Κεφάλαιο Πρώτο
ΙΙΙ
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι σήμερα το Εγώ μας είναι ένα καρτεσιανικό ego. Αυτό θα πει: υπάρχει, έχοντας συνείδηση του εαυτού του, ενώπιον άλλων πραγμάτων και του κόσμου. Ζωή, θέληση, διάνοια κλπ. θεωρούνται εσωτερικές ικανότητες και δραστηριότητες ενός τέτοιου Εγώ. Κάθε Εγώ είναι απόλυτα ανεξάρτητο και δεν αντικαθίσταται από τίποτα. Μόνο έτσι μπορούμε να θεωρήσουμε την υποκειμενικότητα του καθέκαστου ανθρώπου. Ως "υποκείμενο" χαρακτηρίζουμε αυτό που δεν γίνεται ποτέ αντικείμενο ή δεν ανάγεται ποτέ σε κάποιο άλλο αντικείμενο: Αντιθέτως είναι το σημείο εκκίνησης για τη θεώρηση όλων των άλλων αντικειμένων. Αυτό είναι που εκφράζεται με το cogito ergo sum, ή, πληρέστερα, με το ego cogito, ergo sum, sive existo. Η γνώμη μου είναι πάντως ότι από πίσω κρύβεται ένα βασικό πρόβλημα. Φυσικά και το ego cogito είναι μια άμεση εναργής αλήθεια. Γι' αυτό και ο Descartes την κατέστησε το μοναδικό αδιαμφισβήτητο σημείο εκκίνησης για την θεώρηση όλων των περαιτέρω. Λόγω της ενάργειας του cogito ergo sum δεν είδε εδώ κανένα επιπλέον πρόβλημα κι ήταν ικανοποιημένος με το να σκέπτεται το "Εγώ σκέπτομαι" στη βάση αυτού τούτου του "Εγώ σκέπτομαι" . Όμως διερωτώμαι μήπως εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα.
Παρά την ενάργεια του "Εγώ σκέπτομαι" δεν είναι ικανοποιητικό να σκεφτεί κανείς το "Εγώ σκέπτομαι" με σημείο αναφοράς απλά το "Εγώ σκέπτομαι". Αυτό δεν σημαίνει ότι η προέλευση του "Εγώ σκέπτομαι" πρέπει να εξηγηθεί κατά κάποιον τρόπο από την προσυνειδητή ζωή, που αναφέρθηκε παραπάνω, ή από την ύλη. Ούτε σημαίνει ότι αυτή η προέλευση πρέπει να εξηγηθεί με κάτι όπως έναν "θεό". Αυτό θα ήταν αδύνατο. Οπωσδήποτε είναι αδιανόητο ότι το γιγνώσκον μπορεί να προκύψει ή να προέλθει από το απ' αυτό γνωσθέν, διότι το γιγνώσκειν περιέχει πάντα ένα είδος υπέρβασης ως προς το εκάστοτε γιγνωσκόμενο. Σημαίνει μόνο ότι το "Εγώ σκέπτομαι" δεν μπορεί να συλληφθεί μέσα από κάτι άλλο, είτε υπεράνω είτε υποκάτω του εαυτού του και να αναχθεί σ' αυτό. Πολύ περισσότερο πρέπει να δούμε την προέλευσή του από τον τόπο όπου η υποκειμενικότητα του "Εγώ σκέπτομαι", επερωτώντας τον εαυτό της πρωτογενώς, έχει επανέλθει στο δικό της ιδιαίτερο έδαφος.
Όμως είναι δυνατός ένας τέτοιος δρόμος; Μπορούμε καν να πάμε πίσω από το "Εγώ σκέπτομαι"; Αναμφίβολα το "Εγώ σκέπτομαι, άρα εγώ είμαι" είναι άμεσα προφανές. Διότι το υποκείμενο δεν μπορεί να συνάγεται από κάτι αντικειμενικό. Όμως δεν είναι το ίδιο προφανές ότι το σημείο αναφοράς, από το οποίο σκεπτόμαστε το "Εγώ σκέπτομαι", πρέπει πάλι να είναι αυτό του "Εγώ σκέπτομαι". Αυτός ο δρόμος δεν είναι ο μόνος για να καταδειχθεί το προφανές δεδομένο του "Εγώ σκέπτομαι". Είναι μόνο ένας τρόπος θεώρησης αυτού του δεδομένου, και μάλιστα είναι φιλοσοφική θέση. Συνάμα είναι έκφραση ενός ορισμένου τρόπου κατά τον οποίο το "Εγώ καθαυτό" είναι, δηλαδή του εγωκεντρικού [τρόπου]. Και για ένα εγωκεντρικό Εγώ είναι απλώς φυσικό να σκέπτεται το "Εγώ σκέπτομαι, άρα Εγώ είμαι" μέσα από το "Εγώ σκέπτομαι, άρα Εγώ είμαι", που θα πει ότι βλέπει το προφανές της αυτοσυνείδησης έτσι όπως την αναστοχάζεται στο επίπεδο αυτής τούτης της αυτοσυνείδησης. Λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι το ego αναφύεται εκεί όπου η αυτοσυνείδηση αναστοχάζεται συνεχώς μόνο τον εαυτό της. Και γι' αυτό το προφανές της αυτοσυνείδησης - ακριβώς εκείνο [57] το γεγονός, ότι ο Εαυτός είναι για τον εαυτό του προφανής - μάς εμποδίζει να δούμε την προφανή του αλήθεια από κάποιο άλλο σημείο αναφοράς πέραν αυτού του γεγονότοΌπως είπαμε