον για την επιστημονικη ακριβεια, ουτε για αυτην του χειριστη μηχανων και συσκευων. Η Carson αναγνωριζει την ακριβεια ως εντοπιζομενη στην σχεση ομιλιας και σιγης. Αν τωρα το ακουσμα ειναι μιλημα, ποτε ακουω; Δηλαδη, ποτε μιλω; Και ποτε σωπαινω; Ποτε κινουμαι με τεχνη επανω στα ορια ομιλιας και σιωπης;
Το μαντειο των Δελφων ειχε αποφανθει καποτε οτι ο Σωκρατης ειναι ο σοφοτερος ολων. Στην Απολογια ο Σωκρατης συνεχιζει:
[21b] καθως τα ακουσα αυτα αναλογιστηκα: "Μα τι λεει ο θεος; Μα και τι υπαινισσεται; Γιατι εγω εχω επιγνωση πως δεν ειμαι ουτε πολυ ουτε λιγο σοφος. Μα τι λεει οταν αποφαινεται οτι ειμαι ο πιο σοφος; Σιγουρα δεν μπορει να ψευδεται, δεν του αρμοζει αυτο." Και πολυ χρονο απορουσα, μα τι λεει. Επειτα με πολλη διστακτικοτητα τραπηκα προς την αναζητηση του καπως ετσι: Πηγα σε καποιον απ' αυτους που θεωρουνται σοφοι, [21c] με την σκεψη οτι προπαντων εκει θα ελεγχα το μαντειο και θα εδειχνα στον χρησμο "αυτος ειναι σοφοτερος απο μενα, ενω εσυ ειπες πως ειμαι εγω." Λοιπον, Αθηναιοι, διερευνωντας αυτον [...] και συνδιαλεγομενος μαζι του, μου φανηκε πως αυτος ο ανδρας θεωρουνταν πως ειναι σοφος απο πολλους, και πολυ περισσοτερο απο τον ιδιο τον εαυτο του, ομως δεν ηταν. Και κατοπιν αποπειραθηκα να του δειξω οτι νομιζει μεν πως ειναι σοφος, ομως δεν ειναι. [21d] Και απο κει εγινα απεχθης σ' αυτον και σε πολλους απο τους παροντες. Και φευγοντας αναλογιζομουν οτι ειμαι σοφοτερος απ' αυτον τον ανθρωπο. Γιατι κανεις μας δεν γνωριζει σχεδον τιποτα καλο και αγαθο, ομως αυτος θεωρει πως γνωριζει κατι, χωρις να γνωριζει, οπου εγω, καθως δεν γνωριζω, ουτε και θεωρω πως γνωριζω. Μοιαζει λοιπον να ειμαι σοφοτερος απ' αυτον ως προς κατι μικρο, οτι αυτα που δεν γνωριζω δεν θεωρω πως τα γνωριζω.
Η ακριβεια του Σωκρατη συνισταται στο οτι επιζητει την διαφορα αυτου που γνωριζει, δηλαδη του λογου, και αυτου που δεν γνωριζει, δηλαδη αυτου που σιγαζει, που παυει τον εαυτο του. Και τι τον καθοδηγει στην αναγνωριση της διαφορας; Ειναι αυτο που αποκαλει δαιμόνιον. "Δαίμων" στους Αρχαιους ειναι μια αλλη λεξη για τον θεο. "Δαιμόνιον" ειναι μικρος θεος. Ο Σωκρατης αναφερεται στο δικο του δαιμονιο δυο φορες, στον Φαῖδρο και στην Ἀπολογια. Εδω μιλα για
εκεινο που πολλες φορες ηδη και σε πολλα μερη με εχετε ακουσει να λεω, οτι μεσα μου συμβαινει κατι θεϊκο και δαιμονιο, μια φωνη [...] η οποια, οποτε συμβαινει, παντοτε με αποτρεπει απο κατι που προκειται να κανω, και ποτε δεν με προτρεπει σε τιποτα.
