Michael Ende

Απο το

Der Spiegel im Spiegel

Ο καθρέφτης μες στον καθρέφτη




Ende, Απο το Der Spiegel im Spiegel

Η κυρία παραμέρισε τη μαύρη κουρτίνα στο παράθυρο της άμαξάς της και ρώτησε:

«Γιατί δεν πας πιο γρήγορα; Ξέρεις τι σημαίνει για μένα να είμαι στην ώρα μου στη γιορτή!»

Ο αμαξάς, που του έλειπε το ένα πόδι, έσκυψε απ' το κάθισμά του προς αυτήν και απάντησε:

«Πέσαμε σ' ένα καραβάνι, μαντάμ. Ούτε κι εγώ ξέρω πώς. Πρέπει να ψιλοκοιμήθηκα βέβαια. Πάντως ξαφνικά αυτός ο κόσμος είναι 'δω και κλείνει το δρόμο.»

Η κυρία έσκυψε έξω απ' το παράθυρο. Πράγματι ο επαρχιακός δρόμος ήταν γεμάτος από μια μακριά πορεία ανθρώπων. Ήταν παιδιά και γέροι, άντρες και γυναίκες, όλοι τους σε αλλόκοτα πολύχρωμα κοστούμια κλόουν, στα κεφάλια φανταχτερά καπέλα, στις πλάτες μεγάλα πακέτα. Κάποιοι καβαλούσαν μουλάρια, άλλοι μεγάλα σκυλιά ή στρουθοκαμήλους. Ανάμεσά τους κλυδωνίζονταν δίτροχα κάρα φορτωμένα μέχρι πάνω με κουτιά και βαλίτσες, ή σκεπασμένες άμαξες όπου καθόταν οικογένειες.

«Ποιοι είστε;» ρώτησε η κυρία έναν νεαρό ντυμένο αρλεκίνο που προχωρούσε δίπλα στην άμαξά της. Πάνω στον ώμο είχε ένα κοντάρι που την άλλη άκρη του την κουβαλούσε ένα κορίτσι με αμυγδαλωτά μάτια. Στο κοντάρι κρεμόταν κάθε είδους οικιακά σκεύη, πάνω του καθόταν ένας μικρός ξεπαγιασμένος πίθηκος. «Είστε τσίρκο;»

«Δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε», είπε ο νεαρός. «Τσίρκο δεν είμαστε.»

«Κι από πού έρχεστε λοιπόν;» ήθελε η κυρία να μάθει.

«Απ' τα Ουράνια Όρη», απάντησε ο νεαρός, «μα πάει καιρός.»

«Και τι κάνατε κει;»

«Ήταν προτού έρθω στον κόσμο. Γεννήθηκα στο δρόμο.»

Τώρα μπήκε στην κουβέντα ένας γέρος που κουβαλούσε στην πλάτη μια μεγάλη ... ή ......... .

«Εκεί κάναμε την Ατέλειωτη Παράσταση, καλή κυρία. Το παιδί δεν μπορεί πια να το ξέρει. Ήταν μια παράσταση για τον ήλιο, το φεγγάρι και τ' άστρα. Ο καθένας μας στεκόταν και σε μιαν άλλη βουνοκορφή και φωνάζαμε ο ένας στον άλλο τις λέξεις. Παίζαμε συνεχώς, γιατί αυτή η παράσταση ήταν που συγκρατούσε τον κόσμο. Μα τώρα κι οι περισσότεροι από μας τό 'χουν ήδη ξεχάσει. Είναι ήδη πολύς καιρός που έχει περάσει.»

«Γιατί σταματήσατε να παίζετε;»

«Έγινε ένα μεγάλο ατύχημα, καλή κυρία. Μια μέρα παρατηρήσαμε πως μας έλειπε μια λέξη. Κανείς δεν μας την είχε κλέψει, ούτε και την είχαμε ξεχάσει. Απλά δεν ήταν πια εδώ. Όμως δίχως αυτήν τη λέξη δεν μπορούσαμε να παίξουμε παρακάτω γιατί δεν έβγαινε πια κανένα νόημα. Ήταν η μία λέξη, που μ' αυτήν όλα σχετίζονται με όλα. Καταλαβαίνετε, καλή κυρία; Από τότε είμαστε στον δρόμο για να τη βρούμε απ' την αρχή.»

