Για μια συζήτηση της εκπαίδευσης στην ψυχανάλυση προϋποτίθεται ότι σε γενικές τουλάχιστον γραμμές η ψυχανάλυση, η πρακτική και η θεωρία της, μας είναι οικείες. Αυτό, στη δική μου περίπτωση, δεν μπορώ να το θεωρήσω απόλυτα δεδομένο. Η ψυχανάλυση στην οποία εκπαιδεύτηκα υπήρχε μέχρι πρόσφατα μόνο σε ένα μέρος του κόσμου, στη Ζυρίχη, κι επιπλέον η σχετική σχολή έχει ένα γερμανικό όνομα το οποίο ούτε καν μεταφράζεται επαρκώς στα ελληνικά: «Daseinsanalyse». Μερικές φορές εκλαμβάνεται σαν ένα είδος «υπαρξιακής ψυχανάλυσης». Πιο κοντά στα πράγματα θα ήταν ένα όνομα όπως «φαινομενολογική ψυχανάλυση», όπου βέβαια θα έπρεπε ν' αποσαφηνιστεί το τι θα πει η λέξη «φαινόμενο».
Σχηματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι, ενώ στην κυρίαρχη ψυχαναλυτική σκέψη τα πράγματα αποδίδονται μέσα από επιστημονικές προτάσεις και μοντέλα για τις λεγόμενες «ψυχικές διεργασίες», εδώ αμφισβητείται το κατά πόσον η επιστημονική μέθοδος είναι η κατάλληλη όταν πρόκειται για έναν άνθρωπο που καλείται ν' ανοιχτεί απέναντι σ' έναν άλλον άνθρωπο άνευ όρων.
Η δυνατότητα μιας εκ βάθρων αναθεώρησης της ψυχαναλυτικής θεωρίας πήρε συγκεκριμένη μορφή καταρχήν χάρη στη μακρόχρονη και καρποφόρα συνεργασία ενός ψυχαναλυτή, του Ελβετού Medard Boss, ο οποίος υπήρξε αναλυόμενος του Φρόυντ και αρχικά οπαδός του, και ενός φιλοσόφου, του Martin Heidegger, ο οποίος, όχι μόνο αυτός, αλλά αυτός με ιδιαίτερη ενάργεια, μίλησε για την όπως ο ίδιος κάπου την ονομάζει «άλλη σκέψη».
Δεν είναι το τυπικό της ψυχανάλυσης αυτό που αλλάζει. Ο «βασικός κανόνας», η «αρχή της αποχής», το μέλημα του ψυχαναλυτή για ό,τι στην τρέχουσα θεωρία καλείται «μεταβίβαση» και «αντίσταση» παραμένουν, όμως εννοούνται τελείως διαφορετικά.
Τι θα πει εδώ «φαινομενολογία»; Στροφή στο «φαινόμενο»; Ας τη φανταστούμε σαν ένα άλμα από την επιστημονική σκέψη σε όρους προτάσεων και μοντέλων πίσω στα πράγματα καθαυτά. Αυτό το άλμα χαρακτηρίζεται μεταξύ άλλων από το ότι ο κάθε ψυχαναλυτής, για να περιοριστούμε σ' αυτόν, έχει να το αναλάβει και να το επιτελέσει ο ίδιος. Εδώ δεν υπάρχουν αυθεντίες και δόγματα, δεν υπάρχουν σχολές με την έννοια της συμβατικής αποδοχής ενός ενιαίου, μονολιθικού και μονοσήμαντου θεωρητικού πλαισίου. Στον αναλυτή δεν χαρίζεται τίποτα - και δεν του αφαιρείται τίποτα.
Έτσι και ο δικός μου δρόμος διαμορφώθηκε ως δικός μου. Έμαθα και μαθαίνω πολλά από τους μεγάλους φιλοσόφους και ποιητές, από τον απωασιατικό κόσμο, από τη δημοτική μας παράδοση και κυρίως από τους αρχαίους, τη νόηση, την ποίηση, τη μουσική τους. Αντίστοιχα διαμορφώθηκε ο δρόμος μιας εκπαίδευσης στην ψυχανάλυση. Σήμερα θα μιλήσω γι' αυτόν κι έτσι έμμεσα μόνο θα γνωρίσετε κάτι από το πνεύμα το οποίο αυτή η εκπαίδευση υπηρετεί.
