Στην παρασταση της Γεωργιας Μαυραγανη αναφερεται το 3ο στασιμο απο την τραγωδια του Σοφοκλη "Οιδιπους επι Κολωνω". Εδω ο χορος μιλα για τα επονειδιστα γηρατεια που μπαινουν τελευταια στη ζωη μας
ανευρα, αφιλα, ασυντροφευτα, οπου του κοσμου τα χειροτερα κακα συγκατοικουν.
Η κατακλειδα μιας ζωης η οποια, λεει ο χορος, οταν περασει η αμυαλια της νιοτης, ειναι γεματη απο μοχθους και πονους,
φθονο και στασεις, μαλωματα και μαχες και φονους
Στην Ιλιαδα ο Τυδεας, πριν φανερωσει στον Διομηδη την καταγωγη του, λεει:
Σαν το γενος των φυλλων ειναι κι αυτο των ανθρωπων. Αλλα φυλλα ο ανεμος τα σκορπαει καταχαμα, αλλα παλι, σαν ερθει η ωρα της ανοιξης, αναφυει το θαλερο δασος. Ετσι και το γενος των ανθρωπων: το ενα φυτρωνει και το αλλο αποληγει.
Οι γεροι ειναι σαν τα γερικα φυλλα, σαν πατσαβουρια, "ανευρα", που λεει κι ο χορος, πανευθραυστα, ετοιμα να τα σαρωσει ο φθινοπωρινος ανεμος. Αχαρη αποληξη μιας ζωης γεματης κοπους και βασανα.
γραφει ο Ησιοδος στην Θεογονια. οὐλόμενος, καταραμενος, απο το ρημα ὄλλυμαι: χανομαι, καταστρεφομαι.
Και στον ομηρικο υμνο Εἲς Ἀφροδίτην, λεει η Αφροδιτη (244-246):
μα γρηγορα τα γηρατεια, τα κοινα σε ολους, θα σε πλακωσουν, τα ανηλεη, που καποια ωρα θα παρευρευρεθουν στους ανθρωπους, τα ολεθρια, τα κουραστικα, τα μισητα κι απο τους θεους
Για αυτην τη ζωη μιλα ο χορος, και ξεστομιζει εκεινο το ανηκουστο (στ. 1224 κ.ε.):
να μην εχεις γεννηθει, αυτο νικαει τον καθε λογο. και πολυ δευτερο ειναι τουτο: σαν γεννηθεις να βαδισεις το γρηγοροτερο κατα κει απ' οπου και ερχεσαι
Η ζωη ειναι διαμονη στην "vallis lacrimarum", την "κοιλαδα των δακρυων". Ετσι παραμενει και στον Μεσαιωνα. Ο ανθρωπος, φτερο στον ανεμο, τραγικο ερμαιο της τυχης. "Τυχη, κυβερνητη του κοσμου" - ειναι ενα τραγουδι απο τον 13ο αιωνα:
Ω Τυχη
που σαν το φεγγαρι
αλλαζεις συνεχεια
παντα μεγαλωνεις
και μικραινεις.
Μισητη ζωη
τωρα βασανιζει
και κατοπιν γλυκαινει
εμπαιζοντας τον οξυ νου,
ανεχεια,
δυναμη,
τις λειωνει σαν παγο
Το ακουμε στην μελοποιηση του Carl Orff: Fortuna Imperatrix Mundi.
Καποτε φτανει η ωρα που ο ανθρωπος σηκωνει κεφαλι. Το 1637 ο γαλλος φιλοσοφος René Déscartes εκδιδει μια μελετη με τον τιτλο Discours de la méthode, "Λογος περι μεθοδου". Εκει γραφει τα εξης:
... ειναι δυνατο να φτασουμε σε γνωσεις που ειναι πολυ χρησιμες στη ζωη, και ... μπορουμε να βρουμε μια πρακτικη με την οποια να γνωρισουμε την δυναμη και τα εργα της φωτιας, του νερου, του αερα, των αστρων, των ουρανων κι ολων των αλλων σωματων που μας περιβαλλουν ..., ετσι που να τις εφαρμοσουμε ... σ' ολες τις χρησεις για τις οποιες ειναι καταλληλες, κι ετσι να καταστουμε κυριοι και κατοχοι της φυσης.
