Φωνη








Η φωνη ερχεται απ' αλλου, απεξω, απο τον Αλλο. Οι φωνες που ακουει κανεις, διαφευγουν καθε εντοπισμου. Οι περιφημες θεσεις του Derrida για τον φωνοκεντρισμο της δυτικης μεταφυσικης, οι οποιες εικαζουν για την φωνη εναν εξεχοντα τοπο της αμεσης αυτοπαρουσιας, του αμεσου παροντος, και η ιδιαιτερη εγγυτητα της φωνης με το νοημα, τον λογο, παραγνωριζουν ολοτελα την εξωτερικοτητα της φωνης. Η φωνη, οπως το βλεμμα, ειναι ενα μεσο το οποιο ακριβως υποσκαπτει την αυτοπαρουσια, την αυτοδιαφανεια και εγγραφει στον εαυτο το τελειως Αλλο, το αγνωστο, το δεινο.

Οι ιστοριες του Kafka, οπως το ¨Ενωπιον του Νομου", η "Το Καστρο" σκηνοθετουν υποβλητικα την αρνητικοτητα, το απροσιτο, το μυστηριο του τελειως Αλλου που διαφευγει καθε αναπαραστασης. Ο ανθρωπος απο την επαρχια επιμενει μεχρι τον θανατο του εμπρος στην πυλη του Νομου, διχως ομως να παρει αδεια εισοδο. Ο Νομος μενει γι' αυτον κλειστος. Ο τοπογραφος Κ. επισης δεν παιρνει αδεια εισοδου στο Καστρο. Δεν ειναι συμπτωση οτι το Καστρο αρχικα εμφανιζεται ως φωνη. Ειναι ο τοπος του τελειως Αλλου. Ο Κ., μετα την αφιξη του στο χωριο, τηλεφωνει στο Καστρο. Αυτο που ακουει στο τηλεφωνο δεν ειναι καμια κατανοητη λεξη, κανενας λογος, κανενας διαλογος, αλλα μια αποκοσμη, ακατανοητη, τραγουδιστη φωνη απο μακρια: "Απο το ακουστικο ηρθε ενα βουισμα, που ο Κ. ποτε αλλοτε δεν ειχε ακουσει τηλεφωνωντας. Ηταν σαν απο το βουισμα αναριθμητων παιδικων φωνων - ομως κι αυτο το βουισμα δεν ηταν βουισμα αλλα ηταν τραγουδι απο πολυ μακρινες, παρα πολυ μακρινες φωνες - σαν απ' αυτο το βουητο να διαμορφωνονταν κατα εναν κανονικα αδυνατο τροπο μια και μοναδικη, ψιλη αλλα δυνατη φωνη που χτυπουσε στο αυτι σαν να απαιτουσε να διεισδυσει βαθυτερα απο μονο η φτωχικη ακοη. Ο Κ. αφουγκραζονταν, χωρις να τηλεφωνει, ειχε ακουμπησει το αριστερο χερι στην κονσολα του τηλεφωνου κι αφουγκραζονταν ετσι."

Η φωνη διεισδυει σ' εκεινο το βαθυ στρωμα που βρισκεται κατω απο την συνειδηση. Το βλεμμα επισης εχει την ιδια ενταση και την ιδια βαθεια επιδραση. Η μυστηριωδης σερβιτορα Frida εχει "ενα βλεμμα μιας ιδιαιτερης υπεροχης". Διεισδυει σ' εκεινη την σφαιρα η οποια διαφευγει της συνειδητης πραξης. Επικοινωνει με το Αλλο στο Εγω, με το Εγω ως τον Αλλο: "Οταν αυτο το βλεμμα επεσε στον Κ., του φανηκε οτι αυτο το βλεμμα ειχε ηδη τακτοποιησει πραγματα που αφορουσαν τον Κ., για την υπαρξη των οποιων ο ιδιος δεν ειχε μεχρι τοτε ιδεα, ομως για την υπαρξη τους το βλεμμα τον επεισε."

Η φωνη επισης υποσκαπτει την αυτοπαρουσια. Ανοιγει ενα βαθυ σχισμα στο εσωτερικο του υποκειμενου, δια του οποιου εισβαλλει στον εαυτο το τελειως Αλλο. Στο διηγημα του Kafka "Ερευνες ενος σκυλου" γινεται λογος για μια φωνη, "εμπρος στο μεγαλειο της οποιας ολο το δασος βουβαθηκε." Η φωνη κανει τον ακροατη να περιελθει ολοτελα εκτος εαυτου: "Και ημουν πραγματικα εκτος εαυτου. Υπο κανονικες συνθηκες θα ειχα αρρωστησει βαρια,ανικανος να κουνηθω, ομως στην μελωδια, την οποια συντομα ο σκυλος εμοιαζε να ειχε αναλαβει ως δικη του, δεν μπορουσα ν' αντισταθω."

