ἵπποι ταί με φέρουσιν ὅσον τ᾿ επὶ θυμὸς ἱκάνοι
πέμπον ἐπεί μ᾿ ἐς ὁδὸν βῆσαν πολύφημον ἄγουσαι
δαίμονος ἥ κατὰ πάντ᾿ ἄστη φέρει εἰδότα φῶτα
τῆι φερόμην τῆι γάρ με πολύφραστοι φέρον ἵπποι
ἅρμα τιταίνουσαι κοῦραι δ᾿ὁδὸν ἡγεμόνευον
Οι ἵπποι, ταί, θηλυκό, οι φοράδες, που με φέρουν ὅσον, τόσο όσο, ἱκάνοι, είναι ικανός ο θυμὸς, το θυμικό,
πέμπον, προχωρούσαν πομπή ἐπεί, επει-δή, καθώς, ἄγουσαι, οδηγώντας βῆσαν, μ’ έβαλαν, σε ὁδὸν πολύφημον δαίμονος, θεας, η οποία οδός φέρει κατὰ,πέρα από, πάντ᾿ ἄστη τον εἰδότα φῶτα, τον άνδρα τον ειδήμονα, αυτόν που έχει δει.
τῆι φερόμην, σ’ αυτήν φερόμουν, τῆι γάρ, καθότι σ’ αυτήν μ’ έφερναν οι πολύφραστοι ... ἵπποι, οι πολυθρύλητες φοράδες ἅρμα τιταίνουσαι, τανύζοντας το άρμα, όμως κοῦραι, κόρες, ἡγεμόνευον την οδό.
Ι/6-10
ἄξων δ᾿ ἐν χνοίηισιν ἵει σύριγγος ἀυτήν
αἰθόμενος δοιοῖς γὰρ ἐπείγετο δινωτοῖσιν
κύκλοις ἀμφοτέρωθεν ὅτε σπερχοίατο πέμπειν
ἡλιάδες κοῦραι προλιποῦσαι δώματα νυκτός
εἰς φάος ὠσάμεναι κράτων ἄπο χερσὶ καλύπτρας
Και ο άξονας ἐν χνοίηισιν, στις χνόες, στους αφαλούς των τροχών ἵει, έβγαζε σύριγγος ἀυτήν, τσίριζε αἰθόμενος, αναμμένος, καθώς ἐπείγετο, επείγονταν δινωτοῖσιν κύκλοις ἀμφοτέρωθεν, από περιδινούμενους τροχούς (πρβλ. την ετυμολογική συγγένεια κύκλος-wheel) στις δυο πλευρές ὅτε, τότε που σπερχοίατο πέμπειν, (Σπερχειός) ορμητικά ωθούσαν την πομπή ἡλιάδες κοῦραι, αυτές είναι λοιπόν οι κόρες που συναντήσαμε, προλιποῦσαι δώματα νυκτός, έχοντας εγκαταλείψει τα δώματα της νύχτας εἰς φάος, κι έχοντας έρθει στο φως, ὠσάμεναι κράτων ἄπο, απωθώντας από τις κεφαλές χερσὶ, με τα χέρια, καλύπτρας, τα καλύμματα.
Ι/11-15
ἔνθα πύλαι νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κελεύθων
καί σφας ὑπέρθυρον ἀμφὶς ἔχει καὶ λάινος οὐδός
αὐταὶ δ᾿αἰθέριαι πλήνται μεγάλοισι θυρέτροις
τῶν δὲ δίκη πολύποινος ἔχει κληῖδας ἀμοιβούς
τὴν δὴ παρφάμεναι κοῦραι μαλακοῖσι λόγοισιν
Εκεί είναι οι πύλες των κελεύθων, των διαδρομών νύχτας και ἤματος, ημέρας, καί σφας ... ἀμφὶς ἔχει, και τις συνέχει τριγύρω ὑπέρθυρον, ανώφλι καὶ λάινος οὐδός, λίθινος ουδός, κατώφλι.
Κι αυτές οι πύλες, αἰθέριαι, γεμίζονται μεγάλοισι θυρέτροις, από μεγάλα πορτόφυλλα.
Και τούτων κληῖδας ἀμοιβούς, τα αντίστοιχα κλειδιά ἔχει, κατέχει δίκη πολύποινος, θα δούμε τι μπορεί αυτό να σημαίνει.
Αυτήν λοιπόν οι κόρες παρφάμεναι...μαλακοῖσι λόγοισιν, παραίνεσαν με μαλακά λόγια
Ι/16-20
πεῖσαν ἐπιφραδέως ὥς σφιν βαλανωτὸν ὀχῆα
ἀπτερέως ὤσειε πυλέων ἄπο ταὶ δὲ θυρέτρων
χάσμ᾿ ἀχανὲς ποίησαν ἀναπτάμεναι πολυχάλκους
ἄξονας ἐν σύριγξιν ἀμοιβαδὸν εἰλίξασαι
γὀμφοις καὶ περόνηισιν ἀρηρότε τῆι ῥα δι᾿ αὐτέων
και την έπεισαν με ευφράδεια ώστε βαλανωτὸν ὀχῆα, την κλειστή αμπάρα ἀπτερέως, στα πεταχτά ὤσειε, να τον ωθήσει από τις πύλες.
Κι αυτές από τα πορτόφυλλα, ἀναπτάμεναι,ανοίγοντάς τα διάπλατα, ποίησαν, δημιούργησαν χάσμ᾿ ἀχανὲς, ἀμοιβαδὸν εἰλίξασαι, στριφογυρίζοντας αμοιβαία ἐν σύριγξιν, στους σωλήνες τους πολυχάλκους ἄξονας, τους γὀμφοις καὶ περόνηισιν ἀρηρότε, που υποβασταζονται με καρφιά και με πείρους.
τῆι δι᾿ αὐτέων, εκεί λοιπόν, ῥα, ραδίως, εύκολα δι᾿ αὐτέων, διαμέσου τους,
Ι/21-25
ἰθὺς ἔχον κοῦραι κατ᾿ ἀμαξιτὸν ἅρμα καὶ ἵππους
καί με θεὰ πρόφρων ὑπεδέξατο χεῖρα δὲ χειρί
δεξιτερὴν ἕλεν ὧδε δ᾿ ἔπος φάτο καί με προσηύδα
ὦ κοῦρ᾿ ἀθανάτοισι συνάορος ἠνιόχοισιν
ἵπποις ταί σε φέρουσιν ἱκάνων ἡμέτερον δῶ
ΗΡ 21,42
➢Σιμπλικιος, αποκατασταση κειμενου.
➢Πραγματολογικα.
Μ Ο Υ Σ Ι Κ Η
N.u.E., S.189
Οι στιχοι του Παρμενιδη πρεπει να διαβαζονται φωναχτα: είναι εξαμετροι, μουσικη! Αυτην την πραγματικοτητα πρεπει να την παρουμε στα σοβαρα, εαν θελουμε να προσεγγισουμε το κειμενο. Και πρεπει να μελετησουμε τις Ωδες του Πινδαρου μεσα απο τον γλωσσικο ρυθμο, δηλαδη να παρακολουθησουμε τα ζητηματα των στιχων, των κωλων, των περιοδων, των λεκτικων μορφων [...] και να τα συμπεριλαβουμε στην αναγνωση. Εδω θα γινει σχεδον απο μονο του αντιληπτο και τουτο: ποσο λιγο αρμοζουν στους Ελληνες τα «κουτια» μας - «τεχνη», «φιλοσοφια», «ποιηση» κλπ.
δακτυλικο εξαμετρο: η μονοτονια που σε συνεπαιρνει, και σε βγαζει απο την καθηλωση σε πολωσεις νοηματικες, σε χωρισμους λεξεων-φρασεων, σε ο,τι εξυπηρετει την ανθρωπινη διανοια/σκεψη. δεν υπαρχουν λιγοτερο και περισσοτερο σημαντικα πραγματα, δεν υπαρχουν διαβαθμισεις - «γεωμετρικο»
αυτη η μονοτονια, η «γεωμετρικη», μας φερνει σε αυτό το οποιο ΕΧΕΙ τους ανθρωπους πραγματικα: ο ΡΥΘΜΟΣ! - ο ρυθμος της καρδιας, ο ρυθμος της ανασας, ο ρυθμος μερας-νυχτας, των εποχων. Εδω καθε ανθρωπινη παρεμβαση, η οποια απο τους κυκλους των ρυθμικων επαναληψεων επιδιωκει να κανει ενα βελος (σκοπος, επιθυμιες, στοχοι), είναι καταδικασμενη να ναυαγει (Bresche!).
➢ πρβλ. Ξυλουρης, δυο εκδοχες του Ερωτοκριτου:
στ. 881-888:
Το εμπηκεν ο Ρωτοκριτος εις την φλακην αρχιζει
να της μιλη και σπλαχνικα να την αναντρανιζη
Λεγει της «Το μ’ ερωτηξες να σου το πω και γροικα
που το ‘βρηκα το χαρισμα [στη φυλακη σ’ αφηκα].
Ειναι δυο μηνες σημερο που ‘λαχα [σ’] καποια δαση
εις τη μερια της Εγριπος κι εβγηκα να με φασι
αγρια θερια κι εμαλωσα κ’ εσκοτωσα απο κεινα
κι απο τα χερια μου νεκρα ολα τα πλια απομεινα.
Κρητικα Τραγουδια:
Ερωτοκριτος (Ενορχηστρωση Χριστοδουλος Χαλαρης):
το δακτυλικο εξαμετρο (Ομηρος, Ησιοδος, Παρμενιδης) είναι η πρωτη και κυρια ανταποκριση των Ελληνων σε αυτό το οποιο ΕΧΕΙ τον ανθρωπο. Αυτό το πνευμα πρεπει να μας παραμενει οδηγος για την εννοηση οσων λεγονται στο ποιημα του Παρμενιδη: οσα λεγονται, πρεπει να μαθουμε να τα ακουμε ετσι ωστε τα ακουσματα μας να μην ταραζουν την μονοτονια του ΡΥΘΜΟΥ, αλλα να υπακουν σε αυτην και να «εκτελουν» τον ΝΟΜΟΝ της
➢ ΜΡΕ:
Ένα παράλληλο από τον χώρο της δυτικής μουσικής θα μπορούσε να υπάρχει μόνον σε έναν τρόπο σύνθεσης στον οποίο η σύλληψη του νοηματικού περιεχομένου της γλώσσας από την μουσική δεν επιδιώκεται καν. Έτσι συμβαίνει κάτι παρόμοιο στο ισορρυθμικό μοτέττο του 14ου αιώνα στην Γαλλία, στον σύνθετη Γκ. ντε Μασώ. Σε ένα τέτοιο μοτέττο απαντώνται πολλαπλές ακριβείς επαναλήψεις ενός ορισμένου ρυθμικού σχήματος σε όλες τις φωνές, δίχως αυτό να είναι ορατό και στην μελωδική γραμμή, π.χ. με τομές ή παράλληλες επαναλήψεις.
αυτος ο οδηγος καταρχην μας παρακινει να αποβαλουμε ο,τι προπαντων συνιστα ανθρωπινη παρεμβαση: την «σκεψη», δηλαδη την απο τον ανθρωπο επιτελουμενη συνδεση παραστασεων στο πλαισιο της θεσπισης διαφορων συσχετισεων, οι οποιες βεβαιως προϋποθετουν οτι καταρχην εχουν θεσπιστει χωρισμοι, οι οποιοι απαιτουν υστεροτερες σθνδεσεις των μεταξυ τους χωρισμενων: συνδεσεις με την εννοια της γεννησης και της φθορας, της (μετα)κινησης απο εδω εκει, της μιξης των μεταξυ τους διαιρεμενων, της ικανοποιησης μιας αναγκης. Ολα αυτα συνιστουν ο,τι καλουμε «σκεψη»: εδω θα την συναντησουμε στο ονομα ΔΟΞΑ
την ανθρωπινη συνταυτιση με τους ΡΥΘΜΟΥΣ, οι οποιοι ΕΧΟΥΝ τους ανθρωπους, θα την γνωρισουμε στο ονομα το οποιο κρατει απο παντα μια τετοια πρωτογενη ουσιακη αλληλουχια: ΤΟ ΑΥΤΟΝ, το οποιο ΕΣΤΙΝ (=δυναται!) το ΝΟΕΙΝ και το ΕΙΝΑΙ
unreal city... / Nishitani, Totenschädel-Kontemplation, σελ. 105. Το αδιαφορο της φυσης και η ταυτοτητα ανηφορου και κατηφορου απ. 60.
Ηδη στην μουσικη μιλουν τα σηματα
Μ τ Ε
Για την αναγνωση στιχων της μουσικης ο Θρασυβουλος Γεωργιαδης
είχε προσφύγει σε μια δική του μελοποίηση του κειμένου, δίχως βέβαια αξίωση αναπαράστασης της εκφοράς της αρχαίας γλώσσας,
αλλά για αρνητικόν λόγο, δηλαδή για να αποκλείσουμε (...) τον τονισμό της ομιλίας.
Ο Γεωργιάδης προχωρεί ακόμη περισσότερο. Πάντα στο ίδιο πνεύμα προτείνει ένα είδος συνοδών χορευτικών βημάτων στην βάση ενός υποθετικού χωρισμού των ποδών σε άρση και θέση. Σκοπός του είναι
να αισθανθούμε τον ελληνικό στίχο ως κάτι το για μας δεσμευτικό, και μάλιστα κατά το δυνατόν έτσι ώστε όλα, όσα διακρίναμε ως ιστορικώς εύλογα, να πραγματώνονται,
δηλαδή, τραγουδώντας και χορεύοντας τους αρχαίους στίχους, να αποκτήσουμε μια υπόνοια της εμπειρίας της μουσικης.
