… με μια ωση της καρδιας απλα το περασαμε ξυστα μονο - κι ο αναστεναγμος αφησε κει τους πρωτους καρπους του πνευματος μας και γυρισε πισω στον ηχο της ανθρωπινης γλωσσας μας οπου οι λεξεις εχουν αρχη και τελος.
Αυγουστινος, Εξομολογησεις 9.10
Οταν σε ποθω ενα κομματι μου εχει χαθει: η ελλειψη σου ειναι ελλειψη μου. Δεν θα σε ειχα αναγκη αν δεν ειχες παρει ενα κομματι μου, λεει ο ερων. “Μια τρυπα ανοιχτηκε στα σπλαχνα [μου]” λεει η Σαπφω (LP, fr. 96.16-17). "Εκλεψες τα πνευμονια απο το στηθος μου" (West, IEG 191) και "με καρφωσες ως το μεδουλι" (193) λεει ο Αρχιλοχος. “με ελιωσες” (Alkman 1.77 PMG), “με καταστρεψες” (Ar., Eccl. 956), “καταβροχθισες τη σαρκα μου” (Ar., Ran. 66), “ρουφηξες το αιμα μου” (Theokritos 2.55), “με ευνουχισες” (?Archilochos, West, IEG 99.21), “εχασα τα λογικα μου” (Theognis 1271). Ο ερως ειναι απαλλοτριωση. Ληστευει το σωμα και του κλεβει μελη, υποσταση, ακεραιοτητα και αφηνει τον ερωντα, στην ουσια, πιο λιγο. Για τους Ελληνες αυτη η σταση θεμελιωνεται στην πιο παλια μυθικη παραδοση. Ο Ησιοδος στην Θεογονια του περιγραφει το πως ο ευνουχισμος γεννησε την θεα Αφροδιτη απο τον αφρο τον σχηματισμενο απο τα κομμενα γεννητικα οργανα του Ουρανου (189-200). Ο ερωτας δεν συμβαινει χωρις την απωλεια του ζωτικου εαυτου. Ο ερων ειναι ο χαμενος. Η, ετσι το λογαριαζει.
Ομως ο λογαριασμος του περιλαμβανει μια σβελτη και επιτηδεια μετατοπιση. Καθως κατατεινει προς ενα αντικειμενο που δειχνει πως βρισκεται εξω και περαν του εαυτου του, ο ερων προκαλειται να προσεξει αυτον τον εαυτο και τα ορια του. Απο μια νεα οπτικη, την οποια θα μπορουσαμε να αποκαλεσουμε αυτοσυνειδηση, κοιταζει προς τα πισω και βλεπει μια τρυπα. Απο που ερχεται αυτη η τρυπα; Ερχεται απο την ταξινομητικη διαδικασια του ερωντος. Ο ποθος για ενα αντικειμενο που ποτε δεν γνωριζε πως του ελειπε οριζεται, με μια μετατοπιση της αποστασης, ως ποθος για ενα αναγκαιο κομματι του εαυτου του. Οχι ενα νεο αποκτημα αλλα κατι που ηταν απο παντα, κατα βαση, δικο του. Δυο ελλειψεις γινονται μια.
Η μετατοπιστικη λογικη του ερωντος εκπτυσσεται φυσικα απο τα παιχνιδια του ποθου. Ειδαμε πως οι ερωντες, οπως η Σαπφω στο αποσπασμα 31, αναγνωριζουν τον ερωτα σαν γλυκυτητα καμωμενη απο απουσια και πονο. Η αναγνωριση βαζει στο παιχνιδι ποικιλλες τακτικες τριγωνισμου, ποικιλλους τροπους να διατηρηθει το διαστημα του ποθου ανοιχτο και ηλεκτρισμενο. Να σκεφτεται κανεις τις τακτικες του ειναι παντα λεπτη υποθεση. Η ερμηνευτικη τους μετρα τρεις γωνιες: τον ερωντα καθεαυτον, τον ερωμενο, τον ερωντα επαναπροσδιορισμενο ως ατελη διχως αυτο που εραται. Ομως αυτη η τριγωνομετρια ειναι ενα τρικ. Η επομενη κινηση του ερωντος ειναι να συνθλιψει το τριγωνο σε ενα σχημα με δυο πλευρες και να φερθει στις δυο πλευρες σαν εναν κυκλο. 'Βλεποντας την τρυπα μου, γνωριζω το ολον μου' [‘Seeing my hole, I know my whole’] λεει στον εαυτο του. Η ιδια η διαδικασια του σκεπτικου του τον βυθιζει αναμεσα στους δυο ορους αυτου του λογοπαιγνιου.
Μοιαζει αδυνατο να μιλησουμε, η να συλλογιστουμε την ερωτικη ελλειψη χωρις να πεσουμε σ' αυτην την γλωσσα ομοηχητικων λογοπαιγνιων. Σκεφτειτε π.χ. το Λύσις του Πλατωνα. Σ' αυτον τον διαλογο ο Σωκρατης επιχειρει να ορισει την ελληνικη λεξη φίλος, που σημαινει τοσο 'ερωντας' και 'ερωμενος' οσο και 'φιλικος' και 'αγαπητος'. Πιανει την ερωτηση κατα ποσον ο ποθος να ερωτευεσαι, η να γινεσαι φιλος με κατι διαχωριζεται ποτε απο την ελλειψη του. Οι συνομιλητες του κατευθυνονται να αναγνωρισουν οτι καθε ποθος ειναι λαχταρα για αυτο το οποιο κατα βαση ανηκει στον ποθουντα, ομως χαθηκε, η καπως του παρθηκε - κανενας δεν λεει το πως (221e-222a). Ομοηχητικα λογοπαιγνια αστραφτοκοπουν οσο ο συλλογισμος γινεται γοργοτερος. Αυτο το μερος της συνομιλιας βασιζεται σε μια επιτηδεια χρηση της ελληνικης λεξης οἰκεῖος, που σημαινει τοσο 'ταιριαστος, σχετιζομενος, παρομοιος με τον εαυτο μου' οσο και 'ανηκοντας σ' εμενα, οπωσδηποτε δικο μου". Ετσι ο Σωκρατης απευθυνεται στα δυο αγορια που ειναι οι συνομιλητες του και λεει:
… Τοῦ οἰκείου δή, ὡς ἔοικεν, ὅ τε ἔρως καὶ ἡ φιλία καὶ ἡ ἐπιθυμία τυγχάνει οὖσα, ὡς φαίνεται, ὧ Μενέξενέ τε καὶ Λύσι.—Συνεφάτην.—Ὑμεῖς ἄρα εἰ φίλοι ἐστὸν ἀλλήλοις, φύσει πη οἰκεῖοί ἐσθ᾽ ὑμῖν αὐτοῖς.
… Ποθος και ερωτας και λαχταρα απευθυνονται σ' αυτο που ειναι παρομοιο με τον εαυτο [τοῦ οἰκείου], φαινεται. Ετσι αν εσεις οι δυο ειστε ερωτικοι φιλοι [φίλοι] ο ενας για τον αλλο, τοτε κατα καποιον φυσικο τροπο ανηκετε ο ενας στον αλλο [οἰκεῖοί ἐσθ᾽]. (221e)
Ειναι βαθια αδικο για τον Σωκρατη να γλιστρα απο ενα νοημα του οἰκεῖος σ' ενα αλλο, σαν να ηταν το ιδιο πραγμα να αναγνωριζεις σε καποιον αλλο μια συγγενικη ψυχη και να διεκδικεις αυτην την ψυχη ως δικο σου κτημα, σαν να ηταν τελειως αποδεκτο στον ερωτα να συγχεεται η διακριση αναμεσα σ' εσενα και σ' αυτον που αγαπας. Ολοι οι συλλογισμοι του ερωντος και οι ελπιδες της ευτυχιας χτιζονται πανω σ' αυτην την αδικια, σ' αυτην την διεκδικηση, σ' αυτην την συγκεχυμενη διακριση. Ετσι η διαδικασια της σκεψης του κινειται κι αναζητα συνεχως μεσα απο την μεθοριο της γλωσσας οπου συμβαινουν ομοηχητικα λογοπαιγνια. Τι αναζητα εκει ο ερων;
Ενα ομοηχητικο λογοπαιγνιο ειναι ενα γλωσσικο σχημα που βασιζεται στην ομοιοτητα του ηχου και την ανομοιοτητα του νοηματος. Συνδεει δυο ηχους που ταιριαζουν απολυτα μεταξυ τους ως ηχητικα διαστηματα, και ομως στεκουν επιμονα, προκλητικα χωριστοι νοηματικα. Αντιλαμβανεσαι την ομοφωνια και συγχρονως βλεπεις το σημασιακο διαστημα που χωριζει τις δυο λεξεις. Η ομοιοτητα προβαλλεται στην διαφορα τροπον τινα στερεοσκοπικα. Σ' αυτο υπαρχει κατι το ακαταμαχητο. Ομοηχητικα λογοπαιγνια εμφανιζονται σ' ολες τις λογοτεχνιες, προφανως ειναι τοσο παλια οσο η γλωσσα και μας σαγηνευουν αδιακοπα. Γιατι; Αν ειχαμε την απαντηση σ' αυτο το ερωτημα, θα γνωριζαμε καθαροτερα το τι αναζητα ο ερων καθως κινειται και συλλογαται μεσα απο τις μεθοριους του ποθου του.
