Ενας θρηνος για την Γη

Απαντωντας στην προκληση για την ποιητικη της φυσης




Η διαλεξη: A Lament for the Earth

A Lament for the Earth / Ενας θρηνος για την Γη

Ηχογραφημενη ομιλια, Μαρτιος 2022. Απομαγνητοφωνηση, μορφοποιηση του κειμενου, επιλογη των εικονων απο εμενα. Δυσδιακριτες λεξεις σε αγκυλες.


Θα ξεκινησω με δυο ποιηματα, ενα απο μια ουκρανη ποιητρια απο την Οδησσο και ενα απο μια ρωσσιδα ποιητρια απο τη Μοσχα. Το πρωτο ποιημα ειναι απο την Ludmila Khersonsky, μαλλον το προφερα λαθος, και εχει μεταφραστει απο την Valzhyna Mort. Ο τιτλος ειναι She dreamed a humanitarian convoy :

She dreamed a humanitarian convoy entered the city.

Covered with a sheet head to toe, she sleeps, tucking her knees,

always on her right side, while a wall watches her back,

this is how one sleeps in the time of

humanitarian wars.

This is how in all times

all tribes sleep,

waking only from silence, silence is a threat,

during silence, do not open

your door –

they are there, humanitarians with their inverted eyes.

Κι αυτο ειναι ενα ποιημα της Marina Tsvetaeva, μεταφρασμενο απο την Ilya Kaminsky και την Jean Valentine. Αυτο το ποιημα γραφηκε το 1915 και λεγεται I know the truth:

I know the truth! Give up all other truths.

No time on earth for people to kill each other.

Look – it’s evening; look, it’s nearly night. No more

of your talk, poets, lovers, generals.

Now no wind, and the earth is sprinkled with drizzle,

and soon the blizzard of stars will go quiet.

And soon, soon, to sleep, under the earth, all of us,

us who alive on earth don’t let us sleep.

Αυτη η διαλεξη εχει τιτλο Θρηνος για την Γη και αφορα την προκληση για την ποιηση της φυσης, και βεβαια αυτη η προκληση συνεχιζει ν' αλλαζει. Ο θανατος της γης: λιμος, αποτυχημενες καλλιεργειες, εκτρωματικοι σποροι, συγκεχυμενες εποχες, νεκρα σωματα εγκαταλειμενα, [03.27] κραυγες απο τα ζωντανα, ζωα που ελαφροπατανε τριγυρω σαν πλεγμα λυγαριας, που λιμοκτονουνε, ασταθη. Νεκρικες φωτιες, αυλοι, γυναικες που στριγγλιζουν. Ολα αυτα τα φαντασιωθηκαν και καταγραφηκαν σχεδον πριν απο 3000 χρονια στον Ομηρικο υμνο στην Δημητρα. Η Δημητρα ειναι ὡρηφόρος, η θεα των εποχων, η κορη της οποιας εγινε η νυφη του Κατω Κοσμου. Στην ιστορια της διασταυρωνονται δυο παραδοσεις. Η παραδοση του θρηνου και η παραδοση της ποιησης της φυσης, οπου και οι δυο τους ειναι αποπειρες να επικοινωνησουν με κατι που βρισκεται εξω απο τις ανθρωπινες δομες της σκεψης. Και προς τουτο εκφραζουν αυτο που ο Emile M. Cioran αποκαλεσε "το τελευταιο σταδιο του λυρισμου":

Οταν ειμαστε 1000 μιλια μακρια απο την ποιηση,

ειπε,

συνεχιζουμε να συμμετεχουμε σ' αυτην με εκεινη την αιφνιδια αναγκη να βγαλουμε ενα ουρλιαχτο - το τελευταιο σταδιο του λυρισμου.

Δεν θα δεχονταν ολοι οι ποιητες της φυσης το ουρλιαχτο ως τον προγονο τους. Αλλωστε υπαρχει μια πιο καθωσπρεπικη παραδοση, η παραδοση του αναστεναγμου, η οποια μπορει να ιχνηλατηθει προς τα πισω με το βουκολικο και την ελεγεια, κι αυτο ειναι ο,τι εννοουν οι περισσοτεροι ανθρωποι οταν εχουν στον νου τους γραφες της φυσης. Ομως ο αναστεναγμος δεν ειναι αρκετα σθεναρος για να διαφυγει αυτου που θεωρουμε οτι γνωριζουμε ηδη.

Θα ηθελα να αποκαταστησω το ουρλιαχτο ως τυπικη προϋποθεση για να σκεφτομαστε τον φυσικο κοσμο, η, αν οχι το ουρλιαχτο, τοτε τουλαχιστον την κραυγη.

Εχοντας κανει αυτην την δηλωση, την αφηνω πισω μου και θα σας μιλησω σημερα για την γη, τον μεγαλοδυναμο εκτυπωτη που δεν εχει αντιγραφο του εαυτου του. Ελπιζω να δειξω καποια ευγνωμοσυνη για την προμηθεια των φυλλων, ακριβως τωρα, την στιγμη που τυπωνονται, καθε ειδος δεντρο με ενα σετ αντιγραφα απο τα φυλλα του περασμενου χρονου, και παλι καθε φυλλο οντας ιδιαιτερο. Ετσι που ο χαρακτηρας σ' εκεινη την ιστορια του Borges, εννοω ο Funes που επεσε απ' τ' αλογο του κι ηταν αναπηρος και μετα απ' αυτο δεν μπορουσε να κανει τιποτ' αλλο απ' το να καθεται απομνημονευοντας γεγονοτα. Δεν μπορουσε να θυμαται μονο καθε φυλλο στην ενικοτητα του, αλλα, και το παραθετω,

Η αληθεια ηταν οτι ο Funes δεν θυμοτανε μονο καθε φυλλο του καθε δεντρου σε καθε κομματακι του δασους, αλλα και την καθε φορα που ειχε περασει, η ειχε φανταστει εκεινο το φυλλο.

Υποθετω οτι ο νους του Funes καποιες φορες πρεπει να εμοιαζε μ' εκεινες τις εικονες των διαφορων εαυτων ενος φυλλου λευκας απο τον Garry Fabian Miller. Θα ηθελα ενα ποιημα να δουλευει οπως αυτο, να γινεται, καθως προχωραει, αργα πρασινο.

Αυτο ειναι που λεει ο Garry γι' αυτα τα φυλλα:

Την ανοιξη του 1985 στο Lincolnshire κατεγραψα την φωτοσυνθεση μιας λευκας καθως εβγαζε φυλλα, ερευνωντας την αναδυση απο τον βλαστο μιας διαφανης, ροζ συσταδας κυτταρων με πρασινες φλεβες. Κατοπιν η πλημμυριδα ολων των χρωματων που αποκαλουμε πρασινο να διηθει τα φυλλα καθως μεγαλωναν οι ανοιξιατικες μερες. Καθε πρωι μαζευα μια κορδελα απο φυλλα, τα εβαζα ενα-ενα στο μεγεθυντικο κλιπ και εκτυπωνα κατευθειαν απο αυτα και διαμεσου αυτων. Ακολουθησα την ιδια ρουτινα για 30 μερες μεχρι που το δεντρο ειχε φτασει την πληρη πρασιναδα του την πλουσια σε χλωροφυλλη.

