ΑΛΗΘΕΑ ΛΕΓΕΙΝ ΚΑΙ ΠΟIΕΙΝ θα πει στον Ηράκλειτο ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΕΠΑΪΟΝΤΑΣ (απ. 112), και ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ θα πει πως κάτι λέγεται ΟΚΩΣ ΕΧΕΙ (απ. 1), όπως έχει.
Τα ΑΛΗΘΕΑ είναι τα πράγματα, όπως έχουν, δηλαδή: όπως είναι.
Παράδειγμα: "Είμαι αγχωμένος."
Συνήθως λέμε κι ακούμε την φράση στον τονισμό: "Είμαι αγχωμένος". Εδώ το "αγχωμένος" προσδιορίζει το "είμαι", δηλαδή: Το είναι μου ορίζεται από το άγχος μου, εξαντλείται στο άγχος μου. Είμαι έγκλειστος μέσα του. Το άγχος προ-βάλλει, γίνεται πρό-βλημα, κι εγώ γίνομαι προβληματικός.
Τώρα η φράση, ίδια κι απαράλλαχτη, μπορεί να ειπωθεί με άλλον τρόπο: "Είμαι αγχωμένος". Τώρα το άγχος δεν είναι το κλουβί τού είναι μου. Τώρα το "είμαι" είναι σαν ένας δρόμος όπου, στην πορεία, πέφτω στο άγχος όπως πέφτω π.χ. σε μια καταιγίδα. Παρόλη της την σφοδρότητα και τους κινδύνους που κρύβει, ακόμα κι αν δεν βγω ζωντανός, το είναι μου, ο δρόμος που κάνω, που έκανα, και που ίσως ακόμα έχω να κάνω, δεν εξαντλείται στην καταιγίδα, δεν εξαντλείται στο άγχος μου.
Αυτή είναι μια δυνατότητα περιγραφής του "Είμαι αγχωμένος".
Σ' αυτήν την οπτική το κρίσιμο σημείο κάθε ψυχοθεραπείας βρίσκεται στην αφανή μετάπτωση από τον πρώτο τρόπο στον δεύτερο, από το "είμαι αγχωμένος" στο "είμαι αγχωμένος". Με μια έκφραση του Wittgenstein:
Δίνουμε στο γλωσσοπαίγνιο [το οποίο δεν είναι παιχνίδι με τις λέξεις αλλά "μορφή ζωής"] νέα κλείδωση.
Η θεραπεία που προσβλέπει στα πράγματα όπως είναι, και σαν τέτοια εννοείται εδώ η "φαινομενολογική-υπαρξιακή ανάλυση", είναι χρεωμένη την ΑΛΗΘΕΙΑ. Την θεραπεύει: την υπηρετεί.
Η "νέα κλείδωση", ο δρόμος τού είναι, δεν εφαρμόζεται μόνο εκεί που η λέξη αναφέρεται ρητά, όπως στο παράδειγμα που χρησιμοποίησα. Το είναι εξυπακούεται σε κάθε λέξη, διότι η κάθε λέξη συνοδεύεται από το είναι όπως η κάθε μελωδία της τσαμπούνας από τον πάντα ίδιο ήχο του δεύτερου σωλήνα που κρατάει το ίσο.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ονομάζει τον δρόμο στον οποίο τα πράγματα λέγονται και νοούνται - όπως είναι. Επαναλαμβάνω: Το "όπως είναι" δεν τονίζει το "όπως", δηλαδή δεν απαντά στο ερωτηματικό "πώς;", αλλά ακολουθεί το αναφορικό "πως", "πως είναι": Μιλά στην τονικότητα του είναι.
Στην έκφραση "τονικότητα του είναι" πρέπει ν' ακουστεί το βασικό στοιχείο τής "νέας κλείδωσης" που αποκτά η "μορφή της ζωής". Θα χρησιμοποιήσω έναν λόγο του Αλέξανδρου Βιζυηνού από "Το Φάσμα μου" και θα υπογραμμίσω ότι "μετάπτωση στην τονικότητα του είναι" θα πει: αλλάζει ο ρυθμός του κόσμου.