Αυτό το βλέπω αδύνατον. Το δεσμευτικό της μουσικης, στην τότε μορφή του, έχει χαθεί οριστικά και αμετάκλητα. Και δεν γίνεται, μια υστερότερη μελοποίηση και κινησιολογία των αρχαίων στίχων, κάτι το οποίο ακριβώς στην μουσικη αποκλείεται, να μας φέρει προς μια έστω και συγγενική εμπειρία της. Για να επιστρέψω σ’ έναν προηγούμενο παραλληλισμό, με το ίδιο σκεπτικό θα μπορούσαμε να αναπαλαιώσουμε τον Παρθενώνα και να επινοήσουμε ένα είδος τελετουργίας, έστω γνωρίζοντας ότι δεν ανταποκρίνεται στην τότε πραγματικότητα, με την προσδοκία για μια καλύτερη εξοικείωση με την «λατρεία» των αρχαίων θεών.
Εδώ, για την ανάγνωση του χορικού, θα παραμείνουμε σε ό,τι τα ερείπιά του ακόμη προσφέρουν: την μακρυνή αντήχηση των νοημάτων του, και τον ρυθμό. Θα επιχειρήσουμε μια, όπως λέγεται στην μουσική, ρυθμική ανάγνωση. Θα συγκεντρωθούμε στην χρονική διάρκεια των συλλαβών, στην «ποσότητά» τους και μόνον. Δεν θα διαβάζουμε με «νόημα», δεν θα ασχολούμαστε καν με τον τονισμό των λέξεων. Κι επειδή ο τονισμός εκτελείται με την εκπνοή, θα διαβάζουμε έναν στίχο κρατώντας την ίδια αναπνοή ή, το πολύ, παίρνοντας μια εισπνοή πριν από μία μακρά συλλαβή στο μέσον του στίχου. Όσον αφορά την διάρκεια εκφοράς των συλλαβών, στην αρχή, για βοήθεια, μπορούμε να ξεκινήσουμε χτυπώντας ελαφρά και ισόχρονα το χέρι μας στο τραπέζι με συχνότητα 2 χτύπους (χρόνους) το δευτερόλεπτο. Όταν σταθεροποιήσουμε τον ρυθμό, αρχίζουμε να λέμε τις συλλαβές, ξεκινώντας την εκφορά της κάθε μιας συγχρόνως με το χτύπημα. Η βραχεία συλλαβή θα έχει διάρκεια 1 χρόνου, δηλαδή η εκφορά της θα διαρκεί έως λίγο πριν το επόμενο χτύπημα. Η μακρά συλλαβή θα έχει διάρκεια 2 χρόνων, δηλαδή η εκφορά της θα διαρκεί έως λίγο πριν το μεθεπόμενο χτύπημα:
ΙΠΠΟΙΤΑΙΜΕΦΕΡΟΥΣΙΝΟΣΟΝΤΕΠΙΘΥΜΟΣΙΚΑΝΟΙ
ΠΕΜΠΟΝΕΠΕΙΜΕΣΟΔΟΝΒΗΣΑΝΠΟΛΥΦΗΜΟΝΑΓΟΥΣΑΙ
ΔΑΙΜΟΝΟΣΗΚΑΤΑΠΑΝΤΑΣΤΗΦΕΡΕΙΕΙΔΟΤΑΦΩΤΑ
Εάν υπεισέλθουμε σ’ αυτήν την άλλη ανάγνωση θα έχουμε μια παράξενη εμπειρία. Όσο περισσότερο εγκλιματιζόμαστε στον τρόπο της, όσο περισσότερο σταματούμε να διαβάζουμε λέξεις και διαβάζουμε τις συλλαβές, τόσο περισσότερο η ανάγνωση γίνεται ανάγνωση, γνωρίζουμε ξανά τα γραμμένα, εξαρχής.
Μέσα την δική μας εμπειρία γινόμαστε μάρτυρες μιας απρόσμενης συνάντησης. Την σημασία των συλλαβών για τον ρυθμό, όπως την γνωρίσαμε απτά μόλις τώρα, την βλέπουμε να μνημονεύεται από τον ίδιο τον Πλάτωνα:
οι επιχειρουντες τοις ρυθμοις των στοιχειων πρωτον τας δυναμεις διειλοντο, επειτα των συλλαβων, και ουτως ηδη ερχονται επι τους ρυθμους σκεψομενοι, προτερον δ’ ου.
Ηδη ερχονται επι τους ρυθμους, γράφει ο Πλάτων, ερχονται, δεν τους κάνουν, και ερχονται όταν μάθουν τις «δυνάμεις των στοιχείων και των συλλαβών». Οι ίδιες οι δυνάμεις των συλλαβών, ηδη, τους φέρνουν στην μουσικη.
Κατά την ανάγνωσή μας των ερειπίων της μουσικης διαπιστώνουμε ότι δεν μας επιτρέπεται μια εποπτεία του στίχου όπως την έχουμε συνηθίσει από την εικόνα της σημερινής γραφής με τον χωρισμό των λέξεων, με τα κεφαλαία και μικρά γράμματα, με τα σημεία στίξης. Μια τέτοια αποστασιοποίηση δεν μας είναι δυνατή. Γράφει ο Γεωργιάδης σχετικά:
Είναι κανείς αναγκασμένος να προχωρεί βήμαβήμα από στοιχείο σε στοιχείο. Δεν μπορεί να εποπτεύσει τον ρυθμό αλλά πρέπει να πατάει σταθερά επάνω στο χώμα. Ναι, πρέπει να κολλήσει στο χώμα και να εκτελεί κάθε σχήμα όπως προβάλλει.
Ό,τι εδώ αναφέρεται στον ρυθμό, ισχύει και για το νόημα. Όταν επιχειρούμε μια τέτοιαν ανάγνωση, κολλημένοι στο χώμα, βήμαβήμα, οι λέξεις διακρίνονται η μια μετά την άλλη ξεπροβάλλοντας με την σειρά τους σαν μέσα από το σκοτάδι. Προχωρούμε στα τυφλά. Είμαστε σ’ έναν δρόμο.
Η συντομη πρωτη γνωριμια μας με τα ερειπια της μουσικης
μας επιτρέπει να διακρίνουμε καθαρότερα ένα χαρακτηριστικό της δικής μας μουσικής και γλώσσας. Στην μουσική μας το κατά κανόνα σταθερό μέτρο καθιστά δυνατή την εποπτεία του μουσικού συμβάντος. Στην εκτέλεσή του, αυτό που ακολουθεί είναι τρόπον τινά ήδη γνωστό. Οι στρατιώτες παρελαύνουν γνωρίζοντας ότι το εμβατήριο θα συνεχίσει στο «ένδυοένδυο...», οι χορευτές μπορούν να υπολογίζουν στους χρόνους του μέτρου, στην τακτή εναλλαγή τονιζόμενων και άτονων χρόνων για τις κινήσεις τους, όσο κι εάν στην πρόοδο του χορού μελωδία και ρυθμός μεταβάλλονται. Οι κανόνες της Αρμονίας, οι οποίοι συνιστούσαν τις αντηρίδες της δυτικής μουσικής μέχρι τον αιώνα μας, καθιστούν την ακολουθία μιας μουσικής φράσης βασικά προβλέψιμη.
Αλλά και στην ομιλία οι κανόνες της Γραμματικής και του Συντακτικού, οι παύσεις που ορίζονται από τα σημεία στίξης, η εκφραστικότητα του ομιλούντος με την αλλού μεγαλύτερη και την αλλού μικρότερη έμφαση, η ανάσα του, οι χειρονομίες του, μας κάνουν να γνωρίζουμε βασικά το πού βρισκόμαστε και το τι έχουμε να περιμένουμε.
Αυτά στην μουσικη λείπουν. Το αντιλαμβανόμαστε ήδη με τις πρώτες απόπειρες ανάγνωσης του στίχου
ερωςανικατεμαχαν
Δεν υπάρχει καμμία κανονικότητα που να προϊδεάζει αυτό που θα ακολουθήσει. Η κάθε λέξη προβάλλει μέσα από την συστάδα των συλλαβών οι οποίες, μόνον όταν ειπωθούν όλες, την διαμορφώνουν, προτερον δ’ ου.
Τώρα εκείνη η ενόχλησή μας, όταν βρεθήκαμε αντιμέτωποι μ’ αυτήν την γραφή, μιλά καθαρότερα. Αυτή η γραφή μας ξενίζει. Δεν ξέρουμε πού μας πηγαίνει. Η ίδια η μουσικη μας πηγαίνει, κι εμείς είμαστε αναγκασμένοι να επιτελούμε το κάθε βήμα της δίχως να έχουμε ιδέα για το επόμενο και το μεθεπόμενο. Η μουσικη δεν μας αφήνει χρόνο να σκεφτούμε. Η σκέψη δεν έχει χώρο στην μουσικη: Η μουσικη φέρνει σε δρόμους.
Αναγνωρίζουμε ένα στοιχείο της γλώσσας μας το οποίο δεν είχαμε προσέξει όπως θα του έπρεπε. Είναι μια γλώσσα η οποία προσφέρεται στην εποπτευσιμότητα και στην προβλεψιμότητα, και μάλιστα απαιτεί την εποπτεία και την πρόβλεψη, απαιτεί από τον νου να προβαίνει σε συνδέσεις, να συσχετίζει τα αποκαλούμενα «μέρη του λόγου» μεταξύ τους, να συσχετίζει το πριν και το μετά, εν ολίγοις, να ─ σκέπτεται.
Για να εγκλιματιστούμε στην ανάγνωση μιας γραφής όπως αυτής:
ερωςανικατεμαχαν
θα χρειαστεί να παραιτηθούμε από την υποτιθέμενη ασφάλεια του εποπτεύσιμου και προβλέψιμου. Θα χρειαστεί να εγκαταλείψουμε το εφόδιο της σκέψης, να μην σκεφτόμαστε, να μην σκεφτόμαστε καν τον εαυτό μας. Θα χρειαστεί να γίνουμε ανιδιοτελείς.
Τότε θ’ ακούσουμε τις λέξεις ν’ αποκτούν ανύποπτη καθαρότητα, θα εννοήσουμε τα λεγόμενά τους σε ανύποπτη ενάργεια. Εδώ το λεγόμενο, καθώς λέγεται, ουσιώνεται. Οι λέξεις δεν είναι πλέον αδιάφορα σημαίνοντα, ταμπέλες επάνω στα πράγματα. Οι λέξεις ονομάζουν, και το ονομαζόμενο καθίσταται πρόδηλο, στην παρουσία και στην απουσία του.
Γράφει ο Γεωργιάδης:
Η λέξη στην μουσικη διήγαγε έναν από την ανθρώπινη ικανότητα του λόγου ανεξάρτητο βίο, κατεδείκνυε μια δική της υπόσταση η οποία ούτως ειπείν συναπαντούσε τον Έλληνα αφεαυτής. Ο Έλληνας πρέπει να είχε την αίσθηση ότι δεν είναι ο άνθρωπος αυτός ο οποίος ονομάζει τα πράγματα αλλά ότι τα πράγματα, ηχώντας καθαυτά, δηλώνονται τα ίδια στην υπόστασή τους. (...) Οι λέξεις ενός ελληνικού στίχου τρόπον τινά μας λιθοβολούν (...), έχουν εξορκίζουσα δύναμη.
Στις ενοράσεις του Γεωργιάδη στην μουσικη συναντούμε με χειροπιαστή μορφή έναν λόγο του Heidegger για την ουσίωση της γλώσσας:
Η λέξη αρχίζει να διακρίνεται ως ο λόγος ο οποίος συλλέγει ένα παρόν στην παρουσία του.
Και έναν λόγο του Πάουλ Τσελάν για την γλώσσα της ποίησης:
Τότε το ποίημα θα ήταν (...) μορφοποιημένος λόγος ενός μεμονωμένου, – και, σύμφωνα με την εσωτάτη ουσία του, παροντικότητα και παρουσία.
Αυτήν την εμπειρία της γλώσσας στην αλλοτινή μουσικη, σε μια σημερινή νόηση, στον λόγο των μεγάλων ποιητών, μπορούμε να την υποψιαστούμε μόνον όταν ενστερνιστούμε κάτι στο οποίο κινούμαστε μεν διαρκώς, όμως το λησμονούμε όταν «σκεφτόμαστε»: Η λέξη είναι πρωταρχικά εκφερόμενη λέξη, εκφερόμενη από ένα στόμα, από ένα σώμα. Όπου το σώμα, κατά την εκφορά της λέξης, δεν μένει πίσω. Με την λέξη φέρεται και το ίδιο, συμπεριφέρεται με την λέξη, συνκινείται μαζύ της. Και καθόσον η λέξη είναι πάντα ανταπόκριση και απάντηση, ενέχεται σε έναν διάλογο και μία συνάντηση. Η λέξη υπάρχει ως συλλογή και συνκίνηση ενός κόσμου.
Συνήθως η συνκίνηση της εκφερόμενης λέξης παρασταίνεται ανθρωπολογικάψυχολογιστικά ως κάτι το διαφορετικό και ξεχωριστό με την έννοια της «εξωλεκτικής επικοινωνίας» η οποία επιτελείται με τον «χρωματισμό» και τον «τόνο» της φωνής και προπάντων με την «γλώσσα του σώματος».
Η γλώσσα δεν συνιστά απλώς λειτουργία της επικοινωνίας. «Λεκτικό» και «εξωλεκτικό» σημαίνουν ένα, ενιαίο φαινόμενο. Πρόκειται για ένα, ενιαίο φαινόμενο που έχει ένα, δικό του όνομα: Ρυθμός. Η συνκίνηση της γλώσσας συλλέγεται στον ρυθμό, ο οποίος τώρα δεν είναι απλώς μουσικό στοιχείο αλλά κάθε φορά ο ρυθμός μιας λέξης, ο ρυθμός ενός στόματος και ενός σώματος, ο ρυθμός μιας συνάντησης, ο ρυθμός ενός κόσμου. Και το φαινόμενο αυτό είναι ο κόσμος, εάν ακούσουμε την λέξη παρακολουθώντας ένα αρχαίο της νόημα, σύμφωνα με το οποίο ο κοσμος ονομάζει όχι το σύνολο των πραγμάτων αλλά τον (και μουσικά εννοούμενο) τρόπο στον οποίο αυτά συντάσσονται μεταξύ τους. Μια εμπειρία του, του ρυθμού του κόσμου, λέγεται σε ένα ποίημα του Γεωργίου Βιζυηνού με τίτλο ΤΟ ΦΑΣΜΑ ΜΟΥ. Οι δύο πρώτες στροφές του είναι οι εξής:
Σαν μ’ αρπάχθηκε η χαρά
που εχαιρόμουν μια φορά
έτσι σε μιαν ώρα...