Η ψυχανάλυση είναι μια συνάντηση, μια ιδιαίτερη, μοναδική, ανεπανάληπτη συνάντηση ανάμεσα σ' εμένα, τον εκάστοτε ψυχαναλυτή, και στον εκάστοτε αναλυόμενο. Το πρώτο λοιπόν που απαιτείται από μένα δεν είναι να «ερμηνεύσω» τα λεγόμενα του για τις σχέσεις του με τους κοντινούς και μακρινούς του ανθρώπους, για τη στάση του απέναντι μου, για τις φαντασιώσεις και για τα όνειρα του κτλ. με κάποια προκατασκευασμένα σχήματα στο κεφάλι μου.
Το πρώτο που απαιτείται από μένα δεν είναι μια θεωρία και μια τεχνική αλλά η δυνατότητα να ακούω. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Μια βασική προϋπόθεση για να είμαι σε θέση ν' ακούω λέγεται ήδη στη μεγάλη ελληνική παράδοση: Στην επιγραφή που κοσμούσε το μαντείο των Δελφών, στο λόγο του Ηράκλειτου, του Πίνδαρου, του Σωκράτη. Προέχει να γνωρίσω τον εαυτό μου. Αυτό σήμερα συμβαίνει, όταν συμβαίνει και στο βαθμό που συμβαίνει, μεταξύ άλλων, μέσα από την προσωπική ψυχανάλυση.
Η ψυχανάλυση είναι ένας δρόμος στον οποίο, πέρα από το τι θέλω, τι μου αρέσει ή τι πρέπει να είμαι, ανοίγω, δηλαδή μαθαίνω και γίνομαι αυτός που είμαι. Και τούτο συμβαίνει με την όξυνση της ακοής μου για εκείνο που κάθε φορά μου μιλάει, εμένα και μόνο εμένα, κάποτε σαν πρόσκληση, κάποτε σαν απαγόρευση, και με καλεί να του ανταποκριθώ.
Όσο πιο ανοικτός είμαι για τον εαυτό μου τόσο καθαρότερα μπορώ ν' ακούω έναν άλλο λόγο, να τον αφήνω να μιλά όπως αυτός μιλά, χωρίς δηλαδή να τον συγχέω με δικές μου παραστάσεις, χωρίς να τον συγκρίνω με σημείο αναφοράς εμένα. Έτσι πραγματώνεται κάθε αληθινή συνάντηση, έτσι μπορεί η θεραπευτική συνάντηση να γίνει αληθινή.
Υπάρχουν κι άλλες φωνές που απειλούν να στρεβλώσουν την καθαρή ακρόαση του ψυχαναλυτή. Μιλούν μέσα από την «κοινή λογική», μέσα από τρέχουσες ψυχιατρικές και ψυχολογικές θεωρήσεις οι οποίες πολλές φορές προκαταλαμβάνουν, εκτρέπουν και περιορίζουν το νου και το βλέμμα του.
O μαθητευόμενος ψυχαναλυτής χρειάζεται ν' ασκηθεί σε μια στάση κριτική, όχι κατακριτική αλλά κριτική, όπως την εννοεί η αρχαία μας λέξη «κρίσις», που θα πει «διάκριση». Χρειάζεται να μάθει να διακρίνει αυτό που ανήκει στα ίδια τα πράγματα από αυτό που ανήκει σε διανοητικά τους εποικοδομήματα. Τούτο συμβαίνει σε σεμινάρια στα οποία μ' ένα τέτοιο κριτικό βλέμμα μελετώνται κείμενα από τη βιβλιογραφία της θεραπευτικής πρακτικής.
