Ενα κρητικό τετράστιχο λέει:
όπου αγαπάς μην πολυπάς
κι αν πολυπάς μην πολυκάτσεις
κι αν πολυκάτσεις μην πολυμιλείς
κι αν πολυμιλείς να κατέχεις τις συλλαβές.
«μην πολυπάς...μην πολυκάτσεις...μην πολυμιλείς...» Οι στίχοι προειδοποιουν. Μας λέγουν πως η ίδια η αγαπη δεν ανέχεται μια ελευθέρια κάρπωσή της, πως δεν υπακούει στον άνθρωπο και στις επιθυμίες και στις ορέξεις του. Ομως οι κρητικοί στίχοι γνωρίζουν πως οι άνθρωποι αυτό ακριβώς κάνουν. Αφήνονται στην φενάκη του «πολυ...». Τους προλαμβάνει λοιπόν αναφέροντας και αυτό το ενδεχόμενο: «κι αν πολυπάς...κι αν πολυκάτσεις...κι αν πολυμιλείς...». Σαν να είναι σχεδόν μοιραίο, στην αγάπη οι άνθρωποι να φέρονται απρόσεκτα, να υπερβάλλουν, να μην αρκούνται σε τίποτε. Οι στίχοι μοιάζουν να δέχονται ακόμα κι αυτό. Ισως μ' αυτόν τον τρόπο να υπονοούν ακόμη ότι τα «μην» δεν αξιώνουν οπωσδήποτε υπακοή, δεν νουθετούν ως προς την δήθεν σωστή στάση απέναντι στην αγάπη. Ίσως μάλιστα, αποδεχόμενοι το ενδεχόμενο του «πολυ...», να υποδηλώνουν ότι το πρώτιστο δεν είναι το ιδανικό μιας δήθεν σωστής, δήθεν υγιούς κλπ. στάσης απεναντι στην αγαπη.
Εκεί όμως όπου ο λόγος αυτός είναι αδήριτος, όπου δεν αφήνει περιθώρια, είναι στις τελευταίες λέξεις: «να κατέχεις τις συλλαβές». Στην διαδοχή των «μην...» και των «κι αν...» υπάρχουν προδιαγεγραμμένες οι τροπές κάθε ιστορίας μιας αγάπης. Όμως όλη αυτή η ιστορία περικλείνεται από την αρχή και το τέλος:
όπου αγαπάς ... να κατέχεις τις συλλαβές
Αυτό χρειάζεται προπάντων. Πόσο μάλλον εδώ, για έναν ο οποίος θέλει να μάθει και να πει κάτι για τον έρωτα, πόσο αναγκαίο είναι να «κατέχει τις συλλαβές»! Και πόσο αυτή η «κατοχή» κρέμεται πάντοτε από μια κλωστή! Όπως κι ο ίδιος ο έρωτας! Ενώ τα θνητά όρια δεν επιτρέπουν καμιά πρόσβαση στην περιοχή απ' όπου η ίδια η κλωστή κρέμεται!
Θα επιχειρήσουμε να πούμε κάτι για τον έρωτα, έτσι όπως ο ίδιος ο έρωτας δείχνεται, αφεαυτού. Θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε τον έρωτα στο ίδιο του το φαινόμενο, τον έρωτα ως έρωτα.
Για να κάνουμε μερικά βήματα σ' αυτήν την κατεύθυνση, χρειάζεται να πάρουμε υπόψη μας δύο προκαταλήψεις οι οποίες μας εμποδίζουν σ' ένα τέτοιο εγχείρημα:
Πρώτη προκατάληψη: Η συνήθης, κυρίαρχη και σχεδόν αυτονόητη νοοτροπία πραγματεύεται το θέμα του έρωτα καθιστώντας τον αντικείμενο μελέτης. Αυτή η νοοτροπία, ρητά ή άρρητα, ξεκινά με το ερώτημα: «τι είναι ο έρωτας;» και ορίζει, αυτή, τον έρωτα ως ανάγκη, ως ενόρμηση, ως νευροφυσιολογική-ορμονική συνθήκη. Τι συμβαίνει εδώ; Ο έρωτας παρασταίνεται ως επακόλουθο, ως αποτέλεσμα τρόπον τινά ενός αιτίου, π.χ. ψυχολογικού ή βιολογικού, ή πάλι παραπέμπεται σε κάτι γενικό, π.χ. «ενόρμηση», ως επιμέρους κατηγορία του. Και στις δυο περιπτώσεις ο έρωτας δεν αφήνεται στον εαυτό του αλλά συλλαμβάνεται μέσα από κάτι άλλο. Ο έρωτας ως ερωτας χάνεται!
Δεύτερη προκατάληψη: Αυτή η προκατάληψη λέει: Τον έρωτα ως έρωτα τον μαθαίνουμε όταν ερωτευτούμε, και τότε τα «λόγια» δεν μετράνε. Αυτή η γνώμη δεν είναι κάποια απόλυτη αλήθεια. Βασίζεται κι αυτή στην σημερινή κυρίαρχη νοοτροπία κατά την οποία το σώμα έχει αποκτήσει την προτεραιότητα, με τις ανάγκες του και με τις ορμές του. Ενώ ο λόγος, το ξέρουμε και από την τρέχουσα ψυχαναλυτική θεωρία, είναι «υποκατάστατο» και «δευτερογενής διεργασία».
