Η πολις των αρχαιων και η σημερινη κατοικηση του ανθρωπου επανω στη γη
Γιωργος Μοκαλης, Θέα
Γιωργος Μοκαλης, Θέα
Στη διαφανεια προβαλλεται μια κατασκευη απο ακρυλικο, αλουμινιο και ξυλο, εργο του ζωγραφου Γιωργου Μοκαλη, με τον τιτλο "Θεα". Μας αντικριζει και μιλα τη δικη της αφωνη γλωσσα. Θα συνοδευει οσα εμφωνα ακολουθησουν.
Κυριες και κυριοι, οι δρομοι μας, αυτοι που ο καθενας μας πηρε απο κει που ξεκινησε, σημερα το βραδυ μας εφεραν και μας συγκεντρωσαν σ' αυτον το χωρο. O καθενας μας περασε απο γειτονιες και πλατειες, απο δρομακια και λεωφορους, περασε περπατωντας, με το αυτοκινητο, με το λεωφορειο, με το μετρο. Διαδρομες που τις εχουμε ξανακανει πηγαινοντας σε μια αλλη συναντηση, φευγοντας απο μια αλλη συναντηση, διαδρομες που μας καλεσαν και μας απετρεψαν, που ανταποκριθηκαμε και αποφυγαμε, που μας σημαδεψαν και μειναν αδιαφορες, διαδρομες που ανοιξαν δρομους και που κατεληξαν σε αδιεξοδα.
Οι δρομοι που περασαμε σημερα ερχομενοι κατα δω ειναι γεματοι απο τετοια σημαδια. Δοκιμαστε να τα φερετε για λιγο και παλι στο νου σας.
Ολα αυτα δεν χαθηκαν. Τιποτα δεν χαθηκε. Ειναι εδω, ειναι αναμεσα μας, ειναι συγκεντρωμενα στον αερα αυτου του χωρου και αυτης της συναντησης.
Υπαρχει ενα ονομα που θα μπορουσε να εκφραζει αυτην, την συναντηση μας και συναμα συναντηση ολων των συναντησεων, να τη συλ-λεγει στη λεξη του. Το ονομα θα ηταν "πολη".
Τοτε η πολη θα κρατουσε στο ονομα της περισυλλεγμενα τα παντα και θα απεδιδε στον καθενα αυτο που του ανηκει. Η πολη θα ηταν ενα ονομα για τη συναντηση ολων των συναντησεων, οχι κατι αφηρημενο και γενικο αλλα κατι που θα πραγματωνονταν καθε ωρα και καθε στιγμη, παντα διαφορετικο και παντα το ιδιο, στην καθε συναντηση. Παραδειγματος χαριν, εδω και τωρα.
Επιχειρησα μια εισαγωγη στην πολη, η οποια μπορει να εχει καποια αληθεια και στην οποια θα επανελθουμε. Ομως εχει και πραγματικοτητα; Ειναι η σημερινη μας συναντηση, ειναι η πολη που θα πραγματωνονταν σ' αυτην τη συναντηση πραγματικη;
Βρισκομαστε εδω, σας μιλω, με ακουτε. Τι μιλημα ειναι αυτο, τι ακουσμα; Ας το δουμε προσεκτικοτερα.
Βασικα δεν μιλω σ' εσας. Μιλω στο μικροφωνο που εχω μπροστα μου. Εστιαζομαι σε κατι που βρισκεται μερικα εκατοστα μονο μακρια απ' το στομα μου. Γι' αυτο και η ενταση της φωνης μου ειναι χαμηλη. Η ανασα μου δεν σας φτανει. Κι επειδη μιλω σ' ενα μηχανημα, ο τονος της φωνης μου ειναι περιεργος και το σωμα μου παρακολουθει τα λεγομενα μου με εναν τροπο σπαστικο, εστω κι αν τον εχουμε συνηθισει και δεν μας κανει εντυπωση. Κι αυτο μπορουμε ευκολα να το διαπιστωσουμε καθε φορα που μεσολαβει ενα μικροφωνο αναμεσα σ' αυτον που ειναι μπροστα του και σ' αυτους που βρισκονται πισω του.
Για να συνειδητοποιησουμε καλυτερα τι μας συμβαινει, θα σας δειξω μια φωτογραφια απο την εποχη που δεν υπηρχαν μικροφωνα:
Ειναι ο Lenin που μιλα απο μια εξεδρα. Προσεξτε πως ολος, καθε ινα του σωματος του απλωνεται ν' αγκαλιασει το πληθος που τον ακουει. Τα χερια του που ακουμπουν στο διαζωμα δεν τον στηριζουν αλλα τον σηκωνουν και τον φερνουν εξω στο συγκεντρωμενο πληθος.
Το βλεμμα του δεν πλανιεται πανω απο τον κοσμο αλλα μοιαζει σχεδον να καρφωνει τον καθενα ξεχωριστα. Και σκεφτομαι πως αυτα που σας λεω, αν τα ελεγα απο μια εξεδρα, διχως μικροφωνο, με κακη ακουστικη η ενδεχομενως και σ' εναν υπαιθριο χωρο, και μαλιστα διαβαζοντας απο τα χαρτια μου, θ' ακουγονταν το λιγοτερο γελοια.
Μιλω, αν αυτο λεγεται ομιλια, σε πολλους μ' εναν τροπο που θα ταιριαζε σε λιγους, μεσα απο ενα μηχανημα που δεν ταιριαζει σε κανενα μας κι ο θεος να βαλει το χερι του - αν ολα αυτα δεν ερχονται ηδη απο το χερι ενος θεου.
Κατι αντιστοιχο συμβαινει και με το ακουσμα σας. Η φωνη μου, οχι η φωνη μου, το ηχητικο κυμα που την αναπαραγει, με "υψηλη πιστοτητα" βεβαια, δεν ερχεται απο μενα αλλα απο τα μεγαφωνα που ειναι κατεσπαρμενα στο χωρο. Δεν εχει σημασια που καθεστε. Ακουτε τη φωνη μου, οχι τη φωνη μου, ξεγελιεμαι κι εγω συνεχως, ακουτε αυτην τη μεταλλικη αναπαρασταση της στην ιδια σχεδον ενταση οπου κι αν καθεστε. Κι αν ημουν πιο σημαντικο προσωπο, θα βλεπατε και το ειδωλο μου σε γιγαντοοθονη, εσεις που καθεστε πισω το ιδιο καλα μ' εσας που καθεστε μπροστα.
Σ' αυτον το χωρο δεν υπαρχει κοντα και μακρια. Δεν ξερω αν μπορουμε να το αποκαλεσουμε πλεον χωρο αυτο το διαστημα, που ουτε διαστημα ειναι καθως οι διαστασεις δεν διιστανται και οι αποστασεις εχουν καταργηθει και το μεταξυ μας ειναι ανυπαρκτο.
Κι ας μην νομισουμε πως εχουμε μπροστα μας την κατασκευη του Γιωργου Μοκαλη. Μια σκια εχουμε, ειναι μια οπτικη απατη. Οχι γιατι η οπτικη εικονα δεν ειναι ακριβης. Μας εξαπατα διοτι μας υποβαλλει την εντυπωση πως για να βλεπουμε αρκει να βλεπουμε με τα ματια μας, μας μεταχειριζεται σαν οντα που αποτελουνται μονο απο ματια. Οπως το μικροφωνο και τα μεγαφωνα μας μεταχειριζονται σαν οντα που αποτελουνται μονο απο αυτια.
Σε αναλογες συνθηκες βρισκομαστε καθε φορα που μιλαμε στο τηλεφωνο και σερφαρουμε στο διαδικτυο, καθε φορα που ακουμε το ραδιοφωνο και βλεπουμε την τηλεοραση.
Υπαρχει ενα παιχνιδι για υπολογιστες που λεγεται "The cyberpunk handbook" (To εγχειριδιο του κυβερνοπανκ). Στο παιχνιδι το σωμα γινεται κυριολεκτικα "κρεας" για την εμφυτευση συσκευων πληροφοριων. Μηπως ειναι περισσοτερο απο παιχνιδι; Μηπως γινομαστε κι εμεις ολο και περισσοτερο παικτες του;
Η συναντηση μας δεν ειναι πραγματικη συναντηση. Η πολη, αυτη που θα μπορουσε να πραγματωθει στη συναντηση μας, δεν ειναι πραγματικη.
Σας μιλω και δεν σας μιλω. Υπαρχει λεξη που ν' αποδιδει αυτο το αλλοκοτο μιλημα; Υπαρχει. Τη γνωριζουμε κυριως απο την τηλεοραση και χαρακτηριζει εκπομπες που μεταδιδονται στο χρονο που γινονται: "live". Σας μιλω live.
Η λεξη ερχεται απο το "alive", το μεσαιωνικο "alyfe", που σημαινει "on life" και θα πει περιπου ο,τι και το δικο μας "εν ζωη". Στη λεξη "live" τωρα το a-, αυτο το "εν...", το "μεσα (στη ζωη)", εχει χαθει. Γι' αυτο και στην καθομιλουμενη αγγλικη η λεξη σημαινει μεν "ζωντανο", ομως χρησιμοποιειται κυριως μεταφορικα, "δηθεν ζωντανο" οπως, π.χ., "ζωντανο θεμα", "ζωντανο ηφαιστειο", "ζωντανο χρωμα" και, βεβαια, "ζωντανες εκπομπες".
Η φωνη μου ειναι μεν "ζωντανη", ομως ζωντανη σε εισαγωγικα. Εισαγωγικα διοτι, οπως ειδαμε, το "live" δε σημαινει πραγματικα "ζωντανος", ομως ουτε και "νεκρος". (Βλ. και: Περι ανεκρων και θνητων)
Το μη πραγματικο της συναντησης μας δεν αφορα λοιπον μονο τουτον το χωρο, που δεν ειναι χωρος γιατι δεν εκχωρει αποστασεις, δεν προσφερει ουτε εγγυτητα ουτε αποσταση. Αυτος που σας μιλαει, χωρις να σας μιλαει πραγματικα, ειναι live ο ιδιος, ουτε ζωντανος ουτε νεκρος. Κι εσεις που ακουτε, οχι, δεν ακουτε, εσεις που προσλαμβανετε ακουστικα αυτην τη συνθετικη φωνη ειστε οι ιδιοι live. Ουτε ζωντανοι ουτε νεκροι.
Πλασματα σαν κι εμας, καθοτι μη πραγματικα, κινουνται σ' αυτο το "ουτε...ουτε". Δεν ειναι σε θεση να πραγματωσουν τιποτα, μητε καλο μητε κακο. Δεν τους αξιζει ουτε η κολαση ουτε ο παραδεισος. Ειμαστε μη πραγματικοι ανθρωποι σε μια μη πραγματικη πολη. Μη πραγματικη πολη... Στην αγγλικη γλωσσα, "unreal city" ειναι στιχος απο ενα ποιημα. Τον εγραψε πριν απο 60 χρονια ο Thomas Stearns Eliot. Οσα ειπωθηκαν μεχρι τωρα ειναι η αποπειρα μιας εξοικειωσης μ' αυτον το στιχο.
Το ποιημα εχει τον τιτλο The Waste Land. O Σεφερης τον μετεφρασε ως "Η Ερημη Χωρα". Στο ποιημα, το "unreal", μη πραγματικη, ανυπαρκτη το μεταφραζει ο Σεφερης, ερχεται τρεις φορες: μια οταν ξημερωνει στη χωρα, μια το μεσημερι και μια καθως βραδιαζει. Το ανυπαρχτο διατρεχει τον ουρανο της σαν αλλος ηλιος: ανατελλει, μεσουρανει, χαμηλωνει και την αφηνει να προβαλλει στο φως του.
Ξημερωμα στην Ερημη Χωρα. Η μεταφραση ειναι παντα του Γιωργου Σεφερη (στ. 60-64):
Ανυπαρχτη Πολιτεια,
Μεσα στην καστανη καταχνια μιας χειμωνιατικης αυγης,
Χυνουνταν στο γιοφυρι της Λοντρας ενα πληθος, τοσοι πολλοι,
Δεν το 'χα σκεφτει πως ο θανατος ειχε ξεκανει τοσους πολλους.
Σχετικα μ' αυτους τους στιχους ο ιδιος ο Eliot παραπεμπει σε δυο ποιητες. Το "Ανυπαρχτη Πολιτεια" απηχει τους παρακατω στιχους του Baudelaire: "Πολυανθρωπη πολη, πολη καταμεστη απο ονειρα / Οπου το φασμα συναντα καταμεσημερο τον διαβατη".
Οι επομενοι στιχοι, "Χυνουνταν στο γιοφυρι της Λοντρας ενα πληθος, τοσοι πολλοι, / Δεν το 'χα σκεφτει πως ο θανατος ειχε ξεκανει τοσους πολλους", ειναι παραλλαγη μιας σκηνης απο τη Θεια Κωμωδια του Dante: "μια τοσο μακρια συνοδεια / ανθρωπων, που ποτες δεν θα το 'χα πιστεψει / πως ο θανατος ειχε ξεκανει τοσους πολλους".