Ακολουθει η επελαση της επιστημης, η Γαλλικη, η Βιομηχανικη Επανασταση. Ο γερος παλιοτερα συμμετειχε στη ενεργο ζωη οπως και οσο τον πηγαιναν τα ποδια του. Η υγειονομικη και οικονομικη διασφαλιση των γηρατειων του, που πλεον λιγο-πολυ ξεκινουν με την εξοδο στην συνταξη, με ολα τα καλα της, εχει ενα τιμημα: γινεται αχρηστος, απομονωνεται περισσοτερο, βαριεται, σκοτωνει τον χρονο που του απομενει.
Μες στα παληα τα σωματα των τα φθαρμενα
καθονται των γεροντων η ψυχες.
Τι θλιβερες που ειναι η πτωχες
και πως βαρυουνται την ζωη την αθλια που τραβουνε.
Πως τρεμουν μην την χασουνε και πως την αγαπουνε
η σαστισμενες κι αντιφατικες
ψυχες, που καθονται - κωμικοτραγικες -
μες στα παληα των τα πετσια τ’ αφανισμενα.
Με την μεταλλαξη του τροπου ζωης στην βιομηχανικη εποχη, συχνα τον διακατεχει απογοητευση και οργη για τα χρονια που εζησε, οπως τα εζησε, για ονειρα που εμειναν ονειρα. Viktor Eberhardt, απο το μυθιστορημα του ελβετου λογοτεχνη Gerold Späth Commedia:
Δες τα πως κουρνιαζουν τα γερικα καυλιαρικα ορνια, κι οι αχυροσακκοι κι οι ψωλες τους τρεμουλιαζουν σα σκουριασμενα γλωσσιδια στα προστατοσωβρακα. Καπνιζουν και ρουθουνιζουν και σαχλαμαριζουν για τα παλια, οι κωλογεροι. Τους μισω, μα ελα που ειμαι κι εγω ενας απο δαυτους, 67 χρονων κι απο μερα σε μερα σαπιζω κι αποβλακωνομαι περισσοτερο. Παλια! Και τι δε γινοταν! Δουλευαμε σαν τα βοδια, αντι να τα σπασουμε στο ξυλο τα γουρουνια και να τα ποδοπατησουμε και να τα λιωσουμε, τα βρωμοσκυλα, τους λογαδες κυριους πολυκερδους. Με τις βιλες τους. Μη μου πειτε τιποτα! Την πατησαμε περα για περα. Μας πατησανε. Μας τη στησανε με προοπτικες γι’ αυξηση του μισθου, περισσοτερο ελευθερο χρονο, περισσοτερες κοινωνικες παροχες και τετοια ζεστα γελαδοσκατα. Τωρα τα 'χουμε κι ειμαστε γερικα σακια. Στα 30 μου μπορουσα ν’ αλωνιζω παντου. Και τωρα τι, να παρει ο διαολος; Ν’ ακουω τα ξερατα σας; Ρεμαλια ηρωων της ζωης! Μα δεν ειναι για να κρεμαστεις. Γιατι ο ηλιος λαμπει. Γιατι δε σε υποχρεωνουν. Γιατι αργοτερα, η ισως κι αυριο, θα τα τιναξεις, κι αυτο ειναι παντα πολυ νωρις. Χες τα! Ωραια ειναι μονο που ακομα δεν εχεις ψοφησει, οταν ομως το 'χεις πισω σου κι εχεις αρχισει κιολας να σαπιζεις, δεν φερνεις αντιρρηση. Ετσι κι αλλιως δεν τη γλιτωνεις. Σουρωνω σιγα-σιγα απ’ το μεσημερι ολο τ’ απογεμα μεχρι αργα τη νυχτα. Μολις και φτανει. Μα γιατι κανεις ξερνα τ’ αντερα του δεκαετιες τωρα; Τα τρια παιδια μου φευγατα. Οι δυο μου γυναικες κουραστηκαν. Ζω με τις φαντασιες μου μονο κι οι αλλοι αμολανε σαχλες απ’ το πρωι ως το βραδυ η εκτρεφουν κουνελια η κοπροσκυλα η καταριουνται τ’ αχαριστα παιδια τους η υμνουν τα προκομμενα παιδια τους, ολα τους νεαροι ηρωες, κιολας βηματιζουν σπασικλαδικα και προκομμενα μεσα στα δοκανα. Μπορεις να τους εμπιστευεσαι, τους νεαρους κωλους, το ξερω, και τα βρωμοσκυλα το ξερουν ακομα καλυτερα.
