Ο Παρμενίδης μας μιλάει από την πρωιμότατη απαρχή της ελληνικής νόησης. Σήμερα στους ακαδημαϊκούς κύκλους κανείς μπορεί ν' ακούσει γι' αυτόν πολλά και διάφορα. Θεωρείται μεταξύ άλλων ως ο θεμελιωτής της νόησης της ταυτότητας, που στην πορεία της ιστορικής εξέλιξης μετεξελίχθηκε όλο και περισσότερο σε μια κυριαρχική εξάπλωση του υποκειμένου, το οποίο a priori δια της ικανότητάς του να δημιουργεί έννοιες προσαρτά κάθε τι το αλλότριο, δηλ. το καθυποτάσσει στην εννοιακή του ενότητα, που πλέον δεν αφήνει κανέναν ουσιαστικό χώρο για την μοναδικότητα και το ανεπανάληπτο του άλλου. Μια τέτοια ολοκληρωτική-ισοπεδωτική νόηση έφερε κακά με πολλαπλούς τρόπους. Ακριβώς εδώ η σχέση μεταξύ νόησης και ίασης φαίνεται πως καταστρέφεται ήδη εν τη γενέσει. Όμως ακούμε ακόμα ότι με τον Παρμενίδη οι πρώτες λογικές σκέψεις εγκαινιάζουν την διστακτική έναρξή τους από το ομιχλώδες βασίλειο του μύθου, ότι εδώ πρέπει να αναζητηθεί η αρχή που τελικά οδηγεί στη σίγουρη γνώση που πλέον δεν είναι απλή πίστη αλλά λιγότερο ή περισσότερο ασφαλές "κτήμα" του υποκειμένου. Ακριβώς εδώ η σχέση μεταξύ νόησης και πίστης μοιάζει να κατευθύνεται προς την καταστροφή της.
Όμως προτού απελπιστούμε μ' αυτά ας δοκιμάσουμε ν' ακούσουμε και τι λέει σχετικά ο ίδιος ο Παρμενίδης. Αυτό έχει παραδοθεί αποσπασματικά. Εδώ δεν μπορούμε καν να συλλογιστούμε όλα αυτά τα αποσπάσματα. Αντ' αυτού θα συγκεντρώσουμε την προσοχή μας σ' εκείνο το απόσπασμα που αποδίδει την αρχή. Όπου εδώ εμπειρώμαστε κάτι παράξενο. Συναντούμε ένα ποίημα. Οι πρώτες αράδες του λένε:
ΙΠΠΟΙ ΤΑΙ ΜΕ ΦΕΡΟΥΣΙΝ ΟΣΟΝ Τ ΕΠΙ ΘΥΜΟΣ ΙΚΑΝΟΙ
ΠΕΜΠΟΝ ΕΠΕΙ Μ ΕΣ ΟΔΟΝ ΒΗΣΑΝ ΠΟΛΥΦΗΜΟΝ ΑΓΟΥΣΑΙ
ΔΑΙΜΟΝΟΣ Η ΚΑΤΑ ΠΑΝΤ ΑΣΤΗ ΦΕΡΕΙ ΕΙΔΟΤΑ ΦΩΤΑ
ΤΗΙ ΦΕΡΟΜΗΝ ΤΗΙ ΓΑΡ ΜΕ ΠΟΛΥΦΡΑΣΤΟΙ ΦΕΡΟΝ ΙΠΠΟΙ
ΑΡΜΑ ΤΙΤΑΙΝΟΥΣΑΙ ΚΟΥΡΑΙ Δ ΟΔΟΝ ΗΓΕΜΟΝΕΥΟΝ
Εδώ η νοούσα απόπειρά μας μοιάζει να έχει βρεθεί μακριά από τον σωστό δρόμο. Αφού θέλαμε να προσέξουμε τη νόηση στη σχέση της με την πίστη και την ίαση. Όμως φαίνεται πως βρεθήκαμε στα φαντασιωσικά αποκυήματα ενός ποιητικού θυμικού. Σίγουρα θα ήταν βολικό ν' ακολουθήσουμε τη γνώμη πως εδώ ο Παρμενίδης είναι παιδί της εποχής του και ακόμη πρέπει να ντύσει τα λογικά-νηφάλιο με αρχαϊκές παραστάσεις. Εδώ θέλουμε μεν να προχωρήσουμε σ' έναν δρόμο εορταστικό, όμως όχι βολικό, ήδη και μόνο διότι το βόλεμα τέτοιων ερμηνειών εύκολα μπορεί να οδηγήσει στη σήψη πραγμάτων πολύ ουσιαστικών.
Γι' αυτό θ' ακούμε εφεξής το ίδιο το ποίημα, θα εκτεθούμε στην έκπληξη και στο παράξενο και θ' αφήσουμε το τετριμμένο και το βολικό κατά μέρος.
(...)
Η αρχή αυτού του ποιήματος μιλά για έναν ειδήμονα άνθρωπο που έχει βρεθεί σ' έναν δρόμο στον οποίο εμπειράται τον εαυτό του να φέρεται και να άγεται. Αυτός ο δρόμος λέει πολλά. Πηγαίνει τον ειδήμονα διαμέσου των πόλεων, δηλ. διαμέσου και κατά μήκος των συνηθισμένων, ανθρώπινων τόπων διαμονής. Αυτό θα πει, αφενός, ότι αυτός ο άνθρωπος δεν χάνει ξαφνικά την αναφορά στο σύνηθες, στο καθημερινό, δεν την εγκαταλείπει και δεν την αφήνει απλά πίσω του ολότελα. Αφετέρου θα πει ότι δεν καθηλώνεται στο σύνηθες, δεν φθείρεται σ' αυτό, οι τροχοί του άρματός του δεν κολλάνε εκεί, αλλά ο δρόμος του περνά μακριά από τέτοια αδιέξοδα. Αφήνεται να σύρεται από φοράδες που τον φέρουν πάλι και πάλι2 εκεί όπου ο ΘΥΜΟΣ του, δηλ. η ενδιάθετη-καταφάσκουσα ανοιχτότητά του στον κόσμο, μπορεί και φτάνει - του διανοίγονται ανεξάντλητες δυνατότητες. Όμως αυτός ο άνθρωπος δεν "άγεται και φέρεται" απλά από τις φοράδες (κατά πού η αυθαιρεσία του θα είχε κάθε φορά κέφι και όρεξη), αλλά ακολουθεί τις οδηγίες από κάτι κόρες. Στο φαινόμενο των φοράδων που εδώ μνημονεύονται, δείχνεται μια γήινη δύναμη η οποία "ζεύχτηκε στο άρμα", δηλ. χαλιναγωγήθηκε (όμως όχι καταπιεστικά), έτσι ώστε αυτές οι φοράδες έγιναν "ικανές να σύρουν άρμα" (ίσως μάλιστα ρουθουνίζοντας χαρούμενα), και μπορούν να ακολουθούν τις οδηγίες με μεγάλη δεξιοτεχνία, δηλ. να καθιστούν δυνατή την πρόοδο σ' αυτήν την οδό με την δύναμή τους συγκεντρωμένη (και να μην την εμποδίζουν με αχαλίνωτη, ξέφρενη, αδέξια συμπεριφορά). Εδώ μένει σκοτεινό ακόμα ποιες είναι αυτές οι κόρες.
