Εάν λοιπόν δεχτούμε για την παράδοση ότι στο τέλος της νοεί στην κατεύθυνση του ιδιαίτερού της ζητήματος, πώς πρέπει να κατανοήσουμε την ερώτηση;
Αυτή λέει: Γιατί είναι καν το ον, και όχι πολύ περισσότερο το μηδέν; Εδώ, εφόσον πλέον δεν νοούμε με τον συνήθη τρόπο μεταφυσικά εν μέσω της μεταφυσικής αλλά νοούμε μέσα από την ουσίαση και την αλήθεια της μεταφυσικής την αλήθεια του είναι, μπορεί να ερωτηθεί τούτο: Από πού είναι και παντού το ον έχει την προτεραιότητα και αξιώνει κάθε "είναι" για τον εαυτό του, ενώ αυτό που δεν είναι ον, το έτσι εννοούμενο μηδέν ως το είναι καθαυτό, μένει λησμονημένο; Από πού είναι και[1] με το είναι[2] δεν είναι βασικά τίποτα και βασικά το μηδέν δεν ουσιάζεται; Μήπως μάλιστα έρχεται από εδώ η ακλόνητη επίφαση σ' όλη την μεταφυσική, ότι το "είναι" είναι αυτονόητο κι ότι επομένως το μηδέν είναι ευκολότερο από το ον; Έτσι είναι πράγματι με το είναι και το μηδέν. Αν ήταν διαφορετικά, ο Leibniz, στο σημείο που αναφέρθηκε, [383] δεν θα μπορούσε να πει διευκρινιστικά: Car le rien est plus simple et plus facile que quelque chose.
Τι είναι πιο αινιγματικό, τούτο, ότι το ον είναι, ή τούτο, ότι το είναι <είναι>; Ή μήπως ούτε και μ' αυτόν τον λογισμό δεν απολήγουμε στην γειτονία του αινίγματος, το οποίο έχει συμβεί με το είναι[3] του όντος;[4]