Πολλοι παραπονιουνται πως οι λεξεις των σοφων ειναι παντα παραβολες μονο, ομως ανεφαρμοστες στην καθημερινη ζωη, κι εμεις αυτην εχουμε μονο. Οταν ο σοφος λεει: "περνα απεναντι", μ' αυτο δεν εννοει οτι κανεις πρεπει να περασει στην αλλη πλευρα του δρομου, κατι που κανεις θα μπορουσε και να το κανει αν αξιζε το αποτελεσμα, αλλα εννοει καποιο μυθικο απεναντι, κατι που δεν γνωριζουμε, που ουτε κι αυτος μπορει να προσδιορισει περισσοτερο, και που επομενως εδω δεν μπορει καθολου να μας βοηθησει. Ολες αυτες οι παραβολες, το μονο που τελικα θελουν να πουν ειναι πως το ασυλληπτο ειναι ασυλληπτο, κι αυτο το ξεραμε. Τελικα ομως αυτα που μας παιδευουν καθε μερα, ειναι αλλα πραγματα.
Οπου ενας ειπε: "Γιατι αμυνεστε; Αν ακολουθουσατε τις παραβολες, τοτε θα ειχατε γινει παραβολες οι ιδιοι, κι ετσι θα ειχατε απαλλαγει απο το καθημερινο παιδεμα."
Ενας αλλος ειπε: "Παω στοιχημα πως κι αυτο ειναι παραβολη."
Ο πρωτος ειπε: "Κερδισες."
Ο δευτερος ειπε: "Ομως δυστυχως στην παραβολη μονο."
Ο πρωτος ειπε: "Οχι, στην πραγματικοτητα. στην παραβολη εχασες."
Εμπρος απο τον Νομο στεκει ενας θυροφυλακας. Σ' αυτον τον θυροφυλακα ερχεται ενας αντρας απο την επαρχια και παρακαλει να εισελθει στον Νομο. Ομως ο θυροφυλακας λεει οτι τωρα δεν μπορει να του επιτρεψει την εισοδο. Ο αντρας σκεφτεται και κατοπιν ρωτα αν λοιπον αργοτερα θα μπορεσει να μπει. "Πιθανον", λεει ο θυροφυλακας, "ομως τωρα οχι." Καθως η πυλη για τον Νομο ειναι ανοιχτη οπως παντα και ο θυροφυλακας κανει στο πλαϊ, ο αντρας σκυβει για να δει μεσα απο την πυλη στο εσωτερικο. Οταν ο θυροφυλακας το παρατηρει, γελαει και λεει: "Αν σε τραβαει τοσο, δοκιμααε λοιπον να μπεις παρα την απαγορευση μου. Ομως να θυμασαι: Ειμαι δυνατος. Και ειμαι μονο ο κατωτερος θυροφυλακας. Ομως απο αιθουσα σε αιθουσα στεκουν θυροφυλακες, ο ενας δυνατοτερος απο τον αλλο. Ηδη τη θεα του τριτου δεν μπορω ουτε εγω πια να την αντεξω." Τετοιες δυσκολιες δεν τις περιμενε ο αντρας απο την επαρχια· σκεφτεται οτι ο Νομος πρεπει να ειναι προσιτος στον καθενα και παντα, ομως τωρα καθως κοιταζει λεπτοτομερεστερα τον θυροφυλακα μεσα στο γουνινο παλτο του, τη μεγαλη σουβλερη μυτη του, τη μακρια, λεπτη, μαυρη ταταρικη γενειαδα του, αποφασιζει να περιμενει καλυτερα μεχρι να παρει την αδεια για την εισοδο. Ο θυροφυλακας του δινει ενα καρεκλακι και τον βαζει να καθησει στο πλαϊ της πυλης. Καθεται εκει μερες και χρονια. Κανει πολλες αποπειρες να τον αφησουν να μπει, και κουραζει τον θυροφυλακα με τις παρακλησεις του. Συχνα ο θυροφυλακας ξεκινα μαζι του μικρες