Ανθοπέταλα τρεμοπέφτουν.
Με το καθένα ο κλώνος
της δαμασκηνιάς γερνά περισσότερο.
Buson
Ο Heidegger, στην παράδοση για τον Hegel, παρατηρεί ότι ο Hegel δεν γνωρίζει τον θάνατο, ότι γι' αυτόν ο θάνατος σημαίνει "καταστροφή". Καμιά "κατακρήμνιση" και καμιά "κατάλυση" δεν είναι δυνατή. Στον Hegel όλα είναι "οπωσδήποτε ήδη διασφαλισμένα και βολεμένα". Έχει υπάρξει καν μια φιλοσοφία για την οποία ο θάνατος θα ήταν η πλήρης <καταστροφή>; Πώς να είσαι απλός θεατής απέναντι στην πάροδο και στην φθορά; Πώς να μην μεταστρέψεις την ατέλειωτη βουβαμάρα, το βουβό μηδέν σε λάλο είναι, να επαναστρέψεις την καταστροφή (ελλ., στροφή ή αναστροφή), αυτήν την κατάσταση ανάγκης;
Από το κοιμισμένο πρόσωπο
να κρατάς τις μύγες μακριά.
Σήμερα, μια και καλή ...
Έπεσε η νύχτα και δεν μού 'μεινε τίποτ' άλλο να κάνω παρά - κι ας μου φαινόταν κι αυτό χωρίς νόημα - με το νερό από ένα δοχείο δίπλα στο νεκροκρέβατο του πατέρα να βρέχω τα χείλη του.
Η σελήνη της 20ης μέρας φώτιζε από το παράθυρο. Τριγύρω στη γειτονιά όλοι βρισκόταν σε βαθύ ύπνο.
[97]
Όταν άκουσα από μακριά το οχταπλό λάλημα του πετεινού, η ανάσα του έγινε ελαφριά, τόσο ελαφριά που κανείς σχεδόν δεν την αντιλαμβάνονταν.
Ήδη για τον Πλάτωνα ο θάνατος δεν είναι καταστροφικό τελικό σημείο αλλά ένα εξαιρετικό σημείο καμπής που οδηγεί σ' ένα υψηλότερο είναι. Φέρνει την ψυχή κοντύτερα στο "αόρατο", στο "θείο", στο "καθαρό" και στο "μονοειδές" το οποίο, ως το αμετάβλητο, μένει πάντα το ίδιο. Στον Πλάτωνα η φιλοσοφία έχει μια μοναδική σχέση με τον θάνατο γιατί ο θάνατος δεν είναι απλά αντικείμενο κι αυτός της φιλοσοφίας. Φιλοσοφώ θα πει πεθαίνω. Γι' αυτό το μοναδικό βραχυκύκλωμα μεταξύ θανάτου και φιλοσοφίας ο Πλάτων παρατηρεί: "KinduneÚousi g¦r Ósoi tugc£nousin Ñrqîj ¡ptÒmenoi filosof…aj lelhqšnai toÝj ¥llouj Óti oÙdn ¥llo aÙtoˆ ™pithdeÚousin À ¢poqnÇskein te kaˆ teqn£nai." Πάντως νεκρός διόλου δεν σημαίνει ένα μη-είναι. Πολύ περισσότερο ο θάνατος εξυψώνει, εμβαθύνει, καταφωτίζει το είναι. Νεκρή ύπαρξη θα πει ξυπνητή, "sunhqroismšnh aÙt¾ e„j ˜aut»n", και μάλιστα όχι χωρίς να αποσπάται ή να συγχύζεται από το σώμα που θολώνει το αληθινό. Ο θάνατος εμβαθύνει την συνάθροιση και την εσωτερικότητα της ψυχής. Φιλοσοφώ ως πεθαίνω θα πει σκοτώνω το σωματικό, το αισθητό χάριν του αόρατου και του λογικού: "e„ g¦r m¾ oŒÒn te met¦ toà sèmatoj mhdn kaqarîj gnînai, duo‹n q£teron, À oÙdamoà œstin kt»sasqai tÕ e„dšnai À teleut»sasin· [98] tÒte g¦r aÙt¾ kaq' aØt¾n ¹ yuc¾ œstai cwrˆj toà sèmatoj, prÒteron d' oÜ. kaˆ ™n ú ¨n zîmen, oÛtwj, æj œoiken, ™ggut£tw ™sÒmeqa toà e„dšnai, ™¦n Óti m£lista mhdn Ðmilîmen tù sèmati mhd koinwnîmen, Óti m¾ p©sa ¢n£gkh, mhd ¢napimplèmeqa tÁj toÚtou fÚsewj, ¢ll¦ kaqareÚwmen ¢p' aÙtoà, ›wj ¨n Ð qeÕj aÙtÕj ¢polÚsV ¹m©j· kaˆ oÛtw mn kaqaroˆ ¢pallattÒmenoi tÁj toà sèmatoj ¢frosÚnhj, æj tÕ e„kÕj met¦ toioÚtwn te ™sÒmeqa kaˆ gnwsÒmeqa di' ¹mîn aÙtîn p©n tÕ e„likrinšj, toàto d' ™stˆn ‡swj tÕ ¢lhqšj·" Ο φιλόσοφος πρέπει να έχει κατά νου τον θάνατο. Η μέριμνα για την φιλοσοφία δεν είναι παρά μέριμνα για τον θάνατο. Ο φιλόσοφος πρέπει να πεθάνει ήδη εν ζωή, ζώντας να προκαταλάβει τον θάνατο διαφεύγοντας και περιφρονώντας το σώμα ως τόπο των κακών και της περατότητας. Ο θάνατος δεν είναι λοιπόν τελικό σημείο, δεν είναι κατακρήμνιση ή κατάλυση αλλά μια ιδιάζουσα απαρχή, σημείο εκκίνησης όπου η ψυχή, που ελευθερώθηκε από το φορτίο του σώματος, ανυψώνεται, ελαφριά σαν πεταλούδα, σ' έναν "genna‹on kaˆ kaqarÕn kaˆ ¢idÁ " τόπο.
