[82]
Απ' την περιπλάνηση βαριά άρρωστος -
ένα όνειρο που σαν χαμένο
φέρνει βόλτες ένα ξερολίβαδο ...
Bashô
Το ταξιδιωτικό ημερολόγιο του Bashô Σε στενά μονοπάτια μες απ' την ενδοχώρα (Oku no hosomichi) ξεκινά με τα εξής λόγια:
<Ήλιος και φεγγάρι, μέρες και μήνες κρατούν για λίγο μόνο, φιλοξενούμενοι χρόνων αιώνιων, και έτσι είναι και με τα έτη: φεύγουν κι έρχονται, είναι συνεχώς σε ταξίδι. Έτσι γίνεται και με τους ανθρώπους που όλη τους τη ζωή κλυδωνίζονται σε καράβια, ή μ' εκείνους που με τ' άλογά τους, οδηγώντας τα απ' το χαλινάρι, οδεύουν προς τα γεράματα: καθημερινά στην πορεία, κάνουν το ταξίδι μόνιμη διαμονή τους. Ήδη πολλοί ποιητές που έζησαν πριν από μας πέθαναν περιπλανώμενοι. Παρόλ' αυτά οι σκέψεις μου, αφορμημένες βέβαια απ' τον άνεμο που κυνηγά τα σαρίδια των σύννεφων, δε σταματούν να πλανιούνται γύρω απ' την συνεχή εξώθηση - δεν ξέρω καν πλέον από ποια χρονιά κι έπειτα.
Το παράθεμα, που εισάγει το ταξιδιωτικό του ημερολόγια, προέρχεται από το προοίμιο ενός ποιήματος του κινέζου ποιητή Li Po, Ανοιξιάτικο νυχτερινό κατάλυμα κάτω από άνθη δαμασκηνιάς κι αχλαδιάς: [83]
Ουρανός και γη - όλο το σύμπαν - δεν είναι παρά ένας ξενώνας, στεγάζει όλα τα όντα μαζί.
Μέσα του ήλιος και φεγγάρι επίσης δεν είναι παρά ξένοι, ξένοι οδοιπόροι αιώνιων χρόνων.
Σ' αυτόν τον φευγαλέο κόσμο η ζωή μοιάζει με όνειρο.
Ποιος ξέρει πόσο συχνά θα γελάμε ακόμη;
Γι' αυτό κι οι προγόνοι μας ανάβαν κεριά για να υμνήσουν τη νύχτα ...
Για τον Bashô "ο άνεμος" είναι συνώνυμο της περιπλάνησης και του φευγαλέου των πραγμάτων. Καταλαβαίνει τον εαυτό του ως "πλανώμενο μοναχό σε ανεμοδαρμένο ρούχο". Furyu, μια έκφραση με την οποία ο Bashô χαρακτηρίζει την ποίησή του, σημαίνει κατά λέξη <ανεμοπόταμος>. Ο Bashô επίσης θα είχε πει: "Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος." Για τον Bashô ποιητικά κατοικεί θα σήμαινε: δεν κατοικεί πουθενά, όπως τα περαστικά σύννεφα, διάγει εκάστοτε στον κόσμο, που είναι ξενώνας, ως ξένος. Η περιπλάνηση με τον άνεμο είναι μια μοναδική μορφή κατοίκησης που είναι φιλιωμένη με την περατότητα. Κανείς κατοικεί, διαβαίνει την περατότητα.
Επιστρέφοντας στην ακτή γυρέψαμε ένα κατάλυμα για το βράδυ, και βρήκαμε ένα ισόγειο χάνι που τα παράθυρά του βλέπαν στη θάλασσα.
[84]
Αχ, να κάνεις τον ταξιδιάρικο ύπνο στο κρεβάτι του ανέμου και των σύννεφων. Με γέμισε μια θεσπέσια αίσθηση, σαν να με είχαν μαγέψει. (Ο Sora έγραψε):
Κόλπος των πευκονήσων
Δανείσου την μορφή του πελαργού
συ, ορεινέ κούκε.