Στην Ερημη Χωρα το ονειρικο φασμα που συναντα τον διαβατη και γινεται ο ισκιος του ειναι ο θανατος. Ομως τι ειδους θανατος ειναι αυτος; Γραφει ο Σεφερης: "οι πρωινοι διαβατες του London Bridge μοιαζουν με την ατελειωτη συνοδεια εκεινων "που ποτες τους δεν ηταν ζωντανοι" [ετσι χαρακτηριζονται στη Θεια Κωμωδια], γιατι δεν εκαναν μητε καλο μητε κακο [...]"
Αναγνωριζουμε μηπως αναμεσα στο πληθος που περνα τη γεφυρα του Λονδινου εμας τους ιδιους; Φυσικα δεν χρειαζεται να παμε εκει. Ειναι οι ιδιες μορφες που θα συναντησουμε στους δρομους μας, στο μετρο και στις ουρες των τραπεζων και των ταχυδρομειων, στα γηπεδα και στα κεντρα διασκεδασης, πισω απο τα τζαμια των αυτοκινητων και ισως, ισως, εμπρος στον καθρεφτη μας. Ειναι μορφες σαν κι εμας, εδω και τωρα.
Ξαναδιαβαζω τους στιχους που συζητουμε:
Ανυπαρχτη Πολιτεια,
Μεσα στην καστανη καταχνια μιας χειμωνιατικης αυγης,
Χυνουνταν στο γιοφυρι της Λοντρας ενα πληθος, τοσοι πολλοι,
Δεν το 'χα σκεφτει πως ο θανατος ειχε ξεκανει τοσους πολλους.
Και τωρα τους ακουμε διαβασμενους απο τον ιδιο τον Eliot:
Under the brown fog of a winter dawn,
A crowd flowed over London Bridge, so many,
I had not thought death had undone so many.
Ας συγκρατησουμε απο την απαγγελια δυο πραγματα. Πρωτον, η φωνη δεν εχει κανενα ιχνος απελπισιας, κατηγοριας, κηρυγματος. Αν εχει κατι, θα 'λεγα εναν τονο ησυχης αποριας, σιγαλου θαυμασμου, πως ετσι ειναι. Δευτερον, ο τονισμος του "unreal" στην αρχη και του "undone" στο τελος. Και οι δυο λεξεις προσδιοριζονται απο το "un->>, κατι σαν το δικο μας στερητικο αλφα που στον πρωτο στιχο χαρακτηριζει την πολη τη στερουμενη πραγματικοτητας.
Τι προκαλει τη στερηση της πραγματικοτητας; O θανατος. Εκεινος ο θανατος που un-does, ξε-κανει, αποστερει ακριβως το "καμωμα", την πραγματωση.
Πως συμβαινει αυτος ο θανατος; Στη Θεια Κωμωδια εκεινοι που πεθαναν αυτον το θανατο ειναι οσοι "απο δειλια εκαμαν τη μεγαλη αρνηση".
Η "μεγαλη αρνηση" ειναι η σταση του "ουτε… ουτε" που συναντησαμε ηδη. Η αλλη οψη της ειναι το "και ναι και οχι", οπου ουτε το ναι ειναι πραγματικο "ναι" ουτε το οχι πραγματικο "οχι". Ας το αναλογιστει περισσοτερο ο καθενας για τον εαυτο του. Εδω αρκει να τονιστει πως δεν προκειται για αμαρτια, για αδυναμια χαρακτηρα η, στην τρεχουσα ψυχολογικη γλωσσα, για "προβλημα". Προκειται για ανθρωπινη μοιρα. Η αναγνωση του Eliot μας καλει να την αναγνωρισουμε και να την παραδεχτουμε.
Δεν ειναι απλο. Και δεν ειναι απλο γιατι καταρχην μοιαζει να μην ειναι απολυτο. Σε καποιες συναντησεις, σε καποιες ωρες μοιαζει να γινομαστε πραγματικοι κι η χωρα μας δεν ειναι ερημη. Το λεω και μου ερχεται κατευθειαν στο νου μια φραση του Nietzsche: "Η ερημος μεγαλωνει. Αλιμονο σ' αυτον που μεσα του κρυβει ερημους". Δεν ειναι ανατριχιαστικα αυτα τα λογια; Κι αυτος που ανατριχιαζει δεν εχει ηδη ομολογησει πως τον αγγιξαν βαθια; Δεν εχει ηδη ομολογησει πως μεσα του "κρυβει ερημους";
Κι αυτοι που δεν ανατριχιαζουν; Ενας ειναι ο κυριος Ευγενιδης. Τον συναντουμε στην Ερημη Χωρα το μεσημερι (στ. 207-214):
Ανυπαρχτη Πολιτεια
Μεσα στην καστανη καταχνια ενος χειμωνιατικου μεσημεριου
ο Σμυρνιος εμπορας, κυριος Ευγενιδης
Αξουριστος, με την τσεπη γεματη σταφιδες
Τσιφ Λοντρα: φορτωτικες εν οψει,
Με καλεσε με τα προστυχα του γαλλικα
Για προγευμα στο Καννον Στρητ Οτελ
Κι επειτα το Σαββατοκυριακο στο Μετροπολ.
Ο κυριος Ευγενιδης, λεει ο Eliot σε μια συναντηση του με τον Σεφερη, ειναι ενα προσωπο που γνωρισε τον καιρο που εργαζοταν στο Σιτυ σαν τραπεζικος υπαλληλος στην Lloyds Bank.
"Τσιφ Λοντρα: φορτωτικες εν οψει". "Τσιφ", το αγγλικο "c.i.f.", ειναι η συντομογραφια του "cost, insurance, freight" (τιμη, ασφαλεια, ναυλος). Ο Eliot σημειωνει: "Η τιμη της κορινθιακης σταφιδας ηταν "μετα ναυλου και ασφαλειας μεχρι Λονδινου"". Η φορτωτικη κτλ. επρεπε να παραδοθει στον αγοραστη αμεσως μετα την πληρωμη του εν οψει γραμματιου".
Ο Σεφερης μας πληροφορει ακομα:
To Cannon Street Hotel ηταν την εποχη εκεινη ενα βολικο μερος συναντησεων για τους ξενους εμπορους με Αγγλους συναδελφους, γιατι βρισκοτανε στο κεντρο του Σιτυ και στο τερμα μιας αρτηριας της ηπειρωτικης Ευρωπης. Απο τοτε εχασε τη σημασια του. Το Μετροπολ, ενα απο τα κυριοτερα ξενοδοχεια πολυτελειας του Μπραιτον. Το χρησιμοποιουσαν πολυ για διασκεδασεις οι πλουσιοι επιχειρηματιες. Δεν ειναι ξενοδοχειο "δι' οικογενειας".
Παλι:
Ανυπαρχτη Πολιτεια
Μεσα στην καστανη καταχνια ενος χειμωνιατικου μεσημεριου
ο Σμυρνιος εμπορας, κυριος Ευγενιδης
Αξουριστος, με την τσεπη γεματη σταφιδες
Τσιφ Λοντρα: φορτωτικες εν οψει,
Με καλεσε με τα προστυχα του γαλλικα
Για προγευμα στο Καννον Στρητ Οτελ
Κι επειτα το Σαββατοκυριακο στο Μετροπολ.
Και ο Eliot:
Under the brown fog of a winter noon
Mr. Eugenides, the Smyrna merchant
Unshaven, with a pocket full of currants
CIF London: documents at sight,
To luncheon at the Cannon Street Hotel
Followed by a weekend at the Metropole.
Οπως και στο προηγουμενο αποσπασμα, η ενοτητα ξεκινα με τον στιχο "Unreal City". Απο την αναγνωση του Eliot τεινω να τον ακουσω περισσοτερο στην ονομαστικη πτωση και λιγοτερο στην κλητικη. Και η μικρη παυση που ακολουθει θα μπορουσε ν' αποδοθει με μια αδιορατη ανω κατω τελεια, δηλαδη: Στο πληθος στη γεφυρα του Λονδινου, στον κυριο Ευγενιδη μιλα η πολη, η μη πραγματικη πολη, η ανυπαρχτη.
Τωρα, σε αντιθεση με τη σχεδον ονειρικη σκηνη του πληθους στη γεφυρα, εχουμε τη σχεδον πεζη περιγραφη μιας συναντησης του Σμυρνιου εμπορου με το προσωπο που μιλα ο Mr. Eugenides:
Το ονομα λεγεται με ιδιαιτερη εμφαση, με στομφο, ο κυριος Ευγενιδης εισαγεται φαντασμαγορικα, αναδυεται μεσα απο την καστανη καταχνια του χειμωνιατικου μεσημεριου μονοφθαλμος, οπως γραφει ο Eliot στις "Σημειωσεις", αξουριστος, η τσεπη φουσκωμενη σταφιδες, στο χερι φορτωτικες, προφανως η συναντηση ειναι για τις δουλειες του, σχεδον τον βλεπουμε να μπαινει και να μπουκωνει το μικρο δωματιο του τραπεζικου υπαλληλου, να καθεται απεναντι του και ν' απλωνει το σωμα και τα χερια του πανω στο γραφειο μασουλωντας σταφιδες και να προσφερει και σ' αυτον μια χουφτα με τα κολλωδη του δαχτυλα.
Οπωσδηποτε το ονομα δεν ειναι τυχαιο. O κυριος Ευγενιδης εκπροσωπει την ευγενεια - εξ αποκλεισμου. Με μια λεξη, αυτο που τον καθοριζει ειναι η χυδαιοτητα. Η λεξη ας ακουστει κυριολεκτικα. "Χυδην" ειναι αυτο που λεμε "χυμα", οπου τα παντα συγχεονται στο αδιαφοροποιητο, οπου εχει χαθει καθε οριο: "Αξουριστος". Ο κυριος Ευγενιδης δεν ετοιμαστηκε για να βγει απ' το σπιτι του, να συναντησει ανθρωπους. Σχεδον οπως σηκωθηκε απ' το κρεβατι του πηγε στο λιμανι και κατοπιν στην τραπεζα. Φανταζομαι και οντως με την τσιμπλα στο ματι. 'Υπνος και ξυπνος, μεσα κι εξω, οικειο και ξενο, του ειναι το ιδιο. "Με την τσεπη γεματη σταφιδες". Η σταφιδα δεν ειναι απλα το εμπορευμα του, ειναι ο μονιμος συντροφος του, το φυλαχτο του.
Πριν απο μερικα χρονια ο δημοσιογραφος Νικος Ευαγγελατος, σε μια συνεντευξη με τον κυριο Μιμικο απο τη γνωστη επιχειρηση ορνιθοτροφειων και συσκευασιας πουλερικων "Μιμικος", τον ρωτησε τι κρεας τρωει. O κυριος Μιμικος απαντησε κατηγορηματικα: "Μονο κοτοπουλο".
Ομως ας γυρισουμε στον κυριο Ευγενιδη και στις σταφιδες του. Η τσεπη του ειναι γεματη απο δαυτες. Οι σταφιδες δεν ειναι καν μεσα σε καποια σακουλα, τιποτα δεν παρεμβαλλεται αναμεσα στον κυριο Ευγενιδη και σ' αυτες. Πιστευω πως ολοκληρος ο κυριος Ευγενιδης μυριζει σταφιδα, τα ρουχα του, το δερμα του. Το σωμα του κι οι σταφιδες του ειναι ενα.
"Με καλεσε για προγευμα" κτλ. O κυριος Ευγενιδης παει κατευθειαν στο ψητο. Εκμαυλιζει τον υπαλληλακο μ' ενα Σαββατοκυριακο μεγαλης ζωης σε κοσμοπολιτικα ξενοδοχεια, με γυναικες και καλοπεραση - θεωρωντας αυτονοητο πως ολοι, αρα κι ο υπαλληλακος, λαχταρουν κι ονειρευονται αυτα που ο ιδιος γευεται και απολαμβανει.
Στον κυριο Ευγενιδη δεν υπαρχουν διαφορες. Ειναι μια σουπα: υπνος και ξυπνος, μεσα κι εξω, οικειο και ξενο ("αξουριστος..."), δουλεια και σχολη, ανθρωπινο σωμα κι εμπορευμα ("με την τσεπη γεματη σταφιδες..."). Δεν υπαρχει ιδιαιτεροτητα και σεβασμος (η ξεδιαντροπη αποπειρα δωροδοκιας), δεν υπαρχει ο πονος της στερησης κι η ηδονη της ικανοποιησης (η αγοραια απολαυση). O κοσμος του διακατεχεται απο το "ουτε.. .ουτε". Τιποτα πανω του δεν ειναι πραγματικο. Ανυπαρχτη Πολιτεια...
Μια στιγμη ομως! Το "ουτε... ουτε" δεν ειναι που συναντησαμε στη γεφυρα του Λονδινου αλλα κι εδω, σ' εμας, οπου δεν υπαρχει κοντα και μακρια, οπου επικοινωνουμε με μια συνθετικη φωνη που δεν ειναι ουτε ζωντανη ουτε νεκρη; Μηπως ο κυριος Ευγενιδης, ο κυριος Μιμικος, κι ολοι μας μοιαζουμε μεταξυ μας περισσοτερο απ' οσο νομιζουμε; Ας αναλογιστει ο καθενας τις δικες του σταφιδες και τα δικα του κοτοπουλα.