Κρατώντας την στο χέρι
παρέρχεται μέσα σε ζεστά δάκρυα
η πάχνη του φθινοπώρου ...
Bashô
Σύμφωνα με τον Hegel το μεμονωμένο και το παροδικό πρέπει να χαθεί γιατί δεν είναι το γενικό και το άπειρο. [99] Η "ανεπάρκειά [του] ως προς την γενικότητα" είναι ο "συγγενής σπόρος του θανάτου". Όμως ο θάνατος δεν καταρρίπτει το μεμονωμένο στο μηδέν. Πολύ περισσότερο μ' αυτόν τούτο αναιρείται, ανυψώνεται και καταφωτίζεται στο γενικό. Διότι ο θάνατος είναι "μετάβαση της ατομικότητας στην γενικότητα". Δεν είναι τελικό σημείο αλλά "μεταβατικό σημείο". Το μεμονωμένο δεν παρέρχεται αλλά κατ-εδαφίζεται. Ο θάνατος δεν είναι λοιπόν καταστροφή αλλά τροπή και επαναστροφή σ' ένα υψηλότερο είναι, "επιστροφή" του αρνητικού στο θετικό. Το περατό το προσ-εδαφίζει. Στον θάνατο το μεμονωμένο απεκδύεται την περατότητά του και πλησιάζει το άπειρο έδαφός του. Το πλατωνικό μοντέλο του θανάτου καθορίζει και την κατανόηση του θανάτου από τον Hegel. Ο θάνατος υπόσχεται το άπειρο: "Το περατό καθορίζεται ως το αρνητικό, πρέπει να ελευθερωθεί από τον εαυτό του, αυτή η πρώτη φυσική ανεμπόδιστη απελευθέρωση του περατού από την περατότητά του είναι ο θάνατος [...]".
Ένας ηρωισμός ψυχώνει την σχέση του Hegel με τον θάνατο. "Όχι η ζωή που δειλιάζει στον θάνατο και κρατιέται αμόλυντη από την ερήμωση, αλλά αυτή που τον αντέχει και διατηρείται μέσα του" είναι, λέει ο Hegel, "η ζωή του πνεύματος". Η δύναμη του πνεύματος δεν συνίσταται στο απλώς θετικό αλλά στο ότι τον θάνατο, το αρνητικό τον "κοιτά καταπρόσωπο, διαμένει κοντά του".
[100] Απ' αυτό το ηρωικό είναι προς θάνατο προέρχεται η "μαγική δύναμη", "που το [δηλ. το αρνητκό] μεταστρέφει στο είναι". Το πνεύμα δεν κλονίζεται απλά από τον θάνατο. Πολύ περισσότερο ο ηρωισμός του συνίσταται στο ότι αντλεί δύναμη από τον θάνατο, από το αρνητικό.