Η συνεχής περιπλάνηση του Bashô είναι μια εκδήλωση της νήστιδος καρδιάς που δεν προσκολλάται σε τίποτα, δεν επιμένει σε τίποτα. Ο Bashô εκφράζει σ' ένα γράμμα αυτό που επιθυμεί από καρδιάς:
Καθώς πολύ το επιθυμώ να ζω σαν τα διαβατάρικα σύννεφα, με την καρδιά της κατοίκησης στο πουθενά, σας παρακαλώ, όσο περιπλανιέμαι ν' ανταποκριθείτε στην επιθυμία μου. Παρακαλώ να μου παράσχετε μόνο αυτά στα οποία δεν χρειάζεται να δεθώ και τα οποία δεν θα υποχρεώσουν την καρδιά μου υπερβολικά. Καθώς σκέφτομαι πως η προσωρινή μου διαμονή είναι σαν ιστός της αράχνης, εκτεθειμένος στο κάθε φύσημα του ανέμου, ο τόπος μπορεί μεν να είναι ένα (άσημο) σπιτάκι, όμως για μένα συνάμα και δεν είναι.
Ακόμα κι αν μιλούσα,
τα κρύα χείλη θά 'ταν
μόνο αγέρας του φθινοπώρου.
Bashô
[85]
Η περιπλάνηση του Bashô δεν είναι <άνετη> χαλαρή περιδιάβαση. Πολύ περισσότερο είναι περιπλάνηση δίχως άνεση, συνεχής κι επώδυνος αποχωρισμός.
Η άνοιξη φεύγει:
Τα πουλιά κλαίνε - και στα ψάρια ακόμα
έρχονται δάκρυα ...
Bashô
Πενθώ τους ανθούς
και τον φευγαλέο κόσμο. - Εμπρός μου
μόνο θολό κρασί και μαύρο ρύζι ...
Bashô
Όμως το πένθος του Bashô δεν έχει το πιεστικό βάρος μιας <μελαγχολίας>. Πολύ περισσότερο διαυγάζει σε μια αιθρία. Αυτό το φωτεινό, αίθριο πένθος είναι η βασική διάθεση της στο πουθενά κατοικούσας, αναχωρητικής του καρδιάς. Διαφέρει ριζικά από εκείνο το κλειστό πένθος που, με τη μορφή διεργασίας πένθους, προσπαθεί να αποποιηθεί τον αποχωρισμό, την παροδικότητα, να απωθήσει τον χρόνο.
Η άρρωστη αγριόπαπια
παραπαίει στο κρύο της νύχτας:
ο τελευταίος ύπνος του ταξιδιού της ...
Bashô
Ο Bashô και βέβαια γνωρίζει το Sutra-διαμάντι, όπου γίνεται λόγος για εκείνη την καρδιά που εκπηγάζει από την κατοίκηση στο πουθενά, την επάφεση στο πουθενά. [86] Ο Dôgen επίσης παραπέμπει στην κατοίκηση στο πουθενά: "Σ' έναν μοναχό πρέπει να είναι χωρίς μόνιμη κατοικία, όπως τα σύννεφα, και χωρίς σταθερό κράτημα, όπως το νερό." Η περιπλάνηση ως κατοίκηση στο πουθενά αποχωρίζεται κάθε μορφή κρατήματος. Δεν αφορά μόνο τη σχέση με τον κόσμο αλλά και τη σχέση με τον εαυτό. Κατοίκηση στο πουθενά θα πει συνάμα να μην κρατείσαι από τον εαυτό σου, να μην εμμένεις στον εαυτό σου, επομένως ν' αφήνεσαι, ν' αφήνεις τον εαυτό σου, εν μέσω του παροδικού ν' αφήνεις και τον εαυτό σου να παρέρχεται. Αυτή η άφεση είναι η φύση της πουθενά κατοικούσας καρδιάς. Περιπλανώμαι θα πει και απο-πλανώμαι. Ο άνθρωπος που δεν κατοικεί πουθενά δεν είναι στο σπίτι του εαυτού του. Πολύ περισσότερο είναι φιλοξενούμενος του εαυτού του. Παραιτείται από κάθε μορφή κατοχής και αυτοκατοχής. Ούτε το σώμα ούτε το πνεύμα είναι δικά μου.
