Απο το: Τι ειναι Μεταφυσικη;

Was ist Metaphysik? (1929)]




Τι είναι Μεταφυσική;

Τι είναι Μεταφυσική;

[...]

Πάντως η ιδιαίτερη κοσμική αναφορά της επιστήμης και η οδηγός της στάση του ανθρώπου συλλαμβάνονται πλήρως μόνο όταν καταρχήν δούμε και συλλάβουμε αυτό που συμβαίνει στην υπό-σταση μιας τέτοιας κοσμικής αναφοράς. Ο άνθρωπος - ένα ον μεταξύ των άλλων - "κάνει επιστήμη". Σ' αυτό το "κάμωμα" δεν συμβαίνει τίποτα λιγότερο από την εισβολή ενός όντος ονόματι άνθρωπος στο όλον του όντος, και μάλιστα έτσι ώστε με και μέσω αυτής της εισβολής το ον προβάλλει στο τι και στο πώς είναι. Η προβάλλουσα εισβολή υποβοηθεί με τον τρόπο της το ον να έρθει πρωτίστως στον εαυτό του.

Αυτό το τρίπτυχο - κοσμική αναφορά, στάση, εισβολή -, στην ριζική του ενότητα, φέρνει στην επιστημονική ύπαρξη μια ζωογόνο απλότητα και μιας οξύτητα του Dasein. Όταν την επιστημονική ύπαρξη, όπως διαφωτίστηκε, την κάνουμε κτήμα μας εκπεφρασμένα, τότε θα πρέπει να πούμε:

Αυτό στο οποίο απευθύνεται η κοσμική αναφορά είναι το ίδιο το ον - και τίποτ' άλλο.[2]

Αυτό, από το οποίο κάθε στάση παίρνει την γραμμή της, είναι το ίδιο το ον - και τίποτ' άλλο.

Αυτό με το οποίο κατά την εισβολή συμβαίνει η αντιπαράθεση της έρευνας, είναι το ίδιο το ον - και πέραν αυτου τίποτα.

Όμως, παράξενο - ακριβώς εκεί που ο επιστημονικός άνθρωπος επιβεβαιώνει το ιδιαίτατό του, μιλά, ρητά ή άρρητα, για κάτι άλλο. Πρέπει να διερευνηθεί μόνο το ον και άλλο - τίποτα· το ον μόνον και επιπλέον - τίποτα· το ον αποκλειστικά και πέραν αυτού - τίποτα.

Τι γίνεται μ' αυτό το τίποτα; είναι σύμπτωση που μιλάμε έτσι τελείως αυθόρμητα; είναι μόνο ένας τρόπος του λέγειν - και τίποτ' άλλο;

Και πάλι τι μας νοιάζει το μηδέν αυτού του τίποτα; Αφού ακριβώς το μηδέν απορρίπτεται από τις επιστήμες κι εγκαταλείπεται ως το μηδαμινό.[3]* Και πάλι, όταν εγκαταλείπουμε το μηδέν κατ' αυτόν τον τρόπο, ακριβώς τότε δεν το παραδεχόμαστε; Όμως μπορούμε να μιλούμε για παραδοχή όταν δεν παραδεχόμαστε τίποτα; Και πάλι ίσως αυτό το πέρα-δώθε του λόγου κινείται ήδη σε μια κενή λογομαχία. Τώρα αντίθετα η επιστήμη πρέπει εκ νέου να εδραιώσει την σοβαρότητα και την νηφαλιότητά της, ότι την αφορά μόνο και μόνο το ον. Το μηδέν - μπορεί για την επιστήμη να είναι άλλο από μια φρίκη και κάτι το φανταστικό; Εάν η επιστήμη κινείται σωστά, τότε μόνον τούτο το ένα είναι βέβαιο: για το τίποτα του μηδενός η επιστήμη δεν θέλει να ξέρει τίποτα.[4]* Τελικά αυτή είναι η επιστημονικά αυστηρή σύλληψη του μηδενός. Το γνωρίζουμε με το να μην θέλουμε να ξέρουμε γι' αυτό, για το μηδέν, τίποτα.

Η επιστήμη δεν θέλει να ξέρει για το μηδέν τίποτα. Όμως το ίδιο σίγουρο παραμένει το ότι εκεί όπου επιχειρεί να εκφράσει την ιδιαίτερη ουσία της[5], καλεί σε βοήθεια το μηδέν. Επικαλείται αυτό που απορρίπτει. Ποια δίπτυχη ουσία[6] αποκαλύπτεται εδώ;

Αναλογιζόμενοι την ύπαρξή μας αυτών των καιρών - ως προσδιοριζόμενη από την επιστήμη - βρεθήκαμε καταμεσίς σε μια έριδα. Ήδη μ' αυτήν την έριδα αναπτύχθηκε ένα ερώτημα. Το ερώτημα πλέον απαιτεί να εκφραστεί ιδιαίτερα: Τι συμβαίνει με το μηδέν;

Η απεργασία του ερωτήματος

Η απεργασία του ερωτήματος του μηδενός πρέπει να μας φέρει στην θέση από την οποία γίνεται ορατή η δυνατή απάντηση, ή πάλι το αδύνατο της απάντησης. Το μηδέν είναι δεδομένο. Η επιστήμη το εγκαταλείπει με μια υπεροπτική αδιαφορία απέναντί του ως αυτού που "δεν υπάρχει".

Και πάλι επιχειρούμε να ερωτήσουμε για το μηδέν. Τι είναι το μηδέν; Ήδη η πρώτη δοκιμή αυτού του ερωτήματος δείχνει κάτι ασυνήθιστο: Σ' αυτήν την ερώτηση θέτουμε εκ των προτέρων το μηδέν ως κάτι που "είναι" έτσι κι έτσι - σαν ον. Κι όμως διαφέρει απ' αυτό πέρα για πέρα.[7] Η ερώτηση για το μηδέν - τι και πώς είναι το μηδέν - μεταστρέφει το ερωτούμευο στο αντίθετό του. Η ίδια η ερώτηση υφαρπάζει από τον εαυτό της το ίδιο της το αντικείμενο.

Αντίστοιχα και κάθε απάντηση σ' αυτήν την ερώτηση είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη. Διότι κινείται αναγκαστικά στην μορφή: το μηδέν "είναι" αυτό κι αυτό. Από την άποψη του μηδενός ερώτηση και απάντηση είναι κατά όμοιο τρόπο παράλογες.