Και για τον Fichte ο θάνατος δεν είναι τελικό σημείο αλλά απαρχή και γέννηση: "Κάθε θάνατος στη φύση είναι γέννηση, και ακριβώς στην ώρα του θανάτου εμφανίζεται η εξύψωση της ζωής και γίνεται ορατή. Δεν υπάρχει στη φύση καταστροφική αρχή διότι η φύση είναι όλη ζωή· δεν είναι ο θάνατος που σκοτώνει αλλά η πιο ζωντανή ζωή, η οποία ξεκινά κι ανελίσσεται κρυμμένη πίσω από την παλιά." Η φύση δεν μπορεί να σκοτώσει το εγώ γιατί υπάρχει "μόνο για μένα και για χάρη μου", και δεν υπάρχει "όταν εγώ δεν είμαι". "Ακριβώς επειδή με σκοτώνει", συνεχίζει ο Fichte, "πρέπει να με ζωογονήσει εκ νέου· μπορεί να είναι μόνο η υψηλότερη ζωή μου που ανελίσσεται μέσα της, ενώπιον της οποίας η παροντική μου χάνεται· και αυτό που ο θνητός αποκαλεί θάνατο, είναι το ορατό φαινόμενο μια δεύτερης ζωογόνησης.". Ο θάνατος είναι μόνο η "σκάλα στην οποία το πνευματικό μου μάτι με οδηγεί πέρα στην νέα ζωή του εαυτού μου και μιας φύσης για μένα". Έτσι τελικά ο "θάνατός μου" δεν είναι δυνατός. Επίσης ο άλλος "δεν μπορεί για το πνεύμα μου να ισχύει ως εκμηδενισμένος". "Είναι ακόμα, και του αξίζει μια στέγη" διότι είναι "όμοιός μου". Το "πένθος" είναι μόνο "εδώθε"· "εκείθε" υπάρχει "χαρά" "διότι το πένθος μένει πίσω, στη σφαίρα που εγκαταλείπω". [101] Η διεργασία του πένθους στον Fichte ως έργο εναντίον του περατού σκοτώνει τόσο τον θάνατό μου όσο και τον θάνατο του άλλου. Μεταστρέφει τον θάνατο σε ζωή, δίνει στην καταστροφή μια τροπή. Το πένθος του καταδεικνύει σπαστικά στοιχεία, δεν απελευθερώνει προς μια χαλαρή ευφορία. Το ίδιο σπαστική και περίεργη μοιάζει και η "χαρά" του. Ο Fichte αναφωνεί: "Έτσι ζω κι έτσι είμαι αναλλοίωτος, σταθερός κι ολοκληρωμένος στους αιώνες των αιώνων [...]"
Γεροντική κούραση -
Μάταια φώναζαν να με ξυπνήσουν
σ' αυτήν την ανοιξιάτικη βροχή ...
Bashô
Σχετικά με την παρατήρηση του Heidegger ότι για τον Hegel ο θάνατος σαφώς και δεν είναι καμιά "καταστροφή", τίθεται το ερώτημα: Κατά πόσον σε αναφορά με την θεώρηση του θανάτου στο ίδιο τον Heidegger μπορεί να γίνει λόγος για "καταστροφή"; Τι είδους "κατακρήμνιση" ή "κατάλυση" επισύρει ο θάνατος; Στην ανάλυση του θανάτου στο Είναι και χρόνος η λέξη "καταστροφή" δεν απαντάται. Πάντως ο θάνατος παριστά μια "άμετρη αδυναμία της ύπαρξης". Σε τι συνίσταται αυτό το άμετρο; Μήπως κάπου παραπέμπει στον καταστροφικό χαρακτήρα του θανάτου, ότι αυτός κατακρημνίζει το είναι στο κατευθείαν αντίθετό του, δηλαδή στο μηδέν;
Σε ένα άλλο σημείο ο Heidegger χαρακτηρίζει τον θάνατο ως την "άκρα δυνατότητα", "να παρατήσεις τον εαυτό σου". [102] Εδώ κάνει εντύπωση ότι κατανοεί τον θάνατο ακτιβιστικά. Το ίδιο το Dasein παρατάει τον εαυτό του. Ο θάνατος λοιπόν δεν είναι κάτι που το "Dasein" κάποτε, κάπου ενάντια στην θέλησή του, πρέπει να πάθει. Ίσως το να παρατήσεις τον εαυτό σου θα ήταν λιγότερο κατατροφικό από εκείνη την παθητικότητα στην οποία θα πάθαινα το τέλος της ζωής μου, δηλαδή να παρατηρώ ότι ο θάνατος αποτελειώνει εμένα, τον εαυτό μου, την ύπαρξή μου.
Ο Heidegger παραμένει μόνο για λίγο στον θάνατο ως "άμετρη αδυναμία της ύπαρξης", δηλαδή σ' εκείνο το τελικό σημείο στο οποίο το Dasein παύει να υπάρχει, για να στρέψει το βλέμμα του στο είναι. Σ' αυτήν την στροφή στο είναι ο θάνατος γίνεται εμπειρατός ως δυνατότητα του μέτρου της ύπαρξης. Κατά πόσον εδώ θα μπορούσε να γίνει λόγος για καταστροφή; Θα επέσυρε ο θάνατος μια κατάλυση εν μέσω του είναι; Και προς τα πού το κατακρημνίζει;
"Καταρχήν και κατά το πλείστον" το Dasein ζει, λέει η γνωστή θέση του Heidegger, έχοντας ξεχάσει ή χάσει τον εαυτό του μέσα στην καθημερινότητα. Στην καθημερινότητα το Dasein προσανατολίζεται στα ήδη προκείμενα, οικεία πρότυπα αντίληψης και δράσης του "κανενός". Ο θάνατος είναι καταστροφή καθόσον αποσπά το Dasein από το αυτονόητο του καθημερινού, οικείου κόσμου και το κάνει να "κατακερματίζεται ολόκληρο". Αυτή η <κοσμική καταστροφή> ενθέτει το Dasein σε μια διάθεση αγριάδας. Δεν αγριεύει κάποιον λοιπόν το τέλος του είναι, το <μηδέν> που θα ερχόταν <μετά> αλλά το είναι καθαυτό στην ανοίκεια γύμνια και στην αγριάδα του.
