Υπηρξε το πρωτο μιας σειρας σεμιναριων που συνεχιστηκαν στο σπιτι του Medard Boss, στο προαστιο της Ζυριχης Zollikon και ειναι γνωστα ως "Σεμιναρια του Zollikon"
Αυτό το σχέδιο είναι μόνο για να καταστήσει σαφές ότι η ανθρώπινη ύπαρξη, στο ουσιακό της θεμέλιο, ποτέ δεν είναι ένα κάπου παρόν αντικείμενο, και βεβαίως διόλου δεν είναι ένα αντικείμενο κλεισμένο στον εαυτό του. Πολύ περισσότερο αυτή η ύπαρξη συνίσταται "απλώς" σε δυνατότητες πρόσληψης, απρόσιτες οπτικά και απτικά, που είναι στραμμένες προς ό,τι την συναντά και της μιλάει. Όλες οι μέχρι τούδε συνήθεις στην Ψυχολογία και Ψυχοπαθολογία αντικειμενοποιούσες κυστοειδείς παραστάσεις μιας ψυχής, ενός υποκειμένου, ενός προσώπου, ενός Εγώ, μιας συνείδησης, στην οπτική της Αναλυτικής του Dasein πρέπει να εξαφανιστούν χάριν μιας τελείως άλλης κατανόησης. H νέα θεμελιακή οντότητα που έχει να ιδωθεί, πρόκειται να ονομαστεί Da-sein ή Είναι-στον-κόσμο. Όπου πάντως το Da αυτού του Da-sein ακριβώς και δεν εννοεί, όπως απλοϊκά συμβαίνει, ένα για τον παρατηρητή κοντινό σημείο του χώρου. Πολύ περισσότερο η ύπαρξη ως Da-sein σημαίνει το κράτημα ανοιχτής μιας περιοχής, που μέσα από την αιθρίασή της γίνεται δυνατή η πρόσληψη των σημασιοτήτων των δεδομένων που της μιλούν. Το ανθρώπινο Da-sein είναι ως περιοχή δυνητικής πρόσληψης, και ποτέ ένα απλά παρόν αντικείμενο. Μάλιστα δεν είναι διόλου και σε καμιά περίπτωση κάτι που μπορεί να αντικειμενοποιηθεί.
Αυτό το σχέδιο είναι μόνο για να καταστήσει σαφές ότι η ανθρώπινη ύπαρξη,
Ποια η διαφορά ανάμεσα στο "άνθρωπος" και στο "ανθρώπινη ύπαρξη";
Όταν λέμε "ο άνθρωπος" μιλούμε για ένα κάτι, ένα αντικείμενο (Μ' αυτήν την έννοια και το "υποκείμενο", καθότι επίσης συνιστά ένα "κάτι", στην φιλοσοφία εννοείται ως αντικείμενο.) Τότε τα ζητήματα για τον άνθρωπο συνιστούν άμεσες ή έμμεσες απαντήσεις στην ερώτηση "τι είναι [αυτό το "κάτι",] ο άνθρωπος;"
Όταν τώρα μιλούμε για την "ανθρώπινη ύπαρξη", δεν αναφερόμαστε στον άνθρωπο ως "κάτι", αλλά ως προς την οπτική του ότι υπάρχει, ότι είναι.
Το κείμενο του Heidegger έχει την μορφή της αντιπαράθεσης των δύο αυτών οπτικών.
στο ουσιακό της θεμέλιο,
Θα πει: Στις πρώτες προϋποθέσεις της. Έτσι π.χ. η προϋπόθεση του τι είναι ο άνθρωπος, το "ουσιακό θεμέλιο" για κάθε τι που είναι ο άνθρωπος, είναι το ότι ο άνθρωπος είναι.
Το "ουσιακό θεμέλιο" του ανθρώπου είναι η "ύπαρξή" του.