Εκείνο το σπίτι που πρέπει να εγκαταλειφθεί για την κατοίκηση στο πουθενά, δεν είναι απλός προστατευτικός χώρος. Είναι ο τόπος της ψυχής και της εσωτερικότητας στον οποίο αρέσκομαι, τυλίγομαι, ένας χώρος των ικανοτήτων μου και του δυναμικού μου, στον οποίο κατέχω τον εαυτό μου και τον κόσμο μου. Το εγώ εξαρτάται από την δυνατότητα της κατοχής και της συλλογής. Οίκος (σπίτι) είναι ο τόπος αυτής της οικονομικής ύπαρξης. Έτσι η κατοίκηση στο πουθενά παριστά την αντιθετική φιγούρα προς την οικονομία, προς το νοικοκυριό.
[87] Και η ανάλυση του Dasein του Heidegger διατυπώνει ουσιαστικά μια οικονομική ύπαρξη. Η "ύπαρξη" του Dasein είναι δεμένη στον οίκο. Η "ύπαρξη" είναι μια οικονομική ύπαρξη. Έτσι ο Heidegger θα μπορούσε να είχε εισαγάγει τον οίκο ως τρόπο του είναι του Dasein, δηλ. ως "εκ-στατικό χαρακτηριστικό". Το Dasein βλέπει τον κόσμο μόνο ως προς τον εαυτό του, ως προς τις δυνατότητες του είναι του. "Είναι-στον-κόσμο" θα πει τελικά είναι-παρ'-εαυτόν-κατ'-οίκον. Η "μέριμνα" ως μέριμνα για τον εαυτό θα ήταν η φύση του οίκου, εννοημένου ως "εκ-στατικού χαρακτηριστικού". Η μέριμνα ψυχώνει το είναι-στον-κόσμο. Το Dasein δεν μπορεί να περιπλανηθεί.
Η πουθενά κατοικούσα καρδιά αντιδιαστέλλεται προς εκείνο το υποκείμενο, βασική ροπή του οποίου είναι η επιστροφή στον εαυτό του, το οποίο είναι πάντα κατ' οίκον παρ' εαυτό. Κάθε στροφή του υποκειμένου στον κόσμο είναι επιστροφή στον εαυτό του. Με κανένα βήμα προς τον κόσμο δεν απομακρύνεται από τον εαυτό του. Σε κάθε τι συνειδητό είναι συνειδός του εαυτού του. Ένα εγώ-είμαι συνοδεύει κάθε παράστασή του. Η πεποίθηση για το είναι εξαρτάται από την αυτοπεποίθηση. Ο Levinas συγκρίνει αυτό το υποκείμενο με τον Οδυσσέα: "[...] η συνείδηση, μέσα απ' όλες τις περιπέτειες, επανευρίσκεται ως ο εαυτός της, επιστρέφει στον εαυτό της όπως ο Οδυσσέας, που μ' όλα τα ταξίδια του κατευθύνεται μόνο στο νησί του." Στην οικονομική ύπαρξη του Οδυσσέα ο Levinas αντιδιαστέλλει την φιγούρα του Αβραάμ, ο οποίος "εγκαταλείπει την πατρίδα του για πάντα, για να ξεκινήσει για μια ακόμη άγνωστη χώρα."
