Στην γραφη μου υπαρχει υπερβολικα πολυς εαυτος. Γνωριζετε τον ορο που χρησιμοποιει ο Lukács για να περιγραψει την αισθητικη δομη; Μοναδα διχως παραθυρα. Δεν θελω να ειμαι μοναδα διχως παραθυρα - η εκπαιδευση μου και οι εκπαιδευτες μου ηταν απολυτα αντιθετοι στην υποκειμενικοτητα, κοπιασα απο την αρχη να οδηγησω την σκεψη μου εξω στο τοπιο της επιστημης και του δεδομενου οπου αλλοι ανθρωποι συζητουν λογικα και ανταλλασσουν επιχειρηματα - ομως εκει εξω βγαινω τυφλη. Ετσι το γραψιμο περιλαμβανει ενα καποιο τρεχαλητο μπρος-πισω αναμεσα σ' εκεινο το συσκοτιζομενο τοπιο στο οποιο ειναι κατεσπαρμενη η γεγονοτητα και σ' ενα δωματιο διχως παραθυρα αποψιλωμενο απο ο,τιδηποτε δεν γνωριζω. Ειναι η αποψιλωση που παιρνει χρονο. Ειναι η αποψιλωση που ειναι μυστηριο.
Το δωματιο, ετσι και αποψιλωθει, γραφει τον εαυτο του. Αντιγραφω τα ονοματα απο καθε τι που εχει μεινει μεσα και σημειωνω την δραστηριοτητα τους.
Πως συμβαινει η αποψιλωση; Ο Lukács λεει οτι ξεκινα με την προθεση μου να αποκοψω καθε τι που δεν ειναι προσβασιμο στην αμεση εμπειρια (Erlebbarkeit) του εαυτου ως εαυτου. Αν αυτο ηταν δυνατο, θα σφραγιζε το δωματιο μεσα στα δικα του τα ορια σαν εναν κοσμο. Ο Lukács συστηνει ενα δωματιο για το αισθητικο εργο· θα ηταν μια χειρονομια της ψευδους συνειδησης να πεις οτι η ακαδημαϊκη συγγραφη μπορει να συμβει εκει. Και παλι, το ξερετε τοσο καλα οσο κι εγω, η σκεψη βρισκεται στις καλυτερες στιγμες της σ' αυτο το δωματιο - κλειδωμενη μεσα στις δικες της πιεσεις, αλιευοντας δεδομενα του τοπιου απο σημειωσεις, η και απο την μνημη, οπως και να 'χει - δονουμενη (καθως θα 'λεγε ο Mallarmé) με την εξαφανιση τους. Ο κοσμος εχει διαφορες αποψεις για το πως να αναπαραστησει την δονηση. "Ονοματα" και "δραστηριοτητα" ειναι ευφημισμοι για το εργο. Ισως προτιματε αλλους ευφημισμους· φανταζομαι το σημαντικο ειναι να αντιγραφεις οποιαδηποτε δονηση βλεπεις ενοσω η προσοχη σου ειναι εντατικη.
Η προσοχη ειναι μια εργασια που μοιραζομαστε, εσυ κι εγω. Να κρατας την προσοχη εντατικη σημαινει να μην την αφηνεις να κατακατσει. Εν μερει γι' αυτον τον λογο επελεξα να μιλησω για δυο ανθρωπους μαζι. Δεν αφηνουν ο ενας τον αλλο να κατακατσει, βρισκονται ο ενας παραδιπλα στον αλλο σε μια συνομιλια, και παλι καμια συνομιλια δεν συμβαινει. Ενωπιος ενωπιω, και παλι δεν γνωριζονται, δεν εζησαν στην ιδια εποχη, δεν μιλησαν την ιδια γλωσσα ποτε. Μαζι και απεναντι, ευθυγραμμισμενοι κι αντιθετοι, ο καθενας τοποθετειται σαν επιφανεια στην οποια ο αλλος ερχεται στο επικεντρο. Καποιες φορες μπορει να δεις ενα ουρανιο αντικειμενο καλυτερα κοιταζοντας κατι αλλο, μαζι μ' αυτο, στον ουρανο.
Σκεφτειτε την ελληνικη προθεση πρòς. Οταν χρησιμοποιειται με την αιτιατικη πτωση, αυτη η προθεση σημαινει "προς, επανω σε, εναντιον, με, ετοιμος για, προσωπο με προσωπο, δεσμευοντας, αφορωντας, απτοντας, σε απαντηση σε, σε συγκριση με, συμφωνα με, ως συνοδεια για." Ειναι η προθεση που επελεξε ο Ιωαννης ο Ευαγγελιστης για να περιγραψει την σχεση αναμεσα στον Θεο και τον Λογο στον πρωτο στιχο του πρωτου κεφαλαιου της Αποκαλυψης του:
πρòς Θεóν
“And The Word was with God” [[ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος] καί ὁ Λόγος ἦν πρòς τòν Θεòν"], ετσι παει η συνηθης μεταφραση. Τι ειδους μεθεξη ειναι αυτη;
Τα γραφω αυτα στο τραινο για το Μιλανο. Περναμε αστραπη απο πυργους και εργοστασια, σταθμους, αυλες, κατοπιν ενα χωραφι οπου μια αγελη μαυρα αλογα μολις κανει στροφη για να καλπασει πανω στον λοφο. "Αποπειρες μιας περιγραφης ειναι ανοητες" λεει ο George Eliot, και παλι κανεις μπορει να συναντησει ενα αποσπασμα χρονου που δεν εξαντληθηκε. Ποιος μπορει να ονομασει τις συνδιαλλαγες του, την αισθηση που μας διαπερασε ενος ανεγγιχτου ανεμου, μιας αγνωρης προσπαθειας - μιας μαυρης χαιτης;
Τα ανθρωπινα οντα εκτιμουν την οικονομια. Γιατι; Ειτε επαινουμε μια μαθηματικο για την αποδειξη της, η εναν σχεδιαστη για την χρηση του της γραμμης, η εναν ποιητη επειδη μας παρεχει ψηγματα ομορφιας και αληθειας, η οικονομια ειναι μια τροπικοτητα διανοητικης, αισθητικης και ηθικης αξιας. Πως γινεται και αυτη η ιδεα μας καθησυχαζει; Το οτι η τροπικοτητα δεν προηγειται της εφευρεσης του νομισματος, ειναι συζητησιμο. Και σιγουρα σε εναν πολιτισμο τοσο ανευ ορων αφοσιωμενο στην απληστια οσο στον δικο μας, κανενας δεν αμφισβητει πλεον την σοφια της αποταμιευσης [save] χρηματων. Ομως το χρημα ειναι μονον μεσολαβητης για την απληστια μας. Τι σημαινει να [save] γλυτωνεις χρονο, η φασαριες, η να σωζεις τα προσχηματα, η να [save] κρατας την γλωσσα σου, η να αποθηκευεις [save] δερμα παπουτσιων; Οι βιογραφοι του Paul Celan διηγουνται πως οταν ο ποιητης ηταν τεσσαρων χρονων, ειχε την ιδεα να κανει τα δικα του παραμυθια. Τριγυριζε λεγοντας αυτες τις νεες διασκευες στον καθενα στο σπιτι μεχρι που ο πατερας του τον συμβουλεψε να το κοψει. "Αν θες ιστοριες, η Παλαια Διαθηκη ειναι γεματη απ' αυτες." Να κανεις νεες ιστοριες, σκεφτηκε ο πατερας του Celan, ειναι σπαταλη λεξεων. Αυτα τα συναισθηματα του πατερα δεν ειναι ασυνηθιστα. Ο δικος μου ο πατερας ειχε την ταση να κανει σκεπτικιστικα σχολια οταν με εβλεπε καμπουριασμενη στο τραπεζι της κουζινας να γεμιζω σελιδες με μικρα γραμματα. Ισως οι ποιητες ειναι αυτοι που σπαταλουν ο,τι οι πατεραδες τους θα φυλαγαν. Τι ακριβως μας χανεται οταν σπαταλιουνται λεξεις; Και που ειναι η ανθρωπινη αποθηκη στην οποια συγκεντρωνονται τετοια αγαθα;
Υπαρχει ενα ποιημα του Paul Celan που μοιαζει να νοιαζεται για την συγκεντρωση ορισμενων αγαθων σε μια αποθηκη την οποια αποκαλει "εσυ". Μεταξυ αυτων των αγαθων ειναι οι λυρικες παραδοσεις του ερωτα των ευγενων, του χριστιανικου μυστικισμου, του Mallarmé, του Hölderlin, για να μην πουμε και του ιδιου του Celan. Ο Celan επελεξε να αναλογιστει αυτες τις παραδοσεις μεσα απο τον εστιαστη μιας λαμπρης και δραστικης στιγμης απο το ειδυλλιο του Τριστανου και της Ιζολδης: την στιγμη του λαθους ιστιου.
MATIÈRE DE BRETAGNE
Γκι, κιτρινο, οι πλαγιες
πυορροουν προς τον ουρανο, το αγκαθι
φλερταρει την πληγη, κουδουνιζει κει
μεσα, ειναι βραδυ, το μηδεν
κυλα τις θαλασσες του προς την ευλαβεια,
το αιματινο ιστιο ερχεται κατα σενα.
Ξερο, εχοντας εξωκειλει
το κρεββατι ξοπισω σου, σε βουρλα χωμενη
η ωρα του, απο πανω,
με τ' αστρο, οι γαλακτερες
λιμνοθαλασσες φλυαρουνε στην λασπη, πετρινοι χουρμαδες,
απο κατω, σε δεματια, χασκει στην κυανοτητα, μια τουφα
παροδικοτητας, ομορφη,
χαιρετιζει την μνημη σου.
(Με ξερατε,
χερια; Πηγα
τον διχαλωτο δρομο που μου δειξατε, το στομα μου
εφτυσε το χαλικι του, πηγα, ο χρονος μου,
περιπλανωμενοι φυλακες, εριχνε τη σκια του - με ξερατε;)
Χερια, η πληγη που φλερταραν
τ' αγκαθια, κουδουνιζει,
χερια, το μηδεν, οι θαλασσες του,
χερια, γκι, το αιματινο ιστιο
ερχεται κατα σενα.