μέσ’ σ’ αυτήν την χώρα
όλα αλλάξαν τώρα!
Και απ’ τότε που θρηνώ
το ξανθό και γαλανό
και ουράνιο φως μου
μετεβλήθη εντός μου
και ο ρυθμός του κόσμου.
Ο κόσμος δείχνεται ως ρυθμός.
πως μπορουν αυτα τα αρχαια κειμενα να μας πουν κατι;
- οχι οταν τα «αναλυουμε» - γραμματικα, συντακτικα
- οχι οταν τα «ερμηνευουμε» - μοντελο «ψυχης»
- οχι οταν τα «θαυμαζουμε» - «μεγαλειο των Αρχαιων»
εχουν να μας πουν κατι, μονον οταν εμεις εχουμε τα αυτια μας ανοιχτα και τα ακουμε να μας μιλουν, οπου εμεις, μεσα στον δικο μας κοσμο, του σημερα, με την δικη μας εμπειρια, ερχομαστε σε μια συνομιλια μαζυ τους, τίποτε περισσοτερο, τίποτε λιγοτερο. Απλως, συνιμιλουμε μαζυ τους, και ο κοσμος μας γινεται αιφνης ενας κοσμος κοινος.
ποιοι ειμαστε, εμεις; εγω, κι εσυ, κι εσυ - ψυχολογια; η σταση της πλειοψηφιας - κοινωνιολογια; οι κυριαρχες τασεις και τροποι σκεψης και πραξης - τεχνικη;
οχι! το «εμεις», στον μεγαλυτερο πλουτο του, εννοει την ουσιωση του ανθρωπου μεσα απο τις σπανιες εκεινες ενορασεις του ιστορικου ανθρωπου των νεωτερων χρονων οι οποιες μας μιλουν για τον κοσμο μας, δηλαδη για τον εαυτο μας, και μας τον δειχνουν οπως είναι. στην καθαροτερη τους μορφη, και στον ακριβεστερο λογο τους, συμβαινουν ως η μεγαλη νοηση - Nietzsche, Heidegger, Wittgenstein και ως η μεγαλη ποιηση - Hölderlin, Trakl, Kafka, Eliot, Celan.
προσεξε την ελλειψη των αρθρων: ιπποι, θυμος... Τι μας λεει αυτο; η διασταση οριστικου και αοριστου δεν ειναι θεμα.
I
ιπποι
στον Πινδαρο χρησιμοποιειται και ως συλλογικο ονομα για αρμα και ιππους! (Ο 1, 41 - Ο 10, 69 - Πα 15, 2:
ΙΠΠΟΙ ΜΕΝ ΑΘΑΝΑΤΑΙ
ΠΟΣΕΙΔΑΝΟΣ ΑΓΟΝΤ ΑΙΑΚ)
θυμος
ΘΥΜΟΣ - θυμιαμα: ο ανθρωπος δεν εξαντλειται στον εαυτο του αλλα η ουσιωση του συνισταται σε μια «αναλυση» [...σε δακρυα...] = συνισταται σε ενα καθ ΟΔΟΝ = παντα ΙΚΑΝΕΙ καπου! γι αυτο ο ανθρωπος ειναι παντοτε και ουσιακα ενα ΘΥΕΙΝ και μια ΘΥΣΙΑ
ΘΥΜΟΣ - θυμαμαι...
HP, 58
«Regung» ist die noch behelfsmässige Übersetzung eines eigentlich unübersetzbaren griechischen Wortes (thymos). Der thymos ist die «Seele», aber nicht im Sinne unserer Psyche und auch nicht im Sinne der altgriechischen psyche (des «Odems», der beim Sterben ausgehaucht wird und in den Hades zieht), sondern im Sinne der «Regung», die im Menschen aufwallt, οχι «μεσα στον ανθρωπο»! ΧΡΗΝ ~ ΠΙΣΤΙΣ! και στην ΠΙΣΤΙΝ ανηκει ενα ΘΥΕΙΝ, οχι ως περιστασιακη πραξη αλλα ως ΣΗΜΑ της ανθρωπινης ουσιωσης! in welcher der Mensch «sich verzehrt». μονον ως καθηλωμενος στον εαυτο του! Das Wort, das ursprünglich Rauch bedeutet und mit dem Namen des herb riechenden Thymians verwandt ist, wird daher auch mit Herz, Lebenskraft, Glut wiedergegeben. Das leider zu schwülstig wirkende Wort «Inbrunst» wäre nicht schlecht, insofern es wie der Rauch an das Feuer erinnert. «Mut» wäre auch eine treffende Übersetzung, wenn wir das deutsche Wort noch in seiner alten Bedeutung vernehmen können, die noch in vielen Zusammensetzungen (Langmut, Sanftmut und Edelmut, Hochmut, Demut und Gleichmut, Übermut, Kleinmut und Unmut) und im englischen «mood» durchschimmert.
ικανοι
ποσο ΙΚΑΝΕΙ ο ΘΥΜΟΣ;
1. εως το ΩΣ ΕΣΤΙΝ
2. εως την ΔΟΞΑΝ
➢ Heidegger: beherzt genug...
προσοχη στα ρηματα: ΦΕΡΟΥΣΙΝ <> ΙΚΑΝΟΙ: ΙΣΩΝ ΑΜΦΟΤΕΡΩΝ
μετρικα, ο ΗΡ σ.49, διαφορετικα!
οδον 1
Hanspeter Padrutt, Und sie bewegt sich doch nicht [Και όμως δεν γυρίζει], Zürich 1991, σελ. 19κ.ε.
Κάτω από το πέρασμα, από τις δύο πλευρές, μία οδός οδηγούσε προς τον βορρά και προς τον νότο, μέχρι τα δύο λιμάνια.
οδον 2
ΟΔΟΙ
οι ανθρωποι βρισκονται παντοτε σε εναν δρομο, «καθοδον», ειτε στον χωρο, με τους δρομους της γης, της θαλασσας και του αερα, ειτε στον χρονο, με τους δρομους τους οποιους ανοιγουν οι μνημες του παρελθοντος τους και οι προοπτικες του μελλοντος τους, και ολοι αυτοι οι δρομοι διατρεχουν τον «δρομο της ζωης» τους απο την γεννηση μεχρι τον θανατο.
Δρομοι δεν υπαρχουν μονον για τα βηματα των ανθρωπων. Τα ζωα της στεριας, τα ψαρια και τα πουλια εχουν τους δικους τους δρομους. Αλλοι δρομοι ειναι παλι αυτοι τους οποιους ακολουθουν τα ρευματα της θαλασσας, οι πορειες των ποταμων, τα συννεφα, και ακομη δρομοι ειναι οι τροχιες των ουρανιων σωματων.
Παντου κυριαρχει η συνηθισμενη παρασταση του δρομου: ο δρομος του ηλιου, η τροχια του, ξεκινα απο την ανατολη και τελειωνει στην δυση. Ανατολη και δυση, καθως εννοουνται πλεον αποκομμενα απο την αντιστοιχη ομολογη παρουσια του ηλιου, θεωρουνται σημεια του οριζοντα, διαμετρικα αντιθετα. Αυτο σημαινει πως οταν ο ηλιος βρισκεται στην ανατολη, τοτε δεν βρισκεται στην δυση, και οταν βρισκεται στην δυση, δεν βρισκεται στην ανατολη. Αυτα λεει η συνηθισμενη αποψη. Η δυναμη της συνηθειας της ειναι τοσο μεγαλη, που και η αναφορα και μονον σε αυτην ηχει παραξενα και ενοχλητικα.
Ομως ηδη απο πολυ παλια, απο την εποχη των «προσωκρατικων», οπως καθιερωθηκε να αποκαλουνται, νοητων, καταδειχθηκε οτι η αληθεια δεν συμβαδιζει παντοτε με τις πεποιθησεις τις οποιες πρεσβευει ο κοινος νους.
Ο κοινος νους εχει την δυναμη να παρασερνει στις αποψεις του αναξελεγκτα. Το πρωτο και κυριο, το οποιο προσφερει αυτη η «προσωκρατικη» νοηση, ειναι ενα συγκρατημα, και η δυνατοτητα για εναν ΕΛΕΓΧΟΝ, οπου κανεις αντικρυζει τον κοινο νου καταπροσωπο. Τι παρουσιαζεται, εαν κανεις αντικρυσει την συνηθισμενη αποψη για την ανατολη και για την δυση του ηλιου κατα προσωπο; Οτι «ανατολη» και «δυση» κατανοουνται σαν αντιθετα. Η ανατολη ειναι το αντιθετο της δυσης, με εναν διπλο τροπο:
1. η ανατολη χρειαζεται την δυση, ως τον αντιποδα της: η ανατολη υπαρχει και οριζεται ως το αντιθετο της δυσης, ως η μη-δυση. χωρις την δυση δεν υπαρχει ανατολη. ανατολη και δυση ανηκουν μαζυ.
2. ομως, λεει ο κοινος νους, η ανατολη ειναι ανατολη και η δυση δυση. η ανατολη ειναι το αντιθετο της δυσης, ειναι σιγουρα κατι αλλο απο την δυση, και οριζεται απο την ταυτιση με τον εαυτο της: η ανατολη ειναι ανατολη, δεν εχει νακανει τιποτε με την δυση, ειναι «εχθρος» της.
οι δυο τροποι της σχεσης ανατολης και δυσης αλληλοσυμπληρωνονται: μονον ως αντιθετη με την δυση, μπορει και υπαρχει η ανατολη, και μονον μεσα απο αυτην την αντιθεση μπορει να αντιτιθεται στην δυση, να περιοριζεται και να οριζεται μεσα απο τον εαυτο της. ετσι συμβαινει μια συνεχης ενταση, οπου η ανατολη χρειαζεται την δυση, και συγχρονως την απωθει μακρυα. αυτο δηλαδη το οποιο η ανατολη εχει αναγκη, το οτι οριζεται μεσα απο την αντιθεση της προς την δυση, ειναι και αυτο το οποιο δεν εχει αναγκη και αποδιωχνει, καθε αναμειξη της δυσης στην ταυτοτητα της.
στα αποσπασματα του Παρμενιδη υπαρχουν τα παρακατω λογια μιας θεας: στους θνητους και στις δοξασιες τους ΠΕΛΕΙΝ ΤΕ ΚΑΙ ΟΥΚ ΕΙΝΑΙ ΤΑΥΤΟΝ ΝΕΝΟΜΙΣΤΑΙ ΚΟΥ ΤΑΥΤΟΝ ΠΑΝΤΩΝ ΔΕ ΠΑΛΙΝΤΡΟΠΟΣ ΕΣΤΙ ΚΕΛΕΥΘΟΣ. ο Ηρακλειτος γραφει: ΩΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΔΙΗΝΕΚΩΣ ΟΜΙΛΟΥΣΙ ΛΟΓΩΙ ΤΟΥΤΩΙ ΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑΙ[72].
οι δυο τροποι σχεσης ανατολης και δυσης ειναι σαν τα συγκοινωνουντα δοχεια: οσο το κλεισιμο της ανατολης στον εαυτο της γινεται αποκλειστικοτερο, τοσο εντονωτερη γινεται η παρουσια της δυσης, και οσο η παρουσια της δυσης γινεται καθολικωτερη, τοσο στην ανατολη μεγαλωνει η πιεση να κλειστει στον εαυτο της και να ανακτησει την αυτοτελεια της κ.ο.κ. κυριαρχει ενας χωρισμος, ενα τυφλωμα, μια συνεχης ανησυχια, και αυτη η αεναη παλινδρομικη κινηση.
η αντιληψη του κοινου νου ειναι λαθος, γιατι εχει κολλησει στην αντιληψη ανατολης και δυσης ως αντιθετων, χωρισμενων και αλληλεχομενων μεταξυ τους. ομως, πως θα ηταν ποτε δυνατον, ο ηλιος, ανατελλοντας, να βρει και να παρει τον δρομο του προς την δυση, εαν αυτη ηταν κατι το ξεχωριστο απο την ανατολη; θα περιπλανιοταν απροσανατολιστος και χαμενος. εαν ο ηλιος εχει τον δρομο του, αυτο ειναι μονον δυνατο διοτι, ανατελλοντας, βρισκεται ηδη [ΠΑΠΤΑΙΝΟΥΣΑ!], οχι στην ανατολη, στο «εδω» του, αλλα στο «εκει» του, στην δυση. ανατελλοντας ο ηλιος, βρισκεται στην δυση του. μονον επειδη ανατελλοντας βρισκεται στη δυση του, μπορει ο ηλιος και δυει. και μονον επειδη δυει ο ηλιος, και δυοντας βρισκεται στην ανατολη του, μπορει να ανατελλει.
η ανατολη καθεαυτην σημαινει την δυση, η δυση καθεαυτην σημαινει την ανατολη. μεσα απο αυτην την πρωτογενη ΣΥΝΕΧΕΙΑ ανατολης και δυσης, και μονον μεσα απο αυτην, ειναι δυνατη, και αναγκαια, η διαφορα τους, της ανατολης ως ανατολης, και της δυσης ως δυσης, η συνηχουσα διαφορα τους.
αλλα για να βρει ο ηλιος και να παρει τον δρομο του, πρεπει η δυση, στην οποια ανατελλοντας βρισκεται, να ειναι η δυση, και οχι καποιο υποκαταστατο της. διοτι οταν η δυση οριζεται ως ενα αφηρημενο σημειο του οριζοντα, τοτε εχει χαθει, εχει υποκατασταθει απο ενα σημαδι στην πυξιδα. και οταν λεγεται οτι η δυση ειναι μια οπτικη ψεθδαισθηση, οτι δεν υπαρχει «πραγματικα», οτι ο ηλιος δεν ανατελλει και δεν δυει ποτε, αλλα υπαρχει η αεναη κινηση της γης γυρω απο τον εαυτο της και απο τον ηλιο, τοτε η πραγματικοτητα του ανθρωπου, ο οποιος κατοικει επανω σε αυτην την γη, με την ανατολη και την δυση του ηλιου, υποκαθισταται απο την πραγματικοτητα του ανθρωπου-αστροναυτη επανω στο «διαστημοπλοιο γη». ομως για τον δρομο του ηλιου χρειαζεται οπωσδηποτε, αυτος, ανατελλοντας, να ειναι στην αλλη, στην αληθινη δυση, οχι σε καποιο υποκαταστατο της.