ήδη, το προφανές του "Εγώ σκέπτομαι" όντως δεν συνάγεται από κάτι άλλο από το σκεπτόμενο υποκείμενο, δηλαδή ούτε κάπου από την ζωή, από την ύλη ή από τον θεό. Όμως το γεγονός ότι το Εγώ συλλαμβάνεται έτσι, ότι η αυτοσυνείδηση είναι συνεχώς αναστοχασμένη στην αυτοσυνείδηση, και το "Εγώ σκέπτομαι" σκέπτεται τον εαυτό του με σημείο αναφοράς το ίδιο το "Εγώ σκέπτομαι", σημαίνει ότι το Εγώ είναι με τον τρόπο του Είναι ενός Εαυτού κλεισμένου στον εαυτό του. Μπορούμε επίσης να μιλήσουμε για τον Εαυτό που προσκολλάται στον εαυτό του. Γι' αυτό αναδύονται μέσα μας κι εκείνα τα διάφορα βασικά προβλήματα που έχουν την ρίζα τους στην ουσία του εγωειδούς Είναι, όπως κάπου ηθικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές αμφιβολίες, πάθη και καταστάσεις ανάγκης, που είναι αναγκαστικά συνδεδεμένα με τη φύση του Εγώ· παραδείγματος χάριν το ερώτημα αν ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως καλός ή κακός, ή προβλήματα όπως ο εγωισμός, το ριζικά κακό, η αμαρτία, η μοναξιά, η απώλεια της ταυτότητας μέσα στην κοινωνία, το ερώτημα της δυνατότητας της γνώσης, ο πόθος για λύτρωση και σωτηρία της ψυχής. Τέτοιου είδους προβλήματα συνδέονται με τον τρόπο που είναι κανείς ως Εγώ, με την εγωκεντρική σύλληψη του εαυτού του. Όμως με προβλήματα αυτού του είδους, αυτός ο τρόπος που είναι κανείς ως Εγώ γίνεται τελικά πρόβλημα για το ίδιο το Εγώ.
Το "Εγώ σκέπτομαι, άρα εγώ είμαι", όπως ειπώθηκε, είναι η πλέον άμεση προφανής αλήθεια. Όταν όμως αντιμετωπίζεται μέσα από την ίδια τη θέση του "Εγώ σκέπτομαι", τότε αυτό έχει ως επακόλουθο το ότι, ακριβώς έτσι, αυτή η αλήθεια χάνει το προφανές της, γίνεται προβληματική και, σ' ένα θεμελιακό επίπεδο, καθίσταται εκ νέου αμφιβολία. Το ego, όσον αφορά το έδαφος του Είναι του, τά 'χει χαμένα. Το προφανές της αυτοσυνείδησής του γίνεται, ακόμα και γι' αυτό το ίδιο, πλάνη ή ακόμα και αυταπάτη. Η αναγκαιότητα μιας τέτοιας εξέλιξης έχει τις καταβολές της ήδη στην υπόσταση του ίδιου του ego.
Επομένως πρέπει να σκεφτούμε την αυτοσυνείδηση του "Εγώ σκέπτομαι, άρα εγώ είμαι" στην υποκειμενικότητά της σε ένα επίπεδο θεμελιακότερο απ' αυτό της αυτοσυνείδησης, δίχως και πάλι να εκμηδενίσουμε την υποκειμενικότητά της. Αν και εδώ χρησιμοποίησα τη λέξη "σκέπτομαι", μ' αυτο δεν εννοώ "σκέπτομαι αντικειμενικά", όπως το κάνουμε στη συνηθισμένη μας σκέψη. Σκεπτόμαστε το Εγώ πρωτογενέστερα, θα πεί ότι το ίδιο το Εγώ υποκειμενκά απολύει αφεαυτού ένα βαθύτερο στρώμα τού Είναι: Μ' αυτήν την έννοια αυτή η αυτοπαθής "σκέψη" δεν είναι παρά το ότι ο Εαυτός συνέρχεται στον εαυτό του, που θα πει, αντιλαμβάνεται τον εαυτό του βαθύτερα. Μ' αυτήν την έννοια η πρωτογενής σκέψη του "Εγώ σκέπτομαι" είναι "υπαρξιακή" σκέψη. Αυτή η πρωτογενής σκέψη καθαυτή, και το θεμελιακό Είναι του Εαυτού είναι το αυτό.
Το καρτεσιανικό cogito μπορεί να πραγματώσει την ενδότατη αλήθεια του (μαζί με την αναλήθειά του ως ego cogito) μόνο όταν το επίπεδο της συνείδησης διασπάται προς την κατεύθυνση ενός ακόμη βαθύτερα κείμενου Εαυτού. Εάν αυτό δεν συμβεί, τότε, όπως ειπώθηκε παραπάνω, ο Εαυτός στην αυτοσυνείδηση γίνεται για τον Εαυτό ακόμη και απάτη ή πλάνη. Αυτό είναι ένα ζήτημα που έχει αποκαλυφθεί από παλιά στην ιστορία της φιλοσοφίας, και με ιδιαίτερη οξυδέρκεια στις θρησκείες. Γι' αυτό η θρησκεία είναι μια υπαρξιακή αποκάλυψη της προβληματικής που εμπεριέχεται στον τρόπο του Είναι του καθημερινού Εαυτού. Εδώ έγκειται η μοναδική σημασία της θρησκείας. Μ' αυτήν την έννοια η θρησκεία μπορει και να αποκληθεί ο δρόμος του μεγάλου, πρωτογενούς "σκέπτομαι" προς την εδραίωση του "είμαι".