Οι δύο προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν και που αφορούν την καθαρή ακρόαση του λόγου του αναλυόμενου, δηλαδή αφενός η ανοιχτή διάθεση του ψυχαναλυτή και αφετέρου η κριτική του ικανότητα απέναντι στις προκαταλήψεις των ψυχιατρικών, ψυχαναλυτικών και λοιπών ψυχοθεραπευτικών παραστάσεων, συζητούνται και διευκρινίζονται στις λεγόμενες «εποπτείες». Εδώ δεν επιδιώκεται να υποκαταστήσει ο διδάσκων ψυχαναλυτής τον μαθητευόμενο, ούτε να του υποδείξει τις δήθεν σωστές «ερμηνείες». Αυτά θα ήταν άμετρες επεμβάσεις επάνω στο μοναδικό και στο ανεπανάληπτο της δικής του συνάντησης με τον θεραπευόμενό του. Ήδη η λέξη «εποπτεία», μετάφραση του αγγλικού «supervision», είναι ατυχής. (Πόσο μάλλον το γερμανικό «Kontrolle», «έλεγχος»!) Στην ψυχαναλυτική συνάντηση δεν υπάρχει κανένας τόπος από τον οποίο αυτή να μπορεί να «εποπτευθεί», καμιά τρίτη παρουσία δεν έχει θέση.
Στις «εποπτείες» μου, εάν αυτήν τη λέξη τη διατηρήσουμε ακόμα, κύριο μέλημα μου είναι η καθαρή εννόηση αυτού που έρχεται και λέγεται και συμβαίνει στην «εποπτευόμενη» θεραπεία. Τούτο επιτυγχάνεται με την κριτική (με την έννοια που αναφέρθηκε) της παρουσίασης του μαθητευόμενου ψυχαναλυτή. Το κριτήριο είναι κατά πόσον αυτά που λέει τα βλέπω] εμπρός μου ζωντανά. Και η δουλειά μου είναι να τον βοηθήσω να δούμε καθαρότερα. Έτσι η «εποπτεία» αφορά πρωτίστως αυτόν και την ακροαστική του δεινότητα. Δεν σκύβει στην κλειδαρότρυπα για να ελέγξει τι υποτίθεται συμβαίνει μέσα στη θεραπεία του. Όμως όσο καθαρότερα βλέπουμε, «εποπτεύων» κι «εποπτευόμενος», τόσο προσφορότερη γίνεται για τον θεραπευόμενο η δυνατότητα ν' ανοίξουν και τα δικά του μάτια.
Όσα ειπώθηκαν μέχρι τώρα για την εκπαίδευση στην ψυχανάλυση έχουν βασικά αρνητικό χαρακτήρα, αφορούν το πώς δεν πρέπει να συγχέεται ο λόγος του αναλυομένου με άλλες φωνές. Όμως αυτό δεν φτάνει. Η επιταγή ενός άλματος από τις παραστάσεις σε όρους μοντέλων «πίσω στα πράγματα» χρειάζεται κάτι ακόμα. Διότι δεν είναι καθόλου σίγουρο πως έχουμε αυτιά για ν' ακούμε τα πράγματα καθαυτά, όπως μας μιλούν. Δεν είναι διόλου αυτονόητο τι μας σημαίνουν τα πράγματα σε όλο τον πλούτο τους. Χρειάζεται πρώτα μια εξοικείωση στα πράγματα. Και ήδη χρειάζεται μια εκμάθηση του απλού, του τι μας σημαίνουν ονόματα σαν την «ψυχή», τι έχουν να μας πουν λέξεις όπως «υγεία» και «νόσος», «λόγος» και «σώμα», «ευτυχία» και «δυστυχία», «ζωή» και «θάνατος», τι έχει να μας πει τελικά αυτό το μυστήριο που λέγεται «άνθρωπος», το άλλο μυστήριο που λέγεται «θεός».
Αυτά τα ερωτήματα δεν τα θέτουν οι επιστήμες, ούτε η ψυχολογία ούτε η ανθρωπολογία ούτε η θεολογία. Και δεν μπορούν καν να τα θέσουν. Στη φροϋδική «μεταψυχολογία», π.χ., η ψυχή έχει ήδη εκ των προτέρων οριστεί και παγιωθεί στην έννοια του «ψυχικού οργάνου». Τούτο συνιστά το θεμέλιο της. Εάν έθετε ειλικρινά το ερώτημα, εάν της προέκυπτε η αληθινή απορία για αυτό το πράγμα που λέγεται «ψυχή», για την άβυσσο την οποία η λέξη της διανοίγει, τότε θα κλονιζόταν συθέμελα.