Και σημερα; Στην μεταβιομηχανικη εποχη; Οσον αφορα το θεμα μας, θα περιοριστω σε ενα χαρακτηριστικο αυτης της εποχης: την διαφορετικη εμπειρια του χρονου. Αναφερομαι στον χαμο της διαρκειας. Τα Χριστουγεννα, για παραδειγμα. Πλεον δεν παραπεμπουν στην παμπαλαιη αφηγηση που καθε χρονο ξαναγυρνα. Εχουν μεταλλαχθει σε ενα επεισοδιο του σιριαλ που λεγεται "ζωη". Που θα παμε αυτα τα Χριστουγεννα; Τι θ' αγορασουμε αυτα τα Χριστουγεννα; Τι θα φαμε αυτα τα Χριστουγεννα; Και τελειωνοντας "αυτα τα Χριστουγεννα", οδευουμε προς το επομενο επεισοδιο του σιριαλ. Στην πολιτικη, στην κοινωνικη ζωη, στον αθλητισμο πραγματα και προσωπα, αν οι μορφες τους δεν επανερχονται στην τηλεοραση και στο διαδικτυο, ξεχνιουνται οπως χανονται τα αυλακια που κανει το καραβι στη θαλασσα. Η γνωση, που επισης συνιστα μια αφηγηση με αρχες, εξελιξη, ερωτηματα, προοπτικες, χανεται. Την θεση της παιρνει η πληροφορια, που δηλωνει το προκειμενο ως ενα στιγμα, ενα δεδομενο, τοσο φτωχο και αφασικο οσο οι συντεταγμενες στις οποιες αποξηραινεται ολος ο πλουτος π.χ. απο ενα υπερωκεανειο που, Εμπειρικος, τραγουδα και πλεχει. Ο ερωτας δεν θα σε ριξει στην μαυρη τρυπα του, δεν θ' ανοιξει μια περιπετεια αβυσσαλεα οπως ο σεισμος που ανοιγει ενα χασμα στη γη. Ο ερωτας ονομαζει πλεον ενα παθος που ζητα να ικανοποιηθει με το σωμα του Αλλου οπως η πεινα με το φαγητο.
Μιλαμε για την διαρκεια που χανεται. Και καθως η τεχνη ξερει να αποδιδει μια εποχη ουσιαστικοτερα απο την επιστημη, και καθως η διαρκεια ειναι χρονικο φαινομενο, θα σας δωσω δυο παραδειγματα απο την τεχνη που ειναι κατεξοχην χρονος, την μουσικη. Εδω, στις παλιοτερες εποχες, η διαρκεια, που θα πει, η αφηγηση, αποτυπωνεται ως μελωδια: My Way.
Και τωρα το τελος ειναι κοντα
Κι ετσι ειμ' εμπρος στην τελικη αυλαια
Φιλε μου, θα το πω καθαρα
Θα δηλωσω τη θεση μου, κι ειμαι σιγουρος γι' αυτην
Εζησα μια ζωη που ειναι γεματη
Ταξιδεψα σε καθε, μα καθε μεγαλο δρομο
Μα πιο πολυ, και πανω απ’ ολα,
Το εκανα με τον δικο μου τον τροπο
Η αφηγηση μπορει βεβαια να αφορα και το τωρα, και τα επερχομενα. "Τουτη την νυχτα, η ποτε". Γερμανικο τραγουδι απο το 1932. Heute Nacht oder nie:
Τουτη τη νυχτα, η ποτε: πες μου αυτο το ενα, αν μ' αγαπας
Τουτη τη νυχτα, η ποτε: θελω να σε ρωτησω αν την αγαπη σου θα μου δωσεις
Τουτη τη νυχτα, η ποτε: θελω να τραγουδαω για σενα μονο ως το πρωι
Μονο τη μελωδια: Τουτη τη νυχτα, η ποτε.