Για να διευκρινίσω πιο συγκεκριμένα αυτά που έθεσα παραπάνω, θα επιχειρήσω να συγκρίνω τη λεγόμενη μεθοδική αμφιβολία, που χρησιμοποίησε ο Descartes για να καταλήξει στο "Εγώ σκέπτομαι, άρα εγώ είμαι" του, με την αμφιβολία που αναδύεται στον κόσμο της θρησκείας. Στον προθάλαμο της θρησκείας εμφανίζεται ξανά και ξανά μια βαθιά αμφιβολία. Για παράδειγμα είναι το πρόβλημα που αναφέρθηκε στην αρχή αυτού του κεφαλαίου, που έχει να κάνει με τη δική ζωή και τον θάνατο, καθώς και με την παροδικότητα και το φευγαλέο των πραγμάτων αυτού του κόσμου. Στο μαρτύριο της απώλειας ενός αγαπημένου ανθρώπου υπάρχει κατά βάση μια βαθιά αμφιβολία για την ίδια την ύπαρξη, τη δική όπως και κάθε άλλου. Μια τέτοια αμφιβολία παίρνει διάφορες μορφές κι εκφράζεται διαφορετικά. Για παράδειγμα στο Ζεν μιλούν για την "αυτοπαροντικοποίηση της Μεγάλης Αμφιβολίας". Σ' αυτήν την έκφραση η λέξη "Μεγάλη" αφενός σχετίζεται πιθανόν με το περιεχόμενο αυτής της αμφιβολίας. Διότι πράγματα όπως εκείνη η θεμελιακή αβεβαιότητα ως προς την ανθρώπινη ύπαρξη στον κόσμο, την ύπαρξη του Εαυτού και των άλλων και ο απ' αυτά προερχόμενος πόνος είναι μεγάλα πράγματα. Έτσι μια πολύ συχνή βουδιστική ρήση λέει: "Γέννηση και θάνατος - μεγάλο πράγμα". [βλ. Παράρτημα 2] Όμως συνάμα κανείς μπορεί και να πει ότι η λέξη "μεγάλος" χρησιμοποιείται και από την άποψη της συνείδησης εκείνου του τρόπου ύπαρξης και συμπεριφοράς που είναι σε θέση ν' ανταποκριθεί σ' αυτό το "μεγάλο πράγμα". Αυτό το σημείο είναι ιδιαίτερα σημαντικό.
Όπως είπα ήδη, μπορούμε ν' αντιληφθούμε μέσα μας τον θάνατο και το Μηδέν ως κάτι που απαρτίζει τη βάση της ζωής μας ή της ύπαρξής μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο θάνατος και το Μηδέν εκλαμβάνονται ως κάτι υποκειμενικό. Πολύ περισσότερο τα αντιλαμβανόμαστε ως κάτι το οποίο υπολανθάνει στο έδαφος όλων των όντων, στο έδαφος του ίδιου του κόσμου και μ' αυτήν την έννοια είναι κάτι πραγματικό. Όπου θάνατος και Μηδέν δεν θεωρούνται μόνο νοητικά ως τέτοιες οντότητες, αλλά εδώ ο Εαυτός πραγματώνει το δικό του Είναι μέσα από το Μηδέν στο έδαφος της ύπαρξής του, που θα πει, μέσα από το ακρότατο όριο του δικού του Είναι. Κατά τούτο η αντίληψη του Μηδενός δεν είναι παρά η αντίληψη του Εαυτού. Αυτό δεν θα πει να θεωρούμε το Μηδέν αντικειμενικά ή να σχηματίζουμε μια παράστασή του. Αντιθέτως είναι ακριβώς υπόθεση του Εαυτού να γίνει πέρα για πέρα Μηδέν. Έτσι, από την οριακή γραμμή του Εαυτού, ο Εαυτός αντιλαμβάνεται τον εαυτό του. (βλ. Παράρτημα1)
Αυτή η αντίληψη του Εαυτού δεν είναι αυτοσυνείδηση, αλλά πολύ περισσότερο διάρρηξη του επιπέδου της συνείδησης, ήτοι της αυτοσυνείδησης. Η συνείδηση είναι η περιοχή της αμοιβαίας σχέσης εγωειδούς και πραγμοειδούς Είναι. Αυτό σημαίνει: Είναι πεδίο αμιγούς "Είναι" (esse), όπου το για το "Είναι" θεμελιακό Μηδέν παντού μένει συγκαλυμμένο. Σ' αυτό το πεδίο ο Εαυτός, παρά την υποκειμενικότητά του, παρασταίνεται ακόμη ως αυτοσυνειδώς, ως ένα ον λεγόμενο "Εαυτός". Ο Εαυτός υφίσταται ένα είδος αντικειμενοποίησης και εννοείται ως "ων". Όταν όμως ο Εαυτός διασπά το πεδίο του αμιγούς "Είναι", που θα πει, [60] το επίπεδο της συνείδησης και τίθεται στο Μηδέν που τον θεμελιώνει, είναι για πρώτη φορά σε θέση ν' αποκτήσει μια υποκειμενικότητα η οποία με κανέναν τρόπο δεν αντικειμενοποιείται. > >
Αυτή η αυτοδιάνοιξη του κενού Μηδενός σημαίνει μια πρωταρχικά υποκειμενική αντίληψη. Μια τέτοια παροντικοποίηση του Μηδενός δεν είναι ούτε απλά ένα "συνειδησιακό" ούτε ένα ειδικά "ψυχικό" φαινόμενο. Πολύ περισσότερο είναι πραγματική εμφάνιση του πραγματικού κρυφού εδάφους του Εαυτού και κάθε τινός άλλου στον κόσμο, που στο πεδίο της συνείδησης πάντα μένει συγκαλυμμένο. Όμως όταν αυτό το nihil παροντικοποιείται, αυτό που ισχύει ως εξωτερική πραγματικότητα και ως εσωτερική πραγματικότητα γίνεται ούτως ειπείν μη πραγματικό. (Δεν εκμηδενίζονται αλλά "μηδενίζονται".) Αυτό θα πει: Το Είναι του Εαυτού, κι αυτό όλων των πραγμάτων, γίνονται μόνο ένα "ερωτηματικό", μόνο ένα πρόβλημα. Τούτο είναι μια υποκειμενική αντίληψη με νόημα πρωτογενέστερο από το προφανές της "εσωτερικής" αυτοσυνείδησης που συλ-λαμβάνει τον εαυτό της και είναι απλά κλεισμένη στον εαυτό της. Κι αυτή η αντίληψη μπορεί να δειχθεί μόνο "υπαρξιακά". Βρίσκεται εκείθεν της εμβέλειας της ψυχολογίας ή - καλύτερα - κατευθείαν "εδώθε" της.