[103] Πάντως ο κατακερματισμός του κόσμου δεν είναι ολότελα καταστροφικός γιατί δεν καταρρίπτει εμένα. Πολύ περισσότερο η "γυμνή αγριάδα" του είναι ρίχνει το Dasein στον εαυτό του. Όπου ο καθημερινός κόσμος, στον οποίο το Dasein καταρχήν και κατά το πλείστον περνά τη ζωή του χαμένο, καταβυθίζεται, αφυπνίζεται ένας εμφατικός εαυτός. Το Dasein επιλαμβάνεται του εαυτού του ειδικά. Ο θάνατος δεν μεταθέτει το Dasein σε μια ριζική παθητικότητα. Πολύ περισσότερο παριστά μια έναρξη ή ένα κομβικό σημείο. Ενώπιον του θανάτου το Dasein αφυπνίζεται σ' εκείνη την αυθεντική ύπαρξη η οποία, σε αντίθεση προς την αναυθεντική ύπαρξη του "κανενός", φέρεται από έναν εμφατικό εαυτό. Ο θάνατος καλεί το Dasein στην "αποφασιστικότητα για τον εαυτό του". Καλεί το Dasein, το ταρακουνά και το αφυπνίζει. "Εμφανίζει" στο Dasein "το ιδιαίτατο είναι του". Έτσι το Dasein εν-θυμείται τον εαυτό του, το είμαι του.
Στην ηλικία μου
από το σκιάχτρο
σκιάζομαι ακόμα κι εγώ.
Issa
Ένας ηρωισμός κυριαρχεί και στο "είναι προς τον θάνατο" του Heidegger. Σύμφωνα με τον Heidegger ο φόβος του θανάτου ως αποβίωσης είναι μια αδύναμη διάθεση. Ηρωική αντίθετα είναι η στάση να κοιτάζεις τον θάνατο κατάματα και να παραμένεις σ' αυτόν, εκείνον τον θάνατο που δηλώνεται ως κατακερματισμός του καθημερινού κόσμου. Αυτό το ηρωικό είναι προς τον θάνατο είναι η "μαγική δύναμη" που υποβοηθεί το Dasein για το ιδιαίτατο είναι. [104] Μεταστρέφει το αρνητικό σε είναι με έναν άλλο τρόπο. Το προκείμενο είναι να αντέχεις το άγχος με ηρωική αποφασιστικότητα. "Άγχος ενώπιον του θανάτου" δεν είναι άγχος για το τέλος του είναι αλλά άγχος ενώπιον του είναι ως αυτού τούτου, το οποίο πρέπει να αναληφθεί από εμένα τον ίδιο στην απομόνωσή μου.
Στο είναι προς τον θάνατο, που είναι "θάνατός μου", ανακινείται ένα εμφατικό "είμαι": "Με τον θάνατο, που είναι κάθε φορά και μόνον δικός μου θάνατος, επίκειται το ιδιαίτατο είναι μου, κάθε στιγμή το δυνητικό είναι μου. Το είναι, το οποίο θα είμαι στο <εντέλει> του Dasein μου, το οποίο μπορεί να είμαι κάθε στιγμή, αυτή η δυνατότητα είναι η δυνατότητα του ιδιαίτατου <είμαι> μου, δηλαδή θα είμαι το ιδιαίτατο εγώ μου. Αυτή η δυνατότητα - ο θάνατος ως θάνατός μου - είμαι εγώ καθαυτόν." Στην δυνατότητα της "αυταπάρνησης", η οποία είναι βασικά μια απώλεια του εαυτού, ένα τέλος του εαυτού που έχει να το υπομείνει παθητικά, το Dasein αντιδρά με μια ηρωική "αποφασιστικότητα για τον εαυτό του". Ο θάνατος λοιπόν δεν είναι κανένα τέλος του μου. Πολύ περισσότερο ως θάνατός μου αφυπνίζει ένα εμφατικό είμαι. Πεθαίνω θα πει λοιπόν: Είμαι. Ένα ηρωικό είναι προς τον θάνατο τον τρέπει στο είναι, το θετικό περιεχόμενο του οποίου καλείται <είμαι>.
Φτωχό σκουλήκι στο ράπυ -
Ποτέ δε θα γίνεις πεταλούδα
και θα χαθείς το φθινόπωρο.