Σημερα, στην εποχη της κατακερματισμενης διαρκειας, ακουμε αλλα πραγματα. Για παραδειγμα το συγκροτημα Swans στο τραγουδι Screen Shot Swans, Screen Shot.
Αγαπη, παιδι, φτανω, υψωνομαι. Θεα, τυφλος, κλεβω, φως
Νους, ουλη ...
Μελωδια ειναι σχεδον ανυπαρκτη. Ανυπαρκτη ειναι και η αφηγηση. Απλα λεξεις πεταμενες εδω κι εκει χωρις νοημα, χωρις να δονουν σ' εμας τιποτα. Μας δονει ο ρυθμος. Ποιος ρυθμος; Στην παλαιοτερη μουσικη ο ρυθμος δινονταν απο το μουσικο μετρο, π.χ. τα ¾ του βαλς, τα ⁶/₈ της βαρκαρολας, τα ⅞ του συρτου καλαματιανου. Το μουσικο μετρο ηταν ο καμβας στον οποιο υφαινονταν η μελωδια, ο κορμος στον οποιο περιτυλιγονταν κι ανεβαινε το τραγουδι οπως ο κισσος στο δεντρο. Σημερα συχνα το μετρο μενει γυμνο, οπως το παιζουν τα μπασα, που δινουν απλα ρυθμο οπως τα τυμπανα στο στρατιωτικο αγημα. Αυτος ο ρυθμος συγγενευει με τον αρχαϊκο εκεινον των χτυπων της καρδιας, η της εισπνοης και της εκπνοης. Γι' αυτο και τα βαρια αυτιστικα, η καθυστερημενα παιδια, εχοντας στη διαθεση τους μονο εκεινο το πρωτο, αρχεγονο δυναμικο του εμβιου οντος, κινουνται συνεχεια μπρος-πισω σ' εναν τετοιο πρωτογονο, μονοτονο, επαναλαμβανομενο ρυθμο. Και δεν βρισκονται πολυ μακρυα τους οι νεοι και γεροι που σημερα "χορευουν" σε μια μουσικη οπως η τελευταια.
Οταν λεμε "γερος" μιλαμε και για το παιδι, τον νεο και τον ενηλικα που δεν ειναι πια, μιλαμε για τον νεκρο που δεν ειναι ακομα. Η ιδια η λεξη αφηγειται πραγματα, αφηγειται μια ιστορια ζωης και θανατου. Ο ανθρωπος της σημερινης εποχης που ειναι, η θα γινει 70 και 80; Στον βαθμο που δεν ζει στο κλιμα προηγουμενων δεκαετιων και αιωνων, στον βαθμο που ειναι οντως ανθρωπος της σημερινης εποχης, δεν διαρκει, δεν διαγει στον χρονο, κι ετσι η λεξη "γερος" δεν εχει να αφηγηθει τιποτα. Ειναι μια λεξη νεκρη. Η εποχη μας δεν γνωριζει ουτε νεους ουτε γερους. Κινουμαστε σε ενα ισοηλεκτρικο συνεχες του χρονου οπου οι μικροι ειναι μικρομεγαλοι και οι μεγαλοι μεγαλομικροι.
Ισως η πιο υπουλη καταλυση της διαρκειας ειναι αυτη της διαρκειας διχως τελος. Στην ερημο του φοβου, για τον οποιο θα ακουσουμε απο την Κατερινα Αγγελακη-Ρουκ, στην ερημο του φοβου ο αντικατοπτρισμος προβαλλει εμπρος στα ματια του φοβισμενου μια οαση, ενα φαινομενικα γλυκο παραμυθι που λεγεται "ageless ageing", "αν-ηλικη γηρανση". Στον βωμο του οι Αμερικανοι εναποθετουν καθε χρονο καπου 50 δισεκατομυρια για φαρμακα που υποτιθεται οτι επιμηκυνουν την ζωη. Η ακραια μορφη του παραμυθιου ειναι οι transhumanists, "μετανθρωποι". Ενα μανιφεστο τους λεει:
Προσβλεπουμε στην δυνατοτητα της διευρυνσης του ανθρωπινου δυναμικου υπερνικωντας την γηρανση, τις γνωστικες ανεπαρκειες, τα ακουσια βασανα και τον εγκλεισμο μας στον πλανητη γη.