Για τον Kafka η φωνη ειναι ενα προτιμητεο μεσο του Αλλου, του τελειως Αλλου. Πρωτα μια αδυναμια, μια μεταφυσικη ατονια, μια αρχαϊκη παθητικοτητα κανει καποιον δεκτικο για την φωνη του Αλλου. Σε ενα γραμμα στην Milena ο Kafka συγκρινει τους προφητες με "αδυναμα παιδια" που "ακουγαν, πως η φωνη τους καλουσε" και ενοιωθαν ενα "αγχος που ξεσκιζε το μυαλο". Ειναι αδυναμοι εμπρος στην γιγαντια φωνη του Αλλου. Επισης η ερωτικοτητα της φωνης συνισταται στο οτι εμποδιζει το "ψυχολογικο υποκειμενο να στεριωσει". Το κανει αδυναμο. Εχει χασει τον εαυτο του. Οδηγει σε "απωλεια του εαυτου".

Σημερα δεν ειμαστε πλεον αδυναμα παιδια. Η παιδικη ατονια ως δεκτικοτητα για τον Αλλο δεν ανταποκρινεται στην συσταση της ναρκισσιστικης κοινωνιας. Το ενδυναμουμενο Εγω, που απο την νεοφιλελευθερη σχεση παραγωγης προωθειται και λεηλατειται, αποκοβεται απο τον Αλλο ολο και περισσοτερο. Η φωνη του Αλλου αναπηδα ολοτελα επανω στο ξεφρενα εξαπλουμενο Εγω. Το ναρκισσιστικο overdrive της αυτοαναφορας, μας κανει τυφλους και κωφους απεναντι στον Αλλο. Στο ψηφιακο θροϊσμα του ομοιου πλεον δεν προσλαμβανουμε καμια φωνη του Αλλου. Εχουμε λοιπον γινει ανθεκτικοι στις φωνες και στα βλεμματα.

Για τον Kafka φωνη και βλεμμα ειναι ακομη σηματα του σωματος. Μια επικοινωνια χωρις αυτα τα σωματικα σηματα ειναι μονο συναναστροφη με φαντασματα: "Πως περνα καν η ιδεα σε καποιον οτι οι ανθρωποιμπορουν να συναναστρεφονται μεταξυ τους με γραμματα! Ενα ανθρωπο μακρια μπορεις να τον σκεφτεσαι κι εναν ανθρωπο κοντα να τον πιανεις, ολα τα αλλα ξεπερνα την ανθρωπινη δυναμη. [...] Γραπτα φιλια δεν φτανουν στον τοπο τους αλλα καταπινονται στον δρομο απο τα φαντασματα." Τα ψηφιακα μεσα επικοινωνιας ειναι πολυ πιο ασωματα απο τα γραμματα. Ο γραφικος χαρακτηρας ειναι ακομα ενα σημα του σωματος. Ολοι οι ψηφιακοι γραφικοι χαρακτηρες μοιαζουν μεταξυ τους. Τα ψηφιακα μεσα προπαντων προσβαλλουν το απεναντι του Αλλου. Μας καταληστευουν κανονικα απο την ικανοτητα να σκεφτομαστε τον μακρινο ανθρωπο και να πιανουμε εναν κοντινο ανθρωπο. Αντικαθιστουν την εγγυτητα και το απομακρο με ελλειψη αποστασης.

Με την "Τραχυτητα της φωνης" ο Roland Barthes χαρακτηριζει εκεινη την σωματικοτητα της φωνης η οποια διαφευγει καθε μορφη αναπαραστασης, τοσο της παραστασης οσο και της σημασιας. Αυτο το σωματικο βαθυ στρωμα της φωνης δεν σημαινει μεν τιποτα, ομως ειναι υπευθυνο για μια λαγνεια: "Κατι ειναι εδω, ευδιακριτο και ιδιοτροπο (το ακους μονο), κατι που βρισκεται εκειθεν (η εδωθε) της σημασιας των λεξεων [...] κατι που ειναι αμεσα το σωμα του τραγουδιστη, το οποιο σε μια και την αυτη κινηση των κοιλοτητων, των μυων, των βλεννογονων και των χονδρων [...] εισδυει στο αυτι, σαν να τεντωνονταν πανω απο την εσωτερικη σαρκα του εκτελεστη και πανω απο την μουσικη που τραγουδαει ενα και το αυτο δερμα."