Το "ουτε.. .ουτε", εχοντας καταλυσει τα ορια και ισοπεδωσει τα παντα, μας "ξεκανει", ειναι εργο εκεινου του θανατου που ουτε καν μας θανατωνει πραγματικα αλλα μας κανει κενους, κουφιους. Ομως το κουφιο δεν μπορει να υφισταται μονο του. Χρειαζεται παραγεμισμα. Τρια χρονια μετα την "Ερημη Χωρα", και μενοντας ακομα στον κυκλο της, ο Eliot εγραψε ενα ποιημα με τον τιτλο "Οι κουφιοι ανθρωποι". Οι δυο πρωτοι στιχοι του, σε μεταφραση του Σεφερη, ειναι οι εξης: "Ειμαστε οι κουφιοι ανθρωποι / Ειμαστε οι παραγεμισμενοι ανθρωποι". Με τι ειμαστε παραγεμισμενοι; Το ακουμε στην αρχη της "Ερημης Χωρας": "Με θυμηση κι επιθυμια". Στη θυμηση ειναι προσκολλημενος αυτος που ζει στα περασμενα, οταν, π.χ., ο κοσμος του πατρικου σπιτιου παραμενει καθοριστικος, η οταν κατατρωγεται με τα κακα που "του εκαναν". Στην επιθυμια ειναι προσκολλημενος αυτος που η ζωη του θ' αποκτησει νοημα με την εκπληρωση και την ικανοποιηση.
Αυτοι που ζουν με θυμηση κι επιθυμια, δηλαδη αυτοι που τρεφονται μ' εκεινο που δεν ειναι πια (θυμηση) κι εκεινο που δεν ειναι ακομα (επιθυμια), δηλαδη λιγο πολυ εμεις ολοι, ζουν με σκιες. Ζουν το δεν ειναι και χανουν αυτο που ειναι και στο οποιο βρισκονται. Χανουν την πραγματικοτητα. Ειναι μη πραγματικοι, unreal, ανυπαρχτοι.
Θυμηση κι επιθυμια στοιχειωνουν την απουσα πραγματικοτητα, την παραγεμιζουνε με τις σκιες τους. Κι εδω συνεπικουρουνται απο μια αλλοτριωμενη φιλοσοφια και τεχνη και ψυχολογια που τις εχουν αναγορευσει σε κυριαρχα στοιχεια της ανθρωπινης φυσης. "Ειμαστε οι κουφιοι ανθρωποι / Ειμαστε οι παραγεμισμενοι ανθρωποι". Συνηθως δεν το βλεπουμε η δεν το παραδεχομαστε. Παριστανουμε οτι "ζουμε". Σ' εμας τους υποκριτες αποτεινεται ο ποιητης της Ερημης Χωρας οταν, με λογια δανεισμενα απο τον Baudelaire, λεει: "You! hypocrite lecteur! - mon semblable - mon frere!" (Συ! υποκριτη αναγνωστη! - ομοιε μου - αδερφε μου!)
Υπαρχει μια θερμοτητα σ' αυτην την προσφωνηση. O ποιητης δεν μας μιλα αφ' υψηλου. Σημαινει αυτο πως ταυτιζεται με τον υποκριτη αναγνωστη, πως ειναι κι αυτος υποκριτης; Η μηπως ο αναγνωστης, καθοτι υποκριτης, κρυβει κι αυτος μια αληθεια, μεσα απο την οποια ειναι ομοιος με τον ποιητη κι αδελφος του; Η μηπως και τα δυο; Μηπως καπου ειμαστε υποκριτες, σχεδον χαμενοι ο καθενας στην ατομικοτητα των ενθυμησεων και των επιθυμιων του, και συναμα καπου μεταξυ μας ομοιοι κι αδελφοι;
Και ποιο θα ηταν αυτο το "καπου"; Μηπως η πολη, που αναφερθηκε αρχικα σαν δυνατοτητα μονο; Το ερωτημα χρειαζεται ακομα να περιμενει. Ακομα ειμαστε στην Ερημη Χωρα.
Βραδιαζει. Ειναι "η ωρα η μενεξεδια" (στ. 210). Το προσωπο που μιλα δεν βρισκεται πια στο Λονδινο αλλα πορευεται στα βουνα, σε απροσδιοριστο τοπο και χρονο (στ. 331-334):
Δεν εχει εδω νερο παρα μοναχα βραχια
Βραχια χωρις νερο κι ο αμμος του δρομου
Του δρομου που ξετυλιγεται στα βουνα
Που ειναι βραχοβουνα χωρις νερο
Ας δουμε τι συναντα στην πορεια του (στ. 366-376):
Ποιος ειναι αυτος ο ηχος ψηλα στον αερα
Μουρμουρισμα μητρικου ολολυγμου
Ποιες ειναι αυτες οι κουκουλωμενες ορδες που μερμηγκιαζουν
Πανω σ' ατελειωτους καμπους, σκονταφτοντας στη σκασμενη γης
Ζωσμενες απο τον οριζοντα τον χαμηλο μοναχα
Ποια ειναι η πολιτεια περα απ' τα βουνα
Σκαζει, ξαναγεννιεται, θρουβαλιαζεται μες στον μενεξεδενιο αερα
Πυργοι πεφτουν
Ιερουσαλημ Αθηνα Αλεξαντρεια
Βιεννη Λοντρα
Ανυπαρχτες
Οι στιχοι, σημειωνει ο Eliot, εχουν την αφετηρια τους στο βιβλιο του Hermann Hesse Ματια στο χαος:
Ηδη η μιση Ευρωπη, ηδη η μιση ανατολικη Ευρωπη τουλαχιστον, καθοδον προς το χαος, προχωρει μεθυσμενη μεσα σε ιερη παραφροσυνη κατα μηκος του γκρεμου και τραγουδα κιολας, τραγουδα μεθυσμενα και υμνητικα [...]. O αστος γελα μ' αυτα τα τραγουδια που τον προσβαλλουν, ο αγιος και ο προφητης τα ακουει με δακρυα...
Το δειλινο στην Ερημη Χωρα δεν αφορα την ανατολικη Ευρωπη του 1920 αλλα απλωνεται σ' ολον τον δυτικο κοσμο, σ' ολες τις εποχες, στις πολεις που ηταν εκφραστες τους: "Ιερουσαλημ Αθηνα Αλεξαντρεια / Βιεννη Λοντρα".
Εδω τα λογια ειναι περισσοτερο λογια ενος αγιου, ενος προφητη μαινομενου:
What is that sound high in the air
Murmur of maternal lamentation
Who are those hooded hordes swarming
Over endless plains, stumbling in cracked earth
Ringed by the flat horizon only
What is the city over the mountains
Cracks and reforms and bursts in the violet air
Ο προφητης αντιλαμβανεται σημαδια που τον συνταραζουν: "Ποιος ειναι αυτος ο ηχος... Ποιες ειναι αυτες οι ορδες... Ποια ειναι η πολιτεια...". Ακουει ψηλα στον αερα θρηνους μητερων. Το βλεμμα του χαμηλωνει και στους καμπους βλεπει ορδες αστεγων και ασκεπων που φτανουν μεχρι τον οριζοντα και πιο περα βλεπει πολεις, οχι πολεις, ειναι παντα μια πολη, η ιδια πολη:
Σκαζει, ξαναγεννιεται, θρουβαλιαζεται μες στον μενεξεδενιο αερα
Πυργοι πεφτουν
Ιερουσαλημ Αθηνα Αλεξαντρεια
Βιεννη Λοντρα
Ανυπαρχτες
Οι πολεις, κοιτιδες των πολιτισμων που σημαδεψαν τον κοσμο μας, πολεις που, για να θυμηθουμε τη διατυπωση στην αρχη της σημερινης ομιλιας, στο ονομα τους συναντηθηκαν ολες οι συναντησεις. Πυργοι που πεφτουν: "Ανυπαρχτες...".
Και σαν αντηχηση, προς το τελος του ποιηματος, ο στιχος απο ενα παιδικο τραγουδι (στ. 426): "Της Λοντρας το γιοφυρι πεφτει, παει και πεφτει, παει και πεφτει".
Το τραγουδι αναφερεται σε πραγματικο γεγονος. Το 1014 σε μια μαχη οι Βικινγκς εριξαν την τοτε ξυλινη γεφυρα. Τα παιδια το καναν τραγουδι και το τραγουδι ειναι μεχρι σημερα απο τα πιο αγαπητα τους: "London Bridge is falling down falling down falling down". Τωρα η αναγνωση του Eliot: "London Bridge is falling down falling down falling down".
Στην αργη πτωση της λεξης "falling" βλεπουμε την ιδια τη γεφυρα να γκρεμιζεται. Ομως γιατι αναφερεται η πτωση μιας γεφυρας; Πως σχετιζεται με την πτωση των πολεων στο ανυπαρχτο; Θα το δουμε αργοτερα.
Επειδη οι πολεις ειναι ανυπαρχτες, δεν υπαρχουν και σπιτια. Εχει κατασκευες μονο. Δεν υπαρχει στεγη που να στεγαζει, εστια που να συγκεντρωνει μια συναντηση. Οταν λεμε "σπιτι μου", υποκρινομαστε. Οι χωροι αυτοι δεν ειναι χωροι, δεν μπορουν να χωρεσουν σχεδον τιποτα. Ο ορος που αποδιδει σημερα αυτο που εχει καταλαβει τη θεση των ανυπαρχτων πολεων ειναι "πολεοδομικα συγκροτηματα" κατεσπαρμενα επανω στον πλανητη "πανω σ' ατελειωτους καμπους".
Παντως οι πολεις που ονομαζονται δεν ειναι μονο του σημερα. Μηπως το ανυπαρχτο τις στοιχειωνε παντα; Μηπως ειναι πλανερα τα εργα κι οι μερες των παλαιων που ανεδειξαν κι εκαναν περιλαλητες την Ιερουσαλημ και την Αθηνα και την Αλεξαντρεια, τη Βιεννη και το Λονδινο; Μηπως η πολη, ως πολη, ηταν απο παντα μια χιμαιρα; Η απαντηση δεν ειναι απλη. Ας μεινουμε καταρχην στο ερωτημα και ας το ακουσουμε οπως τιθεται απο τον Eliot στο ποιημα "East Coker" απο τον κυκλο Τεσσερα Κουαρτετα:
[...] Μας εξαπατησαν,
Η εξαπατησαν τον εαυτο τους οι γηραιοι με τους ηπιους λογους τους,
Κληροδοτωντας μας απλα μια συνταγη απατης;
Η γαληνη μονο εσκεμμενο υφος,
Η σοφια μονο γνωση νεκρων μυστικων
Αχρηστη στο σκοταδι στο οποιο στυλωσαν
Η απ' το οποιο αποστρεψαν το βλεμμα τους [...]
Λιγο παρακατω ακολουθει η απαντηση με τους αινιγματικους στιχους :
[...] Δεν θελω ν' ακουω
Για τη σοφια των παλαιων αλλα περισσοτερο για την τρελα τους,
Το φοβο τους του φοβου και τη μανια, το φοβο τους της κατοχης,
Ν' ανηκουν σε αλλον η σε αλλους η στον θεο.
Ακομα δεν ειναι η ωρα να συνομιλησουμε μαζι τους. Καταρχην ας συγκρατησουμε το οτι η "Ερημη Χωρα" δεν αναφερεται μονο οπως γραφει ο Σεφερης στη "σημερινη Ευρωπη" ως εποχη παρακμης ουτε "ετοιμαζει το χωμα για ενα διαφορετικο αυριο". Η "Ερημη Χωρα" ονομαζει τον τοπο του ανθρωπου ως ανθρωπου. Ομως και παλι προτρεχουμε.
Μειναμε στον προφητη που μας βλεπει "ορδες" που "μερμηγκιαζουν", "ζωσμενες απο τον οριζοντα το χαμηλο μοναχα". Απ' αυτες ανεβαινει ψηλα ενας ηχος, "μουρμουρισμα μητρικου ολολυγμου". Ειναι μια κηδεια, ιδια μ' αυτην που περνα τη γεφυρα του Λονδινου, μια οπως διαβαζουμε στο "East Coker", "[...] σιωπηλη κηδεια, / Κανενος κηδεια, γιατι δεν υπαρχει κανεις να ταφει". Και δεν υπαρχει κανεις αφου στις ανυπαρχτες πολεις δεν συμβαινει ουτε ζωη ουτε θανατος.
"[...] Γιε του ανθρωπου" μας λεει η φωνη που εισαγει στην "Ερημη Χωρα" (στ. 19-22). "Να πεις η να μαντεψεις δεν μπορεις, γιατι γνωριζεις μονο / Μια στοιβα σπασμενες εικονες, [...]".
"Μια στοιβα σπασμενες εικονες". Τι εχει σπασει κι αποσπαστει απ' αυτες τις εικονες; Η πραγματικοτητα. Το συναντησαμε με διαφορες μορφες στη σταση του "ουτε.. .ουτε" που μας αδειαζει και μας κανει "κουφιους" και "παραγεμισμενους".