Εσυ
εσυ μαθαινεις
εσυ μαθαινεις τα χερια σου
εσυ μαθαινεις τα χερια σου εσυ μαθαινεις
εσυ μαθαινεις τα χερια σου
να κοιμουνται
Τι ειναι το "γκι"; Κιτρινα θαμνωδη λουλουδια. Σ' εναν αλλο ποιητη θα μπορουσαν να ειναι ομορφα, για τον Celan πυορροουν. Η διατυπωση τους ανακαλει τον πρωτο στιχο απο το ποιημα του Hölderlin “Hälfte des Lebens” ("Ημισυ της ζωης”): συγκρινετε τον ηχο Ginsterlicht, gelb, die Hänge και Mit gelben Birnen hänget. Ομως ενω τα κιτρινα αχλαδια του Hölderlin ειναι λουσμενα στην ομορφια, το γκι του Celan βγαζει πυο. Η αντιθεση υποδηλωνει μια διαθεση. Η διαθεση συνεχιζει ησυχα στις εικονες του Celan απο το αγκαθι και την πληγη, καθως συμβασεις του ερωτα χριστιανων και ευγενων συνδυαζονται προς την "ευλαβεια" (Andacht). Ομως αυτο που πλεει προς την ευλαβεια ειναι "το μηδεν" (das Nichts) και η διαθεση εκτρεπεται σε αρνητικη θεολογια. Οπως γνωριζει καθε αναγνωστης του Celan, αυτη η διαθεση ειναι η οικεια του. Παντως εδω εχει το νοημα να επικαλεστει εκεινον τον αλλο "ποιητη της μηδενικοτητας", οι στιχοι του οποιου βριθουν απο θαλασσες και πλευσεις, τον Mallarmé. Θυμηθειτε την δεκατη διπλη σελιδα του Un Coup de dés που ξεκινα με την λεξη RIEN ψηλα στην αριστερη πλευρα και ειναι ετσι τυπωμενη που οι υπολοιπες λεξεις κυλιουνται διασχιζοντας την σελιδα σε κυματα που τελειωνουν κατω δεξια στο "κυμα στο οποιο καθε πραγματικοτητα διαλυεται".
Τελικα η θαλασσα του Celan ειναι επισης θαλασσα ενος ειδυλλιου που φερνει την Ιζολδη και τον Τριστανο σ' ενα πλοιο που εχει ενα "αιματινο ιστιο".
Ολες αυτες οι ευγλωττες παραδοσεις προσαραζουν στην δευτερη στροφη που ειναι ξερη, κολλημενη στην γη, εχοντας καταλυσει σε βουρλα, χορταριασμενη, φλυαρη λασπη και η οποια δινει γεννηση στην τριτη στροφη: πεντε στιχοι κλεισμενοι σε παρενθεση. Η σκεψη του ποιητη σταματα πανω στον εαυτο της. Ο δρομος του ειναι διχαλωτος και η αρθρωση του χαλικι. Ο Celan κατασκευασε αυτους τους μεσαιους στιχους μεσα απο την ακινησια για να τονισει την κινηση του υπολοιπου. Θαλασσες και φαινομενα ρεουν και παλι στην τεταρτη στροφη και προχωρουν και κυλανε ξετυλιγοντας το τελος της σελιδας χωρις σταματημο. Το ποιημα ως συνολο, ανακεφαλαιωνοντας την πρωτη στροφη, εχει τον ρυθμο απο ενα αιματινο ιστιο που πλεει και προχωρα σε κυματα απο γκι σε γκι κατα σενα.
Το "εσυ" του Celan προσδιοριζεται δυσκολα, καθως το αιματινο ιστιο του ειναι δυσκολο χρωμα. Αν εννοει μια παραπομπη στον θρυλο του Τριστανου, το ιστιο θα επρεπε να ειναι ειτε ασπρο ειτε μαυρο. Ο Τριστανος ειχε κανονισει αυτο το σημαδι με τον πηδαλιουχο που θα εφερνε την Ιζολδη σ' αυτον μεσω θαλασσης: λευκο ιστιο για την Ιζολδη ευημερουσα, μαυρο ιστιο για την καταστροφη της. Οταν η ζηλοτυπη συζυγος του Τριστανου, του αναφερει οτι το ιστιο ειναι "πιο μαυρο κι απο μουρο" ο Τριστανος στρεφει το προσωπο του στον τοιχο και πεθαινει. Αιμα υπαρχει στην παλια γαλλικη διασκευη, ομως μονον ονειρικο αιμα· καθως ο Τριστανος κειται ετοιμοθανατος, η Ιζολδη εξω στην θαλασσα θυμαται να ονειρευτηκε οτι κρατουσε στην αγκαλια της το κεφαλι ενος αγριοχοιρου που την λεκιαζε παντου με το αιμα του κι εκανε το φορεμα της κοκκινο.
Βεβαια το αιμα θα μπορουσε να σημαινει απλως το μοιραιο. Ιστιο που σκοτωνει. Ομως ας δουμε το θεμα ιστορικα. Το παλιοτερο λογοτεχνικο μας παραδειγμα της αλληγοριας του λαθους ιστιου ερχεται απο τον αρχαιο ελληνα ποιητη Σιμωνιδη (556–467 π.Χ.). Ο Σιμωνιδης αναφερει το ιστιο και το αποκαλει κοκκινο: φοινίκεον. Οντως το αναφερει για να το αποκαλεσει κοκκινο περιφρονωντας μια υπαρχουσα παραδοση. Διοτι το λαθος ιστιο ηταν ηδη παλια ιστορια στα χρονια του Σιμωνιδη, μερος του μυθου του Θησεα, για τον οποιο υπηρχαν και αλλες διασκευες. Ο Σιμωνιδης δεν δισταζει να σπαταλησει λιγες λεξεις ακομα επανω στο θεμα. Το ποιημα που συνεθεσε δεν εχει σωθει, ομως εχουμε δυο αποσπασματικες παραθεσεις. Απο τον Πλουταρχο εχουμε νεα για το ιστιο:
Και απο εναν σχολιαστη εχουμε τα λογια του αγγελιοφορου που εστειλε ο Θησεας στον πατερα του την ημερα της επιστροφης του. Συμφωνα με τον θρυλο το πλοιο του Θησεα μπαινει στο λιμανι οταν αυτος αντιλαμβανεται οτι ξεχασε να σηκωσει το λευκο ιστιο. Ενας αγγελιοφορος στελνεται να μεταφερει στον πατερα την αληθινη ιστορια, ομως ο Αιγεας ηδη διαβασε το θανατερο ιστιο και δεχτηκε την εκδοχη του. Ριχνεται στην θαλασσα. Ο αγγελιοφορος αποτεινεται στο πτωμα του πατερα οταν λεει:
Θα σου ειχα δωσει κερδος μεγαλυτερο απο τη ζωη αν ειχα ερθει νωριτερα.
Ο αγγελιοφορος του Σιμωνιδη δηλωνει το θεμα του οσο το δυνατον πιο οικονομικα. Το ρημα του (ὄνασα, απο το ὀνίνημι "αποκομιζω κερδος") το παιρνει απο την σφαιρα της εμπορικης κερδοφοριας. Σημαντικοτερο, η δηλωση του παιρνει την μορφη μιας συνθηκης αντιθετης προς τα γεγονοτα. Γιατι πρεπει η οικονομια του λαθους ιστιου να ειναι αντιγεγονικη; Διοτι ειναι μια αδυνατη ιδεα οριζομενη απο το αρνητικο συμβαν που ηδη υφισταται. Δυο πραγματικοτητες στην τιμη της μιας. Βασικα κανενα κερδος δεν αλλαζει χερια - ομως η ιδεα του, που προστιθεται στον λογαριασμο αντιγεγονικα, πολλαπλασιαζει το παθος και την γνωση. Η σωτηρια του Αιγεα ταυτοχρονως προσαγεται και ακυρωνεται στο λιτο σχολιο του αγγελιοφορου. Θα μπορουσες να εχεις το ιστιο σου και ακομα να το πλαστογραφησεις, αν οι λεξεις ηταν αληθινες.
Λευκο, μαυρο, κοκκινο, μιλημα, ψεματα που λεγονται, ψεματα που ειπωθηκαν, ξεχασμενο, θανασιμο, εν τελει το λαθεμα του λαθος ιστιου ειναι μια πλουσια προταση. Το πως τετοιες προτασεις προεκτεινονται για να διαμορφωσουν το εσωτερικο ενος ποιηματος οπως το “Matiére de Bretagne” ειναι δυσκολο να ειπωθει. Ο Celan συνδυαζει το τοπικο υλικο της Βρετανης απο παραδοσεις ευγενων και αρχαιας πλευσης με το τοπικο υλικο της Βρετανης απο χαλικια, ωρες, κρεβατια και προσωπικες αντωνυμιες που περιπτυσσονται το ενα πανω στο αλλο σαν χερια. Μεταγραφει εναν κυκλο μεγαλης λυρικης ομορφιας, φωτισμενο απο γκι, γυρω απο μηδενικοτητα. Das Nichts απανταται δυο φορες, ομως αυτη η λεξη δεν σταματα το ποιημα και δεν μαγαριζει το φως. Εναι απλα μερος της matière του ποιητη. Με τον ιδιο επισης τροπο ο Σιμωνιδης κατασκευαζει την αληθεια για το λαθος ιστιο αρνητικα. "Οχι λευκο αλλα κοκκινο", επιμενει και κατοπιν προχωρει σε θεματα του τοπικου χρωματος: "βαμμενο με το βρεγμενο ανθος της ανθοφορουσας παραποταμιας βαλανιδιας." Η κοκκιναδα του κοκκινου ιστιου του χρωματιζει βαθια το γεγονος με το στερεωτικο του αντιγεγονικου. Πιο κοκκινο απ' το κοκκινο, πιο κοκκινο απο το αιμα ενος αγριοχοιρου σ' ενα ονειρο, ειναι το φοινίκεον που κειται επανω στο λευκο μηδεν.
Η αρνηση συνδεει τις νοοτροπιες του Σιμωνιδη και του Celan. Λεξεις για "οχι," "δεν," "ποτε," "πουθενα," "κανεις," "τιποτα" κυριαρχουν στα ποιηματα τους και δημιουργουν αβυσσαλεους τοπους για αναγνωση. Οχι λευκο αλλα κοκκινο. Δεν ηταν ο Αριστοτελης που ειπε "Ενα λαθος εμπλουτιζει την απλως αληθεια αφ' ης στιγμης το δεις ως αυτο τουτο." Τοσο ο Σιμωνιδης οσο και ο Celan ειναι ποιητες που το βλεπουν ως αυτο τουτο. Και ζητουν απο μας να το δουμε ως αυτο τουτο. Εμας στο φως του γκι.
Αυτος ειναι ο λογος που το συνολο του ποιηματος του Celan, μας συγκεντρωνει σε μια κινηση - προς εσενα - που πλεει μεχρι το τελος. Ομως εσυ, την ωρα που σε φτανουμε, διπλωνεσαι περα σ' ενα μερος οπου δεν μπορουμε να παμε: υπνος. Κενα διαστηματα αντι για λεξεις γεμιζουν τους στιχους τριγυρω σου σαν να υπονοουσαν την βαθμιαια σου αποσυρση κατω και περα απ' οσο φτανουν τα χερια μας. Τι θα μας διδασκαν τα χερια σου αν δεν ειχες χαθει; Να στεκουμε σ' αυτο το οριο με την λευκοτητα εξαντλει την δυναμη μας της προσοχης και μας καθιστα ενημερους για μια κριση εντος σου. Ταξιδευουμε προς την κριση σου, φτανουμε, και παλι δεν μπορουμε να την εννοησουμε - το φοβερο ειναι τελικα (και πλεον οικονομικα!) πως ειμαστε το λαθος ιστιο για αυτο που περιμενεις.