Και βέβαια ο ψυχαναλυτής συναντά έναν ζωντανό άνθρωπο, που θα πει, σύμφωνα με μια παλιά λέξη της γλώσσας μας, έναν θνητόν, τον οποίο δεν αφορούν αληθινά οι επιστημονικές γνώσεις αλλά τελικά η ίδια η ύπαρξη του στον κόσμο, η δομημένη απ' όλα αυτά τα μυστήρια, ακόμα κι όταν δεν θέλει να τα αντιληφθεί, καθηλωμένος στην πλάνη ότι κρατά τη μοίρα του στα χέρια του, ακόμα κι όταν έρχεται με συγκεκριμένα, όπως λέμε, «προβλήματα» και «αιτήματα».
Για να αρθεί ο ψυχαναλυτής στο ύψος μιας τέτοιας συνάντησης, δεν φτάνει ν' αποκτήσει γνώσεις αλλά χρειάζεται να εξοικειωθεί μ' αυτά τα πρώτα και ύστατα ερωτήματα. Τούτο δεν μαθαίνεται. Το άνοιγμα έρχεται, εφόσον έρθει και όταν έρθει. Όμως ο ερχομός του χρειάζεται προετοιμασία.
Αυτήν την προετοιμασία παρέχω στους μαθητές μου σε μια άλλη σειρά σεμιναρίων μέσα από τους δρόμους που προσφέρθηκαν σ' εμένα και στο σημείο στο οποίο μου έγινε δυνατό να προχωρήσω επάνω τους: Γραφές από την αρχαία ελληνική και τη σημερινή νόηση, από τη μεγάλη ποίηση.
Έχω ακούσει αρκετές φορές την ένσταση: «Μα, όταν λείπει μια μέθοδος, μια επιστημονική βάση, μένει η σύγχυση και το χάος». Ένας ψυχαναλυτής μου είπε κάποτε σε μια συζήτηση: «Τα μοντέλα χρειάζονται για να επικοινωνούμε μεταξύ μας». Σίγουρα, μπορούμε να «επικοινωνούμε» με τους όρους ενός μοντέλου. Μόνο που τότε η επικοινωνία μας παρακάμπτει τα ίδια τα πράγματα, που θα πει, παρακάμπτει τον άνθρωπο ως άνθρωπο και παραμένει λιγότερο ή περισσότερο εγκλωβισμένη σ' έναν θεωρητικό, αδιάφορο και ουδέτερο χώρο.
Όχι, δεν αρκεί μια τέτοια αφηρημένη βάση και μια τέτοια αναιμική επικοινωνία. Τη βάση μπορούν να μας την παράσχουν τα ίδια τα πράγματα, ο κοινός μας κόσμος, στον οποίο γεννιόμαστε, κατοικούμε και πεθαίνουμε.
Όμως ο κοινός μας κόσμος δομείται από τη γλώσσα. Για τη γλώσσα δεν μίλησα μέχρι τώρα διότι είναι το πρώτο και συνιστά την κοίτη κάθε επιμέρους δρόμου της εκπαίδευσης στην ψυχανάλυση. Μάλλον τόση ώρα μόνο για τη γλώσσα μιλώ, όταν τονίζω τη σημασία που έχει για τον ψυχαναλυτή να μπορεί να ακούει.
Η γλώσσα, γράφει κάπου ο Γερμανός ποιητής Friedrich Hölderlin, είναι «der Gúter gefährlichstes», απ' τ' αγαθά το πιο επικίνδυνο. Ποιος το γνωρίζει αυτό καλύτερα από τον ψυχαναλυτή; Ότι μια λέξη μπορεί να γίνεται λυτρωτική ή να οδηγεί στο σκοτεινότερο αδιέξοδο;
Επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, για τον ψυχαναλυτή δεν φτάνει να χρησιμοποιεί τη γλώσσα. Χρειάζεται ν' αποκτήσει όχι μια γνώση της αλλά μια ιδιαίτερη εξοικείωση με τη γλώσσα. Αυτό συμβαίνει με πολλούς τρόπους:
Στην προσωπική του ανάλυση, όταν κάποτε καλείται να εκφέρει πράγματα που για πρώτη φορά του μιλούν ευκρινέστερα και οι λέξεις τού λείπουν.