Έτσι δεν χρειάζεται πρώτα την απόρριψη από την επιστήμη. Ο συνήθως παρατιθέμενος βασικότατος κανόνας της σκέψης, η πρόταση της αποφευκτέας αντίφασης, η γενική "λογική", κατατροπώνει αυτήν την ερώτηση. Διότι η σκέψη, η οποία είναι κατ' ουσίαν πάντα σκέψη για κάτι, θά 'πρεπε ως σκέψη του μηδενός να ενεργήσει ενάντια στην ίδια της την ουσία.

Επειδή μας είναι όλως διόλου απαγορευτικό να καταστήσουμε το μηδέν αντικείμενο, με την ερώτησή μας για το μηδέν έχουμε ήδη τελειώσει - με την προυπόθεση ότι σ' αυτήν την ερώτηση η "λογική"[8] είναι η ύψιστη αρχή, ότι η διάνοια είναι το μέσον και η σκέψη ο δρόμος για να συλληφθεί το μηδέν πηγαία και να κριθεί η δυνητική του αποκάλυψη.

Όμως μπορεί να θιγεί η κυριαρχία της "λογικής"; Σ' αυτήν την ερώτηση για το μηδέν δεν είναι η διάνοια ο κύριος; Αφού μόνο με την βοήθειά της μπορούμε καν να προσδιορίσουμε το μηδέν και να το θέσουμε έστω και μόνο σαν πρόβλημα που κατατρώει τον εαυτό του. Διότι το μηδέν είναι η άρνηση της ολότητας του όντος, το κατεξοχήν μη ον.

Μ' αυτό λοιπόν εντάσσουμε το μηδέν στον υψηλότερο προσδιορισμό του μηδενικού κι έτσι, όπως φαίνεται, του αρνηθέντος. Όμως η άρνηση, σύμφωνα με την κυρίαρχη και ποτέ θιγείσα διδαχή της "λογικής", είναι μια ειδική ενέργεια της διάνοιας. Πώς λοιπόν μπορούμε, στην ερώτηση για το μηδέν, και μάλιστα στην ερώτηση για το ερωτητό του, να θέλουμε να παρατήσουμε την διάνοια; Και πάλι είναι τόσο σίγουρο αυτό που εδώ προϋποθέτουμε; Το δεν, η αρνητικότητα και μαζί η άρνηση συνιστούν τον υψηλότερο προσδιορισμό, στον οποίο εντάσσεται το μηδέν ως ιδιαίτερο είδος του αρνηθέντος; Υπάρχει το μηδέν μόνο επειδή υπάρχει το δεν, δηλ. η άρνηση; Ή είναι αντίστροφα; Υπάρχει η άρνηση και το δεν μόνο επειδή υπάρχει το μηδέν; Αυτό δεν έχει κριθεί, δεν έχει καν αρθεί σε εκπεφρασμένη ερώτηση. Ισχυριζόμαστε: Το μηδέν είναι πηγαιότερο[9] από το δεν και την άρνηση.

Εάν αυτή η θέση υφίσταται δίκαια, τότε η δυνατότητα της άρνησης ως πράξης της διάνοιας, κι έτσι η ίδια η διάνοια, εξαρτώνται κατά έναν τρόπο από το μηδέν. Πώς μπορεί τότε αυτή να εκφέρει κρίση γι' αυτό; Μήπως τελικά η φαινομενική αντιφατικότητα ερώτησης και απάντησης σχετικά με το μηδέν έγκειται απλά σε μια τυφλή ιδιοτροπία[10] της πλανώμενης διάνοιας;

Όταν όμως δεν αφήνουμε να ξεγελαστούμε από την τυπική αδυναμία της ερώτησης για το μηδέν και παρολαυτά θέτουμε την ερώτηση, πρέπει τουλάχιστον να επαρκέσουμε σ' αυτό το οποίο παραμένει βασική απαίτηση για την δυνατή διεξαγωγή κάθε ερώτησης. Όταν, όπως πάντα, είναι να επερωτηθεί το μηδέν - αυτό καθαυτό -, τότε πρέπει να είναι δεδομένο εκ των προτέρων. Πρέπει να μπορούμε να το συναντήσουμε.

Πού ν' αναζητήσουμε το μηδέν; Πού να βρούμε το μηδέν;[11]* Δεν πρέπει, για να βρούμε κάτι, οπωσδήποτε να γνωρίζουμε ήδη, ότι είναι εκεί;

Πράγματι![12]* Καταρχήν και κατά το πλείστον ο άνθρωπος μπορεί ν' αναζητεί μόνο τότε όταν έχει προεξοφλήσει την παροντικότητα του ζητούμενου. Τώρα όμως το ζητούμενο είναι το μηδέν. Υπάρχει τελικά μια αναζήτηση δίχως προεξόφληση, μια αναζήτηση στην οποία ανήκει μια καθαρή εύρεση;[13]*

Όπως και νά 'χει το πράγμα, γνωρίζουμε το μηδέν, έστω και σαν αυτό για το οποίο λέμε καθημερινά τό ένα και το άλλο. Αυτό το κοινότοπο, το σ' ολόκληρη την χλωμάδα του αυτονόητου ξεπλυμένο μηδέν, που τόσο απαρατήρητα βωλοδέρνει στις κουβέντες μας, μπορούμε ακόμα και να το βολέψουμε στα γρήγορα σ' έναν "ορισμό":

Το μηδέν είναι η πλήρης άρνηση της ολότητας του όντος. Μήπως αυτό το χαρακτηριστικό του μηδενός παρέχει τελικά ένα νεύμα προς την κατεύθυνση, απ' όπου και μόνο μπορεί να μας συναντήσει;

Η ολότητα του όντος πρέπει να έχει δοθεί εκ των προτέρων, για να μπορεί καν ως αυτή τούτη να εκπέσει στην άρνηση, στην οποία κατόπιν θα είχε να δηλωθεί το μηδέν καθαυτό.[14]*

Μόνο, ακόμα κι αν παραβλέψουμε το προβληματικό της σχέσης ανάμεσα στην άρνηση και στο μηδέν, πώς θα μπορούσαμε - ως πεπερασμένα όντα - να κάνουμε προσιτό, και δη σ' εμάς, το όλον του όντος καθαυτό στην ολότητά του; Οπωσδήποτε μπορούμε να σκεφτούμε το όλον του όντος σαν "ιδέα", και, το κατ' αυτόν τον τρόπο ιδεατό, με την σκέψη να το αρνηθούμε και να το "σκεφτούμε" αρνημένο. Σ' αυτόν τον δρόμο αποκτούμε μεν την τυπική έννοια του ιδεατού μηδενός, ποτέ όμως το μηδέν καθαυτό. Όμως το μηδέν είναι μηδέν, και ανάμεσα στο ιδεατό και στο "ιδίως" μηδέν δεν μπορεί να υφίσταται διαφορά, αφού το μηδέν σημαίνει την πλήρη έλλειψη διαφοράς. Και όμως το "ιδίως" μηδέν καθαυτό - δεν είναι πάλι εκείνη η συγκεκαλυμμένη, όμως αντιφατική έννοια ενός οντικού μηδενός; Για μια τελευταία φορά τώρα οι ενστάσεις του λογικού έχουν συγκρατήσει την αναζήτησή μας, η οποία μπορεί να καταδειχθεί δικαιωμένη μόνο μέσα από μια θεμελιακή εμπειρία του μηδενός.