Η, ειναι αυτα:

τα φυλλα στην οχθη, του Andy Goldsworthy, ετοιμα να διασκορπιστουν απο ενα ρευμα. Ο φωτογραφος επιασε την στγμη και βρηκε το πως ειναι να εισαι τυχαιος. Αυτη η εικονα με κανει να θελω να σκεφτω για το παραπονο του Ιωβ, που ειπε:

Θελεις να κομματιασεις ενα ανεμοδαρτο φυλλο;

Θελεις κατατριψει φυλλον φερομενον υπο του ανεμου;

Ισως ειναι υπερβολικο να δινεις τοση προσοχη στα φυλλα, ομως εδω ειμαστε. Αφου αναφερθηκε ο Funes, πρεπει και να επερωτηθει το ζητημα της ενικοτητας. Η, οπως θα το διατυπωνε ο Hopkins, το ερωτημα του selving και unselving που διακινει ολη την ανθρωπινη συμπεριφορα. Υπαρχει ενα ιχνος του Hopkins στην μανια του Funes, υπαρχει ενα ιχνος του Funes στην ομορφη ασπρομαυρη λεπτομερεια αυτης της φωτογραφιας του Salgado.

Κανενα φυλλο δεν παραλειφθηκε. Αφοτου ειδα αυτην την φωτογραφια, για αρκετες ημερες ειχα την αισθηση πως ειχα δει τα φυλλα οπως αυτα βλεπουν τον εαυτο τους. Η, αν η οραση παραειναι μικρη λεξη για την απορροφηση του φωτος απο την χλωροφυλλη, τοτε τουλαχιστον ειχα μια εντυπωση της ταχυτητας του φωτος και της αντιγραπτικης ιδιοτητας του φωτος που συλλαμβανεται παρομοια απο τον φακο και το φυλλο. Λες και τα δεντρα περιμεναν εκατομμυρια χρονια για μια καμερα να αναγνωρισει το σκοτεινο-φωτεινο μπρος-πισω τους, την μη γραμμικη κατανοηση τους του χρονου.

Αυτη ειναι μια επικινδυνη κατευθυνση της σκεψης. Θα ηταν υγιεστερο να μιλησεις οπως ο Γλαυκος στην Ιλιαδα με την ευγενικη, γενικολογη πικρια του. Ο Γλαυκος επροκειτο να πεταξει ενα ακοντιο εναντιον ενος αντρα οταν ο αντρας του φωναξε:

Ποιος εισαι. κυριε; Δεν σ' εχω ξαναδει σ' αυτον τον πολεμο.

Il. 6, 125 τίς δὲ σύ ἐσσι φέριστε καταθνητῶν ἀνθρώπων;

οὐ μὲν γάρ ποτ᾽ ὄπωπα μάχῃ ἔνι κυδιανείρῃ

τὸ πρίν

Στον οποιο απαντησε ο Γλαυκος

Μη ρωτας για την καταγωγη μου, η γενια μου ειναι οπως η γενια των φυλλων. Ο ανεμος πεταει τα φυλλα στη γη κι η αλλη ανοιξη θρεφει νεα φυλλα στα δαση. Ετσι πεθαινει η μια γενια και μια νεα παιρνει τη θεση της.

οἵη περ φύλλων γενεὴ τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν.

φύλλα τὰ μέν τ᾽ ἄνεμος χαμάδις χέει, ἄλλα δέ θ᾽ ὕλη

τηλεθόωσα φύει, ἔαρος δ᾽ ἐπιγίγνεται ὥρη:

ὣς ἀνδρῶν γενεὴ ἣ μὲν φύει ἣ δ᾽ ἀπολήγει.

Λοιπον, γενικα μιλωντας, αυτα ειναι τα δυο στιλ που ανεφερα: ο αναστεναγμος και το ουρλιαχτο. Η παραδοση για τα ανθρωπινα οντα που εχουν σημασια τοσο λιγο οσο τα φυλλα, και η παραδοση των φυλλων που εχουν σημασια τοσο πολυ οσο και τα ανθρωπινα οντα. Αντικαταστασιμη και αναντικαταστατη απωλεια. Δεν ξερω τι ειναι χειροτερο.

[10.40]

Δυο τυποι του θρηνου ταιριαζουν σ' εκεινους τους δυο τυπους της απωλειας. Υπαρχει ο θρῆνος, ενας επαγγελματικος και παρηγορητικος θρηνος, τον οποιο συνθετουν πιο συχνα αντρες, στις ποικιλλες μορφες του: η ελεγεια, η ωδη, ο επιταφιος, η νεκρολογια. Ο θρῆνος φερνει στους πενθουντες προοπτικη και πληροφορια. Κι ενα ειδος γαληνης. Ο θρῆνος δινει τον τονο αυτου του συντομου ποιηματος απο την Παλατινη Ανθολογια:

Φιλτατη γη, παρε στο σωμα σου τον γερο Αμυντιχο

Και θυμησου την σκληρη του δουλεια για χαρη σου

Μεσα σου στηριξε γερα τους κορμους απο λιοδεντρα

Ετσι, γι' ανταλλαγμα, ξαπλωσε μαλακα γυρω απο την γερασμενη του κεφαλη

Και ντυσου με λουλουδια την ανοιξη.

7.321 γαῖα φίλη, τὸν πρέσβυν Ἀμύντιχον ἔνθεο κόλποις,

πολλῶν μνησαμένη τῶν ἐπὶ σοὶ καμάτων.

καὶ γὰρ ἀειπέταλόν σοι ἐνεστήριξεν ἐλαίην

[πολλάκι, καὶ Βρομίου κλήμασιν ἠγλάισεν,

καὶ Δηοῦς ἔπλησε, καὶ ὕδατος αὔλακας ἕλκων

θῆκε μὲν εὐλάχανον, θῆκε δ᾽ ὀπωροφόρον.]

ἀνθ᾽ ὧν σὺ πρηεῖα κατὰ κροτάφου πολιοῖο

κεῖσο, καὶ εἰαρινὰς ἀνθοκόμει βοτάνας.

Απο αυτον τον ποιητη υπονοειται γαληνια οτι ελαιοδεντρα και λουλουδια ειναι τιμια αντικατασταση για εναν ανθρωπο. Οπως ο Γλαυκος, αυτος ο ποιητης μετατρεπει εναν εαυτο σε τυπο. Αυτο ειναι ο θρῆνος.