Όταν διασπούμε έτσι το επίπεδο της αυτοσυνείδησης προς την κατεύθυνση του Μηδενός, όταν διαπερνούμε το πεδίο του απλώς "Είναι" - συνοπτικά, όταν εκείθεν (ή πολύ περισσότερο εδώθε) της διαφοράς "μέσα" κι "έξω" γίνεται το Είναι του Εαυτού κι αυτό όλων των πραγμάτων μόνο ένα "ερωτηματικό", ενώπιον αυτού του γεγονότος μπορούμε να πούμε ότι αμφιβάλλουμε. Όμως μια τέτοια αμφιβολία διαφέρει βαθύτατα από την αμφιβολία ως συνειδησιακό φαινόμενο, τη συνήθη αμφιβολία, όπου "εμείς" αμφιβάλλουμε για κάτι, για ένα ορισμένο αντικειμενικό πράγμα. Στην αμφιβολία, για την οποία γίνεται λόγος εδώ, το Μηδέν, που υπολανθάνει στο έδαφος του Εαυτού και σ' αυτό όλων των πραγμάτων, γίνεται πραγματικά παροντικό. Και το Είναι μας, μαζί με το Είναι όλων των πραγμάτων, γίνεται μόνο μία αμφιβολία. Εκεί όπου ως αμφιβάλλοντα όντα και συνάμα ως κάποιο ον εν αμφιβόλω έχουμε "μηδενιστεί" κι έτσι η διαφορά μεταξύ των δύο έχει υπερβαθεί, μπορούμε να πούμε ότι γινόμαστε οι ίδιοι "Μεγάλη Αμφιβολία". Λέμε "Μεγάλη" διότι αυτή η αμφιβολία δεν αφορά μόνο τον μεμονωμένο εαυτό της αυτοσυνείδησης αλλ' αυτόν τούτον τον Εαυτό όπως και την ύπαρξη όλων των άλλων, διότι λοιπόν δεν είναι συνειδησιακό φαινόμενο αλλά πραγματική αμφιβολία: Παροντικοποιείται στον εαυτό μέσα από το δικό του έδαφος και αυτό όλων των πραγμάτων. Αυτή η αμφιβολία αναδύεται μέσα από το ένα έδαφος, που είναι κοινό για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Όταν έρχεται στην επιφάνεια, έρχεται πάντα σαν κάτι αναπόφευκτο κι εμείς, με όλη μας τη συνείδηση και με όλη μας την αυθαιρεσία, δεν ξέρουμε τι να κάνουμε.
Μόνο μ' αυτήν την εμφάνιση της αμφιβολίας μέσα μας γίνεται ο Εαυτός μας πραγματικά αμφιβολία. Γίνεται ο ίδιος η πραγμάτωση της Μεγάλης Αμφιβολίας, η οποία είναι καθαυτή πραγματικότητα. Αυτό είναι που εννοείται με "Αυτοπαροντικοποίηση της Μεγάλης Αμφιβολίας". Κι έτσι γίνεται η αβεβαιότητα στο έδαφος του δικού Εαυτού και στο έδαφος όλων των πραγμάτων πραγματικά εμπειρατή και πραγματώνεται "σωματικά". Τούτο μπορεί να αποκληθεί dubito, όμως όχι στην σημασία του στο ego dubito, δεν είναι δηλαδή το "Εγώ" ως ego, που αμφιβάλλει εδώ. Στην βουδιστική ορολογία τούτo είναι αμφιβολία ως samadhi (φώτιση, πνευματική συγκέντρωση). Βέβαια υπάρχουν λίγες μόνο ευκαιρίες όπου αυτή η κατάσταση συμβαίνει καθαρά και ολοκληρωτικά. Όμως σε όλες τις περιπτώσεις όπου η αμφιβολία για κάτι πέφτει πίσω στον αμφιβάλλοντα Εαυτό - για παράδειγμα όταν μας βασανίζουν αμφιβολίες που παρεισφρύουν για σκέψεις ή αξίες ζωής που μέχρι τώρα θεωρούνταν ορθές, ή όταν κλονίζεται η εμπιστοσύνη μας στην ειλικρίνεια ενός ανθρώπου που αγαπάμε - η αμφιβολία για κάτι μεταβαίνει σε μια αμφιβολία στην οποία ο αμφιβάλλων και το εν αμφιβόλω βασικά συντήκονται σε μία αμφιβολία. Είναι μια κατάσταση στην οποία ο Εαυτός μας γίνεται πραγματική παροντικοποίηση αυτής της αμφιβολίας. Στο μέτρο που η αμφιβολία μας, μας γίνεται "υπαρξιακά" με το παραπάνω νόημα, σοβαρά και σωματικά πραγματική, δείχνεται σ' αυτήν κάτι από εκείνη την "Αυτοπαροντικοποίηση της Μεγάλης Αμφιβολίας". Όταν συνεχίζουμε αυτόν τον δρόμο επίμονα, και τελικά η αμφιβολία παροντικοποιείται μέσα μας ως πραγματικότητα, τότε έρχεται στην επιφάνεια η διαφορά μεταξύ φιλοσοφίας και θρησκείας και η μοναδική σημασία της θρησκευτικής μορφής ζωής. Μια τέτοια πραγματική αμφιβολία μπορεί μεν να εμφανιστεί και ως φιλοσοφική αμφιβολία. Όμως συνήθως η φιλοσοφία στρέφεται σύντομα προς την περιοχή του θεωρητικού αναστοχασμού κι αναζητά εκεί μια εξήγηση και την λύση του ερωτήματος.
