Η ελληνικη νοηση ειναι δυσκολη. Σημερα το πρωι, διαβαζοντας το κειμενο μου, αναλογιζομουν αυτην την δυσκολια, και αναρωτιομουν πως θα μπορουσα να σας εξηγησω τουλαχιστον την φυση της. Και τοτε ηρθε στον νου μου ενας λογος του Pablo Picasso. Οταν εδειξε στην φιλη του Gertrud Stein το πορτραιτο της, νομιζω ηταν το 1905, αυτη ειπε, μα δεν μου μοιαζει. Η απαντηση του Picasso ηταν
Δεν πειραζει, θα του μοιασεις εσυ.
Σκεφτομαι οτι η προσωκρατικη νοηση ειναι κατα εναν τροπο το πορτραιτο μας, ενα πορτραιτο της ουσιας μας, και για να αναγνωρισουμε τον εαυτο μας σ αυτο, χρειαζεταινα εγκαταλειψουμε την συνηθισμενη μας νοοτροπια. Μια λεπτομερεια αυτου του πορτραιτου θα επιχειρησω να σας παρουσιασω σημερα.
Η ικανοποιηση των αναγκων θεωρειται το βασικο χαρακτηριστικο της μητερας, και θεμελιωδες για καθε ανθρωπινη σχεση.
Αυτη η εννοια της αναγκης ειναι κατα κυριον λογο βιολογικη. Καθιερωθηκε με την επαναστατικη σκεψη των Nietzsche, Marx και Freud: Στον ανθρωπο, ως το ΖΩΟΝ ΛΟΓΟΝ ΕΧΟΝ, η χριστιανικη-πλατωνικη ανωτεροτητα του λογου υποχωρει εμπρος στο «ζωο» με τα ενστικτα και - τις αναγκες του. Το πνευματικο καθισταται «εποικοδομημα» (Marx) και «δευτερογενης διεργασια» (Freud). Ετσι το πρωτο που εχουμε να θυμομαστε ειναι οτι η αναγκη, στην φροϋδικη της εκφανση, δεν ειναι μια παντοτεινη και αδιαμφισβητητη αληθεια, αλλα ειναι εμπεδωμενη και συγκεντρωμενη στην βιολογιστικη - επιστημονικη σκεψη των Νεωτερων Χρονων. Η μητερα ως αντικειμενο ικανοποιησης αναγκων, εννοειται σαν τετοια στο πλαισιο αυτης της σκεψης.
Η κυρια εναλλακτικη εννοηση της αναγκης στην δυτικη σκεψη, βρισκεται στα κειμενα των λεγομενων Προσωκρατικων, ιδιαιτερα στον Παρμενιδη και, κατα μια εννοια, στον Ηρακλειτο.
Ομως αρχικα ας δουμε ενα παραδειγμα οπου μια αναγκη ικανοποιειται. Ενα μωρο πειναει. Κλαιει. Η μητερα του του δινει γαλα. Το μωρο ησυχαζει.
Εαν δουμε αυτο το συμβαν ως την ικανοποιηση μιας αναγκης, και συνηθως αυτο κανουμε, δεν εχουμε αποκτησει την πρωταρχικη του εμπειρια. Και τουτο διοτι μια αναγκη ποτε δεν θα ηταν δυνατον να εκδηλωθει και, δια της ικανοποιησης της, να φερει δευτερευοντως σε μια επικοινωνια το μωρο, την μητερα και το γαλα, εαν δεν υπηρχε ηδη μια κοινωνια οπου μητερα, παιδι και γαλα ειναι μαζι ετσι που κανενα απο τα τρια δεν ειναι νοητο διχως τα αλλα δυο. Δεδομενου του μωρου, μητερα και γαλα δινονται επισης, ακομη, και ιδιαιτερα, οταν δεν βρισκεται μια μητερα να ικανοποιησει τις αναγκες ενος παιδιου. Αυτο ειναι ετσι διοτι η απουσα μητερα ειναι επισης παρουσα, σχεδον περισσοτερο παρουσα απο την εδω ευρισκομενη. Ετσι ειναι και με το γαλα που λειπει, με καθε τι το απον. Το παιδι ποτε δεν θα ηταν σε θεση να εχει αναγκη την μητερα του εαν δεν υπηρχε η πρωταρχικη ΑΝΑΓΚΗ οπου αναγκαστικα, οπου ειναι παιδι, ειναι και η μητερα, παντα, ακομη και δια της απουσιας της. Αυτη ειναι η πρωτογενης ΑΝΑΓΚΗ, το ακλονητο, αεναο Ειναι της μητερας και του παιδιου και του κοσμου ολου, διχως να λειπει τιποτε, σε μιαν κοινωνια αναγκαια, καθοτι και το απον ακομη, ειναι.
H αναγκη, η οποια προερχεται απο ο,τι αποκαλειται διεγερση των ορμων, ειναι, οπως βλεπουμε, τελειως διαφορετικη απο την αλλη ΑΝΑΓΚΗ, η οποια ονομαζει την πρωτογενη συνεχεια του κοσμου, στην οποια ο ανθρωπος ανηκει απο την πρωτη αρχη.
Αυτη η ΑΝΑΓΚΗ, οπου αναγκαστικα τα παντα συνεχονται μεταξυ τους, και οπου γι αυτο δεν χρειαζονται ουτε διαχωρισμοι ουτε συνενωσεις, εχει το ομολογο της στην ανοικτοτητα του ανθρωπου, ως την ανοικτοτητα του για αυτο το οποιο του παρουσιαζεται και τον καλει, πριν και περα απο καθε αυτοβουλη προθεση του για αποστασιοποιηση η προσεγγιση. Η ψυχαναλυση παρεχει μια προσβαση σε αυτην την ανοιχτοτητα μεσω του βασικου κανονα, εαν αυτος εννοηθει ως η δυνατοτητα του αναλυομενου να ειναι απολυτα ανοικτος για ο,τι ερχεται στον νου του.
Ο βασικος κανονας, αυτη η ασυνηθιστη προσφορα του ψυχαναλυτη, ισως δεν ειναι πρωτιστως μια μεθοδος για την αποκτηση υλικου. Ισως συνιστα το ουσιαστικο χαρακτηριστικο της ψυχαναλυσης, εαν τον εννοησουμε ως το ελευθερο ανοιγμα για ο,τι ερχεται απο, και οδηγει προς την πρωτογενη συνεχεια του ανθρωπου με τον κοσμο, εις πεισμα καθε υποκειμενικης αντιστασης η οποια θα μπορουσε να παρεμβει, και χρειαζεται να ξεπεραστει. Η, για να το πω διαφορετικα, ο βασικος κανονας ειναι η δυνατοτητα του ανθρωπου να ξεπερασει την υποκειμενικοτητα του προς μια πιο ελευθερη υπαρξη στον κοσμο, η οποια τον αφηνει να συμμετεχει στην συνεχεια του.