Ο γόος ειναι η γυναικεια παραδοση, η παραδοση του μοιρολογιου, και δεν δεχεται αντικατασταση. Ουτε αντικατασταση μιας ζωης με μιαν αλλη, ουτε την αντικατασταση μιας ωρας με μιαν αλλη. Το μοιρολοϊ παραμενει, ουρλιαζει, επαναλαμβανει

[12.27] ὀτοτοτοῖ

Το μοιρολοϊ δεν θρηνει απλως, εκφραζει μια αλλοιωμενη κατασταση του νου, ενα ειδος εκθαμβου αχρονου η, οπως το περιγραφει η Denise Riley, την αποκοσμη αισθηση της αχρονικοτητας. Στην περιπτωση της Riley η αχρονικοτητα την βρηκε με εναν γδουπο, οχι σαν θεωρια αλλα ως αντιδραση στην απωλεια του γιου της. Στο δοκιμιο της σε μεγεθος βιβλιου Time Lived, Without its Flow γραφει για την αναγνωριση του οτι η κατοικηση στο ρευμα του χρονου ειναι μια ευμεταβλητη αντιληψη, μια αντιληψη που μπορει να σταματησει αφηνοντας σε να αναπνεεις, αλλα εχοντας εξοκειλει, σε ακαμψια.

Ο γυναικειος θρηνος ειναι μια αποπειρα να αρθρωσεις εκεινη την κατασταση που δεν εχει λογια. Παραδοσιακα ηταν ηχηρος, διαπεραστικος, παραστατικος, προφορικος, επαναληπτικος, οχληρος, μη γραμμικος, απαρηγορητος. Η ταση του ειναι εναντια στην καθημερινοτητα, εναντια στο ξεχασμα, εναντια στην ιδια τη ζωη, ακομα και στο σημειο να υποδαυλιζει εκδικηση, ετσι που, τουλαχιστον απο τον 6ο αιωνα π.Χ., υπηρξαν νομικοι περιορισμοι στην πρακτικη του, με το αποτελεσμα να εμφανιζεται στην φιλολογια σε παραλλαγμενη, η αποστειρωμενη μορφη. Συχνα αυτος ο τυπος του θρηνου αρνειται να χρησιμοποιησει ανθρωπινη συνταξη. Υιοθετει μια δια-ζωικη γλωσσα ολων μαζι των ειδων, στην οποια οι γυναικες σκουζουν σαν πουλια, η στεκουν με τα χερια υψωμενα λες και ειχαν μετατραπει σε δεντρα. Και το κανουν αυτο οχι απλα σαν τροπο παραπονου αλλα ως μεσον επικοινωνιας με οντα που βρισκονται εξω απο τον χρονο. Με νεκρους, για παραδειγμα, που πρεπει να τους υπενθυμισεις που βρισκονται, η, τους θεους, ετσι που σχεδον ακουσια το μοιρολοϊ μιλα ενα ειδος Εσπεραντο στην οποια δεντρα, πουλια, πτωματα, θεοι, ανθρωποι, και η ιδια η γη μπορουν να επικοινωνουν περαν χρονικων ζωνων.

[14.50]

Με ενδιαφερει πολυ αυτη η Εσπεραντο γιατι ταιριαζει στο αισθητηριο μου, ομως τα δεντρα εχουν εναν διαφορετικο τροπο να κατοικουνε τον χρονο, τον οποιο ο Salgado τον επικοινωνει με το ενσταντανε του που τραβηξε και τον οποιο ο Funes πρεπει να γνωριζε στους ολους-δια-μιας κοσμους της μνημης του. Μοσχολεμονα, για παραδειγμα, που μεγαλωνουν σταθερα σε αποικιες τσαμπιων για εκατονταδες χρονια. Οταν κοιταζετε την κορωνα ενος μοσχολεμονου, μοιαζει να εκφραζει ενα ειδος συντελεσμενου μελλοντα, η παρελθοντος διαρκειας, το οποιο, σαν ενα πενθος, σε αφηνει να αναπνεεις, αλλα εχοντας εξοκειλει, σε ακαμψια. Θα μπορουσες να μαθεις πως να μεγαλωνεις ενα δεντρο, η να τρως τον καρπο του, η να νοιαζεσαι για την επιβιωση του. Θα μπορουσες να γραψεις ενα ποιημα της φυσης εξηγωντας τα επιζημια αποτελεσματα της ρυπανσης στον προστατευτικο λειχηνα. Η ακομη, οπως ο David Attenborough, να γυρισεις μια ταινια με δεντρα σε φαστ φοργουορντ για να επιμεινεις οτι ειναι παρομοια μ' εμας. Ομως ολο αυτο ειναι τοσο πολυ θρῆνος. Καμια απο αυτες τις προσεγγισεις δεν καλυπτει το κεντρικο φαντασιακο αιτημα οτι ο ιδιος ο χρονος ειναι μερος της ενικοτητας του δεντρου, και δεν μπορεις να το αντιληφθεις χωρις να αλλαξεις τον νου σου.

You principle of song, what are you for now

Perking up under any spasmodic light

To trot out your shadowed warblings?

Mince, slight pillar. And sleek down

Your furriness. Slim as a whippy wire

Shall be your hope, and ultraflexible.

Flap thinly, sheet of beaten tin

That won’t affectionately plump up

More cushioned and receptive lays.

But little song, don’t so instruct yourself

For none are hanging around to hear you.

They have gone bustling or stumbling well away.

Το A Part Song της Denise Riley για τον γιο της, συντεθειμενο αρθρωτα απο 20 τμηματα, και αυτο που μολις σας διαβασα ειναι το πρωτο, δινει μια μουσικη απαντηση σε καποια απο τα διανοητικα ερωτηματα που εγειρονται στο δοκιμιο της. Καταμεσης στην κριση του πενθους ερωτα πως θα μπορουσε ποτε μια τοσο τραυματικη κατασταση να παρει φωνη. Τι μπορουμε να κανουμε με τετοιες μονηρεις εκφρασεις για βιαια νεες και μεχρι τουδε απροσμενες καταστασεις χρονικης αντιληψης. Ο ισχυρισμος του δοκιμιου της, που παρεχεται διστακτικα, ειναι οτι η ποιηση ειναι η ιδια εκφραση της αχρονικοτητας.

Ενα ποιημα,

λεει,

μπορει καλλιστα να φερεται απο μια ταλαντωση, ενα μπρος-πισω, παρα απο μια εμπροσθοβαρη χρονολογικη ωση. Κατακυρωνει και συναμα επιτελει μια εμπειρια του χρονου που ειναι μη γραμμικη.

Βεβαια ολα τα ποιηματα περιεχουν αυτην την ταλαντουμενη, η κυκλοτερη ταση. Ομως μερικα ποιηματα αναδιδουν κατι ακομα πιο κοντα σε ωμο θορυβο. Κατι σαν το ουρλιαχτο του Cioran.

Σ' ενα ατομο που ουρλιαζει ο ηχος ποτε δεν ξεφευγει απο την παρουσα στιγμη. Ο νους πρεπει να παψει, για να ουρλιασει, και υπαρχει ενα ιχνος αυτου στο ποιημα της Denise Riley:

Flap, thinly, sheet of beaten tin.