Ας πουμε πως φτασαμε μεχρις εδω, πως στις πολιτειες της Ερημης Χωρας αναγνωρισαμε τη δικη μας και στα προσωπα της τον εαυτο μας. Τι αναγνωρισαμε; Θα μιλησω για μενα, για τις μερες που προετοιμαζα την ομιλια και περιδιαβαινα την Ερημη Χωρα. O προφητης που ειχε αναλαβει να μου τη δειξει, το ηξερε ηδη, μου το ειχε πει απο την αρχη (στ. 30): "[...] θα σου δειξω το φοβο".
Ηταν αληθεια. Συναντησα το φοβο. Τον συναντησα καθως αρχισα να εγκλιματιζομαι στην Ερημη Χωρα, να τη λεω χωρα μου και ν' ακουω τη λεξη "ανυπαρχτος" να μιλα ευκρινεστερα.
Ομως στο φοβο δεν γνωριζα πια "μια στοιβα σπασμενες εικονες". Ο ιδιος ο φοβος περισυνελεγε τα παντα. Στο φοβο αρχισα να ειμαι υπαρχτος. Το "θα σου δειξω το φοβο" σημαινε: θα σου δειξω τον εαυτο σου. Ποιον εαυτο; ο στιχος ολοκληρος ειναι: "Μεσα σε μια φουχτα σκονη θα σου δειξω το φοβο".
"Μεσα σε μια φουχτα σκονη". Η σκονη ειναι το υπαρχτο που μενει οταν οι πολεις "θρουβαλιαζονται" πεφτοντας στο ανυπαρχτο. Ειναι μια σκονη παμπαλαια. Μας προσπερνα, προσπερνα τους πατερες των πατερων μας και αποληγει στο χερι που πρωτο εμελλε να την κρατησει στη χουφτα του. Ειναι το χερι της Σιβυλλας.
Στους αρχαιους μυθους η Σιβυλλα ειναι ονομα απο πολλες προφητισσες. Για μια απ' αυτες, τη Σιβυλλα της Κυμης στην Καμπανια της νοτιας Ιταλιας, ο Πετρωνιος στο Σατυρικον γραφει πως ο Απολλωνας της ειχε χαρισει, μαζι με την προφητικη δυναμη, τοσα χρονια ζωης οσα οι κοκκοι της αμμου που κρατουσε στη χουφτα της. Ομως η Σιβυλλα ειχε ξεχασει να ζητησει και το δωρο της νιοτης. Καθως γερνουσε, κονταινε κι αδυνατιζε ολο και πιο πολυ και τελος εμοιαζε με τζιτζικι και την εβαλαν να μενει μεσα σ' ενα καλαθι, στο ιερο του Απολλωνα. Τα παιδια τη ρωτουσαν: "Σιβυλλα τι θελεις;" κι αυτη απαντουσε: "Να πεθανω θελω". Τα λογια της ειναι και το μοτο της "Ερημης Χωρας": "Γιατι στην Κυμη ειδα με τα ιδια μου τα ματια τη Σιβυλλα να κρεμεται μεσα σ' ενα καλαθι κι οταν τα παιδια τη ρωτουσαν: "Σιβυλλα τι θελεις;" εκεινη απαντουσε: "να πεθανω θελω"".
Καποτε τα δωρα των θεων ειναι περιεργα. Αυτο που ο Απολλωνας χαριζει στη Σιβυλλα ειναι η παραβιαση των μετρων. Της χαριζει μια ζωη τοσο μεγαλη, τοσο υπερτροφικη, που απωθει το θανατο σ' ενα απωτατο μελλον, τον κανει μακρινο και αμελητεο. Βεβαια τα χρονια που της χαριζονται ειναι σαν τους κοκκους της αμμου: ασημα, ατονα, ομοιομορφα, ετσι που "καταντα το αυριο σαν αυριο να μην μοιαζει".
Η Σιβυλλα, στο περασμα των χρονων που της χαριστηκαν, συρρικνωνεται και καταντα η ιδια σχεδον ενας κοκκος αμμου κι αυτη. Ανυπαρχτη.
Και τα παιδια, που πιανει το ματι τους και δεν ξερουν να μαζευουν τη γλωσσα τους, την κοροϊδευουν για το παθημα της επαναλαμβανοντας την αλλοτινη προσφορα του Απολλωνα "Σιβυλλα, τι θελεις;", σαν να της λενε "Για να δουμε τι θα πεις τωρα". Κι η αδυναμη, συριστικη φωνιτσα που βγαινει απ' το ζαμουριασμενο ανθρωπινο ζωυφιο δεν θελει πια τη μακροζωια. Θελει το μονο υπαρχτο που μπορει ακομα να περιμενει: το θανατο, που καποτε προτιμησε να διωξει μακρια της.
Αυτη ειναι η ιστορια της χουφτας αμμου. Μας εχει παραδοθει η αμμος, που με τα χρονια εγινε σταχτη και την κραταμε ο καθενας σφιχτα στο χερι του που ποτε δεν ειναι αρκετα μεγαλο.
Ο,τι περασε η Σιβυλλα ειναι εκτοτε μοιρα μας. Το δωρο του Απολλωνα, εκεινο το απλο και πλανερο "Τι θελεις;" φτανει εως εμας. Η αλλοφρονη θεληση για ζωη και περισσοτερη ζωη θα κανει στον καθενα μας τον τραγικο κυκλο της, θα περασει απο την αλλου λιγοτερο κι αλλου περισσοτερο συγκαλυμμενη μονοτονια και πληξη και θα γινει θεληση για θανατο, αλλου περισσοτερο εμφανης κι αλλου λιγοτερο.
"Πολλα τα δεινα κουδεν ανθρωπου δεινοτερον πελει" τραγουδα ο χορος στην Αντιγονη του Σοφοκλη. Μπορει να μας τυχαινουν δεινα παμπολλα, ομως το μεγαλυτερο δεινο ειναι ο ιδιος ο ανθρωπος. Αυτο δεν ειναι εκφραση απελπισιας. Ειναι ενας λογος που απορει και θαυμαζει.
Βρισκομαστε παντα στην Ερημη Χωρα. Κι εκει, πανω στη γεφυρα του Λονδινου, διπλα στον κυριο Ευγενιδη, περα απο τις ορδες στους ατελειωτους καμπους ειναι παντα παρων ενας που μας δειχνει τη χωρα μας, τον εαυτο μας. Τον γνωρισαμε ως τον προφητη της, ομως δεν τον προσεξαμε ακομα. Καλειται με πολλα ονοματα, θα δουμε γιατι. O ιδιος συστηνεται ως εξης (στ. 218-219):
Εγω ο Τειρεσιας, μολονοτι τυφλος, σφυζοντας αναμεσα σε δυο ζωες,
Γεροντας με γυναικειο στηθος ρυτιδωμενο, [...]"
Η μορφη του, στην οποια σημειωνει ο Eliot "τα δυο φυλα ενωνονται", ειναι παρμενη απο τις Μεταμορφωσεις του Οβιδιου. Το σχετικο χωριο ειναι το εξης:
[ο Τειρεσιας] ηταν μαθημενος κι απο τη μια κι απο την αλλη Αφροδιτη. Γιατι σ' ενα πρασινο δασος ειχε χτυπησει τα σμιγμενα κορμια δυο μεγαλων φιδιων με το ραβδι του. Αξαφνα, ως θαμα, απο αντρας εγινε γυναικα κι εμεινε ετσι για εφτα φθινοπωρα· πανω στο ογδοο ειδε τα φιδια· και "αν η δυναμη των πληγων σας" ειπε "ειναι τοσο μεγαλη που ν' αλλαζει το γενος εκεινου που σας λαβωσε, τωρα θα σας ξαναχτυπησω!" Μολις τα χτυπησε ερχεται παλι η πρωτη του μορφη, σαν να ξαναγεννηθηκε.
Αυτος ο Τειρεσιας λοιπον, γραφει ο Eliot,
μολονοτι δεν ειναι πραγματικα ενα "προσωπο του δραματος", αλλα ενας απλος θεατης, ειναι ωστοσο η σημαντικοτερη προσωπικοτητα του ποιηματος, ενωνοντας ολα τα αλλα προσωπα. Οπως ακριβως ο μονοφθαλμος σταφιδεμπορας γινεται ενα με τον Φοινικα Θαλασσινο και ο τελευταιος δεν ειναι ολωσδιολου ξεχωριστος απο τον Φερδινανδο, πριγκιπα της Ναπολης [ολα τους προσωπα της Ερημης Χωρας], ετσι και ολες οι γυναικες ειναι μια γυναικα και τα δυο φυλα ενωνονται στον Τειρεσια.
Πως συμβαινει αυτη η ενωση στην Ερημη Χωρα;
Εγω ο Τειρεσιας, μολονοτι τυφλος, σφυζοντας αναμεσα σε δυο ζωες,
Γεροντας με γυναικειο στηθος ρυτιδωμενο, μπορω να ιδω,
Τι βλεπει ο Τειρεσιας; Ακολουθει η περιγραφη μιας, ας την πουμε, "ερωτικης" συναντησης (στ. 219-252):
Την ωρα τη μενεξεδια, την ωρα τη δειλινη που μαχεται
Κατα το γυρισμο και φερνει τον ναυτη στο λιμανι απο το πελαγο,
Σπιτι της τη δακτυλογραφο την ωρα του τσαγιου· μαζευει τ' απομειναρια του πρωινου της
Αναβει τη θερμαστρα κι αραδιαζει τροφιμα απο κονσερβες.
Εξω απο το παραθυρο απλωμενα ριψοκινδυνα
Στεγνωνουνε τα σωρουχα της στου ηλιου τις τελευταιες αχτινες,
Στοιβαγμενα στο ντιβανι (τη νυχτα κρεβατι της)
Καλτσες, παντουφλες, μεσοφορια, κορσεδες.
Εγω ο Τειρεσιας, γεροντας με ρυτιδωμενα βυζια
Διακρινα τη σκηνη, και προφητεψα τα επιλοιπα -
Κι εγω περιμενα τον αναμενομενο ξενο.
Εκεινος, νεος ολο σπυρια, καταφτανει,
Υπαλληλος πρακτορειου μικροεταιρειας,
Με βλεμμα θαρραλεο, καποιος απ' τους μικρους
Οπου η αυτοπεποιθηση ειναι καθισμενη
Σαν το ψηλο μπραντφορδιανου 'κατομμυριουχου.
Τωρα η στιγμη ειναι προσφορη, καθως εικαζει,
Αποφαγε, βαριεται κι ειναι κουρασμενη,
Κανει μια αποπειρα να την μπλεξει σε χαδια
Που εκεινη δεν ποθει, μητε αποδοκιμαζει.
Πυρος κι αποφασιστικος, ριχνεται αμεσως·
Χερια ερευνητικα δεν συναντουν αντισταση·
Η ματαιοδοξια του δεν απαιτει ανταποκριση,
Και παιρνει για παραδοχη την αδιαφορια.
(Κι εγω ο Τειρεσιας υποφερα απ' τα πριν ολα
Που εγιναν στο ιδιο τουτο ντιβανι η κρεβατι·
Εγω που καθισα στη Θηβα κατω απ' τα τειχη
Και περπατησα αναμεσα στους χαμηλοτερους νεκρους.)
Δινει ενα προστατευτικο φιλι,
Και βγαινει ψαχνοντας τη σκαλα τη σβηστη ...
Εκεινη ριχνει στον καθρεφτη μια ματια,
Πως ο εραστης της εφυγε το νιωθει μολις·
Απο το νου της μια αμορφη σκεψη περνα:
"Λοιπον εγινε ο,τι εγινε: καλα που εχει τελειωσει".
Για να υποψιαστουμε τον Τειρεσια της Ερημης Χωρας χρειαζεται να παραμερισουμε την εννοια της ταυτοτητας του ανθρωπου που περιοριζει τον καθενα σε μια μορφη. O Τειρεσιας δεν ειναι μονο ο "απλος θεατης". O Τειρεσιας ζει κι αυτος τη ζωη της δακτυλογραφου, την αδιαφορη και αμετοχη, τη συγκαταβατικη, το "εγινε ο,τι εγινε", με μονο υπολειμμα ανασας το "καλα που εχει τελειωσει". Ο Τειρεσιας ζει κι αυτος τη ζωη του ματαιοδοξου νεαρου υπαλληλου, την επισης αδιαφορη και αμετοχη μεσα στο διεστραμμενο του εγωισμο, το θρασος και τον τσαμπουκα "που δεν απαιτει ανταποκριση".
Ας αναλογιστουμε με το χερι στην καρδια μηπως λογια και εργα της δακτυλογραφου και του μικρου υπαλληλου ειναι λογια και εργα δικα μας· μηπως αυτοι ζουν τη ζωη μας κι εμεις τη δικη τους. Μηπως τα προσωπα μας ειναι ενα προσωπο. Μηπως αυτη η πρωτογενης μας συμβιωση ειναι η πολη μας, που ειναι η καθε πολη: ανυπαρχτη.
"Μεσα σε μια φουχτα σκονη θα σου δειξω το φοβο" μας ειπε ο Τειρεσιας. Ποιους εμας; Αυτους που "απο δειλια εκαμαν τη μεγαλη αρνηση" και χαθηκαν στο "ουτε.. .ουτε".