Σε ενα αποσπασμα της Σαπφους εχει παραδοθει ενας διαλογος. Καποιος, πιθανον ο ποιητης Αλκαιος, λεει:
Θα 'θελα κατι να πω, ομως η αιδως μ' εμποδιζει...
Η ποιητρια απαντα:
Αν σε κινουσε μια ευγενης, η ωραια ορμη, κι αν η γλωσσα δεν απετρεπε να ειπωθει κατι κακο, η αιδως δεν θα καταλαμβανε τη ματια σου, και ο,τι θα ηταν δικαιο να το πεις, θα το ελεγες.
Στην απαντηση της Σαπφους η αιδως απαγορευει στον Αλκαιο να πει κατι κακο. Αναστελλει την ορμη που δεν ειναι "ευγενης", η "ωραια", δεν της επιτρεπει να διαπερασει το "ἕρκος ὀδόντων", το φραγμα των δοντιων και να γινει εμφωνη.
Η ακριβεια, τοσο στο δαιμονιον του Σωκρατη οσο και στην αιδω της Σαπφους, δεν επιτυγχανεται με την ανθρωπινη προθεση και προσπαθεια, αλλα αντιθετα με την υπακοη, υπ-ακοη, σε μια υπαγορευση η οποια δεν δειχνει δρομους αλλα κοβει δρομους. Ειναι αποτρεπτικη.
Ενα εκπληκτικο αποσπασμα απο τον Αναξιμανδρο κανει λογο για τα οντα και για την συμπεριφορα μεταξυ τους, μια συμπεριφορα που συμβαινει κατὰ τὸ χρεὼν, θα λεγαμε συμφωνα με μια αναγκη, με εναν νομο ο οποιος, καθως λεει η Αντιγονη στον Κρεοντα, κανεις δεν γνωριζει απο που εμφανιστηκε. Κατὰ τὸ χρεὼν λοιπον, στην συζητηση του αποσπασματος απο τον Heidegger, τα οντα αποτιουν δικαιοσυνη το ενα στο αλλο - ομως τουτο συμβαινει απαλυνοντας, ξεπερνωντας, βγαζοντας απο την μεση την αδικια.
Στον Ηρακλειτο συναντουμε τον ηλιο να μην υπερβαινει τα μετρα, οχι επειδη τα γνωριζει, αλλα επειδη θα τον βρουνε οι Ερινυες και μ' αυτην την εννοια, δηλαδη αποτρεποντας την υπερβαση των μετρων, ειναι ἐπίκουροι, και οχι εκπροσωποι, λεει ο Ηρακλειτος, της δικαιοσυνης.
Θυμιζω οτι μιλαμε για την ακριβεια ως το ζητουμενο οριο ομιλιας και σιγης. Ποτε μιλω; Ποτε σωπαινω; Δηλαδη, για να μην ξεχνιομαστε, που θα πει: Ποτε ακουω; Ο Σωκρατης και η Σαπφω, ο Αναξιμανδρος και ο Ηρακλειτος το λενε καθαρα: Οταν μια διακοπη, μια αποτροπη, μια απαγορευση, μια καποια αρνηση, δεν ξερω, δεν μπορω να ξερω πως κι απο που, με πεταει, καθοτι διακοπη και αποτροπη και απαγορευση και αρνηση, εξω απο τον δρομο που ακολουθαγα, εξω στην απορια της απουσιας. Ερασμιας απουσιας. Ειναι η απουσια που στον υπνο μας φερνει κοντα, ειναι το τιποτα που μας κανει να βρισκουμε ο ενας τον αλλο ολοτελα.