Bashô
[105] Οπωσδήποτε στον Heidegger ο θάνατος δεν υπόσχεται το αιώνιο με την πλατωνική έννοια. Το "Dasein" δεν εγκαταλείπει το σώμα ως τόπο της περατότητας για να προσεγγίσει μια αιωνιότητα. Ενώπιον του θανάτου ο Heidegger ούτε θα συμφωνούσε με την αναφώνηση του Fichte "Έτσι είμαι αναλλοίωτος, σταθερός και ολοκληρωμένος στους αιώνες των αιώνων". Όμως ανακινείται εκ νέου ένας ηρωισμός, μια έφεση. Εκείνο το εμφατικό "είμαι", που αφυπνίζεται ενώπιον του θανάτου, είναι τελικά όντως μια ηρωική στροφή ενάντια στην ανθρώπινη περατότητα, καθώς βέβαια ο θάνατος ακριβώς περατώνει το εγώ-είμαι οριστικά. Αντίθετα η σχέση με τον θάνατο, η οποία παραμένει επιμνήμων της περατότητας, θα ήταν εκείνο το είναι προς τον θάνατο στο οποίο η λαβή του εγώ χαλαρώνει.
Οπωσδήποτε και στον ζεν-βουδισμό ο θάνατος δεν παριστά καμιά καταστροφή, κανένα σκάνδαλο. Όμως δεν δρομολογεί εκείνη την διεργασία πένθους η οποία εργάζεται σπαστικά ενάντια στην περατότητα. Καμιά οικονομία του πένθους δεν εξαργυρώνει το <μηδέν> μ' ένα <είναι>. Πολύ περισσότερο ο ζεν-βουδισμός αναπτύσσει μια άνεση με τον θάνατο που είναι ελεύθερη από ηρωισμό και έφεση, που τρόπον τινά συμβαδίζει με την περατότητα αντί να εργάζεται εναντίον της.
Ο Dôgen ήδη από νωρίς ήρθε αντιμέτωπος με τον θάνατο και την παροδικότητα. Ένας βιογράφος του γράφει: "Με τον χαμό της αγαπημένης του μητέρας σε ηλικία επτά ετών η θλίψη του ήταν πολύ βαθιά. Όταν είδε το θυμίαμα στον ναό Takao ν' ανεβαίνει ψηλά, αναγνώρισε την γένεση και την φθορά και την παροδικότητα. Τούτο αφύπνισε στην καρδιά του την λαχτάρα για την φώτιση." Όμως η "φώτιση" δεν συνίσταται σε μια υπέρβαση της παροδικότητας. [106] Λίγο πριν από τον θάνατό του ο Dôgen γράφει:
Με τι λοιπόν να συγκρίνω
τον κόσμο και τη ζωή του ανθρώπου;
Με τον ίσκιο του φεγγαριού
όταν στην δροσοσταλίδα αγγίζει
το ράμφος από ένα θαλασσοπούλι.
Το εύθραυστο, το παροδικό και το φευγαλέο των πραγμάτων που εκφράζονται εδώ, πάλλονται ήσυχα στον εαυτό τους, δεν παραπέμπουν σε τίποτε άλλο από τον εαυτό τους. Χωρίς κανέναν ηρωισμό, χωρίς καμιά έφεση ο Dôgen διαμένει στα πράγματα που παρέρχονται. Δεν κοιτάζει πέραν της παροδικότητας. Μια παρόμοια πνευματική διάθεση εκφράζουν και τα επόμενα λόγια του Issa:
Καμιά στιγμή της ζωής μου δεν παρεξέκλινα από την σκέψη της ευθραυστότητας και της παροδικότητας, το είδα πως όλα τα πράγματα στον κόσμο είναι βραχύβια και μάλιστα αναλάμπουν και σβύνουν γοργά όπως ο κεραυνός. Περιπλανήθηκα μέχρι που τα μαλιά μου γίνανε άσπρα σαν την χειμωνιάτικη πάχνη.
Ο Issa περιπλανιέται μέσα από το παροδικό, όπου συμβαδίζει με τα πράγματα που παρέρχονται. Παραμένει στο παροδικό εγγενές αντί να υψώνεται υπεράνω τους. Κατά έναν τρόπο συμφιλιώνεται μαζί τους. Παρέρχεται μαζί τους, αφήνεται και να αυτοπαρέλθει. Σ' αυτήν την μοναδική άφεση η περατότητα αυτοφωτίζεται μέσα από τον εαυτό της. [107] Η περατότητα φωτίζεται δίχως την λάμψη του άπειρου, δίχως το φέγγος της αιωνιότητας. Το πένθος, που οπωσδήποτε ενυπάρχει σ' εκείνα τα λόγια του Issa, αν κανείς ακούσει προσεκτικά, πλησιάζει σε μια ευφορία. Εδώ κανείς έχει να κάνει με ένα πένθος απελευθερωμένο στο ευφορικό, διαυγασμένο στο ανοικτό. Αυτή η ευφορία διαφέρει από εκείνη την χαρούμενη διάθεση στην οποία λείπει το βάθος του πένθους.
Εμπιστοσύνη πρέπει νά 'χει κανείς.
Άνθη μαραίνονται - απανθίζουν -
το καθένα με τον τρόπο του.