Ακομα δεν εχουμε απαντηση. Παρολ' αυτα θα επρεπε να προσεξουμε τον λογοπαικτικο χαρακτηρα της λογικης του ερωντος: η δομη του και το ακαταμαχητο του εχουν να μας πουν κατι σημαντικο για τον ποθο, και για την αναζητηση του ερωντος. Ειδαμε το πως ο Σωκρατης χρησιμοποιει ομοηχητικα λογοπαικτικη γλωσσα για να γλιστρησει απο την μια εννοια του οἰκεῖος ('συγγενικος') σε μια αλλη εννοια ('δικος μου') οταν στο Λύσις συζηταει τον ερωτα ως ελλειψη. Ο Σωκρατης δεν κανει καμια προσπαθεια να καλυψει το γλωσσικο του παιχνιδι εδω. Πραγματι εφιστα την προσοχη σ' αυτο με μια ασυνηθιστα γραμματικη χρηση. Αναμειγνυει επι τουτου αυτοπαθεις και αναφορικες αντωνυμιες οταν απευθυνεται στους δυο φίλους, τον Λύσιν και τον Μενέξενο. Δηλαδη οταν τους λεει "... ανηκετε ο ενας στον αλλο" (221e6) χρησιμοποιεί μια λεξη για το 'ο ενας με τον αλλο' η οποια συνηθεστερα σημαινει 'τον εαυτο σας' (αὐτοῖς). Ο Σωκρατης, με τις λεξεις, παιζει με τους ποθους των νεαρων εραστων που εχει εμπρος του. Αναμειξη εαυτου και αλλου επιτυγχανεται πολυ ευκολοτερα στην γλωσσα απ' ο,τι στην ζωη, ομως καπως ειναι το ιδιο θρασος που μετεχει. Οπως ο ερωτας, ομοηχητικα λογοπαιγνια εμπαιζουν τα ορια των πραγματων. Η δυναμη τους να δελεαζουν και να ταραζουν προερχεται απ' αυτο. Σ' ενα ομοηχητικο λογοπαιγνιο βλεπεις την δυνατοτητα να αδραξεις μια καλυτερη αληθεια, ενα αληθινοτερο νοημα απ' ο,τι ειναι διαθεσιμο απο τις χωριστες εννοιες της καθε μιας λεξης. Ομως η ματια αυτου του ενισχυμενου νοηματος, το οποιο αστραφτοκοπει περνωντας σ' ενα λογοπαιγνιο, ειναι οδυνηρο πραγμα. Γιατι ειναι αδιαχωριστο απο την πεποιθηση σου για το αδυνατο του. Οι λεξεις εχουν ορια. Το ιδιο κι εσυ.
Η ομοηχητικα λογοπαικτικη λογικη του ερωντος ειναι ενα σημαντικο κομματι της σκεψης. Τα λογοπαιγνια του ερωντος δειχνουν το διαγραμμα αυτου που μαθαινει, σε μια αστραπη, απο την εμπειρια του ερωτα - ενα ζωντανο μαθημα για το ιδιο το ειναι του. Οταν εισπνεει τον ερωτα, εμφανιζεται μεσα του ενα ξαφνικο οραμα ενος διαφορετικου εαυτου, ισως ενος καλυτερου εαυτου, συντιθεμενου απο το δικο του ειναι και απο αυτο του ερωμενου του. Στο ζωογονο αγγιγμα ενος ερωτικου συμβαντος αυτη η μεγεθυνση του εαυτου ειναι ενα περιπλοκο και εκνευριστικο περιστατικο. Πολυ ευκολα κατανταει γελοιο, οπως το βλεπουμε για παραδειγμα οταν ο Αριστοφανης φερνει την τυπικη φαντασιωση του ερωντος στην λογικη, κυκλικη της ολοκληρωση στον μυθο του των στρογγυλων ανθρωπων. Την ιδια ωρα η αισθηση μιας σοβαρης αληθειας συνοδευει το οραμα του ερωντος για τον εαυτο του. Υπαρχει κατι το μοναδικα πειστικο σχετικα με τις αντιληψεις που σου συμβαινουν οταν εισαι ερωτευμενος. Μοιαζουν πιο αληθινες απο αλλες αντιληψεις, και πιο αληθινα δικες σου, κερδισμενες απο την πραγματικοτητα με προσωπικο κοστος. Η μεγαλυτερη βεβαιοτητα ειναι αισθητη για τον ερωμενο ως αναγκαιο συμπληρωματικο σου. Οι δυναμεις της φαντασιας σου συνωμοτουν σ' αυτο το οραμα, ανακαλωντας δυνατοτητες περαν του πραγματικου. Εντελως ξαφνικα μπαινει στο προσκηνιο ενας εαυτος που δεν γνωριζες πριν, που τωρα σε βρισκει ως ο αληθινος. Μια ριπη ομοιοτητας με θεο μπορει να σε διαπερασει και για μια στιγμη ενα σωρο πραγματα φαινονται ευκολογνωριστα, δυνατα και παροντα. Τοτε το οριο εγειρει δικαιωματα. Δεν εισαι θεος. Δεν εισαι αυτος ο μεγενθυμενος εαυτος. Οντως δεν εισαι καν ενας ολοκληρος εαυτος, οπως βλεπεις τωρα. Η νεα σου γνωση των δυνατοτητων ειναι επισης γνωση απο το τι λειπει επι του πραγματικου.
Για λογους συγκρισης θα μπορουσαμε να δουμε το πως αυτη η ενοραση παιρνει μορφη στον νου ενος μοντερνου ερωντος. Η Virginia Woolf στο μυθιστορημα της The Waves περιγραφει εναν νεαρο αντρα ονοματι Neville να παρατηρει τον αγαπημενο του Bernard να τον πλησιαζει διασχιζοντας εναν κηπο:
Τωρα κατι μ' εγκαταλειπει· κατι φευγει απο μενα για να συναντησει εκεινη την μορφη που ερχεται, και με διαβεβαιωνει οτι τον γνωριζω προτου καν δω ποιος ειναι. Ποσο περιεργα κανεις αλλαζει με την προσθεση, εστω κι απο αποσταση, ενος φιλου. Τι χρησιμη υπηρεσια προσφερουν οι φιλοι μας οταν μας ανακαλουν. Και παλι ποσο οδυνηρο ειναι να ανακαλεισαι, να μετριαζεσαι, να νοθευεσαι, να συγχεεσαι, να γινεσαι μερος ενος αλλου. Καθως πλησιαζει δεν γινομαι ο εαυτος μου αλλα ο Neville αναμιγμενος με καποιον - με ποιον; - με τον Bernard; Ναι, ειναι ο Bernard, και στον Bernard ειναι που θα κανω την ερωτηση, Ποιος ειμαι; (83)
Ο Neville ταραζεται λιγοτερο απο την τρυπα μεσα του απ' ο,τι οι Ελληνες λυρικοι ποιητες οταν καταγραφουν τις λεηλασιες του ερωτα. Και, σε αντιθεση με τον Σωκρατη, ο Neville δεν προσφευγει σε ομοηχητικα λογοπαιγνια για λογαριασμο της συγκεχυμενης του καταστασης. Απλα την βλεπει να συμβαινει και μετρα τις τρεις γωνιες του: ο ποθος κινειται εξω απο τον ιδιο τον Neville, αντανακλαται στον Bernard και γυριζει πισω στον Neville - αλλα οχι στον ιδιο Neville. "δεν γινομαι ο εαυτος μου αλλα ο Neville αναμιγμενος με καποιον". Το μερος του εαυτου του που παει εξω στον Bernard κανει τον Bernard αμεσως οικειο "προτου καν δω ποιος ειναι". Οπως θα ελεγε ο Σωκρατης, κανει τον Bernard οἰκεῖος. Ακομα κι ετσι ο Neville συνεχιζει αποτιμωντας την εμπειρια ως αμφιθυμικη, μαζι "χρησιμη" και "οδυνηρη". Οπως στους ελληνες ποιητες, ο πονος της ερχεται σ' εκεινο το οριο οπου ο εαυτος νοθευεται και το πικρο συγχωνευεται ανησυχητικα με το γλυκο. Η αμφιθυμια του ερωτα εκπτυσσεται αμεσα απο αυτη την δυναμη να 'αναμιγνυει' τον εαυτο. Ο ερων δεχεται οτι ειναι τοσο καλη οσο και κακη αισθηση να αναμειγνυεσαι, ομως κατοπιν οδηγειται πισω στο ερωτημα 'Αφου αναμιχθηκα μ' αυτον τον τροπο, ποιος ειμαι;'. Ο ποθος αλλαζει τον ερωντα. "Ποσο περιεργα": αισθανεται την αλλαγη να συμβαινει ομως δεν εχει ετοιμες κατηγοριες να την αποτιμησει. Η αλλαγη του δινει μια αναλαμπη του εαυτου που δεν γνωριζε ποτε πριν.
Καποια τετοια αναλαμπη ισως ειναι ο μηχανισμος που πρωταρχικα σχηματιζει την ιδεα του "εαυτου" στον καθενα μας, συμφωνα με καποιες αναλυσεις. Η φροϋδικη θεωρια ιχνηλατει αυτην την ιδεα μεχρι μια θεμελιακη αποφαση αγαπης και μισους, καπως οπως η αμφιθυμικη κατασταση του ερωντος που σκιζει τις ψυχες μας και διαμορφωνει την προσωπικοτητα μας. Στην φροϋδικη οπτικη, στις απαρχες της ζωης δεν υπαρχει επιγνωση των αντικειμενων ως διακριτων απο το σωμα ενος. Η διακριση μεταξυ εαυτου και μη-εαυτου γινεται με την αποφαση να διεκδικηθει ο,τι αρεσει στο εγω ως "δικο μου" και να απορριφθει οτι δεν αρεσει στο εγω ως "οχι δικο μου". Διαιρεμενοι μαθαινουμε που τελειωνει ο εαυτος μας και αρχιζει ο κοσμος. Αυτοδιδακτοι αγαπαμε ο,τι μπορουμε να κανουμε δικο μας και μισουμε ο,τι παραμενει αλλο.