Και πάλι αυτή η γνώμη ενέχει έναν πυρήνα αλήθειας. Πράγματι τα «λόγια» δεν φτάνουν. Οπως και αλλού, έτσι και με τον έρωτα υπάρχει κάτι για το οποίο η λέξη λείπει, κάτι το οποίο μένει στην σιωπή. 'Ενας λόγος λοιπόν ο οποίος θα είχε την αξίωση να φωτίσει ολότελα αυτό που λέγεται έρωτας, όντως εδώ είναι ανεπαρκής. Όμως ο λόγος αυτός, ο λόγος ο οποίος φιλοδοξεί να αναπαραστήσει την πραγματικότητα, είναι ο λόγος της επιστήμης. Θα πρέπει λοιπόν να αρχίσουμε να συνηθίζουμε στην ιδέα ότι ο επιστημονικός λόγος. στην περίπτωσή μας ο λόγος της ψυχολογίας και της βιολογίας, δεν επαρκεί για να αποδώσει το φαινόμενο του έρωτα σε όλον του τον πλούτο.
Και θα πρέπει επίσης να αρχίσουμε να συνηθίζουμε στην ιδέα ότι ο λόγος της επιστήμης δεν μπορεί να έχει καμιά απόλυτη αξίωση να εκπροσωπεί την αλήθεια. Ο επιστημονικός λόγος είναι αληθινός εκεί όπου η αλήθεια εννοείται ως υπολογισιμότητα, σαφήνεια, βεβαιότητα. Όμως εδώ, όπου αναζητούμε τον έρωτα ως έρωτα, μια τέτοια αλήθεια δεν μας αφορά.
Και ενδεχομένως υπάρχει ένας λόγος, στον οποίο όχι μόνον το μη δυνάμενο να ειπωθεί να αφήνεται στον τόπο του, στην σιωπή, αλλά συνάμα και η ίδια η σιωπή να λέγεται, δηλαδή να φανερώνεται, ως σιωπή. Ένας τέτοιος λόγος ειναι ο λόγος της ποίησης.
Εάν λοιπόν αναζητούμε έναν λόγο ο οποίος να μας μάθει κάτι φια τον έρωτα ως έρωτα, θα χρειαστεί να στραφουμε στον ποιητικό λόγο - που δεν θα πει βέβαια σε κάθε λόγο ο οποίος απλώς διατείνεται ότι είναι ποιητικός.
Θα επιχειρήσουμε να πλησιάσουμε ένα χορικό από την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Όμως και τώρα, πριν ξεκινήσουμε την ανάγνωσή του, θα χρειαστεί να προετοιμαστούμε γι' αυτό.
Διότι ένα τέτοιο χορικό, όπως άλλωστε το δείχνει η πληθώρα των μεταφράσεων που κυκλοφορούν και των παραστάσεων που παίζονται, το διαβάζουμε όπως διαβάζουμε ένα σημερινό ποίημα. Αυτό είναι λάθος. Ως προς ένα σημερινό ποίημα, το χορικό είναι κάτι πολύ περισσότερο και συνάμα κάτι πολύ λιγότερο.
Πολύ περισσότερο από ένα ποίημα είναι το χορικό, διότι δεν είναι ποίημα, αλλά ό,τι η αρχαία μας γλώσσα ονομάζει μουσικη, κάτι ριζικά διαφορετικό από την σημερινή έννοια της μουσικής. Διότι στο χορικό οι ίδιες οι λέξεις του, με την εναλλαγή μακρών και βραχέων συλλαβών, εμπεριέχουν ήδη, απλώς και μόνον εκφερόμενες η μία μετά την άλλη, έναν ρυθμό, δηλαδή μουσική. Και οι πόδες, οι ρυθμικές μονάδες οι οποίες προκύπτουν από την συγκεκριμένη παράθεση των λέξεων (στο χορικό: ίαμβος, χορίαμβος, αδωνεύς κλπ.), αφορούν το ίδιο το πόδι του υποκριτού, και με την [κατεστραμμενο κειμενο]
Για την αναγνωση στιχων της μουσικης ο Θρασυβουλος Γεωργιαδης είχε προσφύγει σε μια δική του μελοποίηση του κειμένου, δίχως βέβαια αξίωση αναπαράστασης της εκφοράς της αρχαίας γλώσσας,
αλλά για αρνητικόν λόγο, δηλαδή για να αποκλείσουμε (...) τον τονισμό της ομιλίας.
Ο Γεωργιάδης προχωρεί ακόμη περισσότερο. Πάντα στο ίδιο πνεύμα προτείνει ένα είδος συνοδών χορευτικών βημάτων στην βάση ενός υποθετικού χωρισμού των ποδών σε άρση και θέση. Σκοπός του είναι
να αισθανθούμε τον ελληνικό στίχο ως κάτι το για μας δεσμευτικό, και μάλιστα κατά το δυνατόν έτσι ώστε όλα, όσα διακρίναμε ως ιστορικώς εύλογα, να πραγματώνονται,
δηλαδή, τραγουδώντας και χορεύοντας τους αρχαίους στίχους, να αποκτήσουμε μια υπόνοια της εμπειρίας της μουσικης.
Αυτό το βλέπω αδύνατον. Το δεσμευτικό της μουσικης, στην τότε μορφή του, έχει χαθεί οριστικά και αμετάκλητα. Και δεν γίνεται, μια υστερότερη μελοποίηση και κινησιολογία των αρχαίων στίχων, κάτι το οποίο ακριβώς στην μουσικη αποκλείεται, να μας φέρει προς μια έστω και συγγενική εμπειρία της. Για να επιστρέψω σ’ έναν προηγούμενο παραλληλισμό, με το ίδιο σκεπτικό θα μπορούσαμε να αναπαλαιώσουμε τον Παρθενώνα και να επινοήσουμε ένα είδος τελετουργίας, έστω γνωρίζοντας ότι δεν ανταποκρίνεται στην τότε πραγματικότητα, με την προσδοκία για μια καλύτερη εξοικείωση με την «λατρεία» των αρχαίων θεών.