Οταν λυγιζεις λαμαρινα, αυτη παραγει μια λαμαρινενια κραυγη, αδυναμη και ακουσια, μια φρικτη εικονα της ηττας απο το πενθος: thin, sheet, beat, tin. Αυτη η αραδα με παγιδευει στον καθρεφτη της και στεκω εμπρος της σε ακαμψια, ενθυμουμενη μνημη, ακουγοντας καθε αλλον ακουσιο ηχο που βγαινει απο ενα ανθρωπινο ον σε σοκ.

[19.32]

Προσφατα συναντησα εναν μουσικολογο ο οποιος μπορουσε να ακουει την φωνη λαμαρινας, πιασμενης σ' ενα μπρουντζινο πριτσινι, σε κραμα με τον γλυκυτερο, πιο ροδινο, πιο ακτινοβολο ηχο του χαλκου. Ειχε κρεμασει απο το καθε χερι 2 ραβδους σε κλωστες και τις χτυπουσε μαζι για να ακουει πως ο χαλκος ακουσια εβγαζε πρωτα ενα ηχο σαν απο σπασιμο, μετα ενα κουδουνισμα, μετα εναν οξυ βομβο, μετα εναν ρυθμικο θορυβο. Το αποκαλουσε τον τονο του μπρουντζου. Και οριζε τον τονο ως την φασματικη διαφορα μεταξυ ενος τυπου ηχου και ενος αλλου. Ενα μετρο της ενικοτητας. Αυτο που ακουγε ηταν ο εαυτος του μπρουντζου. Οπως οι ποικιλοι εαυτοι σ' εκεινο το ποιημα του Hopkins:

Each mortal thing does one thing and the same:

Deals out that being indoors each one dwells;

Selves — goes itself; myself it speaks and spells,

Crying Whát I dó is me: for that I came.

Ο μουσικολογος, εχοντας ακουσει τον εαυτο του μπρουντζου, πιανει μια σιδερενια ραβδο και την χτυπα, και το κουδουνισμα βγαινει απο ενα πιο εξευγενισμενο πλαισιο στο οποιο μπορει να ακουει μακρες κορδελες απο σιδηρο που κατοικουνε σε βραχια, πιεση απο αποβλητα και μολυνση, εξορυξη, εκρηξη ενος φουρνελου, σφυροκοπημα, μορφοποιηση, αναμιξη. Ναι, αδραχνει ολη την βιογραφια του σιδηρου στον βρυχηθμο της νοτας του, περισσοτερο σαν οξυ ηχο παρα σαν κλαγγη.

Και μετα το πλαισιο του σιδηρου ερχεται το ξυλοφωνο. Προετοιμαζει τον εαυτο του για το ξυλοφωνο, καθε μια απο τις μπαρες του θυμιζει ενα κλαδι τριανταφυλλιας που ανασαινει στον Αμαζονιο. Και το συνεχες διαβα της ζωης του φωτος να συγκρουεται με καθε κυτταρο του φυλλου. Και καθως οι περισσοτεροι απο εμας συνεχιζουν με την δουλεια, σπιναροντας μηχανες, κανοντας γεωτρησεις, γαβγιζοντας, φλυαρωντας, δινοντας διαλεξεις, η συχνα πετωντας σιωπηλα μεσα απο εικονικους κοσμους διχως κανενα βαρος, ειναι καλο να ξερουμε οτι ενας μουσικολογος καθεται σ' ενα ψηλο δωματιο στο Sheffield, απολυτα πραγματικο και ηχομονωμενο. Ενας ακουστης. Τα ποδια του στο πατωμα παρεχουν ριζες για τα ανασηκωμενα του χερια. Το κεφαλι του φαλακρο και σαν τυμπανο ακουει με το δερμα του, με τα ιδια τα ματια του, τις τρεμουλιαστες περασμενες ζωες των φυλλων.

Οταν ο Gerard Manley Hopkins ηταν παιδι, εμαθε να ζωγραφιζει απο την μητερα του. Και ανεπτυξε την δικη του πρακτικη να αντιγραφει την σταση ενος αντικειμενου με το σωμα του προτου βαλει το μολυβι στο χαρτι. Οι κινεζοι καλλιγραφοι εχουν μια παρομοια πρακτικη. Οταν αντιγραφουν ενα κειμενο, αρχιζουν εγγραφοντας τις μορφες επανω στην επιφανεια της καρδιας. Κατοπιν καλυπτουν το πρωτοτυπο και αντιγραφουν απο την καρδια επανω στην σελιδα με μια πινελια. Μ' αυτον τον τροπο μπορουν να βγαλουν ζωγραφικα τον εκφραστικο χαρακτηρα της γραφης, ο οποιος πηγαινει περαν του απλως πληροφοριακου σχηματος ενος προτυπου.

Δεν επιτρεπουν ολοι οι καλλιτεχνες αυτην την παυση της αντιγραφης - τρια δευτερολεπτα απο δια-ζωικο σοκ, προτου τραβηξουν μια γραμμη, η κανουν εναν ηχο. Θα μπορουσες να το αποκαλεσεις το μοιρολοϊ-στυλ της τεχνης σε αντιθεση με το ελεγειακο. Ομως ο Hopkins εχει μια καλυτερη λεξη: prepossession. Μιλαει για μια prepossession η οποια εξαπτει την υλη, λες και ειχε βρει εκ των ενδον την αισθηση μιας παυσης, μια εξαψη απο ηδη εδω-τητα που την παρηγαγε. Ενδεχομενως θα μπορουσε να ειχε χρησιμοποιησει την λεξη 'προσωπικοτητα', που ειναι μια λεξη που χρησιμοποιησε ο Tagore το 1925 οταν μιλησε για το a priori selving των αισθησεων.

Η προσωπικοτητα

ειπε ο Tagore,

ειναι το μοναδικο πραγμα που βρισκεται στην βαση της καθε πραγματικοτητας.

Χωρια απο την προσωπικοτητα δεν υπαρχει νοημα στην πλαση. Το νερο ειναι νερο επειδη εγω ειμαι εγω. Ομως η 'prepossession' ειναι μια λεξη λιγοτερο κλειστη απο την προσωπικοτητα. Η 'prepossession' υποδηλωνει την υπαρξη ενος κοινωνικου προ-εαυτου που γινεται αισθητος ενικα. Και αυτος ειναι ο λογος που η ποιηση του Hopkins ειναι τοσο σαν χορος, σαν να κινουσουν απο την μια παυση στην αλλη για να βρεις εκεινο το ον στα ενδοτερα, τα οποια κατοικει ο καθενας.