Ιστορικοι της ελληνικης ψυχης, ιδιαιτερα ο Bruno Snell, υιοθετησαν την οντογενετικη εικονα του Freud για να δικαιολογησουν την ανοδο της ατομικοτητας στην ελληνικη κοινωνια κατα την σρχαϊκη και την πρωιμη κλασσικη περιοδο. Κατα την αποψη του Snell η πρωτη διαμορφωση στην ελληνικη κοινωνια μιας ανθρωπινης προσωπικοτητας με αυτοσυνειδηση και αυτοελεγχο, εχοντας επιγνωση του εαυτου της ως οργανικου ολου διακριτου απο αλλες προσωπικοτητες και απο τον κοσμο τριγυρω της, μπορει να ιχνηλατηθει πισω σε μια στιγμη συναισθηματικης αμφιθυμιας που σκιζει την ψυχη. Το επιθετο της Σαπφους γλυκύπικρον σηματοδοτει αυτην την στιγμη. Ειναι μια επανασταση στην ανθρωπινη αυτεπιγνωση που ο Snell αποκαλει "η ανακαλυψη του πνευματος". Ο μπλοκαρισμενος ερωτας ειναι η σκανδαλη του. Η συνεπεια του ειναι η παγιωση ενος "εαυτου":
Ο ερωτας που εχει φραγμενο τον δρομο του και αποτυγχανει να φτασει στην ολοκληρωση του, αποκτα ενα ιδιαιτερα γερο κρατημα στην ανθρωπινη καρδια. Απο τις σπιθες ενος ζωτικου ποθου ξεσπα μια φλογα ακριβως την στιγμη που ο ποθος μπλοκαρεται στην πορεια του. Ειναι το εμποδιο αυτο που καθιστα τα τελειως προσωπικα συναισθηματα συνειδητα… [ο ματαιωμενος ερων] αναζητει το αιτιο της ιδιας του της προσωπικοτητας. (1953, 53)
Αυτη ειναι μια συναρπαστικη θεση του Snell και προκαλεσε αναταραχη, ευρειες διαφωνιες και συνεχιζομενη αμφισβητηση. Ετυμηγοριες για τα ερωτηματα της ιστοριας και της ιστοριογραφιας δεν ειναι διαθεσιμες, ομως η ενοραση του Snell για την σημασια του γλυκυπικρου ερωτα στις ζωες μας ειναι δυνατη, καθως επικαλειται την κοινη εμπειρια πολλων ερωντων. Ο Neville, για παραδειγμα, μοιαζει να καταληγει στο ιδιο συμπερασμα καθως συλλογιζεται την αγαπη του για τον Bernard στο The Waves: "Να συστελλεσαι απο ενα αλλο ατομο σε ενα μεμονωμενο ον - τι περιεργο" (80).
Ο εαυτος διαμορφωνεται στα ορια του ποθου και αναδυεται μια επιστημη του εαυτου στην προσπαθεια να αφησει τουτον τον εαυτο πισω. Ομως ειναι δυνατες περισσοτερες απο μια απαντησεις στην οξεια επιγνωση του εαυτου που ακολουθει το πλησιασμα του ποθου. Ο Neville το αντιλαμβανεται ως "συστολη" του εαυτου στον εαυτο του και το βρισκει απλα περιεργο. "Τι περιεργα αλλαζει κανεις", συλλογαται. Δεν μοιαζει να μισει την αλλαγη, ουτε να την απολαμβανει. Ο Nietzsche παλι, ειναι ενθουσιασμενος: "Κανεις φανταζει στον εαυτο του μετασχηματισμενος, δυνατοτερος, πλουσιοτερος, πιο ολοκληρωμενος· κανεις ειναι πιο ολοκληρωμενος…. Δεν ειναι απλα οτι αλλαζει την αισθηση των αξιων· ο ερων αξιζει περισσοτερο" (1967, 426). Στον ερωτα δεν ειναι ασυνηθιστο να εμπειραθει κανεις αυτην την ανυψωμενη αισθηση της προσωπικοτητας του ('Ειμαι ο εαυτος μου περισσοτερο παρα ποτε!' αισθανεται ο ερων) και να ενθουσιαζεται μ' αυτο οπως κανει ο Nietzsche. Οι Ελληνες λυρικοι ποιητες δεν ενθουσιαζονται.
Σ' αυτους τους ποιητες η αλλαγη του εαυτου ειναι απωλεια του εαυτου. Οι μεταφορες τους για αυτην την εμπειρια ειναι μεταφορες του πολεμου, της αρρωστιας και της σωματικης διαλυσης. Αυτες οι μεταφορες αποκτουν μια δυναμικη βιαιης επιθεσης και αντιστασης. Ο ποιητης εστιαζει στην ακραια αισθησιακη ενταση αναμεσα στον εαυτο και το περιβαλλον, και κυριαρχει μια ιδιαιτερη εικονα αυτης της εντασης. Στην ελληνικη λυρικη ποιηση ο ερως ειναι μια εμπειρια διαλυσης. Ο ιδιος ο θεος του ποθου παραδοσιακα καλειται "λυσιμελής" (Σαπφω, LP, fr. 130· Αρχιλοχος, West, IEG 196). Το βλεμμα του ειναι "πιο διαλυτικο απο τον υπνο, η τον θανατο" (Αλκμαν 3 PMG). Ο ερων, τον οποιο κανει θυμα του, ειναι ενα κομματι κερι (Πινδαρος, Snell-Maehler, fr. 123) που λιωνει στο αγγιγμα του. Ειναι καλο πραγμα η διαλυση; Αυτο παραμενει αμφιθυμικο. Η εικονα εξυπονοει κατι το αισθησιακα απολαυστικο, ομως συχνα την συνοδευουν αγχος και συγχυση. Στην οπτικη του Jean-Paul Sartre το ιξωδες ειναι απο μονο του μια απωθητικη εμπειρια. Οι παρατηρησεις του για το φαινομενο του κολλωδους μπορει να ριξει καποιο φως στην αρχαια σταση απεναντι στην αγαπη:
Ενα βρεφος που βουταει τα χερια του σε ενα δοχειο με μελι, κατευθειαν εμπλεκεται σε λογισμους σχετικα με τις τυπικες ιδιοτητες στερεων και υγρων και την ουσιαστικη σχεση αναμεσα στην υποκειμενικη εμπειρια του εαυτου και την εμπειρια του κοσμου. Το ιξωδες ειναι μια κατασταση μεταξυ στερεου και υγρου. Ειναι σαν μια εγκαρσια διατομη σε μια διαδικασια αλλαγης. Ειναι ασταθες, ομως δεν ρεει. Ειναι μαλακο, ενδοτικο και συμπιεστο. Το κολλωδες του ειναι μια παγιδα, κολλαει σαν βδελλα· προσβαλει το οριο μεταξυ αυτου και του εαυτου. Μακρες στηλες που πεφτουν απο τα δαχτυλα μου υποδηλωνουν την ιδια μου την υποσταση να ρεει στην λιμνη απο το κολλωδες. Η βουτια στο νερο δινει μιαν αλλη εντυπωση· παραμενω στερεος. Ομως να αγγιζω το κολλωδες ειναι ο κινδυνος να διαλυθω στο ιξωδες του. Το κολλωδες κολλα πανω σου σαν υπερβολικα κτητικος σκυλος, η ερωμενη (1956, 606-607).
Ο τσιριχτος ("κολλαει σαν βδελλα") και τελειως παραλογος ("το κολλωδες ειναι παγιδα") τρομος της αυτοδιαλυσης εχει το αναλογο του στην αντιδραση των αρχαιων ποιητων στον ερωτα. Παρολαυτα ο Sartre πιστευει οτι απο το κολλωδες μπορει να μαθευτει κατι σημαντικο, οπως απο μια πεισματαρα ερωμενη, σχετικα με της ιδιοτητες της υλης και την αλληοσυσχετιση μεταξυ εαυτου και αλλων πραγματων. Οι ελληνες ποιητες, εμπειρωμενοι και αρθρωνοντας την διαλυτικη απειλη του ερωτα, ενδεχομενως μαθαινουν κατι και για τους δικους τους οριοθετημενους εαυτους απο την προσπαθεια να αντισταθουν στην διαλυση αυτων των οριων στο ερωτικο αισθημα. Η φυσιολογια που καταθετουν για την ερωτικη εμπειρια ειναι μια η οποια θεωρει τον ερωτα να ειναι εχθρικος στις προθεσεις και επιβλαβης στο αποτελεσμα. Παραλληλα με την διαλυση θα μπορουσαμε να παραθεσουμε μεταφορες διατρησης, συντριβης, δαμασματος, καψιματος, τσιμπηματος, δαγκωματος, γδαρσιματος, θερισματος, δηλητηριασης, τσουρουφλισματος και αλεσματος, που ολες τους χρησιμοποιουνται απο τους ποιητες για τον ερωτα δινοντας μια σωρευτικη εντυπωση εντονης εγνοιας για την ακεραιοτητα και τον ελεγχο επανω στο ιδιο το σωμα. Ο ερων χανοντας το μαθαινει να εκτιμα την οριοθετημενη οντοτητα του εαυτου του.