Ας μελετησουμε την σιμωνιδεια εικονολογια σε μια αλλη ζωγραφια με περισσοτερα χρωματα, το περιφημο αποσπασμα της Δαναης. Το ποιημα λεει την ιστορια της Δαναης και του γιου της Περσεα, βρεφους, που εχουν βρεθει στην θαλασσα λογω μιας δυσοιωνης προφητειας:
... Οταν στο ζωγραφιστο κουτι—
ο ανεμος να την χτυπα καταπροσωπο,
τα κυματα να θεριευουν,
ο φοβος να την εχει τσακισει,
στο προσωπο της να τρεχουν νερα,
εβαλε το χερι της γυρω απο τον Περσεα και ειπε,
“Ω παιδι, τι βασανα εχω!
Κι ομως εσυ κοιμασαι τοσο ησυχα,
βαθια σε βρεφικα ονειρα
σ' αυτο το κρυο κουτι απο ξυλο,
τριγυρω κλειστο με καρφια, αστραπες μεσα στη νυχτα,
στην κυανη μαυριλα ξαπλωνεις
τεντωμενο.
Κυματα σηκωνονται πυργοι πανω απ' το κεφαλι σου,
νερο κυλα απο διπλα σου— δεν δινεις καμια προσοχη,
δεν ακους το σκουξιμο του ανεμου,
απλα ξαπλωνεις ησυχα στην λαμπερη σου κουβερτα, ομορφο προσωπο.
Μα αν για σενα το δεινο ηταν δεινο,
θα ετεινες το μικρο σου αυτι
σ' ο,τι λεω.
Αχ τωρα, μικρο μου, σου λεω να κοιμηθεις.
Ας κοιμηθει η θαλασσα, ας κοιμηθει το αμετρο κακο.
Και προσευχομαι να φανερωθει καποια διαφορα
πατερα Δια, απο εσενα!
Και παλι αν η προσευχη μου ειναι θρασεια
η εξω απο το δικαιο,
σου ζηταω συγνωμη.”
Σ' ολο το ποιημα η Δαναη ειναι ξυπνητη, τρομοκρατημενη και ομιλητικη· το μωρο κοιμαται ησυχα, γαληνια. Ο Σιμωνιδης επελεξε να δομησει το ποιημα ως ευθυγραμμιση δυο συνειδησεων: η μια τους ειναι παρουσα, ενεργη και προσβασιμη σ' εμας, η αλλη εχει εξαφανιστει στα ενδοτερα. Η μια τους εχει επιγνωση της πραγματικοτητας που βλεπουμε να εκτεινεται τριγυρω της, η αλλη ειναι επιλησμων εκεινης της πραγματικοτητας και προφανως δινοντας προσοχη σε κατι πολυ διαφορετικο πισω απο τα κλειστα της ματια.
Η διαφορα αναμεσα στις δυο πνευματικες καταστασεις τους ειναι το κυριο θεμα του λογου της Δαναης που αποτεινεται στο μωρο (στ. 7–21) καθως η θαλασσα φουσκωνει τριγυρω τους. Τοποθετημενη ακριβως στο κεντρο των λογων και των συναισθηματων της ειναι μια παραδοξη φραση (vv. 18–20) που λειτουργει σαν σημειο εκμηδενισης για αυτες τις δυο προοπτικες της πραγματικοτητας:
Μα αν για σενα το δεινο ηταν δεινο,
θα ετεινες το μικρο σου αυτι
σ' ο,τι λεω.
Στην τελεια συμμετρια της, η προταση (εἰ δέ τοι δεινὸν τὸ γε δεινὸν ἦν) ειναι μια εικονα της γνωστικης παραφωνιας που επικρατει αναμεσα στις δυο πνευματικες καταστασεις. Ο κοσμος της Δαναης και ο κοσμος του Περσεα τιθενται παραπλευρα ως δυο διαφορετικες αντιληψεις της ιδιας φυσικης καταστασης, δυο ασυμφωνοι ορισμοι της ιδιας λεξης, τὸ δεινὸν. Ειναι παραξενο να σκεφτεσαι πως μια τετοια αποκλιση ειναι δυνατη. Που παει το μυαλο του μωρου οταν εχει χαθει στον υπνο; Αν κρινουμε απο το ξεγνοιαστο φερσιμο του, εχει παει καπου πιο ευχαριστα απο την αγρια θαλασσα οπου η μητερα του χτυπιεται και τινιεται. Ισως, οπως λεει ο Ηρακλειτος, "η αφανης αρμονια ειναι καλυτερη απο την φανερη", ομως δεν το ξερουμε. Αυτο που ξερουμε, εχοντας καρφωσει το βλεμμα σ' αυτον τον πινακα, ειναι οτι η πνευματικη κατασταση του Περσεα ειναι κατι τοσο πραγματικο οσο η πνευματικη κατασταση της μητερας του, αν και διαφορετικη και απροσιτη. Καμια συνειδηση δεν αναιρει και δεν αντικαθιστα την αλλη: αλληλεξαρτωνται. Ειναι η μια για την αλλη αθεατη. Με λογια του Ηρακλειτου, “Οι κοιμισμενοι ειναι εργατες και συνεργοι για ο,τι συμβαινει στον κοσμο."
Το νοημα του ποιηματος του Σιμωνιδη ειναι κατι που συμβαινει μεταξυ των δυο κοσμων της εγρηγορσης και του υπνου. Στον στ. 21–22 η Δαναη επαναλαμβανει το ιδιο ρημα τρεις φορες: "μικρο μου, σου λεω να κοιμηθεις, ας κοιμηθει η θαλασσα, ας κοιμηθει το αμετρο κακο." (στ. 22). Ο επομενος στιχος ειναι μια προσευχη (μεταβουλία δέ τις φανείη, "Και προσευχομαι να φανερωθει καποια διαφορα, 23) και μεσα απο την προσευχη κανει εισοδο ο πατερας Διας (“πατερα Δια, απο εσενα” 24). Οταν η Δαναη κανει την μετατροπια απο το δευτερο προσωπο προστακτικης εὗδε (“κοιμησου, μικρο μου”) στον στ. 21 στο τριτο προσωπο προστακτικης εὑδέτω (“ας κοιμηθει η θαλασσα”) στον στ. 22, κινειται απο ενα κυριολεκτικο σχημα της γλωσσας σε ενα εικονικο και εξορκιζει την διαφοροποιο δυναμη του Θεου. Η ποιητικη γλωσσα εχει αυτην την ικανοτητα να ξεσκεπαζει εναν κοσμο της μεταφορας που βρισκεται μεσα σ' ολη την συνηθισμενη μας ομιλια σαν ενα πνευμα που κοιμαται. “αν για σενα το δεινο ηταν δεινο,” λεει η Δαναη στο παιδι της που κοιμαται, “θα ακουγες τι λεω.” Ομως το παιδι δεν ακουει και ενα διαφορετικο ειδος υπνου πρεπει να φαντασιωθει η ξυπνια μητερα. “Αν σ' εσας το αθεατο ηταν ορατο,” λεει ο Σιμωνιδης στο ακροατηριο του, “θα μπορουσατε να δειτε τον Θεο.” Ομως τον Θεο δεν τον βλεπουμε, και ενα διαφορετικο ειδος ορατοτητας πρεπει να δημιουργηθει απο τον προσεκτικο ποιητη. Η μεταφορικη δραστηριοτητα του ποιητη τον θετει σε μια παραδοξη σχεση με τον κοσμο των αλλων ανθρωπων και την συνηθισμενη ομιλια. Δεν επιζητει να ανασκευασει, η να αντικαταστησει εκεινον τον κοσμο αλλα απλα να επισημανει τα κενα του θετοντας παραπλευρα στον κοσμο των πραγματων που βλεπουμε μια αποκοσμη προταση για πραγματα αθεατα, ομως διολου λιγοτερο πραγματικα. Χωρις την ποιηση αυτοι οι δυο κοσμοι θα εμεναν ο ενας για τον αλλο ασυνειδοι. Οπως λεει ο Ηρακλειτος, “Οσα βλεπουμε ξυπνητοι ειναι θανατος, οσα βλεπουμε κοιμισμενοι ειναι υπνος.” Στο σημειο εκμηδενισης της μεταφορας ισως συλλαβουμε μια αναλαμπη της διαφοροποιησης τους.
Το να θεματοποιησει την σχεση αναμεσα στους κοσμους της εγρηγορσης και του υπνου ηταν μια ποιητικη στρατηγικη που συνεβη στον Σιμωνιδη περισσοτερες απο μια φορες, και τον γοητευε ακομα και εξω απο την ποιητικη πρακτικη. Ο Ξενοφων καταγραφει εναν διαλογο αναμεσα στον Σιμωνιδη και τον Ιερωνα, τυραννο τως Συρακουσων, οπου αναλυουν ποικιλες διαβαθμισεις της απολαυσης και της αντιληψης σε καταστασεις του υπνου και σε καταστασεις μη υπνου. Καπως πιο αποκρυφο ειναι ενα εδαφιο απο το ελεγειακο corpus του Θεογνι οπου ο Σιμωνιδης νουθετειται:
Σιμωνιδη μην ξυπνας καποιον που κοιμαται,
καποιον που τον κυριευει ο γλυκος υπνος οταν εχει μεθυσει με κρασι,
ουτε να βαζεις τον ξυπνητο να παει για υπνο εναντια στην θεληση του.