Οι σημερινες επεμβασεις της πλαστικης χειρουργικης ειναι λοιπον μονο η απαρχη. Ομως ηδη αυτα που τωρα υπαρχουν, μεταμορφωνουν καποιον, το βλεπουμε καθημερινα στις οθονες και στον κυκλο μας, τον παραμορφωνουν, τον "κακοφορμιζουν", οπως λεει η Κατερινα. Η μορφη του πλησιαζει το cyborg. Γινεται, με μια εκφραση του Jean Baudrillard, "υπερπραγματικος" ανθρωπος.
Βεβαια η φθορα, παρολη την τεχνολογια, ερχεται, και "οι Μηδοι επιτελους θα διαβουν". Καποτε ερχεται αργα-αργα, καποτε σκαει ενας καρκινος, καποιο εμφραγμα και παει λεγοντας. Αυτα τα συμβαντα, καθως δεν ακουμπανε στο λικνο μιας ιστοριας ζωης, αιφνιδιαζουν, εκπλησσουν, πανικοβαλλουν. Ερχονται παντα σε λαθος χρονο. "Σαστισμενες κι αντιφατικες ψυχες", λεει ο ποιητης. Η ιδια η φθορα γινεται αντιληπτη περισσοτερο ως αναπηρια. Ποια ειναι η διαφορα; Η αναπηρια μπορει να συμβει σε οποιαδηποτε ηλικια και ειναι μια λεξη στερητικη. Τα γεραματα, οταν μπορουσαμε να μιλαμε για γεραματα, ειναι ενας χρονος και ενας τοπος στον οποιο καποιος, σαν ερθει η ωρα του, εισερχεται και τον κατοικει. Σημερα αυτα τα γεραματα τεινουν να γινουν, εχουν γινει μια ξενη, μια νεκρη γλωσσα. Στο ποιημα της Κατερινας υπαρχουν οι στιχοι
Φοβος για την καταρρευση
της φυσης, του κορμιου, του κοσμου.
Ενδεχομενως σημερα ο φοβος δεν ειναι η κυριαρχη διαθεση απεναντι στα γεραματα που εισβαλλουν. Διοτι φοβασαι μονο κατι που ξερεις, η νομιζεις πως ξερεις. Ομως ο σημερινος ανθρωπος αντικρυζει την καταρρευση οπως θα στεκοταν εμπρος σε μινωικη γραφη: δεν του λεει τιποτα. Ισως ομως και να καταλαμβανεται απο ενα αλλο ειδος φοβου, εναν φοβο που συνανταμε περισσοτερο στα μικρα παιδια - κατι το μυθικο, το απεραντα ζοφερο, που παει να σε ρουφηξει και να σε βυθισει στον σκοταδι του, να σε σκοτεινιασει τον ιδιο, και που ειναι πιο τρομερο κι απο την οποια απωλεια, πιο φοβερο κι απ' τον θανατο. Και οπου δεν υπαρχει πλεον καμια αγκαλια που να μπορεις να πας και να κουρνιασεις στην θαλπωρη της.
Πολυ συχνα, οπως ανεφερα, κανεις δεν φτανει καν στον φοβο. Η ελλειψη της διαρκειας, που θα πει συναμα η αναιθησια για την περατοτητα, κανει καποιον να αναλωνεται σε κατι που ειναι πιο δυνατο απο την φθορα και τον θανατο. Οπως για παραδειγμα, η διαχειριση. Κανεις μανατζαρει την ζωη του και αυτη η απασχοληση μπορει να τον απορροφα μεχρι τελους, μεχρι και την διαχειριση της εκπτωσης, της ασθενειας, της διαθηκης. Υπαρχουν και αλλα πραγματα στα οποια μπορει μια ζωη να εξαντλειται: η αγαπη, ο ερωτας, η ενοχη, το μισος και η εκδικηση, η αυταρεσκεια, η γνωμη των αλλων, αλλα και παθη κι επιθυμιες και ορμες που δεν εννοουν να παρελθουν, ενω εχει παρελθει ο χρονος τους - βλεπε viagra, τεστοστερονη και τα παρομοια.