[88] Είναι ο Αβραάμ πράγματι ελεύθερος από την οικονομική ύπαρξη; Το 1ο Βιβλίο του Μωυσή (κεφ. 12κ.ε.) αφηγείται μεν ότι εγκαταλείπει το σπίτι των πατέρων του. Όμως συνεχίζει να είναι σταθερός στην περιουσία και στην οικογένειά του. Το ξεκίνημα στο αλλού δεν σηματοδοτεί καμιά διακοπή της οικονομικής ύπαρξης: "καὶ ἐπορεύθη ῞Αβραμ, καθάπερ ἐλάλησεν αὐτῷ Κύριος, καὶ ᾤχετο μετ᾿ αὐτοῦ Λώτ. ῞Αβραμ δὲ ἦν ἐτῶν ἑβδομηκονταπέντε, ὅτε ἐξῆλθε ἐκ Χαρράν. καὶ ἔλαβεν ῞Αβραμ Σάραν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὸν Λὼτ υἱὸν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτῶν, ὅσα ἐκτήσαντο, καὶ πᾶσαν ψυχήν, ἣν ἐκτήσαντο ἐκ Χαρράν, καὶ ἐξήλθοσαν πορευθῆναι εἰς γῆν Χαναάν." Το ξεκίνημα ως έξοδος είναι τελικά μετακόμιση, αλλαγή του σπιτιού όπου ο Αβραάμ παίρνει την περιουσία και τις ψυχές μαζί του. Βέβαια ο θεός δεν τον παραπλανά. Ο χωρισμός από το σπίτι των πατέρων συνδέεται με την επαγγελία, την υπόσχεση ενός νέου, πλουσιοπάροχου σπιτιού: "και εἶπε Κύριος τῷ ῞Αβραμ· ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἣν ἄν σοι δείξω· καὶ ποιήσω σε εἰς ἔθνος μέγα καὶ εὐλογήσω σε καὶ μεγαλυνῶ τὸ ὄνομά σου, καὶ ἔσῃ εὐλογημένος· καὶ εὐλογήσω τοὺς εὐλογοῦντάς σε καὶ τοὺς καταρωμένους σε καταράσομαι· καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς." Ο θεός επαναλαμβάνει την υπόσχεσή του. Ο κόσμος, τον οποίο ο Αβραάμ διακρίνει προς όλα τα σημεία του ορίζοντα, πρόκειται να γίνει δικός του κόσμος, δικό του κτήμα: "ἀνάβλεψον τοῖς ὀφθαλμοῖς σου καὶ ἴδε ἀπὸ τοῦ τόπου, οὗ νῦν σύ εἶ, πρὸς βορρᾶν καὶ λίβα καὶ ἀνατολὰς καὶ θάλασσαν· ὅτι πᾶσαν τὴν γῆν, ἣν σὺ ὁρᾷς, σοὶ δώσω αὐτὴν καὶ τῷ σπέρματί σου ἕως αἰῶνος. καὶ ποιήσω τὸ σπέρμα σου ὡς τὴν ἄμμον τῆς γῆς· [89] εἰ δύναταί τις ἐξαριθμῆσαι τὴν ἄμμον τῆς γῆς, καὶ τὸ σπέρμα σου ἐξαριθμηθήσεται. ἀναστὰς διόδευσον τὴν γῆν εἴς τε τὸ μῆκος αὐτῆς καὶ εἰς τὸ πλάτος, ὅτι σοὶ δώσω αὐτὴν καὶ τῷ σπέρματί σου εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἀποσκηνώσας ῞Αβραμ, ἐλθὼν κατῴκησε παρὰ τὴν δρῦν τὴν Μαμβρῆ, ἣ ἦν ἐν Χεβρώμ, καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ." Ο Αβραάμ σίγουρα ενδιαφέρεται για την κτήση που του υποσχέθηκαν. Μέσα από αυτό το ενδιαφέρον απαιτεί από τον θεό μια βεβαιότητα, ένα ορατό σημάδι: "εἶπε δὲ πρὸς αὐτόν· ἐγὼ ὁ Θεὸς ὁ ἐξαγαγών σε ἐκ χώρας Χαλδαίων, ὥστε δοῦναί σοι τὴν γῆν ταύτην κληρονομῆσαι. εἶπε δέ, Δέσποτα Κύριε, κατὰ τί γνώσομαι ὅτι κληρονομήσω αὐτήν;" Η πίστη του Αβραάμ δεν σηματοδοτεί καμιά διακοπή της οικονομικής ύπαρξης. Ακόμα και η θυσία του Ισαάκ δεν είναι ολότελα χωρίς υπολογισμό. Ο Αβραάμ θα είπε στον εαυτό του: "[...] όταν συμβεί, ο Κύριος θα μου δώσει έναν νέο Ισαάκ [...]."