Όσο βέβαιο κι αν είναι ότι ποτέ δεν συλλαμβάνουμε το σύνολο του όντος καθαυτό απόλυτα, άλλο τόσο σίγουρα βρισκόμαστε να είμαστε τοποθετημένοι εν μέσω του κατά κάποιον τρόπο στο σύνολό του αποκαλυφθέντος όντος. Τελικά υφίσταται μια ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην σύλληψη του όλου του όντος καθαυτό και της θέσης μας εν μέσω του όντος καθόλου. Εκείνο είναι βασικά αδύνατο. Αυτό συμβαίνει στο Dasein μας συνεχώς. Βέβαια στο καθημερινό μας πέρα-δώθε δίνεται η εντύπωση ότι ακριβώς είμαστε προσκολλημένοι μόνο σ' αυτό ή σ' εκείνο το ον, σαν να έχουμε χαθεί σ' αυτήν ή σ' εκείνη την περιοχή του όντος. Όσο διασπασμένη κι αν φαίνεται η καθημερινότητα, πάντα διατηρεί το ον, έστω και σκιωδώς, σε μια ενότητα του "καθόλου". Ακόμα και τότε, και ακριβώς τότε όταν δεν ασχολούμαστε επί τούτου με τα πράγματα και με τον εαυτό μας, μας βρίσκει αυτό το "καθόλου", π.χ. στην ιδίως πλήξη. Αυτή είναι ακόμα μακριά όταν μας πλήττει απλώς αυτό το βιβλίο ή εκείνο το θέατρο, εκείνη η απασχόληση ή αυτή η απραξία. Ξεσπά όταν "κανείς πλήττει". Η βαθιά πλήξη, συρόμενη σαν βουβή ομίχλη πέρα-δώθε στις αβύσσους του Dasein, περιμαζεύει όλα τα πράγματα, τους ανθρώπους, κι αυτόν τον ίδιο μαζί σε μια παράξενη αδιαφορία. Αυτή η πλήξη αποκαλύπτει το ον καθόλου.

Μια άλλη δυνατότητα τέτοιας αποκάλυψης υπολανθάνει στην χαρά της παροντικότητας του Dasein - όχι απλώς του προσώπου - ενός αγαπημένου ανθρώπου.[15]

Μια τέτοια διάθεση, όπου κανείς "είναι" έτσι ή αλλιώς, διαθέτοντάς μας, μας τοποθετεί εν μέσω του όντος καθόλου. Η διάθεση δεν αποκαλύπτει μόνο με τον εκάστοτε τρόπο της το ον καθόλου, αλλά αυτή η αποκάλυψη είναι συγχρόνως - πολύ περισσότερο από απλό γεγονός - το θεμελιακό συμβάν του Dasein μας.

Ό,τι ονομάζουμε "συναισθήματα" δεν είναι ούτε κάποιο παροδικό συνοδό φαινόμενο της διανοητικής και της βουλητικής μας συμπεριφοράς, ούτε απλώς η κινητήρια δύναμη που την προκαλεί, ούτε μια απλώς παρούσα κατάσταση με την οποία εμείς κάπως συμβιβαζόμαστε.

Όμως ακριβώς όταν οι διαθέσεις μας οδηγούν κατ' αυτόν τον τρόπο εμπρός στο ον καθόλου, μας συγκαλύπτουν το μηδέν που αναζητούμε. Τώρα θα είμαστε ακόμα λιγότερο της γνώμης ότι η άρνηση του ενδιάθετα αποκαλυμμένου όντος μας φέρνει εμπρός στο μηδέν. Αντίστοιχα κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί πηγαία μόνον σε μια διάθεση η οποία, με το ιδιαίτατο νόημά της, εμφανίζει το μηδέν.

Συμβαίνει άραγε στο Dasein του ανθρώπου μια τέτοια διάθεση, κατά την οποία να φέρεται ενώπιον του μηδενός καθαυτό;

Αυτό το συμβάν είναι δυνατό, κι επίσης είναι πραγματικό - έστω και αρκετά σπάνιο - μόνο για λίγες στιγμές, στην βασική διάθεση του άγχους. Μ' αυτό το άγχος δεν εννοούμε την πολύ συχνή αγχώδη κατάσταση, η οποία βασικά ανήκει στην τόσο εύκολα εμφανιζόμενη φοβικότητα. Το άγχος διαφέρει ριζικά απ' τον φόβο. Φοβούμαστε πάντα αυτό ή εκείνο το ορισμένο ον που μας απειλεί απ' αυτήν ή εκείνη την άποψη. Ο φόβος φοβάται κάθε φορά κάτι ορισμένο. Επειδή στον φόβο προσιδιάζει αυτός ο περιορισμός στο "τι" του, ο φοβούμενος κι ο φοβισμένος είναι καθηλωμένος απ' αυτό στο οποίο βρίσκεται. Στην προσπάθειά του να σωθεί απ' αυτό - το ορισμένο -, ως προς τα άλλα γίνεται αβέβαιος, δηλαδή στο σύνολο "τα έχει χάσει".

Το άγχος δεν αφήνει καμιά τέτοια σύγχυση να εμφανιστεί. Πολύ περισσότερο, το διαπερνά μια ιδιαίτερη γαλήνη. Βέβαια το άγχος είναι πάντα άγχος από..., όμως όχι από αυτό ή εκείνο. Το άγχος από... είναι πάντοτε άγχος για..., όμως όχι γι' αυτό ή εκείνο. Όμως η ακαθοριστία αυτού από το οποίο και για το οποίο αγχόμαστε, δεν είναι απλώς έλλειψη του καθορισμού αλλά η ουσιακή αδυναμία της καθορισιμότητας. Αυτή είναι ορατή στην ακόλουθη γνωστή διαπίστωση.

Στο άγχος - λέμε - "κανείς αγριεύεται". Τι θα πει το "απρόσωπο" "αγριεύεται", και το "κανείς"; Δεν μπορούμε να πούμε από τι κανείς αγριεύεται. Καθολικά τού συμβαίνει. Όλα τα πράγματα, κι εμείς οι ίδιοι, βυθιζόμαστε σε μια αδιαφορία.[16] Τούτο όμως όχι με την έννοια μιας απλής εξαφάνισης. Με την απομάκρυνσή τους ως αυτά τούτα επιστρέφουν σ' εμάς.