Η ερμηνεια αυτων των στιχων του Θεογνι παραμενει αμφισβητουμενη και κανεις εχει τον πειρασμο να παρατησει το εδαφιο ως συμποτικο κλισε, ομως ισως εδω να εχει περισσοτερα απ' οσα πιανουν τα ματια. Θα μπορουσαμε και παλι να συγκρινουμε την σκεψη του Σιμωνιδη με ηρακλειτεια χρηση, οπου η εγρηγορση ειναι μεταφορα για την επιστημικη αποσταση του φιλοσοφου απο εναν κοσμο υπνοβατων. Αυτοι οι κοιμισμενοι ειναι οι ανθρωποι γενικα, οι οποιοι αποτυγχανουν να βγαλουν νοημα απο την εμπειρια τους και ζουν σε ασυμφωνια με την ζωη τους, χαμενοι σε ο,τι ο Ηρακλειτος αποκαλει "σκεψη ιδιωτειας" (ἲδια φρόνησις). Η σκεψη της ιδιωτειας ειναι το ζητημα του οτι η ορατη επιφανεια των πραγματων, ο κοσμος του φαινομενου και του φαινομενικου εκλαμβανεται λανθασμενα ως ο αληθινος, βαθυτερος, αφανης λόγος, τον οποιο ο Ηρακλειτος αποκαλει “αφανης αρμονια.” Στον Σιμωνιδη επισης σημειωσαμε εναν συντονισμο με την αθεατη αρμονια των πραγματων. Τα ποιηματα του ειναι ζωγραφιες ενος αντικοσμου που βρισκεται πισω απο τα δεδομενα και μεσα στα αντιληπτα φαινομενα. Υπαρχει ενα εκπληκτικο αποσπασμα στο οποιο ο Σιμωνιδης ομολογει την δεσμευση του σ' αυτο:
τὸ δοκεῖν καὶ τὰν ἀλάθειαν βιᾶται.
που σημαινει κατι σαν,
Το φαινομενικο βιαζει ακομα και την αληθεια.
Η, θα μπορουσαμε να το μεταφρασουμε υπερβολικα:
Βασικα ειναι επανω στον κοσμο των πραγματων που χρειαζεται να ξεσκεπαστουν, οπου ο κοσμος των απλως ορατων πραγματων ασκει την πιεση του.
Ενα αρνητικο ειναι ρηματικο συμβαν. Δεν υπαρχουν, μας διαβεβαιωνουν οι φιλοσοφοι, αρνητικα στην φυση, οπου καθε κατασταση ειναι θετικα αυτο που ειναι. Το αρνητικο ειναι ενα ιδιαιτερο γλωσσικο μεσο, η δυναμη του οποιου εγκειται στον χρηστη των λεξεων. Ομως η ρηματοποιηση απο μονη της δεν ειναι αρκετη για να ενεργοποιησει το αρνητικο. Η αρνηση εξαρταται απο μια πραξη του φαντασιωνοντος νου. Για να πω "Ο καπνος της φλεγομενης Τεγεας δεν υψωθηκε στον καθαρο αερα" φερνω στον νου μου μαζι δυο κομματια δεδομενων, το ενα απο τα οποια ειναι παρον και επικαιρο (η ιδια η Τεγεα αντιληπτη εμπρος μου), το αλλο απο τα οποια ειναι απον και φανταστικο (η Τεγεα οπως θα ηταν αν καιγονταν). Βαζω αυτα τα δυο δεδομενα μαζι και λεω "Αυτο δεν ειναι εκεινο". Η αρνηση απαιτει αυτην την συμπαιγνια του παροντος και του αποντος στην σκηνη της φαντασιας. Το ενα λογαριαζεται απεναντι στο αλλο και βρισκεται να ειναι ασυμβατο· το ασυμβατο δεδομενο εκμηδενιζεται απο μια λεξη που σημαινει "οχι". Το ενδιαφερον θεμα σχετικα με το αρνητικο ειναι οτι θετει μια πληρεστερη εικονα της πραγματικοτητας απο ο,τι μια θετικη προταση. Ετσι για ενα ατομο που μιλαει αρνητικα μπορουμε να πουμε οτι διαθετει και παρουσιαζει μια πληρεστερη οψη των πραγματων απο ενα που κανει θετικους ισχυρισμους. Και καποιος που αγοραζει ενα ποιημα απο εναν ποιητη που χρησιμοποιει τρεις φορες περισσοτερα αρνητικα απο καθε αλλον, μπορουμε να πουμε οτι παιρνει καλη αξια για τα λεφτα του.
Τωρα ο αρχαιος ποιητης ειναι εξ ορισμου καποιος που κατεχει μια πληρεστερη εικονα της πραγματικοτητας απο αλλους ανθρωπους. Συμφωνα με μια σεβαστη ελληνικη παραδοση ο ποιητης ειναι σοφός, και η αποστολη του ειναι να βλεπει και να διδασκει μια οψη της ζωης απο την οποια η μερικοτητα της συνηθισμενης μας εμπειριας, μας αποκλειει. Ομως ο Σιμωνιδης εζησε στα ορια μιας εποχης οπου θα ασκουνταν στην ποιηση νεες και βαριες πιεσεις να δικαιωσει την αξιωση της για μια ιδιαιτερη σοφια. Ο Σιμωνιδης ηταν ενας προδρομος αυτου που αποκαλειται ελληνικος "διαφωτισμος", εκεινη την εντονη περιοδο της διανοητικοποιησης του πεμπτου αιωνα οπου οι σοφιστες εκτοξευσαν την κριτικη τους στην ποιητικη σοφια και βαλθηκαν να επινοησουν μια επιστημη της διαλεκτικης που θα αντικαθιστουσε την ποιητικη διδαχη. Ο Σιμωνιδης φαινεται πως προεβλεψε την σοφιστικη κριτικη και συμπεριελαβε την επιστημη της.
Ουσιαστικα ηταν μια επιστημη της μετρησης, με την διασημη συνοψη του Πρωταγορα στις λεξεις "Ο ανθρωπος ειναι το μετρο ολων των πραγματων - τοσο των πραγματων που ειναι, οσο και των πραγματων που δεν ειναι." Αλλοι διανοητες του πεμπτου αιωνα θα ενδιαφερονταν για την μετρηση γεωμετρικων γωνιων, διαστηματων της μουσικης, αποστασεων αναμεσα στα αστρα. Ο Σιμωνιδης τα προεβλεψε ολα τοποθετωντας την μετρηση του μεσα στον νου και στην μεθοδο της ποιητικης σοφίας. Κι ενω ο Πρωταγορας περηφανευονταν για μια τεχνικη ικανοτητα να επιχειρηματολογει και για τις δυο πλευρες και δημοσιευσε δυο συγγραματα Αντιθετικων Επιχειρηματων (Ἀντιλογικά), ο Σιμωνιδης κατασκευασε ποιηματα στο σχημα των αντιλογικων, ζωγραφιζοντας μια εικονα των πραγματων που κινειται περιεκτικα πανω απο το αρνητικο και το θετικο, οριζοντας τα πραγματα που ειναι με το να αποκλειει τα πραγματα που δεν ειναι, επικαλουμενος το απον για το μετρησει ως προς το παρον. Η τεχνικη θα εντυπωσιαζε καθε σοφιστη, ομως ο σκοπος του ποιητη δεν ειναι τεχνικος, ουτε η μετρηση του ειναι σοφιστικη. Ειναι τροπος γνωσης που ισως περιγραφεται καλυτερα με ορους δανεισμενους απο την φιλοσοφια. Ηταν ο φιλοσοφος του πεμπτου αιωνα Παρμενιδης που ειπε σ' αυτον που αναζητουσε την αληθεια "Πρεπει να κοιτας απαρεγκλιτα ο,τι ειναι απον σαν να ηταν παρον με τα μεσα του νου σου." Ηταν ο φιλοσοφος του εικοστου αιωνα Bergson που χαρακτηρισε την φιλοσοφικη θεωρηση οτι "κανει χρηση του κενου για να εννοησει το πληρες." Οταν ο Σιμωνιδης απεικονιζει τον κοσμο σε σχεσεις αρνησης και απουσιας, ασκει την παραδοσιακη ποιητικη σοφία με εναν τροπο που τον θετει παραμερα. Για εναν νοητη οπως ο Πρωταγορας ο ανθρωπος ειναι το κριτηριο για ο,τι υπαρχει· ο λόγος του θεωρει την πραγματικοτητα ενα τιποτα. Ο σιμωνιδειος λόγος λεει "οχι" σ' εκεινο το "τιποτα".
Ισως το πιο καθαρο παραδειγμα οπου ο Σιμωνιδης κανει χρηση του κενου για να θεωρησει το πληρες ειναι το ποιηματακι του για τον χρονο:
Οντας ανθρωπος ποτε δεν θα μπορεσεις να πεις τι θα συμβει αυριο
ουτε, βλεποντας εναν αντρα να ακμαζει, για ποσο αυτο θα κρατησει.
Καθοτι γοργη - ουτε καν σαν μακροπτερυγας μυγας
ετσι! η αλλαγη.
Ειναι ενα ποιημα τοσο μικρουλικο που καταφερνει να χαθει οσο το διαβαζεις, οχι μονο στο παρελθον αλλα στην ανυπαρξια. Στο τελος βρισκεσαι να χαζευεις ενα συμβαν που δεν ελαβε χωρα. Οι πρωτοι τρεις στιχοι ετοιμαζουν αυτο το σημειο εκμηδενισης μεσω μιας σειρας συσταλτικων κινησεων. Καθως προχωρας απο τον στιχο 1 στον στιχο 4, καθε αραδα ειναι συντομοτερη απο την προηγουμενη της. Οι μοναδες της συνταξης προοδευτικα απλοποιουνται. Οι μετρικες μοναδες συρρικνωνονται, απο χοριαμβικα μετρα με δακτυλικη εκταση στον στιχο 1, σε μονο χοριαμβικα μετρα στον στιχο 2, σε δακτυλους στον στιχο 3 και τελικα, στον στιχο 4, σ' ενα ακαθοριστο μετρικο σχημα, ουτε ακριβως χοριαμβο ουτε ακριβως δακτυλο. Οι μοναδες της σκεψης μειωνονται δραματικα, απο το καθολικο ἄνθρωπος του στιχου 1, σ' εναν ατομικο ἄνδρα ὄλβιον (“ακμαζοντα αντρα”) στον στιχο 2, που φθινει σε μυγα στον στιχο 3, που χανεται στον στιχο 4. Και ο ιδιος ο χρονος συρρικνωνεται αποτομα απο το μή ποτε … ἄυριον (ποτε … αυριο) στον στιχο 1, σε μια ιδιαιτερη μετρηση του ὅσσον χρόνον στον στιχο 2, ο οποιος συστελλεται σε εναν απλο προσδιορισμο της γοργοτητας (ὠκεῖα) στον στιχο 3, και ακομη κι αυτο χανεται στον στιχο 4 μεσα σε μια μετάστασις (αλλαγη). Η μετασταση ειναι ο τοπος που καταληγεις, ομως, καθως φτανεις εκει, η αλλαγη στην οποια η λεξη αναφερεται δεν ειναι μονον αναδρομικη, ειναι αναδρομικα αρνημενη. Καθως κοιτας πισω, απο την μετάστασις στο αρνητικο επιρρημα οὐδὲ ("ουτε καν") να διαφαινεται απο πανω της, αναγνωριζεις οτι η μυγα σ' αυτο το ποιημα οχι μονον κουνησε τα φτερα της, εχει πεταξει κατευθειαν εξω απο την συζητηση, υποβιβασμενη στην κατηγορια ενος αρνητικου ηθικου διδαγματος. Οπως ο ιδιος ο χρονος, η μυγα ειναι παρουσα μονον ως απουσια.