ποτέ δεν είναι ένα κάπου παρόν αντικείμενο,
"Ποτέ"; Όταν π.χ. οδηγώντας το αυτοκίνητο προσέχω να αποφύγω τον πεζό που περνάει τον δρόμο, δεν τον αντιλαμβάνομαι σαν ένα φυσκό σώμα σε ένα ορισμένο σημείο, που κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση με αυτήν την ταχύτητα, και προσαρμόζω την δική μου κατεύθυνση και ταχύτητα ανάλογα;
Και βέβαια εδώ αντιλαμβάνομαι τον άνθρωπο ως αντικείμενο. Όμως τότε δεν τον αντιλαμβάνομαι "στο ουσιακό του θεμέλιο". Τον αντιλαμβάνομαι στο "τι είναι", δηλαδή εδώ ως φυσικό σώμα με ορισμένα χαρακτηριστικά. Το ότι είναι, μένει εδώ, και πάντα σχεδόν στις καθημερινές μας συναλλαγές, αγνοημένο.
Και πότε χρειάζεται να αντιληφθώ την "ανθρώπινη ύπαρξη στο ουσιακό της θεμέλιο";
Όταν κι εφόσον μου γίνει ανάγκη: Όταν κι εφόσον μου ανοίξουν τα μάτια και αναγνωρίσω πως στον άνθρωπο ως αντικείμενο ο άνθρωπος ως άνθρωπος, δηλαδή στο "ουσιακό του θεμέλιο", κινδυνεύει να χαθεί.
Η ψυχοθεραπεία και η φαρμακοθεραπεία που προσβλέπουν στην διαχείριση προβλημάτων, εκλαμβάνουν τον άνθρωπο ως αντικείμενο.
Η "φαινομενολογική-υπαρξιακή" ψυχοθεραπεία κατευθύνεται προς την άλλη δυνατότητα
και βεβαίως διόλου δεν είναι ένα αντικείμενο κλεισμένο στον εαυτό του.
Ο Heidegger εδώ αναφέρεται στην θεώρηση του ανθρώπου που στην φιλοσοφία καλείται "μονισμός": Ο άνθρωπος ως "μόνος".
Κυρίως χάρη στο έργο του Heidegger και του Wittgenstein, ο μονισμός ανήκει σε μια εποχή της φιλοσοφικής νόησης που πλέον αποτελεί παρελθόν. Παρολαυτά, σαν συνηθισμένη ανθρώπινη στάση, παραμένει κυρίαρχος.
Κυριαρχεί επίσης στην επιστημονκή σκέψη, και ακόμη στο σύνολο των ψυχιατρικών και ψυχολογικών θεωρήσεων. (Βλέπε παρακάτω.)
Πολύ περισσότερο αυτή η ύπαρξη συνίσταται "απλώς" σε δυνατότητες πρόσληψης,
Δηλαδή: Αυτή, η ανθρώπινη, ύπαρξη, καθότι μη "κλεισμένη στον εαυτό της", συνίσταται σε "δυνατότητες πρόσληψης".
Δηλαδή καθαυτήν δεν είναι παρά ένα άνοιγμα προς ..., μια δεκτικότητα για ..., μια έκθεση σε ... ό,τι την συναντά και της μιλάει.
Εδώ δεν λέγεται το τι είναι ο άνθρωπος αλλά περιγράφεται το ότι του Είναι του.
απρόσιτες οπτικά και απτικά ,
Οι "δυνατότητες πρόσληψης", και οι διευκρινιστικές μου λέξεις "άνοιγμα", "δεκτικότητα", "έκθεση", δεν αναφέρονται σε περιστασιακά γεγονότα ή καταστάσεις που άλλοτε συμβαίνουν κι άλλοτε όχι.
Γι' αυτό και εδώ δεν πρόκειται για "πρόσληψη" με την έννοια της αισθητηριακής, "οπτικής, απτικής" αντίληψης από κάτι: Η άνθρώπινη ύπαρξη είναι, υπάρχει εξ υπαρχής, ως "δυνατότητες πρόσληψης"
που είναι στραμμένες προς ό,τι την συναντά και της μιλάει.
Το "και" πρέπει να το ακούσουμε επεξηγηματικά: "την συναντά" θα πει "της μιλάει".
Όπως λέμε πως αυτό κι εκείνο "μου μιλάει", "μου λέει κάτι".
Κάθε αληθινή, δηλαδή στον άνθρωπο ως άνθρωπο προσιδιάζουσα και τον άνθρωπο ως άνθρωπο εκπληρούσα συνάντηση άγεται από ένα τέτοιο, άφωνο, μίλημα.