Όταν ο Descartes θεώρησε δυνατό να αμφισβητήσει κατευθείαν τα πάντα, ιδιαίτερα τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου, και να διανοηθεί το ενδεχόμενο ότι θα μπορούσε να πρόκειται για είδωλα όπως στις ονειρικές μας εικόνες ή για ένα τέχνασμα που χρησιμοποιεί ένας κακόβουλος δαίμονας για να μας εξαπατήσει κλπ., απ' αυτό κατέληξε στο cogito ergo sum διότι πίστευε πως, παρά αυτήν την ριζική αμφιβολία, το "Εγώ σκέπτομαι" είναι όντως αναμφισβήτητο. Εξαρχής η καρτεσιανική αμφιβολία είχε τον χαρακτήρα μιας μεθοδικής αμφιβολίας. Ήταν εκ βάσεως διαφορετική από την αυτοπαροντικοποίηση της Μεγάλης Αμφιβολίας. Δεν ήταν το είδος της αμφιβολίας για την οποία μπορούμε να πούμε ότι συμπεριλαμβάνει εμάς τους ίδιους και όλα τα πράγματα μέσα της και τα κάνει εκ βάσεως μόνο μία αμφιβολία. Δεν ήταν η αμφιβολία που παροντικοποιείται μέσα μας ως η πραγματικότητα που είναι το κοινό έδαφος για μας και τα πράγματα, εκείνη η πραγματικότητα, η πραγμάτωση της οποίας δεν είναι άλλο από την ίδια την ύπαρξή μας. Τότε πρώτα μας γίνεται αντιληπτή στην ίδια την ύπαρξή μας η θεμελιακή αβεβαιότητα για μας και για όλα τα πράγματα. Το cogito του Descartes, με τη βεβαιότητά του (certitudo), δεν έχει περάσει από το καθαρτήριο πυρ όπου το Εγώ μαζί με το σύμπαν πρέπει πρώτα να ανασυντηχθεί σε μια πρωτογενέστερη αβεβαιότητα. Το "Εγώ σκέπτομαι" έγινε σκεπτέο απλά στο πεδίο του "Εγώ σκέπτομαι". Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο το Εγώ που έτσι προκύπτει, με την προφανή του "πραγματικότητα", δεν μπορεί ακόμη να απολυθεί από τη δυνατότητα, ως ακριβώς "πραγματικό" αυτού του είδους, να φανερωθεί ως κάτι μη πραγματικό. Ωστόσο όταν το Εγώ έχει περάσει από το καθαρτήριο πυρ, όταν μάλιστα διασπά ακόμα και το Μηδέν το παροντικοποιούμενο στο ίδιο του το θεμέλιο, τότε η πραγματικότητα του "Εγώ σκέπτομαι" ή του "Εγώ είμαι" μπορεί για πρώτη φορά να προβάλει πραγματικά μαζί με την πραγματικότητα όλων των πραγμάτων, να γίνει εμπειρατή "σωματικά" και να πραγματωθεί. Εάν μπορούμε να πούμε ότι η φιλοσοφία του Descartes εξέφρασε με τον καλύτερο τρόπο το πώς υπάρχει ο μοντέρνος άνθρωπος, τότε μπορούμε και να πούμε ότι συγκαλύπτει την προβληματική που βρίσκεται στο θεμέλιο του τρόπου ύπαρξης του σύγχρονου Εγώ.
Στην οπτική αυτής της σκέψης θα ήταν επιπλέον λάθος να θεωρήσει κανείς την Αυτοπαροντικοποίηση της Μεγάλης Αμφιβολίας μόνο σαν ένα είδος ψυχικής κατάστασης, όπως ίσως συμβαίνει σε μια θρησκευτική άσκηση, κάτι πάντως που νομίζουν πολλοί θρησκευόμενοι άνθρωποι. Σίγουρα αυτό που εδώ αποκαλείται Αυτοπαροντικοποίηση της Μεγάλης Αμφιβολίας εμπεριέχει το ότι συγκεντρωνόμαστε ολότελα στην αμφιβολία μας, ότι στην αμφιβολία μας γινόμαστε απλοϊκοί και ούτως ειπείν γινόμαστε αυτή η αμφιβολία οι ίδιοι. Αυτό είναι η αμφιβολία ως samadhi. Όμως δεν είναι αμφιβολία στο επίπεδο της συνείδησης, στο οποίο "εμείς" αμφιβάλλουμε για κάτι. Είναι μια αμφιβολία στην οποία το επίπεδο της συνείδησης έχει χαθεί. Είναι αλήθεια ότι μια τέτοια πραγματική αμφιβολία, την οποία κανείς πηγαίνει σε βάθος "υπαρξιακά", έχει ένα ψυχικό αντίκρυσμα. Όταν π.χ. κανείς μιλά για μια βαρυθυμία στην οποία "βυθίζονται ο εαυτός κι ο κόσμος", ή για μια χαρά όπου "πετάει", τότε κι αυτό είναι ένα είδος απλοϊκότητα, ή το "γίνομαι-καθαυτόν-βαρυθυμία (ή χαρά)" - samadhi. Όμως αυτό δεν πρέπει να εννοηθεί μόνο ως ψυχική κατάσταση. Ακόμη κι αν εδώ γίνεται λόγος για "απλοϊκότητα" και για "συγκέντρωση", δεν πρόκειται για κάτι απλά ψυχικό. Η διάθεση της "απλοϊκότητας" δεν έχει τίποτε να κάνει με την ψυχολογικά εννοούμενη· είναι πραγματικότητα με το νόημα που αναφέρθηκε παραπάνω. Αν και μιλούμε για μια υπέρβαση πέραν του πεδίου της συνείδησης, δεν έχουμε κατά νου το "υποσυνείδητο". Διότι αυτό συνδέεται ακόμη με το πεδίο της συνείδησης.