Issa
Στον Dôgen λέει: "Από τον εαυτό τον αναφερόμενο στο εγώ κανείς μπορεί να πάρει απόσταση πρώτα όταν δει την παροδικότητα." Εδώ κανείς έχει να κάνει με μια ιδιαίτερη εμπειρία της παροδικότητας, διότι δεν είναι η αντίληψη της παροδικότητας ως αυτή τούτη που οδηγεί στην ανιδιοτέλεια. Όπου ανακινείται μια αντίσταση ενάντια στην παροδικότητα, διαμορφώνεται ένας εμφατικός εαυτός. Κανείς μεγενθύνεται, τρόπον τινά κάνει το εγώ του να μεγαλώσει ενάντια στον θάνατο, που είναι ο θάνατός μου, που δίνει στο εγώ ένα τέλος. Μια άλλη αντίληψη της θνητότητας είναι εκείνη η "αφύπνιση στην παροδικότητα", στην οποία κανείς αφήνει τον εαυτό του να παρέλθει.
Εκεί που κανείς δίνει τον εαυτό του στον θάνατο, εκεί που κανείς κενώνεται, ο θάνατος δεν είναι πια θάνατός μου. Δεν έχει πια τίποτα το δραματικό. Δεν είμαι πια δέσμιος του θανάτου, που θα ήταν ο θάνατός μου. [108] Αφυπνίζεται μια άνεση, μια ελευθερία για τον θάνατο. Μια τελείως άλλη πνευματική στάση υπάρχει στην βάση εκείνης της χαϊντεγγεριανής "εμπαθούς" "ελευθερίας για τον θάνατο". Αυτή πηγαίνει μαζί μ' ένα εμφατικό "είμαι", με μια ηρωική αποφασιστικότητα για τον εαυτό. Αντίθετα η ζεν-βουδιστική ελευθερία για τον θάνατο εκπηγάζει από ένα ορισμένο δεν-είμαι. Όπου δεν εγκαταλείπεται απλά ο <εγωιστικός> εαυτός αλλά η εγωειδής και ψυχοειδής εσωτερικότητα. Η αφύπνιση στην παροδικότητα εκ-σωτερικεύει το εγώ. Εδώ ο θάνατος δεν είναι κάποια εξαιρετική δυνατότητα να είσαι αυτός καθαυτόν αλλά μια μοναδική δυνατότητα αφύπνισης σε μια ανιδιοτέλεια να μην είμαι εγώ.
Στο 41ο παράδειγμα του Bi-yän-lu λέει: "Πώς είναι άραγε όταν κάποιος που έχει πεθάνει τον μεγάλο θάνατο, τώρα είναι αντιθέτως ζωντανός;" Ο "μέγας θάνατος" δεν αποτελειώνει τη ζωή. Ο θάνατος που θα ερχόταν στο τέλος της ζωής θα ήταν ένας <μικρός> θάνατος. Σίγουρα μόνο ο άνθρωπος είναι ικανός για τον "μέγα θάνατο". Παριστά εκείνο το τόλμημα να πεθάνεις και να φύγεις καθαυτόν. Και όμως δεν εκμηδενίζει τον εαυτό. Πολύ περισσότερο τον διαυγάζει στο ανοιχτό. Ο εαυτός κενώνεται καθώς πληρούται με μια κοσμική ευρύτητα. Αυτο το μοναδικό είδος θανάτου αφήνει να προκύψει ένας εαυτός πλήρης ευρύτητας, ένας ανιδιοτελής εαυτός.
Για τον Hegel ο θάνατος τρόπον τινά κάνει τον εαυτό να μεγαλώνει σε <εκτόπισμα> προς το γενικό. Εξυψώνει την εσωτερικότητα του μεμονωμένου στην εσωτερικότητα του γενικού. [109] Η εσω-τερίκευση είναι η βασική τάση του εγελιανού πνεύματος. Αντίθετα η βασική κίνηση του "μεγάλου θανάτου" είναι η εκ-σωτερίκευση. Έτσι εκείνη η συμπαντική ενότητα, στην οποία ο εαυτός αυτοαναιρείται, είναι ελεύθερη από την υποκειμενική εσωτερικότητα. Είναι εν εαυτή κενή. Δεν είναι ούτε υπόσταση ούτε υποκείμενο. Έτσι ο "μέγας θάνατος" θα ήταν καταστροφικότερος από τον διαλεκτικό θάνατο, διότι αρνείται κάθε υποκειμενικότητα ή εγώτητα.