Αυτη η εμπειρια ειναι δυνατη, οταν η ΑΝΑΓΚΗ δεν επικαλυπτεται απο τις συνηθεις αναγκες οι οποιες πιεζουν για την ικανοποιηση τους. Αυτος ειναι ενας τροπος να διατυπωθει ο λογος για την ψυχαναλυτικη εγκρατεια, η οποια δεν επιτρεπει την ικανοποιηση αναγκων. Ειναι ακριβως ο ορος της δυνατοτητας ωστε η συνηθισμενη, προς εναν σκοπο προσανατολισμενη, ελεγχομενη συμπεριφορα μπορει να παραμεριστει χαριν της αλλης ΑΝΑΓΚΗΣ, δηλαδη της ανοικτοτητας και της ελευθεριας να λεγεται αμεσα ο,τι ερχεται στον νου, με αλλα λογια, να αφηνονται τα πραγματα να φανερωνονται, οπως λεει ο Ηρακλειτος, στην ΑΦΑΝΗΝ ΑΡΜΟΝΙΗΝ τους.
Αυτο ειναι κατι το οποιο ο Μακρυγιαννης, ενας Ελληνας στρατηγος στην επανασταση εναντιον της τουρκικης κατοχης, το γνωριζε, με τον τροπο του. Την ημερα πριν απο μια δυσκολη μαχη, γνωριζοντας οτι οι αλλοι στρατηγοι, οι στρατηγοι «των καφενειων», οπως τους αποκαλουσε, σχεδιαζαν να διαφυγουν, μυστικα εδιωξε τα αλογα και τα καραβια τους, και ετσι δεν ειχαν αλλην επιλογη απο το να πολεμησουν. Πολεμησαν και νικησαν.
Η ψυχαναλυτικη εγκρατεια, ως αποκλεισμος της ικανοποιησης αναγκων και ως η ανοικτοτητα η οποια εχει να κερδηθει παρακολουθωντας τον βασικο κανονα, εμπνεεται ισως απο το ιδιο πνευμα το οποιο εκαλεσε τον Μακρυγιαννη να παρει την θεση που πηρε σ αυτην την μαχη.
Ισως η μητερα καθεαυτην δεν οριζεται μονον μεσα απο τις λειτουργιες της ικανοποιησης των αναγκων. Διχως να προβει σε μια ιδιαιτερη πραξη, και πριν απο καθε υποχρεωση και ευθυνη, μονον με το Ειναι της, παρουσα η απουσα, προσφερει την πρωτη εμπειρια για το οτι συνεχομαστε, παντοτε, στον ιδιο κοσμο, και αυτο ειναι ΑΝΑΓΚΗ.
Απο την φροϋδικη ψυχαναλυτικη βιβλιογραφια αναγνωριζεται ομοφωνα οτι η σημασια της μητερας εγκειται στην παρασταση της ως το «αντικειμενο ικανοποιησης των αναγκων», Ο Freud αποκαλει την σημασια της «μοναδικη», «διχως ομοιο της», «αναντικαταστατη». Αυτο υπονοει οτι στο βλεμμα του οι αναγκες και η ικανοποιηση τους συνιστουν μια οδηγο αρχη της ζωης. Ας στραφουμε σε ενα παραδειγμα. Ενα μωρο κοιμαται. Ξυπνα, ειναι σφιγμενο, κλαιει. Η μητερα το παιρνει στην αγκαλια της, του δινει γαλα, το μωρο πινει και, πινοντας, χαλαρωνει τελειως. Τι συνεβη εδω; Μοιαζει σαφες: γιναμε μαρτυρες μιας αναγκης που φουντωνει, της αναγκης τροφης, η οποια ικανοποιειται απο το «αντικειμενο ικανοποιησης αναγκων».
Για μια στιγμη σταματουμε, αναλογιζομαστε αυτο που μολις ειπωθηκε, και αναγνωριζουμε πως οταν απαντουμε στην ερωτηση σχετικα με το τι συνεβη εδω, διατυπωνουμε μια προταση η οποια δεν ερχεται απο το φαινομενο καθεαυτο, αλλα απο την δικη μας κατανοηση του. Ο Freud το εθεσε με αυτα τα λογια:
Κατα την αποψη μας, τα αντιληπτα φαινομενα πρεπει να υποχωρησουν εμπρος στις εικαζομενες μονον ορεξεις.
Αυτη η προταση εχει καταστει δογμα, δηλαδη, δεν μπορει να συζητηθει μεσα στο πλαισιο της φροϋδικης ψυχολογιας, διοτι δεν ειναι μια ψυχολογικη αλλα μια την φροϋδικη μεταψυχολογια καθοριζουσα φιλοσοφικη προταση.
Μια τετοια φιλοσοφικη συζητηση του θεματος ξεκινησε απο τον Ludwig Binswanger στην ομιλια του για την 80η επετειο των γενεθλιων του Freud, με τον τιτλο Freuds Auffassung des Menschen im Lichte der Anthropologie («H συλληψη του ανθρωπου απο τον Freud στο φως της ανθρωπολογιας»). Εδω, οπως και στη γενικη φιλοσοφικη θεωρηση, ο Freud, μαζι με τον Marx και τον Nietzsche, εντοπιζεται ως ενας απο τους αρχιτεκτονες της συγχρονης εννοησης του ανθρωπου και του κοσμου. Οπως γραφει ο ελβετος ψυχαναλυτης Hanspeter Padrutt, η παραδοσιακη παρασταση του ανθρωπου ως ΖΩΟΝ ΛΟΓΟΝ ΕΧΟΝ, οπου ο λογος, το πνευμα, εχει την προτεραιοτητα, αντιστρεφεται. Επερχεται "μια επανασταση του ζωικου, η επανασταση του homo natura. Αυτη η επανασταση σημαδευεται απο τρια μεγαλα ονοματα: Friedrich Nietzsche, Karl Marx και Sigmund Freud. Με εναν οπωσδηποτε εκαστοτε πολυ διαφορετικο τροπο, ολοι τους παιρνουν το μερος του «φυσικου ανθρωπου» με τις «ορμες» και με τις «αναγκες» του οπως διατροφη, ενδυση, σεξουαλικοτητα. οπου το πνευμα στον Μarx γινεται <εποικοδομημα> και στον Freud <δευτερογενης διεργασια>."
Στον Zarathustra γραφει ο Nietzsche:
Ειναι οι σιγαλινωτερες λεξεις, αυτες που φερνουν τη θυελλα. Σκεψεις που ερχονται επανω σε ποδια περιστεριων, καθοριζουν τον κοσμο.