ανακρισεις, τον ρωταει για την πατριδα του, και για πολλα αλλα, ομως ειναι αμετοχες ερωτησεις, οπως αυτες που κανουν μεγαλοι κυριοι, και στο τελος του λεει παντα οτι δεν μπορει να τον αφησει ακομα. Ο αντρας, που ειχε εφοδιαστει με πολλα πραγματα για το ταξιδι του, χρησιμοποιει καθε τι, οσο πολυτιμο και να 'ναι αυτο, για να δωδοδοκησει τον θυροφυλακα. Αυτος τα δεχεται μεν ολα, ομως λεει εκει: "Το δεχομαι μονο για να μη νομιζεις οτι παρελειψες κατι." Στη διαρκεια των πολλων χρονων ο ανδρας παρατηρει τον θυροφυλακα σχεδον αδιαλειπτα. Ξεχνα τους αλλους θυροφυλακες, κι αυτος ο πρωτος του φαινεται πως ειναι το μοναδικο εμποδιο για την εισοδο στον Νομο. Καταριεται την ατυχη συμπτωση, τα πρωτα χρονια ασυστολα και φωναχτα, αργοτερα, οταν γερναει, πλεον γρυλλιζει μονο αφηρημενα. Γινεται παιδαριωδης και, καθως στην πολυχρονη μελετη του θυροφυλακα αναγνωρισε και τους ψυλλους στον γουνινο γιακα του, παρακαλει και τους ψυλλους να τον βοηθησουν και να μεταπεισουν τον θυροφυλακα. Τελος το φως των ματιων του [του ανθρωπου απο την επαρχια] γινεται αδυναμο και δεν γνωριζει αν γυρω του πραγματι σκοτεινιαζει η αν απλως τα ματια του τον ξεγελουν. Μα τωρα διακρινει στο σκοταδι μια λαμψη που ασβηστα ξεχυνεται απ' την πυλη του Νομου. Τωρα πια δεν προκειται να ζησει πολυ. Πριν απ' το θανατο του ολες οι εμπειριες ολου αυτου του καιρου συγκεντρωνονται στο μυαλο του σε μια ερωτηση που ακομα δεν εχει θεσει στον θυροφυλακα. Του κανει νευμα, καθως δεν μπορει πια να σηκωσει το σωμα του που περιπιπτει σε ακαμψια. O θυροφυλακας πρεπει να σκυψει βαθια προς αυτον γιατι η διαφορα αναστηματος μεταβληθηκε πολυ εις βαρος του ανθρωπου. «Τωρα τι θες επιτελους να μαθεις ακομα;» ρωτα ο θυροφυλακας «εισαι αχορταγος». «Ολοι δεν προσπαθουν για το Νομο;» λεει ο ανθρωπος. «Πως γινεται και ολ' αυτα τα χρονια κανεις εκτος απο μενα δεν ζητησε να μπει μεσα;» O θυροφυλακας αντιλαμβανεται οτι ο ανθρωπος ηδη βρισκεται στα τελευταια του και για να προλαβει ακομα την ακοη του που χανεται του ξεφωνιζει: «Εδω κανεις αλλος δεν μπορουσε να μπει γιατι αυτη η εισοδος ηταν προορισμενη μονο για σενα. Τωρα παω και την κλεινω».
Οι μεν λενε οτι η λεξη Odradek προερχεται απο τα σλαβικα και επιχειρουν να αποδειξουν τη δημιουργια της λεξης με βαση αυτο. Αλλοι παλι θεωρουν οτι προερχεται απο τα γερμανικα και οτι απο τα σλαβικα επηρεαστηκε μονο. Ομως η αβεβαιοτητα και των δυο ερμηνειων δικαια οδηγει στο συμπερασμα οτι καμια δεν ειναι σωστη, ποσο μαλλον καθως με καμια τους κανεις δεν μπορει να βρει ενα νοημα της λεξης.