Ο ελεγχος του χρονου απο τον ποιητη ειναι μια δυναμη περιβεβλημενη απο αρνητικοτητα. Αφοτου ανακαλυψαμε τον χρονο, και το καναμε αυτο, μπορουμε να δραπετευσουμε απ' αυτον μονον αρνουμενοι να γνωριζουμε τι ωρα ειναι. Ενα πρωιμο εργο του Cezanne με τον τιτλο Το Μαυρο Ρολοϊ ειναι μια ζωγραφια ενος ρολογιου με δισκο, ομως χωρις δεικτες, μια εικονα του αχρονου.
Ενα ρολοϊ χωρις δεικτες δεν δηλωνει μια ορισμενη ωρα και συγχρονως δηλωνει ολες τις δυνατες ωρες. Ενα ρολοϊ χωρις δεικτες ειναι μια δυνατη εικονα της οπτικης που αποκτα ο ποιητης καθως ο λόγος του εκτεινεται εμπρος και πισω στον χρονο κι εμεις οι υπολοιποι στεκουμε, εγκατεστημενοι σε μια μερικη οψη της πραγματικοτητας, με τα ματια καρφωμενα στην στιγμη την οποια αποκαλουμε "το παρον". Στο μεταξυ δεν θα 'πρεπε να παραβλεψουμε το γεγονος οτι η προσοψη του ρολογιου στην οποια ο Cezanne συλλαμβανει το αχρονο ειναι μαυρη: μια πραξη ζωγραφικης αρνησης.
Να αρνεισαι να γνωριζεις τι ωρα ειναι, ειναι μια σχεδον θεοειδης εκφραση. Ο νους που μπορει να αρνηθει τον χρονο, μπορει να πει "Οχι" στην θνητοτητα, οπως ο Σιμωνιδης το εκανε επανειλημμενα και περιφημα σ' ολη την διαρκεια της καρριερας του, γιατι ηταν ο πιο γονιμος συνθετης επιταφιων στην ελληνικη παραδοση και ευρεως διασημος για τα επικηδεια ασματα του. Ειναι ενα ωραιο παζλ, κατα ποσον η εντυπωσιακη αρνητικοτητα αυτου του ποιητη ειναι το αιτιο η το αποτελεσμα του γεγονοτος οτι περασε τοσο πολυν απο τον χρονο του συντροφια με τον Μεγα Αντιρρησια. Σιγουρα ο θανατος παρεχει στους περισσοτερους απο μας την στοιχειωδη εμπειρια της απουσας παρουσιας, και ενας επιταφιος θα μπορουσε να εννοηθει ως ενα σημειο εκμηδενισης - η ενα ειδος συγκεκριμενου διπλου αρνητικου - οπου η απουσια της ζωης εξαφανιζεται μεσα στην παρουσια του θανατου και εκμηδενιζεται. Σιγουρα η δυναμη του ποιητη να αρνειται την αρνητικη πραξη του θανατου προερχεται απο την ιδιαιτερη θεαση του της πραγματικοτητας, μια θεαση που βλεπει τον θανατο παντου και βρισκει ζωη μεσα του, μια θεαση που αντιλαμβανεται την παρουσια ως απουσια και βρισκει εναν τροπο να γυριζει την σχεση αναποδα. Σιγουρα αυτο το παραδοξο της απουσας παρουσιας, που διαμορφωνεται ως πραξη αρνησης, ειναι το σχημα το ενδομημενο στις ιδεες και στην συνταξη και στην ποιητικη τεχνικη του Σιμωνιδη, και σε πολλες ιστοριες που λεει στους στιχους του. Παραδοξως διαμορφωνει επισης τις ιστοριες που λεγονται για τον Σιμωνιδη.
Τι κανει εναν ποιητη, η συγκυρια, η η προσοχη; Ισως και τα δυο. Επιτρεψτε μου να ανακαλεσω λιγα απο τα αρχαια ανεκδοτα που βαζουν τον Σιμωνιδη σε καταστασεις στερησης, απορριψης, η απωλειας. Ειδαμε ηδη τον Σιμωνιδη να καθεται στο τραπεζι του Ιερωνα, περιμενοντας υπομονετικα καθως ο ψητος λαγος περνα γυρω απο το τραπεζι σ' ολους τους καλεσμενους εκτος απ' αυτον· τον παρατηρησαμε να παρατηρει τους οινοχοους να αναμειγνυουν χιονι με το κρασι του καθενα εκτος απο το δικο του· τον ακουσαμε να λεει οτι στο σπιτι του ειχε δυο κουτια για να αποθηκευει την χάρις, την φυσικη και την μεταφυσικη χαρη, και οτι ενα κουτι ηταν παντα αδειο. Σημειωσαμε την τσιγγουνια του προστατη του Σκοπα που ανακαλεσε την μιση απο την υποσχεθεισα ποιητικη αμοιβη του Σιμωνιδη· προσεξαμε το δαιμονικο επακολουθο, την εξαλειψη του Σκοπα και ολης της κουστωδιας του κατω απο μια γκρεμισμενη οροφη. Αυτες οι ιστοριες μπορουν να διαβαστουν ως παραδειγματα αυτου που ο Marx αποκαλεσε την πληρως αντιφατικη φυση της εμπορικης συναλλαγης. Σιγουρα τα χρηματα ηταν η κυρια συγκυρια της ζωης του Σιμωνιδη. Και η προσηλωση του σ' αυτα οξυνει τα περιγραμματα των ανεκδοτων μιας πολυ πειστικης ποιητικης αποξενωσης. Αν θεωρησουμε τον Σιμωνιδη ως καποιον αρκετα εξυπνο ωστε να βλεπει και με τους δυο τροπους στον δρομο που οδηγησε απο τα δωρα στο χρημα, δεν ειναι περιεργο το οτι σκεφτηκε να ευθυγραμμισει τα περιγραμματα της δικης του ποιητικης μορφης με μια θεαματικη διαμαχη για τις αξιες, η οποια ποτε δεν μπορει να φυγει ολοτελα απο την ποιητικη παραγωγη. Να κανεις νεες ιστοριες ειναι σπαταλη λεξεων, σκεφτονταν ο πατερας του Celan. Πως θα ειχε δει αυτος ο πατερας τον Σιμωνιδη, ο οποιος οχι μονον περασε την ζωη του κανοντας ιστοριες, αλλα πιθανολογειται οτι προσεθεσε μια τριτη νοτα στην λυρα και εφηυρε τεσσερα νεα γραμματα για το ελληνικο αλφαβητο;
Σπαταλησε λεξεις ο Σιμωνιδης; Ναι! κατα την γνωμη του Σκοπα, που εκοψε στο μισο την αμοιβη του ποιητη για τον λογο οτι το μισο ποιημα του ηταν ασχετο. Αυτη η ιστορια, οπως την αφηγουνται ο Κικερων και αλλοι, δινει μια εντυπωσιακα σαφη αλληγορια για την σχεση του ποιητη με το προβλημα της αξιας. Απο τον Marx και εκτοτε ειναι αξιωμα της οικονομικης θεωριας οτι ενας παραγωγος, μονο επιχειρωντας να πουλησει το προϊον του στην αγορα, μπορει να ανακαλυψει την αντικειμενικη του αξια. Ο Marx περιγραφει εναν υφαντουργο που κανει χειροποιητα υφαντα και δουλευει δεκα ωρες, ομως (οπως ο Σιμωνιδης) βλεπει οτι στην αγορα βρισκει να αξιζει η δουλεια του μονο το μισο απ' αυτο. Δεκα ωρες ζωης γινονται πεντε ωρες πληρωμης. Το εκπληκτικο στην αναλυση του θεματος απο τον Marx ειναι αυτη η ενοραση: οτι το να αξιολογησεις ενα εργο ειναι να κοστολογησεις ενα θνητο διαστημα. Οταν τα εμπορευματα μας παρουσιαζονται για αξιολογηση και συναλλαγη, επιμενει ο Marx, αυτο που μετραμε πραγματικα ειναι ο χρονος.
Τωρα στο ανεκδοτο για τον Σιμωνιδη ο παραγοντας χρονος ειναι παρων εξαρχης στα προσωπα των Διοσκουρων - εκεινων των θεοτητων που μοιραζονται μεταξυ τους την αθανασια απο μισο για να αποφυγουν μια θνητη τιμη - και στο τελος θριαμβευει με το κατορθωμα της μνημης με το οποιο ο Σιμωνιδης σωζει τον Σκοπα και τους καλεσμενους του απο την ληθη. Για μεγαλο διαστημα με μπερδευε μια φραση στις μαρτυριες για τον Σιμωνιδη που μας λεει:
Ο Σιμωνιδης μας προτρεπει να παιζουμε με την ζωη και να παιρνουμε 100% στα σοβαρα το μηδεν.
Τωρα αρχιζω να βλεπω το τι θα μπορουσε να σημαινει αυτη η φραση. Να παιρνεις 100% στα σοβαρα το μηδεν, την απουσια, το κενο που ειναι πληροτητα, ειναι η μοιρα και η αποστολη του ποιητη. Ο ποιητης ειναι καποιος που συντρωει στο ιδιο τραπεζι με αλλους. Ομως σε μια ορισμενη στιγμη αισθανεται μια ελλειψη. Προκαλειται απο την αισθηση μιας απουσιας σ' αυτο που αλλοι θεωρουν πληρες και ικανοποιητικο παρον. Η αντιδραση του σ' αυτην την ασυμφωνια ειναι μια πραξη ποιητικης δημιουργιας· προχωρει με τα μεσα της ποιητικης του σοφίας για να καταστησει παρον στον νου αυτο που λειπει απο το επικαιρο. Θα μπορουσατε να το δειτε ως υπερβατικο παραδειγμα αυτου που ο Marx αποκαλει "προστιθεμενη αξια", οταν ενας ποιητης αποφασιζει να διπλασιασει το αρνητικο του θανατου και να πει "Οχι" στην ληθη. Η, θα μπορουσατε να το αποκαλεσετε σπαταλη λεξεων.