τροχια, καλυτερα, orbit, και δρομος, ονομαζουν δυο εντελως διαφορετικα πραγματα. δρομοι υπαρχουν μονον εκει οπου η αρχη και το τελος τους, και σε καθε ΣΗΜΑ ενος δρομου σημαινεται η αρχη και το τελος του, παρουσιαζεται απροκαλυπτα ως αυτο το οποιο ειναι, αληθινο, ως ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΝ (Γεωργιαδης!). οταν τα πραγματα δειχνονται αφηρημενα ως πλασματα ενος θεου-πλαστη, ως αντικειμενα της επιστημονικης παραστασης, ως βιωματα της συνειδησης, ως πληροφοριες για ενα συστημα, τοτε ακριβως δεν δειχνονται ως αυτα τα οποια αγεαυτου τους ειναι, αλλα ως κατι αλλο. ομως ο ηλιος ποτε δεν θα μπορουσε να ανατειλει, δηλαδη να δυσει, μεσα στην θεϊκη βουληση, η σε εναν επιστημονικο τυπο, η σε μια συνειδηση, η σε ενα δικτυο πληροφορικης. ο ηλιος, για να μπορει να ανατελλει και να δυει, χρειαζεται την ανατολη και την δυση, τις ιδιες. ενας δρομος ανοιγεται μονον εκει οπου τα πραγματα δειχνονται ως αυτα τα οποια ειναι, αβιαστα και ανοθευτα.
υπαρχει λοιπον μια μυχια συγγενεια αναμεσα στο συμβαν του δρομου, και στην επιταγη της φαινομενολογιας, στην νοηση του Heidegger, να αφηνονται τα πραγματα να δειχτουν οπως αυτα αφεαυτων δειχνονται, οχι παραχωμενα πισω απο καποιο υποκαταστατο τους αλλα α-ληθινα. γιαυτο, επειδη δρομος και φαινομενο, δρομος και α-ληθεια αλληλεχονται, το motto του Heidegger στην εκδοση των απαντων του ειναι: «Wege - nicht Werke».
οταν η ανατολη ειναι αληθινη, και η δυση αληθινη, τοτε ο ηλιος ανατελλει, ακολουθει τον δρομο του και δυει, ετσι ωστε ανατελλοντας δυει και δυοντας ανατελλει. το εδω και τωρα του ηλιου ειναι το εκει και τοτε του, η, το εκει και τοτε, ειτε ως παρελθον ειτε ως μελλον, ειναι παντα εδω και τωρα. ο δρομος συγκεντρωνει τα παντα σε μια κοινη ουσιωση, οχι σαν να υπηρχε απο τα πριν, και μετα να συγκεντρωνονταν γυρω του τα παντα, αλλα αυτη η συγκεντρωση συνιστα την ουσιωση του δρομου καθεαυτην.
ο δρομος του ηλιου δεν ειναι λοιπον η τροχια του, το διαστημα δηλαδη το οποιο ενωνει το σημειο της ανατολης με το σημειο της δυσης, αλλα η πρωταρχικη συλλογη ανατολης και δυσης. ο δρομος του ηλιου ειναι η διασταση του κοινου κοσμου, στον οποιο συλλεγονται το οχι-πια και το οχι-ακομη της πορειας του, το φως με ο,τι συμμετεχει σε αυτο και στις μεταβολες του, και το σκοταδι με ο,τι αυτο «σκοτωνει» - ΝΥΝ ΟΜΟΥ ΠΑΝ.
Ομως ο δρομος του ηλιου χρειαζεται αναγκαστικα την ανθρωπινη νοηση. δεν ειναι νοητος κανενας ηλιος διχως αυτην ακριβως την «νοηση», την ουσιωση δηλαδη του ανθρωπου, οπου μονον στα ματια του, μονον στο ανθρωπινο ματι, ο ηλιος ειναι. Ετσι, ηλιος υπαρχει μονον μαζυ με τον ανθρωπο. οι υποθεσεις της φυσικης, ποσα εκατομμυρια χρονια πριν απο την γεννηση της γης και την εμφανιση του ανθρωπου υπηρξε ο ηλιος, ειναι αφηρημενες, αφαιρειται ο ανθρωπος, ετσι ειναι ανυποστατες, κρεμονται στο κενο διοτι αγνοουν αυτην την βασικη αληθεια, οτι το φως του ηλιου και η ανθρωπινη νοηση συνεχονται αρρηκτα. γιαυτο ο Σεφερης γραφει σε μια απο τις πιο επιτυχημενες στιγμες των «Δοκιμων» του, οτι ειναι το ιδιο πραγμα, «το φως της μερας και το αιμα του ανθρωπου» (2,55).
το «ιδιο» σημαινει τον κοινο τοπο οπου συμβαινει η αρχικη συναντηση ηλιου και ανθρωπου, η πρωτογενης συγκεντρωση των πραγματων στον δρομο της κοινης τους ουσιωσης, καθως και η συνταυτιση αρχης και τελους ενος δρομου.
ο δρομος λοιπον δεν ειναι ποτε αληθινα μια ευθεια γραμμη, αλλα κυκλος, καθως καθε πραγματικη αναχωρηση ειναι επιστροφη, και καθε πραγματικη απομακρυνση πλησιασμα. βρισκομαστε παντοτε στα πεδια των «προσωκρατικων»: παρμενιδης: ΞΥΝΟΝ ΔΕ ΜΟΙ ΕΣΤΙΝ ΟΘΕΝ ΑΡΞΩΜΑΙ ΤΟΘΙ ΓΑΡ ΠΑΛΙΝ ΙΞΟΜΑΙ ΑΥΘΙΣ. ηρακλειτος: ΞΥΝΟΝ ΓΑΡ ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΕΠΙ ΚΥΚΛΟΥ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ.
στον αληθινο δρομο δεν υπαρχουν υποκαταστατα, αλλα καθε τι φανερωνεται οπως αυτο αφεαυτου του ειναι. τι θα πει αυτο; πως φανερωνεται κατι ως αυτο το οποιο ειναι; με το ονομα του. ο ηλιος δεν ειναι, διχως ηδη να εχει εμφανιστει εμπρος μας, δηλαδη, εχοντας εμεις ακουσει το ονομα του. στο ονομα «ηλιος» ειναι που ο ηλιος ουσιωνεται, στην ουσιωση του ηλιου μας μιλα, σιωπηλα, ο ιδιος ο ηλιος, εν ονοματι του.
ομως εαν στον αληθινο δρομο τα πραγματα φανερωνονται στην φυση τους, και εαν η φυση του καθε πραγματος βρισκεται στο ονομα του, τοτε ο δρομος δεν διαγραφεται απο γραμμες στον χωρο αλλα απο τις φωνες των πραγματων, τα οποια καθε φορα καλουνε το ενα το αλλο και, με διαφορετικο αλλα και αναγκαστικο τροπο, τον ανθρωπο, ωστε ο δρομος παντα να εχει φερει τον ανθρωπο στον δρομο του.
αυτες οι σιωπηλες φωνες, με το ακουσμα τους, ως την ανταποκριση του ανθρωπου σ αυτες, ειναι ο δρομος ολων των δρομων, οχι σαν την λεωφορο η οποια περιεχει λωριδες και πεζοδρομια, αλλα σαν το αφανες και συγχρονως απροσβλητο και αξεπεραστο οριο, το οποιο οριοθετει καθε πορεια. ειμαστε ακομη στην σκεψη των «προσωκρατικων». παρμενιδης: ΤΟ ΝΟΕΙΝ, ΠΕΦΑΤΙΣΜΕΝΟΝ ΕΝ ΤΩΙ ΕΟΝΤΙ. το ΠΕΦΑΤΙΣΜΕΝΟΝ, η ΦΑΤΙΣ, ΛΟΓΟΣ, ως ο κοινος χωρος, η σχεση, ο δρομος της συμπορευσης του ΝΟΕΙΝ, του ανθρωπου, και του ΕΟΝΤΟΣ, των πραγματων στο ΕΙΝΑΙ τους. και ο ηρακλειτος: ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΑΚΟΥΣΑΝΤΑΣ ΟΜΟΛΟΓΕΙΝ (50). το ΟΜΟΛΟΓΕΙΝ, ως η γλωσσα, οπου υπαρχει ο ΛΟΓΟΣ και το ακουσμα του.
η γλωσσα, το πρωταρχικο κοινο, μεσα απο το οποιο ειναι τα πραγματα και ειναι ο ανθρωπος, και οπου η ιδια δεν ειναι ουτε πραγμα ουτε ανθρωπος, αλλα το αφανες κοινο τους στοιχειο, το ταυτοσημο της συνταυτισης τους, ο δρομος ολων των δρομων.
πως φθανει το ΩΣ ΕΣΤΙΝ να εννοειται ως ΟΔΟΣ; μηπως η ΟΔΟΣ είναι το ονομα για την εννοηση και για το ΛΕΓΕΙΝ των ΣΗΜΑΤΩΝ; Και στην ΟΔΟ της ΔΟΞΑΣ, δεν προκειται επισης για ΣΗΜΑΤΑ, τα οποια οι ΒΡΟΤΟΙ ... ΕΚΡΙΝΑΝΤΟ;
ΟΔΟΣ: δεν προκειται για ενα «τι». ειναι η ΟΔΟΣ, οπου δειχνεται ο,τι δειχνεται, σημαινεται, κατα τα ΣΗΜΑΤΑ της ΟΔΟΥ. εδω δεν μπορει κανεις να καταληξει σε καποιο ονομα, ουτε στην ΑΛΗΘΕΙΑ, ουτε στην «Lichtung». ολα τα ονοματα ΩΝΟΜΑΣΤΑΙ ΤΩΙ. αυτες οι ΟΔΟΙ διαγραφουν κυκλους - ομως εδω ο κυκλος ειναι ενα πρωτο, δεν προκυπτει ως αποτελεσμα επαναληψεων!
το οτι ο ανθρωπος ειναι ουσιακα καθοδον = ΘΥΜΟΣ!
USpr, 185
Für das sinnende Denken dagegen gehört der Weg in das, was wir die Gegend nennen. Andeutend gesagt, ist die Gegend als das Gegnende die freigebende Lichtung, in der das Gelichtete zugleich mit dem Sichverbergenden in das Freie gelangt. Das Freigebend-Bergende der Gegend ist jene Be-wëgung, in der sich die Wege ergeben, die der Gegend gehören.
Der Weg ist, hinreichend gedacht, solches, was uns gelangen lässt, und zwar in das, was nach uns langt, indem es uns be-langt. Wir verstehen freilich das Zeitwort «belangen» nur in einem gewöhnlichen Sinne, der meint: sich jemanden vornehmen zur Vernehmung, zum Verhör. Wir können aber auch das Be-langen in einem hohen Sinne denken: be-langen, be-ryfen, be-hüten, be-halten. Der Be-langa [a die Eignis (der Brauch)]: das, was, nach unserem Wesen auslangend, es verlangt und so gelangen lässt in das, wohin es gehört. Der Weg ist solches, was uns in das gelangen lässt, was uns be-langt. (...) Die Gegend ergibt als Gegend erst Wege. Sie be-wëgt. Wir hören das Wort Be-wëgung im Sinne von: bewirken, dass etwas seinen Ort wechselt, zu- oder abnimmt, überhaupt sich ändert. Be-wëgen aber heisst: die Gegend mit Wegen versehen. Nach altem Sprachgebrauch der schwäbisch-alemannischen Mundart kann «wëgen» besagen: einen Weg bahnen, z.B. durch tief verschneites Land. (...)
Vielleicht verbirgt sich im Wort «Weg», Tao, das Geheimnis aller Geheimnisse des denkenden Sagens, falls wir diese Namen in ihr Ungesprochenes zurückkehren lassen und dieses Lassen vermögen. Vielleicht stammt auch noch und gerade die rätselhafte Gewalt der heutigen Herrschaft der Methode daher, dass die Methoden, unbeschadet ihrer Leistungskraft, doch nur die Abwässer sind eines grossen verborgenen Stromes, des alles be-wëgenden, allem seine Bahn reissenden Weges. Alles ist Weg.
Wege ( ED, 222 )
Wege
῾Οδοί
Wege,
῾Οδοί,
Wege des Denkens, gehende selber,
ὁδοὶ τῆς νόησης, οἱ ἴδιες ὁδεύοντας,
entrinnende. Wann wieder kehrend,
σβύνοντας. ᾿Επιστρέφοντας πάλι πότε,
Ausblicke bringend worauf?
θεάσεις φέρνοντας πρὸς τὰ ποῦ;
Wege, gehende selber,
῾Οδοί, οἱ ἴδιες ὁδεύοντας,
ehedem offene, jäh die verschlossenen,
ἄλλοτε ἀνοιχτές, ἀναπάντεχα οἱ κλειστές,
spätere; Früheres zeigend:
ὄψιμες· πρώιμο δείχνοντας·
nie Erlangtes, zum Verzicht Bestimmtes ─
ποτὲ ἀποκτημένο, προορισμένο γιὰ τὴν παραίτηση -
lockernd die Schritte
λύνοντας τὰ βήματα
aus Anklang verlässlichen Geschicks.
μὲ τὴν κλαγγὴ μοίρας πιστῆς.
Und wieder die Not
Καὶ πάλι ἡ ἔνδεια
zögernden Dunkels
διστάζοντος σκότους
im wartenden Licht.
στὸ ἀναμένον φῶς.