Μεσα σε μια φουχτα σκονη μας μιλα το ανυπαρχτο της ζωης μας. Η δειλια δεν θελει να το βλεπει. O φοβος το αντικριζει, ομως δεν το αναλαμβανει σαν δικο του. O Τειρεσιας το αναλαμβανει και το υποφερει εν ονοματι ολων μας και εξ ονοματος ολων μας.
Στη μορφη του, γραφει ο Eliot, ενωνονται ολα τα προσωπα της Ερημης Χωρας. Ενωνονται διοτι αυτος υπο-φερει, φερει τον πονο. Δεν τον εκλαμβανει ως περιστασιακο γεγονος, δεν τον ψυχολογικοποιει θεωρωντας τον προβλημα προς επιλυση, δεν τον παραμυθιαζει με νοσταλγια των παρελθοντων και με μελλοντικες χιμαιρες. Ετσι ο πονος δεν ειναι διασπαση, δεν σκιζει τα σωθικα αλλα συγκρατει τις "σπασμενες εικονες" μαζι, μας κρατει συγκεντρωμενους, τους χαμενους "γιους του ανθρωπου", σε εναν τοπο. Στον Τειρεσια, στον πονο που λεγεται "Τειρεσιας", η "ανυπαρχτη πολιτεια", ως ανυπαρχτη, υπαρχει.
Η δειλια, ο φοβος, ο πονος απηχουν εκεινο που κανει τον ανθρωπο να ειναι απο τα δεινα το "παντων δεινοτατον", οπως ακουσαμε στο χορικο του Σοφοκλη.
Στον Τειρεσια που υποφερει, η πολη πραγματωνεται, βρισκει την κορυφωση της. Και συναμα ο Τειρεσιας, ως "θεατης", μοιαζει να μην ανηκει στην πολη. Σ' αυτο το διττο αναφερεται ο αρχαιος χορος οταν χαρακτηριζει τον ανθρωπο (στ. 371-372) "υψιπολις απολις" ως αυτον στον οποιο η πολη κορυφωνεται και συναμα ως μην ανηκοντα στην πολη.
Ποιος ειναι αυτος ο ανθρωπος; Για ποιον ανθρωπο γινεται λογος; Για εκεινον, συνεχιζει ο χορος, "[...] οτω το μη καλον / ξυνεστι". Στον ανθρωπο ξυνεστι, ανηκει στο ειναι του, το μη καλον. Αυτο δεν πρεπει ν' ακουστει ηθικολογικα. Για τον Σοφοκλη και την εποχη του το μη καλον ειναι, στη γλωσσα της Ερημης Χωρας το μη πραγματικο. Στον ανθρωπο ανηκει να παιρνει, καθοδον προς το πραγματικο, το δρομο του μη πραγματικου. Και τουτο το κανει "[...] τολμας χαριν" (για χαρη της τολμης).
Εδω η τολμα, η τολμη, δεν χαρακτηριζει μια περιστασιακη επιλογη και συμπεριφορα αλλα την εσωτατη φυση του ανθρωπου, στον οποιο καταλογιστηκε να βρισκεται συγχρονως σε δυο δρομους, καλυτερα, με μια εκφραση του Heidegger, να ειναι καθοδον στο "σταυροδρομι" οπου διασταυρωνονται το ειναι και το μη ειναι, ας πουμε: το πραγματικο και το μη πραγματικο, το υπαρχτο και το ανυπαρχτο, εκεινο που τον σωζει κι εκεινο που τον χαλα. Και το σταυροδρομι των δρομων του ειναι κι αυτο καθοδον μαζι του. Παντου και παντα.
Ομως που στην Ερημη Χωρα εχει χωρο για το πραγματικο; Αφησαμε τη δακτυλογραφο με την αμορφη σκεψη: "Λοιπον εγινε ο,τι εγινε, καλα που εχει τελειωσει." Η ιστορια της δεν τελειωνει εδω. Ακολουθουν τα εξης (στ. 253-256):
Οταν στην τρελα αφηνεται η ομορφονια
Μ' αυτοματο χερι διορθωνει τα μαλλια
Κι επειτα βαζει μια πλακα στο φωνογραφο.
O πρωτος στιχος ειναι παρμενος απο ενα βιβλιο του 18ου αιωνα, το The Vicar of Wakefield του Goldsmith, οπου εχει το παρακατω τραγουδι: "Οταν στην τρελα αφηνεται η ομορφονια / και βρισκει πολυ αργα πως οι αντρες απατουν, / ποια μαγια μπορουν ν' απαλυνουν τη μελαγχολια της / ποια τεχνη μπορει να ξεπλυνει το φταιξιμο της [...]".
Εδω η "τρελα" δεν ειναι ψυχασθενεια αλλα το αφημα, το κυλισμα σ' εναν αλλο κοσμο. Ηδη στη λεξη "ομορφονια" η δακτυλογραφος φανερωνεται σ' ενα αλλο φως. Ειναι μια αλλη, η παρουσια της εχει παρει μια λαμψη. Απο που ερχεται αυτος ο κοσμος; Τα μαγια που μπορουν ν' απαλυνουν τη μελαγχολια, η τεχνη που μπορει να ξεπλυνει το φταιξιμο;
Απο τον φωνογραφο βγαινει το τραγουδι του Ariel απο την Καταιγιδα του Σαιξπηρ (στ. 257): "Συρθηκε προς εμενα πανω στα νερα τουτη η μουσικη".
Και αναφωνει ο προφητης (στ. 259): "Ω Πολιτεια πολιτεια".
Ειναι η μονη φορα που η πολη καλειται, η πολη χωρις να στοιχειωνεται απο το ανυπαρχτο. Μηπως εδω, στην τρελα, στην τεχνη, ανοιγεται ο αλλος δρομος, το υπαρχτο της πολης;
Υπαρχει "τουτη η μουσικη" που σερνεται "πανω στα νερα", κατα μηκος του Strand ως το Queen Victoria Street, και, συνεχιζοντας το δρομο της, στο Lower Thames Street γινεται (στ. 261): "Το απαλο γκρινιασμα ενος μαντολινου" σ' ενα μπαρ (στ. 263) "Που τεμπελευουν οι ψαραδες το μεσημερι".
Η πορεια της μουσικης αποληγει εκει κοντα, σε μια εκκλησια (στ. 264):
Εκει που οι τοιχοι του Μαγνου του Μαρτυρα κρατουν
Μια ανεξηγητη λαμπραδα Ιωνικου λευκου και χρυσαφιου.
Η εκκλησια, που χτυπηθηκε κατα τον βομβαρδισμο του Λονδινου και αργοτερα αποκατασταθηκε, μας δινει μια υπονοια αυτης της λαμπραδας, μιας λαμπραδας που ερχεται απο μερη αλλοτινα της Ιωνιας, μερη του ελληνικου κοσμου.
Το ελληνικο αποδιδεται με δυο χρωματα, το λευκο και το χρυσαφι. Το λευκο στην ουσια δεν ειναι χρωμα. Ονομαζει το φωτεινο και καθαρο. Εξ ου και η "διαλευκανση". Η λεξη "λευκο" συγγενευει με το ρημα "λευσσω", "βλεπω", το αγγλικο "look". To λατινικο "lucus" ειναι το ξεφωτο του δασους. Η αρχαια ινδικη ριζα "loka-" σημαινει "ανοιχτος χωρος, κοσμος".
Στο λευκο μιλα ο,τι στη νοηση του Heidegger αποκαλειται "Lichtung", το διαυγασμα, οχι ως εννοια η οντοτητα αλλα ως το ελευθερο μεταξυ, χαρη στο οποιο, π.χ., μπορω να σας βλεπω και μπορειτε να με βλεπετε, χαρη στο οποιο μπορουμε να συναντιομαστε, η να μην συναντιομαστε.
Στο χρυσαφι παλι ανηκει η λαμψη που καποτε, για καποιο βλεμμα, σε καποια ματια, κανει τα παντα ν' αναλαμπουν στο αντιφεγγισμα της. Ποια ματια; Τα ανοιχτα, τα πλερια ανοιχτα για ο,τι βρισκεται μπροστα τους.
Αυτο ειναι το ελληνικο.
Ομως η αναφορα του Eliot στο ελληνικο θα εμενε ενα εξωτερικο στοιχειο, ενα ρομαντικο επιφωνημα, εαν δεν ονομαζε κατι που ηδη υπαρχει στην "Ερημη Χωρα" και την καθοριζει. Για αυτο το "κατι" γραφει ο Σεφερης: "[...] η ποιηση του Eliot ερχοτανε να μου προσφερει κατι πολυ βαθυτερο, που δεν μπορουσε να μην συγκινησει εναν Ελληνα: το στοιχειο της τραγωδιας".
Ο τοπος της ποιησης της "Ερημης Χωρας" δεν ειναι ουτε ενα εγω κλεισμενο στα συναισθηματα και στην υποκειμενικοτητα του ουτε μια γλωσσα συμβολικη που, σαν τετοια, εξ ορισμου δεν παιρνει τον εαυτο της στα σοβαρα.
Οι κατοικοι της ειναι συνυφασμενοι με την πολη. Δεν κρατουν για τον εαυτο τους καμια εσωτερικοτητα. Στον καθενα, στην καθε πραξη, στην καθε λεξη πραγματωνεται η πολη - ακομα και με τον τροπο του μη πραγματικου. Και ολα τα προσωπα, το ειδαμε, συμβιωνουν φερομενα απο τη μορφη του ποιητη-προφητη, φεροντας τον στη δικη τους μορφη.
Τουτο ειναι βαθυτατα ελληνικο. Η πολη, η πολις, ειναι μια ελληνικη υποθεση. Αυτο που την διαφοροποιει απο τα - ας τα αποκαλεσουμε - "πολεοδομικα συγκροτηματα" αλλων πολιτισμων ειναι, γραφει ο Vernan, ο λογος. Ομως ο Vernan το εννοει κοινωνιολογικα. Γι' αυτον ο λογος ειναι μεσο επικοινωνιας. Μπορει να ειναι ετσι γι' αυτον και για μας, δεν ηταν ομως για τους αρχαιους στις απαρχες τους.
"Λογος" δεν σημαινει απλα "γλωσσα". "Λογος" θα πει καταρχην συλλογη, "λεγω" θα πει "συλλεγω". Ο "λογος" ειναι το ονομα για εκεινο το ενα στο οποιο τα παντα συλλεγονται. Στον ελληνικο κοσμο το εν δεν ειναι αριθμος αλλα το ενουν, που ενωνει, που εχει ηδη απο παντα ενωσει και κρατα ενωμενα. Σαν τετοιο εχει πολλα ονοματα. Ενα απ' αυτα ειναι "πολις", ο τοπος συναντησης ολων των συναντησεων.
Η ποιηση της "Ερημης Χωρας" ειναι συλλεγων λογος, καθοσον μιλα εξ ονοματος ολων μας και εν ονοματι ολων μας. Γι' αυτο συγγενευει με το λογο της αρχαιας τραγωδιας, μιλα και παλι ελληνικα, σπασμενα ελληνικα.
Η συλ-λεγουσα δυναμη της καταδεικνυεται ακομα στην πληθωρα των φωνων που μιλουν με τη δικη της φωνη. Ηδη ακουσαμε φωνες του Baudelaire, του Dante, του Hesse, των παιδιων, του Πετρωνιου και της Σιβυλλας, του Οβιδιου και του Τειρεσια, του Goldsmith. Μετρησα προχειρα περισσοτερες απο σαραντα πεντε τετοιες φωνες κατεσπαρμενες στους 433 στιχους του ποιηματος.
Μια τριτη διασταση του συλλεγοντος λογου της "Ερημης Χωρας" δινεται απ' ο,τι ο Σεφερης αποκαλει "ιστορικο συναισθημα του ποιητη". Κανεις βρισκει τον τηλεφωνητη Παρκερ πλαι στους Βολσκους, την κυρια Πορτερ και τον κυριο Ευγενιδη πλαι στον Τειρεσια η τον Φοινικα Φληβα.
Προκειται για εκεινο το οποιο ο Σεφερης επισημαινει σε μια παρασταση του Καραγκιοζοπαιχτη Σπαθαρη με τον παρακατω διαλογο αναμεσα στον Μεγα Αλεξανδρο και τον Καραγκιοζη:
Αλεξαντρος: Μου εισαι γνωστη φυσιογνωμια, πως σε λεγουν;
Καραγκιοζης: Καραγκιοζη, κι εσυ ποιος εισαι;
Αλεξαντρος: Αλεξανδρος ο Μακεδων.
Καραγκιοζης: Μπα! Τρομαξα να σε γνωρισω!...
Μονο που εδω δεν προκειται για "συναισθημα" του ποιητη. Δεν εχουμε να κανουμε με μια ψυχολογικη υποθεση. Στα εργα της "Ερημης Χωρας", του Καραγκιοζη δεν εκφραζεται ενα συναισθημα αλλα μια αληθεια, που πρωτοειπωθηκε στις απαρχες του ελληνισμου και λεει πως τα αποντα ειναι τωρα, βεβαιως, παροντα, ζωντανοι και νεκροι και αγεννητοι: "νυν εστιν ομου παν".