Αυτή η απομάκρυνση του όντος καθόλου στο άγχος μας είναι πιεστική. Δεν μένει κανένα κράτημα. Μένει μόνο και μας πλημμυρίζει - με την εξολίσθηση του όντος - αυτό το "κανένα".

Το άγχος αποκαλύπτει το μηδέν.

"Αιωρούμαστε" στο άγχος. Σαφέστερα: το άγχος μας αφήνει μετέωρους διότι κάνει το ον καθόλου να εξολισθαίνει. Σ' αυτό ανήκει ότι κι εμείς οι ίδιοι - αυτοί οι όντες άνθρωποι[17] - που είμαστε εν μέσω του όντος εξολισθαίνουμε μαζί του. Γι' αυτό βασικά δεν αγριεύομαι "εγώ" κι "αυτός" αλλά "κανείς". Μόνο το καθαρό Dasein[18] στον κλονισμό αυτής της αιώρησης όπου δεν μπορεί να κρατηθεί από τίποτα, είναι ακόμα Εκεί.

Το άγχος μας αφήνει άφωνους. Επειδή το ον καθόλου εξολισθαίνει, και ακριβώς έτσι έρχεται πιεστικά το μηδέν, ενώπιόν του σωπαίνει κάθε λόγος τού "είναι" μιας κατάστασης. Το ότι στην αγριάδα του άγχους επιδιώκουμε να σπάσουμε την κενή σιγή ακριβώς με μια ανεξέλεγκτη φλυαρία, δεν είναι παρά η απόδειξη για την παροντικότητα του μηδενός. Το ότι το άγχος αποκαλύπτει το μηδέν, το επιβεβαιώνει άμεσα ο ίδιος ο άνθρωπος, όταν το άγχος έχει περάσει. Στην καθαρότητα του βλέμματος, το οποίο φέρνει η πρόσφατη μνήμη, πρέπει να πούμε: αυτό από ο οποίο και για το οποίο αγχωθήκαμε δεν ήταν - τίποτα "ιδιαίτερο". Πράγματι: ήταν το μηδέν καθαυτό - ως αυτό τούτο.[19]

Με την βασική διάθεση του άγχους φθάσαμε στο συμβάν του Dasein, όπου το μηδέν εμφανίζεται, κι απ' όπου πρέπει να επερωτηθεί.

Τι συμβαίνει με το μηδέν;

Η απάντηση του ερωτήματος


Η για τον σκοπό μας μόνη ουσιαστική απάντηση κερδίζεται ήδη όταν προσέξουμε, το ερώτημα για το μηδέν να τίθεται πραγματικά. Προς τούτο απαιτείται να συνεπιτελέσουμε την μεταβολή του ανθρώπου[20] στο Dasein του, την οποία κάθε άγχος κάνει και μας συμβαίνει, ώστε το εντός του έκδηλο[21] μηδέν να συλληφθεί έτσι όπως δηλώνεται. Μ' αυτό εγείρεται συγχρόνως η αξίωση να κρατηθεί ρητά απόσταση από τα χαρακτηριστικά του μηδενός τα οποία δεν έχουν αναφυεί μέσα από το ίδιο του το μίλημα.[22]

Το μηδέν αποκαλύπτεται στο άγχος - όμως όχι ως ον. Ούτε και δίνεται ως αντικείμενο. Το άγχος δεν είναι σύλληψη του μηδενός. Και πάλι μέσω αυτού και μέσα σ' αυτό είναι που εμφανίζεται το μηδέν, αν και όχι σαν το μηδέν να δείχνονταν απομονωμένο "δίπλα" στο ον καθόλου, που βρίσκεται στην αγριάδα.[23] Αντιθέτως είπαμε: το μηδέν απαντάται στο άγχος ενιαία μαζί με το ον καθόλου. Τι σημαίνει αυτό το "ενιαία με";[24]

Στο άγχος το ον καθόλου καθίσταται περιττό. Με ποιο νόημα συμβαίνει αυτό; Το ον φυσικά δεν εκμηδενίζεται από το άγχος, έτσι ώστε ν' αφήσει το μηδέν μόνο του. Και πώς θα το μπορούσε άλλωστε, όταν το άγχος ακριβώς βρίσκεται σε πλήρη αδυναμία απέναντι στο ον καθόλου. Πολύ περισσότερο το μηδέν δηλώνεται ιδιαίτερα με το ον και στο ον ως εξολισθαίνον καθόλου.

Στο άγχος δεν συμβαίνει κανένας εκμηδενισμός του καθολικού όντος καθαυτό, όμως ούτε κι επιτελούμε κάποια άρνηση του όντος καθόλου, ώστε έτσι πρώτα να κερδίσουμε το μηδέν. Εκτός του ότι στο άγχος ως αυτό τούτο είναι ξένη η ρητή επιτέλεση μιας αρνητικής απόφανσης, με μια τέτοια άρνηση, η οποία υποτίθεται πως θα απέδιδε το μηδέν, θα ερχόμασταν πάντα πολύ αργά.

Το μηδέν απαντάται ήδη από πριν. Είπαμε, απαντάται "ενιαία με" το ον καθόλου, που εξολισθαίνει.

Στο άγχος υπάρχει μια υποχώρηση ενώπιον..., η οποία βέβαια δεν είναι πλέον φυγή αλλά μια τεταμένη γαλήνη. Αυτή η υποχώρηση ενώπιον... ξεκινά από το μηδέν. Τούτο δεν έλκει προς τον εαυτό του αλλά είναι ουσιαστικά αποπεμπτικό. Όμως η αποπομπή από τον εαυτό του, ως αυτή τούτη, παραπομπή στο βυθιζόμενο ον καθόλου, που το κάνει να εξολισθαίνει. Αυτή η καθολικά απέμππουσα παραπομπή[25] στο ον καθόλου που εξολισθαίνει, στην μορφή της οποίας το μηδέν στο άγχος πιέζει το Dasein[26]*, είναι η ουσίαση του μηδενός: η μηδένιση. Αυτή ούτε είναι εκμηδενισμός του όντος ούτε εκπηγάζει από μια άρνηση. Η μηδένιση δεν λογαριάζεται ούτε και σαν εκμηδενισμός και άρνηση. Το μηδέν καθαυτό μηδενίζει.[27]

Η μηδένιση δεν είναι ένα περιστασιακό γεγονός αλλά, ως αποπέμπουσα παραπομπή στο ον καθόλου που εξολισθαίνει, αποκαλύπτει αυτό το ον στην πλήρη του, μέχρι τώρα λανθάνουσα ξενικότητά του ως το τελείως άλλο - απέναντι στο μηδέν.