Μια κριση της επαφης, οπως η συναντηση του παιδιου με το μελι στο παραδειγμα του Sartre, προκαλει αυτην την εμπειρια μαθησης. Πουθενα στην δυτικη παραδοση αυτη η κριση δεν καταγραφεται τοσο ζωντανα οσο στον ελληνικο λυρικο στιχο, και ιστορικοι φιλολογοι οπως ο Bruno Snell ισχυριζονται μια προτεραιοτητα για την αρχαϊκη εποχη στην βαση αυτων των στοιχειων. Δυστυχως ο Snell, προβαινοντας σ' αυτον τον ισχυρισμο, παραμελει μια πλευρα της αρχαιας εμπειριας η οποια διαπερνα καθετα την αναφορα του και θα μπορουσε να ειχε παρασχει μια αποφασιστικη μαρτυρια για την θεση του, δηλαδη το φαινομενο της αλφαβητικης γραμματειας. Αναγνωση και γραφη αλλαζουν τους ανθρωπους και αλλαζουν τις κοινωνιες. Δεν ειναι ευκολο να δουμε το πως, ουτε να ιχνηλατησουμε τον λεπτεπιλεπτο χαρτη αιτιου και αποτελεσματος που συνδεει τετοιες αλλαγες με το πλαισιο τους. Ομως θα πρεπει να κανουμε μια προσπαθεια να το επιχειρησουμε. Εδω υπαρχει ενα σημαντικο, αναπαντητο ερωτημα. Ειναι αραγε συμπτωση το οτι οι ποιητες που εφηυραν τον ερωτα, κανοντας τον θεοτητα και λογοτεχνικη εμμονη, ηταν και οι πρωτοι συγγραφεις στην παραδοση μας που μας αφησαν τα ποιηματα τους σε γραπτη μορφη; Για να θεσουμε το ερωτημα πιο πικαντικα, τι ειναι ο ερωτισμος διχως αλφαβητικοποίηση; Αυτο καταρχην δεν μοιαζει να ειναι ενα αναπαντητο ερωτημα, αλλα ενα χαζο, ομως ας κοιταξουμε απο πιο κοντα τους εαυτους των πρωτων συγγραφεων. Για τους συγγραφεις οι εαυτοι ειναι καιριοι.
Ανεξαρτητα απο το εαν μοιαζει τιμιο να αποδωσουμε στους αρχαϊκους ποιητες μια "ανακαλυψη του πνευματος" οπως αυτην που περιγραφει ο Snell, στα αποσπασματα των στιχων τους που διατηρηθηκαν παραμενουν αναντιρρητα στοιχεια μιας οξυμμενης αισθαντικοτητας συντονισμενης με την ευαλωτοτητα του σωματος και τα συναισθηματα, η το πνευμα εντος του. Σε μια τετοια αισθαντικοτητα δεν δινεται ο λογος στην ποιηση που εχουμε πριν απο αυτην την περιοδο. Αυτο ισως οφειλεται σ' ενα τυχαιο συμβαν της τεχνολογιας. Για μας η λυρικη ποιηση και η τυπικη γι' αυτην αισθαντικοτητα ξεκινουν με τον Αρχιλοχο διοτι τα ποιηματα του συνεβη να καταγραφουν, δεν ξερουμε πως και γιατι, καποιον χρονο στον εβδομο η εκτο αιωνα π.Χ. Ενδεχομενως υπηρξαν πολλοι Αρχιλοχοι πριν απ' αυτον που συνεθεσαν προφορικα λυρικα για τις λεηλασιες του ερωτα. Παρολ' αυτα το ιδιο το γεγονος οτι ο Αρχιλοχος και οι λυρικοι του διαδοχοι αντλουν απο μια γραπτη(?) παραδοση σημαδευει μια αποφασιστικη διαφορα μεταξυ αυτων και ο,τιδηποτε υπηρξε προηγουμενως, οχι μονον επειδη μας δινει τα κειμενα τους αλλα διοτι μας υποδεικνυει ορισμενες ριζικα νεες καταστασεις ζωης και πνευματος στις οποιες και λειτουργουσαν. Προφορικοι πολιτισμοι και εγγραματοι πολιτισμοι δεν σκεφτονται, δεν αντιλαμβανονται, δεν ερωτευονται με τον ιδιο τροπο.
Η αρχαϊκη εποχη ηταν γενικα χρονοι αλλαγης, ανησυχιας και ανακαταταξης. Στην πολιτικη με την αναδυση της πόλεως, στα οικονομικα με την ανακαλυψη της νομισματικης, στην ποιητικη με την μελετη απο τους λυρικους ποιητες επακριβων στιγμων στην προσωπικη ζωη, και στην τεχνολογια των επικοινωνιων με την εισαγωγη του φοινικικου αλφαβητου στην Ελλαδα, αυτη η περιοδος μπορει να χαρακτηριστει ως περιοδος συστολης και επικεντρωσης: συστολης μεγαλων δομων σε μικροτερες μοναδες, επικεντρωσης στον ορισμο εκεινων των μοναδων. Το φαινομενο της αλφαβητικοποιησης και η απαρχη της διαδοσης της γραμματειας στην ελληνικη κοινωνια ηταν ισως ο πιο δραματικος απο τους νεωτερισμους τους οποιους ειχαν να αντιμετωπισουν οι Ελληνες το εβδομου και του εκτου αιωνα. Το αλφαβητο πρεπει να εφτασε στο Αιγαιο με το εμποριο το δευτερο ημισυ του ογδοου αιωνα, χρονολογια στην οποια βρεθηκαν τα παλαιοτερα ελληνικα παραδειγματα μεχρι σημερα. Η διαδοση του ηταν αργη και οι συνεπειες του ακομα αναλυονται απο τους μελετητες. Τι διαφορα κανει η γραμματεια;
Το πλεον προφανες ειναι οτι η εισαγωγη της γραφης ειναι επανασταση στις τεχνικες της λογοτεχνικης συνθεσης. Ο Denys Page συνοψιζει τις πρακτικες λεπτομερειες της αλλαγης ως εξης:
Το κυριο χαρακτηριστικο της προ-αλφαβητικης μεθοδου της ποιητικης συνθεσης ειναι η εξαρτηση απο ενα παραδοσιακο αποθεμα απομνημονευμενων τυπων οι οποιοι, οσο κι αν ειναι ευελικτοι και δεκτικοι για προσθεσεις και τροποποιησεις, υπαγορευουν σε μεγαλο βαθμο οχι μονο την μορφη αλλα και το θεμα της ποιησης. Η χρηση της γραφης επετρεψε στον ποιητη να καταστησει την λεξη, παρα την φραση, μοναδα της συνθεσης· τον βοηθησε να εκφρασει ιδεες και να περιγραψει συμβαντα εξω απο το παραδοσιακο πλαισιο· του εδωσε χρονο να ετοιμασει το εργο του πριν απο την δημοσιευση, να προ-αναλογιστει ευκολοτερα και με μεγαλυτερη ανεση χρονου τι να γραψει και να αλλαξει αυτο που εγραψε. (Fondation Hardt 1963, 119)
Συγχρονως δρομολογειται μια πιο ιδιωτικη επανασταση με το φαινομενο της αλφαβητικοποιησης. Καθως ο ακουστικο-απτικος κοσμος του προφορικου πολιτισμου μεταμορφωνεται σε εναν κοσμο λεξεων στο χαρτι οπου η οραση ειναι ο κυριος διακομιστης της πληροφοριας, μεσα στο ατομο αρχιζει να συμβαινει ενας αναπροσανατολισμος των αισθητηριακων ικανοτητων.
Ενα ατομο που ζει σε εναν προφορικο πολιτισμο χρησιμοποιει τις αισθησεις του διαφορετικα απο ενα που ζει σε εναν εγγραματο πολιτισμο, και μ' αυτην την διαφορετικη αισθητηριακη αναπτυξη ερχεται ενας διαφορετικος τροπος να συλλαμβανει τις δικες του σχεσεις με το περιβαλλον, μια διαφορετικη συλληψη του σωματος και μια διαφορετικη συλληψη του εαυτου του. Η διαφορα περiστρεφεται γυρω απο το φαινομενο της φυσιολογιας και της ψυχολογιας του ατομικου αυτοελεγχου. Ο αυτοελεγχος τονιζεται ελαχιστα σε ενα προφορικο περιβαλλον οπου τα περισσοτερα δεδομενα που ειναι σημαντικα για την επιβιωση και την κατανοηση διοχετευονται στο ατομο μεσα απο τους ανοιχτους αγωγους των αισθησεων του, ιδιαιτερα την αισθηση του του ηχου, σε μια συνεχη διαδραση που το συνδεει με τον κοσμο εξω του. Πληρης ανοιχτοτητα στο περιβαλλον ειναι για ενα τετοιο προσωπο μια κατασταση βελτιστης επιγνωσης και εγρηγορσης, και μια συνεχομενη ρεουσα ανταλλαγη αισθητικων εντυπωσεων και αντιδρασεων μεταξυ του περιβαλλοντος και αυτου του ιδιου ειναι ο καταλληλος ορος για την φυσικη και πνευματικη του ζωη. Να εκλεινε τις αισθησεις του για τον εξω κοσμο θα ηταν αντιπαραγωγικο για την ζωη και για την σκεψη.
Οταν ο κοσμος αρχιζει να μαθαινει αναγνωση και γραφη, αναπτυσσεται ενα διαφορετικο σεναριο. Αναγνωση και γραφη απαιτουν τον εστιασμο της πνευματικης προσοχης σε ενα κειμενο μεσω της αισθησης της ορασης. Καθως ενα ατομο διαβαζει και γραφει, βαθμιαια μαθαινει να κλεινει, η να αναστελλει το input των αισθησεων του, να αναστελλει, η να ελεγχει τις αντιδρασεις του σωματος του, ετσι ωστε να εκπαιδευει την ενεργεια και την σκεψη στις γραπτες λεξεις. Αντιστεκεται στο περιβαλλον εξω απ' αυτο διακρινοντας και ελεγχοντας αυτο μεσα του. Αυτο συνιστα μια κοπιαστικη και οδυνηρη προσπαθεια, μας λενε οι ψυχολογοι και οι κοινωνιολογοι. Κανοντας την προσπαθεια αποκτα επιγνωση του εσωτερικου εαυτου ως οντοτητας διακριτης απο το περιβαλλον και το input του, ελεγξιμης απο την δικη του πνευματικη δραση. Η αναγνωριση οτι μια τετοια ελεγκτικη πραξη ειναι δυνατη, και ενδεχομενως αναγκαια, οροθετει ενα σημαντικο σταδιο στην οντογενετικη οσο και στην φυλογενετικη αναπτυξη, ενα σταδιο στο οποιο η ατομικη προσωπικοτητα συγκεντρωνεται στον εαυτο της για να αντισταθει στην αποσυνθεση.