Κάποτε ένας μοναχός ονόματι Teijoza ρώτησε τον δάσκαλο του Ζεν Rinzai για την πεμπτουσία του Βουδισμού. Ο Rinzai του έδωσε ένα χτύπημα με το χέρι και τον έσμπρωξε μακριά του. Τότε δια μιας ήρθε στον Teijoza το samadhi. Έστεκε κει ακίνητος και χαμένος ώσπου ένας μοναχός που βρισκόταν κοντά τού υπενθύμισε ότι πρέπει να υποκλιθεί. Όταν υποκλίθηκε απέκτησε, έτσι λέγεται, την "Μεγάλη Φώτιση". Η παύση του δεν παραπέμπει απλά σε μια ψυχική κατάσταση. Ήταν εκείνη η "σωματική" πραγμάτωση της μεγάλης πραγματικότητας (εδώ, αυτής της Μεγάλης Αμφιβολίας) που κατακυρίευσε τον νου και το σώμα του. Ήταν η Αυτοπαροντικοποίηση της Μεγάλης Αμφιβολίας. Αυτή η ανάδυση-από-το-έδαφος προκύπτει πιθανόν από τη "Μεγάλη Ευκαιρία", που έρχεται μετά από μακρά θρησκευτική άσκηση. Πάντως, όπως είπα ήδη, κάθε πραγματική αμφιβολία - πόσο μάλλον μια εξαιρετική περίπτωση σαν αυτή - έχει τα ίδια χαρακτηριστικά. Όσο διαφορετικά κι αν είναι το βάθος και η δύναμή της, πάντα είναι ουσιαστικά, που θα πεί σύμφωνα με τον "υπαρξιακό" της χαρακτήρα, και η ίδια αμφιβολία.
Από την πληθώρα των λόγων του Ζεν που τονίζουν την Μεγάλη Αμφιβολία, εδώ παίρνω ένα λαϊκό κήρυγμα από τον 18ο αιώνα:
Ο δρόμος της ενάσκησης είναι ο εξής: Πρέπει ν' αφήσεις να έρθουν αμφιβολίες για το υποκείμενο μέσα σου, που ακούει όλες τις φωνές. Όλες οι φωνές ακούγονται ακριβώς τώρα γιατί σίγουρα μέσα σου υπάρχει ένα υποκείμενο που ακούει. Αν κι ακούς τις φωνές με τ' αυτιά, τα ακουστικά πτερύγια δεν είναι πάλι το υποκείμενο που ακούει. Αν ήταν, τότε κι οι νεκροί θα ακούγαν φωνές...
Πάλι και πάλι πρέπει ν' αμφιβάλλεις βαθύτατα και ν' αναρωτιέσαι ποιο θα μπορούσε να είναι το υποκείμενο της ακοής. Μη νοιάζεσαι γι' απατηλές σκέψεις και παραστάσεις που ίσως σου έρχονται. Μόνο αμφέβαλλε, όλο και με περισσότερη θέρμη, μ' όλη τη δύναμη όλου του εαυτού σου, χωρίς νά 'χεις από τα πριν μπροστά σου κάποιον σκοπό ή να περιμένεις κάτι, μάλιστα χωρίς νά 'χεις βάλει σκοπό τη φώτιση, αλλά και χωρίς τον σκοπό να μην προσβλέπεις στη φώτιση· Κι εδώ, μέσα στην καρδιά σου νά 'σαι σαν παιδί... Όμως όσο κι αν συνεχίζεις ν' αμφιβάλλεις, θα σού 'ναι αδύνατο να γνωρίσεις το υποκείμενο που ακούει.
Τότε, ακριβώς εκεί όπου δεν διαπιστώνεται, πρέπει να εισχωρήσεις ακόμα βαθύτερα. Αμφέβαλλε με θέρμη σε μια κατάσταση της απλοϊκότητας και μην βλέπεις ούτε μπροστά ούτε πίσω σου, ούτε δεξιά ούτε αριστερά, γίνε ολότελα σαν νεκρός, έτσι που να μην αντιλαμβάνεσαι καν ότι είσαι ο ίδιος παρών. Όταν διαβαίνεις αυτόν τον δρόμο όλο και πιο επίμονα, θα φτάσεις σε μια κατάσταση πλήρους απουσίας και κενότητας. Ακόμα και τότε πρέπει να θέτεις την Μεγάλη Αμφιβολία: "Ποιο είναι το υποκείμενο που ακούει;" και να συνεχίζεις ν' αμφιβάλλεις όντας όλη την ώρα ολότελα σαν νεκρός. Και κατόπιν, όταν δεν ξέρεις πια πως είσαι ολότελα νεκρός, δεν έχεις συνείδηση της διαδικασίας της Μεγάλης Αμφιβολίας κι έχεις γίνει ο ίδιος πέρα για πέρα μια μεγάλη μάζα αμφιβολίας, τότε άξαφνα θά 'ρθει μια στιγμή που θ' αποκτήσεις ένα είδος υπέρβασης, της λεγόμενης Μεγάλης Φώτισης, σαν να ξυπνούσες από ένα μεγάλο όνειρο ή σαν εσύ, ένας ολότελα νεκρός, να ξαναζωντάνευες. (Takusui, Κηρύγματα)
Το ότι η μέθοδος της αμφιβολίας που περιγράφεται εδώ, είναι συνολικά και ποιοτικά διαφορετική απ' αυτήν του Descartes, δεν χωράει αμφιβολία.