Δεν ειναι λοιπον καποια προθετικοτητα, που μας οδηγει, ουτε η επιθυμια του Freud, ουτε η μεριμνα του Ειναι και Χρονος, αλλα μια αποτροπη που μας ριχνει στην απουσια. Ο υστερος Heidegger μιλα για παραιτηση. Αυτη, οπως γραφει στο Καθοδον προς την γλωσσα, δεν ειναι οδυνηρη. Οδυνηρη, λεει, ειναι μονο η εκμαθηση της παραιτησης. Οδυνηρος ειναι μονο ο δρομος μεσα απο την ματαιωση, οχι η ματαιωση καθαυτην. Απο το Ο χωραφοδρομος:
Η παραιτηση δεν παιρνει. Η παραιτηση δινει. Δινει την ανεξαντλητη δυναμη του απλου.
Ειναι νομος, κοσμολογικος νομος. Αποηχοι του υπαρχουν εκτοτε, με τον ενα, η τον αλλο τροπο περιορισμενοι στην ανθρωπινη προαιρεση. Αριστοτελης:
Είναι απαιδευσία, αμορφωσιά, να μην γνωρίζει κανείς για ποια πράγματα χρειάζεται απόδειξη και για ποια όχι.
Wittgenstein:
Για ο,τι κανεις δεν μπορει να μιλα, πρεπει σχετικα μ' αυτο να σωπαινει.
Ο Σεφερης για τον ποιητη:
[...] μοιαζει καταδικασμενος στην αληθεια, την αληθεια του, επι ποινη θανατου. [...] ολοενα παραμεριζει τα στοιχεια που δεν ανταποκρινονται στο αληθινο που υπαρχει μεσα του.
Και η ακριβεια στην θεραπευτικη συνομιλια; Μπορει να ειμαι ετοιμος να ανοιξω το στομα μου, και να προσεξω οτι το σωμα μου δεν ακολουθει, δεν συντονιζεται με την επερχομενη εκφορα, μενει αψυχο, η στρεβλωμενο. Τουτο ανεξαρτητα απο το τι λεγεται εκεινη την ωρα, ανεξαρτητα απο την σοβαροτητα, η μη της καταστασης. Τοτε σωπαινω.
Ομως η ακριβεια δεν ειναι μονο υποθεση του θεραπευτη. Ο συνομιλητης του μπορει να εγκλιματιστει σ' αυτην, και τουτο, δηλαδη η παραιτηση απο … προς την απουσια της συντελεσμενης παραιτησης, σε οποιον βαθμο καθε φορα ευτυχησει, μπορει να διανοιξει εναν τοπο κατοικησης, μπορει να ειναι ιαματικη. Μια διασταση της εκμαθησης της παραιτησης, του εγκλιματισμου στην απουσια, ειναι το αθεατο του ψυχαναλυτικου πλαισιου, καθως και η λεγομενη "αρχη της αποχης".
Στιγμιοτυπα / απο το Γραμμα Α
- Δεν εχω τι αλλο να πω...
- Δεν εχετε ουτε και να σωπαινετε
- Γιατι δεν μου μιλουσατε;
- Δεν ξερω.
- Τι ωραια, το προβλημα μου να ηταν λυμενο, να μην ντρεπομουν, να μην δυσκολευομουν με τις γυναικες...
- Μιλατε για κατι που δεν ξερετε. Δεν ξερετε πως θα ειστε χωρις την ντροπη, χωρις τις δυσκολιες με τις γυναικες.
- Βοηθειστε με...
- Ξερετε ποιο ειναι το προβλημα;
- Εσεις ξερετε ποιο ειναι το προβλημα;
- Οχι. Μονο μαζι θα το γνωρισουμε
- Με βλεπω, κυριε Γεμενετζη, να γερναω σ' ενα σπιτι γεματο γατες.
- Πως τη βλεπετε μια τετοια προοπτικη;
- Εξαρτηση.
- Εγω ρωτησα τη γυναικα που βλεπει τον εαυτο της γρια σ' ενα σπιτι γεματο γατες και μου απανταει μια αλλη, ενας κριτης.
- Να παψω να ειμαι κριτης;
- Σημασια εχει, οταν μιλα ο κριτης, να τον βλεπετε και να τον αναγνωριζετε.