Στον Paul Celan παιδι αρεσε να ζωγραφιζει αναμμενα κερια. Τον απορροφουσε εντονα να συλλαμβανει με πενα και μελανη τις διαδοχικες φασεις φλογας και εξαλειψης. "Δεν μου αρεζε, μου αρεζε το καψιμο του και, ξερεις, απο τοτε δεν αγαπησα τιποτα," λεει ο πρωταγωνιστης του Klein κατα το τελος της Συνομιλιας στα Βουνα. Το να εισαι μαρτυρας της θνητης φλογας να καιει και να κατακαιει, ειναι δουλεια ενος ποιητη. Ο Celan αναφερεται σ' αυτην την δουλεια σ' ενα ποιημα γραμμενο στα γενεθλια του το 1967 ως:
Σταθμοι αναγνωσης στην υστερη λεξη,
σημεια απο φλογες συντηρησης
στον ουρανο…
Ποιον συντηρουν τα "σημεια απο φλογες συντηρησης (Sparflammenpunkte); Ισως τον εαυτο τους. Το γερμανικο ρημα sparen σημαινει "να εισαι φειδωλος". Και το Lesestationen im Spätwort παιζει με τον ορο Spätlese, μια "υστερη συλλογη" ωριμων σταφυλιων. Σιγουρα ο Celan ηξερε καλυτερα απο τον καθενα πως να το κανει με την συλλογη λεξεων. Παντως στο τελος απελπιστηκε με το εργο. Την ημερα που εβαλε τελος στην ζωη του με πνιγμο (20 Απριλιου 1970), αφησε ανοιχτη στο γραφειο του μια βιογραφια του Hölderlin με ενα μερος της φρασης υπογραμμισμενο:
Καποιες φορες αυτο το πνευμα σκοτεινιαζει και βυθιζεται στο πηγαδι της καρδιας.
Σε ενα ποιημα που εγραψε καποιες εβδομαδες νωριτερα, φαινεται να περιγραφει το δικο του το βυθισμα:
ΟΙ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΕΣ κατευθυνθηκαν
στο προσωπο του και
παραπερα,
αργα μια πυρκαγια κατεσβησε
καθε λαμπαδιασμενο πραγμα. ...
Δεν μπορουμε να αφομοιωσουμε αυτην την απελπισια, αλλα μπορουμε να την μελετησουμε. Διοτι η απελπισια ενος ποιητη δεν ειναι απλα προσωπικη· απελπιζεται για την λεξη που υποδηλωνει ολες μας τις ελπιδες. Καθε φορα που ενας ποιητης γραφει ενα ποιημα, κανει την ερωτηση, Βαστανε οι λεξεις καλα; Και η απαντηση πρεπει να ειναι ναι: ειναι ο παραδοξος ορος απο τον οποιο εξαρταται η ζωη ενος ποιητη. Ειδαμε τους τροπους με τους οποιους αυτος ο ορος διηθει τις αρχαιες ελληνικες στασεις απεναντι σε ποιητες και ποιηση - ενδομημενος στην τυφλωση του Ομηρου και στην φιλαργυρια του Σιμωνιδη, υπνωτισμενος στην ιστορια της Δαναης, θανατοχρους στο καραβι του Θησεα, ευμεταβλητος οπως μια μακροπτερυγη μυγα, αιφνιδιος οπως μια πεσμενη οροφη. Ειδαμε τον Σιμωνιδη αποξενωμενο απο τους γυρω του εξαιτιας της καταστασης του· τον ειδαμε να αναγνωριζει, να φερνει βαρια και να διαπραγματεύεται την αποξενωση του· τον ειδαμε να την μετασχηματιζει σε μια ποιητικη μεθοδο φωτεινης και ακριβους οικονομιας. Δεν τον ειδαμε να απελπιζεται.
Η ελλειψη απελπισιας στον Σιμωνιδη ειναι αξιοσημειωτη. Βαστανε οι λεξεις γι' αυτον καλα; Ναι βαστανε καλα, και στην βαση αυτης της καλωσυνης ανακαλυψε ενα ειδος της ποιησης.
Επινικιον σημαινει "με την ευκαιρια μιας νικης". Ειναι το ελληνικο ονομα για ενα τυπικο δοξαστικο ποιημα, η επινικια ωδη, προς τιμην ενος νικητη στους αθλητικους αγωνες. Οι Ολυμπιακοι Αγωνες ηταν η επιφανεστερη απο αυτες τις αθλητικες περιστασεις, διεξαγονταν στην Ολυμπια καθε τεσσερα χρονια και τους παρακολουθουσαν απο ολον τον ελληνικο κοσμο. Ομως πολλες αλλες αρχαιες πολεις (περιλαμβανομενων της Δηλου, της Κορινθου και της Νεμεας) ειχαν αγωνες και εκαναν γιορτες για να γιορτασουν τους νικητες. Οι επινικιες ωδες ηταν μερος αυτων των εορτασμων. Οι ωδες παρουσιαζονταν σε χορικη εκτελεση - συνδυαζοντας μουσικη, τραγουδι και χορο - σε ενα ακροατηριο που θα μπορουσε να περιλαμβανει τον νικητη, τους συγγενεις του, συναγωνιστες, συμπολιτες και αλλους θεατες. Ανεκτιμητη ειναι η κοινωνικη, ηθικη και επιστημολογικη σημασια αυτων των παραστασεων για την κοινωνια στην οποια ελαμβαναν χωρα. Πραγματι η κοινωνια συγκροτειται απο τετοιες πραξεις. Οι αγωνες ειναι για τους νικητες. Στεκουν μονοι τους. Η κοινωνια περιλαμβανει ολους εμας τους υπολοιπους που δεν νικαμε αλλα βλεπουμε και αναγνωριζουμε την ξεχωριστη προσπαθεια του νικητη βρισκοντας εναν τροπο να την δοξασουμε. Η δοξαστικη ποιηση απευθυνεται σε ενα ατομο που εκλεχτηκε να δοκιμασει τα ορια της ανθρωπινης δυνατοτητας και προς στιγμη το καταφερε. Η φλογα του καιει πολυ λαμπερα. Κοιταζοντας την αισθανομαστε και αγαπη και μισος. Μισος γιατι μας ξεπερασε, αγαπη γιατι το φως του πεφτει επανω στις ελπιδες μας και τις μεγενθυνει. Οι αρχαιοι ελληνικοι επινικιοι ποιητες ειναι ξεκαθαροι σχετικα με την φυσικη ανθρωπινη αμφιθυμια που χαιρετιζει την αριστεια σε αλλους, και παιρνουν στα σοβαρα τον δικο τους ρολο να αντιρροπησουν το ιδιωτικο συναισθημα με την λογικη της κοινωνιας. Η φωνη του ποιητη εξαγει μια ταξη μεσα απο το αγωνιστικο χαος και το διαμορφωνει σε αντικειμενο κοινης αγαλλιασης. Ετσι ο Πινδαρος λεει:
Χαιρετιζω τους συμπολιτες μου …
γιατι υμνω ο,τι ειναι για υμνο και αποτεινω μομφη στους φαυλους.
Η ικανοτητα του Πινδαρου να υμνει και να μεμφεται εξαρταται απο την καλωσυνη των λεξεων του. Πρεπει να γνωριζει την διαφορα αναμεσα στην αξιεπαινη και στην αξιομεμπτη πραξη· πρεπει να την ονομαζει, Αυτο σωζει την κοινωνια, σαν την βροχη, λεει ο Πινδαρος:
Λεω ειναι αναγκαστικος και απολυτα καθαρος νομος
να ερχομαι σ' αυτο το νησι και να βρεχω επανω του το νερο του υμνου.
Τωρα ο Πινδαρος ειναι σιγουρα ο πιο φημισμενος ποιητης επινικιων της ελληνικης παραδοσης. Ομως δεν ηταν ο πρωτος. Η παραδοση αποδιδει την ανακαλυψη αυτου του ποιητικου ειδους στον Σιμωνιδη τον Κειο. Υπαρχουν αποσπασματικα καταλοιπα απο σιμωνιδειες ωδες που τιμουν νικητες στον δρομο, στην παλη, στην πυγμαχια, στο πενταθλο, στην αρματοδρομια και στην απηνη. Αυτα τα κομματια ειναι στην πλειονοτητα τους συντομα και βαρετα. Ο Σιμωνιδης δειχνει πολυ μικρο ενδιαφερον σε αθλητες, η σε βραβεια. Παντως η ιδια η ιδεα του υμνου τον ανακινει βαθια. Σε ενα μεγαλο ποιημα, που αναμφισβητητα ειναι το δυσκολοτερο του εργου του, πραγματευεται το ερωτημα, βαστανε τα δοξαστικα λογια καλα; Και το απαντα με μια ποιητικη πραξη - ακριβως την πραξη που ειδαμε να συστηνει ο Paul Celan - "προσμετρα τον χωρο του δεδομενου και του δυνατου":
Δυσκολο να γινεις αληθινα καλος αντρας
στα χερια και στα ποδια και στον νου
τετραγωνος αψογος
Τωρα, αν με ρωτατε, ο παλιος λογος του Πιττακου δεν
οριζει τους ορους του καταλληλα, αν και
ειπωθηκε απο εναν σοφο: δυσκολο (λεει) να εισαι καλος.
Ειναι γεγονος πως μονο ο Θεος μπορει να 'χει αυτο το προνομιο.
Ο ανθρωπος δεν μπορει παρα να ειναι κακος
αν τον παρασυρει κατω η μηχανη της κακοτυχιας.
Ναι σιγουρα, καθε ανθρωπος ειναι καλος οταν τα πραγματα ειναι καλα
και κακος οταν τα πραγματα ειναι κακα
(και γενικα οι καλυτεροι ειναι αυτοι
που οι θεοι αγαπουν).
Ετσι ποτε δεν θα παω γυρευοντας κατι που δεν μπορει να γενει
ετσι κι αλλιως - πετωντας κατω το διαστημα της ζωης μου κενο σε απρακτη
ελπιδα -
ενας ολοτελα αψογος ανθρωπος
αναμεσα σ' ολους εμας που τρεφομαστε με τους καρπους της γης
(μα αν βρω καποιον θα σας στειλω τα νεα)
Υμνω κι αγαπω οποιονδηποτε
που θεληματικα
δεν κανει
τιποτα κακο. Την αναγκη
δεν την πολεμουν ουτε και οι θεοι.
Οχι δεν μου αρεσει να ψεγω.
Διοτι για μενα φτανει
αν καποιος ειναι αλλο απο κακος - οχι υπερβολικα εκτος ελεγχου,
εχοντας τουλαχιστον επιγνωση του δικαιου που βοηθα την πολη,
ενας υγιης αντρας. Ουτε θα
ριξω φταιξιμο. Γιατι οι ηλιθιοι
ειναι ενα ειδος που δεν τελειωνει ποτε.
Ξερετε, ειναι ομορφα ολα τα πραγματα με τα οποια
ασχημα πραγματα δεν αναμειγνυονται.