O Eliot, οπως καθε μεγαλος, δεν λεει κατι αλλο, κατι πρωτοτυπο. Ουτε λεει το ιδιο. Λεει το αυτο. Στο ποιημα "Burnt Norton" απο τα Τεσσερα Κουαρτετα γραφει: "O χρονος ο παρελθων και ο χρονος ο μελλων [...] Δειχνουν προς ενα τελος που ειναι παντα παρον".
Επειδη τα παντα ειναι, με ομοιο τροπο, τωρα, θυμηση κι επιθυμια δεν εχουν κανενα νοημα, δεν υπαρχει κανενα κενο να το παραγεμισουν!
Η "Ερημη Χωρα" ειναι ενας απο τους σπανιους λογους που μπορεσαν να στεγασουν το παν. Αναγνωριζουμε καθαροτερα την πολυμορφη συλλογη αυτης της ποιησης: Τα προσωπα συγκεντρωνονται σε ενα προσωπο, η παραδοση συγκεντρωνεται σε ενα εργο, ο χρονος συγκεντρωνεται σε ενα τωρα.
O λογος της "Ερημης Χωρας" μιλα ελληνικα, σπασμενα ελληνικα και συναμα, επειδη μιλα στο δικο μας τωρα, τα μιλαει ελληνικοτερα. Η πολη ως ο τοπος συναντησης ολων των συναντησεων πραγματωνεται σ' εναν τετοιο λογο. Πραγματωνεται ασυγκριτα πιο πραγματικα απ' ο,τι στα κυβερνητικα μετρα η στις εκπομπες υψηλης τηλεθεασης. O τοπος της πολης, ο τοπος της συναντησης ολων των συναντησεων, ειναι ο λογος.
Η ποιηση της Ερημης Χωρας δεν εχει κανενα "νοημα", δεν το απαιτει, το αποστρεφεται μαλιστα το νοημα ως εκεινη τη διανοητικη διαδικασια που θελει να βγαλει μια "κεντρικη ιδεα". Μας καλει να μην σκεφτομαστε αλλα να βλεπουμε. O λογος της συλ-λεγει, συγκεντρωνει και σαρκωνει εμπρος στα ματια μας παρουσιες. Τους εχουμε εμπρος μας, το πληθος στη γεφυρα του Λονδινου, τον κυριο Ευγενιδη, τις ορδες στους ατελειωτους καμπους, τη δακτυλογραφο και τον νεαρο υπαλληλο, τη μουσικη που σερνεται πανω στα νερα.
Κι επειδη ο λογος της δεν ειναι αφηρημενος, ειναι παντα φωνη. Και η φωνη ειναι παντα ανασα. Ας την ακουσουμε μια φορα ακομα, προσεχοντας την επι τουτου στην αναγνωση των τελευταιων στιχων. Ειμαστε εκει που η "ομορφονια" βαζει μια πλακα στο φωνογραφο:
"Συρθηκε προς εμενα πανω στα νερα τουτη η μουσικη"
Και στο μακρος του Στρανδ ως το Κουην Βικτωρια Στρητ.
Ω Πολιτεια πολιτεια, μπορω καποτε κι ακουω
Πισω απο ενα μπαρ στο Λοουερ Ταιμς Στρητ,
Το απαλο γκρινιασμα ενος μαντολινου
Και τη βουη και τους θορυβους εκει μεσα
Που τεμπελευουν ψαραδες το μεσημερι:
Εκει που οι τοιχοι του Μαγνου του Μαρτυρα κρατουν
Μια ανεξηγητη λαμπραδα ιωνικου λευκου και χρυσαφιου.
Eliot:
"This music crept by me upon the waters"
And along the Strand, up Queen Victoria Street.
O City city, I can sometimes hear
Beside a public bar in Lower Thames Street,
The pleasant whining of a mandoline
And a clatter and a chatter from within
Where fishmen lounge at noon: where the walls
Inexplicable splendour of Ionian white and gold.
Ο Eliot δεν ηταν ευχαριστημενος απ' αυτην την αναγνωση. Την εβρισκε "αποτυχημενη, υπερβολικα βαρια", ειπε καποτε στον Σεφερη. Περισσοτερο τον ικανοποιουσε η ηχογραφηση των Τεσσαρων Κουαρτετων. Αυτο που αναζητουσε θα το δουμε στο παραδειγμα του αποσπασματος απο το "East Coker" που ακουσαμε και που θα μας απασχολησει και παλι. Σας θυμιζω πρωτα την ελληνικη μεταφραση:
[...] Δεν θελω ν' ακουω
Για τη σοφια των παλαιων μα περισσοτερο για την τρελα τους,
Τον φοβο τους του φοβου και τη μανια, τον φοβο τους της κατοχης,
Ν' ανηκουν σε αλλον η σε αλλους η στον θεο.
Και τωρα με τη φωνη του Eliot:
[...] Do not let me hear
Of the wisdom of old men, but rather of their folly,
Their fear of fear and frenzy, their fear of possession,
Of belonging to another, or to others, or to God".
O Eliot δεν απαγγελλει το ποιημα. Δεν βαζει τιποτα δικο του στις λεξεις, ουτε εμφαση ουτε συναισθημα, τις αφηνει να μιλησουν οι ιδιες. Δεν απαγγελλει το ποιημα. Το λεει.
Ακριβως αυτο ζητα ο μουσικολογος Θρασυβουλος Γεωργιαδης, στον οποιο οφειλουμε τις βασικες ενορασεις στην αρχαια μουσικη, για τα Lieder του Schubert που, οπως η "Ερημη Χωρα", ειναι εργα υποχρεωμενα στο πραγματικο: Δεν πρεπει να τραγουδιουνται, τονιζει ο Γεωργιαδης, αλλα να λεγονται. Αυτο θα πει πως, τοσο στην ποιηση του Eliot οσο και στο τραγουδι του Schubert, δεν αρμοζει στον ερμηνευτη ν' αναλαμβανει αυτος την ερμηνεια αλλα χρειαζεται, απαιτειται, ν' αφηνει τις λεξεις να μιλησουν οι ιδιες, αυτες τουτες να πουν το λογο που εχουν να πουν, να τραγουδησουν τη μουσικη που εχουν να τραγουδησουν.
O ερμηνευτης πρεπει να απο-προσωποποιειται χαριν αυτου που καλειται να ερμηνευσει. Εδω βρισκεται ο ουσιαστικος λογος του προσωπειου, της μασκας που χρησιμοποιειται στο αρχαιο θεατρο.
O Eliot γραφει σ' ενα δοκιμιο: "Η προοδος του καλλιτεχνη ειναι μια διαρκης αυτοθυσια, μια διαρκης αποσβεση της προσωπικοτητας".
Μονο στην "αυτοθυσια", εκει που ο "εαυτος" ως μεμονωμενο ατομο αναγνωριζεται ως ανυπαρχτος κι εγκαταλειπεται, εκει που "σ' ενα προσωπο ενωνονται ολα τα προσωπα", ειναι ο λογος πραγματικος, δηλαδη κοινος, οπως αυτος του προφητη της Ερημης Χωρας που ζει και μιλα στο ονομα ολων μας.
Στην προμετωπιδα των Τεσσαρων Κουαρτετων ο Eliot τοποθετησε ενα αποσπασμα του Ηρακλειτου: "του λογου δ' εοντος ξυνου ζωουσιν οι πολλοι ως / ιδιαν εχοντες φρονησιν". Ενω ο λογος ειναι κοινος, οι πολλοι ζουν σαν να 'χαν τη δικη τους ιδιαιτερη φρονησιν, ζουν ιδιο-τροπα, ξεκομμενοι, γνωριζουν μονο "μια στοιβα σπασμενες εικονες".
Η "αυτοθυσια" που ανηκει στον κοινο λογο εκφραζεται σ' ενα αλλο αποσπασμα που αρχιζει ως εξης: "ουκ εμου, αλλα του λογου ακουσαντας [...]" (οχι ακουοντας εμενα αλλα το λογο).
Ποιος ειναι αυτος ο λογος ο μη εκπορευομενος απο ενα εγω, ο ευρισκομενος, με μια εκφραση του Paul Celan, "περαν των ανθρωπων"; Ποιος ειναι ο ελληνικος λογος; Ακολουθωντας τον Θρασυβουλο Γεωργιαδη θα δοκιμασουμε να τον πλησιασουμε μεσα απο ενα παραδειγμα. Προηγουμενως ακουσαμε δυο στιχους απο το χορικο του Σοφοκλη: "υψιπολις απολις οτω το μη καλον / ξυνεστι τολμας χαριν".
Το διαβασα και το ακουσατε οπως διαβαζουμε κι ακουμε ενα σημερινο κειμενο, απλα δυσκολοτερο γιατι τα αρχαια δεν ειναι πλεον η γλωσσα που μιλαμε και καταλαβαινουμε αβιαστα. Και παλι το πραγμα θεωρουμε πως διορθωνεται με μια μεταφραση: "[O ανθρωπος:] η κορυφωση της πολης, ο διχως πολη, στον οποιο το μη καλο / συνυπαρχει χαρη στην τολμη".
Αυτο δεν ειναι ουτε νεα ελληνικα ουτε αρχαια ελληνικα. Η αναγνωση μας ειναι ενα "ουτε.. .ουτε": Το παρον της γλωσσας της δεν ειναι πραγματικο παρον και το παρελθον της, στο οποιο ανηκει, δεν ειναι πραγματικο παρελθον. Εχουμε και παλι χαθει στο ανυπαρχτο.
Οι στιχοι δεν λεγονταν και δεν ακουγονταν ετσι. O τονισμος των λεξεων δεν υπηρχε. Δεν υπηρχαν καν λεξεις χωριστες μεταξυ τους. Οι συλλαβες διακρινονταν σε βραχειες και σε μακρες οπου, εκτος απο τον ομηρικο στιχο, οι μακρες διαρκουσαν διπλασιο χρονο απο τις βραχειες. Αυτα ειναι που γνωριζουμε ακομα. Υπαρχουν και αλλα που δεν γνωριζουμε.
Αν δοκιμασουμε να εφαρμοσουμε αυτα που γνωριζουμε, οι στιχοι μας θα πρεπει να ειπωθουν ως εξης: [Πλαγια: μακρα συλλαβη. Κανονικα: βραχεια συλλαβη.]
υ ψι πο λις α πο λις ο τωι το μη κα λον
Μια φορα ακομα:
υ ψι πο λις α πο λις ο τωι το μη κα λον
Καταρχην παρατηρουμε οτι αυτος ο λογος, με την εναλλαγη μακρων και βραχειων συλλαβων εχει απο μονος του ενα ρυθμο: Ηδη η αναγνωση του ειναι μουσικη. Κι ακομα οι λεγομενοι ποδες, οι ρυθμικες ενοτητες που προκυπτουν καθε φορα απο τη συμπαραθεση δυο, τριων η περισσοτερων συλλαβων (στο χορικο: κρητικος, ιαμβος), αφορουν πραγματι το ποδι του υποκριτη και με τη θεσιν και την αρσιν, στις οποιες ο καθε πους χωριζεται, εχουν ηδη ορισει την βασικη "χορογραφια", ποτε το ποδι τοποθετειται στο εδαφος, θεσις, και ποτε αιρεται, αρσις.
O λογος της αρχαιας μουσικης απο μονος του κρατει περισυλλεγμενα, δεμενα εξαρχης μεταξυ τους, αυτα που για μας ειναι πεζος λογος, προζα, ποιηση, μουσικη, χορος.
υ ψι πο λις α πο λις ο τωι το μη κα λον
Στην αρχαια μουσικη δεν μπορει κανεις να τονισει τα λεγομενα, δεν μπορει να τα χρωματισει υποκειμενικα επιμηκυνοντας η συντομευοντας τις συλλαβες, δεν μπορει ο ιδιος να τα μελοποιησει η να τα χορεψει διαφορετικα απο τον τροπο τον οποιο ο ιδιος ο λογος τους επιβαλλει. Γεωργιαδης:
Η λεξη στην αρχαια μουσικη διηγε εναν απο την ανθρωπινη ικανοτητα του λογου ανεξαρτητο βιο, κατεδεικνυε μια δικη της υποσταση, η οποια ουτως ειπειν συναπαντουσε τον Ελληνα αφεαυτης. O Ελληνας πρεπει να ειχε την αισθηση οτι δεν ειναι ο ανθρωπος αυτος ο οποιος ονομαζει τα πραγματα αλλα οτι τα πραγματα, ηχωντας καθαυτα, δηλωνονται τα ιδια στην υποσταση τους.
O λογος ειναι απ-ανθρωπος. Ενας μακρινος αποηχος του ειναι που κανει την απαγγελια του Eliot να μην ειναι "απαγγελια", τα Lieder του Schubert να μην ειναι "τραγουδια".