Μια τετοια σκεψη, φαινομενικα προδηλη και επομενως απαρατηρητη και αποφασιστικη, ειναι η εννοηση του ανθρωπου ως homo natura - με τις αναγκες του. Η ερωτηση μας, πως γινεται και το παραδειγμα μας της μητερας, του μωρου και του γαλακτος κατανοηθηκαν ως ικανοποιηση μιας αναγκης, και οχι διαφορετικα, γινεται καθαροτερη οταν στραφουμε στο φιλοσοφικο υπεδαφος, οπου οι αναγκες, και η σωματικοτητα γενικα, αποκτουν, οπως λεει ο Binswanger στην ομιλια που αναφερθηκε,
"το δικαιωμα να αποφασιζουν (...) τον καθορισμο του ανθρωπου στο θεμελιο του Ειναι του."
[Απο εδω και περα, αλλη συνεχεια: ]
Ομως το «πρεπει» στην προταση του Freud, το δογματικο «δικαιωμα» να εκλαμβανεται ενα προσλαμβανομενο φαινομενο ως ορεξις και να υποχωρει ως φαινομενο, η φιλοσοφια δεν ειναι δυνατον να το ανεχτει. Η φιλοσοφια ειναι το παθος του θαυμαζειν η, με μια εκφραση του Martin Heidegger, η ευλαβικοτητα του ερωτηματος. Το δογμα της παραστασης της μητερας σε ορους ορεξεως, δηλαδη ως «αντικειμενου ικανοποιησης αναγκων», χρειαζεται οχι να υιοθετηθει η να απορριφθει αλλα να προσεχθει περισσοτερο: χρειαζεται να αποκαλυφθει ο θαυμασμος και το ερωτημα που κρυβει και συγκαλυπτει. Στο φως των Προσωκρατικων το «να προσεχθει» σημαινει να ιδωθει με ενα βλεμμα το οποιο βλεπει κατι, συμφωνα με ενα αποσπασμα του Ηρακλειτου, οκως εχει.. Ας δουμε το προηγουμενο παραδειγμα και ο,τι παραστηθηκε ως ικανοποιηση μιας αναγκης, «ως εχει».
Πως ικανοποιει η μητερα αναγκες; Δινοντας. Προκειται για ενα δοσιμο ιδιαιτερο. Το ιδιαιτερο του εγκειται στο οτι δεν ζητα ανταποδοση. Και ποια αναγκη κανει τη μητερα να ικανοποιει τις αναγκες του παιδιου; Ποια αναγκη ειναι που επιτασσει το διχως ανταποδοση δοσιμο; Ειναι η αναγκη που ζητα απο τη μητερα να ειναι μητερα. Αυτη η αναγκη τωρα, επειδη δεν ειναι στραμμενη στον εαυτο της, δεν εξυπηρετει ενα ιδιον οφελος, επειδη δεν προσβλεπει στην αυτοσυντηρηση, εχει τον χαρακτηρα του χρεους. Αυτη η αναγκη λεει, με εναν τροπο διαφορετικο απο εκεινον του Freud: Πρεπει.
Απο που ερχεται αυτο το «πρεπει»; Αγνωστο. Η αναγκη του δεν εχει υποκειμενο. Ειναι απροσωπη. Για τη μητερα ως μητερα «ειναι αναγκη» να δωσει στο παιδι της το γαλα του. Το απροσωπο του «ειναι αναγκη» δηλωνει πως αυτη η αναγκη δεν προερχεται απο αλλου και δεν παραπεμπει αλλου, δεν εξυπηρετει κατι. Ειναι η αναγκη την οποια εχει αναγκη η καθε αναγκη του παιδιου. Δεν υποκειται σε καποιο ωφελιμιστικο κινητρο, δεν ειναι ουτε εγωιστικη ουτε αλτρουιστικη. Συγκεντρωνει τη μητερα στον εαυτο της. Στο καλεσμα της η μητερα γινεται μητερα. Ονομαζεται: μητερα. Πρωτα στο καλεσμα αυτου του «ειναι αναγκη» η μητερα ειναι μητερα.
Η πρωτη της ανταποκριση στο καλεσμα ειναι ηδη ο τοκετος. Ο τοκετος που προσιδιαζει στον ανθρωπο δεν οριζεται απο το βιολογικο γεγονος. Ειναι πραξη ονομασιας: Στο τοκετο η μητερα βαφτιζεται μητερα. Και η ονομασια της δεν ισχυει απαξ δια παντος σαν ταμπελα επανω σ' ενα ον. Κερδιζεται και χανεται καθε ωρα, με την ανταποκριση η την αμεληση της ανταποκρισης σ' αυτο που της ανατεθηκε. Το ονομα «μητερα» δεν ειναι χαρακτηρισμος ενος ανθρωπου αλλα καλεσμα και χρεος να ειναι η μητερα που ειναι. Στο καλεσμα και στο χρεος του απροσωπου «ειναι αναγκη» μιλα η αναγκη καθε αναγκης. Κινουμαστε ηδη στον χωρο της ελληνικης νοησης, στον χωρο της αναγκης.
Στο φως της αναγκης η μητερα δεν ειναι ουτε αντικειμενο ουτε υποκειμενο ικανοποιησης αναγκων. Ως μητερα καλειται σε ενα δοσιμο το οποιο δεν απαιτει ανταποδοση, καλειται να αφηνει το προσωπο της στην αφανεια, να εκπροσωπει, εκει που ταχθηκε ως μητερα, το απροσωπο «ειναι αναγκη».
Για να προσεγγισουμε αυτο το αινιγματικο Απροσωπο, που δινει, θα στραφουμε σ' ενα αποσπασμα απο το μικρο αυτοβιογραφικο κειμενο του Heidegger με τον τιτλο Ο Χωραφοδρομος:
Ομως απο τον φλοιο της βαλανιδιας τα αγορια εφτιαχναν τα καραβια τους που, εφοδιασμενα με παγκο και με δοιακι, επλεαν στο ρεμα η στη γουρνα του σχολειου. Οι θαλασσοποριες των παιχνιδιων εφταναν ακομη ευκολα στον προορισμο τους και ξαναγυριζαν πισω στην οχθη. Το ονειρικο τετοιων ταξιδιων παρεμενε στον μυχο μιας αλλοτε σχεδον αδιορατης λαμψης που απλωνοταν επανω σ’ ολα τα πραγματα. Το βασιλειο τους αφοριζονταν απο το ματι και το χερι της μητερας. Ηταν σαν η αφατη μεριμνα της να εσκεπε ολα τα οντα. Εκεινα τα ταξιδια των παιχνιδιων δεν εγνωριζαν ακομη τιποτε για πορειες οπου ολες οι οχθες μενουν πισω.