Βαστανε καλα τα λογια υμνων; Ναι, επιμενει ο Σιμωνιδης, αν ενας πραγματικος ποιητης τα προσμετρα. Πως ξερουμε ποιος ειναι πραγματικος ποιητης; Ο ποιητης μας το λεει. Το εμπορευμα που ο Σιμωνιδης εβγαλε προς πωληση οταν ανακαλυψε τιν επινικια μορφη, το εμπορευμα που διαφημιζει στο ποιημα του, ειναι η δικη του μοναδικη ικανοτητα να οριζει τα ορια του ανθρωπινα αξιεπαινου. Πρεπει να μας κανει να πιστεψουμε σ' αυτην την ικανοτητα προτου ακουσουμε τον υμνο του. Προχωρα (χαρακτηριστικα) με μια ποιητικη κινηση απο το αρνητικο στο θετικο. Παραθετει ολα τα κριτηρια που δεν συνιστουν βαση για υμνο, ωστε να τα αποκλεισει δραματικα και να αφησει να γινει φανερη η δικη του αληθεια. Αποκλειει τον θρυλικο σοφο Πιττακο που παρελειψε να διαγραψει ακριβη ορια (νέμεται, 12) στην ιδεα του για τον καλο ανθρωπο. Αποκλειει τους θεους που απλα δεν λογαριαζονται στα ανθρωπινα ορια (14, 19–20). Αποκλειει την φυλη των ηλιθιων που συμπιπτουν με το ανευ οριων (ἀπείρων, 38). Ο,τι μενει ειναι η δικη του πραξη που προσμετρα υμνο και αγαπη. "Υμννω και αγαπω" λεει "οποιον θεληματικα δεν κανει τιποτα κακο"(27–28).
Το ποιημα του Σιμωνιδη δεν ειναι τοσο πολυ ποιημα για το καλο, το κακο, τους θεους, τους ανθρωπους, η για τον Πιττακο, οσο ποιημα για την ιδια την επινικια αναγκαιοτητα του Σιμωνιδη, την οποια καταθετει σε δεκαεξι αρνητικες και διπλες αρνητικες διατυπωσεις, κορυφουμενες στην ανηλεη δηλωση: "ειναι ομορφα ολα τα πραγματα με τα οποια ασχημα πραγματα δεν αναμειγνυονται". Ανηλεη διοτι, αν δεν εισαι καποιος απο το ειδος των ηλιθιων που δεν τελειωνει ποτε, γνωριζεις πως η ανθρωπινη κατασταση ειναι ανεπανορθωτα αναμικτη. Ολες οι φιλοδοξιες μας υποτασσονται σ' αυτο το ψεγαδι. Οι ομορφιες μας πανε κορωνα-γραμματα σ' ενα κερμα. Δεν ειμαστε τετραγωνοι. Οι θεοι παραλειπουν να μας αγαπησουν. Ο ολοτελα αμεμπτος ανθρωπος προφανως δεν υπαρχει. Ετσι που μπορουμε να παμε για ειδησεις της αληθειας; Στις λεξεις. Οι λεξεις του ποιητη μενουν. Οι λεξεις του βαστανε καλα. Με λεξεις γνωριζει πως να ξεκαθαριζει καθε τι το ασχημο, αξιομεμπτο, αμετρο η τρελο και να προβαλλει ο,τι ειναι αξιεπαινο. Μπορει να συνεισφερει στην φωτια. Μονο οι θεοι εχουν την δυναμη να διατηρουν τον εαυτο τους φλεγομενο. Ολα τα λαμπαδιασμενα πραγματα χρειαζονται εναν Σιμωνιδη.
Ποιος χρειαζεται εναν Celan; Θα ηταν λιγο να πουμε οτι για τον μοντερνο ποιητη η λειτουργια του υμνου ειναι απαγορευμενη. Οχι μονον διοτι του εχει αφαιρεθει καθε επιστημολογικη αυθεντια να προσδιορισει το οριο μεταξυ αξιεπαινης και αξιομεμπτης πραξης, αλλα διοτι η δικαιοσυνη και η υγεια της κοινοτητας του θεωρουνται ως περαν εξαγορας. Στην αρχαια οπτικη, οταν δεν χαρασσονται καθαρες γραμμες μεταξυ υμνου και μομφης, η ηθικη ζωη της κοινοτητας ειναι συγκεχυμενη και ρυπαρη· η επινικια απαγγελια τυπικα χρησιμοποιει εικονες του σκοτους, της σκιας και του καπνου για να αναπαραστησει αυτην την κατασταση της κοινωνικης μολυνσης. Για παραδειγμα σ' αυτο το επινικιο αποσπασμα που αποδιδεται στον Σιμωνιδη:
[Ο ποιητης]
διακρινει το ομορφο απο το ασχημο: μα … αν
καποιος μιλησει [ασχημα]
αγορευοντας απο ενα στομα χωρις πορτα επανω του,
ο καπνος ειναι ενα πραγμα θολο και διχως ορια.
Και παλι ο χρυσος δεν μιαινεται.
Και η αληθεια ειναι παντοδυναμη.
Ο Σιμωνιδης συσχετιζει αληθεια, χρυσο, αγνοτητα και τις ηθικες διακρισεις του ποιητη εναντια στην "αγορευση" καποιου, η κακη ομιλια του οποιου μιαινει την κοινοτητα σαν τον καπνο και θολωνει τα αληθινα ορια των πραγματων. Αν και το αποσπασμα ειναι ημιτελες, μπορουμε να δουμε την εγνοια του να καταγγειλει την μη καθαροτητα ως πρακτορα του κακου και να διατιμα τον ποιητη του υμνου ως προς ενα υπεδαφος ηθικης νομιμοτητας. Σκεφτειτε, αντιθετα, την χρηση παρομοιων πρωτων υλων απο τον Paul Celan - σε ενα ποιημα απο το 1965, η θεση του οποιου ειναι η αντιθεση του υμνου:
ΠΛΟΥΣΙΑ ΑΝΑΜΕΤΑΔΟΣΗ
σ' εναν ταφο οπου
πεταριζουμε
με τις σημαιες μας αεριων,
στεκουμε δω
στην οσμη
της αιωνιοτητας, μαλιστα.
Καυτα
ντουμανια αιωνιοτητας
εξερχονται πυκνα απ' τους πορους μας,
σε καθε δευτερη
κοιλοτητα τερηδονας
ξυπνα
ενας ακατελυτος υμνος.
Το μισοφωτο της πενταρας που μας πεταξες μεσα μας
ελα, καταπιε το κι εσυ.
Ο χρυσος εχει φυγει απο τα στοματα αυτων των εκφωνητων. Η αναμεταδοση τους, ο καπνος, ειναι ενα θανατηφορο αεριο που διαρρεει απο καθε πορο, απερισκεπτη ενοχη οντων που ρυπανθηκαν στην ουσια τους και στην ιστορια τους. Καθαροτητα, ακομα και φυσικων οριων, τους ειναι απαγορευτικη. Το να διαφοροποιειται η ομορφια απο την ασχημια ειναι μια λειτουργια την οποια εδω κανενας ποιητης δεν θα μπορουσε να παρασχει· καμια οντολογια μετρων δεν μπορει να συνταξει, να αποκαθαρει, η να σωσει αυτην την κοινοτητα. Βασικα ο ποιητης ειναι απων απο το ποιημα μεχρι την δηκτικη τελικη προταση, οταν τα υποκειμενα του ασματος του παραγγελουν να καταπιει το μισοφωτο του ιδιου του φτηνιαρικου ποιητικου του σχολιου. Η αληθεια δεν αναφερεται.
Στον αρχαιο κοσμο εγκαινιασαν αναμετρησεις και δοκιμασιες δεινοτητας και δυναμης, οπως τους Ολυμπιακους Αγωνες, για να παρασχουν μια τοποθεσια οπου η ανθρωπινη αριστεια θα επροβαλλε και ετσι θα γινοταν θεμα ενος ασματος, οπως η καυση συνεπαγεται την φλογα. Η μοντερνα εποχη επινοει διαφορετικες δοκιμασιες. Η καυση συμβαινει. Ο χρυσος ειναι πραγματικος. Ο καπνος ειναι κυριολεκτικος. Και για την ποιηση γινεται δυσκολοτερο (ισως παραγινεται δυσκολο) να σταθει. Οπως ειπε ο Σιμωνιδης καποτε, "Το φαινομενικο βιαζει ακομα και την αληθεια." Οι ποιητες παρατηρουν ακομα την φλογα να καιει; Μα το να την υμνεις ειναι μια πραξη δωρεαν, σαν να πετας νομισματα σε μια νεκρικη πυρα.
Απο την αλλη, η οικονομια του μη χαμενου παντα περιλαμβανει το δωρεαν. Αν το αποκαλεσεις σπαταλη λεξεων, η πραξη μιας χαρης, εξαρταται απο εσενα. Ειναι τυπικο για τον Celan (και θα μπορουσε να κανει νοημα και του Σιμωνιδη) να τοποθετει στο μεσον του ποιηματος του ενα αρνητικο διαστημα, την οδοντικη κοιλοτητα, ωστε να προσεξουμε αυτο που την γεμιζει: unverwüstliche Hymne, "ακατελυτος υμνος." Μηπως αυτη η φραση ειναι ειρωνικη και περισσοτερο απο απελπιδη; Η μηπως ο Celan πιστευει για τον υμνο (ο,τι ο Σιμωνιδης πιστευει για τον χρυσο), οτι "δεν μολυνεται";
Ο Celan δεν μιλησε συχνα για υμνους, ομως οντως μνημονευει τον Hölderlin, οι Υμνοι του οποιου τον ενεπνευσαν ολη την ζωη του. Το ποιημα που εγραψε μετα την επισκεψη στον πυργο του Hölderlin στο Tübingen θετει καθαρα την ερωτηση, Οι λεξεις βαστανε καλα;
TÜBINGEN, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ
Ματια μεταπεισμενα
σε τυφλοτητα.
Ο λογος τους - "ενα
αινιγμα ειναι το αγνα
εκπορευομενο" - η
μνημη τους
απο πλεουμενους πυργους του Hölderlin, γυρω τους σβουριζοντας γλαροι.
Επισκεψεις πνιγμενων ξυλουργων μ' αυτες
τις
καταδυομενες λεξεις:
Αν ερχονταν,
αν ερχονταν ενας ανθρωπος,
αν ερχονταν ενας ανθρωπος στον κοσμο, σημερα, με
το φωτογενειο των πατριαρχων: θα μπορουσε
αν μιλουσε γι' αυτα τα
χρονια, θα
μπορουσε
μονο να τραυλιζει και να τραυλιζει
παλι, παλι
ξαναξανα.
(“Pallaksch. Pallaksch.”)