Όμως ποιος είναι εδώ ο ειδήμονας άνθρωπος; (...) Πρέπει να επιστρέψουμε στο πρωτότυπο και ν' ακούσουμε την ελληνική λέξη προσεκτικότερα για να καταλάβουμε καλύτερα τη μετάφραση με τη βοήθεια μιας κατανόησης του πρωτογενούς της περιβάλλοντος (το οποίο ποτέ δεν μεταφράζεται συνολικά). Ο ελληνικός λόγος μιλά για έναν "ΕΙΔΟΤΑ ΦΩΤΑ". Μήπως σ' αυτές τις λέξεις συνηχεί κι ένα φως, και η πρόσληψη του φωτός; Για να εξειδικεύσουμε το ερώτημα καταρχήν φιλολογικά: Μπορεί να ακουστούν μαζί αφενός η ρίζα "είδα" ("wid-") στο "ΕΙΔΟΤΑ" (ως το είδωμα του φωτός), αφετέρου η ρίζα "φωτίζω" ("φα(ν)-") στη λέξη για τον "άνθρωπο" (ελλ. "ΦΩΣ", "ΦΩΤΟΣ"): Αυστηρά φιλολογικά θα μπορούσαμε καταρχήν να ερωτήσουμε εάν αυτό, θεωρημένο ινδογερμανικά, είναι καν δυνατό. Αυτό το ερώτημα θα το κάνουμε υποσημείωση3 (...) και
ερωτάμε κατευθείαν εάν ο Έλληνας - είτε ινδογερμανιστικά σωστά είτε όχι - μπορούσε σ' αυτές τις λέξεις να συνακούσει την παραπομπή στο "φως", στην "πρόσληψη του φωτός" (δηλ. βλέπω, διαβλέπω).
Καταρχήν ως προς το τελευταίο: Μπορεί ο Έλληνας στη λέξη "ειδήμων" να συνακούει και τη ρίζα "είδα"; Ο Όμηρος μας χαρίζει μια σχετική υπόδειξη. Στην επίκληση των Μουσών στην Ιλιάδα, πριν από τον κατάλογο των πλοίων, λέει πως οι πανταχού παρόντες θεοί "ΙΣΤΕ ΤΕ ΠΑΝΤΑ", όμως οι ανίδεοι άνθρωποι ακούμε μόνο την είδηση, τη φήμη ("ΚΛΕΟΣ ΟΙΟΝ ΑΚΟΥΟΜΕΝ ΟΥΔΕ ΤΙ ΟΙΔΜΕΝ") (Iλιάδα, 2, 485κ.ε.). Αυτή η αντιπαραβολή πανταχού παρόντων, πανειδημόνων θεών και ανίδεων ανθρώπων, οι οποίοι ακούν μόνο, καθιστά εύλογο το ότι στο ελληνικό "ΙΣΤΕ" ("ειδήμων") για τον Έλληνα ήταν προσλήψιμο ακόμη και κάτι από το "είδα" (τη ρίζα "wid-"). Ο ειδήμων (ακριβώς ως τρόπος ειδώματος) αντιπαραβάλλεται εκπεφρασμένα με τον "ακούοντα" και όχι με το ανίδεο των ανθρώπων.
Στον Παρμενίδη η ελληνική λέξη για τον άνθρωπο είναι ο "ΦΩΣ". Στην ελληνική γλώσσα υπάρχει μια ομόηχη λέξη που θα πει "φως". Μήπως ο Παρμενίδης αυτό υπαινίσσεται; Ας ακούσουμε τις επόμενες αράδες του ποιήματος που εξακολουθούν ν' αναφέρονται στην πορεία του άρματος, για να πάρουμε την υπόδειξη μιας απάντησης στο ερώτημά μας:
ΑΞΩΝ Δ ΕΝ ΧΝΟΙΗΙΣΙΝ ΙΕΙ ΣΥΡΙΓΓΟΣ ΑΥΤΗΝ
ΑΙΘΟΜΕΝΟΣ ΔΟΙΟΙΣ ΓΑΡ ΕΠΕΙΓΕΤΟ ΔΙΝΩΤΟΙΣΙΝ
ΚΥΚΛΟΙΣ ΑΜΦΟΤΕΡΩΘΕΝ ΟΤΕ ΣΠΕΡΧΟΙΑΤΟ ΠΕΜΠΕΙΝ
ΗΛΙΑΔΕΣ ΚΟΥΡΑΙ ΠΡΟΛΙΠΟΥΣΑΙ ΔΩΜΑΤΑ ΝΥΚΤΟΣ
ΕΙΣ ΦΑΟΣ ΩΣΑΜΕΝΑΙ ΚΡΑΤΩΝ ΑΠΟ ΧΕΡΣΙ ΚΑΛΥΠΤΡΑΣ
Πρώτα μαθαίνουμε πως οι κόρες είναι οι Ηλιάδες κόρες. Αυγάσματα που εισάγουν το ξημέρωμα μιας φωτεινής μέρας. Οι Ηλιάδες κόρες εκπεφρασμένα εγκαταλείπουν τα δώματα της νύχτας προς το φως, "ΕΙΣ ΦΑΟΣ" (στ. 10), προπομποί του Παρμενίδη, ενός "ΦΩΤΟΣ". Εδώ ο άνθρωπος δείχνεται ως υπάρχων στο φως, ένας διαμένων στην περιοχή του φωτός. Μήπως αυτή η ουσιαστικά φωτεινή περιοχή ανήκει τόσο μύχια στην ουσία του ανθρώπου, που ο άνθρωπος ακριβώς μπορεί να ονομάζεται με το όνομα αυτής της περιοχής του φωτός στην οποία διαμένει; Μήπως ο άνθρωπος ουσιαστικά διανοίγει την λάμψη του ξέφωτου; Αποτολμούμε αυτήν την εικασία γνωρίζοντας καλά ότι εδώ πολλά μένουν σκοτεινά και περιμένουν μια διευκρίνιση (τι θα πει φως; είναι ο άνθρωπος μόνο φως;). Στο έδαφος αυτής της εικασίας μπορούμε τώρα να πούμε: Κάθε άνθρωπος ως φωτιζόμενο (και "φωτίζον") ον στέκει ουσιαστικά στο ξέφωτο. Όμως δεν έχει δει, δηλ. δεν έχει εμπειραθεί αυτήν την ουσία του. "ΕΙΔΩΣ ΦΩΣ" είναι μόνο εκείνος ο οποίος δεν περιφέρεται μόνο στο φως, δηλαδή δεν χάνεται στους συνήθεις τόπους διαμονής των ανθρώπων κι έτσι δεν ξεχνά, δηλ. δεν προσπερνά συνεχώς το ότι "στέκει στο φως", αλλά την "στάση του στο φως" την "βλέπει" την ίδια, δηλ. την προσλαμβάνει, συλλογάται αυτήν την τιμή. Επομένως ο "ΕΙΔΩΣ ΦΩΣ" θα ήταν ο άνθρωπος ο οποίος θα είχε αφομοιώσει το ότι είναι ουσιακά ξέφωτο ήδη εν ζωή (και όχι όπως ο Αχιλλέας που πρώτα στον κάτω κόσμο βλέπει το συγκλονιστικό του "να μπορείς να διάγεις στο φως", ώστε κατόπιν να θρηνεί και να λέει πως θα προτιμούσε να είναι μεροκαματιάρης επάνω στη γη παρά ο κύριος των νεκρών όλων (Οδύσσεια, 11, 489-491)). Παντού, σ' όλα τα μέρη, ο ειδήμονας άνθρωπος παραμένει πιστός στην πρωταρχική εμπειρία της ουσίας του και δεν χάνεται στο ο,τιδήποτε που συναντά. Επειδή δεν χάνεται, ο δρόμος του μπορεί να οδηγεί μακρύτερα, ενδεχομένως προς την κατεύθυνση μιας ακόμη θεμελιωδέστερης εμπειρίας.
