Η αλήθευση δηλώνει το συμβάν όπου πράγματα που με αφορούν βρίσκουν την αλήθεια τους και καταλαγιάζουν σ’ αυτήν. Η λέξη αλήθεια χρησιμοποιείται εδώ με το πρώτο ελληνικό της νόημα:
αληθεα λεγειν και ποειν θα πει στον Ηράκλειτο κατα φυσιν επαϊοντας (απ. 112), και κατα φυσιν θα πει πως κάθε τι λέγεται οκως εχει (απ. 1), όπως έχει. Αυτός ο λόγος μιλά αγελαστα και ακαλλωπιστα και αμυριστα (απ. 92): δίχως ψεύτικες και άτοπες φιλικότητες, δίχως ωραιοποίηση, δίχως πασαλείμματα. Τα αληθεα είναι τα πράγματα, όπως έχουν.
Τα πράγματα, όπως έχουν, πριν από κάθε άλλον προσδιορισμό, ονομάζονται τα οντα. Και στον Παρμενίδη, έναν άλλον μεγάλο της πρώτης ελληνικής νόησης, το ον, το εον, καλείται αληθειης ητορ (απ. 1): το σπλάχνο, η καρδιά της αλήθειας.
Η αλήθεια ονομάζει τον δρόμο στον οποίο τα πράγματα λέγονται και νοούνται - ότι είναι και όπως είναι.
Τούτο συνάδει, μεταξύ άλλων, με μιαν άλλη φωνή μιας νεότερης εποχής. Ο Hölderlin, σε ένα σχεδίασμα με τον τίτλο Τιτάνες, γράφει: Και μεθυσμένοι / Από το αληθές, / Πως το κάθε τι είναι / Όπως είναι.
Η ως προς την προέλευσή της ελληνικά εννοούμενη αλήθεια δεν είναι κάτι «σχετικό». Ο δρόμος της αφήνει τα πράγματα να είναι, δηλαδή να αληθεύουν, και αυτό το επιτελεί ενθέτοντάς τα στα όρια που έχουν δοθεί:
- στο όχι-πια του παρελθόντος, όπου π.χ. κανείς χρειάζεται να δεχτεί πως δεν είναι πια το παιδί που ήταν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται·
- στο όχι-ακόμη του μέλλοντος, όπου π.χ. κανείς χρειάζεται να δεχτεί πως ένας χωρισμός δεν έχει συμβεί ακόμη και είναι άκαιρο να προκαταλαμβάνεται·
- στο άρρητο εκείνου που δεν λέγεται και δεν νοείται (το «ασυνείδητο» στην άκρα του εννόηση), όπου π.χ. κανείς χρειάζεται να δεχτεί πως το Άλλο, το κάθε τι που μας συναπαντά, ένας άνθρωπος, ένα πράγμα, η γέννηση και ο θάνατος, μένει πάντα ένα Άλλο: δεν κατανοείται, δεν συλλαμβάνεται, δεν αφομοιώνεται, και πάλι όμως μένει ένα Εσύ προς το οποίο μπορούμε να μιλάμε, ένα μιλητό Εσύ (Paul Celan, Ο Μεσημβρινός).
Καταρχήν και κατά το πλείστον δεν μένουμε στα πράγματα, στο ότι είναι όπως είναι. Τα συγχέουμε με τις δικές μας παραστάσεις, με ό,τι θέλουμε, συναισθανόμαστε, φανταζόμαστε, σκεφτόμαστε. Καταρχήν και κατά το πλείστον βρισκόμαστε στην πλάνη. Δεν τα αφήνουμε να είναι. Σ’ αυτήν την οπτική, πλάνη συνιστά και κάθε στάση η οποία καθορίζεται από τους λεγόμενους «αμυντικούς μηχανισμούς».
Η ψυχανάλυση, η οποία είναι χρεωμένη την αλήθευση, είναι ένας δρόμος από την σύγχυση της πλάνης στην καθαρότητα της αλήθειας. Τούτο δεν σημαίνει ότι η πλάνη εξοβελίζεται. Δεν πρόκειται για μύηση. Η αλήθευση συμβαίνει ως η καθαρότητα του βλέμματος όπου αναγνωριζονται τόσο η αλήθεια όσο και η πλάνη· όπου και οι δύο έχουν τον τόπο τους· όπου ακόμη αναγνωρίζεται, και μένει αποδεκτή, η ώρα της σύγχυσης, της συσκότισης. Στην αλήθευση αναγνωρίζεται η περατότητα, η θνητότητα.
Στην ψυχανάλυση η οποία προσβλέπει στην αλήθευση, για τους προσκείμενους στην αλήθευση, το αδιέξοδο του «συμπτώματος» δεν μένει προσκολημμένο στο αίτημα να γίνω καλά αλλά φέρνει μαζί του την απορία: ποιος είμαι; Ακολουθεί την παρότρυνση του Πινδάρου: γενοιο οιος εσσι μαθων (Π2, στ.72), μάθε και γίνε αυτός που είσαι.
Το ζητούμενο δεν είναι η θεραπεία με στόχο την καλύτερη ισορροπία, την αποτελεσματικότερη «λειτουργία», την ψυχική υγεία, αλλά η αλήθεια, η οποία βεβαίως δεν εξυπηρετεί τον άνθρωπο αλλά τον ορίζει. Ζητείται η ανιδιοτέλεια απέναντι σε κάθε άμυνα, απέναντι σε κάθε τι που νομίζεται ζωτικό. Ζητείται, τόσο από τον ψυχαναλυτή όσο και από τον πελάτη του, η παραίτηση από τον «θεραπευτικό ζήλο» (Freud, Zur Einleitung der Behandlung), εννοημένη πλέον στην ακραία της συνέπεια.