Η, κατι σαν αυτο που μου συμβαινει τωρα που γραφω τις τελευταιες γραμμες και επιμενω ν' αναζητω ενα ωραιο τελειωμα - λες και η ζωη αποκτα ποτε πληροτητα και ολοκληρωση!
(Τελος του εκφωνηθεντος κειμενου)
Ομως πως οριζονται τα γεραματα; Οι κοινωνιολογοι τα εννοουν ως την μεταβαση απο την αναπτυξη στην συντηρηση και στην διαχειριση των απωλειων. Ομως ποια ειναι η εμπειρια του "γερναω"; Θα μπορουσε να γινει μια διακριση αναμεσα στο αυτοπροσδιοριζομενο και στο ετεροπροσδιοριζομενο γηρας.
Το δευτερο, το ετεροπροσδιοριζομενο γηρας. Η εμπειρια του ερχεται απο την συγκριση με το πριν: Πριν λιγο καιρο βρεθηκα σ' ενα γηπεδο μπασκετ, κατω απο το καλαθι. Εβλεπα το στεφανι και απορουσα: εγω ημουν που μαθητης, δηλαδη πριν απο πενηντα και βαλε χρονια, πηδαγα και το εφτανα; Απιστευτο! Στο μετρο, οταν πλεον καποιες φορες μου προσφερουν την θεση τους να καθησω. Εμενα; Πως το σκεφτηκαν; Οι φωτογραφιες, οταν αρχισαν τα μαλλια μου να πεφτουν. Οταν βλεπω μια μορφη κουρασμενη, ρυτιδιασμενη, σαν το σαπιο φυλλο, με την εκφραση του Ομηρου: Εγω ειμαι αυτος;
Ο αυτοπροσδιορισμος τωρα. Εδω τα πραγματα αλλαζουν. Διοτι ελευθερος απο συγκρισεις, μενοντας στον χρονο μου, το στεφανι ειναι απλα πολυ ψηλα, τα μαλλια κι η φαλακρα μου ειναι οπως ειναι, στο μετρο μπορω να δεχτω την θεση, η να αρνηθω, αναλογα με το ποιος μου την προσφερει, αν ειμαι κουρασμενος, κλπ. Ετσι ειμαι, απλα.
Και η εμπειρια των γηρατειων; Ποτε ονομαζονται με το ονομα τους; Η πρωτη φορα ηρθε πριν καπου δεκα χρονια κατα την συγγραφη μιας ομιλιας. Εκει αναφερομαι σε μια φραση απο το δοκιμιο του Γιωργου Σεφερη "Γλωσσες στον Αρτεμιδωρο", που μου εντυπωθηκε. Στην ομιλια λεω:
Υπηρξαν στη ζωη μου καποιες στιγμες που, οπως λεμε, "εγραψαν" - με συγκινησαν, με σημαδεψαν, πηραν μια μονιμη θεση στον κοσμο, τον στιγματισαν. Αρχικα και για μεγαλο διαστημα παρεμεναν βουβες. Επιμονες και αμετακινητες. Τα τελευταια χρονια λοιπον μου συμβαινει κατι πρωτογνωρο: Τυχαινει καποτε να εχω μια αναλαμπη. (...) Τοτε καποια απ' αυτες τις αλλοτινες στιγμες ανασαλευει. (...) Γινεται οικεια, μπορω και συνομιλω μαζι της. Το ονομα που μου ηρθε γι' αυτες τις εμπειριες, δεν ξερω πως κι απο που, ηταν "γεραματα".