οδον 3
ειναι η ΟΔΟΣ μια αλλη απο τις παρακατω αναφερομενες;
πολυφημον
μηπως αφορα «απλως» τα τρια, το ΗΜΕΝ, το ΗΔΕ, και το ΑΛΛ ΕΜΠΗΣ; δηλαδη το ΦΑΤΟ της θεας και του ΕΠΟΥΣ της;
δαιμονος
ακου την ιστορια του Μπαρμπα-Νικολα απο τη λιμνη του Αγιου Βασιλειου, στην κουβεντα με τον Λουδοβικο των Ανωγειων (ΕΤ 3, 15.2.98):
απο παππου και προπαππου: στην ταδε «τουμπα» (λοφισκο) ερχονται νεραϊδες. αμα τους παρεις ενα ρουχο, αυτη θα σε ακολουθει. ο Μπαρμπα-Νικολας, τσομπανης, πλησιαζει αργα, παιζοντας τη φλογερα του, σιγα σιγα οι νεραϊδες αποκτουν εμπιστοσυνη, αυτος στη μεση κι αυτες χορευουν, αρπαζει το τσεμπερι απο μια, χαμος και κλαμα, αυτη τον ακολουθει, την κανει γυναικα του, «Δημητρουλα», ομως αυτη ολο παραπονο, οι δυο τους στη βοσκη χορευουν, ερχονται και οι αλλες, ο Μπαρμπα-Νικολας «βασιλευς των βασιλεων», της δινει το τσεμπερι για να χορεψει σωστα, κι αυτη του φευγει.
το ποσο μακρυνα μας ειναι αυτα, τουτο δινει μια γευση του τι θα πει «φυγη των θεων».
ομως χρειαζεται να τα γνωριζουμε, για να αποκτησει η εμπειρια του Παρμενιδη, στην μακρυνοτητα της, μια περισσοτερο χειροπιαστη, εστω και απο τα χερια του Μπαρμπα-Νικολα, υποσταση.
εξαρχης είναι μια οδος ΔΑΙΜΟΝΟΣ - εδω ανηκουν οι ΚΟΥΡΑΙ, οι ΠΟΛΥΦΡΑΣΤΟΙ ΙΠΠΟΙ, η ΔΙΚΗ. Αυτη η οδος είναι ΠΕΙΡΑΣ ΠΥΜΑΤΟΝ.
ΟΔΟΣ ΔΑΙΜΟΝΟΣ = ΚΑΤΑ ΠΑΝΤ ΑΣΤΗ = ΠΥΛΑΙ ΝΥΚΤΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΗΜΑΤΟΣ = ΠΥΜΑΤΟΝ
και κατι μεταβαλλεται μετα τις πυλες: ΧΑΣΜ ΑΧΑΝΕΣ
κατα
«μεσα απο...» και «περα απο...»! Αντιστοιχα με το ΗΜΕΝ...ΗΔΕ...
Helting, G-D-H, 2
«der den einsichtigen Menschen durch alle Städte hindurch trägt»
ειδοτα
τι θα πει εδω ο παρακειμενος; βλ. και τετελεσμενον
ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΥ
Καταρχήν οφείλω να σας ομολογήσω πως παραμύθι μ’ αυτό το όνομα δεν υπάρχει. Παρολαυτά θα σας πω ένα παραμύθι. Είναι από την συλλογή των αδελφών Γκριμμ και ο πραγματικός του τίτλος είναι Ο λαγός κι ο σκαντζόχοιρος. Το όνομα που του έδωσα οφείλεται στην ερμηνεία που θ’ ακολουθήσει.
Ο λαγός κι ο σκαντζόχοιρος
Αυτή την ιστορία, παιδιά, κανείς πρέπει να τη διηγείται σα νά ‘ταν ψεύτικη, κι όμως είναι αληθινή, γιατί την έχω απ’ τον παππού μου, την έλεγε μ’ ευχαρίστηση και συνήθιζε να προσθέτει: «Κι όμως πρέπει νά ‘ναι αληθινή, γιε μου, αλλιώς πώς γίνεται να τη διηγούνται.» Κι η ιστορία είναι αυτή:
Ήταν Κυριακή πρωί, του Θεριστή, ακριβώς όταν ανθίζαν τ’ αμπέλια, ο ήλιος είχε ανέβει στον ουρανό λαμπρός, το πρωινό αγέρι πέρναγε γλυκό πάνω απ’ τα κομμένα στάχυα, οι κορυδαλλοί τραγουδούσαν στον αέρα, οι μέλισσες ζουζούνιζαν στα λουλούδια, ο κόσμος ντυμένος τα κυριακάτικά του πήγαινε στην εκκλησιά κι όλη η πλάση χαιρόταν κι ο σκαντζόχοιρος επίσης.
Ο σκαντζόχοιρος λοιπόν καθότανε μπροστά στην πόρτα του με σταυρωμένα τα χέρια, χάζευε το πρωινό αγέρι κι ανέμελα τραγούδαγε μόνος του ένα τραγουδάκι, τόσο καλά και τόσο άσχημα όσο ένας σκαντζόχοιρος συνηθίζει να τραγουδά τα όλο ζωή κυριακάτικα πρωινά. Εκεί λοιπόν που σιγοτραγουδούσε, τού ‘ρθε άξαφνα η ιδέα κι είπε με το νου του, όση ώρα η γυναίκα του έπλενε κι έντυνε τα μικρά, να πάει μια βόλτα στο χωράφι να δει τι γίνονται τα γογγύλια του. Γιατί τα γογγύλια ήταν δίπλα στο σπίτι του και τά ‘τρωγε με την οικογένειά του, γι’ αυτό και τά ‘λεγε δικά του. Τό ‘πε και τό ‘κανε, κι ο σκαντζόχοιρος πήρε το δρόμο για το χωράφι. Δεν είχε ξεμακρύνει πολύ απ’ το σπίτι του, κι εκεί που πήγαινε να φέρει γύρο το θάμνο από μια αγριοκορομηλιά που βρίσκεται μπροστά στο χωράφι, συνάντησε το λαγό που είχε βγεί για παρόμοια δουλειά, δηλαδή να κοιτάξει τα λάχανά του. Ο σκαντζόχοιρος του ευχήθηκε φιλικά την καλημέρα. Ο λαγός όμως, που με τον τρόπο του ήταν ένας ευγενής και μεγαλοπιάνονταν, δεν απάντησε στο χαιρετισμό του σκαντζόχοιρου, είπε μόνο στο σκαντζόχοιρο, παίρνοντας μια τελείως κοροϊδευτική έκφραση: «Πώς, τόσο πρωί, και πιλαλάς στο χωράφι;» «Βγήκα περίπατο», είπε ο σκαντζόχοιρος. «Περίπατο;», γέλασε ο λαγός. «Καλά θά ‘κανες μου φαίνεται να χρησιμοποιείς τα πόδια σου για σοβαρότερες δουλειές.»
Αυτή η απάντηση ενόχλησε πάρα πολύ το σκαντζόχοιρο, γιατί όλα τ’ αντέχει, μα για τα πόδια του δε σηκώνει κουβέντα, ακριβώς επειδή είναι στραβά απ’ τη φύση τους. «Φαντάζεσαι λοιπόν», είπε ο σκαντζόχοιρος στο λαγό, «πως τα δικά σου πόδια είναι καλύτερα απ’ τα δικά μου;» «Αυτό ακριβώς εννοώ», είπε ο λαγός. «Θα το δούμε.», αποκρίθηκε ο σκαντζόχοιρος, «Βάζω στοίχημα πως αν παραβγούμε στο τρέξιμο θα σε περάσω.» «Μη γελάσω! Σύ, με τα στραβά σου ποδαράκια! », είπε ο λαγός, «Από μένα πάντως, ας γίνει. Τι στοίχημα βάζουμε;» «Ένα χρυσό λουδοβίκι και μια μπουκάλα τσίπουρο», αποκρίθηκε ο σκαντζόχοιρος. «Σύμφωνοι», είπε ο λαγός. «Εμπρός! Πάρε θέση και φύγαμε!» «Ε, δεν υπάρχει βία», αποκρίθηκε ο σκαντζόχοιρος. «Είμαι θεονήστικος ακόμα. Θέλω πρώτα να πάω σπίτι και να φάω κάτι για πρωινό. Σε μισή ώρα θά ‘μαι ‘δω.»
Συμφώνησε ο λαγός, κι έτσι ο σκαντζόχοιρος έφυγε. Στο δρόμο ο σκαντζόχοιρος συλλογίζονταν: «Ο λαγός πιστεύει στα μεγάλα του πόδια, μα θα του τη φέρω. Μπορεί νά ‘ναι ένας ευγενής, μα είναι βλάκας και θα δεις που θα πληρώσει.» Σαν έφτασε λοιπόν ο σκαντζόχοιρος σπίτι του φώναξε τη γυναίκα του και της είπε: «Γυναίκα, ντύσου γρήγορα, πρέπει νά ‘ρθεις μαζύ μου στο χωράφι.» «Τι τρέχει;» είπε η γυναίκα του. «Έβαλα στοίχημα με το λαγό ένα χρυσό λουδοβίκι και μια μπουκάλα τσίπουρο, θα παραβγούμε στο τρέξιμο κι εσύ πρέπει νά ‘σαι ‘κεί μαζύ μου.» «Αχ, Θεούλη μου, άντρα,», έβαλε τις φωνές η γυναίκα του σκαντζόχοιρου, «χάζεψες; Έχασες τα λογικά σου τελείως; Πώς σου πέρασε να παραβγείς στο τρέξιμο με το λαγό;» «Πάψε γυναίκα», είπε ο σκαντζόχοιρος, «αυτό είναι δικιά μου υπόθεση. Μην μπερδεύεσαι σε δουλειές των αντρών. Άιντε ντύσου κι έλα μαζύ μου!» Τι να κάνει η γυναίκα του σκαντζόχοιρου; Άλλωστε έπρεπε να τον ακολουθήσει, θέλοντας και μη.
Στο δρόμο που πηγαίναν είπε ο σκαντζόχοιρος στην γυναίκα του: « Άκου τώρα καλά τι θα σου πω. Βλέπεις εκείνο το μακρυ χωράφι, εκεί θα παραβγούμε. Στο ένα αυλάκι θα τρέξει ο λαγός και στ’ άλλο εγώ, και θ’ αρχίσουμε να τρέχουμε απ’ την απάνω μεριά. Εσύ λοιπόν το μόνο που θα κάνεις είναι να χωθείς στ’ αυλάκι εδώ, στην κάτω μεριά, και σα φτάσει ο λαγός απ’ απέναντι θα πεταχτείς έξω και θα του πεις: «Είμαι ήδη εδώ.»
Μ’ αυτά και μ’ αυτά φτάσανε στο χωράφι, ο σκαντζόχοιρος έδειξε στη γυναίκα του πού έπρεπε να σταθεί, κι ανηφόρισε το χωράφι. Σαν έφτασε, ο λαγός ήταν ήδη εκεί. «Λοιπόν; Φύγαμε;», είπε ο λαγός. «Μάλιστα!», είπε ο σκαντζόχοιρος. «Πάμε!» Και μπήκαν ο καθένας στ’ αυλάκι του. Ο λαγός μέτρησε: «Καί ένα, και δύο, και τρία!» και ροβόλησε το χωράφι σα σίφουνας. Όμως ο σκαντζόχοιρος έκανε κάπου τρία βήματα κι ύστερα γύρισε πίσω και κουλουριάστηκε ήσυχα μέσα στ’ αυλάκι.
Καθώς λοιπόν ο λαγός με δρασκελιές μεγάλες έφτασε στο κάτω μέρος του χωραφιού, του φώναξε η γυναίκα του σκαντζόχοιρου: «Είμαι ήδη εδώ.» Ο λαγός έμεινε αποσβολωμένος, πού να φανταστεί πως δεν ήταν ο ίδιος σκαντζόχοιρος, αυτός που του μίλησε. Γιατί, ως γνωστόν, η γυναίκα του σκαντζόχοιρου είναι ολόιδια με τον άντρα της. Είπε τότε ο λαγός με το νου του: «Κάτι δεν πάει καλά εδώ πέρα.» Φώναξε του σκαντζόχοιρου κι είπε: «Να τρέξουμε ξανά, πάλι πίσω!» Κι έφυγε πάλι σα σίφουνας, τόσο που τ’ αυτιά του ανέμιζαν στο κεφάλι του. Η γυναίκα του σκαντζόχοιρου όμως έμεινε ήσυχα στη θέση της. Όταν λοιπόν ο λαγός έφτασε, ο σκαντζόχοιρος του φώναξε: «Είμαι ήδη εδώ.» Έξω φρενών ο λαγός απ’ το κακό του, κραύγασε: «Να τρέξουμε ξανά, πάλι πίσω!» «Από μένα πάντως όσες φορές θες», απάντησε ο σκαντζόχοιρος. Έτσι ο λαγός έτρεξε άλλες εβδομήντα τρεις φορές, και πάντα ο σκαντζόχοιρος τά ‘βγαζε πέρα. Κάθε φορά που ο λαγός έφτανε κάτω ή πάνω, λέγανε ο σκαντζόχοιρος ή η γυναίκα του: «Είμαι ήδη εδώ.»
Μα την εβδομηκοστή τέταρτη φορά ο λαγός δεν έφτασε στο τέρμα. Στη μέση του χωραφιού σωριάστηκε στο χώμα, έφτυσε αίμα κι έμεινε στον τόπο. Ο σκαντζόχοιρος όμως πήρε το κερδισμένο του χρυσό λουδοβίκι και την μπουκάλα το τσίπουρο, φώναξε τη γυναίκα του να βγεί απ’ τ’ αυλάκι και γύρισαν κι οι δυο ευχαριστημένοι σπίτι τους, κι αν δεν έχουν πεθάνει, είναι ακόμα ζωντανοί.
Έτσι έγινε, και στον κάμπο του Μπούξτεχούντε ο σκαντζόχοιρος έβαλε το λαγό να τρέξει, κι από τότε κανένας λαγός δεν τόλμησε ξανά να παραβγεί στο τρέξιμο με τους σκαντζόχοιρους του Μπούξτεχούντε.