Στην φωτεινή νύχτα του μηδενός του άγχους ανακύπτει για πρώτη φορά η πρωταρχική ανοικτότητα του όντος ως αυτού τούτου: ότι είναι ον - και δεν είναι μηδέν.*[28] Όμως αυτό το από εμάς στην ρύμη του λόγου προστιθέμενο "και δεν είναι μηδέν" δεν είναι κάποια υστερότερη εξήγηση αλλά η πρότερη δυνητοποίηση[29] της εμφάνειας καν του όντος. Η ουσίαση του πρωτογενώς μηδενίζοντος μηδενός έγκειται σε τούτο: φέρνει για πρώτη φορά το Dasein ενώπιον[30] του όντος ως αυτού τούτου.

Μόνο στο έδαφος της πρωταρχικής εμφάνειας του μηδενός μπορεί η ύπαρξη του ανθρώπου να προσέρχεται και να υπεισέρχεται στο ον.

Καθόσον όμως το Dasein σύμφωνα με την ουσίασή του συμπεριφέρεται προς το ον που αυτό δεν είναι, και προς το ον που είναι καθαυτό, ως τούτο το Dasein πάντα προέρχεται ήδη από το εμφανές μηδέν.

Dasein θα πει[31]: εν-κράτεια στο μηδέν.

Εν-κρατούμενο[32] στο μηδέν, το Dasein είναι ήδη πέραν του όντος καθόλου. Αυτό το πέραν*[33] το ονομάζουμε υπέρβαση. Εάν το Dasein, στο θεμέλιο της ουσίασής του, δεν επιτελούσε την υπέρβαση, δηλ. τώρα, εάν δεν ήταν εκ των προτέρων εν-κρατές στο μηδέν, τότε ποτέ δεν θα μπορούσε να συμπεριφέρεται[34] προς το ον, άρα ούτε και προς τον εαυτό του.

Δίχως την πρωτογενή εμφάνεια του μηδενός δεν υπαρχει ο εαυτός, ούτε η ελευθερία.[35]

Έτσι έχει κερδηθεί η απάντηση στο ερώτημα για το μηδέν. Το μηδέν δεν είναι ούτε αντικείμενο ούτε καν ον. Το μηδέν δεν εμφανίζεται αφεαυτού ούτε δίπλα στο ον, τρόπον τινά σαν προσάρτησή του. Το μηδέν είναι η δυνητοποίηση*[36] την εμφάνειας του όντος ως αυτού τούτου για[37] την ανθρώπινη ύπαρξη. Το μηδέν δεν αποτελεί την αντίθετη έννοια προς το ον αλλά ανήκει πρωτογενώς στην ουσίαση[38] καθαυτήν. Στο είναι του όντος συμβαίνει η μηδένιση του μηδενός.

Όμως τώρα πρέπει να μιλήσει μια από ώρα παρακρατούμενη ένσταση. Εάν το Dasein μπορεί να συμπεριφέρεται στο ον κι επομένως να υπάρχει μόνο όντας εν-κρατές στο μηδέν, κι εάν το μηδέν αποκαλύπτεται πρωτογενώς μόνο στο άγχος, δεν πρέπει τότε να αιωρούμαστε συνεχώς μέσα σ' αυτό το άγχος για να μπορούμε να υπάρχουμε καν; Όμως δεν παραδεχτήκαμε εμείς οι ίδιοι ότι αυτό το πηγαίο άγχος είναι σπάνιο; Προπάντων όμως όλοι μας υπάρχουμε οπωσδήποτε και συμπεριφερόμαστε προς το ον που δεν είμαστε εμείς, και που είμαστε - δίχως αυτό το άγχος.

Μήπως αυτό είναι μια αυθαίρετη επινόηση και το μηδέν, που του προσάπτεται, μια υπερβολή;

Και πάλι τι θα πει: αυτό το πηγαίο άγχος συμβαίνει μόνο σε σπάνιες στιγμές; Τίποτ' άλλο από το ότι: το μηδέν στην πηγαιότητά του μας είναι ως επί το πλείστον παραλλαγμένο. Από τι λοιπόν; Από το ότι κατά έναν ορισμένο τρόπο έχουμε ολότελα ξεχαστεί στο ον. Όσο περισσότερο με τις ασχολίες μας είμαστε στραμμένοι προς το ον, τόσο λιγότερο το αφήνουμε ως τούτο να εξολισθήσει, τόσο περισσότερο αποστρεφόμαστε το μηδέν. Και τόσο ασφαλέστερα πιέζουμε τον εαυτό μας*[39] προς την κοινότυπη επιφανειακότητα της ύπαρξης.

Και πάλι αυτή η συνεχής, αν και αμφίσημη απομάκρυνση από το μηδέν είναι, εντός ορισμένων ορίων, σύμφωνη με το όλως ιδιαίτερο πνεύμα του. Αυτό - το μηδέν στο μηδένισμά του - μας παραπέμπει ακριβώς στο ον.[40] Το μηδέν μηδενίζει αδιάλειπτα, δίχως εμείς να γνωρίζουμε ιδιαίτερα γι' αυτό το συμβάν με την γνώση στην οποία κινούμαστε καθημερινά.

Τι μαρτυρεί εμφαντικότερα την σταθερή και εκτεταμένη, αν και παραλλαγμένη εμφάνεια του μηδενός στην ύπαρξή μας από την άρνηση; Όμως αυτή διόλου δεν επιπροσθέτει αφεαυτής το δεν στο δεδομένο ως μέσον της διάκρισης και της εναντίωσης για να το χώσει τρόπον τινά ανάμεσα. Και πώς γίνεται, η άρνηση να ανασύρει το δεν από μέσα της, όπου μάλιστα μπορεί να αρνείται μόνον εκεί που της έχει δοθεί ένα αρνήσιμο; Και πως γίνεται, ένα αρνήσιμο και αρνητέο να ιδωθεί ως ένα μηδενήσιμο, αν δεν ήταν έτσι ότι κάθε σκέψη ως αυτή τούτη είναι ήδη προϊδεασμένη από το δεν; Όμως το δεν μπορεί να γίνει εμφανές μόνο όταν η πηγή του, το όλο μηδένισμα του μηδενός, κι έτσι το μηδέν καθαυτό, έχει αφαιρεθεί από την λήθη. Το μηδέν δεν προκύπτει από την άρνηση, αλλά η άρνηση θεμελιώνεται στο δεν[41], που εκπηγάζει από το μηδένισμα του μηδενός.