Ο Barthes διακρινει μεταξυ φαινο- και γονο-ασμα. Η "τραχυτητα της φωνης" ενοικει στο γονο-ασμα, στο οποιο δεν προκειται για σημασια, δεν προκειται για σημαινομενα αλλα για "λαγνεια των φωνητικων σημαινοντων της". Η ηδονη εχει πολυ λιγο να κανει με την σημασια. Κοινωνειται σωματικα. Το με το σωμα σχετιζομενο γονο-ασμα ειναι ερωτικο και σαγηνευει. Αντιθετα η δυναμη της σαγηνης λειπει απο το φαινο-ασμα το οποιο αφιερωνεται στην δομη, στους νομους, στην επικοινωνια, στην παρουσιαση και στην εκφραση: "Εδω ειναι η ψυχη που συνοδευει το ασμα, οχι το σωμα." Στο φαινο-ασμα δεν ακουγονται ουτε γλωσσα ουτε βλεννογονοι. Αναδεικνυει μονο το νοημα, ενω το γονο-ασμα κανει να ηχει το αισθησιακο. Απο το φαινο-ασμα λειπει καθε σωματικοτητα, καθε αισθησιακο.

Στο γονο-ασμα πρεπει να "τρως" τα συμφωνα, "για τα οποια κανεις συνηθιζει να θεωρει οτι διαμορφωνουν τον σκελετο της γλωσσας μας [...] και υπαγορευει να 'αρθρωνονται' παντα, να χωριζονται, να τονιζονται ωστε να ικανοποιουν την καθαροτητα του νοηματος". Στο γονο-ασμα τα συμφωνα γινονται "απλο εφαλτηριο του θαυμαστου φωνηεντος". Φωνηεντα κατοικουν το λαγνο σωμα. Τα συμφωνα απεργαζονται το νοημα. Ομως η "αληθεια" της γλωσσας δεν εγκειται στην "λειτουργικοτητα (καθαροτητα, εκφραστικοτητα, επικοινωνια)" αλλα στην λαγνεια και στην σαγηνη.

Και στον Novalis τα συμφωνα [Konsonanten] αντιπροσωπευουν τον πεζο λογο, την σημασια και την χρησιμοτητα. "Konsoniert" θα πει ανεσταλμενος, περιορισμενος, στενεμενος. Για το konsoniert πνευμα η αρνητικοτητα του αγνωστου, του μυστηριακου, του αινιγματος ειναι ξενα. Σαγηνευτικα, ποιητικα, ρομαντικα ειναι αντιθετα τα φωνηεντα. Τα συμφωνα δεν επιτρεπουν την περιπλανηση στα περα: "Η απομακρη φιλοσοφια ηχει σαν ποιηση - γιατι καθε φωνη προς τα περα γινεται φωνηεν." Σημερα βεβαια ζουμε σε μια konsoniert εποχη. Η ψηφιακη επικοινωνια ειναι μια konsoniert επικοινωνια. Ειναι διχως μυστηριο, αινιγμα και ποιηση. Καταργει το απομακρο για χαρη της ελλειψης αποστασης.

Οι σχασεις στο ψυχικο οργανο, οι οποιες ακολουθουν την απαγορευση και την απωθηση, κανουν να προκυψουν φωνες. ετσι ο Daniel Paul Schreber, ο συγγραφεας του "Απομνημονευματα ενος νευρασθενους", αισθανεται να τον καταδιωκουν φωνες. Αυτες ηχουν απο εναν τελειως αλλο τοπο. Ο Schreber μιλα για μια "συνδιαλλαγη φωνων που ξεκινουν απο μιαν αλλη πλευρα, που υποδηλωνουν μια υπεραισθητη προελευση". Οι φωνες, που του μιλουν αδιακοπα, αποδιδονται στον θεο: "Λοιπον για μενα παραμενει ακλονητη αληθεια οτι ο θεος μου αποκαλυπτεται καθε μερα και καθε ωρα εκ νεου μεσα απο συνομιλιες φωνων και θαυματα." Ο Schreber προμηθευεται φωνογραφους, ρολογια τοιχου, η φυσαρμονικες "για να υπερκαλυψω σε ορισμενες περιπτωσεις τις δυσβασταχτες φωνασκιες και ετσι, προσωρινα τουλαχιστον, να εχω καποια ησυχια." Οι φωνες ειναι ενας revenant, ενας που επανακαμπτει απο αλλου. Ο,τι αποκλειστηκε και απωθηθηκε, επανερχεται ως φωνες. Η αρνητικοτητα την αρνησης και την απωθησης ειναι συστατικες για τιςφωνες. Στις φωνες επανερχεται το απωθημενο ψυχικο περιεχομενο. Στην κοινωνια, στην οποια η αρνητικοτητα της απωθησης και της αρνησης ολο και περισσοτερο παραμεριζουν εμπρος στην επιτρεπτικοτητα και στην καταφαση, θα ακουγονται ολο και λιγοτερες φωνες. Αντ' αυτου ομως αυξανεται ο θορυβος του ομοιου.