[24.58]

Ο Hopkins χρησιμοποιησε την λεξη ‘prepossession’ μονο στα πρωιμα Journals του. Την αντικατεστησε με τις λεξεις ‘inscape’ και ‘instress’, που υποδηλωναν οτι πλεον δεν αντεγραφε στασεις, αλλα παντα σημειωνε προοπτικες. Οπως για παραδειγμα σ' αυτο το σκιτσο ενος κλαδιου φλαμουριας που εκανε το 1870:

Και γραφει απο κατω:

Αυτο το σκελετωμενο inscape απο ενα κλωναρι φλαμουριας που εσπασα αυτο το καλοκαιρι στο Wimbledon ειναι αξιοσημειωτο για την υπονοουμενη υδρογειο: Ειναι φυλλα στα αριστερα και σαμαρα στα δεξια.

Εναν χρονο αργοτερα, τον Μαρτιο 1871, κοιταζει ξανα κλαδια φλαμουριας:

Αυτη ειναι η εποχη

λεει,

να μελετησεις το inscape στο κλαδωμα των δεντρων. Γιατι τα μπουμπουκια που φουντωνουν τα φερνουν σε μια κορυφωση την οποια διαφορετικα το ματι δεν θα συλλαμβανε - διοτι απο το πολυ το πολυ περισσοτερο, απο το λιγο το οχι πολυ, απο το τιποτα το τιποτα [...] Οι αρσενικες φλαμουριες ειναι πολυ εντονα σημαδεμενες με τα κεφαλια της ανθησης που κανουν τα ακρα των κλαδιων να φουντωνουν.

Σκεφτηκα οτι θα ηταν ενδιαφερον να τακτοποιησεις αυτην την καταγραφη του ημερολογιου σε αραδες, σαν να ηταν γραμμενη σε ελευθερο στιχο. Θα μπορουσατε να ακουσετε τον τροπο με τον οποιο η γλωσσα υψωνεται απο ενα σχολιο σε μια κραυγη οταν ο Hopkins γραφει οντως ενα ποιημα και ο ιδιος ο θορυβος του στιχου συλλαμβανει τις prepossessions των δεντρων. Η καταγραφη του ημερολογιου ειναι σαν ενας μουσικολογος που περιγραφει ενα ξυλοφωνο, ενω ενα ποιημα, για παραδειγμα Binsey Poplars, ειναι σαν την στιγμη που υψωνει το σφυρι του και χτυπα το ξυλοφωνο, το οποιο τραγουδα ακριβως το πεσιμο των δεντρων που το εφτιαξαν.

My aspens dear, whose airy cages quelled,

Quelled or quenched in leaves the leaping sun,

All felled, felled, are all felled;

Ετσι λοιπον εχετε δυο ακουστες απο διαφορετικους αιωνες, ομως με παρομοιους ενθουσιασμους, να προσεχουν υπομονετικα τους εαυτους και τους προ-εαυτους των πραγματων.

Και υπαρχουν αλλοι, με προσθετικα αυτια και αγρυπνους εγκεφαλους, που ακουν πιο γερα, που ακουν πιο μακρια, που ακουν περαν της κλιμακας του τι σημαινει να ακους. Μια συστοιχια απο υποβρυχια υδροφωνα μπορουν ν' ακουνε παγοβουνα να κλαινε εξω απο την ακτη της Ανταρκτικης. Τι σημαινει οταν ενα πελωριο, λευκο, ασταθες σχημα εκπεμπει εναν ηχο που δεν μπορει να ακουστει εκτος απο υπολογιστες οι οποιοι σκιτσαρουν ο,τι συλλαμβανουν οπως αυτο;

Να μου λενε οτι η εικονα αριστερα αναπαριστα τον αρμονικο τρομο παγου που κινειται απαλα πανω απο τον βυθο, ενω αυτη στα δεξια εχει υποστει εναν σεισμο του παγου, ειναι να παρατηρω να ερπει επανω μου ενα ορισμενο μουδιασμα. Οπως ο Ιωβ που τον ρωτα ο Θεος για την κλιμακα των δραστηριοτητων του:

Που ησουν οταν εθεσα τα θεμελια της γης; πες το, αν καταλαβαινεις.

Ποιος εθεσε τα μετρα της, αν ξερεις; η, ποιος απλωσε το νημα της σταθμης επανω της;

Επανω που, εχουν μπηχθει οι κρικοι της; η, ποιος εβαλε τον ακρογωνιαιο λιθο σ' αυτην;

Οταν τα πρωινα αστρα τραγουδουσαν μαζι κι ολοι οι γιοι του θεου κραυγαζαν απο χαρα;

Η, ποιος εφραξε την θαλασσα με πυλες οταν ξεχυθηκε σαν να ειχε εκπορευτει απ' τη μητρα;

Οταν εκανα το νεφος ενδυμα της και σπαργανο της το πηχτο σκοταδι

Και χωρισα γι' αυτην εναν τοπο κι εβαλα κλειδια και πυλες,

Και της ειπα, Μεχρι εδω θα 'ρθεις και οχι μακρυτερα: κι εδω θα σταματησουν τα περηφανα κυματα σου;

Ιώβ. 38,4-11 ποῦ ἦς ἐν τῷ θεμελιοῦν με τὴν γῆν; ἀπάγγειλον δέ μοι εἰ ἐπίστῃ σύνεσιν.

τίς ἔθετο τὰ μέτρα αὐτῆς, εἰ οἶδας; ἢ τίς ὁ ἐπαγαγὼν σπαρτίον ἐπ᾿ αὐτῆς;

ἐπὶ τίνος οἱ κρίκοι αὐτῆς πεπήγασι; τίς δέ ἐστιν ὁ βαλὼν λίθον γωνιαῖον ἐπ᾿ αὐτῆς;

ὅτε ἐγενήθησαν ἄστρα, ᾔνεσάν με φωνῇ μεγάλῃ πάντες ἄγγελοί μου.

ἔφραξα δὲ θάλασσαν πύλαις, ὅτε ἐμαιοῦτο ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτῆς ἐκπορευομένη.

ἐθέμην δὲ αὐτῇ νέφος ἀμφίασιν, ὁμίχλῃ δὲ αὐτὴν ἐσπαργάνωσα.

ἐθέμην δὲ αὐτῇ ὅρια, περιθεὶς κλεῖθρα καὶ πύλας.

εἶπα δὲ αὐτῇ· μέχρι τούτου ἐλεύσῃ καὶ οὐχ ὑπερβήσῃ, ἀλλ᾿ ἐν σεαυτῇ συντριβήσεταί σου τὰ κύματα.

[29.23]

Με αλλα λογια, το νερο ειναι νερο επειδη εγω ειμ' εγω. Η αντιπαραθεση μεταξυ του Ιωβ και του Θεου αφορα περα για περα την ενικοτητα. Ο Ιωβ ερωτα

Θελεις να κομματιασεις ενα ανεμοδαρτο φυλλο;

Θελεις κατατριψει φυλλον φερομενον υπο του ανεμου;

Και στον χαρακτηρα του φυλλου αρνειται να γινει unselved απο τους συντροφους του. Εννοει να αντικρουει την λογικη τους με την ιδια φραση:

Θελω να υπερασπιστω τις οδους μου ενωπιον του Θεου.