Η κατοίκηση στο πουθενά ως περιπλάνηση προϋποθέτει μια ριζική παραίτηση από την κτήση, από το δικό μου. Ο Bashô απο-πλανά τον εαυτό του και την κτήση του. Απολύει την οικονομική του ύπαρξη ολότελα. Η περιπλάνησή του δεν κατευθύνεται προς το μέλλον της υπόσχεσης. Η χρονικότητα της περιπλάνησης είναι δίχως μέλλον. Ο Bashô περιπλανάται κάθε στιγμή, διαμένει στο εκάστοτε παρόν. Από την περιπλάνησή του λείπει κάθε τελεολογικό ή θεολογικό νόημα. Ο Bashô έχει φτάσει ήδη από πάντα. Αυτός ο περιπλανώμενος μοναχός μέσα στο ανεμοδαρμένο ρούχο θα μπορούσε σίγουρα να γενικευτεί σε φιγούρα αντιθετική προς αυτήν του Οδυσσέα και του Αβραάμ. [90] Ο Bashô περιπλανάται διότι δεν ορέγεται τίποτα. Αντίθετα οι πλανημένες πορείες του Οδυσσέα προϋποθέτουν την παλιννόστηση. Έχουν κατεύθυνση. Ούτε κι ο Αβραάμ θα ήταν σε θέση να περιπλανηθεί γιατί, όπως ο Μωυσής, είναι καθοδόν προς έναν υπεσχημένο οίκο.
Εξαντλημένος απ' το ταξίδι ...
Αντί να ψάξω ένα κατάλυμα -
Να: οι γλιτσίνιες!
Bashô
Η κατοίκηση στο πουθενά θέτει το παράδειγμα της ταυτότητας ριζικά σε αμφισβήτηση. Καμιά έφεση για το αμετάβλητο δεν ψυχώνει την καρδιά: "Το πνεύμα αλλάζει αντίστοιχα με τις δέκα χιλιάδες περιστάσεις, / κι αυτή η μεταβολή είναι πράγματι μυστηριακή - / όταν η ουσία αναγνω-ρίζεται στην ανταπόκρισή του με την ροή, / τότε δεν υπάρχει ούτε χαρά ούτε πόνος." Η καρδιά της κατοίκησης στο πουθενά, που δεν κρατιέται από πουθενά, αρμόζεται στην μεταβολή των πραγμάτων. Δεν μένει όμοια με τον εαυτό της. Η κατοίκηση στο πουθενά είναι μια θνητή κατοίκηση. Λυμένη η καρδιά δεν μένει προσκολλημένη σε τίποτα, δεν γνωρίζει ούτε χαρά ούτε πόνο, ούτε αγάπη ούτε μίσος. Η καρδιά που δεν κατοικεί πουθενά είναι τρόπον τινά υπερβολικά κενή για να μπορεί ν' αγαπά ή να μισεί, να χαίρεται ή να πονά. Η ελευθερία του λυσίματος παριστά μια μοναδική α-διαφορία. Σ' αυτήν την ισο-τιμία η καρδιά είναι φίλια προς όλα όσα έρχονται και φεύγουν.
[91] Η περιπλάνηση ή η κατοίκηση στο πουθενά είναι σίγουρα ξένη στον Πλάτωνα. Ακόμα και μετά τον θάνατο κανείς δεν εγκαταλείπει τον οίκο. Στην Απολογία ο Σωκράτης, σχετικά με τον θάνατο, μιλά για μια "μετοίκηση της ψυχής". Ο θάνατος είναι "μεταβολή τις ... καὶ μετοίκησις τῇ ψυχῇ τοῦ τόπου τοῦ ἐνθένδε εἰς ἄλλον τόπον.". Η "μεταβολή", την οποία η ψυχή εμπειράται κατά τον θάνατο, δεν την καθιστά άστεγη. Η μετακόμιση ή η μετοίκηση δεν είναι περιπλάνηση. Η ψυχή εγκαταλείπει έναν οίκο για να φθάσει σ' έναν άλλο οίκο. Ο θάνατος είναι μετοίκηση από έναν οίκο σ' έναν άλλο. Αντίθετα για τον Bashô πεθαίνω θα πει περιπλανώμαι.