Φυσικα κανεις δεν θα ασχολουνταν με τετοιες μελετες αν δεν υπηρχε πραγματι ενα ον που ονομαζεται Odradek. Καταρχην φαινεται σαν ενα χαμηλο καρουλι με σχημα αστρου, και οντως μοιαζει καλυμμενο απο κλωστεςˑ παντως θα επρεπε να ειναι μονο σκισμενα, παλια κομματια απο νηματα του πλεον διαφορετικου ειδους και χρωματων που εχουν κανει κομπους το ενα με το αλλο, αλλα και που εχουν κανει ολα μαζι χνουδι. Ομως δεν ειναι μονο καρουλι αλλα απο το κεντρο του αστρου βγαινει ενα μικρο λοξο ξυλακι και σ' αυτο το ξυλακι κατοπιν ειναι προσαρμοσμενο κι ενα αλλο σε ορθη γωνια. Με τη βοηθεια απ' αυτο το τελευταιο ξυλακι απο τη μια και μιας απο τις προεκτασεις του αστρου απο την αλλη, το ολο μπορει να στεκεται σαν πανω σε δυο ποδια.
Κανεις θα ειχε τον πειρασμο να πιστεψει οτι αυτο το μορφωμα ειχε παλια μια καποια σκοπιμη μορφη και τωρα εχει απλα γινει κομματια. Ομως αυτο δεν μοιαζει να ειναι η περιπτωση. Τουλαχιστον δεν βρισκονται στοιχεια γι' αυτο. Πουθενα δεν βλεπεις σημεια η τομες που να παρεπεμπαν σε κατι τετοιο. Το ολο φαινεται μεν να μην εχει νοημα, ομως ειναι με τον τροπο του ολοκληρωμενο. Κατα τα αλλα δεν μπορει να ειπωθει τιποτα περισσοτερο σχετικα, καθως ο Odradek ειναι εξαιρετικα ευκινητος και δεν πιανεται.
Μενει εναλλαξ στη σοφιτα, στη σκαλα, στους διαδρομους, στο χωλ. Πολλες φορες δεν τον βλεπεις για μηνες. Βεβαια τοτε εχει μετοικησει σε αλλα σπιτια. Ομως κατοπιν θα επιστρεφει και παλι στο σπιτι μας οπωσδηποτε. Καποιες φορες, οταν κανεις βγαινει απο την πορτα, κι αυτος ειναι ξαπλωμενος ακριβως στο κεφαλοσκαλο κατω, εχει την ορεξη να του μιλησει. Φυσικα δεν του βαζει δυσκολες ερωτησεις αλλα του φερεται - ηδη το ελαχιστο μεγεθος του σε προκαλει - σαν σε παιδι. 'Και που μενεις;', 'Τοπος κατοικιας αοριστος' λεει και γελα· ομως ειναι ενα γελιο οπως κανεις μπορει να το βγαλει χωρις πνευμονες. Ακουγεται καπου σαν να πατας επανω σε πεσμενα φυλλα. Μ' αυτο τις περισσοτερες φορες η κουβεντα τελειωνει. Αλλωστε ακομη κι αυτες τις απαντησεις δεν τις παιρνεις παντα· συχνα ειναι για μεγαλο διαστημα βουβος, σαν το ξυλο, που μοιαζει να ειναι.
Ματαια αναρωτιεμαι τι θ' απογινει. Μπορει αραγε να πεθανει; Καθε τι που πεθαινει ειχε προηγουμενως ενα ειδος σκοπο, ενα ειδος δραστηριοτητα, και κοπιασε μ' αυτο· τουτο δεν αφορα τον Odradek. Μηπως καποτε θα κατρακυλησει τη σκαλα μπροστα στα ποδια των παιδιων και των εγγονων μου με κλωστες να κρεμονται απο πισω του; προφανως δεν κανει κακο σε κανεναν· ομως η ιδεα οτι προκειται ακομα και να με επιζησει, μου ειναι σχεδον επωδυνη.