Ένα τμήμα του δρόμου ήδη μπορέσαμε να το παρακολουθήσουμε νοητικά. Όμως η κειμενική βάση για τις ενοράσεις που αποκτήθηκαν φαίνεται πως δεν αντέχει πια να μας πάει παρακάτω. Ας ακούσουμε τα επόμενα λόγια του ποιήματος για να μάθουμε μήπως η μέχρι τώρα απόπειρά μας μιας συνεπιτέλεσης μπορεί προοδευτικά να αναγνωρίσει ένα κράτημα σε ό,τι λέγεται ποιητικά. Η θυελλώδης πορεία του ειδήμονα ανθρώπου, που δοκίμασε τις αντοχές του άρματός του, οδηγεί πλέον σε μια πύλη:
ΕΝΘΑ ΠΥΛΑΙ ΝΥΚΤΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΗΜΑΤΟΣ ΕΙΣΙ ΚΕΛΕΥΘΩΝ
ΚΑΙ ΣΦΑΣ ΥΠΕΡΘΥΡΟΝ ΑΜΦΙΣ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΛΑΙΝΟΣ ΟΥΔΟΣ
ΑΥΤΑΙ Δ ΑΙΘΕΡΙΑΙ ΠΛΗΝΤΑΙ ΜΕΓΑΛΟΙΣΙ ΘΥΡΕΤΡΟΙΣ
ΤΩΝ ΔΕ ΔΙΚΗ ΠΟΛΥΠΟΙΝΟΣ ΕΧΕΙ ΚΛΗΙΔΑΣ ΑΜΟΙΒΟΥΣ
ΤΗΝ ΔΗ ΠΑΡΦΑΜΕΝΑΙ ΚΟΥΡΑΙ ΜΑΛΑΚΟΙΣΙ ΛΟΓΟΙΣΙΝ
ΠΕΙΣΑΝ ΕΠΙΦΡΑΔΕΩΣ ΩΣ ΣΦΙΝ ΒΑΛΑΝΩΤΟΝ ΟΧΗΑ
ΑΠΤΕΡΕΩΣ ΩΣΕΙΕ ΠΥΛΕΩΝ ΑΠΟ
Η πύλη διαμορφώνει μια μετάβαση. Διαμέσου της προχωρούν οι τροχιές της σκοτεινής νύχτας και της φωτεινής μέρας. Μέρα και νύχτα, εκλαμβανόμενες αφεαυτών, διαμορφώνουν αντιθέσεις. Όταν η μέρα αναδύεται από την πύλη, η νύχτα χάνεται πίσω στο "σπίτι" της. Σαν σε πίστα, μέρα και νύχτα κυκλικά αλλάζουν τον τόπο τους κι έτσι παρέχουν η μια στην άλλη χώρο και χρόνο να αναπτύξουν την εκάστοτε οντότητά τους. Το αντιθετικό στη μέρα και στη νύχτα δεν διαμελίζεται σε μια απουσία σχέσης. Συγκεντρώνεται και φέρεται. Συγκεντρώνεται στην πύλη η οποία διανοίγει τον χώρο για τις δυο τροχιές. Η πύλη φέρεται από έναν λίθινο ουδό. Ο λόγος για έναν λίθινο ουδό είναι παλαιός. Ήδη στον Όμηρο περιέχει κάτι ύψιστα ιερό.4 Η πύλη μπορεί να διανοίγει έναν χώρο της διότι είναι αιθέρια, δηλ. διαπερατή και είναι ικανή να επιτρέπει εν εαυτή το αμοιβαίο παιχνίδι μέρας και νύχτας.
Όμως για τον αρματοδρόμο αυτός ο χώρος της πύλης καταρχήν είναι κρυμμένος. Υπάρχει, μα είναι απρόσιτος γιατί τον κλείνουν τα θυρόφυλλα. Γι' αυτό μέρα και νύχτα φαίνονται χωρισμένες, διότι η ίδια η ανοιχτότητα που τις ενώνει και τις απολύει δεν είναι προσληπτή. Όμως η ΔΙΚΗ, μια θεά που δεν τιμωρεί απλά ηθικολογώντας αλλά εκ-δικείται (προσμοιράζει το εκάστοτε μοιραίο)5, έχει τα κλειδιά γι' αυτήν την πύλη. Αυτά είναι "ΑΜΟΙΒΑ", διότι μπορούν τόσο να ξεκλειδώνουν όσο και να κλειδώνουν. Στους Έλληνες η θεά ΔΙΚΗ υμνούνταν και ως μητέρα της ΗΣΥΧΙΑΣ. Σ' όποιον ανοίγει την πύλη, του γεννά την ησυχία. Σ' όποιον αυτή μένει κλειστή, η καρδιά του μένει ταραγμένη κι ανήσυχη. Από πού έρχεται η ησυχία που γεννά; Μήπως από την εμπειρία αυτού το οποίο μπορεί να αποκαλύπτει με τα κλειδιά της; Πάντως ο αρματοδρόμος μαθαίνει πως δεν είναι ικανός να επιτύχει το άνοιγμα της πύλης ο ίδιος, αλλά πως αυτή του ανοίγεται - αν και το επίθετο της πολύΠΟΙΝΗΣ ΔΙΚΗΣ υποδεικνύει ότι αυτό το άνοιγμα δεν επιτελείται και τελείως ανεξάρτητα από την δική του μεταβολή (για την οποία βέβαια οι συνοδοί Ηλιάδες κόρες, με την προ-δηλούμενη λάμψη τους κάτι λένε με μαλακά λόγια).
Στον ειδήμονα άνθρωπο οι πύλες ανοίγουν αιφνίδια. Τι τον συναντά εδώ; Είναι απλά μια άλλη πλευρά που βρίσκεται πίσω από την πύλη; Είναι το σπίτι της νύχτας; Μήπως ο αρματοδρόμος γνωρίζει απλά την άλλη πλευρά της αντίθεσης, τον κόσμο των σκιών, ώστε να προσθέσει αθροιστικά στην γνωστή του φωτεινή πλευρά και να κάνει ένα όλον; Μυείται εδώ στα μυστήρια του κάτω κόσμου; Όμως ο Παρμενίδης στους επόμενους στίχους του μιλά για κάτι τελείως άλλο. Τώρα δεν μιλά πλέον για τις τροχιές των αντιθέτων (μέρα/νύχτα) αλλά μιλά για την περιοχή η οποία κατά πρώτιστον απολύει εξ αυτής όλες τις αντιθέσεις στο εκάστοτε κράτος τους. Αυτό που προαπαντά τον αρματοδρόμο κατά το άνοιγμα των πυλών είναι η προηγουμένως κρυμμένη διαπερατή-χαίνουσα έκταση, η οποία επιτρέπει αντίθετες τροχιές και τις φέρει εκ θεμελίων και όπου η ίδια μένει ολότελα στο παρασκήνιο.
ΤΑΙ ΔΕ ΘΥΡΕΤΡΩΝ ΧΑΣΜ ΑΧΑΝΕΣ ΠΟΙΗΣΑΝ ΑΝΑΠΤΑΜΕΝΑΙ ...