Τα πράγματα, όπως είναι, ονομάζονται όντα, και στην πρώτη εποχή του Ελληνισμού ΕΟΝΤΑ. Το ΕΟΝ στον Παρμενίδη καλείται ΑΛΗΘΕΙΗΣ ΗΤΟΡ (απ. 1): το σπλάχνο, η καρδιά της αλήθειας: το ίσο της μουσικής που παίζει στον εκάστοτε ρυθμό του κόσμου.
Τα όντα λέγονται από παλιά και με δύο προθέματα: παρ-όντα, απ-όντα, ΠΑΡΕΟΝΤΑ, ΑΠΕΟΝΤΑ.
Παρμενίδης (4,1):
ΛΕΥΣΣΕ Δ' ΟΜΩΣ ΑΠΕΟΝΤΑ ΝΟΩΙ ΠΑΡΕΟΝΤΑ ΒΕΒΑΙΩΣ
"Και βεβαίως δες όμοια με τον νου τα απόντα, τα παρόντα." (Η μετάφραση δική μου.)
Πώς μπορούν να είναι ποτέ όμοια, παρόντα και απόντα; Ρωτάει αυτός που ακούει τις λέξεις στο τονισμό παρόντα, απόντα. Διότι απο- και παρα- δεν είναι όμοια. "Απ-όντα" ονομάζουμε τα απόμακρα πράγματα, τα παρελθόντα και τα μελλοντικά, τα πράγματα της φαντασίας και των ονείρων. "Παρ-όντα" ονομάζουμε τα αισθητηριακά αντιληπτά πράγματα στο εδώ και τώρα.
Ο χωρισμός απόντων και παρόντων πηγαίνει μαζί με μια στάση απέναντί τους η οποία κάθε φορά έχει την μορφή στέρησης και πληρότητας, νοσταλγίας και λησμοσύνης, επιθυμίας και φόβου, εξάρτησης και φυγής κλπ. και των ποικιλόμορφων σύμμεικτων μορφών τους.
Όμως η γραφή του Παρμενίδη λέει: "δες με τον νου", και ο νους, το ΝΟΕΙΝ, βρίσκεται στην τονικότητα του ΕΙΝΑΙ (απ. 3). Το ΛΕΥΣΣΕ ΝΟΩΙ μας παροτρύνει να δούμε απόντα και παρόντα ως παρόντα, απόντα. Τι θα πει αυτό; Θα πει ότι απόντα και παρόντα είναι, πριν από κάθε τι άλλο, - όντα:
Κατά όμοιο τρόπο, απόντα και παρόντα είναι.
Τι θα πει αυτό; Θα πει ότι στο ΛΕΥΣΣΕ Δ' ΟΜΩΣ ΝΟΩΙ η λάμπα απέναντί μου, που με φωτίζει, ο Hanspeter Padrutt (που κυρίως σε συνομιλία μαζί του γράφονται αυτές οι αράδες) εκεί πέρα στην Ζυρίχη, οι ώρες που παλιά περάσαμε μαζί, η ώρα που ίσως κάποτε, με τα ατελή του νέα ελληνικά, κοπιάσει να παρακολουθήσει αυτό το κείμενο, όλα τους, κατά όμοιο τρόπο, είναι.
Σ' αυτό το ΛΕΥΣΣΕ ΟΜΩΣ, στο όμοιο ίδωμα απόντων και παρόντων, οι ποικίλες και περιστασιακές στάσεις απέναντι στο απο- και στο παρα- (στέρηση και πληρότητα, νοσταλγία και λησμοσύνη, επιθυμία και φόβος, εξάρτηση και φυγή κλπ.) χάνουν κάθε νόημα και διαλύονται σαν την ζάχαρη στο νερό.
Δυο παραδείγματα ενός τέτοιου βλέμματος (Οι στίχοι που μας αφορούν εδώ, με πλάγιους χαρακτήρες):
Καβάφης, Θυμήσου, σώμα...
Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγπήθηκες,
όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,
αλλά κι εκείνες τες επιθυμίες που για σένα
γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,
κ' ετρέμανε μες στην φωνή - και κάποιο
τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες
εκείνες σαν να δόθηκες - πώς γυάλιζαν,
θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν·
πώς έτρεμαν μες στην φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.