Ποια ειναι η μητερα στο κειμενο του Heidegger; Το ματι και το χερι της δεν μεριμνα απλα για την ικανοποιηση αναγκων. Σκεπει ολα τα οντα. Αυτη η σκεπη δεν φροντιζει, δεν ικανοποιει, δεν προστατευει. Αφοριζει, παρεχει τα ορια στο «βασιλειο των πραγματων», και ετσι το κανει πραγματικο, το αφηνει να ειναι ενας κοσμος για το παιδι της, ενας κοσμος που μπορει να τον κατοικει.
Ακομη και στο νεογεννητο, οταν παιρνει το γαλα και ησυχαζει κι ανοιγει τα ματια του και κοιταζει τριγυρω, αυτο που δινεται ειναι η κατοικηση στον κοσμο. Το βλεπουμε περιορισμενα και παραμορφωμενα οταν το παρασταινουμε ως την ικανοποιηση της αναγκης διατροφης. Αυτο που του δοθηκε, το γαλα, δεν ειναι ενα μειγμα χρησιμων συστατικων για τον οργανισμο. Ειναι το δωρο των πραγματων, το δωρο ενος κοσμου στον οποιον ανοιγεται, τον οποιο κατοικει. Το γαλα δεν ειναι ενα θρεπτικο υγρο. Ειναι δωρο της μητερας και μαζι δωρο της πρωτης μητερας, της «μητερας γης». Ερχεται απο τη γη. Το νεογεννητο παιρνει μεσα του, με το γαλα, το αφατο και το σκοτεινο της μυστηριο, που ειναι το εδαφος για ολα τα εργα και τα λογια των ανθρωπων. Η μητερα, στο ονομα της γης, δινει στα πραγματα την πραγματικοτητα τους, τον οριζοντα απο τον οποιο αναδυονται και στον οποιο θα καταδυθουν, διατρεχοντας το φασμα της παρουσιας τους. Μεταξυ των χθονιων θεων υπαρχει μια, το ονομα της οποιας εχει την ιδια ριζα με τη «μητερα»: Δημητρα. Η Δημητρα αποκαλει τον εαυτο της ΔΩΣΩ, δηλαδη: αυτη η οποια δινει. Η μητερα δινει παρουσια.
Η μητερα δεν ειναι ενα προσωπο. Ειναι νομος, που ομως χρειαζεται ενα προσωπο, ανθρωπου η και θεου, να τον εκ-προσωπει. Το δοσιμο της ειναι «αφατο», γραφει ο Heidegger. Δεν ειναι μια συνειδητη, εκουσια πραξη. Η μητερα καθαυτη, ως μητερα, σημαινει, πριν απο καθε αλλο: δοσιμο παρουσιας. Το φατο του δοσιματος της ειναι το γαλα.
Η μητερα δινει παρουσια. Οι εκφρασεις «ματια μου», «σπλαχνο μου», «καρδια μου», «ψυχη μου» μιλουν για αυτο το δοσιμο: δινει παρουσια δινομενη η ιδια, δινοντας τα ματια και το σπλαχνο, την καρδια και την ψυχη της.
Το κειμενο του Heidegger τελειωνει με μια φραση η οποια δεν συζητηθηκε ακομη:
Εκεινα τα ταξιδια των παιχνιδιων δεν εγνωριζαν ακομη τιποτε για πορειες οπου ολες οι οχθες μενουν πισω.
Μηπως αυτο σημαινει οτι η μητερα δεν εχει την αποκλειστικοτητα που της αποδιδεται απο τον Freud, δεν ειναι «μοναδικη», «διχως ομοιο της», «αναντικαταστατη»; Μηπως υπαρχει μια περιοχη οπου η σχεση με τη μητερα δεν ειναι πλεον αποφασιστικη; Τουτο θα πει τωρα: Ειναι δυνατη μια παρουσια που να μην δινεται μεσα απο τα ματια και τα σπλαχνα, την καρδια και την ψυχη της μητερας; Υπαρχει μια ανοιχτοτητα η οποια να μην αφοριζεται απο το ματι και το χερι της και την αγκαλια της;
Η απαντηση ειναι: ναι. Καταρχην το υποψιαζομαστε απο την παραδοση που μας κληροδοτηθηκε. Υπαρχει ενας κοσμος ο οποιος δεν δημιουργηθηκε ουτε απο τον θεο ουτε απο τον ανθρωπο, λεει ο Ηρακλειτος. Υπαρχει μια παρουσια η οποια δεν χρειαζεται ουτε αρχη ουτε τελος, λεει ο Παρμενιδης. Στον χωρο αυτης της περιοχης, μεσα απο την οποια μιλουν ο Ηρακλειτος και ο Παρμενιδης, η παρουσια των πραγματων δινεται μεσα απο τα πραγματα καθαυτα, διχως μεσολαβητες. Ο Heidegger τον προσεγγιζει με τη γερμανικη εκφραση για κατι που ειναι παρον: «Es gibt», «δινεται». Τωρα αυτο που δινει παρουσια δεν ειναι ενα προσωπο αλλα το Απροσωπο το οποιο υπονοειται π.χ. στην εκφραση «βρεχει». Το συναντησαμε ηδη στο «ειναι αναγκη». Το Απροσωπο δινει παρουσια, εξαφανιζομενο χαριν της δοσης του, δηλαδη του παροντος, π.χ. της βροχης. Ειναι το ονομα για το αφανες το οποιο συνοδευει τα φανερα και επομενως συνειδητα, το πρωτο και υστατο ονομα για το Ασυνειδητο - οπου «ολες οι οχθες μενουν πισω».
Ειναι περισσοτερο απο συμπτωση οτι ο Freud, για να ονομασει το Ασυνειδητο, φθανει στην ιδια λεξη, τη γερμανικη απροσωπη αντωνυμια: Es. Οι ελληνικες μεταφρασεις «Αυτο», «Εκεινο», καθοτι προσωπικες αντωνυμιες, ειναι παραπλανητικες. Το Es ειναι το Απροσωπο. Ο Freud δεν ακολουθει τον απροσωπο χαρακτηρα του μεχρι το τελος. Οδηγουμενος απο τα βηματα του homo natura, του αποδιδει μια μορφη, ενα «προσωπο», ειναι το τελικα βιολογικο υποστρωμα των κρατερων αναγκων που αποζητουν ικανοποιηση. Ετσι το χανει ευθυς μολις το ονομασει. Ομως το Απροσωπο ειναι παντα εκει και αναμενει την επαρκη του εκφραση.
Τι σημαινει αυτο για τον ψυχαναλυτη;
1. Στο φως του Απροσωπου οπου ολες οι οχθες μενουν πισω, η ψυχαναλυση αποκτα ενα αλλο νοημα, καθως υπαινισσεται τη δυνατοτητα οχι μιας «ψυχικης υγειας» αλλα ενος αρρητου ανοιγματος για τον χωρο περαν καθε σχεσης με τη μητερα και μητρικες μορφες. Τοτε η ψυχαναλυση δεν ονομαζεται συμφωνα με τον κοσμο της χημειας και του χειρουργειου αλλα συμφωνα με το πρωτο νοημα της ελληνικης λεξης «αναλυσις» ως του ανοιγματος των ματιων η του λυσιματος του πλοιου και του ανοιγματος του στην ανοιχτη θαλασσα. Αυτο γινεται καθαροτερο στη συζητηση του επομενου σημειου.