Καθώς ανοίγει η πύλη, δείχνεται (παράγεται) ένα πελώριο άνοιγμα, ένα χάσμα που χαίνει, μια ελεύθερη έκταση. Αυτή η έκταση είναι και ο όρος της δυνατότητας για τα πελώρια θυρόφυλλα που αρχικά βρίσκονται στο προσκήνιο. Χωρίς αυτήν την κενότητα τα θυρόφυλλα ποτέ δεν θα μπορούσαν να πληρώσουν την πύλη. Όμως αρχικά αυτή η κενότητα δεν δείχτηκε, αν και κατά έναν τρόπο ήταν εδώ ήδη από πάντα (απ' όσο πυκνό και βαρύ υλικό κι αν είναι καμωμένα τα θυρόφυλλα, η κενότητα του χώρου της πύλης μπορεί να εμπεριέξει εντός της πάντα περισσότερα, μένει - παρά τα φαινόμενα - πάντα υποχωρητικότερη απ' όλες τις προσπάθειες να πληρωθεί).
Εδώ ανοίγεται στον ειδήμονα άνθρωπο η εμπειρία του συχνά μεταμφιεσμένου αφανούς επιτρέποντος, αυτού το οποίο προσλαμβάνει εντός του και απολύει. Η κενότητα του χώρου της πύλης εγγυάται την πληθώρα των δυνατοτήτων ανάπτυξης των πλέον διαφορετικών και αντιθετικών φαινομένων, τα οποία πάντως μένουν όλα σε αναφορά προς αυτήν την κενότητα που συντηρεί τις μεταβάσεις, είτε τούτο πλέον γίνεται εμπειρατό επί τούτου, είτε αυτή η εμπειρία μένει αποκλεισμένη. Η κενότητα του χώρου της πύλης, που αφήνει την πληθώρα να προκύπτει και συγχρόνως προσλαμβάνει και κρατεί εντός της, θεμελιώνεται ακλόνητα στον λίθινο ουδό που φέρει το πλαίσιο και τους ταλαντούμενους άξονες της πύλης. Το ανθεκτικό του ουδού ταλαντώνεται κι αυτό όταν έρχεται σε λόγο το χάσμα των πυλών σχετικά με τους περιστρεφόμενους άξονες. Ο άξονας της πύλης είναι ένας κάθετος ξύλινος πάσσαλος που στα άκρα του είναι εφοδιασμένος με ένα είδος "χάλκινο πέλμα" ώστε οι άξονες να περιστρέφονται καλύτερα. Για ακόμη καλύτερη περιστροφή το βάρος δεν μοιράζεται σ' όλο το εύρος της επιφάνειας του "πέλματος" αλλά, για να ελαχιστοποιηθεί η επιφάνεια τριβής, το βάρος συγκεντρώνεται σ' έναν μυτερό κώνο (πρόκα) του χάλκινου πέλματος, ο οποίος περιστρέφεται στην κοιλότητα (που βρίσκεται στον λίθινο ουδό)6. Όλα τούτα φέρουν τον ουδό (κι έτσι και το "πλαίσιο", το οποίο αφήνει να εφιστάται η προσοχή στην απολύουσα κενότητα του χώρου της πύλης):
ΠΟΛΥΧΑΛΚΟΥΣ
ΑΞΟΝΑΣ ΕΝ ΣΥΡΙΓΞΙΝ ΑΜΟΙΒΑΔΟΝ ΕΙΛΙΞΑΣΑΙ
ΓΟΜΦΟΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΟΝΗΙΣΙΝ ΑΡΗΡΟΤΕ ΤΗΙ ΡΑ ΔΙ ΑΥΤΕΩΝ
ΙΘΥΣ ΕΧΟΝ ΚΟΥΡΑΙ ΚΑΤ ΑΜΑΞΙΤΟΝ ΑΡΜΑ ΚΑΙ ΙΠΠΟΥΣ
Ο αρματοδρόμος αφήνεται σ' αυτήν την εμπειρία. Ο δρόμος του οδηγεί κατευθείαν μέσα απ' αυτό το άνοιγμα της πύλης. Δεν οδηγεί σε μια επιμέρους περιοχή αλλά στην προέλευση όλων των περιοχών. Ο δρόμος του δεν ακολουθεί πλέον απλά την τροχιά των αντιθέσεων αλλά οδηγεί κατευθείαν ("ΙΘΥΣ") στο κέντρο όλων των μεταβάσεων. Αυτή η εμπειρία έρχεται προς αυτόν ως θεά η οποία τον παίρνει εμπιστευτικά από το χέρι:
ΚΑΙ ΜΕ ΘΕΑ ΠΡΟΦΡΩΝ ΥΠΕΔΕΞΑΤΟ ΧΕΙΡΑ ΔΕ ΧΕΙΡΙ
ΔΕΞΙΤΕΡΗΝ ΕΛΕΝ ΩΔΕ Δ ΕΠΟΣ ΦΑΤΟ ΚΑΙ ΜΕ ΠΡΟΣΗΥΔΑ
Ω ΚΟΥΡ ΑΘΑΝΑΤΟΙΣΙ ΣΥΝΑΟΡΟΣ ΗΝΙΟΧΟΙΣΙΝ
ΙΠΠΟΙΣ ΤΑΙ ΣΕ ΦΕΡΟΥΣΙΝ ΙΚΑΝΩΝ ΗΜΕΤΕΡΟΝ ΔΩ
ΧΑΙΡ ΕΠΕΙ ΟΥΤΙ ΣΕ ΜΟΙΡΑ ΚΑΚΗ ΠΡΟΥΠΕΜΠΕ ΝΕΕΣΘΑΙ
ΤΗΝΔ ΟΔΟΝ Η ΓΑΡ ΑΠ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΕΚΤΟΣ ΠΑΤΟΥ ΕΣΤΙΝ
ΑΛΛΑ ΘΕΜΙΣ ΤΕ ΔΙΚΗ ΤΕ
Όμως η θεά δεν χαιρετίζει τον αρματοδρόμο ως νέο μονάχο, αλλά μαζί με τις οδηγήτριες Ηλιάδες κόρες και τους σύροντες ίππους. Μ' αυτό σημαίνεται η αναφορική ουσία του ανθρώπου, ο οποίος δεν είναι εγκυστωμένο υποκείμενο αλλά οφείλεται ουσιαστικά στην αναφορά στο άλλο. Για τον ειδήμονα άνθρωπο, με την ουσιαστική εμπειρία του ότι ανήκει στο συμβάν του φωτός, ξεκίνησε η πορεία προς την πηγή αυτού του συμβάντος, από την οποία πορεία δεν άφησε να παρεκκλίνει με τις αναρίθμητες δυνατότητες διάσπασης των "ΑΣΤΕΩΝ". Το φως παρέχει θέα, εμφάνιση, αυτο-δείξιμο. Ο άνθρωπος συνανήκει ουσιαστικά στο συμβάν, μέσα από το οποίο κάτι μπορεί καν να δείχνεται. Λίγο αργότερα αυτή η εμπειρία της ουσίας θα γνωρίσει μια νοούσα έκθεσή της. Όμως ο άνθρωπος δεν στέκει μόνο σε αναφορά προς το αυτοδεικνύμενο και το ξέφωτό του, αλλά και προς την προέλευσή του, από την οποία πηγάζει η φωτοειδής του (δηλ. η συν-διανοίγουσα) ουσία του. Ο δρόμος προς την προέλευση είναι μακρύς διότι βρίσκεται τόσο κοντά στην συχνά ανήσυχη-τρομώδη ανθρώπινη καρδιά. Σ' αυτόν τον δρόμο ο ειδήμονας άντρας βρίσκει βοήθεια που τον οδηγεί και τον φέρει. Όμως μ' αυτό η θεά δεν θέλει να του το λογαριάσει ότι αυτός είναι μια απλώς τυχαία στιγμή ενός συμβάντος όπου ως άνθρωπος είναι καταδικασμένος στον χαμό. Δεν χαιρετίζει πρώτα τη μοίρα του αλλά αυτόν στην αναφορική του ουσία, και καλωσορίζει αυτόν. Τον τιμά μαζί με τη μοίρα του, στην οποία βρέθηκε, και από την οποία ανακινήθηκε για τον δρόμο προς την παλιννόστηση. Η θεά του λέει πως η μοίρα του δεν είναι κακή.