Αυτός ο τρόπος της αμφιβολίας δεν είναι άλλο από μια μορφή με την οποία το Μηδέν (nihilum), ή ο θάνατος, μας παροντικοποιείται από το έδαφος του Είναι μας κι έτσι αναγνωρίζεται άμεσα - αναγνωρίζεται ως πραγματικότητα. Εδώ το Μηδέν, ή ο θάνατος, γίνεται "πνευματικό" καθώς με την ίδια του την πραγμάτωση μας κάνει "πνευματικούς". Τούτο είναι το ίδιο όπως η πραγμάτωσή του από εμάς (τόσο με την έννοια του "κατανοώ" όσο και της "πραγμάτωσης"). Ακριβώς αυτό στον Βουδισμό αποκαλείται ο "Μέγας Θάνατος". Η Μεγάλη Αμφιβολία αναδύεται από το έδαφος της ύπαρξής μας μόνο όταν στενεύουμε τα περιθώρια της αμφιβολίας μας - "Τι είμαι;" ή "Γιατί υπάρχω;" - τόσο, που αυτή δεν βρίσκει πλέον καμιά διέξοδο.
Τότε η Μεγάλη Αμφιβολία ανορθώνεται από το βάθος της ύπαρξής μας, από το ακρότατο όριο της συνειδησιακής μας ενέργειας "αμφιβάλλω". Όμως τότε αναδύεται ως κάτι που θρυμματίζει όλη την περιοχή της cogitatio μαζί με το κέντρο της, το ego. Αυτός είναι ο τόπος όπου ο εαυτός μας προσπίπτει στα όριά του και συνάμα σβύνει ως "Εγώ είμαι" και γίνεται "Μηδέν".35 Τούτο θα μπορούσαμε να το παρομοιάσουμε με την διαδικασία ωρίμανσης ενός φασολιού, στην πρόοδο της οποίας κάλυκας και σπόρος χωρίζονται. (Σ' αυτήν την περίπτωση το μικρό Εγώ είναι ο κάλυκας, ο σπόρος είναι η Μεγάλη Αμφιβολία, το "μεγαλείο" της οποίας εδώ σημαίνει το άπειρο36, διότι εγκλείει μέσα της τον κόσμο όλο.)
Αυτήν τη στιγμή ο Εαυτός είναι συνάμα το Μηδέν του Εαυτού, και μ' αυτό το Μηδέν διανοίγεται το επίπεδο όπου στη Μεγάλη Αμφιβολία μπορεί να συμβεί μια πλήρης αναστροφή. Η μεγάλη Αμφιβολία αναδύεται πάντα ως κάτι που διανοίγει το πεδίο του Μηδενός, το οποίο πάλι κάνει χώρο για την αναστροφή της Μεγάλης Αμφιβολίας. (Ακόμη και γι' αυτόν τον λόγο είναι η "Μεγάλη Αμφιβολία": σαν τέτοια, αποκαλείται και ο Μέγας Θάνατος.) Εκφράσεις όπως: "όταν έρχεται ο Μέγας Θάνατος, ουρανός και γη γίνονται νέοι", ή: " Κάτω από τον Μέγα Θάνατο είναι η Μεγάλη Φώτιση" επιστήνουν την προσοχή σ' αυτήν την Τροπή. Όπως στην περίπτωση της αμφιβολίας, αυτήν τη φώτιση την αποκτούμε "εμείς", όμως σ' αυτήν πρέπει συνάμα να ξεπεραστεί εκείνος ο τρόπος ύπαρξης στον οποίο το "Εγώ" είναι η κινητήρια δύναμη. Παροντικοποιείται μέσα από το έδαφος του Εαυτού όπου συνδέεται μ' όλα τα πράγματα. Αυτή η πραγματικότητα είναι η αληθινή πραγματικότητα του Εαυτού και όλων των πραγμάτων, που θα πει, αυτή η πραγματικότητα είναι ακριβώς η παρουσία τους ως αυτό το οποίο είναι, το καθένα όπως είναι. Και αυτή η πραγματικότητα, που αναδύεται από το έδαφος της Μεγάλης Αμφιβολίας, το οποίο την αναστρέφει, δεν είναι άλλο από την "όψη μας την πρωταρχική", ή η συνάντηση με την "πρωταρχική μας όψη", δηλαδή την πραγμάτωση [Realisation] (και στις δύο σημασίες της ως "πραγματοποίηση" και ως "κατανόηση") της πραγματικότητας του εαυτού μας και των πραγμάτων όλων. Στον Βουδισμό αυτή η φώτιση αποκαλείται η "Μεγάλη Σοφία", μια σοφία που δεν είναι παρά μια άποψη της θρησκευτικής μας "ύπαρξης".
[...]
Όμως η ζωή είναι εξαρχής ένα με τον θάνατο.