Όμως και η άρνηση είναι μόνο ένας τρόπος της μηδενίζουσας συμπεριφοράς, δηλ. της συμπεριφοράς της πρότερα θεμελιωμένης στο μηδένισμα του μηδενός.

Μ' αυτό καταδεικνύεται σε βασικές γραμμές η παραπάνω θέση: το μηδέν είναι η πηγή της άρνησης και όχι αντίστροφα. Όταν έτσι σπάζει η δύναμη της διάνοιας στο πεδίο των ερωτημάτων για το μηδέν και το είναι, τότε μ' αυτό κρίνεται και η μοίρα της κυριαρχίας της "λογικής μέσα στην φιλοσοφία. Η ιδέα της "λογικής"[42] καθαυτήν διαλύεται στην δίνη ενός πρωταρχικότερου ερωτήματος.

Όσο συχνά και πολύπτυχα κι αν η άρνηση διατρέχει - είτε εκπεφρασμένα είτε όχι - την κάθε νόηση, δεν είναι από μόνη της ο εγκυρότερος μάρτυρας για την εμφάνεια του μηδενός που ανήκει στο Dasein ουσιακά. Διότι η άρνηση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε ως η μοναδική ούτε βέβαια ως η οδηγός μηδενίζουσα συμπεριφορά, στην οποία το Dasein παραμένει συγκλονισμένο από το μηδένισμα του μηδενός. Πιο αβυσσαλέα από την απλή ορθότητα της σκεπτόμενης άρνησης είναι η σκληρότητα της έμπρακτης εναντίωσης και η οξύτητα της απέχθειας. Πιο υπεύθυνη είναι η οδύνη της αποτυχίας και η ανηλεότητα της απαγόρευσης. Πιο φορτική είναι η φθίση της αποστέρησης.

Αυτές οι δυνατότητες της μηδενίζουσας συμπεριφοράς - δυνάμεις, με τις οποίες το Dasein φέρει το ερριμμένο του, αν και δεν το εξουσιάζει - δεν είναι είδη της απλής άρνησης. Όμως αυτό δεν τις εμποδίζει να εκφράζονται με το όχι και με την άρνηση. Βέβαια μ' αυτό προδίδεται μια και καλή η κενότητα και η έκταση της άρνησης. Ο διαποτισμός του Dasein από την μηδενίζουσα συμπεριφορά[43]* μαρτυρεί την σταθερή και βεβαίως συσκοτισμένη εμφάνεια του μηδενός, το οποίο μόνον το άγχος αποκαλύπτει πηγαία. Όμως σ' αυτό έγκειται: κατά το πλείστον αυτό το εντός του Dasein πηγαίο άγχος καταπιέζεται. Το άγχος είναι εκεί. Απλά κοιμάται.[44]* Η ανάσα του τρέμει διαμέσου του Dasein συνέχεια: κατ' ελάχιστον στο "αγχώδες" και άδηλα για το "ναι ναι" και το "όχι όχι" του πολυάσχολου·

τα μάλιστα από την συγκρατημένη· βεβαιότατα από την στο θεμέλιό της απόκοτη ύπαρξη. Τούτο όμως συμβαίνει μόνο μέσα απ' αυτό, για το οποίο αναλώνεται, ώστε να διατηρήσει έτσι το ύστατο μεγαλείο του Dasein.

Το άγχος του απόκοτου δεν ανέχεται καμιά θέση αντίθετη προς την χαρά, ή ακόμα προς την αραχτή απόλαυση του εφησυχασμένου πέρα-δώθε. Βρίσκεται - εδώθε τέτοιων αντιθέσεων - σε μυστικο δεσμό με το ανάλαφρο και την ηπιότητα της δημιουργού νοσταλγίας.

Το πηγαίο άγχος μπορεί ν' αφυπνιστεί στην ύπαρξη κάθε στιγμή. Προς τούτο δεν χρειάζεται καμιά αφύπνιση από ένα ασυνήθιστο συμβάν. Στην βαθύτητα του κράτους του ανταποκρίνεται το άσημο την δυνητικής αφορμής του. Καραδοκεί συνεχώς, και πάλι ξεπετάγεται σπάνια, για να μας τινάξει στον αέρα.

Η εν-κράτεια του Dasein στο μηδέν, στο έδαφος του λήθιου άγχους, καθιστά τον άνθρωπο χωρο-φύλακα του μηδενός. Είμαστε τόσο πεπερασμένοι που δεν μπορούμε να τοποθετηθούμε πηγαία απέναντι στο μηδέν ακριβώς με ιδία βούληση και απόφαση. Τόσο αβυσσαλέα η περάτωση υποσκάπτει το Dasein, που η ελευθερία μας προσκρούει στην ιδιαίτατη και βαθύτατη περατότητα.

Η εν-κράτεια του Dasein στο μηδέν, στο έδαφος του λήθιου άγχους, είναι η υπέρβαση του όντος καθόλου: η υπέρβαση.

Τα ερωτήματά μας για το μηδέν έχουν σκοπό να μας παρουσιάσουν την Μεταφυσικη. Το όνομα "Μεταφυσική" κατάγεται από το ελληνικό μετα τα φυσικα. Αυτός ο θαυμαστός τίτλος ερμηνεύτηκε αργότερα ως προσδιορισμός του ερωτήματος το οποίο μεταβαίνει μετα - "υπερ"άνω του όντος ως αυτού τούτου.

Μεταφυσική είναι ερωτήματα υπεράνω του όντος, ώστε να το επανακτήσει εννοιολογικά καθόλου[45]* και ως αυτό τούτο.

Στο ερώτημα για το μηδέν συμβαίνει μια τέτοια μετά-βαση πέραν του όντος ως όντος καθόλου.

Μ' αυτό καταδεικνύεται ως "μεταφυσικό" ερώτημα. Στην αρχή προσδώσαμε σε ερωτήματα τέτοιου είδους ένα διπλό χαρακτηριστικό: κατά πρώτον κάθε μεταφυσικό ερώτημα περικλείει κάθε φορά το όλον της Μεταφυσικης. Κατόπιν, σε κάθε μεταφυσικό ερώτημα περιλαμβάνεται κάθε φορά το ερωτών Dasein.