Αν η παρουσια, η η απουσια γραμματειας επηρεαζει τον τροπο με τον οποιο ενα προσωπο θεωρει το σωμα του, τις αισθησεις και τον εαυτο του, αυτη η επιδραση θα επηρεασει σημαντικα την ερωτικη του ζωη. Ειναι στην ποιηση εκεινων που πρωτοι εκτεθηκαν σ' ενα γραπτο αλφαβητο και στις απαιτησεις της γραμματειας που συναντουμε εκπεφρασμενα εναν αναλογισμο για τον εαυτο, ιδιαιτερα στο πλαισιο του ερωτικου ποθου. Η ενικη ενταση με την οποια αυτοι οι ποιητες επιμενουν να συλλαμβανουν τον ερωτα ως ελλειψη μπορει να αντανακλα, σε καποιον βαθμο, αυτην την εκθεση. Η μαθητεια στην γραμματεια ενθαρρυνει μια οξυμμενη επιγνωση των προσωπικων σωματικων οριων και μια αισθηση αυτων των οριων ως το αγγειο του εαυτου. Να ελεγχεις τα ορια ειναι να κατεχεις τον εαυτο σου. Για ατομα, για τα οποια η κατοχη του εαυτου κατεστη σημαντικη, η εισροη μιας αιφνιδιας, δυνατης συγκινησης απο εξω δεν μπορει να μην ειναι ενα ανησυχητικο συμβαν, οπως μπορει να ειναι σε ενα προφορικο περιβαλλον οπου τετοιες εισβολες ειναι οι φυσιολογικοι αγωγοι για τις περισσοτερες πληροφοριες που παιρνει ενα προσωπο. Οταν ενα ατομο εκτιμα οτι αυτο μονο ειναι υπευθυνο για το περιεχομενο και για την συνοχη της προσωπικοτητας του, μια εισροη οπως ο ερως καθισταται συγκεκριμενη προσωπικη απειλη. Ετσι στους λυρικους ποιητες ο ερωτας ειναι κατι που προσβαλλει, η εισβαλλει στο σωμα του ερωντος για να αποσπασει τον ελεγχο του απ' αυτον, μια προσωπικη παλη της βουλησης και της σωματικης διαπλασης αναμεσα στον θεο και στο θυμα του. Οι ποιητες καταγραφουν αυτην την παλη μεσα απο μια συνειδηση - ενδεχομενως νεα στον κοσμο - του σωματος ως ενοτητας μελων, αισθησεων και εαυτου, εκθαμβη με την δικη της ευαλωτοτητα.
Ο Αρχιλοχος ειναι ο πρωτος λυρικος ποιητης του οποιου η μεταδοση σ' εμας ωφεληθηκε απο την γραμματειακη επανασταση. Αν και τα στοιχεια για την χρονολογια τοσο του ποιητη οσο και του αλφαβητου ειναι αβεβαια, ειναι πολυ ευλογο οτι, εκπαιδευμενος στην προφορικη παραδοση, σε καποιο σημειο της καρριερας του συναντησε την νεα τεχνολογια της γραφης και προσαρμοστηκε σ' αυτην. Παντως καποιος, ενδεχομενως ο ιδιος ο Αρχιλοχος, κατεγραψε αυτα τα πρωιμα δεδομενα για το ποια ειναι η αισθηση κανεις να βιαζεται απο τον ερωτα:
τοῖος γὰρ φιλόπητος ἔρως ὑπὸ καρδίην ἐλυσθεὶς
πολλὴν κατ᾽ ἀχλὺν ὸμμάτων ἔχευεν,
κλέψας ἐκ στηθέων ἁπαλὰς ϕρένας.
Μια τετοια λαχταρα για ερωτα, καθως τυλιγονταν κατω απο την καρδια μου,
εχυσε πολλη καταχνια εμπρος στα ματια μου
κι εκλεψε απο το στηθος μου τους απαλους πνευμονες -
(West, IEG 191)
Η πρωτη λεξη του ποιηματος εισαγει μια συσχετιση. Η λεξη τοῖος ειναι μια δεικτικη αντωνυμια που σημαινει 'τετοιος', η οποια κανονικα αντιστοιχει στην αναφορικη αντωνυμια οἷος που σημαινει 'οπως', ετσι ωστε μια προταση που αρχιζει με τοῖος περιμενει μια απαντητικη προταση με οἷος για να συμπληρωσει την σκεψη. Το ποιημα θετει το μισο απο αυτην την σκεψη και κατοπιν σταματα. Παρολ' αυτα εχει μια τελεια οικονομια για οσο πηγαινει. Καθε λεξη, ηχος και τονισμος τοποθετειται για εναν σκοπο. Ο πρωτος στιχος περιγραφει τον ερωτα τυλιγμενο σαν μπαλα κατω απο την καρδια του ερωντος. Οι λεξεις ειναι παραταγμενες ετσι ωστε να αντανακλουν την φυσιολογια της στιγμης, με τον ερωτα συσπειρωμενο στο καρακεντρο. Μια ακολουθια απο ηχους "ο" (εναν μακρυ και πεντε βραχεις) και μια δεσμιδα συμφωνων (τεσσερα ζευγαρια) συγκεντρωνουν την ενταση του ποθου του ερωντος σε μια ακουομενη πιεση μεσα του. Τα συμφωνα μοιαζει να επιλεχθηκαν για την υπαινικτικη ποιοτητα τους (υγρα, συριστικα και αηχες παυσεις). Το μετρικο προτυπο ειναι ενα πρωτοτυπο μειγμα δακτυλικων και ιαμβικων μοναδων συνδυασμενων με εναν τροπο που μιμειται την δραση του ποθου: ο στιχος, εκτοξευομενος σε μια επικη εκρηξη δακτυλων και σπονδειων καθως ο ερως επιβαλλει την παροντικοτητα του, κατοπιν διαλυεται σ' ενα ραντισμα ιαμβων ακριβως στο σημειο που ο ποθος φτανει στην καρδια του ερωντος (καρδίην). Η τελευταια λεξη του στιχου ειναι μια μετοχη (ἐλυσθεὶς) που εχει εναν επικο αοριστο. "Τυλιγμενος σε μπαλα κατω απο την κοιλια ενος κριαριου" ειναι ο τροπος με τον οποιο ο Οδυσσεας δραπετευει απο την σπηλια του Κυκλωπα (Od. 9.433). "Τυλιγμενος σε μπαλα στα ποδια του Αχιλλεα" ειναι η σταση απο την οποια ο Πριαμος ικετευει για το σωμα του γιου του (Il. 24.510). Και στα δυο αυτα επικα πλαισια μια θεση χαμαιρπους ευαλωτοτητας αναλαμβανεται απο ενα προσωπο, στην πραγματικοτητα με δυναμη, το οποιο κατοπιν προχωρει στο να περασει την βουληση του στον εχθρο που το αντιμετωπιζει. Κρυμμενη δυναμη ειναι επισης ενα παραδοσιακο χαρακτηριστικο του ερωτα, στην ποιηση και στην τεχνη, οπως ο αβλαβης παῖς, τα βελη του οποιου αποδεικνυονται θανατηφορα. Ο Αρχιλοχος τοποθετει τον αποηχο της απειλης ησυχα καθως θετει την μετοχη του στο τελος του στιχου ακριβως οπως συμβαινει και στα δυο ομηρικα αποσπασματα.
Η αραδα 2 εγκλειει τα ματια του ερωντος σε καταχνια κι απο τις δυο πλευρες. Τα συμφωνα του ποιητη μαλακωνουν και πυκνωνουν με την ομιχλη σε ηχους λ, μ, ν και χ. Αυτοι οι ηχοι διπλασιαζονται και συνδυαζονται κατα ενα επαναλαμβανομενο σχημα που τεσσερεις φορες καταληγει στο τελος της λεξης σε ν, λες και κανει εμφατικη την καθοδο της ομιχλης σε τεσσερεις υγρες ραβδωσεις (-λὴν, -λὺν, -των, -εν). Η ομιχλη τηκεται γυρω απο τα ματια του ερωντος με τον ιαμβικο ρυθμο του στιχου, ειδικα στο δευτερο μετρο (-λὺν ὸμμάτων) οπου η τομη πεφτει μεταξυ οφθαλμων και καταχνιας.
Επικοι αποηχοι κινδυνου παλι γινονται αισθητοι στις εικονες διοτι στον Ομηρο η καταχνια σκοτεινιαζει τα ματια ενος ανθρωπου την ωρα του θανατου (πρβλ. Il. 20.321; 421).
Με την αραδα 3 ο ερως ολοκληρωνει τον βιασμο του. Μια γοργη κλεψια σφυριχτα πεταει τους πνευμονες κατευθειαν εξω απο το στηθος του ερωντος. Φυσικα, αυτο τελειωνει το ποιημα: εχοντας χαθει το οργανο της αναπνοης, η ομιλια ειναι αδυνατη. Η ληστεια στηνεται με μια ακολουθια ηχων σ (πεντε) και ο στιχος διακοπτεται χωρις να συμπληρωσει το μετρικο σχημα του (ο δακτυλικος τετραμετρος θα επρεπε να ακολουθειται απο ενα ιαμβικο μετρο οπως στην αραδα 1). Το πιθανοτερο ειναι οτι η διακοπη ειναι ενα λαθος της μεταδοσης παρα παραγοντας της προθεσης του ποιητη. Προφανως η ιδια εξηγηση, δηλαδη η αποσπασματικη κατασταση του κειμενου του Αρχιλοχου, θα εδινε τον λογο για την ανεκπληρωτη συντακτικη προσμονη που στηνεται απο την συσχετικη αντωνυμια με την οποια ξεκινα το ποιημα (τοῖος). Απο την αλλη ειναι ενα πολυ προσεγμενο ποιημα, οσο παει.