Στις «εποπτείες», όταν ασκείται στην ικανότητα να βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις ώστε να ανταποκρίνεται, να ανταποκρίνεται, άφωνα ή έμφωνα, στην κατάσταση, να μιλά και να σωπαίνει με τον αρμόζοντα τρόπο.
Συνιστώ στους μαθητές μου να δοκιμαστούν οι ίδιοι στο γράψιμο, κατά το δυνατό με δικά τους κείμενα. Το άσπρο χαρτί που μας περιμένει, «σκληρός καθρέφτης» (Σεφέρης), λέει για τη γλώσσα περισσότερα απ' όσα βιβλιοθήκες ολόκληρες.
Μια άλλη προσέγγιση πάλι επιχειρείται στη μελέτη και συζήτηση κειμένων που υπόσχονται ένα άνοιγμα για το παιχνίδισμα λόγου και σιγής, αλήθειας και λήθης, φατού και άφατου.
Είναι φανερό, όλα αυτά βρίσκονται πολύ μακριά από τον περιορισμό της ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης στην εκμάθηση μιας θεωρίας και μιας τεχνικής. Στην ψυχανάλυση ο ψυχαναλυτής δεν μπορεί και δεν πρέπει να επιδιώκει να κρυφτεί πίσω από μια θεωρία και πίσω από μια τεχνική, αφού ούτως ή άλλως, παρά το αθέατο του, παρά τον κανόνα της αποχής, δεν θα το καταφέρει. Με τρόπους αδιόρατους και άρρητους, μέγιστο θεραπευτικό βάρος έχει τελικά το δικό του ζωντανό παράδειγμα. Γι' αυτό και η εκπαίδευση στην ψυχανάλυση χρειάζεται να είναι ό,τι για τον Πλάτωνα χαρακτηρίζει την παιδεία: ψυχής περιαγωγή. Όλα όσα ανάφερα προηγουμένως για την εκπαίδευση κατατείνουν στο άνοιγμα του μαθητευόμενου ψυχαναλυτή ως ανθρώπου συνολικά. Τίποτα λιγότερο.
Κι εδώ πάλι ο διδάσκων ψυχαναλυτής είναι δάσκαλος καταρχήν και εντέλει με το ζωντανό του παράδειγμα. Η εκπαίδευση στην ψυχανάλυση συνίσταται ουσιαστικά στην έκθεση του διδάσκοντος ως ψυχαναλυτή ενώπιον των μαθητών του. Και όσο περισσότερο ειλικρινής και αληθινή είναι η αυτοπαρουσίαση του δασκάλου τόσο καθαρότερα ο μαθητής θα μπορέσει να τον παρακολουθήσει, να μετρηθεί μαζί του και μέσα απ' αυτήν την ανα-μέτρηση θα διαμορφωθεί ο ίδιος με τον καιρό ως ψυχαναλυτής. O μαθητής στην ψυχανάλυση δεν αποκτά ουσιαστικά γνώσεις. Μορφώνεται: αποκτά τη μορφή του ψυχαναλυτή.
Από εδώ είναι ακόμα φανερό ότι η εκπαίδευση στην ψυχανάλυση διαφέρει ριζικά από τις συνήθεις εκπαιδεύσεις για την απόκτηση μιας δεξιότητας. Και δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ότι κανείς συμπληρώνοντας κάποιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα θα γίνει όντως ψυχαναλυτής.
Εις πείσμα μιας κοινωνίας που ευαγγελίζεται «ίσα δικαιώματα» και «ίσες ευκαιρίες», ο ψυχαναλυτής χρειάζεται προπάντων να έχει το χάρισμα. Και την επιμονή και την υπομονή, ώστε το χάρισμα του να εκπτυχθεί σε τέχνη. Η εκπαίδευση στην ψυχανάλυση αφορά και τα δύο: Βοηθά τον μαθητευόμενο ν' ανακαλύψει το χάρισμα του, εάν το έχει, και να το εκπτύξει σε τέχνη δοκιμαζόμενος. Γι' αυτό η εκπαίδευση στην ψυχανάλυση είναι τόλμημα και περιπέτεια.