2. Ο βασικος κανονας δεν ειναι πλεον επιβαλλομενος «κανονας» και οδηγια. Λεει οτι ο αναλυομενος ειναι ελευθερος να πει ο,τι ερχεται στον νου του, οπως ερχεται, χωρις τη δικη του παρεμβαση. Ονομαζει μιαν αναγκη, το οτι στον ανθρωπο «ειναι αναγκη» αυτο που ερχεται στον νου του, που θα πει: αυτο που δινεται, να το φερει σε γλωσσα, και να το ονομασει. Ο βασικος κανονας μιλα για το χρεος που εχει καταλογιστει στον ανθρωπο ως ανθρωπο: την επαρκη ανταποκριση στο καλεσμα που τον αφορα, στην παρουσια που τον χρειαζεται για να σαρκωθει ερχομενη σε γλωσσα. Τωρα ο βασικος κανονας δεν ειναι η μεθοδος που οδηγει στο Ασυνειδητο μεσα απο «ελευθερους συνειρμους». Μιλα για την αναγκη να αναληφθει αυτο που δινεται κι ερχεται. Να ερθει σε γλωσσα.
Οταν ο ψυχαναλυτης ανακοινωνει στον αναλυομενο τον βασικο κανονα, δεν τον πιεζει να ακολουθησει μια κατευθυνση αλλα του λεει αυτο που ειναι. Και ο αναλυομενος, ακολουθωντας τον βασικο κανονα, ειναι καθοδον προς την ουσιωση του. Οσο μακρια τον φερει καθε φορα ο δρομος.
3. Το νοημα της ψυχαναλυσης αποκτα μιαν αλλη βαρυτητα. Ο σκοπος δεν ειναι αυτος τον οποιο o Freud υπαινισσεται με την γνωστη ρηση του «Οπου ηταν το Αυτο, πρεπει να γινει Εγω» Εαν το «Αυτο» δεν σημαινει την επικινδυνη φυση του ανθρωπου, οι αναγκες της οποιας πρεπει καπως να ελεγχθουν, αλλα την αναγκη ως αναγκη, ως την απροσωπη δοση παρουσιας, τοτε η ψυχαναλυση θα ηταν δρομος μιας αρρητης αληθευσης του ανθρωπου, η οποια δεν ανευρισκεται στο προσωπο, στο εγω, στην ταυτοτητα αλλα, οπως λεει ο Heidegger, στην ανοικτοτητα για το μυστηριο. Το «μυστηριο», το «αφανες», το «Απροσωπο» εννοουν το αυτο. Μ’ αυτην την εννοια η φραση του Freud που παρατεθηκε τελευταια θα μπορουσε να ακουστει διαφορετικα: Οπου μιλα το Εγω, πρεπει να συνακουεται το Απροσωπο.
Τουτο ειναι δυνατο οταν η αναγκη δεν επικαλυπτεται απο τις συνηθεις αναγκες οι οποιες πιεζουν για την ικανοποιηση τους. Εδω βρισκεται ο ουσιαστικος λογος για την «αρχη της εγκρατειας», η οποια δεν επιτρεπει την ικανοποιηση αναγκων μεσα στην ψυχαναλυτικη συναντηση. Ειναι ακριβως ο ορος της δυνατοτητας ωστε η συνηθισμενη, απο επιθυμιες και αναγκες κατευθυνομενη συμπεριφορα να παραμεριστει χαριν της αλλης αναγκης.
Αυτο ειναι κατι που ο Μακρυγιαννης, ενας Ελληνας στρατηγος στην επανασταση εναντιον της τουρκικης κατοχης, το γνωριζε, με τον τροπο του. Την ημερα πριν απο μια δυσκολη μαχη, γνωριζοντας οτι οι αλλοι στρατηγοι, οι στρατηγοι «των καφενειων», οπως τους αποκαλουσε, σχεδιαζαν να διαφυγουν, μυστικα εδιωξε τα αλογα και τα καραβια τους, κι ετσι δεν ειχαν αλλη επιλογη απο το να πολεμησουν. Πολεμησαν και νικησαν. Η ψυχαναλυτικη εγκρατεια εμπνεεται ισως απο το ιδιο πνευμα το οποιο καλεσε τον Μακρυγιαννη να παρει τη θεση που πηρε σ' αυτην τη μαχη.
Η κυριαρχια των αναγκων και της προοπτικης της ικανοποιησης τους, δινει στην ζωη εναν σκοπο, εναν στοχο, και η ζωη προσανατολιζεται προς αυτην την κατευθυνση. Τωρα, η συνεπεια της υπαρξης ενος σκοπου ειναι οτι πρεπει να εκτιμηθει κατα ποσον ο σκοπος μπορει να επιτευχθει η οχι, κατα ποσον η μητερα για παραδειγμα θα ικανοποιησει επαρκως τις αναγκες του παιδιου της η οχι. Ετσι προκυπτει η οχι πλεον ηθικη αλλα ψυχολογικη παρασταση της «καλης» και της «κακης» μητερας, η, στην ιατρικη γλωσσα, της «φυσιολογικης» και της «παθολογικης» μητερας, αναλογα με τα τρεχοντα προτυπα και το κοινωνικο - πολιτιστικο περιβαλλον.
Στο φως του homo natura η ψυχαναλυση παρασταινεται στην προοπτικη της «θεραπειας», οπου «θεραπεια» σημαινει καποια μελλοντικη απελευθερωση απο τα δεσμα των νευρωτικων ματαιωσεων των αναγκων. Αυτος ειναι ο λογος για τον οποιο ο Freud καταλαβαινει την ψυχαναλυση ως ενα ειδος μετεκπαιδευσης. Ο ψυχαναλυτης εννοει τον εαυτο του ως ενα ειδος καλυτερης μητερας, οπου το «καλυτερη» αναφερεται στην δυνατοτητα του «μετεκπαιδευομενου» νευρωτικου να ικανοποιει τις αναγκες του επαρκεστερα.