Ποιος ειναι αυτος που γερναει; Το ειδωλο των συγκρισεων; Σ' αυτες εγω ετεροπροσδιοριζομαι, δηλαδη εχω μια εικονα του εαυτου μου μεσα απο την αναφορα σε ενα πριν, σε ενα ειδωλο στον καθρεφτη, στο βλεμμα των αλλων. Φυσικα ειμαι εγω, ομως και δεν ειμαι εγω.
Ποιος ειναι αυτος που γερναει; Στην εμπειρια μου οπου τα γεραματα ονομαζονται; Η λεξη ηρθε. Δεν ειμαι γερος, δεν νοιωθω γερος. Βλεπω γεραματα. Που τα βλεπω; Σε ποιον τα βλεπω; Η λεξη ηρθε. Απροσωπα. Σκεφτομαι και τα λογια της Αφροδιτης που αναφερθηκαν προηγουμενως: Το γηρας παρίσταται ἀνθρώποισιν, παρευρισκεται στους ανθρωπους, τους παρα-στεκεται, ερχεται κοντα τους. Ας το ακουσουμε οπως λεγεται, διχως να το παραφραζουμε στην γλωσσα ενος υποκειμενου, οπου θα ηταν το υποκειμενο, θα ημουν εγω, που γερναω. Το γηρας παρίσταται, ερχεται και με βρισκει. Το γηρας δεν ειμαι εγω. Δεν ειναι ενα υποκειμενο και γι' αυτο δεν εχει προσωπο. Ερχεται, απροσωπα και με συναντα. Με συναντα και με κανει εναν αλλο, με αποπροσωποποιει. Για αυτην την αποπροσωποποιηση εγραψα πριν δυο χρονια:
Ισως πλεον εχει να κανει και με την προχωρημενη μου ηλικια, αυτην που οι παλιοτεροι, που ζουσανε και πεθαινανε συντονοι με τον χρονο, αποκαλουσαν "γεραματα". Ενα χαρακτηριστικο των γηρατειων ειναι λοιπον οτι κανεις, μετα απο τα πολλα "του κυκλου τα γυρισματα", στην γειτονευση πια με τον θανατο, χανει την ντροπη: Σε εναν αγνωστο μου, π.χ. στο μετρο, οταν ζητω να περασω για να κατεβω στην επομενη σταση, θα απευθυνθω με μια οικειοτητα σαν να τον ηξερα απο παντα. Κι αυτο ειναι ενα φαινομενο αποπροσωποποιησης: Τα προσωπα μας, δηλαδη ανθρωποι, αυτος κι εγω, με ολοτελα διαφορετικη ιστορια, αναφορες, προσωπικοτητες, ειναι παντελως αδιαφορα. Η οικειοτητα, με την οποια του, η της, απευθυνομαι, ειναι μια τελειως αλλη, που δεν βασιζεται σε τιποτα που θα μπορουσε να μας ενωνει, η να μας χωριζει.
Πολλοι απο αυτους τους ανθρωπους θα μπορουσαν να ειναι παιδια μου. Τι θα πει αυτο το "θα μπορουσαν"; Δεν τους βλεπω σχεδον σαν παιδια μου; Δεν ειμαι ενας, αποπροσωποποιημενος, πατερας τους;
Η αποπροσωποποιηση του γηρατος συμβαινει επανω σε ενα κεκλιμενο επιπεδο οπου κυλωντας το σωμα φθινει: γινεται ολο και περισσοτερο ανυποστατο. Στην χαμενη τραγωδια του Ευριπιδη "Αιολος" ενας γερος λεει:
εμεις οι γεροι δεν ειμαστε παρα …
σκηνωματα και ερπουμε πανω στη γη, απομιμησεις ονειρων
Αυτο θα πει οτι απεναντι στον Αλλο ο γερος, με την υποσταση του να φθινει, στεκει διχως αντισταση: διχως επιθυμια και φοβο, διχως ανταγωνισμο και συγκρουση, μαλιστα κενος καθε προθετικοτητας. Ακριβως αυτο το στοιχειο του γηρατος ηρεμει τον Αλλο, διοτι τον απαλλασσει απο την πιεση της ανταποκρισης. Τον κανει φιλικο και προσηνη. Για αυτην την κοπωση, οχι απο εξαντληση αλλα απο την καταληψη του σωματος απο το ανυποστατο, ο Peter Handke γραφει:
Μιλω εδω για την κοπωση σε καιρο ειρηνης, στα μεσοδιαστηματα. Και σ' εκεινες τις ωρες υπηρχε ειρηνη (...). Και το εκπληκτικο ειναι πως η κοπωση μου εκει εμοιαζε να συντελει στην προσκαιρη ειρηνη, καθως το βλεμμα της καθε φορα ηρεμουσε, μαλακωνε - αφοπλιζε εκφρασεις της βιας, της εριδας, η και μονο καποιας αγενειας ηδη στο ξεκινημα τους...