θελω υπερασπισθη τας οδους μου ενωπιον αυτου

επιμενοντας οτι το μαρτυριο του δεν εχει σχεση με τιμωρια αλλα με προσωπικ-οτητα.

Ο Ιωβ οντως υπερασπιζεται τις οδους του ενωπιον του Θεου, μα δεν ειναι σιγουρο οτι θα μπορουσε να υπερασπιστει τις οδους του ενωπιον των 4 υψηλων αισθητηρων και των 24 χαμηλων αισθητηρων που περιφερονται πανω απο την γη σε δορυφορους αναζητωντας θερμοτητα απο βαλλιστικους πυραυλους. Να αντιμετωπιζεις αυτα τα αλλοκοτα οργανα και να συνεχιζεις να ζεις με την υποθεση του τι θα μπορουσαν να ανιχνευσουν, ειναι να συναντηθεις με μια ακτινα μηδενικοτητας που κατανικα τον εαυτο απο τα μεσα προς τα εξω. Κι αυτη ειναι μια ακομα πιο δυσκολη προκληση.

Κι αυτο με φερνει πισω εκει απ' οπου ξεκινησα με τον θανατο της γης: λιμος, αποτυχημενες καλλιεργειες, εκτρωματικοι σποροι, συγκεχυμενες εποχες, νεκρα σωματα εγκαταλειμενα, [30.47] κραυγες απο τα ζωντανα, ζωα που ελαφροπατανε τριγυρω σαν πλεγμα λυγαριας, που λιμοκτονουνε, ασταθη, νεκρικες φωτιες, αυλοι, γυναικες που στριγγλιζουν, που ολα αυτα τα φανταστηκαν και τα κατεγραψαν σχεδον πριν απο 3000 χρονια στον Ομηρικο υμνο στην Δημητρα, που ειναι ενα ποιημα που γραφηκε πριν απο το 700 π.Χ. Εχει μεγεθος περιπου 500 αραδες. Ειναι ανωνυμο και, απο κοινου με αλλους Ομηρικους Υμνους, ειναι κατι αναμεσα σε προσευχη και σε ποιημα. Με αλλα λογια η γλωσσα του δεν ειναι απλως αισθητικη αλλα και σκοπιμη. Αποσκοπει να καταστησει την Δημητρα παρουσα.

Η Δημητρα. Ειναι γνωστη ως η θεα των δημητριακων, αν και το ονομα της ειναι προφανως μια κρητικη μορφη του Γ Μήτηρ. Ο υμνος στην Δημητρα ειναι μια παροντικοποιηση, μια φαντασιωση της ιδιας της γης. Και οταν η γη εμφανιζεται, ειναι μια γερικη καμπουριασμενη γυναικα ντυμενη σε μαυρα ρουχα, καθημενη κατω απο μια ελια διπλα σ' εναν δρομο, υποφεροντας τους οδυνηρους σπασμους του πενθους. Αποσυρθηκε απο την συντροφια των Θεων. Κατεβηκε απο το βουνο. Ταξιδεψε σε πολεις των ανθρωπων και τα ευφορα χωραφια τους, παραλλασσοντας την εμφανιση της. Κανενας αντρας, καμια καλοντυμενη γυναικα δεν την αναγνωριζαν καθως καθονταν στην ακρη του δρομου, κατω απο την σκια μιας πυκνοφυλλης ελιας υποφεροντας το πενθος της. Σαν μια πολυ γρια γυναικα μακρια απο το να εχει παιδια, μακρια απο την ευλογια της αγαπης. Θα μπορουσε να ειναι ο καθενας μας, καθως καθεται εκει αντιγραφοντας την σταση της ανθρωπινης καρτεριας. Η ενδεχομενως ειμαστε εμεις που αντιγραφουμε την σταση της Δημητρας οποτε υποφερουμε μια απωλεια. Αυτο ειναι το τι προσφερει ο μυθος. Μια συμμειξη προσωπικου και υπερφυσικου πενθους που δραματοποιειται απο τον φυσικο κοσμο.

Οπως ολοι ξερουν, η Δημητρα εχασε την κορη της Περσεφονη. Η ιστορια λεει οτι η Περσεφονη μαζευε λουλουδια: τριανταφυλλα, βιολετες, υακινθους, κροκους, κρινους, ναρκισσους. Η ιδια η Περσεφονη, οπως την περιγραφει το ποιημα, ειχε προσωπο σαν του καλυκα [καλυκῶπις420] και τριγυριζε σ' ενα απαλο λιβαδι διπλα στη θαλασσα. Ειχε μαζι της συντροφους, ομως ο ναρκισσος, ενα ειδος αγριου ασφοδελου, ειχε τοποθετηθει εκει ως η δικη της ιδιαιτερη παγιδα, η αδυναμια της. Για να χρησιμοποιησω την εξαισια εκφραση της Hélène Cixous, δεν ηταν η Περσεφονη που μαζεψε το λουλουδι, αλλα το λουλουδι ηταν αυτο που την μαζεψε. Και να πως περιγραφεται αυτο:

Ηταν εκπληκτικο και απαστραπτον,

ενα θαυμα και για τους θεους και για τους ανθρωπους.

Απο την ριζα του φυτρωναν 100 κεφαλες

και η ευωδια ηταν τοσο πανγλυκη που τα παντα, ο αερας

η γη κι η αλμυρη θαλασσα αρχισανε να γελαν.

σέβας τότε πᾶσιν ἰδέσθαι10

ἀθανάτοις τε θεοῖς ἠδὲ θνητοῖς ἀνθρώποις·

τοῦ καὶ ἀπὸ ῥίζης ἑκατὸν κάρα ἐξεπεφύκει,

κὦζ’ ἥδιστ’ ὀδμή, πᾶς τ’ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθε

γαῖά τε πᾶσ’ ἐγελάσσε καὶ ἁλμυρὸν οἶδμα θαλάσσης.

[34.13]

Λιγους μηνες πριν, αν μπαινατε σ' ενα θερμοκηπιο στους Botanic Gardens μολις κατω στον δρομο απο εδω, θα μπορουσατε να ειχατε επαληθευσει αυτην την περιγραφη. Ακομη και την στιγμη που θ' ανοιγατε την συρτη πορτα η ευωδια ναρκισσου αναδυονταν για να σας συναντησει σαν φαντασμα, εκπληκτικο, απαστραπτον, θαυμαστο, πανγλυκο, ενα τετοιο σοκ στις αισθησεις που θα μπορουσες να μεινεις εκει γελωντας. 'Ναρκισσος' εχει την ιδια ριζα, η ισως θα επρεπε να πω τον ιδιο βολβο, με τις λεξεις ‘ναρκωτικο’ και ‘ναρκοληψια’. Σημαινει καθαρο σεληνιασμο. Και ηδη μολις το πω χανω τον εαυτο μου κι αρχιζω να παρασυρομαι. Σαν την Περσεφονη, κινδυνευω να λιποθυμησω, με εχει απαγαγει εκεινη η αποκοσμη μυρωδια.