Όμως το δίδαγμα αυτής της ιστορίας είναι, πρώτον, πως κανένας, όσο σπουδαίος κι ανώτερος κι αν θεωρεί πως είναι, δεν πρέπει ποτέ να κοροϊδεύει και να περιφρονεί τον κατώτερο, ακόμα κι αν αυτός είν’ ένας σκαντζόχοιρος. Και, δεύτερον, πως είναι φρόνιμο, όποιος παντρεύεται, να παίρνει γυναίκα απ’ την τάξη του και να του μοιάζει σε όλα. Όποιος λοιπόν είναι σκαντζόχοιρος, να κοιτάζει η γυναίκα του νά ‘ναι επίσης σκαντζόχοιρος και ούτω καθεξής.
Η ιστορία του λαγού και του σκαντζόχοιρου συνέβη, λέει το παραμύθι, στο Μπούξτεχούντε. Το χωριό αυτό σημαίνει στους Γερμανούς ό,τι και η δική μας Κωλοπετινίτσα, ένας τόπος στη μέση του πουθενά, στον οποίο παραπέμπουμε ό,τι περιγελούμε, ό,τι θεωρούμε μικρό κι ασήμαντο και ανάξιο λόγου. Όμως στον κόσμο μας, στην Ελλάδα, στην Γερμανία, κι αλλού, ανήκει πάντα και μια Κωλοπετινίτσα. Εάν είναι να μείνουμε ανοιχτοί για τον κόσμο μας όπως είναι, θα χρειαστεί να προσέξουμε καλοπροαίρετα και ό,τι συνήθως περιγελούμε και θέλουμε να αγνοούμε.
Εκεί λοιπόν διαδραματίζεται η ιστορία του λαγού και του σκαντζόχοιρου. Σ’ αυτόν τον απόμερο τόπο ο λαγός δεν είναι μόνο λαγός κι ο σκαντζόχοιρος δεν είναι μόνο σκαντζόχοιρος. Έχουν ομιλία, κι η ομιλία προσιδιάζει στον άνθρωπο. Τούτο είναι για μας μια πρόκληση. Μας καλεί να εννοήσουμε την ιστορία τους σαν ιστορία δική μας.
Τα δύο «διδάγματα» του παραμυθιού μας δείχνουν την κατεύθυνση. Μοιάζουν με ηθικές παραινέσεις, όμως δεν είναι. Δεν διδάσκουν το πώς επιβάλλεται να ζούμε, αλλά το πώς ζούμε. Είναι νόμοι της κατοίκησής μας στον κόσμο. Αυτούς τους νόμους, και τώρα αναφέρομαι αλλού μα παραμένω στο ίδιο, με τα λόγια της Αντιγόνης από την ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή, ούτε θεός ούτε θνητός τους έκανε, και κανείς δε γνωρίζει από πού ήρθαν. Θα δούμε τα διδάγματα με την σειρά.
Πρώτο δίδαγμα.
Ο νόμος του λέει πως ο ανώτερος κι ο υπερόπτης κάπως, κάπου, θα σκοντάψει στον κατώτερο και θα συντριβεί.
Με ποιον τρόπο τούτο μας αφορά, θα επιχειρήσουμε να το δούμε στην θεραπευτική συνάντηση. Πώς είμαστε απέναντι στον πελάτη μας; Έχουμε αναλάβει την θεραπεία του. Έχουμε μια παράσταση της ψυχικής ασθένειας, της τρέλλας, αλλά και μια παράσταση της ψυχικής υγείας, στην οποία προσπαθούμε να τον οδηγήσουμε. Για να γίνει αυτό χρειάζεται να καταλάβουμε την τρέλλα του και να την εξηγήσουμε. Το πρώτο, η κατανόηση, γίνεται με ό,τι είναι γνωστό ως empathy, συναίσθηση. Ερχόμαστε στην θέση του, ταυτιζόμαστε μαζύ του και νοιώθουμε αυτά που νοιώθει. Το δεύτερο, την εξήγηση, το επιδιώκουμε συνδέοντας και συσχετίζοντας τα λεγόμενά του, ανάλογα με την σχολή που ακολουθούμε, με στοιχεία από το παρελθόν του, την σχέση του μ’ εμάς, με νευροχημικές διαδικασίες του οργανισμού του κλπ.
Με την κατανόηση και με την εξήγηση κατασκευάζουμε μια παράσταση της τρέλλας του. Οι ερμηνείες κι οι συμβουλές μας άγονται απ’ αυτήν την παράσταση. Η τρέλλα του ορίζεται κι αποκτά υπόσταση μέσα από την παράστασή της που κατασκευάσαμε. Η παράσταση της τρέλλας θεμελιώνει την τρέλλα, της δίνει νόημα και λόγο. Γίνεται ανώτερη απ’ αυτήν.
Εφόσον η παράσταση είναι καταρχήν κατασκευή του θεραπευτή, ο θεραπευτής παίρνει, λιγότερο ή περισσότερο φανερά, μια θέση ανώτερου. Πολύ συχνά βέβαια κι ο ίδιος ο πελάτης μας έχει κατασκευάσει μια δική του παράσταση της τρέλλας του. Καμμιά φορά μάλιστα μας υποβάλλεται, για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα. Όπως και νά ‘χει το πράγμα, η ανθρώπινη διάνοια θεωρεί την κατασκευή της ανώτερη από την τρέλλα καθαυτήν. Και μάλιστα τόσο ανώτερη, που η τρέλλα δεν μας είναι καν νοητή δίχως μια κάποια παράστασή της.
Όμως οι εξηγήσεις κι οι ερμηνείες μας ποτέ δεν είναι απόλυτα ικανοποιητικές. Δεν εξαντλούν την τρέλλα. Η τρέλλα πάντα θα μας βγει μπροστά. Κάθε φορά που πάμε να την βρούμε σε μια παράστασή της, είναι ήδη εδώ και την αμφισβητεί, εις πείσμα θεραπευτή και θεραπευόμενου. Αυτό το πείσμα είναι τελικά που μας πηγαίνει κόντρα, και που αποκαλούμε «αντίσταση». Σ’ αυτό το πείσμα φανερώνεται η τρέλλα καθεαυτήν, και συνάμα κρύβεται.
Βέβαια είμαστε ακούραστοι. Με πολλούς και διαφόρους τρόπους λέμε, σαν τον λαγό, πάλι πίσω!, και παλινωδούμε σ’ ένα ατέλειωτο πέρα δώθε των αρχών που διέπουν τις παραστάσεις μας, όπως περιβάλλον και κληρονομικότητα, λογική και συναίσθημα, ψυχή και σώμα, νόσος και υγεία, εγώ κι εσύ, στρεφόμενοι πότε στο ένα και πότε στο άλλο. Είναι σαν την επάνω και την κάτω μεριά του χωραφιού. Την πρώτη φορά κατευθυνόμαστε προς την μία και την δεύτερη προς της άλλη και πάει λέγοντας. Γι’ αυτό και στις επιστήμες η «έρευνα» ποτέ δεν φτάνει σε λύσεις, αλλά με κάθε βήμα της οι δυσκολίες και τα ερωτήματα πολλαπλασιάζονται.
Πάντως η αντοχή μας δείχνει πως ακόμη είμαστε μακρυά από την εβδομηκοστή τέταρτη φορά. Όμως αυτή η φορά θα έρθει, νωρίτερα ή αργότερα, σ’ εμένα, σ’ εσένα, στην Αθήνα, στο Tavistock. Τότε, και μόνον τότε, όταν κι εμείς, θεραπευτής και θεραπευόμενος, σαν το λαγό φτύσουμε αίμα και, κατά το κοινώς λεγόμενο, σπάσει ο τσαμπουκάς και των δυο μας, μια θεραπεία θα μπει στον δρόμο του τέλους της.
Η τρέλλα είναι ήδη εδώ. Μας έχει προλάβει, σε χρόνο παρακείμενο. Η τρέλλα μένει πάντα παρακείμενη, κείμενη παρ’ ημίν, πάντα μπροστά και δίπλα μας. Είναι ο ίσκιος μας. Ο μόνος που τον πρόλαβε στο πιστόλι είναι ο Λούκυ Λουκ.
Δεύτερο δίδαγμα.
Ο νόμος του λέει πως είναι φρόνιμο, όποιος παντρεύεται, να παίρνει γυναίκα που να του μοιάζει σε όλα. Αυτή η γυναίκα είναι σαν να την ήξερε ήδη, από πάντα. Τι θα πει αυτό;
Ως γνωστόν, μας λέει το παραμύθι, η γυναίκα του σκαντζόχοιρου είναι ολόιδια με τον άντρα της. Αυτό δεν πρέπει να το ακούσουμε ως την απόλυτη ομοιότητα μεταξύ δύο διαφορετικών και ξεχωριστών όντων. Ο σκαντζόχοιρος, ο ένας σκαντζόχοιρος, είναι εδώ στην αφετηρία, στην επάνω μεριά του χωραφιού, και συνάμα είναι ήδη στο τέρμα, στην κάτω μεριά.
Τούτο δεν μας είναι τόσο ξένο όσο εξαρχής φαίνεται. Όταν έφυγα από το ιατρείο μου για τα «Τιτάνια», ήδη ήμουν εδώ. Αυτό το ήδη μου έδωσε την κατεύθυνση και μου άνοιξε τον δρόμο. Είμαστε πάντα σ’ ένα εδώ και συνάμα είμαστε ήδη στο εκεί στο οποίο οι δρόμοι μας κατευθύνονται. Γι’ αυτό και ο κάθε ερχομός έχει χαρακτήρα παλιννόστησης. Τον διατρέχει μια ησυχία σαν αυτή του σκαντζόχοιρου που κουρνιάζει στ’ αυλάκι του. Οι μετακινήσεις μας διαπερνώνται από μιαν αλλόκοτη ακινησία.
Ο λαγός το αγνοεί. Πιστεύοντας μόνο στα πόδια του, θεωρεί πως το εκεί έχει να το κατακτήσει. Ο δρόμος του είναι ένα κενό διάστημα μεταξύ δύο σημείων, που πρέπει να καλύψει. Κάποτε, όσο γρήγορα κι αν πάει, θα κουραστεί και θα μείνει στο δρόμο. Όμως ο δρόμος του σκαντζόχοιρου είναι κύκλος: αρχή και τέλος του είναι το αυτό.
Κάπως έτσι είναι και με τις επιθυμίες μας, με τις ανάγκες μας, με κάθε μας επιδίωξη. Συνήθως κάνουμε σαν το λαγό. Πιστεύουμε πως όλα αποκτούν νόημα μόνο με την εκπλήρωσή τους. Η ματαίωση μας είναι στερητική και αφόρητη.
Όμως υπάρχει κι ο τρόπος του σκαντζόχοιρου. Τότε όλα είναι ήδη εδώ, παρακείμενά μας. Τότε οι σκοποί κι οι επιδιώξεις μας χρειάζεται να εννοηθούν διαφορετικά.
Η ιστορία του λαγού και του σκαντζόχοιρου μιλά για το Παρακείμενο. Είναι ένα παραμύθι του Παρακείμενου. Τώρα το Παρακείμενο είναι κάθε τι που μας αφορά. Είναι ήδη εδώ, πριν από τη σκέψη και τη γνώση, πριν από τα συναισθήματα. Χρειάζεται μιαν άλλη προσέγγιση. Μάλλον δεν χρειάζεται καμμία προσέγγιση. Χρειάζεται απλά να το προσέξουμε. Δίχως να νοιώθουμε, δηλαδή παραιτούμενοι από την συναίσθηση, και δίχως να σκεφτόμαστε, δηλαδή παραιτούμενοι από ερμηνείες κι εξηγήσεις. Έχουμε μάθει να είμαστε διαισθαντικοί, να είμαστε ακριβείς. Ίσως δεν έχουμε μάθει τόσο να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά.
Κάτι τέτοια μου μήνυσαν από την Κωλοπετινίτσα, όσο μπόρεσα να παρακολουθήσω τη γλώσσα τους. Σας τα μεταφέρω, όπως μπόρεσα να τα πω στη γλώσσα τη δική μας.
ο ΕΙΔΩΣ ΦΕΡΕΤΑΙ σε μιαν ΟΔΟΝ. αυτη τον ΦΕΡΕΙ ΚΑΤΑ ΠΑΝΤ ΑΣΤΗ. και αυτη ειναι ΟΔΟΣ ΔΑΙΜΟΝΟΣ. το ΚΑΤΑ ΠΑΝΤ ΑΣΤΗ και το ΔΑΙΜΟΝΟΣ συνεχονται! εδω, το αποφασιστικο ειναι το ΠΑΝΤ. αυτο ειναι που διακρινει την ΟΔΟΝ ΔΑΙΜΟΝΟΣ απο τις αλλες οδους. ομως εδω δεν προκειται για μια οδο η οποια ανευρισκεται μεταξυ των αλλων, π.χ. μια οδο η οποια ενωνει και διαπερνα ολες τις πολεις και τα χωρια. ο ΕΙΔΩΣ ειναι αυτος που εχει δει, στην καθε οδο, την ΟΔΟΝ ΔΑΙΜΟΝΟΣ.
την οδο, την ΗΓΕΜΟΝΕΥΟΥΝ οι ΗΛΙΑΔΕΣ ΚΟΥΡΑΙ - η οδος ειναι ΕΝΑΡΓΗΣ! - η διακριση του δαιμονικου!
αυτη ειναι ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ, και οι ΙΠΠΟΙ, που σερνουν το αρμα, ΠΟΛΥΦΡΑΣΤΟΙ - οχι ποσοτικο, αλλα περα για περα. η ΟΔΟΣ ΔΑΙΜΟΝΟΣ ειναι γεματη φωνες. ομως στην ιδια οδο υπαρχου και σηματα, ΠΟΛΛΑ ΜΑΛ... Μηπως αυτες οι φωνες, τις οποιες οι ανθρωποι, και ιδιαιτερα ο ΕΙΔΩΣ προσλαμβανουν, ονομαζονται ΣΗΜΑΤΑ πρωτα μεσα απο τον λογο της ΠΡΟΦΡΩΝΟΣ θεας;
HP, 59
Einsicht und Leidenschaft, genaues Sehen der Sache und beherztes Aushalten, kluge Vorsicht und mitreissende Regung - vermutlich verbindet das Gedicht des Parmenides präzise Besinnung und glühende Begeisterung in einzigartiger Weise. «Heilignüchtern» hätte Hölderlin diese Verbindung von Verzückung und Nüchternheit vielleicht genannt.