Πως λυνονται τα προβληματα: Ενας γερος
Στου καφενειου του βοερου το μεσα μερος
σκυμενος στο τραπεζι καθετ’ ενας γερος·
με μιαν εφημεριδα εμπρος του, χωρις συντροφια.
Και μες των αθλιων γηρατειων την καταφρονια
σκεπτεται ποσο λιγο χαρηκε τα χρονια
που ειχε και δυναμι, και λογο, κ’ εμορφια.
Ξερει που γερασε πολυ· το νοιωθει, το κυτταζει.
Κ’ εν τουτοις ο καιρος που ηταν νεος μοιαζει
σαν χθες. Τι διαστημα μικρο, τι διαστημα μικρο.
Και συλλογιεται η Φρονησις πως τον εγελα·
και πως την εμπιστευονταν παντα — τι τρελλα! —
την ψευτρα που ελεγε· «Aυριο. Εχεις πολυν καιρο.»
Θυμαται ορμες που βασταγε· και ποση
χαρα θυσιαζε. Την αμυαλη του γνωσι
καθ’ ευκαιρια χαμενη τωρα την εμπαιζει.
.... Μα απ’ το πολυ να σκεπτεται και να θυμαται
ο γερος εζαλισθηκε. Κι αποκοιμαται
στου καφενειου ακουμπισμενος το τραπεζι.
Ο γερος δεν ησυχαζει βρισκοντας απαντησεις. Κουραζεται με τα προβληματα, τα ερωτηματα, κι αποκοιμαται. Ειναι σοφος, οχι μετα απο γνωσεις και προσπαθειες αλλα απο το οτι ετσι ειναι: καποτε ζαλιζεται κι αποκοιμαται. Διοτι τα προβληματα της ζωης καπως ετσι λυνονται: οταν κανεις κουραζεται, τα βαριεται και τα αφηνει να πεσουν κατω. Ο Buson, συνθετης χαϊκου:
Έλα, πάμε για ύπνο!
Ο νέος χρόνος είναι μια
υπόθεση του αύριο.
Αυτη η κουραση απροσωποποποιει, κανει μια ζωη, την ζωη σου, να ειναι, χωρις να σε αφορα, χωρις να αφηνει καποιο εντυπωμα στο Εγω. Καβαφης, "Μακρυα":
Θαθελα αυτην την μνημη να την πω...
Μα ετσι εσβυσθη πια... σαν τιποτε δεν απομενει -
γιατι μακρυα, στα πρωτα εφηβικα μου χρονια κειται.
Δερμα σαν καμωμενο απο ιασεμι...
Εκεινη του Aυγουστου - Aυγουστος ηταν; - η βραδυα...
Μολις θυμουμαι πια τα ματια· ησαν, θαρρω, μαβια...
A ναι, μαβια· ενα σαπφειρινο μαβι.
Η μνημη. Τα παρελθοντα χρονολογουνται ολο και περισσοτερο στο "μια φορα κι εναν καιρο": Παλια συμβαντα, παλια προσωπα, παλια τραγουδια, ερχονται, οταν ερχονται, στην αισθηση ενος νεκρου, ενος που τα ξαναζει απο μακρια πλεον, σαν μεσα απο εναν ταφο. Γινονται κυριολεκτικα παρελθοντα, γινεται παρελθων και αυτος ο αλλοτινος που τα εζησε. Καβαφης και παλι, ¨Επιθυμιες":
Και σε μια μελοποιηση του Νικολα Σπανου.