Παρά μια κάποια ομοιότητα ο "μέγας θάνατος" διαφέρει από τον mors mystica. Ο Eckhart διδάσκει μεν ότι στον θάνατο εξαφανίζεται "κάθε έφεση" της ψυχής. Όμως η έφεση της ψυχής επανα-λαμβάνεται σ' ένα υψηλότερο επίπεδο. Ο "θάνατος εν θεώ" ψυχώνεται από την έφεση για ένα άπειρο. Στον "θεϊκό θάνατο" η ψυχή συντήκεται ολότελα με τον θεό, στον οποίο "τίποτα δεν πεθαίνει". Το παράδειγμα του Eckhart για την ευγένεια του είναι υποδεικνύει έμμεσα τον εφεκτικό χαρακτήρα του: "Οι κάμπιες, όταν πέφτουν από τα δέντρα, σκαρφαλώνουν σερνάμενες έναν τοίχο ώστε να διατηρήσουν το είναι τους. Τόσο ευγενές είναι το είναι." Κατά τον θάνατο στον θεό υποτίθεται πως τίποτα δεν χάνεται οριστικά. Μια βαθιά εμπιστοσύνη στην θεϊκή οικονομία συνοδεύει τον θάνατο εν θεώ: "Η φύση δεν καταστρέφει τίποτα δίχως να δίνει (έναντι) κάτι καλύτερο. [...] Αν (ήδη) η φύση το κάνει αυτό, τότε ο θεός το κάνει κατά μείζονα λόγο: ποτέ δεν καταστρέφει δίχως να δίνει (έναντι) κάτι καλύτερο." "Υμνούμε τον θάνατο εν θεώ, ώστε να μας μεταθέσει σ' ένα είναι που είναι καλύτερο από τη ζωή [...]." [110] Ακόμα ο θάνατος εν θεώ συμβαίνει από "αγάπη" για τον θεό. Όμως αυτή η "αγάπη" εμπλέκει τον αγαπώντα σε έναν ναρκισσισμό. Ο θάνατος δεν σκοτώνει την εσωτερικότητα καθαυτήν. Πολύ περισσότερο αυτή αναιρείται, δηλ. καθρεφτίζεται στην άπειρη εσωτερικότητα εκείνης της "θεότητας" η οποία "αιωρείται μέσα στον ίδιο τον εαυτό της, η οποία "δεν ζει για κανέναν άλλο παρά για τον ίδιο τον εαυτό της".
Σε αντίθεση με τον mors mystica ο μέγας θάνατος του ζεν-βουδισμού παριστά ένα φαινόμενο της εγγένειας, μια εγγενή τροπή. Το παροδικό δεν υπερβαίνεται προς το άπειρο. Κανείς δεν μεταβαίνει αλλού. Πολύ περισσότερο εμβαθύνει στο παροδικό. Το 43ο παράδειγμα του Bi-yän-lu δείχνει αυτήν την μοναδική τροπή παραστατικά: "Ένας μοναχός ρώτησε τον Dung-schan: Όταν έρχεται κρύο ή ζέστη, πώς τα αποφεύγει κανείς; Ο Dung-schan απάντησε: Γιατί δεν στρέφεσαι προς έναν τόπο όπου δεν υπάρχει κρύο ή ζέστη; Ο μοναχός ρώτησε: Τι τόπος είν' αυτός όπου δεν υπάρχει κρύο ή ζέστη; Ο Dung-schan απάντησε: Είν' ο τόπος όπου όταν κάνει κρύο το κρύο σε σκοτώνει κι όπου όταν κάνει ζέστη η ζέστη σε σκοτώνει." Κάποτε ο Tsau-schan ρώτησε έναν μοναχό: "Μ' αυτήν την κάψα, πού θα πας για να την αποφύγεις;" Όπου ο μοναχός απάντησε: "Τότε θα καταφύγω στη θράκα κάτω απ' το τσουκάλι με το νερό που βράζει." Ο Tsau-schan ρώτησε παρακάτω: "Και πώς θ' αποφύγεις την κάψα στη θράκα κάτω απ' το τσουκάλι με το νερό που βράζει;" Εδώ ο μοναχός απάντησε: [111] "Εκεί κανένα βάσανο δεν μπορεί νά 'ρθει." Κανείς αυτοβυθίζεται στην κάψα ή στο κρύο αντί να τους αντισταθεί. Τότε δεν θα υπήρχε κανείς που να τα υποφέρει.
Το 55ο παράδειγμα του Bi-yän-lu αφηγείται ένα ανέκδοτο για την ζωή και τον θάνατο:
Ο Dau-wu και ο Djian-yuan πήγαν σ' ένα σπίτι για να υποβάλουν τα συλλυπητήρια τους. Ο Djian-yuan χτύπησε στο φέρετρο με το δάχτυλο κι είπε: Ζει ή είναι νεκρός; Ο Dau-wu αποκρίθηκε: Δε λέω ζει, κι ούτε λέω είναι νεκρός. Ο Djian-yuan είπε: Γιατί δεν λέτε τίποτα; Ο Dau-wu αποκρίθηκε: Δε λέω τίποτα, δε λέω τίποτα. Γύρισαν για να φύγουν και πήραν τον δρόμο της επιστροφής που οδηγούσε στο μοναστήρι. Ο Djian-yuan είπε: Σεβάσμιε, πείτε μου λοιπόν, και στα γρήγορα! Αν δεν πείτε τίποτα, τότε θα καταλήξει να τον χτυπήσω, τον σεβάσμιο! Ο Dau-wu αποκρίθηκε: Όσο για το χτύπημα, χτύπα με λοιπόν! Όσο για το να πω, δε λέω τίποτα. Κι έτσι τότε ο Djian-yuan έδωσε μια στον Dau-wu. Αργότερα, αφού ο Dau-wu είχε πεθάνει, ο Djian-yuan πήγε στον Schi-schuang και του αφηγήθηκε τον διάλογο που αναφέρθηκε. Ο Schi-schuang είπε: Δε λέω τίποτα, δε λέω τίποτα. Μ' αυτά τα λόγια ο Djian-yuan με μιας είδε φως.