Στον Όμηρο η κακή "ΜΟΙΡΑ" στέλνει (νεαρούς) ήρωες στον θάνατο. Τους αποδίδεται τιμή, όμως η αναφορά στην ουσία τους, τους έχει αποστερηθεί. Οι εκτρεπόμενοι δρόμοι των ανθρώπων είναι αυτοί οι οποίοι οδηγούν διαμέσου των παρόντων (των όντων) και κυριαρχούν επάνω τους. Μακριά βρίσκεται ο δρόμος που οδηγεί στην προέλευση των όντων: προς το βασικά αποσυρόμενο ξέφωτο, την ανοιχτότητα, την έκταση, μέσα από την οποία τα όντα απολήγουν στην παρουσία. Ο δρόμος σ' αυτήν την άνευ προέλευσης προέλευση είναι παλιννόστηση. Το ότι η αρματοδρομία δεν ακολούθησε τους συνηθισμένους δρόμους, τώρα καταδεικνύεται ως ιαματική συγκυρία. Αυτή η ίαση δεν μπορούσε να προβλεφθεί. Η άγρια πορεία έμεινε η ίδια ένα τόλμημα. Τώρα πρώτα, όπου του ανοίχτηκε η πύλη και η θεά τον παίρνει από το χέρι και τον υποδέχεται φιλικά, αρχίζει να απλώνεται ησυχία. Το απόκοσμο, πυρετώδες συμβάν της πορείας αναγνωρίζει τώρα το νόημά του. Τώρα ο ειδήμονας άνθρωπος αποκτά μια αντίληψη της ουσιακής προέλευσης της φωτοειδούς του ουσίας, στην οποία έμεινε πιστός κατά την πορεία του.
Όμως και με την εμπειρία της πορείας στην ανοιχτότητα της πύλης που παρέχει μεταβάσεις (την "ουδοειδή"), και της θεάς που τον δέχεται, ο δρόμος δεν έχει φτάσει απλά στο τέλος. Πολύ περισσότερο τώρα αρχίζει η ιδίως μάθηση. Η απρόσμενα εμπειραθείσα άβυσσος της προέλευσης των αντιθέσεων απαιτεί πρώτα-πρώτα να γίνει αποδεκτή, δηλ. να καταφαθεί και να επιτραπεί στην όλη έκταση και βαρύτητα της ουσίας της. Η θεά κάνει λόγο στον νέο, που ανοίγεται περισσότερο σ' αυτήν την εμπειρία, γι' αυτά που θα αναπτύξουν την εμπειρία περισσότερο. Αυτός ο λόγος καταμερίζεται διττά. Αρχικά ακούμε μια χρεία:
ΧΡΕΩ ΔΕ ΣΕ ΠΑΝΤΑ ΠΥΘΕΣΘΑΙ
ΗΜΕΝ ΑΛΗΘΕΙΗΣ ΕYΠΕΙΘΕΟΣ ΑΤΡΕΜΕΣ ΗΤΟΡ
Είπαμε: Αν και δεν σταματά ο δρόμος, οπωσδήποτε γίνεται εμφανώς πιο ήσυχος. Τώρα ο λόγος γι' αυτό λέγεται με το όνομά του: Ο επερχόμενος, πρώτος δρόμος, για τον οποίο μιλά η θεά, τρέφεται από την εμπειρία της άτρεμης καρδιάς ("ΑΤΡΕΜΕΣ ΗΤΟΡ") της αλήθειας.
Όμως τι θα πει εδώ αλήθεια; Ο Heidegger μεταφράζει "A-letheia" με α-λήθεια. Το πώς η α-λήθεια και η άτρεμη καρδιά της μπορεί να εννοηθεί, ο Heidegger το υπαινίσσεται σ' έναν όψιμο στοχασμό του ποιήματος του Παρμενίδη.8 Με τη βοήθεια αυτών των συλλογισμών του Heidegger μπορούν να ειπωθούν τα εξής: Η α-λήθεια είναι η ανεξάντλητη (καθότι παρέχει παρέξιμο ελεύθερο χώρο πάντα μόνο μέσα από την υπερπληθώρα)· ανοιχτότητα μέσα απ' αυτήν την ανοιχτότητα, την έκταση, την κενότητα απολύεται Είναι ως η παρουσία σ' αυτήν την ανοιχτότητα. Μέσα από αυτήν την αυτο-αποσυρόμενη πρωτοπεριοχή δίνεται ένα ανοιχτό ξέφωτο, στο οποίο μπορεί παρόντας να αναπτυχθεί Είναι. Στον Παρμενίδη, στο "ΕΟΝ" ο Heidegger διαβλέπει το δίπτυχο των παρόντων στην παρουσία τους (τα όντα μετέχουν στο συμβάν α-λήθευσης του Είναι). Αυτό το "ΕΟΝ" - εδώ για λόγους απλούστευσης το μεταφράζουμε με "Είναι" (όπου πάντα πρέπει να εννοείται και το δίπτυχο), είναι η καρδιά της άτρεμης αλήθειας. Εάν παραμείνουμε προσεκτικά στο φαινόμενο της καρδιάς, τότε αυτός ο λόγος του Παρμενίδη γίνεται πιο κατανοητός: Από την καρδιά αντλείται, σφυγμώδες-απρόσμενο, το ρεύμα της ζωής, κατόπιν για μια στιγμή όλα γίνονται ήσυχα και κενά· μέσα σε/από αυτόν τον αναδυόμενο χώρο της κενότητας η πληθώρα αναβλύζει απότομα εκ νέου και πάλι. Όμως από πού παίρνει η καρδιά την πρωταρχική κενότητα η οποία διαφυλάγει το ρεύμα της ζωής από την ανακοπή; Σύμφωνα με τον Παρμενίδη μπορούμε να πούμε: Από το λήθιο θεμέλιο της "ΑΛΗΘΕΙΗΣ" (τη "ΛΗΘΗ"); η καρδιά του Είναι προσδέχεται κενότητα από την αυτο-αποσυρόμενη ανοιχτότητα (η οποία "είναι" η ουσιακή απαρχή της α-λήθευσης, όπου απολύεται χώρος για την παρουσία), και η "δύναμη εισρόφησης" αυτής της προσδεχθείσας κενότητας κινεί τον ποταμό του Είναι, έτσι ώστε η παρουσία εξέρχεται σφύζοντας (α-ληθεύοντας) από την καρδιά στην κενότητα, για να δηλωθεί εκεί ως παρουσία, όπου μάλιστα η καρδιά κατά τη σφυγμώδη εξώθηση προσδέχεται πάλι και πάλι κενότητα από την αβυσσαλέα ανοιχτότητα, η οποία δύναται να συγκεντρώνει στον εαυτό της και να εντάσσει στον σφυγμό νέες παρουσίες.