Σεφέρης, Θερινό Ηλιοστάσι
Τώρα,
Με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα
Το λαμπύρισμα του καλοκαιρινού πελάγου,
η γύμνια ολόκληρης της ζωής·
και το πέρασμα και το σταμάτημα και το πλάγιασμα και το τίναγμα
τα χείλια το χαϊδεμένο δέρας,
όλα γυρεύουν να καούν.
Όπως το πεύκο καταμεσήμερα
Κυριεμένο απ' το ρετσίνι
Βιάζεται να γεννήσει φλόγα
Και δε βαστά πια την παιδωμή -
Φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη
Και να τη σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.
Κι εκείνα ακόμη που δεν πέρασαν
πρέπει να καούν
τούτο το μεσημέρι που καρφώθηκε ο ήλιος
στην καρδιά του εκατόφυλλου ρόδου.
Στην θεραπεία, όταν κανείς έχει τ' αυτιά να τ' ακούσει, που θα πει και να τα προκαλέσει, αυτό συμβαίνει π.χ. εκεί που κανείς λύνεται από την καθήλωση στους γονείς που έχει, αλλά και στους γονείς που ενδεχομένως θα ήθελε να έχει, από την καθήλωση στα πράγματα που ευτύχησαν να συμβούν, αλλά και σ' εκείνα που δεν ευοδώθηκαν, από την καθήλωση σ' αυτό στο οποίο βρίσκεται, αλλά και σ' αυτό στο οποίο ελπίζει, περιμένει να βρεθεί.
Η λύση από το βάσανο της στέρησης, η προσκόλληση στην επιδίωξη της πληρότητας κλπ. δεν επιτυγχάνεται με ψυχολογίστικες ερμηνείες και με συμπεριφορικές τεχνικές. Χαρίζεται στα μάτια που ανοίγουν για την ΑΛΗΘΕΙΑ, δηλαδή ανοίγουν με όμοιο τρόπο για παρόντα και απόντα.
Το όμοιο βλέμμα για απόντα και παρόντα καθιστά αδύνατη την μονομέρεια ως καθήλωση π.χ. σε έναν άνθρωπο, σε ένα πράγμα, στη ζωή: Κανείς μπορεί αληθινά να βρίσκεται με τον άλλον όταν ξέρει και να χωρίζει, μπορεί αληθινά να χαίρεται κάτι όταν ξέρει και να το χάνει, μπορεί αληθινά να ζει όταν ξέρει και να πεθαίνει.
Τι μας υποχρεώνει σε μια τέτοια αλήθεια; Μια φράση του Παρμενίδη λέει (απ. 6,1):
ΧΡΗ ΤΟ ΛΕΓΕΙΝ ΤΕ ΝΟΕΙΝ Τ' ΕΟΝ ΕΜΜΕΝΑΙ.
"Χρέος είναι τούτο, να λέγεται και να νοείται: το ον είναι." (Μετάφραση δική μου.)
Η φράση του Παρμενίδη, αν είχε τον χαρακτήρα της εντολής, θα μας μιλούσε για την υποχρέωση να λέμε και να σκεφτόμαστε: "Το ον είναι ... Το ον είναι ... Το ον είναι ... κ.ο.κ.". Όμως αυτό δεν έχει νόημα.
Η φράση του Παρμενίδη έχει τον χαρακτήρα αυτού το οποίο οι Αρχαίοι αποκαλούν ΝΟΜΟΣ, και την διευκρίνιση του οποίου οφείλουμε στο έργο του Θρασύβουλου Γεωργιάδη.
Στο κελάιδημα ενός πουλιού, π.χ. της δεκαοχτούρας, υπ-άρχει ένας ΝΟΜΟΣ: Το ακούμε κι αναγνωρίζουμε το χαρακτηριστικό κελάιδημα της δεκαοχτούρας. Ο Αριστοφάνης μιλά για τον ΕΠΙΚΛΑΥΤΟΝ ΑΗΔΟΝΙΟΝ ΝΟΜΟΝ (Βάτραχοι, στ. 684).