Το ποιημα ειναι ενας υμνος στον Hölderlin. Αρχιζει με το "αινιγμα" του και τελειωνει με το Pallaksch του. Και τα δυο παραθεματα εχουν ληφθει απο τον κοσμο των λεξεων που γι' αυτον βαστανε καλα. Το "Ενα αινιγμα ειναι το αγνα εκπορευομενο" ερχεται απο τον υμνο του, του Ρηνου, και Pallaksch Pallaksch ειναι ενας ορος τον οποιο αρεσκονταν να αρθρωνει στα οψιμα χρονια του και σημαινε "μερικες φορες ναι, μερικες φορες οχι." Ηταν τρελος στα οψιμα χρονια του· θα μπορουσες να αποκαλεσεις το Pallaksch ανοησια. Και παλι πριν λιγες σελιδες διαβασαμε και εννοησαμε την νουθεσια του Celan "Κρατα το Ναι και το Οχι αδιασπαστα". Μια λεξη για το "Ναι και Οχι" θα ηταν χρησιμη. Οι ποιητες ολο και βγαινουν μ' αυτες τις χρησιμες εφευρεσεις· ειδαμε και τον Celan και τον Σιμωνιδη να κατασκευαζουν μια λεξη για το "Ναι και Οχι" με εγχειρηματα του αρνητικου, με συγκαταταξη ορατων και αθεατων, με την απουσα παρουσια των θεων σε ανθρωπινα δωματα, με αλχημεια, με μνημη, με τα γραμματα του εβραϊκου αλφαβητου, με την ξενωση, την φιλοξενια, τον υπνο, την προσευχη και την συναλλαγη εμπορευματων. Ομως η ποιητικη εφευρεση, για να ειναι χρησιμη, πρεπει να μετρηθει με τις λεξεις που ειναι δεδομενες και δυνατες, πρεπει να ξεγλιστρησει απο το αγνωστο περνωντας μεσα απο ενα γλωσσικο κουβαρι οπου φιλτραρεται καθε τι το ασχημο, αξιομεμπτο, ακαταλογιστο, η τρελλο. Ειναι αξιοσημειωτο το πως ο Celan περνα τον Hölderlin μεσα απο το γλωσσικο συμπλεγμα, αινιγμα κι ολα τ' αλλα.
"Ενα αινιγμα ειναι το αγνα εκπορευομενο." Αυτη η φραση, στα συμφραζομενα της, αρχιζει την τεταρτη στροφη του Der Rhein του Hölderlin και μπορει να διαβαστει προς τα πισω, η προς τα εμπρος. Η προελευση ως αινιγμα. Το αινιγμα ως προελευση. Οπως η πηγη του Ρηνου, η αγνη προελευση ειναι δυσκολο να προσδιοριστει. "Ακομα κι η ποιηση σπανια την αποκαλυπτει," λεει ο ποιητης. Υποψιαζομαι οτι στον Celan αρεσει το λογοπαιγνιο που διαμορφωνει το αινιγμα του Hölderlin. Τα σπασιματα του στιχου του και η διαιρεση της λεξης δινουν εμφαση στα μερη της γερμανικης λεξης του Hölderlin Reinentsprungenes που σημαινει "αγνα εκπορευομενο", ομως ακουγεται και σαν "απο τον Ρηνο εκπορευομενο" και ενδεχομενως ακομα υπαινισσεται "Ο απο τον Ρηνο εκπορευομενος". Η αγνη πηγη, ο ποταμος Ρηνος και το ποιημα "Ρηνος" συνερχονται σ' ενα σημειο απο το οποιο ρεει μια πλουσια αισθηση. Αν η γλωσσα ηταν εμποριο, το λογοπαιγνιο θα ηταν η τοκογλυφια της. Ο Αριστοτελης μας λεει οτι η τοκογλυφια ειναι το πιο αφυσικο ειδος πλουτισμου γιατι επιτρεπει στο χρημα να τρεφει χρημα απο μονο του αντι να ξοδευεται οπως προτιθεται. Αναλογα το λογοπαιγνιο ενεργοποιει ενα αφυσικο παραρτημα σημασιας απο εναν ηχο που κανονικα ξοδευεται σε ενα και μονον νοημα.
Αν το νοημα ηταν δαπανη, αυτο το αινιγμα δεν θα ηταν φτηνο. Πολλοι ποιητες, η πατριαρχες πληρωσαν με τα ματια τους το προνομιο να ξοδευουν λεξεις. Ο Celan υπαινισσεται την θεση του Hölderlin στην παραδοση με μια μακρα επαναλαμβανομενη προταση (Käme . . . zuzu) που τελειωνει σε ενα ξεσπασμα της ιδιωτικης γλωσσας του Hölderlin. Τωρα μια ιδιωτικη γλωσσα ειναι ενα ειδος αινιγμα. Εγειρει το ιδιο προβλημα της αγνης προελευσης. Απο την αλλη, απο την οπτικη γωνια του Hölderlin, Pallaksch Pallaksch μπορει να ειναι μια εκφραση που συλλαμβανει το ολον της αληθειας, στην αγνη της προελευση. Ο Celan αφηνει ανοιχτη αυτην την δυνατοτητα οταν παραθετει την φραση σε παρενθεση - εκεινο το σιωπηλο πεπλο που αρεσκεται να απλωνει γυρω απο τα δικα του αινιγματα. Θυμαστε
(Με ξερατε,
χερια; Πηγα
τον διχαλωτο δρομο που μου δειξατε, το στομα μου
εφτυσε το χαλικι του, πηγα, ο χρονος μου
περιπλανωμενοι φυλακες, εριχνε τη σκια του - με ξερατε;)
απο το "Matière de Bretagne"; Θυμαστε
(Να 'μουν οπως εσυ. Να 'σουν οπως εγω.
Δεν σταθηκαμε
κατω απο εναν αληγη ανεμο;
Ειμαστε ξενοι.)
απο το “Sprachgitter”; Θυμηθειτε επισης την Δαναη του Σιμωνιδη να κοιταζει το προσωπο του βρεφους της χωμενο στην πορφυρη του κουβερτα, μυστηριακο κατι αγνης προελευσης.
Μα αν για σενα το δεινο ηταν δεινο,
θα εστρεφες το μικρο σου αυτι
σ' ο,τι λεω.
λεει. Η Δαναη πλαισιωνει το μωρο της σε μια παραδοξη κατασταση που ειναι μαζι και ταυτολογια· μοιαζει να τραυλιζει. Απο το προσωπο του βλεπει οτι το παιδι εχει παει σ' εναν αλλο κοσμο και δεν γνωριζει την γλωσσα του. Η ελληνικη της λεξη τὸ δεινὸν μπορει μονο να επαναλαμβανει τον εαυτο της στην επιφανεια αυτου του υπνου, σαν καποιον που χτυπα την σιωπη ψαχνοντας για εναν ηχο. Ο Celan πλαισιωνει τον Hölderlin σε μια επαναλαμβανομενη και διφορουμενη κατασταση ("αν ερχονταν ενας ανθρωπος … θα μπορουσε μονο να τραυλιζει"). Αυτη η προταση μπορει να ειναι παραδοξη, μπορει και οχι. Τα υποτακτικα ρηματα ειναι καπως μελλοντικου χρονου, και ομως αγκυρωμενα στον παροντα χρονο στο heute ("σημερα"). Οπως ο Σιμωνιδης, ο Celan προσμετρα την περιοχη στην οποια οι λεξεις βαστανε καλα. Ειναι μια περιοχη περιορισμενη. Ενα αδιανοητο αγαθο. Προβαλλει απεναντι στην σιωπη. Ο Celan ψαχουλευει στην σιωπη. Βαζει το αυτι του στο συνορο εκεινου του αλλου κοσμου: νατος ενας ηχος απο την μερια του Hölderlin. Δυο κοφτα χτυπηματα. "Pallaksch. Pallaksch."
Καθε δοξαστικο ποιημα ειναι προαισθηση του εαυτου του - ενας νεολογισμος που ριχνεται μεσα σε ενα ασμα για οποιους θα το συμπληρωσουν βλεποντας και ακουγοντας το, βαζοντας το στον νου τους, η στην καρδια τους. Ενας ποιητης υμνων πρεπει να κατασκευασει γρηγορα, στην πορεια καθε ασματος, αυτην την κοινοτητα που θα παραλαβει το ασμα. Το κανει υποθετοντας οτι ηδη υπαρχει και διατηρωντας μια διαθεση αυτοπτη μαρτυρα που αξιωνει να μοιραστει πρωτογενως μεταξυ του ποιητη και της κοινοτητας, αλλα στην πραγματικοτητα συμβαινει μεσα στις λεξεις του. Η μαρτυρια του τι ειναι αξιεπαινο ειναι μεσα του προτερη των αξιεπαινων πραξεων, καθως ειναι προτερος της κοινοτητας που θα τον ανακηρυξει ποιητη της και ετσι θα εφευρει τον εαυτο της. Υπαρχει κατι το αινιγματικο σ' αυτο. Οποιοι και να ειμαστε αυτοι που καποια στιγμη εφευρισκομαστε, αυτος ειναι ηδη εκει, παρατηρωντας την φλογα να κατακαιγεται.
Η προτεραιοτητα του ειναι οπως ενας ιδιωτικος πλουτος. Τον διαθετει ανισα, την μια φορα γενναιδωρα, την αλλη τσιγκουνικα. Γιατι ειναι οι νεολογισμοι ενοχλητικοι; Αν δεν μπορουμε καθολου να τους ερμηνευσουμε, τους αποκαλουμε τρελους. Αν μπορουμε να τους ερμηνευσουμε, εγειρουν ενοχλητικα ερωτηματα για την ιδια μας την γλωσσικη δεινοτητα. Λεμε "coinages" [νεολογισμοι] γιατι διαταρασσουν την οικονομικη ισορροπια λεξεων και πραγματων που περηφανευομασταν οτι διατηρουσαμε. Μια νεα συνθετη λεξη στον Celan, για παραδειγμα, επικαλειται κατι που τωρα ξαφνικα φαινεται πραγματικο, αν και δεν υπηρχε προηγουμενως και ειναι εφικτο μονο μεσω της λεξης του. Μας ερχεται ελευθερα, σαν κομματι απο φρεσκο αερα. Και (οπως ο υμνος) πρεπει να προετοιμασει για τον εαυτο του ενα αυτι να τον ακουσει, μολις λιγακι πριν αφιχθει - πρεπει να εφευρει την ιδια του την αναγκαιοτητα. Ο Celan αποκαλει τετοια πραγματα "νομισμα ανασας" (die Atemmünze). Αν η ανασα ητανε νομισμα, ισως ο ποιητης να μην ειχε πνιγει. Καποιοι πιστευουν οτι ο θανατος του Celan προεικονιζεται στις τραυλες λεξεις του “Tübingen, Jänner,” σαν να ηταν ηδη εκει: παρατηρωντας τον. Στεκει σ' ενα οριο λευκοτητας. Το προσωπο στραμμενο μακρια απο μας. Τυφλος για το χρωμα του ιστιου μας.
Ειναι η τυφλοτητα κουσουρι;
Οχι παντα.
Ειναι το τραυλισμα σπαταλη λεξεων;
Ναι και Οχι.