- Αν αφησω τη "μεμβρανη" [αναμεσα σ' αυτην και τον κοσμο], θα με πιασει απελπισια.
- Αυτα τα λετε ακομα πισω απο τη μεμβρανη. Το πως θα ειναι διχως αυτην δεν το ξερετε.
[Αφου ολοκληρωσε μια εποπτεια γεγονοτων των τελευταιων εβδομαδων:]
- Και τωρα τι κανω;
- Ψυχαναλυση.
[Αναφερεται σε κατι που ειπα στο τελος της προηγουμενης συναντησης και την αναστατωσε. Για να τα βγαλει περα στην δουλεια το εδιωξε η το ξεχασε.]
- Μηπως το θυμαστε εσεις;
- Δεν το ρωτατε ολοκληρη αλλα ενα μερος σας. Ενα αλλο μερος ειναι αυτο που ξεχασε. Αν τωρα σας απαντουσα, δεν θα απαντουσα σε σας ολοκληρη. Πρεπει να σεβαστουμε και το αλλο μερος σας, να σεβαστουμε το ξεχασμα σας.
- Δεν ξερω τι μου συμβαινει...
- Το προβλημα δεν ειναι που δεν ξερετε αλλα που σας ταραζει το οτι δεν ξερετε.
Και για ενα τελος, που θα μπορουσαμε να το ακουσουμε και σε αναφορα στο τελος μιας θεραπευτικης συναντησης. Μιλα για εναν βαθυ δεσμο διχως επικοινωνια.
Αφοτου μια ιστορια εχει ειπωθει, υπαρχουν καποιες στιγμες σιωπης. Κατοπιν οι λεξεις ξεκινανε και παλι. Επειδη παντα θα ηθελες να ξερεις λιγα παραπανω. Οχι ακριβως περισσοτερο ιστορια. Οχι αναγκαστικα, απο την αλλη, μια εξηγητικη. Απλα κατι για να συνεχισεις. Στο κατω-κατω οι ιστοριες τελειωνουν αλλα πρεπει να πας παρακατω για το υπολοιπο της ημερας. Πρεπει να μετατοπισεις το βαρος σου, να σηκωσεις τα ματια, να προσεξεις τον ηχο του δρομου και παλι, ισως να βγεις για τσιγαρα. Μια κρυαδα αρχιζει να σε διαπερνα σ' αυτην την σκεψη· διαμορφωνεται μια επιθυμια. Ισως υπαρχει κατι για μενα που θα 'θελες να μαθεις - οχι οτι εχεις τιποτα ιδιαιτερες ερωτησεις, μα και παλι, αυτο θα 'ταν καλυτερο απ' το τιποτα. Θα μπορουσα να σε κερασω ενα ποτηρι κρασι και να συνεχισω μιλωντας για τον ηλιο πανω ακομα απ' τα βουνα εξω απ' το παραθυρο, η για τη θεωρια μου για τα επιθετα, η για καποιο ντροπιαστικο πραγμα που εκανα στο παρελθον, και κανενας μας δεν θα 'πρεπε να φυγει ακομη αμεσως.
Δεν ξερεις ποσο αυτη η αοριστη επιθυμια σου με γεμιζει με φοβο. Το ηξερα απ' την αρχη, πρεπει να 'μαι ειλικρινης γι' αυτο, το φοραγα γυρω απο τον λαιμο μου σαν γιακα απο αλεπου απο την στιγμη που ειπα “Vediamo.” Ακριβως τοτε ενοιωσα το σωμα σου σε ενταση περιμενοντας μια ιστορια, και κατι αλλο. Την παρακολουθησες και την περιεργαστηκες και την πλησιασες προσεκτικα σελιδα την σελιδα. Και τωρα εδω ειμαστε. Μικρες μουσουδες ξυπνουν και δαγκωνουν.