Σ' όλα τα παρόντα σφύζει ο καρδιακός παλμός της παρουσίας, η οποία οφείλει ουσιακά τον χώρο ανάπτυξής της στην κενότητα της παρέχουσας "αλήθειας". Ο παλμός της παρουσίας φέρει εντός του τη ροπή της κενότητας. Επομένως η παρουσία ποτέ δεν είναι ορατή με τον ίδιο τρόπο όπως τα παρόντα. Το συμβάν (Ereignis) είναι αφανέστερο από το κατά το συμβάν συμβαίνον (Ereignete). Όμως ακριβώς όταν εννοηθεί ότι η γένεση και η φθορά είναι το σχήμα και τη μορφή των παρόντων ("των πραγμάτων"), δηλ. ότι σχήμα και μορφή οφείλονται στον παλμό της παρουσίας, ότι το (ρηματικά εννοούμενο) "είναι" γίνεται εμπειρατό ως αφανώς-φέρον (επιτρέπον) έδαφος για κάθε τι υφιστάμενο, ότι αντιθετικά πράγματα δεν υφίστανται απλά μόνο ως πρό-χειρα (και παρέρχονται, δηλ. χάνονται από την προ-χειρότητα), αλλά το "είναι" ως έδαφος της εκάστοτε αυθυπόστασής τους είναι ήδη από πάντα συμπαρόν. Επομένως δεν είναι μόνο τα παρόντα παρόντα, αλλά κατά ορισμένο τρόπο: "παρόντας: παρουσία καθαυτή" (όπως ο Heidegger μεταφράζει το: "ΕΟΝ ΕΜΜΕΝΑΙ"9). Ενώπια δεν είναι μόνο τα παρόντα αλλά και ο παλμός της παρουσίας. Αφήνει τα όντα, από την (αβυσσαλέα) ανοιχτότητα στην (ξέφωτη) ανοιχτότητα, να παρείναι στο είναι τους. Η ίδια κενότητα, η οποία αρχικά απο-δίδει τον χώρο για την παρουσία των παρόντων, αφήνει την παρουσία των παρόντων ν' ανθίζει, δηλ. την φέρει και τέλος παίρνει την παρουσία των παρόντων και πάλι εντός του (δηλ. αυτό που φαινομενικά χάνεται τελείως, στ' αληθινά φωλιάζει στην άβυσσό της). Η αλήθεια είναι εύκυκλη.
Μόνο όταν το "είναι" του όντος που προσφέρεται με τη μορφή του δεν εννοείται ιδιαιτέρως, αλλά η μορφή αποσπάται απ' αυτό το συμβάν και απολυτοποιείται, η κυκλο-φορία διαταράσσεται. Εδώ αρχίζει ο δρόμος της επίφασης που εμπειράται τον εαυτό του να είναι εκτεθειμένος σε μια διαρκή αλλαγή, γένεση και φθορά από κελύφη μορφών, όπου δεν υπάρχει ίχνος κρατήματος. Αντιθέσεις που κοιτάζουν να καθυποτάσσουν, να εκμηδενίζουν, να αποκλείουν αδυσώπητα, που διαφέρουν μεταξύ τους όπως μέρα και νύχτα, που πια δεν έχουν τίποτα να πουν μεταξύ τους, οδηγούν στο ότι το κλυδωνιζόμενο θυμικό εμπειράται την καρδιά του πλέον μόνο με φόβο και τρόμο. Όμως αυτή η εμπειρία μπορεί να γίνει κατάσταση ανάγκης, στην οποία αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα του δρόμου που οδηγεί στην επίγνωση: "ΧΡΗ ΤΟ ΛΕΓΕΙΝ ΤΕ ΝΟΕΙΝ Τ' ΕΟΝ ΕΜΜΕΝΑΙ."10 Στην παρουσία των παρόντων (στο ότι τα όντα ανήκουν στην καρδιά του "ΕΟΝΤΟΣ") βρίσκεται το ίχνος προς την εύκυκλη αλήθεια, η οποία μπορεί και τον παλμό της ανθρώπινης καρδιάς να τον αφήσει να γίνει ήσυχος.
Η "ΑΛΗΘΕΙΗ" είναι "ΕΥΚΥΚΛΟΣ" διότι ό,τι προκύπτει απ' αυτήν (δηλ. στέκει έξω στην ανοιχτότητα), επανακάμπτει σ' αυτήν. Μ' αυτό επανερχόμαστε και στην θεμελιακή εμπειρία η οποία, σύμφωνα με την ερμηνεία μας, ανακαλείται κατά το άνοιγμα της πύλης. Στη "ΛΗΘΗ" ως την ανεξάντλητη έκταση ανταποκρίνεται η χαίνουσα άβυσσος ("ΧΑΣΜΑ ΑΧΑΝΕΣ") του χώρου της πύλης που προσλαμβάνει εντός της κάθε τι το φαινόμενο (τις υπερκινητικές τροχιές των αντιθέσεων, το ερμητικό σφράγισμα από τα θυρόφυλλα), δίχως ποτέ να εξαντλείται σ' αυτές ολότελα (όπου όμως φυσικά και μπορεί να παραλλαχθεί έτσι ώστε η παρέχουσα ανοιχτότητα να γίνεται σχεδόν απρόσληπτη). Έτσι η "ΑΛΗΘΕΙΗ" γίνεται εμπειρατή ως η εμφανής γενόμενη έκταση στην οποία παρείναι το Είναι. Το Είναι είναι ("ουσιάζεται ως") η παρουσία στην ανοιχτότητα, όπου κάθε ον αποκτά για έναν καιρό τη στάση του, στη βάση της οποίας μπορεί να αναπτύξει την μορφική του οντότητα με εκάστοτε μοναδικό τρόπο. Αυτή η ανοιχτότητα πάλι είναι τόσο ανεξάντλητη που βασικά ποτέ δεν μπορεί να γίνει ολότελα παροντικά εμφανής κι έτσι αναγκαστικά φέρνει εντός της το στοιχείο της αυτοαπόσυρσης ως προέλευση, κράτημα και σκοπό.
Αποκτήσαμε μια κάποια επίγνωση του γιατί η καρδιά της εύκυκλης αλήθειας δεν τρέμει. Η καρδιά "δεν τρέμει" έχοντας την πίστη ότι πάλι και πάλι θα μοιράζεται την κενότητα γιατί πάντοτε εκεί πίσω δίνει και πάλι τα πάντα, κι έτσι η κυκλο-φορία δεν μπορεί να ανακοπεί. Όσο δίνει, παίρνει. Στον πρώτο δρόμο που υποδεικνύει η θεά, μέσα από αυτήν την καρδιά, ο νέος πρόκειται να εμπειραθεί από πού ο άνθρωπος μπορεί να αντλήσει την πίστη στο Είναι. Όποιος επιτύχει να φωλιασει την καρδιά του στην κυκλοφορία αυτής της καρδιάς, εμπειράται την ιαματική λήθη ήδη στην α-λήθεια. Η αβυσσαλέα ανοιχτότητα καθιστά δυνατά όλα όσα φαίνονται εντός της κατά έναν τρόπο ο οποίος αφήνει το φαινόμενο να έρχεται στο προσκήνιο, να έρχεται τόσο δυνατά στο προσκήνιο ώστε αυτή η ίδια καταρχήν μένει στο παρασκήνιο αφανής και εξαφανίζεται (όπως ο χώρος της πύλης εύκολα παραλλάσσεται από τα θυρόφυλλα). Αυτή είναι ένα Μηδέν, το οποίο όμως δεν είναι "απλό (μηδενικό) μηδέν" αλλά το έδαφος που φέρει και προσλαμβάνει εντός του κάθε Είναι. Όποιος εμπειράται αυτό το Μηδέν του Είναι, αυτού η καρδιά δεν χρειάζεται πια να τρέμει διότι γνωρίζει ότι αυτό που, υπολογισμένο στα μέτρα της προ-χειρότητας, μοιάζει με "απλό (μηδενικό) μηδέν" (ένα "όχι-πια"- ή "όχι-ακόμα"- πρό-χειρο), στ' αληθινά είναι λανθάνον (ακόμη επιφυλάσσεται) στο λήθιο Μηδέν (στη "ΛΗΘΗ" της "ΑΛΗΘΕΙΗΣ").