Μια φορα ακομα:
υ ψι πο λις α πο λις ο τωι το μη κα λον
Οταν ακουμε τον αρχαιο λογο, δεν εχουμε τη δυνατοτητα να παρακολουθησουμε τα λεγομενα λεξη προς λεξη, δεν μας δινεται ο χρονος, το περιθωριο να τα αναπαραστησουμε στο νου μας και να τα σκεφτουμε, δεν μας επιτρεπεται μια αποσταση για να συλλαβουμε το νοημα τους οπως εχουμε συνηθισει. Γραφει ο Γεωργιαδης:
Ειναι κανεις αναγκασμενος να προχωρει βημα βημα απο στοιχειο σε στοιχειο. Δεν μπορει να εποπτευσει το ρυθμο αλλα πρεπει να παταει σταθερα επανω στο χωμα. Ναι, πρεπει να κολλησει στο χωμα και να εκτελει καθε σχημα οπως προβαλλει.
Στην αρχαια μουσικη "μιλω" και "ακουω" ειναι αλλο απο το δικο μας, αλλη ειναι η σχεση ομιλουντος και ακουοντων. Γεωργιαδης:
Το υποκειμενο επρεπε να συμμετεχει ενεργα, οχι μονο ως ομιλουν αλλα επισης ως ακουον. Και τα δυο μερη επρεπε να διαθετουν την ιδια πνευματικη δραστηριοτητα. Ομως αυτο εχει μεγαλη σημασια: Η ελληνικη γλωσσα, ο ελληνικος στιχος, προϋποθετουν μια κοινωνια και εχουν μια κοινωνικοποιο δυναμη η οποια σημερα ειναι αδιανοητη. O σημερα οπωσδηποτε δυνατος διαχωρισμος ενεργητικων ομιλητων και παθητικων ακροατων στην ελληνικη κοινωνια ηταν αδιανοητος. Σ' εκεινη την κοινοτητα, η οποια ηταν φορεας του ελληνικου στιχου, δεν μπορουσε να υπαρχει ενας ηγετης-μαγος και μια τυφλη μαζα. Τα παντα παρευρισκονταν ενεργα. Τα παντα συμμετειχαν με τον εναργεστατο πνευματικο αυθορμητισμο σ' εκεινον τον σωματικα παγιωμενο, ακαμπτο νοηματικο φορεα τον οποιο ονομαζουμε ελληνικο στιχο.
Ο εμπρακτος λογος πραγματωνει την πολη ως τον τοπο συναντησης ολων των συναντησεων συλλεγοντας (Γεωργιαδης) μια "κοινοτητα στο ονομα του πραγματικου".
Στον εμπρακτο λογον η πολις γινεται υπαρχτη. Υπαρχει στην πραξη του λογου. Τουτο θα πει: Η πολις χρειαζεται τον πραττοντα ανθρωπο, χρειαζεται την πραξη της ομιλιας και του ακουσματος η αντιστροφα ο ανθρωπος ειναι χρεωμενος την πραγματωση της πολεως. Η πολις ειναι χρεος. Καθε στιγμη κερδιζεται με το μελημα για το χρεος και καθε στιγμη χανεται με την παραμεληση του.
Σημερα ο λογος περι "χρεους" ακουγεται παλιομοδιτικος και φθαρμενος. Σημερα, λεμε, ο ανθρωπος εχει "αναγκες" που απαιτουν την ικανοποιηση τους. Ας το δουμε, εστω και με την απαραιτητη συντομια, προσεκτικοτερα. Μια "αναγκη" ειναι, π.χ., η πεινα. Τι μου συμβαινει οταν λεω φωναχτα η αφωνα "πεινω"; Εαν παρατηρησω αυτο που μου συμβαινει, θα δω πως οταν, π.χ., πηγαινω στην κουζινα και τρωω ενα κομματι ψωμι δεν εχω μια αναγκη που την ικανοποιω. Με εχει μια αναγκη. Μια αναγκη με καλει. Η αναγκη ειναι καλεσμα. Καλουμαι απο το ψωμι στην κουζινα. Η αναγκη δεν ειναι αναγκη "μου", δεν ειναι κατι μεσα μου. Με φερνει και με κρατει "εξω" στον κοσμο, στο ψωμι που με καλει να το φαω και στο οποιο καλεσμα ειναι αναγκη να ανταποκριθω. Η ανταποκριση σ' αυτο το απροσωπο "ειναι αναγκη" ονομαζει το ελληνικα εννοημενο "χρεος", το ελληνικο "χρη".
Η πολις ειναι αναγκη. Ειναι χρεος για τη συναντηση. Μια σημερινη ανταποκριση προς αυτο ειναι και η ποιηση που επιγραφεται "Ερημη Χωρα". O Σεφερης, κλεινοντας την ομιλια του στη Στοκχολμη κατα την τελετη της απονομης του βραβειου Νομπελ, ειπε: "Πρεπει ν' αναζητησουμε τον ανθρωπο, οπου και να βρισκεται". Σ' αυτο το "πρεπει" μιλα σε ελληνικους ορους το μελημα για την πολη, εκφραζεται το χρεος απεναντι στη συναντηση, στη συνομιλια. Εδω δεν προκειται για περιστασιακες συνομιλιες. Ενας στιχος του Friedrich Hölderlin λεει: "[...] ειμαστε μια συνομιλια". Πρεπει ν' αναζητησουμε τον ανθρωπο διοτι σ' αυτην την αναζητηση, σ' αυτην τη συνομιλια παιζεται αυτο που "ειμαστε", παιζεται η ιδια η υπαρξη μας.
Μια εκφραση του χρεους ειναι και η συνομιλια η ζητουμενη στο δρομο αυτου που λεγεται "ψυχαναλυση". Προσφατα το εξεφρασε μια γυναικα μιλωντας εξ ονοματος του καθενα ο οποιος αναζητει τον ανθρωπο, δηλαδη τον εαυτο του, σ' αυτον το δρομο. Μου ειπε κατα λεξη:
- Οταν φευγω χωρις να σας μιλησω δεν ξερω που να παω, δεν ξερω που ανηκω, αν ανηκω πουθενα η οχι, δηλαδη αν ειμαι ζωντανη η πεθαμενη.
Θυμομαστε τους ανυπαρχτους ανθρωπους της Ερημης Χωρας που κινουνται αφασικα, ο καθενας στον κοσμο του, παλινωδωντας στο "ουτε...ουτε", μητε ζωντανοι μητε πεθαμενοι.
Η ψυχαναλυση δεν ειναι πρωταρχικα θεωρια και μεθοδος για τη θεραπεια ψυχικων προβληματων αλλα αφυπνιση στο χρεος. Στο χρεος μιας "αυτοθυσιας" οπου εκεινο που θελω να ειμαι (Σιβυλλα) υποχωρει εμπρος σ' αυτο που αληθινα ειμαι. Η ψυχαναλυση ειναι καθε αλλο απο ατομικη υποθεση. Και σ' αυτην τη συναντηση, τη ζητουμενη συναντηση, επισης διακυβευεται η πολη, σωζεται και χανεται.
Θα πρεπει στο μεταξυ να εγινε καθαρο οτι η πολη δεν ειναι καποιο πραγμα, ενα αντικειμενο που υφισταται και που εμεις εχουμε το πολυ να διαχειριστουμε τα θεματα της. Οπως λεει ο Σωκρατης στην Απολογια του, εδω δεν προκειται για "τα της πολεως" αλλα για την "πολιν". Κι αυτος αναζητησε τον ανθρωπο. Διχως αυτον και την αυτοθυσια του η Αθηνα ως πολις ειναι αδιανοητη.
Η πολη ως πολη γινεται ενα υπαρχτο, πραγματικο, στην πραξη. Και παλι η εκαστοτε πραξη, π.χ., ο λογος της "Ερημης Χωρας", συνιστα μονο μια πραγματωση της πολης, στον τοπο και στο χρονο που μας μιλα και τον ακουμε. Η πολη δεν εξαντλειται σ' αυτην. Η πολη ως πολη ειναι ενα αφανες, οπως, π.χ., ενα μουσικο κομματι σε νοτες, που γινεται πραγματικο μονο στην εκτελεση του, και που ποτε δεν εξαντλειται σ' αυτην τη μια εκτελεση.
Για αυτο το αφανες οι αρχαιοι ειχαν επισης πολλα ονοματα. Ενα, την επισημανση του οποιου οφειλουμε στον Θρασυβουλο Γεωργιαδη, ειναι η λεξη "νομος". Τοτε ο νομος δεν απαιτουσε την τυφλη υπακοη και συμμορφωση. Ο νομος, που τοτε αφορουσε τα παντα, απο το κελαηδισμα των πουλιων και τη μουσικη εως το νομικο, ειναι το καλεσμα το οποιο, με λογια της Αντιγονης, "ουδεις οιδεν εξ οτου 'φανη" (κανεις δεν ειδε ποτε απο που εμφανιστηκε). Ο νομος αυτος εχει απο-νεμηθει στον ανθρωπο, στην ουσιαση του ανθρωπου, και του εχει χρεωσει την αναγκη της ανταποκρισης. Και μονο επειδη ο ανθρωπος ειναι ο χρεωμενος, μπορει, πρεπει καποτε να αμελει το χρεος, να παραμενει ανυπαρχτος σε πολεις ανυπαρχτες.
Ποιος ειναι τωρα ο ανθρωπος ο υπαρχτος, ο ανοιχτος για την ανταποκριση στον νομον της πολης;
Οταν στην τρελα αφηνεται η ομορφονια
Και παλι μονη, βηματιζει απανω κατω,
Μ' αυτοματο χερι διορθωνει τα μαλλια
Κι επειτα βαζει μια πλακα στο φωνογραφο.
"Συρθηκε προς εμενα πανω στα νερα τουτη η μουσικη"
Και στο μακρος του Στρανδ ως το Κουην Βικτωρια Στρητ.
Ω Πολιτεια, πολιτεια, μπορω καποτε κι ακουω
Πισω απο ενα μπαρ στο Λοουερ Ταιιμς Στρητ,
Το απαλο γκρινιασμα ενος μαντολινου
Και τη βουη και τους θορυβους εκει μεσα
Που τεμπελευουν οι ψαραδες το μεσημερι:
Εκει που οι τοιχοι του Μαγνου του Μαρτυρα κρατουν
Μια ανεξηγητη λαμπραδα ιωνικου λευκου και χρυσαφιου.
Στην Ερημη Χωρα η πολη, η υπαρχτη πολη, γινεται ορατη και προσφωνειται οταν ερχεται το αφημα στην τρελα κι ακουγεται μια μουσικη να σερνεται πανω στα νερα προς τον προφητη και κατα μηκος των παροχθιων δρομων του Λονδινου και να φτανει εκει -ποσο λαλο ειναι στο ποιημα αυτο το "εκει"! - οπου διατηρειται η παμπαλαια λαμψη.
Ειναι η ιδια η πολις που πραγματωνεται ως συναντηση και συνομιλια, καθως σ' αυτην τη λαμψη η μιζερη δακτυλογραφος για λιγο μεταμορφωνεται σε ομορφονια και ο Ταμεσης ανταμωνει με τα νερα πανω στα οποια η μουσικη συρθηκε προς τον Ariel κι ολα τα νερα ανταμωνουν με τις ακτες της Ιωνιας κι η λαμψη της αρχης συναντα τη λαμψη του τελους και ολα ειναι ενα. Αναλαμπει κοσμος.
Η λεξη μας "κοσμος" ερχεται απο το "κοσμεω". Στην ιδια ριζα ανηκει το "κοσμημα", που λαμπει και στη λαμψη του αναδεικνυεται, γινεται υπαρχτο ο,τι κοσμειται απ' αυτο. Η λαμψη της ομορφονιας που αφηνεται στην τρελα, οπου η μουσικη ξεκινα το δρομο της, και η λαμψη του ιωνικου λευκου και χρυσαφιου, οπου αποληγει, ειναι η ιδια λαμψη. Λαμψη και μουσικη, το δωματιο της ομορφονιας και το μπαρ που τεμπελευουν ψαραδες και ο οικος του θεου, η τρελα και το ιερο συναντιονται σε εναν τοπο. O δρομος που τον οριζει ειναι κυκλος, οπου αρχη και τελος ειναι το αυτο. Στον κυκλο διαγραφονται τα ορια του κοσμου, τα ορια της πολης: Η πολη ειναι υπαρχτη. Τοτε ειναι η ζωη, με λογια του Hölderlin, "μια κατοικουσα ζωη".
O νομος-της πολης, αυτος που χαριζει στον ανθρωπο τη δυνατοτητα μιας κατοικησης, με λογια του Hölderlin και παλι, λεει: "Καθολα με την αξια του και ομως ποιητικα κατοικει ο ανθρωπος επανω σ' αυτην τη γη". Η φραση δεν μας λεει πλεον κατι ανοικειο. Συμπυκνωνει ο,τι γνωρισαμε ηδη μελετωντας την "Ερημη Χωρα". Το "ποιητικα" ονομαζει την πραξη του λογου, το εργο της κατοικησης του ανθρωπου στον κοσμο. Ειναι το εργο της ανταποκρισης στην αναγκη, στο χρεος, στο καλεσμα της συναντησης. Η οποια συναντηση εχει τον τοπο της οχι σε μια συμπεριφορα αλλα στον λογο.