1η Μαϊου. Ειναι ο Gerard Manley Hopkins στο Journal του:

Βρηκα μερικους ασφοδελους, αγριους, μα που ειχαν αρχισει να μαραινονται. Οταν κρατας καποιους στο χερι, βλεπεις την καθαροτητα της φυλλορροιας. Η λαμπερα κιτρινη στεφανη ειναι κατεσπαρμενη με πολυ λεπτα στιλπνα σημαδια σαν γαρυφαλλα που της προσδιδουν ενα γκλιτερ και απλωνονται σε μια ραβδωση που την κανει σαν υφασμα απο χρυσαφι.

I bought a patch of wild ground.

Τωρα ο Ted Hughes, παιρνοντας φορα για να προσπερασει την στιγμη:

I'd bought a patch of wild ground.

In March it surprised me. Suddenly I saw what I owned.

A cauldron of daffodils, boiling gently.

… That night, on my pillow,

My brain was a chandelier of daffodils!

Wings pouring light, faces bowed, Dressed for Heaven.

The souls of all those daffodils, as I killed them,

Had gone to ground inside me – They were packed.


I could see right into their flame-stillness

Like seeing right into the eye-pupil

Of a person fast asleep, as if I’d lifted the eyelid.


I could see right into their flame-stillness

Like seeing right into the eye-pupil

Of a person fast asleep, as if I’d lifted the eyelid.

[37.18]

Ο καθενας που θα περασει διπλα απο εναν ναρκισσο, αν ξερει τον μυθο της Δημητρας, θα τον διαβασει σαν ενα πικτογραμμα της καταπληξης της Περσεφονης και του σοκ της Δημητρας. Τα τρια τους ειναι καλωδιωμενα μεταξυ τους σε ενα κυκλωμα της μνημης. Ο ναρκισσος, ενα ονομα που σημαινει μουδιασμα, αγαλλιαση, αχρονη καταπληξη, διασειση, [37.46] εμποτισμενο, αρωματισμενο, μη ακουομενο ομως σχηματισμενο σαν φαμφαρα, ενα σμιλεμενο ουρλιαχτο, μια ηχητικη τρομπετα, μια θρηνωδια, μια prepossession, η ενα προτερο στοιχειωμα, ενα φαντασμα φωτος ηδη παγιδευμενο μεσα στην ικανοτητα να βλεπει το φως.

Η Περσεφονη, διεκδικουμενη απο ενα τετοιο ον, χαθηκε. Εγινε η νυφη του Αδη, αρχοντα του Κατω Κοσμου. Περασε απο μια χρονικη ζωνη σε μιαν αλλη. Και καθως εξαφανιζονταν ουρλιαξε με μια στριγκλια φωνη. Φωναξε τον πατερα της, μα αυτος ηταν αλλου, καθονταν σ' εναν ναο και τον κουφαινε η βουη απο προσευχες. Η φωνη της Περσεφονης συνεχισε να ουρλιαζει ξοπισω της. Τα βουνα αντηχουσαν, η θαλασσα αντηχουσε, η Δημητρα την ακουσε. Ακουσα την φωνη της να παλλεται στον στειρο αερα λες και υπεφερε βια. Ομως δεν μπορουσα να την δω πουθενα με τα ματια μου. Μονο ο ηλιος που βλεπει τα παντα ηξερε τι ειχε συμβει και ειπε:

Μεγαλοδυναμη Δημητρα, αξιζει να γνωρισεις. Σε σεβομαι

και σε λυπαμαι για την αγωνια σου για την λυγεροποδη κορη σου.

Ηταν λαθος του Δια.

Την εδωσε νυφη στον Αδη,

που με τ' αλογα του την αρπαξε και την πηγε τσιριζοντας στο πηχτο σκοταδι.

Ομως, θεα, παψε τον μεγαλο σου θρηνο. Παψε τον γοο σου.

… Δήμητερ ἄνασσα75

εἰδήσεις· δὴ γὰρ μέγα σ’ ἅζομαι ἠδ’ ἐλεαίρω

ἀχνυμένην περὶ παιδὶ τανυσφύρῳ· οὐδέ τις ἄλλος

αἴτιος ἀθανάτων εἰ μὴ νεφεληγερέτα Ζεύς,

ὅς μιν ἔδωκ’ Ἀίδῃ θαλερὴν κεκλῆσθαι ἄκοιτιν

αὐτοκασιγνήτῳ· ὅ δ’ ὑπὸ ζόφον ἠερόεντα

ἁρπάξας ἵπποισιν ἄγεν μεγάλα ἰάχουσαν.

ἀλλά, θεά, κατάπαυε μέγαν γόον

Τοσο πολλη φασαρια, ειναι σαν χαλασμενη ζωντανη ηχογραφηση του φεστιβαλ που αυτο το ποιημα μνημονευει. Τα Ελευσινια Μυστηρια που εορταζονταν στην Ελευσινα, ακριβως εξω απο την Αθηνα, περιειχαν μια δραματοποιηση του μυθου της Δημητρας. Το τελετουργικο κρατουσε εννια μερες και αρχιζε με ανθρωπους που κουβαλουσαν κουτια απο την Ελευσινα στην Αθηνα, σε ενα απο τα οποια βρισκοnταν ενα αγαλμα του Ιακχου, θεου των κραυγων. Φανταστειτε τι συνεβαινε οταν ανοιγε το κουτι. Τι ανακουφιση για τον καθενα που καταπιεζε μια κραυγη για τους τελευταιους δωδεκα μηνες και τι ενοραση, τι instress να προικισουν την ιδια την πραξη της κραυγης με θεοτητα, ετσι ωστε η φωνη του καθε ατομου να εχει ενα μερτικο σ' αυτην. Αφου ειχαν ξεκινησει οι κραυγες, μετα ηταν μια μερα θαλασσιου λουτρου, μια μερα σφαγης γουρουνιων, μια νυχτα αγρυπνιας, μια επωαση ονειρων, κατοπιν μια πομπη εικοσι μιλιων στην Ελευσινα με διαφορες στασεις. Στο συνορο μεταξυ Αθηνας και Ελευσινας απογονοι του βασιλεα Κροκου εδεναν κλωστες χρωματος κιτρινο σαφραν στον αριστερο καρπο και τον δεξιο αστραγαλο του καθενα που επροκειτο να μυηθει, ενω χλευαστες φωναζαν χυδαιοτητες απο μια γεφυρα. Κατοπιν ειχε ολη την νυχτα οργια, χορο με φως απο δαδες και τελικα γινοταν η εισοδος στο ιερο της Ελευσινας. Το τι συνεβαινε εκει ηταν μυστικο. Ομως ιχνη απο αναφορες υποδηλωνουν οτι ο υμνος λεγονταν στο σκοταδι. Ειναι πιθανο να ελαμβανε χωρα μια περφορμανς σκιων ακολουθουμενη απο μια λαμψη φωτος στην οποια ενα σταχυ κοβονταν σιωπηλα. Κατοπιν ο κοσμος εβγαινε εξω στα χωραφια, παραζαλισμενοι, οπου φωναζαν στον ουρανο 'βρεξε' και στην γη 'συνελαβε'. Ενας ανθρωπος που ηταν εκει ειπε:

Βγηκα απο την αιθουσα κι ενιωθα σαν ξενος με τον εαυτο μου.