Ομως μπορουμε να εκτιμησουμε καλυτερα το νοημα και τα ορια της «αναγκης» στον homo natura, εαν την αντιπαραθεσουμε στην ΑΝΑΓΚΗ η οποια εννοειται στην πρωταρχικη νοηση της Δυσης. Αυτη ειναι η νοηση των λεγομενων προσωκρατικων φιλοσοφων, κυριως του Παρμενιδη και του Ηρακλειτου. Η προσωκρατικη νοηση υπηρξε αποφασιστικη για τους δρομους τους οποιους ακολουθησε εκεινη του Martin Heidegger. Ενας απο αυτους τους δρομους εφερε τον Heidegger σε μια μικρη ομαδα ελβετων ψυχαναλυτων, οι πρωτοι των οποιων ηταν ο Ludwig Binswanger και ο Medard Boss. Ετσι προεκυψε η δυνατοτητα μιας αλλης κατανοησης αυτου το οποιο συμβαινει στην ψυχαναλυτικη θεραπεια.
Στον Παρμενιδη, η ΑΝΑΓΚΗ δεν σημαινει καποια ελλειψη, και γι αυτο δεν χρειαζεται καμμια πιεση για την ικανοποιηση της. Ας δουμε αυτην την εμπειρια στο παραδειγμα απο το παιδι, την μητερα και το γαλα. Η ΑΝΑΓΚΗ σημαινει οτι δεν υπαρχει καμμια ελλειψη, οτι ολα ειναι πληρη εξαρχης διοτι γαλα και παιδι συνεχονται, το ενα δεν ειναι νοητο διχως το αλλο, και τα δυο τους δεν ειναι νοητα διχως την μητερα. Δεν χρειαζεται τιποτε επιπλεον, το οποιο να φερει το παιδι, την μητερα και το γαλα σε μια σχεση μεταξυ τους, να γεφυρωσει καποιο κενο που τα χωριζει. Υπαρχει μια ΑΝΑΓΚΗ, συμφωνα με την οποια δινονται τα παντα σε μια πρωτογενη συνεχεια, και αυτη προκαλει, προ-καλει, το ενα, να εχει αναγκη το αλλο, ετσι ωστε μονον μεσα απο την συνεχεια τους να ειναι, το παιδι, το γαλα, η μητερα.
Αυτη η συνεχεια δεν μπορει να οριστει μεσα απο κατι αλλο, διοτι ειναι ενα πρωτο. Καθε προσπαθεια να διατυπωθει, ερχεται πολυ αργα και την χανει. Υπαρχει, λεει ο Ηρακλειτος, μια ΑΦΑΝΗΣ ΑΡΜΟΝΙΗ η οποια ειναι ΚΡΕΙΣΣΩΝ καθε ΦΑΝΕΡΗΣ.
Ομως τι σημαινουν ολα αυτα; Τι συμβαινει οταν το μωρο πεινα και κλαιει; Δεν σημαινουν τιποτε; Δεν σημαινει τιποτε το εαν η μητερα του δινει γαλα η το αφηνει να πεθανει; Φυσικα και σημαινουν. Ομως αυτο που σημαινουν, διολου δεν χρειαζεται να εννοηθει σε ορους ικανοποιησης αναγκων. Μητερες δινουν στο παιδι τους το γαλα, και μητερες αφηνουν το παιδι τους, ειναι παντα δυνατον, να πεθανει. Ομως παντα, και μαλιστα ιδιαιτερα εκει οπου μητερα και γαλα λειπουν, στο απανθρωπο και στο οδυνηρο, εκει αναλαμπει με ιδιαιτερη εναργεια η ΑΦΑΝΗΣ ΑΡΜΟΝΙΗ της συνεχειας, οπου με το παιδι ειναι μητερα και γαλα, ακομη και προπαντων οταν ειναι δια της απουσιας τους. Το πως μια μητερα θα συμπεριφερθει στην εκαστοτε περισταση, ειναι εδω δευτερευουσας σημασιας. Σημασια εχει παντου να παραμενει στο βλεμμα και στον νου εκεινη η πρωτογενης τους συνεχεια ως ΑΝΑΓΚΗ.
Ενα αλλο αποσπασμα του Ηρακλειτου λεει:
λιμος κορον εποιησεν.
H πεινα ΕΠΟΙΗΣΕΝ, εχει εξαρχης, και οχι μετα απο την ικανοποιηση της, εχει απο παντα παρ-αγει τον κορεσμο. Και το απον γαλα, ειναι. Και η απουσα μητερα, και η ακαρδη μητερα, ειναι. Αυτο ακριβως, το οτι παντου και παντα δινεται η συνεχεια, η αρρηκτη, ακλονητη συνεχεια, ονομαζει η ΑΝΑΓΚΗ των προσωκρατικων. Στις αναγκες του homo natura μιλα, σχεδον μη ακουομενη, η ΑΝΑΓΚΗ.
Ειναι φανερο οτι ενας τετοιος λογος επιβαλλει μιαν αλλη θεωρηση της μητερας, της συμπεριφορας και της σημασιας της. Η μητερα, στο Ειναι της, δεν ικανοποιει αναγκες αλλα προβαλλει μεσα απο τον χωρο μιας αλλης ΑΝΑΓΚΗΣ, πριν και περα απο την δυνητικη της συμπεριφορα, και βρισκεται μακρυα απο καθε εκτιμηση της ως φυσιολογικης η παθολογικης, καλης η κακης.
Μια εμπειρια της μητερας μεσα απο την «ηχω του Παρμενιδη», μπορει να ακουστει σε ενα μικρο αυτοβιογραφικο κειμενο του Heidegger με τον τιτλο Der Feldweg («Ο χωραφοδρομος»):
Ομως απο τον φλοιο της βαλανιδιας τα αγορια εκαναν τα καραβια τους που, εφοδιασμενα με παγκο και με διακι, επλεαν στο ρεμα η στη γουρνα του σχολειου. Οι θαλασσοπορειες των παιχνιδιων εφταναν ακομη ευκολα στον προορισμο τους και ξαναγυριζαν πισω στην ακτη. Το ονειρικο τετοιων ταξιδιων παρεμενε στον μυχο μιας αλλοτε σχεδον αδιορατης λαμψης, η οποια απλωνονταν επανω σ’ ολα τα πραγματα. Το βασιλειο τους αφοριζονταν απο το ματι και το χερι της μητερας. Ηταν σαν η αφατη μεριμνα της να εσκεπε ολα τα οντα. Εκεινα τα ταξιδια των παιχνιδιων δεν εγνωριζαν ακομη τιποτε για πορειες οπου ολες οι οχθες μενουν πισω.