Hölderlin, Hälfte des Lebens [ Ημισυ της ζωης ]
Mit gelben Birnen hänget Με κιτρινα αχλαδια ακουμπα
Und voll mit wilden Rosen Και γεματη αγρια τριανταφυλλα
Das Land in den See, Η χωρα στη λιμνη,
Ihr holden Schwäne, Τρυφεροι, εσεις, κυκνοι,
Und trunken von Küssen Και μεθυσμενοι απο φιλια
Tunkt ihr das Haupt Βαπτιζετε την κεφαλη
Ins heilignüchterne Wasser. Στα ιεροφρονιμα νερα.
Weh mir, wo nehm’ ich, wenn Αλοιμονο μου, απο που να παρω, οταν
Es Winter ist, die Blumen, und wo Ειναι χειμωνας, τα ανθη, κι απο που
Den Sonnenschein Τη λαμψη του ηλιου
Und Schatten der Erde? Και ισκιους της γης;
Die Mauern stehn Οι τοιχοι στεκουν
Sprachlos und kalt, im Winde Αμιλητοι και ψυχροι, στον αερα
Klirren die Fahnen. Οι ανεμοδουρες τριζουν.
φωτα
αλλο ομολογο ζευγαρι: ΟΔΟΣ ΔΑΙΜΟΝΟΣ - ΕΙΔΟΤΑ ΦΩΤΑ
Helting, G-D-H,3f.
Wer aber ist er, der einsichtige Mensch? Hier kommen wir mit unserer Übertragung kaum weiter. Wir müssen zurüchgehen und achtsamer auf das griechische Wort hörem, um die Übertragung mit Hilfe eines Verständnisses ihrer ursprünglichen Umgebung (die als ganze niemals übertragbar ist) besser zu verstehen. Das griechische Wort spricht von einem ΕΙΔΟΤΑ ΦΩΤΑ. Schwingt in diesen Worten ein Licht und das Vernehmen von Licht mit? Um die Frage zunächst philologisch zu präzisieren: Darf einerseits die Wurzel «sehen» («wid-») in ΕΙΔΟΤΑ (als das Sehen des Lichtes), andererseits die Wurzel «Leuchten» («pha(n)-») im Wort für «Mensch» (gr. ΦΩΣ, ΦΩΤΟΣ) mitgehört werden? Streng philologisch könnte zunächst gefragt werden, ob dies indogermanistisch betrachtet überhaupt möglich sei. Wir wollen diese Frage hier zur Fussnote werden lassen
Zunächst könnte man hiergegen einwenden: Das Wort ΦΩΣ, ΦΩΤΟΣ («Held», «Mensch») hat ein «T», welches das kontrahierte ΦΩΣ («ΦΑ-ΟΣ»; «Licht») zunächst nicht hat (erst post-homerisch: «ΦΩΣ, ΦΩΤΟΣ»). Allerdings ist es lautgesetzlich so, dass in einer urindogermanischen Wurzel eine Media aspirata keine Tenuis im Auslaut haben darf, dass daher das im griechischen Wort vorfindliche T nicht ursprünglich von der Wurzel stammen kann (also das Suffix nachträglich aus Analogiebildung entstanden sein muss). Daher besteht kein morphologischer Einwand dagegen, dass ΦΩΣ («Held», «Mensch») und ΦΩΣ («Licht») zur selben Wurzel gehören.
und fragen sogleich, ob der Grieche - indogermanisch korrekt oder nicht - in diesen Worten den Verweis auf «Licht» bzw. «Vernehmen von Licht» (d.h. sehen, einsehen) mithören konnte.
Zunächst zum letzteren: Kann der Grieche die Wurzel «sehen» im Wort für «wissen» noch mithören? Ein Hinweis hierfür schenkt uns Homer. Im Musenanruf vor dem Schiffskatalog in der Ilias heisst es, dass die allgegenwärtigen Götter alles wissen (ΙΣΤΕ ΤΕ ΠΑΝΤΑ), die nichtswissenden Menschen aber nur die Nachricht, das Gerücht, hören (ΚΛΕΟΣ ΟΙΟΝ ΑΚΟΥΟΜΕΝ ΟΥΔΕ ΤΙ ΙΔΜΕΝ) (Ilias, 2, 485f). Diese Gegenüberstellung von den allgegenwärtigen, allwissenden Göttern und den nichtswissenden Menschen, die nur hören, legt nahe, dass in dem griechischen ΙΣΤΕ («wissen») noch etwas von «sehen» (der Wurzel «wid-») für den Griechen vernehmbar war; ausdrücklich wird das Wissen (eben als eine Art des Sehens) dem (Hören) und nicht nur dem Nichtwissen der Menschen gegenübergestellt. ↔ ομως το ΙΣΤΕ αναφερεται στους θεους. τι θα πει εδω, για τους θεους, ΟΙΔΑ; δεν ειναι κατι το οπωσδηποτε αλλο απο το ανθρωπινο ΙΔΕΙΝ; και ακομη: μηπως εδω η διαφορα αφορα το ΠΑΝΤΑ; ενδεχομενως επιρρηματικα εννοουμενο; μηπως ο ΘΕΟΣ εξαντλειται ως προς την ουσιωση του στο οτι ειναι ενας ΘΕΑΩΝ; οπου στους ανθρωπους δεν θα προσιδιαζε ενα «Nichtwissen», αλλα ο ουσιακος καθορισμος τους απο ενα ΑΚΟΥΕΙΝ, δηλαδη τον ΛΟΓΟ; η ακομη μηπως το ΦΩΣ, δηλαδη το ΟΜΟΛΟΓΕΙΝ ενος ΘΕΑΝ, ειναι εκεινο το οποιο αφορα τον ανθρωπο ως ανθρωπο; μηπως ακομη στο πριν απο το ΙΣΤΕ λεγομενο ΠΑΡΕΣΤΕ ΤΕ ονομαζεται η ουσιωση των θεων, οι οποιοι ΠΑΡΕΙΝΑΙ την ανθρωπινη ουσιωση; και εαν το ΕΙΔΟΤΑ αναφερονταν στους θεους, καλυτερα, στον ΦΩΤΑ, τον απο τους θεους ιδωμενο;
πολυφραστοι
ανταποκρινεται στο πολυφημον
κουραι
- ΕΝΑΡΓΗΣ - ΕΙΔΩΣ ΦΩΣ -
Celan, DAS SEIDENVERHANGENE NIRGEND...
[...]
ich hell auf
[...]
νυκτος
SM,28:
Die Sonnenmädchen sind im «Hause der Nacht» zu Hause...
εις φαος
χαραζει!
➢ το βορειο μερος ακομη σκοτεινο.
Helting, G-D-H, 4
Zunächst erfahren wir, dass die Mädchen die Heliadenmädchen sind. Morgenröten, die das Dämmern eines lichten Tages einleiten. Die Heliadenmädchen verlassen ausdrücklich das Haus der Nacht in das Licht, ΕΙΣ ΦΑΟΣ (Z. 10), um Parmenides, einen ΦΩΤΑ, zu geleiten. Der Mensch zeigt sich hier als ein im Licht Existierender, ein in der gelichteten Gegend Sich-Aufhaltender; gehört dieser lichte Wesensbereich so innig zum Wesen des Menschen, dass der Mensch sogar durch den Namen dieser Lichtgegend genannt werden kann? [...]
ενθα
ο τοπος του ΠΡΟΛΙΠΟΥΣΑΙ, του ΩΣΑΜΕΝΑΙ, ειναι το ΕΝΘΑ, αναφορικο και δεικτικο συγχρονως, και ο τοπος αυτος ειναι οι ΠΥΛΑΙ. απο αυτον τον τοπο πρωτα, απο το ΚΡΙΝΕΙΝ των ΠΥΛΩΝ, ονομαζονται η νυχτα και η μερα.
ΗΡ,61: «Pause»
πυλαι
στο χαραμα, πριν την ανατολη, στο πρωτο χαραμα, στον οριζοντα, στα ορια, στο ΠΕΙΡΑΣ ΠΥΜΑΤΟΝ, σχηματιζεται επανω απο το ΠΥΚΙΝΟΝ ΔΕΜΑΣ μια φωτεινη αλως. μηπως ΕΝΘΑ είναι οι ΠΥΛΕΣ; Κατω η γη, ο ΛΑΙΝΟΣ ΟΥΔΟΣ, οι ιδιες ΑΙΘΕΡΙΕΣ; Μηπως πρεπει τοσο χειροπιαστα να εννοηθουν;
Και παντου εδω, ΠΑΝΤΑ ΠΛΗΡΗ ΘΕΩΝ!
το δεινο, πριν απο την εορτη της ανατολης
και
ΠΡΒΛ. ΙΧ: ΟΜΟΥ ΦΑΕΟΣ ΚΑΙ ΝΥΚΤΟΣ ΑΦΑΝΤΟΥ
εδω δεν προκειται για την εναλλαγη νυχτας και μερας.
ΗΡ,685
Θεογονια:
ΟΘΙ ΝΥΞ ΤΕ ΚΑΙ ΗΜΕΡΗ ΑΣΣΟΝ ΙΟΥΣΑΙ ΑΛΛΗΛΑΣ ΠΡΟΣΕΕΙΠΟΝ
εχει
Αυτες τις πυλες τις συνεχει υπερθυρον και ουδος – τι συνεχει μερα και νυχτα;
ουδος
Helting, G-D-H, 5
Das Wort von einer steinernen Schwelle ist alt. Hochheiliges birgt sie schon bei Homer.
In der Ilias, 9.904 wird von ihr gesagt, dass sie den pythischen Schatz birgt [...ΟΣΑ ΛΑΙΝΟΣ ΟΥΔΟΣ ΑΦΗΤΟΡΟΣ ΕΝΤΟΣ ΕΕΡΓΕΙ / ΦΟΙΒΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΠΥΘΟΙ ΕΝΙ ΠΕΤΡΗΕΣΣΗΙ]; in der Odyssee, 8.80 erfährt Agamemnon auf ihr die Verkündigung Apolls [ΩΣ ΓΑΡ ΟΙ ΧΡΕΙΩΝ ΜΥΘΗΣΑΤΟ ΦΟΙΒΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝ / ΠΥΘΟΙ ΕΝ ΗΓΑΘΕΗΙ ΟΘ ΥΠΕΡΒΗ ΛΑΙΝΟΝ ΟΥΔΟΝ / ΧΡΗΣΟΜΕΝΟΣ...]
αιθεριαι
αξιον εστι, ΙΔ’
ναοι στο σχημα τ ουρανου
πολυποινος
➢ προσεξε τα επαναλαμβανομενα πολυ-
*ΔΙΚΗ ΠΟΛΥΠΟΙΝΟΣ*· τὸ ΠΟΛΥ- ὀνομάζει αὐτὲς τὶς δύο μορφὲς τῆς ποινῆς στὶς ποικίλες ἐκφάνσεις τους.
οχι ποσοτικο. ΑΝΑΓΚΗ!
Ηρακλειτος, 94:
ΗΛΙΟΣ ΟΥΧ ΥΠΕΡΒΗΣΕΤΑΙ ΜΕΤΡΑ ΕΙ ΔΕ ΜΗ ΕΡΙΝΥΕΣ ΜΙΝ ΔΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΟΙ ΕΞΕΥΡΗΣΟΥΣΙΝ
Helting, G-D-H, 5
Für den Wagenfahrer aber ist dieser Torraum zunächst noch verborgen. Es gibt ihn, aber er ist unzugänglich, weil die Torflügel ihn verstellen. Tag und Nacht scheinen deshalb getrennt zu sein, weil die sie einigende und freigebende Offenheit selbst nicht vernommen wird. Aber die Dike, eine Göttin, die nicht bloss moralisierend bestraft, sondern vergeltet (das jeweils Schickliche zuteilt),
Griechisch ΠΟΙΝΗ heisst nicht nur «Strafe» sondern schon bei Pindar auch «Vergeltung», «Belohnung». «αμοιβη»! ΚΛΗΙΔΑΣ ΑΜΟΙΒΟΥΣ: τα κλειδια, τα οποια επιτρεπουν το αμοιβαιο! την καθε αμοιβαιοτητα! ΤΟ ΑΥΤΟΝ! ~ ΔΟΚΙΜΩΣ!
hält die Schlüssel zu diesem Tor. Diese sind «wechselnd», weil sie aufsperren als auch zusperren können. Die Göttin Dike wurde bei den Griechen auch als Mutter der Hesychia, der Ruhe, besungen. Wem sie das Tor öffnet, dem gebiert sie die Ruhe. Wem es verschlossen bleibt, dessen Herz bleibt zittern und ruhelos. Woher die Ruhe, die sie gebiert? Stammt sie aus der Erfahrung dessen, was sie mit ihren Schlüssel erschliessen kann? Jedenfalls erfährt der Wagenfahrer, dass er die Öffnung des Tores nicht von sich aus zu bewerkstelligen vermag, sondern dieses ihm eröffnet wird - allerdings weist der Beiname der vielesvergeltenden Dike darauf hin, dass diese Öffnung auch nicht ganz unabhängig von seinem eigenen Wandel sich vollzieht (von dem ihr die geleitenden Heliadenmädchen in ihrem vorankündigenden Glanz mit sanften Worten wohl etwas sagen). ΕΝΑΡΓΗΣ!