Κι ενας αλλος, ενας ιστορικος, ειπε:

Η ζωη των Ελληνων θα ηταν αβιωτη αν εμποδιζονταν απο το να παρευρεθουν στα πιο ιερα μυστηρια που κρατανε μαζι ολη την ανθρωπινη φυλη.

Και ευτυχως το κανουν ακομα. Αν μπορεσω να το κανω να δουλεψει. Θα χρειαζομουν βοηθεια.

[42.04]

[42.40]

Σκεφτομαι πως η δυσκολια να το δεις ειναι περα για περα μερος αυτου. Ηταν φταιξιμο του Δια: την εδωσε για νυφη στον Αδη, κι αυτος με τα αλογα του την αρπαξε και την εφερε, αυτη ουρλιαζοντας, στο πηχτο σκοταδι.

Ομως, θεα, παψε τον μεγαλο σου θρηνο. Παψε τον γοο σου.

ἀλλά, θεά, κατάπαυε μέγαν γόον

Η Δημητρα δεν επαψε. Σαρωνε απο πανω τη γη ουρλιαζοντας σαν πουλι. Καθησε στην ακρη του δρομου κλαιγοντας. Πηγε να εργαστει ως τροφος στην οικογενεια της Μετανιρας και προσπαθησε να κανει το μωρο της Μετανιρας αθανατο, μα αυτο δεν δουλεψε και τοτε ηταν που ολη η γη περιηλθε σε σοκ. Τοτε αποσυρθηκε ολοτελα απο την κοινωνικη ζωη. Καθησε εκει λιωνοντας απο την λαχταρα για την κορη της. Εφερε εναν τρομερο, σκληρο χρονο στα χωραφια μας. Το χωμα δεν εβγαζε σταρι, το ειχε αυτη κρυμμενο στη λαβη της. Ποσοτητες απο καμπυλωτα αροτρα που ματαια τα εσερναν βοδια. Ποσοτητες απο λευκο κριθαρι που ματαια επεφτε στη λασπη. Θα μπορουσε να ειχε σκοτωσει ολους τους ανθρωπους με τον κακο λιμο της και να ειχε κοψει την καθε χαρα των εορτων για τους θεους. Ομως ξερουμε πως τελειωνει η ιστορια. Ο Ζευς μαλακωνει, η Περσεφονη φερεται απο τον Κατω Κοσμο, ομως, εχοντας φαει ενα ροδι, ειναι καταδικασμενη να επιστρεφει εκει για το ενα τριτο του ετους. Και ετσι ειναι που ο χρονος ξεκιναει και παλι. Και δημιουργουνται οι εποχες.

Στην Δημητρα δινεται ο τιτλος ὡρηφόρος, που σημαινει Λειτουργος των Εποχων, Θεματοφυλακας των Ωρων, και παλι, μεσω της περφορμανς του ποιηματος, μας εχει εντυπωθει το κιτρινο λουλουδι, η κραυγη, το διπλο σοκ μιας μητερας και μιας κορης, και η οψη του θανατου της γης, μια φωτογραφια κολλημενου χρονου. Αξιζει να θυμηθουμε αυτα που ειπε ο Σωπατρος για το μυστηριο της Ελευσινας:

Βγηκα απο την αιθουσα κι ενιωθα σαν ξενος με τον εαυτο μου.

Η ποιηση δεν προσφερει επιχειρηματα, μονο μικρες αλλοιωσεις. Και θα ηθελα να κλεισω αυτην την διαλεξη σημειωνοντας μια-δυο prepossessions οι οποιες ισως μολις κι αρχιζουν να αλλοιωνονται. Το 1928 ο Paul Valéry εγραψε ενα δοκιμιο με τιτλο The Conquest of Ubiquity, οπου επεσημανε οτι ολες οι μορφες της τεχνης περιλαμβανουν ενα σωματικο μερος το οποιο αλλοιωθηκε απο την αλλοιωμενη μας κατανοηση της υλης, του χωρου και του χρονου. Στα καπου 100 χρονια αφοτου εγραψε αυτο το δοκιμιο αναρωτιεμαι αν υπηρξε αλλη, σοβαροτερη αλλοιωση. Αναρωτιεμαι αν βλαφτηκε η ιδια η υποκειμενικοτητα, που ομως θα μπορουσε ακομα να διορθωθει. Το 1935 ο Walter Benjamin, εμπνευσμενος απο τον Valéry, εγραψε ενα δοκιμιο με τιτλο The Work of Art in the Age of Mechanical Reproduction, και ισχυριζεται οτι η συνολη προταση της τεχνης αλλοιωθηκε με την αναπαραγωγιμοτητα ηχου και εικονας, καθως δεν ειναι πλεον δυνατο να επικοινωνηθει το μυστηριο, το οποιο αποκαλεσε αυρα, μεσω της γεγονικης παρουσιας ενος αντικειμενου. Και οι δυο αυτες γραμμες της σκεψης πανε πισω στον Τρωικο Πολεμο, οπου ο Γλαυκος τροπον τινα αποσυρει την παρουσια του, αποσυρει την υποκειμενικοτητα του παρομοιαζοντας την οικογενεια του με μια τουφα απο φυλλα που ξαναβγαινουν:

Μη ρωτας για την καταγωγη μου,

λεει,

η γενια μου ειναι οπως η γενια των φυλλων. Ο ανεμος πεταει τα φυλλα στη γη κι η αλλη ανοιξη θρεφει νεα φυλλα στα δαση. Ετσι πεθαινει η μια γενια και μια νεα παιρνει τη θεση της.

οἵη περ φύλλων γενεὴ τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν.

φύλλα τὰ μέν τ᾽ ἄνεμος χαμάδις χέει, ἄλλα δέ θ᾽ ὕλη

τηλεθόωσα φύει, ἔαρος δ᾽ ἐπιγίγνεται ὥρη:

ὣς ἀνδρῶν γενεὴ ἣ μὲν φύει ἣ δ᾽ ἀπολήγει.

Για τον Διομηδη η σωστη αντιδραση στην απαξιωση του, του ανθρωπινου θα μπορουσε να ηταν να τον σκοτωσει επι τοπου. Αντιθετα οι δυο αντρες ανακαλυψαν οτι οι γονεις τους ηταν γνωριμοι. Ανταλλασσουν τις πανοπλιες και δινουν υποσχεση φιλιας. Λες και εξαφνα ειχαν δει εναν αλλο τροπο να κοιταζουν τα φυλλα, οπως ο Funes, να βλεπουν καθε φυλλο στην ενικοτητα του. Και αυτο ειναι ο,τι αποκαλω να σε αφορα η προκληση για την ποιηση της φυσης.