Συχνα οι φωνες αντιπροσωπευουν μια ανωτερη αρχη, μια υπερβατικοτητα. Αυτη ηχει εκ των ανω, απο ενα τελειως Αλλο. Αυτος ειναι ο λογος που η ηθικη συχνα χρησιμοποιει την μεταφορα των φωνων. Περαν αυτου στις φωνες ενοικει μια εξωτερικοτητα. Οι φωνες της ηθικης εντολης ερχονται απο το εσωτερικο εξω. Ηδη εκεινη η προειδοποιητικη φωνη που ακουγε ο Σωκρατης παλι και παλι ερχεται απο εναν δαιμονα, απο ενα ανατριχιαστικο Αλλο.

Το λογικο του Kant δηλωνεται επισης με μια εντελλουσα φωνη. Η ηθικοτητα συνισταται, εναντια στην ευδαιμονια, εναντια στις αισθησιακες τασεις, στην ολοκληρωτικη υποταγη στον ηθικο νομο, στην "φωνη του λογικου", στην "ουρανια φωνη", η οποια "κανει ακομα και τον υβριστη να τρεμει". Στον Heidegger στην θεση της φωνης του λογικου ερχεται η "φωνη της συνειδησης", η οποια καλει το Dasein να αναλαβει "την δυνατοτητα να ειναι ο εαυτος του ιδιαιτατα". Εδω επισης ενοικει στην φωνη μια εξωτερικοτητα. Σε ενα σημειο του "Ειναι και Χρονος" ο Heidegger, τελειως απροσμενα, μιλα για την "φωνη του φιλου", "τον οποιο καθε Dasein φερει μαζι του". Το "ακουσμα της φωνης του φιλου", λεει ο Heidegger, "συνιστα μαλιστα την πρωταρχικη και ιδιαιτερη ανοιχτοτητα του Dasein για την δυνατοτητα να ειναι ιδιαιτατα". Γιατι η φωνη ερχεται απο τον φιλο; Γιατι ο Heidegger, ακριβως εκει που προκειται για την φωνη, επικαλειται τον φιλο; Ο φιλος ειναι ο Αλλος. Εδω ο Heidegger χρειαζεται τον Αλλο ωστε να προσδωσει στην φωνη μια ορισμενη υπερβατικοτητα.

Ο οψιμος Heidegger καθιστα την φωνη το μεσο της νοησης κατεξοχην. Η νοηση εκτιθεται σε μια φωνη [Stimme] και αφηνεται να συντονιστει [stimmen] και να καθοριστει [be-stimmen] απ' αυτην: "Αυτη η ακοη δεν αλληλεχεται μονο με το αυτι αλλα συναμα με την αλληλεχεια του ανθρωπου με αυτο στο οποιο η ουσια του ειναι συντονισμενη [gestimmt ist]. Ο ανθρωπος μενει συντονισμενος σ' αυτο απο το οποιο καθοριζεται η ουσια του. Στον καθορισμο ο ανθρωπος θιγεται και καλειται απο μια φωνη η οποια ηχει τοσο καθαροτερα οσο πιο αηχα ηχει μεσα απο το ηχηρο." Η φωνη ηχει απο εξω, απο το τελειως Αλλο, στο οποιο η νοηση εκτιθεται. Φωνη και βλεμμα ειναι το μεσο στο οποιο εμφανιζεται το Ειναι ως το Αλλο των οντων, το οποιο παντως αυτα τα συντονιζει και καθοριζει. Ετσι ο Heidegger μιλα για την "ταυτοτητα φωνης και βλεμματος". Στην νηση ανηκει ο Ερως ως εφεση στο Αλλο: "Το Αλλο, αχωριστο απο την αγαπη μου για σενα και, με αλλο τροπο, απο την νοηση μου, ειναι δυσκολο να ειπωθει. Το ονομαζω Ερως, τον αρχαιοτερο των θεων συμφωνα με εναν λογο του Παρμενιδη. Το φτεροκοπημα εκεινου του θεου με αγγιζει καθε φορα οταν στην νοηση κανω ενα ουσιαστικο βημα και τολμω το περασμα στο απατητο." Η νοηση πρεπει να αφεθει στην αρνητικοτητα του Αλλου και να μεταβει στο απατητο. Διαφορετικα βυθιζεται σε ενα θετικο εγχειρημα που συνεχιζει το ομοιο.