Έτσι αυτή η εκπαίδευση είναι τελικά μια μοναχική και εξαιρετικά ευαίσθητη υπόθεση την οποία, δεν γίνεται αλλιώς, οφείλει να την αναλάβει ο ίδιος ο μαθητευόμενος, με όλες τις δυνατότητες που προσφέρει, με όλους τους κινδύνους που συνεπάγεται. Εδώ ο δάσκαλος δεν μπορεί να κάνει πραγματικά τίποτα περισσότερο από το να σεβαστεί αυτήν την πορεία και να της επιτρέψει να πάρει το δρόμο της.
Επικίνδυνη γι' αυτόν το δρόμο θεωρώ κάθε είδους ιδρυματοποίηση της εκπαίδευσης στην ψυχανάλυση. Πρώτον διότι, όπως είπα, η πορεία της είναι πάντα άλλη από εκείνη την οποία καθορίζουν τα προγράμματα και τα καταστατικά μιας εταιρείας. Δεύτερον διότι οι σχέσεις εξουσίας, οι οποίες εδώ αναγκαστικά σχεδόν επιβάλλονται σε διδάσκοντες και σε μαθητευόμενους, πολύ εύκολα στρεβλώνουν ό,τι πιο πολύτιμο: την κοινή τους, ανιδιοτελή αγάπη και αφοσίωση στην υπόθεση την οποία καλούνται ο καθένας από τον τόπο του να υπηρετήσουν.
Θεωρώ επιβεβλημένο να μην υπάρχει ανάμεσα σ' εμένα και στους μαθητές μου καμιά απολύτως δέσμευση κι εξάρτηση άλλη από την αγάπη για την υπόθεση της ψυχανάλυσης. Και η σχέση μας δεν πρέπει να ορίζεται από πουθενά αλλού. Η εκπαίδευση τους σ' εμένα τελειώνει, για να το πω απλά, όταν με βαρεθούν. Ό,τι μας έφερε κοντά, μια τύχη κι ένα κάλεσμα, που δεν ελέγχουμε εμείς αλλά μας ορίζει, αυτό μας κρατά και μαζί, εφόσον μας κρατήσει και για όσο διάστημα μας κρατήσει.
Βέβαια βρισκόμαστε σε μια κοινωνία όπου τα πάντα τείνουν προς την όλο και καθολικότερη οργάνωση και δικτύωση. Η ψυχανάλυση, στις λεγόμενες προηγμένες χώρες, έχει ήδη καθιερωθεί επίσημα ως ένα είδος κι αυτή «παροχής υπηρεσιών». Εις πείσμα αυτού του ασυγκράτητου ρεύματος, το οποίο στο πέρασμα του συμπαρασύρει σχεδόν τα πάντα, ας μου επιτραπεί να επιμείνω και να υπενθυμίσω πως όχι μόνο ο ψυχαναλυτής χρειάζεται να έχει το χάρισμα. Ένα ανάλογο χάρισμα και όχι κάποια σωστή «ένδειξη» χρειάζεται και για εκείνον ο οποίος θ' αναζητήσει να γνωρίσει τον εαυτό του στη συνομιλία μιας ψυχανάλυσης. Όμως ένα χάρισμα δεν οργανώνεται κοινωνικά. Χαρίζεται ή δεν χαρίζεται.
Ίσως αυτά για πολλούς ν' ακούγονται παράξενα, παράτονα, μη σοβαρά. Στην Ευρώπη και στην Αμερική μια εκπαίδευση όπως η δική μου είναι σχεδόν αδύνατη. Στην Ελλάδα, για μερικά χρόνια ακόμα θα μένει ένας ελεύθερος χώρος και κάποιοι ελεύθεροι άνθρωποι θα είναι ανοιχτοί στη δυνατότητα της «άλλης σκέψης». Για τα άλλα, το μέλλον θα δείξει.