Ο πρώτος δρόμος της θεάς είναι δρόμος νόησης. Λέει για το ότι ο άνθρωπος ως νοών συνανήκει στο ίδιο συμβάν από το οποίο παρ-ουσιάζεται το Είναι. Σ' αυτήν την κατεύθυνση ο Heidegger αποδίδει εκείνο το γνωστό 3ο απόσπασμα που κανονικά μεταφράζεται ως "Είναι και νόηση είναι το αυτό". Σύμφωνα με τον Heidegger αποδίδεται ως εξής11: "ΤΟ ΑΥΤΟ": το αυτό· "ΕΣΤΙΝ": κρατεί (συμβαίνει) ως η αλληλέχεια (άφεση) από: "ΝΟΕΙΝ": νόηση "ΤΕ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ": όπως επίσης και παρουσία. Αυτό φυσικά δεν θα πει πως η νόηση παράγει, θέτει τα παρόντα, ή πως κάποιο ορισμένο πράγμα θα εξαρτώνταν από το ότι θα έπρεπε κάθε φορά να παρατηρείται (με την έννοια ενός ιδεαλιστικού esse est percipi), αλλά: εάν "Είναι" θα πει: "παρουσία, αυτοπαρουσίαση", τότε χρειάζεται μια ανοιχτότητα, εντός της οποίας μπορεί να δείχνεται. Η ανθρώινη νόηση ουσιαστικά είναι μια τέτοια ανοιχτότητα που αφήνει παρουσία να παρείναι. Μ' αυτό η ουσία του ανθρώπου έχει την τιμή να είναι επαφημένη στην ανοιχτότητα κατά τρόπον ώστε να γίνεται ουσιαστικό στοιχείο στην αυτο-διαύγαση, αυτό-δειξη του Είναι. Τα δυο αλληλέχονται, έτσι ώστε να μην υπήρχε το Είναι με την έννοια της "παρουσίασης στην ανοιχτότητα" αν καταρχήν δεν υπήρχε ένας προσλαμβάνων "ΝΟΥΣ". Μόνο και όσο υπάρχει μια τέτοια νόηση μπορεί να προσληφθεί το ότι όντα υπήρχαν προτού υπάρξουν άνθρωποι θα υπάρχουν μετά απ' αυτούς, διότι μπορούν να δείχνονται ως παρελθόντα ή ερχόμενα. Επίσης τα όντα μπορούν να δείχνονται ως κλειστά, βασικά μη ενοράσιμα. Όμως ακριβώς αυτό το δείξιμο, η παρουσία (και ως κλειστή), δηλ. το Είναι, χρειάζεται μια ανοιχτότητα για να δειχθεί. Νόηση και Είναι αλληλέχονται στην συμπληρωματική διαφορά της ουσίας τους, ενωμένα12 ως τα διάφορα που δυνητοποιούν αμοιβαία την ουσίασή τους.
Εδώ δεν μπορούμε να εξετάσουμε αυτόν τον δρόμο νόησης περισσότερο. Μας αρκεί να καταδείξουμε ότι η εμπειρία, για την οποία γίνεται λόγος στο προοίμιο, στην πρόοδο του ποιήματος γνωρίζει μια νοούσα ερμηνεία. Ο φαινομενικά τόσο τραβηγμένος συλλογισμός για τον "ειδήμονα άνθρωπο", που έγινε εισαγωγικά, εδώ αναγνωρίζει το κράτημά του. Ο άνθρωπος ως νοών ("ΕΙΔΗΜΩΝ") ανήκει στο συμβάν του ανοίγματος μιας απροσμέτρητης έκτασης (ξέφωτο) στην οποία το Είναι παρουσιάζεται, κι έτσι είναι τα όντα. Αυτός ο δρόμος νόησης διανοίγεται από τη θεά που δίνει στον νεαρό τη δυνατότητα να εμπειραθεί την άτρεμη καρδιά της αλήθειας. Εδώ αναδύεται η ενόραση στην ύστατη ουσιακή προέλευση της ουσίας της τιμής να είσαι άνθρωπος. Αυτή η καρδιά δεν τρέμει διότι τρέφεται από μια εδραιωμένη πίστη στο Είναι. Ησυχάζει σ' αυτήν την πίστη, κάτι που δεν σημαίνει ότι παύει η παλμική κίνηση της ζωής. Μια καρδιά μπορεί να χτυπά ήσυχα, δίχως να τρέμει.
Μέχρι τώρα ακούσαμε: Ο νεαρός θα εμπειραθεί την πίστη στο Είναι στον πρώτο δρόμο, τον οποίο υπαινιχθήκαμε ως δρόμο νόησης. Η ελληνική λέξη (...) λέγεται: "ΠΙΣΤΙΣ". Αυτή μνημονεύεται εκπεφρασμένα στον δεύτερο δρόμο. Εκεί λέει πως στον δρόμο της επίφασης λείπει ακριβώς αυτή η πίστη (που υποδηλώνει πως αυτή ακριβώς προσιδιάζει στον πρώτο δρόμο):
[30] [ο νεαρός θα εμπειραθεί] ΗΔΕ ΒΡΟΤΩΝ ΔΟΞΑΣ ΤΑΙΣ ΟΥΚ ΕΝΙ ΠΙΣΤΙΣ ΑΛΗΘΗΣ
Όμως εδώ "ΠΙΣΤΙΣ" (...) ακριβώς και δεν σημαίνει "μη γνώση", αλλά πολύ περισσότερο παραπέμπει σε ένα άνοιγμα για το νόημα της προέλευσης της παρουσίας, καθώς και του απ' αυτήν προερχόμενου, με την πίστη ότι αυτό δεν θα κατακερματιστεί σε διασπαστικές αντιθέσεις αλλά λόγω της
πρόσφορης έκτασης μπορεί περιέλθει στην ανάπτυξη του πρωτο-ιδιαίτερου Είναι (όπου ο "πιστός" επιζητεί να εννοήσει και να συντηρήσει μια τέτοια ανάπτυξη της ουσίας του).
Μια έτσι εννοημένη πίστη λοιπόν διόλου δεν βρίσκεται σε αντίφαση με τη νόηση αλλά κατά ορισμένο τρόπο διανοίγει τον δρόμο προς αυτήν (κρατώντας ανοιχτή την νοηματική περιοχή για την ανεξάντλητη αυτοπαρουσίαση του νοητέου), όπου και πάλι η νόηση μπορεί να εμβαθύνει αυτήν την πίστη και να την ενδυναμώσει. Εδώ η πίστη δεν είναι απλή πίστη "ότι κάτι είναι έτσι." Η θεά βοηθά τον νεαρό να κατανοήσει βαθύτερα την εμπειρία της αβυσσαλέας έκτασης που τον βρήκε κατά το άνοιγμα της πύλης. Εμπειράται αυτήν την βαθύτερη κατανόηση ως δώρο, όμως και από τη μεριά του φέρνει κι αυτός μια αβίαστη πίστη, με την οποία ακολουθεί την αφήγηση της θεάς και συν-νοεί τα λεγόμενα.