Ποια ειναι η μητερα στο κειμενο του Heidegger; Το χαρακτηριστικο της ειναι η μεριμνα. Η μεριμνα της μητερας συνισταται στο οτι αυτη σκεπει ολα τα οντα. Αυτη η σκεπη υπαρχει στο ματι και στο χερι της μητερας, τα οποια αφοριζουν το «βασιλειο» των πραγματων, δηλαδη προσδιδουν στον χωρο, στον οποιο λαμβανουν χωρα τα πραγματα, ορια. Οταν κατι λαμβανει χωρα, ερχεται σε παρουσια, προβαλλοντας στα ορια του, δηλαδη, παιρνοντας τη μορφη του. Η μητερα ειναι αυτη η οποια δινει - που θα πει, αφηνει την καθε παρουσια να ερθει - και η οποια δινεται με την καθε παρουσια. Αυτο το δοσιμο ειναι «αφατο» - δεν ειναι μια συνειδητη, εκουσια πραξη της μητερας, αλλα η μητερα καθεαυτην, ως μητερα, σημαινει: το δοσιμο παρουσιας. Μεταξυ των θεων υπαρχει μια, το ονομα της οποιας εχει την ιδια ριζα με την «μητερα»: Δημητρα. Η Δημητρα αποκαλει τον εαυτο της ΔΩΣΩ, δηλαδη: αυτη η οποια δινει.
Η σκεπη της μητερας σημαινει εκεινη την ανοικτοτητα η οποια δινει την παρουσια των πραγματων. Εκεινος ο οποιος διαμενει σε μια τετοια ανοικτοτητα, ειναι το παιδι. Το παιδι κατοικει στην ανοικτοτητα της μητερας, στην αγκαλια της μητερας, η οποια δεν αφοριζεται απο το ευρος των χεριων της αλλα φθανει περα, διοτι η καθε παρουσια συμβαινει εντος της. Η αγκαλια της μητερας ειναι η ανοικτοτητα οπου δινονται οι παρουσιες, οπου, για το παιδι, τα πραγματα ερχονται σε παρουσια.
Αυτη η μεριμνα της μητερας δεν σημαινει αναγκαστικα προστασια. Το εαν η μητερα μπορει και προστατευει η υπερπροστατευει η ματαιωνει το παιδι της, ολα αυτα ειναι δυνατα επειδη η μητερα, ως μητερα, σημαινει την ανοικτοτητα η οποια δινει παρουσια. Η μητερα, ως μητερα, προβαλλει σαν τετοια σε ολες τις περιστασεις οπου η τρεχουσα γνωμη μιλα τοσο για την «καλη» μητερα οσο και για την «κακη» μητερα.
Μια αλλη εμπειρια της μητερας ειναι η μητερα του Molloy, οπου ο Molloy ειναι ενας απο τους «vice-existers» του Beckett. Γραφει ο Molloy:
My mother. I don’t think too harshly of her. I know she did all she could not to have me, except of course the one thing, and she never succeeded in getting me unstuck, it was that fate had earmarked me for less compassionate sewers. []
Στην πραγματικοτητα δεν προκειται για δυο διαφορετικες εμπειριες της μητερας, οπως θα ισχυριζονταν η ψυχολογια, η επιστημη της συμπεριφορας. Η μητερα του Σεφερη και η μητερα του Beckett ειναι το ιδιο προσωπο. Λεγοντας αυτο, δεν εννοω οτι η ιδια μητερα καποτε ικανοποιει αναγκες και καποτε τις ματαιωνει. Εννοω οτι ο κοσμος της μητερας του Σεφερη, το σπιτι με τα σκαλοπατια, τα σεντονια, την κουνουπιερα, το κερι, τα χειλη, και απο την αλλη ο,τι ο Molloy προσλαμβανει οταν ακουει
and the voice is of a world collapsing endlessly, a frozen world, under a faint, untroubled sky...
ανηκει στο ενα κοσμο,
ΤΟΝ ΑΥΤΟΝ ΑΠΑΝΤΩΝ
οπως λεει ο Ηρακλειτος. Εαν, για να χρησιμοποιησω μια εκφραση του Greenson, η μητερα στον Σεφερη ανταποκρίνεται στην "φανερη μελωδια", η μητερα στον Beckett ερχεται απο τα "κρυμμενα ...θεματα του αριστερου χεριου" και αντιστροφως. Δηλαδη υπαρχει μια κρυφη θερμοτητα αναμεσα στον Molloy και την μητερα του, και υπαρχει μια συγκαλυμμενη ψυχροτητα στην μητερα η οποια θελει να ειναι "καλη". Σε καθε μια τους ειναι παρουσα η αλλη. Και αυτο, συμφωνα με την πρωτη ελληνικη νοηση, ειναι μια ΑΝΑΓΚΗ.
Η μητερα, ως η ανοικτοτητα της αγκαλης, ως η παρουσια η οποια δινεται μαζι με καθε παρουσια, ειναι εκει στην ικανοποιηση και στην ματαιωση διοτι ─ και αυτο ανηκει επισης στους Προσωκρατικους ─ ικανοποιηση και ματαιωση ειναι, με τον ιδιο τροπο, πληρεις παρουσιες. Το προσφερομενο γαλα και το παρακρατουμενο γαλα ειναι και στις δυο περιπτωσεις παρον. Η απουσια ειναι παρουσια, οπως λεει ο Παρμενιδης, "ΒΕΒΑΙΩΣ".
Τωρα, η εμπειρια της μητερας ως μεριμνας η οποια δινει παρουσια και ειναι παρουσα μαζι με καθε παρουσια, ειναι παρομοια με την εμπειρια του ψυχαναλυτη απο τον αναλυομενο του. Ο αναλυομενος, καθε του σκεψη, δηλαδη, καθε παρουσια που του δινεται, συμβαινει μαζι με την παρουσια του ψυχαναλυτη. Αυτος ειναι λοιπον, για ενα διαστημα, μια σχεδον μονιμη παρουσια, που διαρκει πολυ περισσοτερο απο λιγες ωρες την εβδομαδα. Σε κοινωνια με αυτην την παρουσια υπαρχει ο αναλυομενος στην αναφορα του στον κοσμο και στις διαφορες παρουσιες που του δινονται. Μητερα και ψυχαναλυτης ειναι σχεσεις που προσφερουν, οπως στις περιπλανησεις του παιδικου κοσμου στη γουρνα του σχολειου, μια ακτη.
Ομως το κειμενο του Heidegger τελειωνει με μια φραση η οποια δεν συζητηθηκε ακομη:
Αυτες οι περιπλανησεις του παιχνιδιου δεν ηξεραν τιποτε ακομη για περιπλανησεις οπου ολες οι οχθες μενουν πισω.