Ομως η ανταποκριση συμβαινει, ειδαμε, στην αυτοθυσια, στην αποσβεση της προσωπικοτητας, στην παραιτηση απο την ιδιο-τροπια του εγω, που ποτε δεν προγραμματιζεται αλλα χαριζεται, αγνωστο ποτε και απο που. Η ιδια η ιδρυση της πολεως, η κτισις, συνιστα ανταποκριση στο καλεσμα της συναντησης. Η συναντηση χρειαζεται την εμπεδωση στο μεταξυ, που ειναι η γεφυρα ολων των γεφυρων. Αυτη η γεφυρα ειναι ο τοπος του υπαρχτου, διοτι πρωτα μ' αυτην και μονο μ' αυτην γινονται οι οχθες αυτο που ειναι. Η γεφυρα ειναι το πρωτο. Το χτισιμο της, εκεινο το χτισιμο που απεργαζεται την ποιητικη κατοικηση του ανθρωπου, απαιτει την αυτοθυσια. Την ακουμε σ' ενα τραγουδι. Μιλα για το γεφυρι της Αρτας και για ολες τις γεφυρες. Σας το θυμιζω. Ειναι η παραλλαγη απο την Αγιασο της Λεσβου:
Σαρανταπεντε μαστοροι κι εξηντα μαθηταδες
γεφυρι θεμελιωνανε στης Αρτας το ποταμι.
ολημερις εχτιζανε, το βραδυ γκρεμιζοταν.
Μοιρολογουνε μαστοροι και κλαινε μαθηταδες.
- "Αλιμονο στους κοπους μας, κριμα στη δουλεψη μας,
ολημερις να χτιζωμε, το βραδυ να γκρεμιεται!"
Και το στοιχειο 'ποκριθηκε απ' την δεξια καμαρα:
"Α δε στοιχειωσ'τε αθρωπο, τοιχος δε θεμελιωνει
Και μη στοιχειωσ'τε ορφανο, μη ξενο, μη διαβατη,
παρα του πρωτομαστορα την ομορφη γυναικα".
Τ' ακουει ο πρωτομαστορας, ραγιζει η καρδια του.
Με το πουλι παρηγγειλε, με το πουλι τ' αηδονι
αργα ντυθη, αργα 'λλαχτη, αργα να πα' το γιομα,
αργα να πα' και να διαβει της Αρτας το γεφυρι.
Και το πουλι παρακουσε κι αλλιως επηγε κ' ειπε:
"Γοργα ντυθης, γοργα 'λλαχτης, γοργα να πας το γιομα,
γοργα να πας και να διαβης της Αρτας το γεφυρι".
Να την και εξεφανηκε απο την ασπρη στρατα.
Την ειδ' ο πρωτομαστορας, ραγιζεται η καρδια του.
- "Ωρα καλη σας, μαστορες κ' εσεις οι μαθηταδες·
μα τι εχει ο πρωτομαστορας κ' ειν' 'ετσι χολιασμενος;"
- "Το δαχτυλιδι του 'πεσε στην πρωτη την καμαρα
και ποιος να μπη και ποιος να βγει το δαχτυλιδι να 'βρη;"
"Εγω να μπω, εγω να βγω, το δαχτυλιδι να 'βρω".
Μηδε καλα κατεβηκε, μηδε στην μεση μπηκε.
"Τραυα καλε την αλυσο, τραυα την αλυσιδα,
ολο τον κοσμο γυρισα και τιποτα δεν ηυρα".
Ενας πιχαει με το μυστρι κι αλλος με τον ασβεστη,
πιανει κι ο πρωτομαστορας και ριχτει μεγα λιθο.
"Τρεις αδερφαδες ημαστε, κ' οι τρεις κακογραμμενες.
Η μια 'χτισε το Δουναβη κ' η αλλη τον Αυλωνα
κ' εγω η πιο μικροτερη της Αρτας το γεφυρι
ως πεφτουν τα μαλλακια μου, να πεφτουν οι διαβατες".
"Κορη, τον λογον αλλαξε κι αλλη καταρα δωσε
κ' εεις αδερφο στην ξενιτεια, μη λαχη και περαση".
"Σιδερο η καρδουλα μου, σιδερο το γεφυρι·
σιδερο τα μαλλακια μου, σιδερο κ' οι διαβατες".
Στο καλεσμα του χρεους η καρδια του πρωτομαστορα ραγιζει, θελει οσο μπορει να το αναβαλει, μηναει στη γυναικα του ν' αργησει, να καθυστερησει. Ομως σ' αυτην φτανουν τα λογια που πρεπει, οχι αυτα που ο πρωτομαστορας θελει.
Και η γυναικα, που κατεβαινει στην καμαρα, ηδη στα μισα ψυχανεμιζεται τι συμβαινει, θυμαται τις αδελφες της, νιωθει πως εκει κατω δεν ειναι η βερα το δαχτυλιδι αλλα εκεινο που η βερα συγκεντρωνει, η κοινη τους μοιρα που τελειωνει στα θεμελια που ταχθηκαν να υπηρετησουν. Δειλιαζει και ζητα να την ανεβασουν. Ομως αυτος ο δρομος δεν εχει γυρισμο.
Το τραγουδι μας θυμιζει πως η αναγκαια αυτοθυσια της ανταποκρισης στο χρεος, αυτη που στεριωνει το μεταξυ και δρομολογει μια συναντηση, ποτε δεν ειναι ελευθερη επιλογη αλλα μια αναγκη απ-ανθρωπη που επιβαλλεται εις πεισμα του ανθρωπου και της θελησης του.
Γραφει σχετικα με το τραγουδι ο επιμελητης της εκδοσης:
Πηγη του ασματος [...], ειναι η παλαια και εις πολλους λαους γνωστη δοξασια, οτι δια να στερεωθει οικοδομημα τι και να προφυλασσεται εκ κινδυνων, πρεπει να εγκλεισθει ζωον εις τα θεμελια η τους τοιχους του. Μορφας της δοξασιας ταυτης αποτελουν τα αναφερομενα εις αρχαιους ελληνικους μυθους και βυζαντινος παραδοσεις περι ανθρωποθυσιων κατα την θεμελιωσιν μεγαλων οικοδομηματων. [...] Υπολειμματα τοιαυτων δοξασιων διασωζονται εισετι κατα τοπους. Καρφωνουν, π.χ., την σκιαν ανθρωπου διερχομενου εκ κτιζομενης γεφυρας και πιστευουν ουτω οτι ο καρφωθεις θα αποθανη αλλα θα στερεωθη το κτισμα.
Ο επιστημονας φιλολογος μιλα για "δοξασιες". Νομιζει πως η πραγματικοτητα ειναι το ανυπαρχτο των "σπασμενων εικονων", το ρεαλιστικο που βλεπουμε με τα ματια μας κι ακουμε με τ' αυτια μας, τα οποια δεν διαπιστωνουν κανενα πτωμα και κανενα σκελετο στα θεμελια της γεφυρας. Δεν γνωριζει πως ο ανθρωπος ποιητικα κατοικει επανω σ' αυτην τη γη.
Η γεφυρα της Αρτας, η γεφυρα του Λονδινου, ειναι παντα η ιδια γεφυρα, ειναι το μεταξυ που δρομολογει μια συναντηση. Γι' αυτο και η γεφυρα ειναι ο κατεξοχην τοπος στον οποιο η πολη ως συναντηση ολων των συναντησεων πραγματωνεται.
Η προς τουτο αναγκαια θυσια, ο νομος της, πρωτοειπωθηκε στο ουκ εμου του Ηρακλειτου. Μια ευτυχης σημερινη διατυπωση του βρισκεται στα Τεσσερα Κουαρτετα. Στο "East Coker" διαβαζουμε:
[...] Για να φτασεις εκει,
Να φτασεις εκει που εισαι, να 'ρθεις απο 'κει που δεν εισαι,
Πρεπει να παρεις ενα δρομο οπου δεν υπαρχει εκσταση.
Για να φτασεις σ' αυτο που δεν γνωριζεις
Πρεπει να παρεις ενα δρομο που ειναι ο δρομος της αγνοιας
Για να κατεχεις ο,τι δεν κατεχεις
Πρεπει να παρεις το δρομο της ανεχειας
Για να φτασεις σ' αυτο που δεν εισαι
Πρεπει να παρεις το δρομο στον οποιο δεν εισαι.
Κι ο,τι δεν γνωριζεις ειναι το μονο πραγμα που γνωριζεις
Κι ο,τι κατεχεις ειν' αυτο που δεν κατεχεις
Κι εκει που εισαι ειν' εκει που δεν εισαι.
Η λεξη του Eliot γι' αυτην τη σταση ειναι "humility", ταπεινοσυνη. Προηγουμενως λεχθηκε:
[...] Δεν θελω ν' ακουω
Για τη σοφια των παλαιων αλλα περισσοτερο για την τρελα τους,
Το φοβο τους του φοβου και τη μανια, το φοβο τους της κατοχης,
Ν' ανηκουν σε αλλον η σε αλλους η στον θεο.
Η τρελα της ομορφονιας και η τρελα των παλαιων, η τρελα του πρωτομαστορα και η τρελα της γυναικας του ειναι παντα η ιδια, ειναι η τρελα του ουκ εμοΰ, ισως το αλλο προσωπο καθε τρελας, ειναι η τρελα που υποφερεται και αναλαμβανεται, και που αποσπα τον ανθρωπο απο κει που "ανηκει" κι απ' αυτο που "κατεχει".
Ποια δυναμη ειναι αυτη που τον αποσπα; O φοβος του, ομως οχι ο φοβος που τρεπει στη φυγη, οχι η δειλια του "ουτε...ουτε" που υποκρινεται. Ειναι ο "φοβος" αυτου "του φοβου", ειναι ο φοβος πως κανεις δειλιαζοντας και αποποιουμενος τον εαυτο του, αφηνοντας τον σε μια ξενη κατοχη, να ανηκει "σε αλλον η σε αλλους η στον θεο", χανει τον εαυτο του, γινεται ανυπαρχτος.
Οι μεγαλοι δεν ειναι ηρωες. Ειναι αυτοι που φοβουνται περισσοτερο. Στο φοβο της ανυπαρξιας τους πιανει μια μανια που δεν τους αφηνει να κουρνιαζουν στη δειλια του "ουτε...ουτε". Αυτον το φοβο μας δειχνει ο προφητης "μεσα σε μια χουφτα σκονη". Τωρα διακρινουμε καθαροτερα τι μπορουν να σημαινουν οι στιχοι
[...] Μας εξαπατησαν, Η εξαπατησαν τον εαυτο τους οι γηραιοι με τους ηπιους λογους τους,
Κληροδοτωντας μας απλα μια συνταγη απατης;
Η γαληνη μονο εσκεμμενο υφος,
Η σοφια μονο γνωση νεκρων μυστικων
Αχρηστη στο σκοταδι στο οποιο στυλωσαν
Η απ' το οποιο αποστρεψαν το βλεμμα τους [...]
Ας το δουμε επιστρεφοντας εκει που ξεκινησαμε, στην ανυπαρχτη συναντηση μας. Αυτο που την κανει ανυπαρχτη ειναι οτι μεσα απο την, σε εισαγωγικα, "σοφια" μιας μακρας παραδοσης που μας εχει γινει δευτερη φυση πιστευω οτι σας μιλω, ενω δεν σας μιλω, πιστευετε πως μ' ακουτε, ενω δεν μ' ακουτε, πιστευουμε πως εχουμε μπροστα μας την κατασκευη του Γιωργου Μοκαλη ενω δεν την εχουμε, πιστευουμε πως ο Eliot απηγγειλε και τα παιδια τραγουδησαν, ενω αυτα δεν συνεβησαν.
Ειναι η σταση των προσωπων της Ερημης Χωρας η οποια, συγκαταβατικη οπως αυτη της δακτυλογραφου, ομοια μ' εκεινη του νεαρου υπαλληλου που δεν ζητα ανταποκριση, δεν σεβεται τα ορια. Ειναι η σταση που δεν προσεχει το απεναντι. Αυτη η αναιδης σταση εχει ξεχασει την αιδω, την ταπεινοσυνη. Μας την θυμιζει ενας τελευταιος λογος του Eliot:
Ειπα στην ψυχη μου γαληνεψε και περιμενε διχως ελπιδα
Γιατι η ελπιδα θα 'ταν ελπιδα για το λαθος πραγμα· περιμενε διχως αγαπη
Γιατι η αγαπη θα 'ταν αγαπη για το λαθος πραγμα- ακομα υπαρχει πιστη
Μα η πιστη κι η αγαπη κι η ελπιδα ειναι ολα τους στην αναμονη.
Περιμενε διχως σκεψη αφου ακομα δεν εισ' ετοιμη για σκεψη
Πιστεψαμε πως ειμαστε ετοιμοι για σκεψη και ηρθαμε εδω, εγω να σας μιλησω, εσεις να μ' ακουσετε, προσβλεποντας σε μια συναντηση που δεν εγινε. Αμελησαμε το χρεος μας. Η ζητουμενη πολη εμεινε ανυπαρχτη.
Δεν χρειαζεται να επανορθωσουμε τιποτα. Η αιδως μας καλει τωρα, που ισως γνωριζουμε περισσοτερα, να το δεχτουμε ακομα κι αυτο.