Για τον Πλάτωνα ο θάνατος είναι μια επιχείρηση της "ψυχής" να ξεφύγει από τον πεπερασμένο οίκο του σώματος προς μια επουράνια κατοίκηση. Όταν η ψυχή "φεύγουσα αὐτὸ [το σώμα] καὶ συνηθροισμένη αὐτὴ εἰς ἑαυτήν", δεν χρειάζεται πλέον να φοβάται ότι "ἐν τῇ ἀπαλλαγῇ τοῦ σώματος ὑπὸ τῶν ἀνέμων διαφυσηθεῖσα καὶ διαπτομένη οἴχηται καὶ οὐδὲν ἔτι οὐδαμοῦ ᾖ". Αυτή η συνάθροιση ή εσωτερικότητα διευκολύνει την μετοίκηση σ' εκείνον τον υπερουράνιο τόπο. Ο οίκος προς τον οποίο είναι καθοδόν η στον εαυτό της συναθροισμένη ψυχή είναι καλύτερος από τον οίκο που αφήνει. Είναι ο τόπος του "αμιγούς", του "μονοειδούς" όπου δεν συμβαίνει καμιά αλλαγή, καμιά μεταβολή, καμιά μεταμόρφωση, όπου όλα μένουν ταυτόσημα με τον εαυτό τους. Ο υπερουράνιος οίκος διαφυλάγει την ταυτότητα. Εκείνο το πνεύμα που, σαν το νερό, μεταμορφώνεται συνεχώς "αντίστοιχα με τις δέκα χιλάδες περιστάσεις" δεν μπορεί να αποκληθεί οικείο.
[92]
Μέσα σε οδοιπορικό ρούχο
Ένας πελαργός στην χειμωνιάτικη βροχή:
Ο μαΐστορας Bashô.
Chora
Η εσωτερικότητα της οικιακής εστίας δεν είναι ούτε και στους θεούς ξένη. Καθότι ο οίκος των θεών φυλάγεται από την Εστία, την θεά της σπιτικής εστίας, ενόσο άλλοι θεοί "είναι καθοδόν" (πορεύειν). Μένει κατ' οίκον. Οι πορείες των θεών δεν είναι περιπλάνηση. Ούτε και οι πλατωνικοί θεοί περιπλανώνται. Πάντα επιστρέφουν "οίκαδε", και μάλιστα στο "εσωτερικό" (το είσω) του ουρανού".
Η Πολιτεία του Πλάτωνα μπορεί να διαβαστεί ως βιβλίο για τους βολεμένους, ως βιβλίο για την οικο-νομία. Ο διάλογος περιγράφει μια οικονομική ύπαρξη. Η κριτική εναντίον των ποιητών, την οποία ο Πλάτων διατυπώνει εκεί, παριστά συγχρόνως μια κριτική εναντίον της περιπλάνησης και της μεταμόρφωσης. Στον "ιερό", "θαυμαστό" και "ηδύ" ποιητή, "δυνάμενον ὑπὸ σοφίας παντοδαπὸν γίγνεσθαι καὶ μιμεῖσθαι πάντα χρήματα" ο Πλάτων απαγορεύει την είσοδο στην πόλη. Τον αφήνει να περιπλανάται έξω από την πόλη. Επίσης το δυνατό γέλιο πολλών μαϊστόρων του ζεν σίγουρα θα είχε ενοχλήσει πολύ τον Πλάτωνα. Καθότι ο Πλάτωνας απαγορεύει στον ποιητή την παράσταση του γέλιου. Για τον Πλάτωνα το γέλιο προκαλεί "ἰσχυρὰν μεταβολὴν", στην οποία κανείς περιέρχεται εκτός εαυτού. [93] Οπωσδήποτε και η πουθενά κατοικούσα νήστις καρδιά δεν μένει στο <σώμα>. Όμως δεν είναι απλά ελεύθερη από τις <σωματικές> εφέσεις ως αυτές τούτες. Δεν εκ-κενώνεται μόνο το σώμα, αλλά και η <ψυχή>. Αντίθετα η έφεση παριστά την βασική ροπή της πλατωνικής <ψυχής>. Η μεταφορά του "πτερώματος", που ανυψώνει την ψυχή στον ουρανό, αποδίδει παραστατικά την εσωτερική της φύση. Η αντίθεση μεταξύ κάτω και άνω κυριαρχεί σ' αυτήν την μεταφορικότητα της ψυχής. Αυτή έχει έφεση για το θείον, το αθάνατον. Αντίθετα το κενό δεν μπορεί να είναι αντικείμενο της όρεξης. Καθότι είναι μηδέν. Ακριβώς εκ-κενώνει κάθε όρεξη. Και είναι περισσότερο καθημερινό παρά <θείο>. Ακόμα δεν μπορεί να αποκληθεί μονοειδές γιατί έχει κενωθεί από κάθε μορφή (είδος). Καμιά μορφή δεν εμποδίζει το αδέσμευτό του. Και πάλι το κενό δεν είναι το τελείως άλλο του πολύμορφου, πολύπτυχου κόσμου. Συνάμα είναι ο κόσμος. Δεν υπάρχει καμιά διαφορά επιπέδου του είναι ανάμεσα στο κενό και τον πολύμορφο κόσμο. Έτσι κανείς δεν περιπλανιέται έξω σε μια υπέρβαση, αλλά περιπλανιέται μέσα στο καθημερινό εγγενές.