Παει ως τις φρενες του ερωντος. Μετεφρασα αυτην την λεξη με 'πνευμονες' και αναφερθηκα σ' αυτην ως 'το οργανο της ανασας'. Τι ειναι η ανασα; Για τους αρχαιους Ελληνες η ανασα ειναι συνειδηση, η ανασα ειναι αντιληψη, η ανασα ειναι συγκινηση. Στην αρχαια θεωρια της φυσιολογιας οι φρένες μοιαζει να ταυτιζονται κατα προσεγγιση με τους πνευμονες και να περιεχουν το πνευμα της αναπνοης καθως ερχεται και φευγει (Onians 951, 66ff). Για τους Ελληνες ο θωρακας θεωρειται υποδοχεας αισθητηριακων εντυπωσεων και οχημα για καθε μια απο τις πεντε αισθησεις. Ακομα και η οραση για κατι, οταν βλεπεις, μπορει να αναπνεεται απο το βλεπομενο αντικειμενο και να λαμβανεται απο τα ματια του βλεποντος (π.χ. Hesiod, Scutum 7; cf. Arist., Sens. 4.437b23ff). Λεξεις, σκεψεις και κατανοηση τοσο λαμβανονται οσο και παραγονται απο τις φρένες. Ετσι στον Ομηρο οι λεξεις ειναι "πτερωτες" οταν βγαινουν απο τον ομιλουντα και "απτερες" οταν διατηρουνται στις φρένες αμιλητες (cf. Od. 17.57). Οι φρένες ειναι οργανα του νου. Οπως λεει ο Θεογνις:
Ὀϕθαλμοὶ καὶ γλῶσσα καὶ οὔατα καὶ νόος ἀνδρῶν
ἐν μέσσω̨ στηθέων ἐν συνετοῖς ϕύεται.
Τα ματια και η γλωσσα και τα αυτια και η νοημοσυνη ενος οξυνου αντρα
αναπτυσσονται στο μεσο του στηθους του.
(1163-64)
Μια τετοια συλληψη ειναι φυσικη μεταξυ ανθρωπων σ' ενα προφορικο περιβαλλον (βλ. Onians, 1951, 68). Η αναπνοη ειναι πρωταρχικη στο σημειο που ειναι η ομιλουμενη λεξη. Η συλληψη εχει σταθερη ψυχολογικη και αισθητηριακη βαση στην καθημερινη εμπειρια αυτων των ανθρωπων. Διοτι οι κατοικοι μιας προφορικης κοινωνιας ζουν πολυ πιο μυχια αναμεμειγμενοι με τον περιγυρο τους απ' ο,τι εμεις. Ο χωρος και η αποσταση μεταξυ πραγματων δεν εχουν την πρωτη σημασια. Αυτα ειναι αποψεις που αποκτουν εμφαση απο την αισθηση της ορασης. Αυτο που ειναι ζωτικο σ' εναν κοσμο ηχων, ειναι να διατηρηθει η συνεχεια. Αυτη η ταση διαπερνα την αρχαϊκη ποιηση και ειναι εντυπωσιακα παρουσα και στις θεωριες της αντιληψης των αρχαιων φυσιολόγων.
Το διασημο δογμα του Εμπεδοκλη των αναθυμιασεων, για παραδειγμα, ισχυριζεται οτι καθε τι στο συμπαν παντοτεινα εισπνεει και εκπνεει μικρα σωματιδια καλουμενα ἀπορροαὶ σε μια σταθερη ροη (Diels, VS, B89). Ολες οι αισθησεις προκαλουνται απο αυτες τις αναθυμιασεις καθως εισπνεονται και εκπνεονται απο ολη την επιφανεια του δερματος των ζωντανων οντων (B 100.1). Οι ἀπορροαὶ ειναι μεσολαβητες της αντιληψης που επιτρεπουν σε καθε τι στο συμπαν να ειναι δυνητικα 'σε επαφη' με καθε τι αλλο (πρβλ. Arist., Sens. 4.442a29). Ο Εμπεδοκλης και οι συγχρονοι του θετουν ενα συμπαν οπου τα διαστηματα μεταξυ των πραγματων αγνοουνται και οι διαδρασεις ειναι συνεχεις. Η ανασα ειναι παντου. Δεν υπαρχουν ορια.
Η ανασα του ποθου ειναι ο ερως. Αφευκτος οπως το ιδιο το περιβαλλον, με τα φτερα του κινει τον ερωτα μεσα κι εξω απ' ολα τα πλασματα κατα βουληση. Η ολοκληρωτικη ευαλωτοτητα του ατομου στην ερωτικη επιρροη συμβολιζεται μ' αυτα τα φτερα με την πολυαισθητικη δυναμη να διαπερνουν και να ελεγχουν εναν ερωντα καθε στιγμη. Φτερα και ανασα μεταφερουν τον ερωτα καθως φτερα και ανασα αποδιδουν λεξεις: μια αρχαια αναλογια αναμεσα στην γλωσσα και στον ερωτα ειναι εδω εμφανης. Η ιδια ακαταμαχητη αισθησιακη γοητεια, στα ελληνικα καλουμενη πειθώ, ειναι ο μηχανισμος του ερωτα και της πειθους στις λεξεις· η ιδια θεα (Πειθώ) παρευρισκεται στον γητευτη και στον ποιητη. Ειναι μια αναλογια που εχει τελειως νοημα στο πλαισιο της προφορικης ποιησης οπου ο Ερως και οι Μουσες σαφως μοιραζονται ενα οργανο βιαιης αισθησιακης επιθεσης. Ενας ακροατης που ακουει μια προφορικη απαγγελια ειναι, οπως το θετει ο Herman Fränkel, "ενα ανοιχτο πεδιο" (1973, 524) στο οποιο ηχοι αναπνεονται σε μια συνεχη ροη απο το στομα του ποιητη. Γραπτες λεξεις, απο την αλλη, δεν παρουσιαζουν ενα τετοιο περα για περα πειστικο αισθησιακο φαινομενο. Η γραμματεια αποαισθητοποιει λεξεις και αναγνωστη. Ενας αναγνωστης πρεπει να αποσυνδεσει τον εαυτο του απο την εισροη αισθητηριακων εντυπωσεων που μεταφερονται με την μυτη, το αυτι, την γλωσσα και το δερμα αν ειναι να συγκεντρωθει στο αναγνωσμα του. Ενα γραπτο κειμενο χωριζει τις λεξεις την μια απο την αλλη, χωριζει τις λεξεις απο το περιβαλλον, χωριζει τις λεξεις απο τον αναγνωστη (η τον συγγραφεα) και χωριζει τον αναγνωστη (η τον συγγραφεα) απο το περιβαλλον του. Ο χωρισμος ειναι οδυνηρος. Το στοιχειο των επιγραφων δειχνει ποσο χρονο παιρνει στους ανθρωπους να συστηματοποιησουν την διαιρεση σε λεξεις στην γραφη, ενδειξη του νεωτερισμου και της δυσκολιας αυτης της εννοιας. Οι γραπτες λεξεις ως διαχωρισιμες, ελεγξιμες μοναδες νοηματος, καθε μια με το ορατο της συνορο, καθε μια με την δικη της σταθερη και ανεξαρτητη χρηση, πετανε τον χρηστη τους στην απομονωση.
Το οτι οι λεξεις εχουν ορια ειναι τοτε μια ενοραση ζωντανοτατη για τον αναγνωστη, η για τον συγγραφεα τους. Ακουσμενες λεξεις μπορει να μην εχουν ορια, η να εχουν ευελικτα ορια· προφορικες παραδοσεις δεν εχουν καποια εννοια της 'λεξης' ως παγιωμενου και οριοθετημενου φωνηματος, η μπορουν να χρησιμοποιουν μια ευελικτη εννοια. Η λεξη του Ομηρου για την 'λεξη' (ἔπος) περιλαμβανει τα νοηματα 'ομιλια', 'παραμυθι', τραγουδι', 'αραδα στιχου', η 'επικη ποιηση ως ολον'. Ολα τους ειναι αναπνευσιμα. Τα ορια ειναι ασχετα.
Ομως για τον Αρχιλοχο το οριο εχει μια καθαρη σχετικοτητα. Οι λεξεις του σταματουν στην μεση της αναπνοης. "Ενας ποιητης οπως ο Αρχιλοχος", λεει ο ιστορικος Werner Jaeger, "εχει μαθει πως να εκφραζει με την δικη του προσωπικοτητα ολον τον αντικειμενικο κοσμο και τους νομους του, να τους αντιπροσωπευει στον εαυτο του (1934-1947, 1:114). Ο Αρχιλοχος, μοιαζει σαν απο τα γενοφασκια του, κατανοει τον νομο που διαφοροποιει εαυτο απο μη-εαυτο, διοτι ο Ερως τον ξεσκιζει ακριβως στο σημειο που βρισκεται η διαφορα. Για τον Αρχιλοχο το να γνωριζεις τον ποθο, το να γνωριζεις τις λεξεις ειναι θεμα αντιληψης των οριων μεταξυ μιας οντοτητας και μιας αλλης. Ειναι της μοδας να λεγεται οτι αυτο ειναι αληθεια για καθε γλωσσικη εκφραση. "Στην γλωσσα εχει μονο διαφορες" μας λεει ο Saussure (1971, 120), και εννοει οτι τα φωνηματα δεν χαρακτηριζονται απο τις θετικες τους ποιοτητες αλλα απο το γεγονος οτι ειναι διακριτα. Και παλι η ατομικοτητα των λεξεων πρεπει να γινει ειδικα αισθητη απο καποιον για τον οποιο τα γραπτα φωνηματα ειναι ενας νεωτερισμος και τα ορια των λεξεων με καινουργιο τροπο ακριβη.