Μηπως αυτο σημαινει οτι η μητερα και οι μητρικες μορφες δεν εχουν την αποκλειστικοτητα που τους αποδιδεται απο τον Freud; Τπαρχει μια περιοχη οπου η σχεση με τη μητερα δεν ειναι πλεον αποφασιστικη; Ειναι, για να μιλησουμε περα απο τη γλωσσα του homo natura, δυνατη μια παρουσια που να δινεται με τετοιον τροπο ωστε τα πραγματα να εμφανιζονται μεσα απο τον εαυτο τους, οπως ειναι καθ’ εαυτα, διχως να δινονται μεσα απο την παρουσια ενος προσωπου; Υπαρχει μια ανοιχτοτητα η οποια να μην ειναι πλεον αγκαλια;
Η απαντηση ειναι: ναι. Υπαρχει ενας κοσμος, Ο ΑΥΤΟΣ ΑΠΑΝΤΩΝ των κοσμων, ο οποιος δεν προερχεται ουτε απο τον θεο ουτε απο τον ανθρωπο, λεει ο Ηρακλειτος. Υπαρχει μια παρουσια η οποια δεν χρειαζεται ουτε αρχη ουτε τελος, λεει ο Παρμενιδης. Στον χωρο αυτης της περιοχης, μεσα απο την οποια μιλουν ο Ηρακλειτος και ο Παρμενιδης, η παρουσια των πραγματων δινεται μεσα απο τα πραγματα καθεαυτα, διχως μεσολαβητες. Ο Heidegger τον προσεγγιζει με την γερμανικη εκφραση για κατι το παρον: "Es gibt", "δινεται". Τωρα το απροσωπο το οποιο δινει την παρουσια δεν ειναι ενα προσωπο αλλα το απροσωπο το οποιο εννοουμε π.χ. στην εκφραση "βρεχει". Αυτο το απροσωπο ειναι που δινει την παρουσια, εξαφανιζομενο χαριν της δοσης του, δηλαδη του παροντος. Το απροσωπο ειναι αυτο το οποιο ανευρισκεται πριν απο καθε συνειδητη κατανοηση. Ετσι το απροσωπο ειναι το ονομα για τον χωρο ο οποιος υπερβαινει την ανθρωπινη συνειδηση, το ονομα για το "ασυνειδητο" οπου "ολες οι οχθες μενουν πισω".
Ειναι περισσοτερο απο συμπτωση οτι ο Freud, για να ονομασει το ασυνειδητο, φθανει στην ιδια λεξη, το απροσωπο. Ομως ο Freud δεν ακολουθει τον απροσωπο χαρακτηρα μεχρι το τελος. Η θεση του, οδηγουμενη απο τα βηματα του homo natura, δινει στο απροσωπο ενα βιολογικο νοημα, το νοημα των κρατερων αναγκων που αποζητουν ικανοποιηση, και ετσι το χανει ευθυς μολις το ονομασει. Ομως το απροσωπο ειναι παντα εκει και αναμενει την επαρκη του αξιολογηση.
Τι σημαινει αυτο για τον ψυχαναλυτη;
1. Στο φως του απροσωπου οπου ολες οι οχθες μενουν πισω, η ψυχαναλυση αποκτα ενα αλλο νοημα καθως υπαινισσεται την δυνατοτητα οχι μιας "καλυτερης ζωης" αλλα ενος αρρητου ανοιγματος για τον χωρο περαν καθε σχεσης με την μητερα και μητρικες μορφες. Τοτε η ψυχαναλυση δεν ονομαζεται συμφωνα με τον κοσμο της χημειας και του χειρουργειου αλλα συμφωνα με το πρωτο νοημα της ελληνικης λεξης "αναλυσις" ως του ανοιγματος των ματιων η του λυσιματος του πλοιου και του ανοιγματος του στην ανοιχτη θαλασσα. Αυτο γινεται καθαροτερο κατα την συζητηση του επομενου σημειου.
2. Τωρα ο βασικος κανονας δεν οδηγει στο ασυνειδητο μεσα απο μια αλυσσιδα "συνειρμων". Επιπλεον ο βασικος κανονας δεν ειναι οδηγια: δεν ειναι μια εμφανης η αφανης ωθηση. Ο βασικος κανονας λεει οτι ο αναλυομενος ειναι ελευθερος να πει ο,τι ερχεται στον νου του, οπως ερχεται, χωρις την δικη του παρεμβαση. Εννοημενος ετσι, ο βασικος κανονας ονομαζει την βασικη σχεση του ανθρωπου με τα πραγματα, διοτι τα πραγματα ειναι παροντα, δινονται, αφ εαυτου τους. Ο ανθρωπος ανηκει σε αυτο το δωσιμο: η εκφραση "κατι ερχεται στον νου" σημαινει το δωσιμο της παρουσιας.
Ο τροπος με τον οποιο δινεται μια παρουσια, ειναι ο λογος, η λεξη οχι με την μοντερνα της σημασια αλλα οπως εννοειται απο τον Ηρακλειτο. Αυτος ο λογος δεν ειναι λογος κανενος, ουτε θεου ουτε ανθρωπου. Αυτος ο λογος πρεπει να εννοηθει ως η φωνη η οποια, αφεαυτης σιωπηλη, δινει τον ανθρωπινο λογο αφηνοντας τον να ηχει. Ο ανθρωπινος λογος ανηκει εγγενως σ’ αυτην την σιωπη, η σιωπη εννοημενη ως η σιωπηλη φωνη των πραγματων. Ο ανθρωπινος λογος ειναι εν εαυτω το ακουσμα αυτης της φωνης.
Οταν ο ψυχαναλυτης ανακοινωνει στον αναλυομενο τον βασικο κανονα, δεν τον πιεζει να ακολουθησει μια κατευθυνση αλλα του λεει αυτο που ειναι. Και ο αναλυομενος, ακολουθωντας τον βασικο κανονα, ειναι καθοδον προς την ουσιωση του. Οσο μακρυα τον φερει καθε φορα ο δρομος.
3. Το νοημα της ψυχαναλυσης αποκτα μια αλλη βαρυτητα. Ο σκοπος δεν ειναι αυτος τον οποιο o Freud υπαινισσεται με την γνωστη ρηση του "Οπου ηταν το Αυτο, πρεπει να γινει Εγω." Εαν το "Αυτο" δεν σημαινει την επικινδυνη φυση του ανθρωπου, οι αναγκες της οποιας πρεπει καπως να ελεγχθουν, αλλα την αναγκη ως ΑΝΑΓΚΗ, ως την απροσωπη δοση παρουσιας, ως την "αφανη αρμονια", ως την σιωπη που καθοριζει τον φωνουμενο λογο μας μοπφοποιωντας καθε φορα το προσωπο μας, τοτε η ψυχαναλυση θα ειχε μαλλον το νοημα μιας αρρητης αποκαλυψης της αληθινης φυσης του ανθρωπου, η οποια δεν ειναι πρωταρχικα το προσωπο, το εγω, η ταυτοτητα αλλα, οπως λεει ο Heidegger, η ανοικτοτητα για το μυστηριο. Το "μυστηριο", το "αφανες", το "απροσωπο", η "σιωπη" εννοουν το αυτο. Μ’ αυτην την εννοια η φραση του Freud που παρατεθηκε τελευταια θα μπορουσε να ακουστει αντιστροφα: Οπου ηταν Εγω, πρεπει να υπαρξει το Απροσωπο.