Κατά πόσον το ερώτημα του μηδενός διαπερνά και καλύπτει το όλον της Μεταφυσικης;

Η Μεταφυσικη μιλά για το μηδέν παλαιόθεν με μια βέβαια πολυσήμαντη πρόταση: ex nihilo nihil fit, από το μηδέν γίνεται μηδέν. Αν και κατά την συζήτηση της πρότασης το μηδέν δεν γίνεται καθαυτό ποτέ ιδιαίτερο πρόβλημα, και πάλι, από την καθέκαστη οπτική του μηδενός εκφράζει την θεμελιακή οδηγό σύλληψη του όντος. Η αρχαία Μεταφυσικη συλλαμβάνει το μηδέν με την σημασία του μη όντος, δηλ. της άμορφης ύλης, η οποία δεν μπορεί καθαυτήν να μορφοποιηθεί σ' ένα μορφοειδές ον, κι επομένως ένα ον που προσφέρει μια όψη (ειδος).[46]* Ον είναι το διαμορφούμενο μόρφωμα, το οποίο παρουσιάζεται ως αυτό τούτο στην όψη (θέαση[47]*). Προέλευση, δικαίωμα και όρια αυτής της αντίληψης του είναι δεν συζητούνται, όπως δεν συζητείται το μηδέν καθαυτό. Αντίθετα η χριστιανική δογματική αρνείται την αλήθεια της πρότασης ex nihilo nihil fit και συνάμα δίνει στο μηδέν μια άλλη σημασία με την έννοια της πλήρους απουσίας του εξωθεϊκού όντος: ex nihilo fit - ens creatum. Τώρα το μηδέν γίνεται η αντίθετη έννοια προς το ιδίως ον, προς το summum ens, προς τον θεό ως ens increatum. Η ερμηνεία του μηδενός δείχνει κι εδώ την θεμελιακή αντίληψη του όντος. Όμως ο μεταφυσικός εντοπισμός του όντος παραμένει στο ίδιο επίπεδο με το ερώτημα για το μηδέν. Τα ερωτήματα για το είναι και για το μηδέν ως αυτά τούτα, λείπουν. Επομένως δεν ανησυχεί καθόλου η δυσκολία ότι, αν ο θεός δημιουργεί εκ του μηδενός, πρέπει, ακριβώς αυτός, να σχετίζεται με το μηδέν. Όμως εάν ο θεός είναι θεός, δεν μπορεί να γνωρίζει το μηδέν, καθώς το "απόλυτο" αποκλείει κάθε μηδενικότητα από τον εαυτό του.

Αυτή η αδρή ιστορική υπόμνηση δείχνει το μηδέν ως την αντίθετη έννοια προς το ιδίως ον, δηλ. ως την άρνησή του. Όταν όμως το μηδέν γίνει κατά κάποιον τρόπο πρόβλημα, τότε αυτή η αντιθετική σχέση δεν απσκτά κάπου μόνον έναν σαφέστερο προσδιορισμό, αλλά κατά πρώτον αφυπνίζει το ιδίως μεταφυσικό ερώτημα για το είναι του όντος. Το μηδέν δεν μένει το ακαθόριστο απέναντι του όντος, αλλά φανερώνεται ως ανήκον στο είναι του όντος.

"Το γνήσιο είναι και το γνήσιο μηδέν είναι λοιπόν το αυτό." Αυτή η φράση του Hegel (Wissenschaft der Logik 1. Buch, WW III, S. 74) υφίσταται δικαίως. είναι και μηδέν αλληλέχονται, όμως όχι επειδή και τα δύο - στην οπτική της εγελιανής έννοιας της σκέψης - συνευρίσκονται στην ακαθοριστία και στην αμεσότητά τους, αλλά επειδή το είναι καθαυτό είναι στην ουσία του περατό και εμφαίνεται μόνο στην υπέρβαση του στο μηδέν εν-κρατούς είναι.

Αφού το ερώτημα του είναι ως αυτού τούτου είναι το περιρρέον ερώτημα της Μεταφυσικης, και το ερώτημα του μηδενός καταδεικνύεται ως ερώτημα του είδους που εκτείνεται στο όλον της Μεταφυσικης, καθόσον μας αναγκάζει να βρεθούμε αντιμέτωποι με το πρόβλημα της προέλευσης της άρνησης, δηλ. βασικά με την απόφαση σχετικά με την δικαιωματική κυριαρχία της "λογικής"[48] στην Μεταφυσικη.

Τότε η παλαιά πρόταση ex nihilo nihil fit αποκτά ένα άλλο νόημα που αφορά το πρόβλημα του είναι καθαυτό και που λέει: ex nihilo omne ens qua ens fit. Πρώτα στο μηδέν του Dasein το ον καθόλου φθάνει στην ιδιαίτατη δυνατότητά του, δηλ. κατά τρόπο περατό, στον εαυτό του. Τότε το ερώτημα του μηδενός, εάν είναι μεταφυσικό ερώτημα, κατά πόσον έχει συμπεριλάβει την ερωτώσα μας ύπαρξη στον εαυτό του; Χαρακτηρίζουμε την εδώ και τώρα εμπειρατή ύπαρξή μας ως ουσιακά καθοριζόμενη από την επιστήμη. Όταν η έτσι καθοριζόμενη ύπαρξή μας τίθεται στο ερώτημα για το μηδέν, τότε, μ' αυτό το ερώτημα, πρέπει να έχει γίνει άξια ερωτήματος.

Η επιστημονική ύπαρξη έχει την απλότητα και την οξύτητά της στο ότι σχετίζεται με το ον, και μόνο μ' αυτό, κατά τρόπο ιδιαίτερο. Η επιστήμη θα ήθελε να εγκαταλείψει το μηδέν με μια χειρονομία αφ' υψηλού. Όμως τώρα, ερωτώντας για το μηδέν, γίνεται εμφανές ότι αυτή η επιστημονική ύπαρξη είναι δυνατή μόνον όταν είναι εκ των προτέρων εν-κρατής στο μηδέν. Κατανοεί τον εαυτό της ως προς αυτό που είναι πρώτα όταν δεν εγκαταλείπει το μηδέν. Η υποτιθέμενη νηφαλιότητα και ανωτερότητα της επιστήμης, όταν αυτή δεν παίρνει στα σοβαρά το μηδέν, καταντά γελοιότητα. Μόνον επειδή το μηδέν είναι εμφανές, μπορεί η επιστήμη να κάνει το ον αντικείμενο της εξέτασης. Μόνον όταν η επιστήμη υπάρχει μέσα από την Μεταφυσικη, μπορεί να κερδίζει την αποστολή της πάντα εκ νέου, η οποία δεν συνίσταται στην συλλογή και κατάταξη γνώσεων, αλλά στην πάντα εκ νέου επιτελεστέα εμφάνιση του πλήρους χώρου της αλήθειας φύσης και ιστορίας.