Μα μπορεις να μου πεις τι ειναι τοσο τρομερο στο να αποχωρησεις με το τελος της ιστοριας; Ας δουμε προσεκτικοτερα αυτην την στιγμη που συγκεντρωνεται στον τοπο που καλειται το τελος. Μεχρι αυτην την ωρα τα καταφερες καλα να συγκρατησεις τα δακρυα σου, και ξαφνικα νοιωθεις να σου εχει ραγισει η καρδια. Δεν ειναι οτι αγαπησες την Αννα, η με κοιτας σαν φιλη, η μισεις ιδιαιτερα την δικη σου ζωη. Ομως ειναι μια στιγμη αποκαλυψης, και καλυψης, που συμβαινει πολυ γρηγορα και μοιαζεις να χανεις τα ιχνη απο κατι. Ειναι σχεδον σαν να ακους ενα κλειδι να γυριζει στην κλειδαρια. Απο ποια πλευρα της πορτας εισαι; Δεν ξερεις. Απο ποια πλευρα ειμαι; Ειναι δικη μου αποστολη να σου πω - τουλαχιστον αυτο ειναι που εκαναν αλλοι γενναιοι, σοφοι και ευθεις ανθρωποι σε παρομοια κατασταση. Για παραδειγμα ο Σωκρατης:
Ο αντρας που ειχε δωσει το δηλητηριο εβαλε τα χερια του πανω του και μετα απο λιγο εξετασε τα ποδια του, κατοπιν τσιμπησε δυνατα το πελμα του και ρωτησε αν ενοιωθε τιποτα. Ο Σωκρατης ειπε "Οχι". Και μετα απ' αυτο τους μηρους του· και ανεβαινοντας μ' αυτον τον τροπο, μας εδειξε οτι γινοταν κρυος και ακαμπτος. Και παλι τον αγγιξε και ειπε πως οταν θα φτασει στην καρδια του θα εχει ερθει το τελος. Στο μεταξυ η κρυαδα ειχε φτασει σχεδον στη μεση του σωματος του και ξεσκεπαστηκε - γιατι ειχε σκεπασει το κεφαλι του - και ειπε (που ηταν και τα τελευταια του λογια) "Κριτων χρωσταμε στον Ασκληπιο εναν κοκορα: ξοφλησε το και μην το ξεχασεις." "Αυτο", ειπε ο Κριτων, "θα γινει, μα τωρα δες αν εχεις κατι αλλο που θελεις να πεις." Ο Σωκρατης δεν εδωσε καμια απαντηση πλεον. Περασε λιγη ωρα· ανακινηθηκε. Ο αντρας τον ξεσκεπασε και τα ματια του ηταν ακινητα. Οταν ο Κριτων το ειδε, του εκλεισε το στομα και τα ματια του.
(Plato, Phaedo 118)
Ενας κοκορας για τον Ασκληπιο: Τι ευγενικη χειρονομια ειναι αυτη με την οποια ο Σωκρατης κατευθυνει τους επισκεπτες του εξω στον βραδινο αερα, δειχνοντας τους τον δρομο (δεν ειχαν πιει και λιγο). Τετοια φιλοξενια σημερα μας ειναι σχεδον αγνωστη. Και παλι, εχοντας σε κρατησει στην συντροφια μου για τοσο διαστημα, βρισκω πως πρεπει να σου δωσω κατι. Οχι τα μυστηριακα, ενδομυχα και εξευμενιστικα στοιχεια που θα επιθυμουσες, αλλα κατι με το οποιο να συνεχισεις, και κατα πασα πιθανοτητα το καλυτερο που μπορω να κανω. Ειναι απλα το γεγονος, καθως κατεβαινεις τα σκαλοπατια και περπατας σε σκοτεινους δρομους, καθως βλεπεις μορφες, καθως παντρευεσαι, η μιλας αποτομα, η περιμενεις το τραινο, καθως ξεκινας να φανταζεσαι, καθως κοιτας καθε σημαδι, απλα το γεγονος των ματιων μου πανω στην πλατη σου.