Και για τον Paul Celan η φωνη ειναι συστατικη για την ποιηση η οποια ερχεται απο το Αλλο, απο το Εσυ. Η ποιηση ξεκινα εκει οπου η γλωσσα γινεται "εμφωνη". Ξεκινα με την συναντηση με το Αλλο: "Πηγαινει κανεις λοιπον, οταν σκεφτεται ποιηματα, πηγαινει με τα ποιηματα τετοιους δρομους; Ειναι αυτοι οι δρομοι μονον παρακαμπτηριοι δρομοι, παρακαμπτηριες απο σενα σ' εσενα; Ομως συναμα ειναι και, μεταξυ τοσων πολλων αλλων δρομων, δρομοι στους οποιους η γλωσσα γινεται εμφωνη, ειναι συναντησεις, δρομοι μιας φωνης προς ενα αντιλαμβανομενο Εσυ."

Στον ψηφιακο ηχοχωρο, στον οποιο κανεις ακουει προπαντων τον εαυτο του να μιλα, η φωνη του Αλλου χανεται ολο και περισσοτερο. Λογω της απουσιας τουΑλλου ο κοσμος σημερα ειναι λιγοτερο εμφωνος. Σε αντιθεση με το Εσυ, το Απροσωπο δεν εχει φωνη. Απο το Απροσωπο δεν εκπορευεται ουτε αποτανση ουτε αναβλεμμα. Το Απεναντι που χανεται κανει τον κοσμο διχως φωνη και βλεμμα.

Η ψηφιακη επικοινωνια ειναι πολυ φτωχη σε βλεμμα και σε φωνη. Συνδεσεις και δικτυωσεις γινονται διχως βλεμμα και φωνη. Κατα τουτο διαφερουν απο σχεσεις και συναντησεις που εξαρτωνται απο φωνη και βλεμμα. Ναι, ειναι ιδιαιτερες εμπειριες απο φωνη και βλεμμα. Ειναι εμπειριες σωματικες.

Το ψηφιακο σωμα επενεργει αποσωματοποιητικα. Αφαιρει απο την φωνη την τραχυτητα της, την σωματικοτητα της, μαλιστα το βαθος των κοιλοτητων της, των μυων, των βλεννογονων και των χονδρων. Η φωνη λειαινεται. Γινεται διαφανη ως προς την σημασια. Υπεισερχεται τελειως στο σημαινομενο. Αυτη η λεια, ασωματη, διαφανη γλωσσα δεν σαγηνευει και δεν προκαλει καμια λαγνεια. Η σαγηνη εγκειται στην υπερπληθωρα των σημαινοντων που δεν εξαντλειται στο σημαινομενο. Επιζητει την "λαγνεια των σημαινοντων ηχων της" που δεν σημαινουν τιποτα δεν μεσολαβουν καμια πληροφορια. Η σαγηνη συμβαινει σε εναν χωρο στον οποιο κυκλοφορουν σημαινοντα χωρις να παραγγελλονται απο το σημαινομενο. Το μονοσημαντο σημαινομενο δεν σαγηνευει. Και ο τοπος της λαγνειας ειναι το δερμα που απλωνεται στην σημασια. Επισης το μυστηριο δεν ειναι απλα ενα καλυμμενο, κρυμμενο σημαινομενο που εχει να αποκαλυφθει, αλλα μια υπερπληθωρα σημαινοντων που δεν διαλυεται στο σημαινομενο. Δεν ειναι αποκαλυψιμο, διοτι αυτο ειναι, θα μπορουσαμε και να πουμε, η ιδια η καλυπτρα.