Ο δρόμος προς την αλήθευση δεν υπόκειται στον ψυχολογισμό, όπου τα πάντα παρασταίνονται σε (μετα)ψυχολογικούς όρους. Πραγματώνεται σ’ εκείνον τον λόγο ο οποίος είναι χρεωμένος την αλήθεια: τον λόγο της μεγάλης νόησης, της μεγάλης ποίησης, της μεγάλης τέχνης.
Η αλήθευση συμβαίνει στο πεδίο της γλώσσας, ως ονομασία. Το κάθε τι είναι όπως είναι στο όνομά του. Είναι ονόματα που ίσως ειπώθηκαν πολλές φορές, και που τώρα λέγονται στην πραγματικότητα για πρώτη φορά – πατέρας, μητέρα, εγώ, εσύ. Όπως ένα έργο της τέχνης, της νόησης, έτσι και η ψυχανάλυση, η χρεωμένη την αλήθευση, δεν είναι παρά μία σειρά από ονομασίες που ευτύχησαν να συμβούν – μία σειρά από πράξεις αλήθευσης.
Ο ψυχαναλυτικός δρόμος προς την αλήθευση δεν είναι «αυτογνωσία» αλλά η εμπράγματη, επώδυνη και συνάμα λυτρωτική εξοικείωση στο πολύμορφο, πολυσήμαντο, πολύφωνο μυστήριο ζωής και θανάτου. Με άλλα λόγια, η, σε άλλοτε άλλον βαθμό ευτυχούσα, δοκιμασμένη εμπειρία εκείνου που κάνει τον άνθρωπο να είναι άνθρωπος, το ότι αυτός, με λόγια του Hölderlin, ποιητικά κατοικεί πάνω σ’ αυτήν τη γη (In lieblicher Bläue...).
Ο ψυχαναλυτικός δρόμος προς την αλήθευση προσανατολίζεται σ’ αυτούς τους άξονες. Αποφασιστικός σταθμός στην χάραξή του υπήρξε ο Martin Heidegger. Η νόησή του όξυνε το αισθητήριο προπάντων για δύο ονόματα: Γλώσσα και Πατρίδα. Όμως για τον Έλληνα τούτο σήμαινε συγχρόνως την ανάγκη για απομάκρυνση από τον γερμανό νοητή με την προοπτική της κατοίκησης στην δική του γλώσσα και στην δική του πατρίδα, μεταξύ άλλων και με την πράξη εκείνης της συνάντησης που καθιερώθηκε να λέγεται «ψυχανάλυση».
Το λαθος του Freud: Στην τραγωδια «Οιδιπους Τυραννος» ο Οιδιποδας σκοτωνει τον πατερα του και παντρευεται την μητερα του. Το οτι αυτο συμβαινει στον Οιδιποδα, ο Freud το αλλαζει, και το παρασταινει ως θεληση του Οιδιποδα να σκοτωσει τον πατερα του και να παντρευτει την μητερα του.
Τετοιες παρανοησεις των Αρχαιων ειναι, στον 19ο αιωνα και εως τις αρχες του 20ου, συνηθισμενο φαινομενο. [Μεγαλη εξαιρεση: Hölderlin] Οι ερμηνευτες θεωρουν απλοϊκα οτι τα αρχαια μνημεια αβιαστα μπορουν να ερμηνευτουν στους ορους του δικου μας κοσμου και της δικης μας νοοτροπιας. Ετσι, στην εποχη του Freud, στον 19ο αιωνα, το Ειναι παρασταινεται ως θεληση. Και ο Freud ακριτα το παιρνει απολυτα, οτι παντα ισχυε και παντα θα ισχυει, και παρασταινει τα παθη του Οιδιποδα ως [εστω «υποσυνειδητη»] θεληση του.
Η απαντηση στο δραμα του Οιδιποδα βρισκεται στον ιδιο τον Σοφοκλη, φτανει να προσεξουμε τα λεγομενα του. Στην «Αντιγονη» η αδελφη της Ισμηνη, μιλωντας για τον δυσκλεη πατερα τους, λεει οτι γι’ αυτον ειναι [στ. 53]: μητηρ και γυνη διπλουν επος. Η μητερα ειναι και γυναικα, ειναι διπλο ονομα. Εδω βρισκεται το τραγικο της συγχυσης, της κακης μοιρας του Οιδιποδα.
Πως μπορει τουτο να μας αφορα; Ανηκει στην μοιρα του αγοριου, την γυναικα να την γνωριζει κατα κανονα για πρωτη φορα στο προσωπο της μητερας του. Και παλι, αυτη η γυναικα, ειναι η μονη η οποια δεν μπορει να ειναι γυναικα του - ειναι μητερα του, γυναικα του πατερα του, αυτο ειναι το ονομα της. Ετσι εχουν τα πραγματα. Μεσα απο αυτες τις Συμπληγαδες, μεσα απο αυτην την συγχυση, εχει να περασει το αγορι [και το κοριτσι αντιστοιχα], ωστε αυτην, την πρωτη γυναικα, να την εγκαταλειψει. Και σ’ αυτην την παραιτηση, η μητερα μπορει να τον αφησει ελευθερο, η παλι οχι.
Μια τετοια ελευθερωση απο το «οιδιποδειο» δεν «σκοτωνει» τον πατερα, αντιθετα τον αφηνει να ειναι πατερας, και αφηνει την μητερα να ειναι μητερα.