Η κατοίκηση στο πουθενά δεν παρασταίνει καμιά φυγή από τον κόσμο. Δεν αρνείται την διαμονή σ' αυτόν τον κόσμο. Ο φωτισμένος δεν βωλοδέρνει σε μια έρημο του <μηδενός>. Πολύ περισσότερο κατοικεί "καταμεσίς στον συνωστισμό της πεπατημένης". [94] Η πουθενά κατοίκηση είναι κατοίκηση, και μάλιστα κατοίκηση χωρίς καμιά έφεση, κατοίκηση χωρίς το στεγανά σφραγισμένο εγώ. Δεν γυρίζει την πλάτη στον κόσμο. Το κενό διατυπώνει ένα ορισμένο όχι. Όμως ο ζεν-βουδιστικός δρόμος δεν τελειώνει σ' αυτό το όχι. Οδηγεί και πάλι στο ναι, δηλαδή στον κατοικούμενο, πολύμορφο κόσμο. Αυτό το ναι είναι η βαθύτερη σημασία της ζεν-ρήσης που παρατέθηκε ήδη: "Όλα είναι σαν άλλοτε. <Ψες βράδυ έφαγα τρεις κούπες ρύζι, αυτό το βράδυ πέντε κούπες σταρόσουπα.> Όλα τα παρόντα καταφάσκονται ολότελα, όπως είναι." Αυτήν την διπλή κίνηση του ναι και όχι την εκφράζει και ο εξής λόγος:
Όταν δεν είχαμε ακόμα αφυπνιστεί, το βουνό ήταν μόνο βουνό και το ποτάμι ήταν μόνο ποταμός. Όμως όταν μια μοναδική φορά, από την άσκηση με τον διορατικό μαΐστορα, αφυπνιστήκαμε απρόσμενα, το βουνό δεν ήταν βουνό κι το ποτάμι δεν ήταν ποτάμι, δεν ήταν πράσινο το λιβάδι και δεν ήταν κόκκινο το λουλούδι. Όμως όταν συνεχίσουμε να προχωράμε στον δρόμο της ανάβασης και απολήξουμε εδώ <στον βυθό και στην πηγή>, τότε το βουνό είναι ολότελα βουνό, το ποτάμι είναι ολότελα ποτάμι, πράσινο το λιβάδι και το λουλούδι κόκκινο. <Η συντελεσμένη αφύπνιση είναι όμοια με την όχι-ακόμα-αφύπνιση>, παρά την μεγάλη ουσιαστική διαφορά των δύο.
[95] Η κατοίκηση στο πουθενά υπονοεί το ναι στην κατοίκηση. Όμως αυτή η κατοίκηση έχει περάσει μέσα από το όχι του πουθενά και του κενού, μέσα από τον θάνατο. Ο κόσμος είναι <θεματικά> ο ίδιος. Όμως τρόπον τινά έχει γίνει κατά το κενό ελαφρύτερος. Αυτό το κενό κάνει την κατοίκηση περιπλάνηση. Η κατοίκηση στο πουθενά δεν αρνείται λοιπόν απλά τον οίκο και την κατοίκηση. Πολύ περισσότερο διανοίγει μια πρωτογενή διάσταση της κατοίκησης. Σου επιτρέπει να κατοικείς δίχως να είσαι κατ' οίκον στον εαυτό σου, δίχως να στεγάζεσαι στον εαυτό σου, δίχως να κρατιέσαι από τον εαυτό σου και από την ιδιοκτησία σου. Ανοίγει το σπίτι, το προδιαθέτει φίλια. Μ' αυτό, το σπίτι χάνει το νοικοκυρίστικο, την στενότητα του εσωτερικού και της εσωτερικότητας. Εκ-σωτερικεύεται και γίνεται ξενώνας.