Στο επομενο τμημα θα παρατηρησουμε το ελληνικο αλφαβητο απο πολυ κοντα και θα εξετασουμε πως η ιδιαιτερη ευφυια του συνδεεται με μια ιδιαιτερη ευαισθησια για τα ορια. Ομως προσωρας ας δουμε το φαινομενο του αρχαϊκου συγγραφεα απο μια ευρυτερη γωνια. Στον Αρχιλοχο και στους αλλους αρχαϊκους ποιητες βλεπουμε ανθρωπους που τους βρηκαν νεοι τροποι να σκεφτονται τα ορια - τα ορια ηχων, γραμματων, λεξεων, αισθηματων, συμβαντων στον χρονο, εαυτων. Αυτο ειναι φανερο στον τροπο με τον οποιο χρησιμοποιουν τα υλικα της ποιησης, οπως και στα πραγματα που λεγουν. Συστολη και εστιασμος ειναι ο μηχανισμος της λυρικης διαδικασιας. Το σαρωμα της επικης αφηγησης συστελλεται σε μια στιγμη συγκινησης· το καστ των χαρακτηρων του περικοπτεται σε ενα εγω· το ποιητικο ματι μπαινει στο θεμα του με μια και μονη αχτιδα. Η εκφορα και το μετρο αυτων των ποιητων μοιαζει να αντιπροσωπευει ενα συστηματικο σπασιμο των πελωριων παγετωνων του ποιητικου συστηματος του Ομηρου. Επικες φορμες φρασης και ρυθμου διαπερνουν την λυρικη ποιηση, ομως διασπωνται και συλλεγονταν σε ακανονιστα σχηματα και ενωσεις. Ενας ποιητης οπως ο Αρχιλοχος αναδεικνυεται μαστορας τετοιων συνδυασμων, με οξεια επιγνωση του οριου αναμεσα στην δικη του διαδικασια και την επικη: ειδαμε ποσο επιδεξια δενει δακτυλικες με ιαμβικες μοναδες στον πρωτο στιχο του αποσπασματος 191, ετσι ωστε ο Ερως πληττει την καρδια του ερωντος ακριβως εκει που ο επικος τετραμετρος σπαζει σε ιαμβικο τρομο.
Τα σπασιματα διακοπτουν τον χρονο και αλλαζουν τα δεδομενα του. Τα γραπτα κειμενα του Αρχιλοχου αποσπουν κομματια των περαστικων ηχων απο τον χρονο και τα κρατουν ως δικα του. Τα σπασιματα κανουν ενα προσωπο να σκεφτεται. Οταν αναλογιζομαι τα φυσικα διαστηματα που αρθρωνουν τα γραμματα 'I love you' σ' ενα γραπτο κειμενο, μπορει να οδηγηθω να σκεφτω αλλα διαστηματα, για παραδειγμα το διαστημα που εκτεινεται αναμεσα στο 'you' στο κειμενο και you στην ζωη μου. Και τα δυο ειδη διαστηματων παροντικοποιουνται με μια πραξη συμβολοποιησης. Και τα δυο απαιτουν τον νου να τεινει απο αυτο που ειναι παρον και επικαιρο προς κατι αλλο, κατι στην ματια της φαντασιας. Σε γραμματα οπως αυτα του ερωτα, να φανταζεσαι ειναι να απευθυνεσαι σε κατι που δεν ειναι. Για να γραφω λεξεις τοποθετω ενα συμβολο στην θεση ενος αποντος ηχου. Το να γραφω τις λεξεις 'I love you' απαιτει μια περαιτερω, αναλογη αντικατασταση, μια που ειναι πολυ περισσοτερο επωδυνη για ο,τι συνεπαγεται. Η απουσια σου απο το συντακτικο της ζωης μου δεν ειναι ενα γεγονος που αλλαζει με τις γραμμενες λεξεις. Και ειναι το απλο γεγονος που κανει μια διαφορα για τον ερωντα, το γεγονος οτι εσυ κι εγω δεν ειμαστε ενα. Ο Αρχιλοχος διαβαινει το οριο αυτου του γεγονοτος μπαινοντας στην ακραια μοναχικοτητα.
Ποθε! οι προθεσεις σου χτυπανε στο κεντρο
Κανεις δυνατα πραγματα που δεν φανταζανε ετσι,
Επικοινωνεις με ονειρα· - πως γινεται τουτο; -
Με ο,τι εξωπραγματικο συνεργος, τεχνη εσυ,
Κι αδελφωμενη με το μηδεν
Shakespeare, Το παραμυθι του χειμωνα
Φαντασου μια πολη οπου δεν υπαρχει ποθος. Ας υποθεσουμε προς στιγμη οτι οι κατοικοι της πολης συνεχιζουν να τρωνε, να πινουν και να αναπαραγονται με καποιον μηχανικο τροπο· και παλι η ζωη τους φανταζει επιπεδη. Δεν θεωρητικολογουν, δεν παιζουν σβουρες και δεν μιλουν μεταφορικα. Λιγοι σκεφτονται ν' αποφευγουν τον πονο· κανενας δεν δινει δωρα. Θαβουνε τους νεκρους τους και ξεχνανε που. Ο Ζηνων βρισκεται να εχει εκλεγει δημαρχος και πιανει δουλεια αντιγραφοντας τον νομικο κωδικα σε φυλλα απο μπρουντζο. Καποια φορα ενας αντρας και μια γυναικα μπορει να παντρευτουν και να ζησουν πολυ ευτυχισμενοι, σαν ταξιδιωτες που γνωριζονται τυχαια σ' ενα πανδοχειο· την νυχτα οταν αποκοιμιουνται ονειρευονται το ιδιο ονειρο οπου παρατηρουν μια φωτια να κινειται κατα μηκος ενος σκοινιου που τους δενει μεταξυ τους, ομως ειναι απιθανο το πρωι να θυμουνται το ονειρο. Η τεχνη της αφηγησης παραμυθιων ειναι ευρεως παραμελημενη.
Μια πολη χωρις ποθο ειναι εν ολιγοις πολη χωρις φαντασια. Εδω οι ανθρωποι σκεφτονται μονο ο,τι ξερουν ηδη. Ο μυθος ειναι απλα παραποιηση της αληθειας. Η αγαλλιαση ειναι εκτος θεματος (μια εννοια που πρεπει να κατανοηθει σε ιστορικους ορους). Αυτη η πολη εχει μια ακινητικη ψυχη, μια κατασταση που ο Αριστοτελης θα εξηγουσε ως εξης. Οποτε ενα πλασμα τεινει προς αυτο που ορεγεται, λεει ο Αριστοτελης, αυτη η κινηση ξεκινα ως ενεργεια της φαντασιας, την οποια αποκαλει φαντασία. Χωρις τετοιες ενεργειες ουτε τα ζωα ουτε οι ανθρωποι θα μπορουσαν να τεινουν περα απο την παρουσα κατασταση, η περαν αυτου που γνωριζουν ηδη. Η φαντασία παρακινει τον νου στην κινηση με την δυναμη της, της αναπαραστασης· με αλλα λογια η φαντασια προετοιμαζει τον ποθο αναπαριστωντας το ποθουμενο αντικειμενο ως ποθητο στον νου του ποθουντος. Η φαντασία λεει στον νου μια ιστορια. Η ιστορια ενα πραγμα πρεπει να κανει καθαρο, τουτεστιν την διαφορα αναμεσα σ' αυτο που ειναι παρον/επικαιρο/γνωστο και σ' αυτο που δεν ειναι, την διαφορα αναμεσα στον ποθουντα και στο ποθουμενο (Arist., De An. 3.10.433a-b).
Ειδαμε τι σχημα παιρνει αυτη η ιστορια οταν οι ποιητες την λενε σε λυρικα ποιηματα, οταν οι λογοτεχνες την γραφουν σε μυθιστορηματα, οταν οι φιλοσοφοι την αποδιδουν ως διαλεκτικη. Για να κοινωνηθει η διαφορα αναμεσα σ' αυτο που ειναι παρον/επικαιρο/γνωστο και σ' αυτο που ειναι λειπον/δυνητικο/αγνωστο, χρειαζεται ενα κυκλωμα τριων σημειων. Θυμηθειτε την δομη του αποσπασματος 31 της Σαπφους: ενα "ερωτικο τριγωνο" οπου και τα τρια συστατικα του ποθου καθιστανται ορατα δια μιας, τροπον τινα ηλεκτριζονται. Κατα την μελετη μας αυτου του ποιηματος προτειναμε οτι το τριγωνικο του σχημα ειναι περισσοτερο απο μια αυθαιρετη κομψοτητα εκ μερους του ποιητη. Ο ποθος δεν μπορει να εννοηθει ξεχωρα απ' αυτες τις τρεις γωνιες. Η συλληψη του Αριστοτελη για την φαντασία ισως μας βοηθησει να δουμε πως αυτο ειναι ετσι. Στην οπτικη του καθε ποθων νους τεινει προς το αντικειμενο του μεσω μιας φαντασιακης ενεργειας. Αν αυτο ειναι αληθεια, κανενας ερων, ποιητης, η κατι αλλο, δεν μπορει να κρατησει τον ποθο του μακρια απο το εικονικο, τριγωνιζον εγχειρημα που μας εμφανιζεται απο την Σαπφω στο αποσπασμα 31. "Ο ερωτας κανει τον καθε ανθρωπο ποιητη" λεει μια αρχαια σοφια (Eur. Sthen., TGF, fr.663; Pl. Symp. 196e).
Ο ερωτας ειναι παντα μια ιστορια οπου αλληλεπιδρουν ερων, ερωμενος και η διαφορα μεταξυ τους. Η αλληλεπιδραση ειναι ενας μυθος που διακανονιζεται απο τον νου του ερωντος. Κουβαλα ενα συγκινησιακο φορτιο, μαζι μισητο και απολαυστικο και εκπεμπει ενα φως σαν γνωση. Κανενας δεν ειδε αυτο το θεμα καθαροτερα απο την Σαπφω. Κανενας δεν συνελαβε τα χαρακτηριστικα του ακριβεστερα σε επιθετα. Ειδαμε σε προηγουμενες σελιδες κατι απο την δυναμη του νεολογισμου της γλυκύπικρον. Εδω ειναι μια αλλη ταμπελα που επινοησε για να χαρακτηρισει την ερωτικη εμπειρια:
τὸν Ἔρωτα Σωκράτης σοφιστὴν λέγει, Σαπφὼ μυθοπλόκον.