Όλα τα έμβια όντα, έτσι όπως είναι, μπορούν να ιδωθούν από την άποψη του θανάτου. Στον βουδισμό, ίσως και στον πρώιμο χριστιανισμό, υπάρχει μια μέθοδος διαλογισμού την οποία ο βουδισμός αποκαλεί "λογισμό νεκροκεφαλής". Στην ιαπωνική τέχνη κανείς συναντά ξανά και ξανά παραστάσεις μιας νεκροκεφαλής επάνω στο χόρτο της στέππας. Στον Basho, τον μεγάλο ποιητή του χαϊκού, υπάρχει ένα χαϊκού με την εξής εισαγωγή: "Στο σπίτι του Homma Shume κρέμεται στον τοίχο της θεατρικής του σκηνής-Νο ένας πίνακας που δείχνει μια σκηνή-Νο με μια ομάδα σκελετών που παίζουν με φλογέρες και τύμπανα. Πείτε μου, γίνεται η όψη της ζωής να διαφέρει σε τίποτα απ' αυτό το παίξιμο; Ο αρχαίος θρύλος όπου εκείνος που βρίσκεται σε ύπνο με μια νεκροκεφαλή για μαξιλάρι, είναι μέχρι τέλους ανίκανος να διακρίνει όνειρο και πραγματικότητα, επίσης απεικονίζει την ζωή μας." Το χαϊκού λέει:
Αστραποβόλημα κεραυνού -
Στο πρόσωπό μου
Χόρτα της στέππας!
Κάποτε ο ποιητής, σε μια από τις περιπλανήσεις του, έπρεπε να περάσει μια νύχτα σε μια τέφρα στέππα. Πάνω στον ουρανό αστραποβολούσαν κεραυνοί, κι άξαφνα είδε τον εαυτό του να κείτεται στο χόρτο, με μια τούφα από χόρτα της στέππας στο πρόσωπό του. Ο βουδιστικός "λογισμός νεκροκεφαλής" και το παραδοσιακό θέμα της τέχνης απαρτίζουν το φόντο αυτού του χαϊκού. Όμως νέο εδώ είναι το ότι ένας ζωντανός άνθρωπος αναγνωρίζει τον ευτό του, έτσι όπως είναι, στην εικόνα της νεκροκεφαλής στο χόρτο της στέππας. Σ' αυτό το ποίημα δεν πρόκειται λοιπόν μόνο για μια νεκροκεφαλή στο χόρτο της στέππας. Μια ρήση του zen λέει: "Στο χωράφι παντού κρανία νεκρά." Αυτό το χωράφι μπορεί να είναι η Kinza ή το Broadway. Βέβαια θά 'ρθει καιρός που εκεί θα φυτρώσει και πάλι το χορτάρι της στέππας.
Και εκπορευομένου αυτού εκ του ιερού λέγει αυτώ εις των μαθητών αυτού, Διδάσκαλε, ιδέ ποταποί λίθοι και ποταπαί οικοδομαί. Και ο Ιησούς είπεν αυτώ, Βλέπεις ταύτας τας μεγάλας οικοδομάς; Ου μη αφέθη ώδε λίθος επί λίθον ος ου μη καταλυθή. (Κατά Μάρκον 13:I,2)
Όμως τα κτίσματα δεν χρειάζεται πρώτα να καταρρεύσουν, δεν χρειάζεται πρώτα στη θέση τους να φυτρώσει χορτάρι. Η Ginza, σ' όλη της την λαμπρότητα, είναι όπως μια στέππα. Είναι όπως μια διπλοτυπη φωτογραφία. Πρώτα μια τετοια διπλοτυπια αφήνει να αναδυθεί καν η πρόσληψη της πραγματικότητας. Η αληθινή πραγματικότητα είναι δίπτυχη. Σ' εκατό χρόνια κανένας απ' τους ανθρώπους που τώρα περπατάνε στην Ginza, νέος ή γέρος, άντρας ή γυναίκα, δεν θα βρίσκεται πια στην ζωή. Αφού λέγεται πως μια στιγμή είναι δέκα χιλιάδες χρόνια και δέκα χιλιάδες χρόνια είναι μια στιγμή. Σε μια τέτοια έκλαμψη, στο φως ενός τέτοιου "πνευματικού οφθαλμού", αυτό που θα είναι επίκαιρο σ' εκατό χρόνια είναι επίκαιρο ήδη σήμερα. Σε μια τετοια διπλοτυπια κανείς μπορεί λοιπόν να δει τους ζωντανούς, έτσι όπως είναι - υγιείς και ζωηροί - σαν νεκρούς. "Αστραποβόλημα κεραυνού -/ Στο πρόσωπό μου / Χόρτα της στέππας!" Τούτο είναι επίσης ένα ποίημα για την Ginza.
Το μάτι γι' αυτήν την διπλή θέαση μπορεί κανείς να το βρει και σε μερικούς μοντέρνους δυτικούς ποιητές. Στον T.S.Eliot λέει:
Ανύπαρκτη πολιτεία,
Κάτω από την καφετιά ομίχλη μιας χειμωνιάτικης χαραυγής,
Ένα πλήθος χυνόταν πάνω στην Γέφυρα του Λονδίνου, τόσοι πολλοί,
Δεν τό 'χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς.
Στην τελευταία γραμμή δείχνει την περιγραφή της κηδείας στην Κόλαση του Dante, πώς οι άνθρωποι χύνονται πάνω στην Γέφυρα του Λονδίνου. Η δραστήρια πόλη Λονδίνο, μια οφθαλμοφανής πραγματικότητα, εμφανίζεται στον ποιητή ως αυτή τούτη ως "ανύπαρκτη", που θα πει: ως νεκρή. (Στο τελευταίο μέρος της Έρημης Χώρας ονομάζονται "ανύπαρκτα" όχι μόνο το Λονδίνο αλλά κι η Ιερουσαλήμ, η Αθήνα κι η Αλεξάνδρεια, τα κέντρα γέννησης του δυτικού πολιτισμού. Το διπλωπικό μάτι στρέφεται και στην ιστορία.)
Μια τετοια διπλοτυπια αρμόζει στην αληθινή όψη των πραγμάτων στην πραγματικότητά τους. Την απαιτούν τα ίδια τα πράγματα.