«Που μ' αυτήν όλα σχετίζονται με όλα;» ρώτησε η κυρία απορημένη.

«Ναι», είπε ο γέρος και κούνησε το κεφάλι σοβαρά, «σίγουρα θα το προσέξατε κι εσείς, καλή κυρία, πως ο κόσμος συνίσταται πια μόνο από κομμάτια που κανένα δεν έχει πια να κάνει με τ' άλλο. Αυτό συμβαίνει από τότε που η λέξη μας χάθηκε. Και το χειρότερο είναι πως τα κομμάτια κομματιάζονται όλο και περισσότερο και μένουν όλο και λιγότερα που να σχετίζονται μεταξύ τους. Εάν δε βρούμε τη λέξη που θα συνδέσει και πάλι όλα με όλα, τότε μια μέρα όλος ο κόσμος θα γίνει σκόνη. Γι' αυτό είμαστε στον δρόμο και την αναζητούμε.»

«Και πιστεύετε πως κάποια μέρα πράγματι θα τη βρείτε;»

Ο γέρος δεν απάντησε, μόνο επιτάχυνε το βήμα του και προσπέρασε. Το κορίτσι με τα αμυγδαλωτά μάτια, που τώρα πήγαινε δίπλα στο παράθυρο της κυρίας, εξήγησε ντροπαλά:

«Με τον μακρύ δρόμο που κάνουμε, γράφουμε τη λέξη πάνω στην επιφάνεια της γης. Γι' αυτό δεν μένουμε πουθενά.»

«Α», είπε η κυρία, «τότε ξέρετε πάντα πού πρέπει να πάτε;»

«Όχι, αφήνουμε να μας πάει.»

«Και ποιος ή τι σας πάει;»

«Η λέξη», απάντησε το κορίτσι και χαμογέλασε σαν νά 'θελε να ζητήσει συγνώμη.

Η κυρία λοξοκοίταξε το παιδί πολλή ώρα και μετά ρώτησε σιγά:

"Μπορώ νά 'ρθω μαζί σας;"

Το κορίτσι σώπασε και χαμογέλασε και, ακολουθώντας το αγόρι, προσπέρασε αργά την άμαξα.

"Στοπ!" φώναξε η κυρία στον αμαξά. Αυτός τράβηξε τα χαλινάρια, γύρισε πίσω και ρώτησε:

"Μαντάμ, πράγματι θέλετε να πάτε μ' αυτούς εκεί;"

Η κυρία καθόταν στα μαξιλάρια βουβή και στητή και κοίταζε ίσια μπροστά. Σιγά-σιγά πέρασε όλη η υπόλοιπη συνοδεία δίπλα από τη σταματημένη άμαξα. Όταν πέρασε κι ο τελευταίος, η κυρία κατέβηκε κι ακολούθησε με το βλέμμα της την πορεία μέχρι που χάθηκε. Άρχισε να ψιλοβρέχει.

"Γύρισε!" φώναξε στον αμαξά καθώς ανέβαινε πάλι, "Πάμε πίσω. Άλλαξα γνώμη."

"Δόξα τω θεώ!" είπε ο κουτσός, "και σκεφτόμουν πως πράγματι θέλετε να πάτε μ' αυτούς."

"Όχι", απάντησε η κυρία αφηρημένη, δε θα τους χρησίμευα σε τίποτα. Μα συ κι εγώ, μπορούμε να είμαστε μάρτυρες πως υπάρχουν και τους είδαμε."

Ο αμαξάς έστριψε τ' άλογα.

"Μαντάμ, μπορώ να ρωτήσω κάτι;"

"Τι θέλεις;"

"Η μαντάμ πιστεύει πως κάποτε θα τη βρούνε αυτήν τη λέξη;"

"Αν τη βρουν", απάντησε η κυρία, "τότε ο κόσμος θ' άλλαζε από τη μια ώρα στην άλλη. Δε νομίζεις; Ποιος ξέρει, ίσως κάποτε γίνουμε και μάρτυρες απ' αυτό. Και τώρα ξεκίνα!"