Ο ΝΟΜΟΣ της δεκαοχτούρας χρειάζεται την δεκαοχτούρα, το κελάιδημά της, καθώς μόνο σ' αυτήν την πράξη αποκτά υπόσταση, κάθε φορά για πρώτη και τελευταία φορά.
ΝΟΜΟΣ: Η δεκαοχτούρα νέμεται αυτό που της έχει απομεμηθεί, και σ' αυτήν την νομή είναι.
Το "Είναι-στον-κόσμο" του Heidegger, το "γλωσσοπαίγνιο" του Wittgenstein είναι ΝΟΜΟΙ: Ανανωρίζουμε σ' αυτούς το τέλος μιας εποχής, την δυνατότητα μιας άλλης, αυτό που είμαστε κι αυτό που μπορούμε να είμαστε.
Τέτοιοι ΝΟΜΟΙ χρειάζονται τον άνθρωπο και τα πουλια και τα πάντα. Όμως, όπως και στο παράδειγμα της δεκαοχτούρας, το "χρειάζονται" δεν αναφέρεται σε κάτι περιστασιακό, όπως π.χ. όταν ο υπάλληλος ρωτάει τον προϊστάμενό του: "Με χρειάζεστε;", κι αυτός απαντά: "Σε χρειάζομαι" ή "Δεν σε χρειάζομαι."
Όπως η δεκαοχτούρα είναι εκτελώντας τον ΝΟΜΟ της, έτσι κι ο άνθρωπος είναι κάνοντας την ζωή του και πεθαίνοντας τον θάνατό του με το να εκτελεί τους ΝΟΜΟΥΣ που τον χρειάζονται. Τον χρειάζονται με τον ίδιο τρόπο που οι ψυχές στην Νέκυια της Οδύσσειας χρειάζονται να πιουν το αίμα για να βρουν την λαλιά τους και να μιλήσουν με τον άνθρωπο που κατέβηκε να τις συναντήσει.
Αυτό είναι το ΧΡΗ στην φράση του Παρμενίδη ΧΡΗ ΤΟ ΛΕΓΕΙΝ ΤΕ ΝΟΕΙΝ Τ' ΕΟΝ ΕΜΜΕΝΑΙ.
Ο δρόμος τού είναι, είναι ΝΟΜΟΣ. Χρειάζεται τον άνθρωπο. Όπως με την δεκαοχτούρα στο κελάιδημά της, στο καθοδόν τού είναι αναγνωρίζουμε τον άνθρωπο σε κάθε λέξη του, σε κάθε ανάσα του. Είμαστε εκτέλεσή του, είτε το ξέρουμε είτε όχι, είτε το θέλουμε είτε όχι.
Και όπως μόνον αυτός που βλέπει μπορεί να είναι τυφλός, μόνον αυτός που έχει χρεωθεί την τονικότητα τού είναι μπορεί, και πρέπει, ευρισκόμενος μέσα στον τόνο, να είναι παράτονος, π.χ. στο βάσανο της στέρησης και στην επιδίωξη της πληρότητας κλπ. που αναφέρθηκαν, μπορεί, ευρισκόμενος στο "είμαι αγχωμένος", να λέει: "είμαι αγχωμένος".
Αυτό το χρέος, που είμαστε, είναι που στον Παρμενίδη έρχεται και με τα ονόματα ΜΟΙΡΑ, ΘΕΜΙΣ, ΑΝΑΓΚΗ: Το χρέος που είμαστε είναι η μοίρα μας. Μας θεσπίζει. Είναι ανάγκη.
Και γιατί αυτό το χρέος είναι μοίρα και θεσμός κι ανάγκη; Μάς το λέει το απόσπασμα 3 που αναφέρθηκε επιτροχάδην:
ΤΟ ΓΑΡ ΑΥΤΟΝ ΝΟΕΙΝ ΕΣΤΙΝ ΤΕ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ.
"Καθότι είναι το αυτό, νόηση και είναι." (Μετάφραση δική μου.)