εχει
ΠΥΛΑΙ...ΔΙΚΗ:
το αυτο! Κατα το: θαλασσα-Ποσειδων
κληιδας
Π8,1κ.ε.:
ΦΙΛΟΦΡΟΝ ΗΣΥΧΙΑ ΔΙΚΑΣ
Ω ΜΕΓΙΣΤΟΠΟΛΙ ΘΥΓΑΤΕΡ
ΒΟΥΛΑΝ ΤΕ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΩΝ
ΕΧΟΙΣΑ ΚΛΑΙΔΑΣ ΥΠΕΡΤΑΤΑΣ
Π9,39:
...ΚΡΥΠΤΑΙ ΚΛΑΙΔΕΣ ΕΝΤΙ ΣΟΦΑΣ
ΠΕΙΘΟΥΣ ΙΕΡΑΝ ΦΙΛΟΤΑΤΩΝ
επιφραδεως
μεσα απο την ουσιωση τους, ηλιαχτιδες στο λυκοφως, οχι με «λογια»
αχανες
πισω απο την πυλη δεν υπαρχει ουτε ημερα ουτε νυχτα
Helting, G-D-H
Die Leere des Torraumes, die alle Fülle entstehen lässt und zugleich in sich aufnimmt und hält, ist felsenfest auf die steinerne Schwelle gegründet, die den Rahmen und die schwingenden Torachsen trägt.
πυλη: ΚΡΙΝΕΙΝ! Εδω διακρινονται, ο ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ απο την μια, το ΑΛΗΘΕΙΗΣ ΗΤΟΡ απο την αλλη πλευρα της. Το μονο ον το οποιο κατοικει και τις δυο πλευρες, είναι οι ΗΛΙΑΔΕΣ ΚΟΥΡΑΙ!
αμοιβαδον
η λεξη δευτερη φορα!
αρηροτε
Helting, G-D-H
Das Tragfeste der Schwelle schwingt mit, wenn das Klaffen der Tore in bezug auf die sich drehenden Achsen angesprochen wird. Die Axe der Türe ist ein senkrechter Holzpflock, der an den Enden mit einer Art «Bronzenschuh» versehen lässt, so dass sich die Achsen besser drehen können. Um noch besseres Drehen zu ermöglichen, ist das Gewicht nicht über die ganze, breite Fläche des «Schuhes» verteilt, sondern, um die Reibungfläche zu minimieren, konzentriert sich das Gewicht in einem zugespitzten Zapfen (Nadel) des Bronzenschuhs, der sich in der Pfanne dreht (welche sich in der steinernen Schwelle befindet). Dies alles trägt die Schwelle (und so auch den «Rahmen», der auf die freigebende Leere des Torraums aufmerksam werden lässt).
ρα
= αρα
αυτεων
μηπως οι ΒΡΟΤΟΙ μενουν απεξω, μηπως η εισοδος εδω είναι το ΕΚΤΟΣ ΠΑΤΟΥ;
θεα
εκδικηση
Έλευση των νέων θεών... Είναι το θέμα των τραγωδιών του Αισχύλου. Όχι, δεν είναι θέμα. Με τις τραγωδίες του Αισχύλου λέγεται, δηλαδή μεσολαβείται στους ανθρώπους και αναγγέλλεται, η διαδοχή των παλαιών θεών από τους νέους. Τι θα μπορούσε αυτό να μας πει, εμάς, σήμερα; Στην ιστορία της Δύσης μετά Χριστόν, η παρουσία ενός νέου θεού αναγγέλλεται ακόμη μία φορά, στους Νεωτέρους Χρόνους. Ίχνη της υπάρχουν πολλά. Ίσως όμως καθαρότερα και αποφασιστικότερα, αυτή η αναγγελία συνιστά το ίδιο το άσμα της ποίησης του γερμανού ποιητή Friedrich Hoelderlin. Βρίσκομαι πολύ μακρυά από την δυνατότητα μιας επαρκούς συνομιλίας μ’ αυτήν την ποίηση. Εδώ θα ήθελα να σταθώ σε τρεις στίχους του από το ποίημα «Friedensfeier», «Εορτή της ειρήνης»:
Όπου όμως
Κι ένας θεός εμφανίζετα
Τούτο είναι πράγματι άλλη καθαρότητα.
Αυτό θα ήταν η έλευση ενός νέου θεού: μια «άλλη καθαρότητα», στην οποία ο κόσμος γίνεται ένας «άλλος»...
Υπάρχει κάτι που να μας δυναμώνει ενάντια στην υποψία ότι η εμφάνιση ενός θεού ως «άλλη καθαρότητα» αποτελεί μια αυθαίρετη ιδέα του Hoelderlin; Υπάρχει, εάν ενσκήψουμε στην δική μας, ελληνική λέξη «θεός» και αποπειραθούμε να την ακούσουμε μέσα από τον ίδιο τον λόγο της, και αφεθούμε, όσο μας είναι δυνατό, στην εμπειρία η οποία από εδώ μας προσφέρεται. Διότι χρειάζεται να θυμόμαστε πως οι λέξεις έχουν τον δικό τους χθόνιο λόγο ο οποίος είναι πηγαιότερος και γι΄αυτό αληθινότερος από τα νοήματα και τις σημασίες που κατά καιρούς τους προσάπτει η ανθρώπινη διάνοια. Η λέξη ΘΕΟΣ λέει κάτι η ίδια, πριν από κάθε «νοηματο-δότηση» και «σημασιο-δότησή» της από τον άνθρωπο, πριν από κάθε εκδοχή της κατά τις διάφορες ιστορικές εποχές και κοινωνικές συνθήκες.
Οι θεοί, γράφει κάπου ο Martin Heidegger (Aletheia, VA III, σ. 73), είναι οι ΘΕΑΟΝΤΕΣ.(πρβλ. και 79,100: Wir erblicken nur das, wovon wir selber schon angeblickt sind.) Το ρήμα ΘΕΑΩ στην αρχαία ελληνική γλώσσα δεν απαντάται έτσι, δηλαδή στην, όπως από τους γραμματικούς της όψιμης Αρχαιότητας ονομάστηκε, «ενεργητική φωνή» αλλά μόνον στην λεγόμενη «μέση φωνή», ΘΕΑΟΜΑΙ, λες και το ΘΕΑΩ έπρεπε να μείνει κρατημένο για κάποιον άλλον από τον άνθρωπο... Πώς είναι όμως οι θεοί ως οι ΘΕΑΟΝΤΕΣ; Πώς ΘΕΑΕΙ, πώς «βλέπει» ο θεός ως θεός; Ποιο είναι το «βλέμμα» το οποίο συνιστά την ουσίωση του θεού; Και ήδη, πριν επιχειρηθεί μια απάντηση, προηγείται η ερώτηση: Πώς μας αφορά καν, σήμερα, ο θεός; Λέω απροσδιόριστα «ο θεός» διότι, σήμερα, ο παρών θεός δεν μπορεί να έχει ένα όνομα, ούτε αυτό των Αρχαίων, ούτε εκείνο του Χριστιανισμού. Αυτοί οι θεοί, για να χρησιμοποιήσω μια λέξη του Hoelderlin, έχουν «φύγει» και (Heimkunft):
Να σιωπούμε πρέπει συχνά⋅ λείπουν ιερά ονόματα.
Πώς μας αφορά λοιπόν, σήμερα, ο θεός; Υπάρχει κάποια δυνατότητα της εμπειρίας του; Ίσως υπάρχει, εάν προσέξουμε την ίδια την ερώτηση και τον τρόπο με τον οποίο αναφέρεται στον θεό: «Πώς μας αφορά...;» Στο ρήμα «αφορώ» μιλάει το «ορώ». Όπου κάτι με αφορά, αυτό καταρχήν με -ορά! Είναι ένας λόγος που ξενίζει, καθώς υποδηλώνει ότι η αρχή των αναφορών μου στα πράγματα δεν βρίσκεται σ΄εμένα αλλά ότι εγώ ο ίδιος στέκω κάτω από ένα βλέμμα... Για την φύση αυτού του βλέμματος δεν γνωρίζω τίποτε. Αναγνωρίζω μόνον ότι αυτό πρέπει να είναι διαφορετικό από το δικό μου, ανθρώπινο βλέμμα. Ίσως το απ-άνθρωπο, το αλλότριο, ως προς το ανθρώπινο, αυτού του βλέμματος μιλάει ακριβώς στο πρώτο συνδετικό του «αφ-ορώ», στο «από» του... Οπωσδήποτε στο βλέμμα αυτό δεν μπορεί να ανήκει κανένα σώμα και καμμία ψυχή, αφού και τα δύο προσιδιάζουν στον άνθρωπο. Είναι άραγε δυνατή μια τέτοια εμπειρία όπου το «με αφορά» εξυπονοεί ένα βλέμμα, και τίποτ’ άλλο, υπό το οποίο στέκω; Εξυπονοεί έναν ασώματο και άψυχο ΘΕΑΟΝΤΑ, υπό το ΘΕΑΝ του οποίου στέκω σε κάθε ώρα που κάτι με αφορά;
Όμως καταρχήν τι μπορεί να είναι αυτό που με αφορά; Είναι το εκάστοτε πράγμα, η εκάστοτε υπόθεση όπου βρίσκω τον εαυτό μου ενεχόμενο. Πάντοτε κάτι με αφορά, και αυτή η αφόραση είναι που με καθιστά διαθέσιμο για μια σχέση μαζί του. Η ίδια η κατοίκησή μου στον κόσμο δομείται από τα πράγματα και τις υποθέσεις που με αφορούν. Όμως κι εγώ ο ίδιος, ως άνθρωπος, είμαι μόνον ως αφορώμενος: Μόνον επειδή βρίσκομαι σε μια εκάστοτε αφόραση, μπορώ να διακρίνω με τον εκάστοτε αντίστοιχο τρόπο αυτό ή εκείνο σαν τέτοιο, μπορεί να οδώνεται η εκάστοτε αναφορά μου στα πράγματα, να υπεισέρχομαι σε μια ανταπόκριση προς τα τρέχοντα θέματα της καθημερινότητάς μου και συνάμα προς το μυστήριο που διαφυλάγει την ίδια μου την ύπαρξη. Ο άνθρωπος ως άνθρωπος είναι αφορώμενος, αφ-ορώμενος, είναι ο ΘΕΩΜΕΝΟΣ ενός ΘΕΑΟΝΤΟΣ. Γι΄αυτό και δεν του προσιδιάζει το ΘΕΑΝ αλλά ένα ΘΕΑΣΘΑΙ!
Εάν έτσι είναι, τότε αυτό το ΘΕΑΝ θα ήταν που προσφέρει την δυνατότητα μιας θέας, δηλαδή μια «καθαρότητα», στην οποία τα πράγματα διακρίνονται σαν τέτοια κατά τον εκάστοτε τρόπο της - όπου τα ονόματα των ΘΕΩΝ κάποτε ονόμαζαν αυτήν την εκάστοτε «καθαρότητα»: ΑΦΡΟΔΙΤΗ, όταν τα πράγματα περισυλλέγονται στην ερωτικότητα και μας μιλούν στο όνομά της, ΑΡΗΣ, όταν ο άνθρωπος καλείται στην σύγκρουση και στον πόλεμο, ΔΙΟΝΥΣΟΣ, όταν ο άνθρωπος αφήνεται στην μέθη, ΕΡΙΝΥΕΣ, όταν ένα «ήταν» αποζητάει εκδίκηση, ΑΔΗΣ, όταν η ώρα μας φθάσει. Όπου κάτι μας αφορά, είναι παρών ένας θεός... Και επειδή τα πάντα, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, καθόσον ανήκουν στον κόσμο μας, μας αφορούν, γι΄αυτό ο Θαλής μπορεί να γράφει:
ΠΑΝΤΑ ΠΛΗΡΗ ΘΕΩΝ
Εάν έτσι είναι, τότε η έκφραση «κάτι με αφορά» θα σήμαινε ουσιαστικά: «Βρίσκομαι σε μια καθαρότητα τέτοια ώστε το ‘κάτι’ να παρουσιάζεται στον ιδιαίτερο τρόπο της και να με καλεί σε μια αντίστοιχη ανταπόκριση.» Αυτός θα ήταν ένας, το ομολογώ αδέξιος και αμήχανος, υπαινιγμός για τον πλούτο ο οποίος υπάρχει στην λέξη ΘΕΩΜΑΙ από έναν ΘΕΑΟΝΤΑ.
χειρι
παντου στο προοιμιο, το ΔΟΚΙΜΩΣ:
ΦΕΡΟΥΣΙΝ — ΙΚΑΝΟΙ
ΜΕ — ΔΑΙΜΟΝΟΣ
ΦΩΤΑ — ΕΙΣ ΦΑΟΣ
ΠΟΛΥΦΗΜΟΝ — ΠΟΛΥΦΡΑΣΤΟΙ
ΦΕΡΟΜΗΝ — ΦΕΡΟΝ
ΛΑΙΝΟΣ — ΑΙΘΕΡΙΑΙ
ΧΕΙΡΑ — ΧΕΙΡΙ
προσηυδα
ΗΡ, Ε-Ε 23:
οπως η Σιβυλλα του Ηρακλειτου η οποια, οπως το αναφερει ο Πλουταρχος,
ΜΑΙΝΟΜΕΝΩΙ ΣΤΟΜΑΤΙ ΑΓΕΛΑΣΤΑ ΚΑΙ ΑΚΑΛΛΩΠΙΣΤΑ ΚΑΙ ΑΜΥΡΙΣΤΑ ΦΘΕΓΓΟΜΕΝΗ
μιλα ετσι επειδη μιλα ΔΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ (3, απ.22Β92). ΑΓΕΛΑΣΤΑ, ΑΚΑΛΛΩΠΙΣΤΑ και ΑΜΥΡΙΣΤΑ λεει και η θεα του Παρμενιδη με τα ΣΗΜΑΤΑ της, ΑΓΕΛΑΣΤΑ, δεινα και αβολα για το keep smiling της λεγομενης «θετικης σκεψης», ΑΚΑΛΛΩΠΙΣΤΑ, οχι καλοβαλμενα για ενα ζουμερο μελοδραμα ερωτα και εριδας, ΑΜΥΡΙΣΤΑ, οχι καλολαδωμενα για ενα new age με για τον καταναλωτη ευπεπτα Γιν και Γιανγκ - ΑΞΕΛΑΣΤΑ, ΑΚΑΛΛΩΠΙΣΤΑ, ΑΜΥΡΙΣΤΑ μας μιλα με τα ΣΗΜΑΤΑ, ομως οχι συγκεχυμενα, «σιβυλλικα», μεσα απο τις χιλιετηριδες.
κακη
τι θα πει ΜΟΙΡΑ ΚΑΚΗ;