Πού παραπέμπει λοιπόν αυτή η επίμονη άρνηση του μαΐστορα Dau-wu να μιλήσει; Ποιος λόγος λάμπει μέσα από τον μη-λόγο του; Και σε ποια ενόραση απολήγει ξαφνικά ο Djian-yuan με την σιωπή του Schi-schuang; [112] Ο Dau-wu απέχει από κάθε κρίση η οποία θα επέφερε χωρισμούς και αντιθέσεις που θα αναιρούσαν εκείνη την "σιγαλά κρυμμένη πλήρη αλήθεια" για την οποία γίνεται λόγος στο 55ο παράδειγμα. Με την αποχή του από κάθε κρίση ο μάστορας μένει πριν από την διαφορά <ζωής> και <θανάτου>.
Κανείς ζει ολότελα πριν από τον χωρισμό <ζωής> και <θανάτου>. Κανείς πεθαίνει ολότελα πριν από τον χωρισμό <ζωής> και <θανάτου>. Η μέριμνα εκπηγάζει από την διάκριση η οποία ενυπάρχει και στην πράξη της απόφανσης. Κανείς δεν πρέπει να κοιτάζει πέρα από την <ζωή> για να την συγκροτήσει ως το τελείως άλλο του <θανάτου>: "Συμβαίνει όπως με τον χειμώνα και την άνοιξη. Δεν λέμε, ο χειμώνας γίνεται άνοιξη. Και δεν λέμε, η άνοιξη γίνεται καλοκαίρι." Αυτή η πνευματική στάση ανταποκρίνεται σε μια μοναδική εμπειρία του χρόνου. Κανείς διάγει ολότελα στο παρόν. Αυτό το πλήρες, χαλαρό παρόν δεν διασκορπίζεται στο πριν και μετά. Δεν κοιτάζει πέραν του εαυτού της. Πολύ περισσότερο ησυχάζει στον εαυτό της. Αυτός ο αφημένος χρόνος αφήνει τον χρόνο της μέριμνας πίσω του. Ακόμη το καταλαγιασμένο παρόν διαφέρει από εκείνη την <στιγμή> η οποία, ως ιδιαίτερο χρονικό σημείο, αποσπάται από το υπόλοιπο του χρόνου ή ξεπροβάλλει και δεσπόζει. Είναι ένας συνηθισμένος χρόνος. Του λείπει κάθε έμφαση.
Στην "διευκρίνιση του άσματος" του 41ου παραδείγματος ο Yuan-wu παραθέτει έναν ζεν-λόγο: "Πρώτα όταν ο νεκρός μέσα σου έχει σκοτωθεί ολότελα, θα δεις τον εαυτό σου ζωντανό· [113] και πρώτα όταν ο ζωντανός μέσα σου είναι πέρα για πέρα ζωντανός, θα δεις τον εαυτό σου ως νεκρό." Ο ζωντανός παραμένει νεκρός όσο ο <θάνατος> δεν έχει σκοτωθεί, δηλ. όσο αντιπαραθέτει στον <θάνατο> τη <ζωή>. Πρώτα μετά τον σκοτωμό του <θανάτου> είναι κανείς ολότελα ζωντανός, δηλ. ζει ολότελα δίχως να έχει το βλέμμα του καρφωμένο στον <θάνατο> ως το άλλο της ζωής. Το ολότελα ζωντανός δεν προσμετράται κατά το <αιώνιος> ή <αθάνατος>. Πολύ περισσότερο συμπίπτει με το ολότελα θνητός.
Ο θάνατος δεν είναι πλέον καμιά καταστροφή γιατί κανείς την καταστροφή του μεγάλου θανάτου ήδη την έχει αφήσει πίσω του. Κανείς [δεν] πεθαίνει. Η ζεν-βουδιστική τροπή του θανάτου συμβαίνει χωρίς την διεργασία του πένθους. Δεν τρέπει το περατό στο άπειρο. Δεν εργάζεται ενάντια στην θνητότητα. Πολύ περισσότερο τρέπει τον θάνατο τρόπον τινά προς τα έσω: Πεθαίνοντας, κανείς πεθαίνει. Αυτό το μοναδικό είδος θανάτου είναι μια άλλη δυνατότητα διαφυγής από την καταστροφή.