Ο δρόμος της νόησης οδηγεί στην εμπειρία μιας καρδιάς στην οποία, αντίθετα με τις απλές γνώμες των θνητών, ενοικεί "ΠΙΣΤΙΣ ΑΛΗΘΗΣ". Όμως ο νεαρός πρόκειται να αποκτήσει μια ορισμένη εμπειρία και από τις γνώμες των θνητών. Είναι ενδιαφέρον ότι η θεά, κατά την περαιτέρω ανακοίνωση αυτής της "εμπειρίας", χρησιμοποιεί μια άλλη λέξη από αυτήν για την εμπειρία με την καρδιά. Διότι τώρα, αναφορικά με τις γνώμες των θνητών, δεν γίνεται πια λόγος για "ΠΥΘΕΣΘΑΙ"13 αλλά λέει: "ΜΑΘΗΣΕΑΙ", μια λέξη που χρησιμοποιεί ο Ηράκλειτος σε ένα πλαίσιο όπου λέει πως οι άνθρωποι μαθαίνουν μεν ("ΜΑΘΟΝΤΕΣ"), όμως δεν αναγνωρίζουν αληθινά το τι έμαθαν14. Έτσι μια τέτοια μάθηση πρέπει κατά ένα ορισμένο νόημα να παραμένει "εξωτερική". Αφεαυτής δεν αφήνει να γίνει η εμπειρία της άτρεμης καρδιάς που πιστεύει και που κάποιον τον κάνει πιστό. Όμως παρολαυτά ο νεαρός, λόγω της πρωταρχικής του εμπειρίας, μαθαίνοντας αυτές τις γνώμες, θα εμπειραθεί κάτι πολύ ουσιαστικό: θα μάθει να διαβλέπει πώς οι κλυδωνιζόμενες (και βασικά τρομώδεις) γνώμες των θνητών παρολαυτά πρέπει να αποκτούν μια τέτοια δόξα:
ΑΛΛ' ΕΜΠΗΣ ΚΑΙ ΤΑΥΤΑ ΜΑΘΗΣΕΑΙ ΩΣ ΤΑ ΔΟΚΟΥΝΤΑ ΧΡΗΝ ΔΟΚΙΜΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑ ΠΑΝΤΟΣ ΠΑΝΤΑ ΠΕΡΩΝΤΑ.
Οι απόψεις των θνητών χειρίζονται τα όντα χωρίς να προσέχουν επί τούτου την (αφανώς ήδη από πάντα συνοδό) παρουσία των παρόντων. Δίχως καταγωγή, κράτημα και μέλλον στα όντα λείπει η ουσία τους. Γίνονται εφήμερα, συνεχώς αλλάζοντας, συνεχώς γεννώμενα και πάλι παρέρχοντας, αναξιόπιστα, σαθρά, και μοιάζουν σαν συγχρόνως να είναι και να μην είναι. Μια ενόραση στο αφανές της τα πάντα δυνητοποιούσας "ΑΛΗΘΕΙΗΣ" συνεπάγεται το ότι ο νεαρός θα μπορεί όλο και περισσότερο να αναγνωρίζει πόσο εύκολα η επίφαση επιβάλλεται στο προσκήνιο κι έτσι παραλλάσσει το παρασκήνιο, το πρωτογενές έδαφος διότι, με την φαινομενικότητα που της προσιδιάζει, φαινομενικά απωθεί το αφανές (το πάντα πιο ενδοτικό, υποχωρητικό). Εδώ η ιδιαίτερη εμπειρία του νεαρού διαπλατύνεται. Απ' αυτά μαθαίνει πώς η αρχική του εμπειρία καταδεικνύει μια αναφορά στις απόψεις των θνητών, πώς αυτοί κάνουν φυλακή το σπίτι που τους προσφέρεται. Πρώτα όταν του ανοίχθηκε η πύλη είδε αυτό που καθιστά στα θυρόφυλλα δυνατό να είναι: την ανοιχτότητα, που αφήνει να παραλλάσσεται (χωρίς ποτέ να εξαλείφεται ολότελα. Πολύ περισσότερο
χάνεται στο αφανές παρασκήνιο). Παντού μέσα από τα πάντα η επίφαση επιβάλλεται στο προσκήνιο, χωρίς όμως στ' αλήθεια να είναι τα πάντα, χωρίς να εξαντλείται το συμβάν της αλήθειας και στα γεγονότα των πρό-χειρων όντων. Κατ' επίφαση είναι έτσι διότι η ουσιακή καταγωγή της επίφασης είναι τόσο αφανής, τόσο ενδοτική κι έτσι κάνει χώρο για τη λάμψη του προκύπτοντος (που ακριβώς μπορεί να γίνει αφορμή για πλάνη).15
Προς το τέλος του 8ου αποσπάσματος, όπου επιτελείται η μετάβαση από τον δρόμο της εμπειρίας της άτρεμης καρδιάς στον δρόμο της εκμάθησης των γνωμών των θνητών, λέγεται γι' αυτές τις αναξιόπιστες γνώμες ότι ακριβώς χωρίζουν αντιθετικές μεταξύ τους μορφές. Διαμέσου της πύλης νύχτα και μέρα πορεύονται σε φαινομενικά ξεχωριστούς δρόμους. Όμως είναι αφανώς ενωμένες καθόσον περνούν από την ίδια πόρτα. Η μετάβασή τους επιτελείται (λυκόφωτα) στον ίδιο ουδό. Όταν παραβλέπεται αυτή η θεμελιακή ενότητα, η οποία εντός της επιτρέπει την πολλαπλότητα, τότε όλα innerhalb διασκορπίζονται. Παραβλέποντας την ενότητα, θέτουν μορφές "ΤΩΝ ΜΙΑΝ [η αλήθεια, ο ένας δρόμος προς την αλήθεια] ΟΥ ΧΡΕΩΝ ΕΣΤΙΝ"16.
Απ' αυτό μπορούμε και να συμπεράνουμε πως προβληματική δεν είναι η αντιθετική πολλαπλότητα ως αυτήν τούτη, αλλά προβληματικό στις γνώμες των θνητών είναι η απουσία σ' αυτές μιας καταγωγής, ενός εδάφους κι ενός σκοπού, που οδηγεί στην κατάθεση μιας πολλαπλότητας εννοημένης δίχως αναφορά στο Είναι. Αυτή η αφηρημένη πολλαπλότητα, που προκύπτει από την απολυτοποίηση πρό-χειρων, αντιθετικών όντων, είναι προβληματική γιατί δεν μπορεί να βοηθήσει τους θνητούς οδηγώντας τους σε μια "άτρεμη καρδιά". Σύμφωνα με το νόημα του προοίμιου οι θνητοί, με το βλέμμα στραμμένο στους δυο δρόμους που προχωρούν χωριστά μέσα από την πόρτα, παραβλέπουν το ουσιαστικό: η ενότητα που κρατεί στο άνοιγμα της πόρτας, στον θεμέλιο χώρο του οποίου τα δυο τόξα δρόμων μιας κυκλο-φορίας φαινομενικά προχωρούν αντιθετικά και απόμακρα μεταξύ τους, όμως στ' αλήθεια είναι διαφορετικές αναπτύξεις ενός κύκλου (στον οποίο όμως οι αντιθέσεις ακριβώς μπορούν να αφήνουν χώρο η μια στην άλλη για την αντιθετικότητά τους), ένας κύκλος ο οποίος γυρίζει στην παρεχόμενη ανοιχτότητα και λόγω αυτής (στον ιδιαίτερο τρόπο που του έχει δοθεί). Έτσι σε αναφορά προς το όλον ("ΠΑΝΤΑ") προκύπτει μια φαινομενική τάξη ("ΔΙΑΚΟΣΜΟΝ ΕΟΙΚΟΤΑ"), που εκτείνεται διαμέσου των πάντων "εντός της πύλης", που και πάλι είναι φαινομενικός μόνο διότι παραβλέπει τον θεμελιακό, την τάξη δυνητοποιούντα "χώρο της πύλης" (την "ΑΛΗΘΕΙΗ": την αλήθεια ως την α-λήθεια του Είναι).
[…]