Αν το ΝΟΕΙΝ ονομάζει το ιδιαίτερο του ανθρώπου, τότε το απόσπασμα λέει πως ο άνθρωπος δεν έχει καμιά ιδιαιτερότητα: Δεν υπάρχει τίποτα που να ξεκινά και να τελειώνει αληθινά σ' αυτόν, είτε σαν άτομο είτε σαν οικογένεια είτε σαν κοινωνία είτε σαν ανθρωπότητα. Το αγχωμένος, για παράδειγμα, δεν ανήκει στο "εγώ" αλλά στο είμαι, με τον τρόπο που αναφέρθηκε.
Το χρέος για το οποίο γίνεται λόγος εδώ, "στην ηχώ του Παρμενίδη" (Heidegger), είναι όπως το χρέος του μήλου να πέφτει κάτω από την μηλιά. Αυτό θα πει, σε αναφορά με τα προηγούμενα: Είναι μοίρα και θεσμός και ανάγκη, το μήλο να βρεθεί στο μέρος που ήδη ανήκει και που το περιμένει, ο άνθρωπος, μέσα από δρόμους παράξενους, να βρίσκει, δηλαδή να χάνει, την ταυτότητά του στην ταυτότητα με το είναι. Το άγχος "μέσα μου" απολύεται στην καταιγίδα του δρόμου.
Και η θεραπευτική συνάντηση που είναι χρεωμένη την ΑΛΗΘΕΙΑ;
Είναι ο δρόμος από το παράτονο της σύγχυσης και της πλάνης στην κατοίκηση μέσα στον τόνο. Δεν σημαίνει πως η πλάνη εξοβελίζεται. Δεν πρόκειται για μύηση. Όταν κανείς έχει βρεθεί μια φορά μέσα στον τόνο, τότε γνωρίζει και τις ώρες που μιλά και πράττει παράτονα: Αναγνωριζονται τόσο η αλήθεια όσο και η πλάνη, που και τα δύο έχουν τον τόπο τους. Αναγνωρίζεται, και μένει αποδεκτή, η ώρα της σύγχυσης, της συσκότισης.
Δεν πρόκειται για "γνώση". Περισσότερο πρόκειται για το ότι αλήθεια και πλάνη παύουν να είναι καν θέμα: Μαθαίνεις να προχωράς στα τυφλά, καλύτερα, μαθαίνεις ότι προχωράς στα τυφλά, δηλαδή ποτέ αληθινά με την δική σου προαίρεση. Αναγνωρίζεται η περατότητα, η θνητότητα. Μαθαίνεται η ταπεινοσύνη.
Το ζητούμενο δεν είναι η θεραπεία με στόχο την καλύτερη ισορροπία, την αποτελεσματικότερη "λειτουργία", την ψυχική υγεία, αλλά η επάφεση σ' αυτό που δεν εξυπηρετεί τον άνθρωπο αλλά τον ορίζει. Είναι η ανιδιοτέλεια ως παραίτηση από την πρωτοκαθεδρία του "θέλω", του "πρέπει" και αποδοχή ότι το είμαι είναι πάντα δυνατότερο από το "θέλω" ή "πρέπει" να είμαι.
Αυτό δεν είναι "αυτογνωσία", "αυτοπραγμάτωση" αλλά η εμπράγματη, επώδυνη και συνάμα λυτρωτική άρρητη εξοικείωση στο πολύμορφο, πολυσήμαντο, πολύφωνο παιχνίδι ζωής και θανάτου.
Η εξοικείωση συμβαίνει στο πεδίο της γλώσσας, ως ονομασία. Ονόματα χιλιοειπωμένα, τώρα λέγονται στην πραγματικότητα για πρώτη φορά, και "γράφουν" - Πατέρας. Μητέρα. Καλημέρα. Καληνύχτα. Όπως ένα έργο της τέχνης, της νόησης, όπως εδώ κι εκεί στην καθημερινότητα, έτσι και η θεραπεία, η χρεωμένη την ΑΛΗΘΕΙΑ, δεν είναι παρά μια σειρά από πράξεις ονομασίας που ευτύχησαν να συμβούν - μια σειρά από πράξεις αλήθευσης, στις οποίες μέσα άνθρωπος και κόσμος ξαναβαφτίζονται.