Μόνον επειδή το μηδέν είναι εμφανές στο θεμέλιο του Dasein, μπορεί να πέσει επάνω μας όλη η ξενικότητα[49]* του όντος. Μόνον όταν η ξενικότητα του όντος μας γίνεται πιεστική, αφυπνίζει τον θαυμασμό και τον προκαλεί. Μόνο στο θεμέλιο του θαυμασμού - δηλ. της εμφάνειας του μηδενός - εκπηγάζει το "Γιατί;".[50]* Μόνον επειδή είναι δυνατό το γιατί ως αυτό τούτο, μπορούμε κατά έναν ορισμένο τρόπο να ερωτάμε για λόγους και να δίνουμε λόγο. Μόνον επειδή μπορούμε να ερωτάμε και να δίνουμε λόγο, έχει ανατεθεί στην ύπαρξή μας η μοίρα του ερευνητή.

Το ερώτημα του μηδενός καθιστά εμάς - τους ερωτώντες - καθαυτούς ένα ερωτηματικό. Είναι μεταφυσικό.

Η ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί να σχετίζεται με το ον μόνο όταν είναι εν-κρατής στο μηδέν. Η υπέρβαση του όντος συμβαίνει στην ουσία του Dasein. Όμως αυτή η υπέρβαση είναι η Μεταφυσικη καθαυτήν. Τούτο θα πει: Η Μεταφυσικη ανήκει στην "φύση του ανθρώπου". Δεν είναι ούτε τομέας της διδακτικής φιλοσοφίας ούτε πεδίο αυθαίρετων εμπνεύσεων.

Η Μεταφυσικη είναι το θεμελιακό συμβάν στο Dasein. Είναι το Dasein καθαυτό. Επειδή η αλήθεια της Μεταφυσικης κατοικεί σ' αυτόν τον αβυσσαλέο βυθό, έχει στην άμεση γειτονία της την συνεχώς καραδοκούσα δυνατότητα της βαθύτατης πλάνης. Εξ ου και καμιά αυστηρότητα μιας επιστήμης δεν φθάνει την σοβαρότητα της Μεταφυσικης. Η φιλοσοφία δεν λογαριάζεται κατά το μέτρο της ιδέας της επιστήμης.

Εάν το ερώτημα του μηδενός, που αναπτύχθηκε, ερωτήθηκε και από μέρους μας πραγματικά, τότε δεν μας παραστήσαμε την Μεταφυσικη από έξω. Ούτε και πρώτα τώρα "μπήκαμε" μέσα της. Δεν μπορούμε καν να μπούμε μέσα της διότι - όσο υπάρχουμε - στέκουμε μέσα της ήδη από πάντα. φυσει γαρ, ω φιλε, ενεστι τις φιλοσοφια τη του ανδρος διανοια (Πλάτων, Φαίδρος 279a). Όσο ο άνθρωπος υπάρχει, συμβαίνει κατά έναν τρόπο το ότι φιλοσοφεί. Φιλοσοφία - αυτό που ονομάζουμε έτσι - είναι η δρομο-λόγηση της Μεταφυσικης, με την οποία φθάνει στον εαυτό της και στις εκπεφρασμένες αποστολές της.[51] Η φιλοσοφία δρομολογείται μόνον μέσα από μια ιδιάζουσα εισπήδηση της ιδίας ύπαρξης στις θεμελιακές δυνατότητες του Dasein καθόλου. Γι' αυτήν την εισπήδηση είναι αποφασιστικό: πρώτα να δοθεί χώρος για το ον καθόλου· κατόπιν η απόλυση στο μηδέν, δηλ. η απελευθέρωση από τα είδωλα που ο καθένας έχει, και στα οποία συνηθίζει να καταφεύγει· τέλος η άφεση αυτής της αιώρησης στο πέταγμα, ώστε αυτή συνεχώς να πετά πίσω στο θεμελιακό ερώτημα της Μεταφυσικης: Γιατί είναι καν το ον, και όχι πολύ περισσότερο το μηδέν;

Πρόλογος στην ιαπωνική μετάφραση του "Τι είναι Μεταφυσική;"

Πρόλογος στην ιαπωνική μετάφραση του "Τι είναι Μεταφυσική;" (1930)

Το να πρεπει να ερωτά συνεχώς για τον εαυτό της, είναι η διάκριση της φιλοσοφίας από κάθε επιστήμη. Όμως η γνήσια ερώτηση για τον εαυτό της δεν μπορεί να παρασέρνει την φιλοσοφία σε μια ματαιόδοξη αυτοπαρατήρηση και σε μια αναποτελεσματική "μεθοδολογική" επιδαψίλευση. Αντίθετα την μεταθέτει στο πλαίσιο του συμβάντος της Μεταφυσικής, το οποίο ανήκει στην εσωτερική ιστορία του ανθρώπινου Dasein. Μόνο έτσι η φιλοσοφία βρίσκει την εκάστοτε αποστολή της.

Ο συγγραφέας πιστεύει πως αναγνώρισε σαν τέτοια: την πρωτογενέστερη απεργασία του παραδεδομένου οδηγού ερωτήματος της δυτικής Mεταφυσικής "Τι είναι το ον;" προς το θεμελιακό ερώτημα που την φέρει και την οδηγεί: "Τι είναι το Eίναι;" Μ' αυτό ερωτάται συνάμα: πού εδράζεται η εσωτερική δυνατότητα και αναγκαιότητα της εμφάνειας του Eίναι;*

Εξυπηρετώντας αυτό το θεμελιακό ερώτημα, η παράδοση που ακολουθεί επιχειρεί να δείξει ότι και πώς το Mηδέν ανήκει στο Eίναι ως αυτό τούτο. Δι' αυτού το Eίναι δηλώνεται καθόλου ως περατότητα. Όμως μ' αυτό ο άνθρωπος, ένα ον που μπορεί και πρέπει να λέει "είναι", αποκαλύπτει το βαθύτατο έδαφος της περατότητάς του. Γι' αυτό το ερώτημα της ουσίασης του ανθρώπινου Dasein γίνεται - με τον τρόπο και την κατεύθυνση που αναπτύσσεται στο "Είναι και Χρόνος" - θεμελιακή για την προβληματική της Μεταφυσικής.

Όχι περιγραφή της συνείδησης του ανθρώπου αλλά εννοούσα αφύπνιση του Dasein στον άνθρωπο, είναι ο δρόμος στον οποίο ξαναβρισκόμαστε στα λίγα απλά σκληρά ερωτήματα της φιλοσοφίας.

Ο συγγραφέας ευχαριστεί τον σπουδαστή της φιλοσοφίας κύριο Seinosuke Yuassa - Freiburg B. για την ανάληψη της μεταφραστικής εργασίας. Είθε το μικρό γραπτό να συμβάλει λίγο στην κατανόηση του ότι το μυστήριο κάθε ανθρώπινης ύπαρξης έγκειται στην εκάστοτε αφύπνιση στην ιδιαίτερή της ουσίαση.

Freiburg i. Br. Ιούνιος 1930

Martin Heidegger