Ο Σωκρατης αποκαλει τον ερωτα σοφιστη, μα η Σαπφω "μυθοπλοκο" [μυθοπλόκον].
λεει ο Μαξιμος ο Τυριος (18.9; Sappho, LP, fr. 188). Το επιθετο μυθοπλόκος, καθως και το πλαισιο στον οποιο ο Μαξιμος το διατηρησε για μας, συγκεντρωνει καποιες σημαντικες πτυχες του ερωτα. Για την Σαπφω το ποθητο του ποθου μοιαζει να συνδεεται με την εικονικη διαδικασια που ονομαζει "πλοκη του μυθου". Ο Σωκρατης απο την αλλη βλεπει σ' αυτην την διαδικασια κατι που μοιαζει με σοφιστεια. Ποσο ερεθιστικη αυτη η ευθυγραμμιση Σαπφους και Σωκρατη, αυτες οι αγκυλες που βαζουν μεσα τους τον μυθολογο με τον δασκαλο της σοφιας: εχουν κοινο τον ερωτα. Πως αυτο;
Κατα τις αναγνωσεις μας ελληνικων κειμενων ακολουθησαμε τα ιχνη μιας αρχαιας αναλογιας αναμεσα στην επικληση της γνωσης και την επικληση της αγαπης απο το πρωιμοτατο λειψανο της στο ρημα μνάομαι. Ας ξαναδουμε αυτην την αναλογια αναθετοντας στην Σαπφω και στον Σωκρατη να εκπροσωπησουν του δυο της πολους. Μολις το κανουμε πεφτουμε σε μια δυσκολια. Ο Σωκρατης, απο την δικη του την μαρτυρια, προτιμα να συντηξει τους δυο πολους σε εναν. Ειναι ενα και μοναδικο ερωτημα που διαπερνα την ζωη του ολοκληρη, μια και μοναδικη ερευνα στην οποια κατανοηση του αληθινα πραγματικου και επιδιωξη του αληθινα ποθητου ταυτιζονται. Δυο φορες στους πλατωνικους διαλογους μιλα για την αναζητηση του της σοφιας και ισχυριζεται οτι η γνωση του, ως αυτη τουτη, δεν ειναι παρα γνωση "ερωτικων πραγματων" (τά ἐρωτικά: Symp. 177d; Theag. 128b). Σε κανενα απο τα δυο χωρια δεν μας λεει τι εννοει με τά ἐρωτικά, τα "ερωτικα πραγματα". Ομως μπορουμε να το συναγουμε απο την ιστορια της ζωης του.
Το αγαπουσε να κανει ερωτησεις. Το αγαπουσε να ακουει απαντησεις, να κατασκευαζει επιχειρηματα, να εξεταζει ορισμους, να αποκαλυπτει γριφους και να τους παρατηρει να φωτιζονται ο ενας μετα τον αλλο σε μια δομη που διανοιγεται προχωρωντας μεσω του λόγου σαν σπειροειδης δρομος (Pbdr. 274a; cf. 272c) η ιλιγγος (Soph. 264c). Το αγαπουσε, δηλαδη την διαδικασια να φτανει σε γνωση. Σχετικα με αυτην την αγαπη ειναι ειλικρινης και ακριβης. Μας λεει ακριβως που εχει ο ερωτας τον τοπο του στην διαδικασια της γνωσης, η της σκεψης. Ο ερως βρισκεται στην διατομη δυο αξιωματων της νοησης, διοτι ο λόγος προχωρα με δυο ταυτοχρονες λειτουργιες. Αφενος ο νοων νους πρεπει να αντιληφθει και να συγκεντρωσει ορισμενα διασπαρτα επιμερους πραγματα ωστε να διευκρινισει το πραγμα που θελει να εξηγησει οριζοντας το. Αυτη ειναι η πραξη της "συλλογης" (συναγωγή: Pbdr. 265d-e). Αφετερου ειναι αναγκαιο να διαιρεθουν τα πραγματα σε ταξεις εκει οπου ειναι οι φυσικες ενωσεις: αυτη η πραξη ειναι η "διαιρεση" (διαίρεσις, 265e). Που θα πει οτι σκεφτομαστε προβαλλοντας ομοιοτητα επανω σε διαφορα, συλλεγοντας πραγματα σε μια σχεση η ιδεα, ενοσω συγχρονως διατηρουμε τις διακρισεις μεταξυ τους. Ενας νοων νους δεν απορροφαται απο αυτο που γνωριζει. Τεινει να συλλαβει κατι που σχετιζεται με τον εαυτο του και την παρουσα γνωση του (κι ετσι δυναμενο να γνωστει σε εναν βαθμο) ομως και παλι ξεχωρο απο τον εαυτο του και απο την παρουσα γνωση του (μη ταυτοσημο μ' αυτα). Σε καθε πραξη της σκεψης ο νους πρεπει να φτασει στο διαμεσο αυτου του διαστηματος μεταξυ γνωστου και αγνωστου, συνδεοντας το ενα με το αλλο, αλλα και παλι διατηρωντας ορατη την διαφορα τους. Ειναι ενα ερωτικο διαστημα. Το να απλωνεσαι στο διαμεσο ειναι ζορικο· μοιαζει να απαιτειται ενα ειδος στερεοσκοπιας. Μελετησαμε αυτην την στερεοσκοπικη δραστηριοτητα σε αλλα πλαισια, για παραδειγμα στο αποσπασμα 31 της Σαπφους. Το ιδιο τεχνασμα που αποκαλεσαμε "ερωτικο τρικ" σε μυθιστορηματα και ποιηματα τωρα φαινεται να συγκροτει την ιδια την δομη της ανθρωπινης σκεψης. Οταν ο νους τεινει προς το να γνωρισει, ανοιγει το διαστημα του ποθου και αναδιδεται αναγκαστικα ενας μυθος.
Ειναι αυτο το διαστημα, στο σημειο οπου διατεμνονται τα δυο αξιωματα της σκεψης, οπου ο Σωκρατης εντοπιζει τον ερωτα. Περιγραφει "συλλογη και διαιρεση" ως την δραστηριοτητα που τον ενδυναμωνει στο να μιλα και να σκεφτεται (Phdr. 266b). Και ισχυριζεται οτι ειναι ερωτευενος μ' αυτην την δραστηριοτητα:
Τούτων δὴ ἔγωγε αὐτός τε ἐραστής, ὦ Φαῖδρε, τῶν διαιρέσεων καὶ συναγωγῶν.…
Το θεμα ειναι, Φαιδρε, οτι εγω ο ιδιος ειμαι εραστης [ἐραστής] αυτων των διαιρεσεων και των συλλογων. (Phdr. 266b; cf. Phlb. 16b)
Ειναι εκπληκτικο να το λεει αυτο κανεις. Ομως πρεπει να το εννοουσε: περασε την ζωη του μ' αυτην την δραστηριοτητα, παρακινουμενος απο ενα και μοναδικο ερωτημα. Ηταν ενα ερωτημα που αφυπνιστηκε μεσα του απο την Πυθια στους Δελφους οταν αυτη, συμφωνα με μια γνωστη ιστορια που εξιστορειται στην Ἀπολογία του Πλατωνα, κηρυξε τον Σωκρατη ως τον σοφοτερο αντρα. Μετα απο σοβαρη ερευνα και σκεψη παντως εφτασε σ' ενα συμπερασμα για το τι εννοουσε ο χρησμος:
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτω̨ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδέ οἴομαι εἰδέναι.
Τουλαχιστον σ' αυτο το ενα μικρο πραγμα φαινεται να ειμαι σοφοτερος - στο οτι δεν πιστευω πως γνωριζω αυτα που δεν γνωριζω (Ap. 21d)
Μια δυναμη να βλεπει την διαφορα αναμεσα σε ο,τι ειναι γνωστο και σε ο,τι ειναι αγνωστο συνιστα την σοφια του Σωκρατη και κινητοποιησε την ερευνητικη του ζωη. Η δραστηριοτητα του απλωματος σ' αυτην την διαφορα ειναι αυτη της οποιας παραδεχεται οτι ειναι εραστης.
Απο την μαρτυρια εραστων οπως ο Σωκρατης και η Σαπφω μπορουμε να κατασκευασουμε το πως θα ηταν να ζεις σε μια πολη χωρις ποθο. Και ο φιλοσοφος και η ποιητρια βρισκονται να περιγραφουν τον ερωτα με εικονες και μεταφορες του πεταγματος, καθως ο ποθος ειναι μια κινηση που φερνει τις καρδιες που λαχταρανε απο εδω προς τα κει, εκτοξευοντας τον νου σε μια ιστορια. Στην πολη χωρις ποθο τετοιες πτησεις ειναι αδιανοητες. Τα φτερα μενουν διπλωμενα. Το γνωστο και το αγνωστο μαθαινουν να ευθυγραμμιζονται το ενα πισω απο το αλλο ετσι ωστε, εφοσον εισαι τοποθετημενος στην καταλληλη γωνια, μοιαζουν να ειναι ενα και το αυτο. Αν υπηρχε ορατη διαφορα, θα το εβρισκες δυσκολο να μιλησεις ετσι, γιατι το χρησιμο ρημα μνάομαι θα καταντουσε να σημαινει 'a fact is a fact.’ Για να φτασεις σε κατι αλλο απο τα facts θα σε παει περαν αυτης της πολης και ισως, οπως στον Σωκρατη, περαν αυτου του κοσμου. Ειναι μια προταση υψηλου κινδυνου, οπως πολυ καθαρα το ειδε ο Σωκρατης, να φτασεις στην διαφορα μεταξυ γνωστου και αγνωστου. Θεωρησε το ρισκο αξιο να το παρει γιατι ηταν εραστης με την επικληση καθαυτην. Και ποιος δεν ειναι;