Όλες οι μέχρι τούδε συνήθεις στην Ψυχολογία και Ψυχοπαθολογία αντικειμενοποιούσες κυστοειδείς παραστάσεις μιας ψυχής, ενός υποκειμένου, ενός προσώπου, ενός Εγώ, μιας συνείδησης,
Ο μονισμός στην ψυχολογία και στην ψυχοπαθολογία δηλώνεται στις βασικές τους έννοιες, που έχουν μορφή αντικειμένου και "κύστης":
-Η ψυχή, ένα αντικείμενο "μόνο", ως π.χ. το "μαύρο κουτί" μεταξύ ερεθίσματος και αντίδρασης, ως το κλειστό σύστημα ενός "ψυχικού οργάνου", ως γενικό όνομα για κύκλους επανατροφοδότησης, στην "συστημική", στην γνωσιακή-νευροχημκή θεώρηση κλπ.
-Το υποκείμενο, ένα αντικείμενο "μόνο", ως ιστάμενο από την μία πλευρά κι έχοντας απέναντί του τα "αντικείμενα", προς τα οποία πρέπει να κατασκευάζει γέφυρες.
-Το πρόσωπο, ένα αντικείμενο "μόνο", καθόσον εννοεί τον εαυτό του μέσα από το "προσωπικό", απ' αυτό που είναι μόνο δικό του.
-Το Εγώ, ένα αντικείμενο "μόνο", ως ιστάμενο απέναντι σ' ένα Εσύ και χωρισμένο απ' αυτό.
-Η συνείδηση (και, άρρηκτα δεμένο μ' αυτήν, το "υποσυνείδητο"), ένα αντικείμενο "μόνο", ως ή έδρα του "μέσα μου", του εσωτερικού κόσμου απέναντι σ' έναν εξωτερικό κόσμο και χωρισμένη απ' αυτόν.
στην οπτική της Αναλυτικής του Dasein
δηλαδή στην οπτική της ανθρώπινης ύπαρξης, του ότι ο άνθρωπος είναι, και όχι στην οπτική του τι είναι
πρέπει να εξαφανιστούν
ως αναρμόδιες
χάριν μιας τελείως άλλης κατανόησης. H νέα θεμελιακή οντότητα που έχει να ιδωθεί, πρόκειται να ονομαστεί Da-sein
Το Da είναι δεικτικό επίρρημα του τόπου: Να! Εδώ!, ή: Να! Εκεί!).
Sein θα πει: Είναι.
Στην καθομιλουμένη γερμανική Dasein θα πει κάτι σαν "ύπαρξη".
ή Είναι-στον-κόσμο.
Το δεικτικό Da δείχνει στον κόσμο.
Το Είναι-στον-κόσμο καταρχήν στρέφεται εναντίον του μονισμού και, όσο μας αφορά ιδιαίτερα, εναντίον των "αντικειμενικών-κυστοειδών παραστάσεων" ψυχής, υποκειμένου, προσώπου, Εγώ, συνείδησης.
Da-sein ως Είναι-στον-κόσμο θα πει ότι ο άνθρωπος στο Είναι του είναι ήδη από πάντα "έξω", ανοιχτός και μέτοχος στον κόσμο.
Αυτό για τον Heidegger δεν θα πει ότι κανείς δεν μπορεί και να αποσύρεται, να κλείνεται "στον εαυτό του", να είναι μόνος, "στον κόσμο του", κλπ. Θα πει ότι, όπως μόνον ένας βλέπων μπορεί και να είναι τυφλός, μόνον εκείνος που καταρχήν είναι-στον-κόσμο μπορεί και να αποσύρεται, να κλείνεται, να είναι μόνος, "στον κόσμο του".
Όπου πάντως το Da αυτού του Da-sein ακριβώς και δεν εννοεί, όπως απλοϊκά συμβαίνει, ένα για τον παρατηρητή κοντινό σημείο του χώρου. Πολύ περισσότερο η ύπαρξη ως Da-sein σημαίνει το κράτημα ανοιχτής μιας περιοχής,
Αυτό το "κράτημα" δεν είναι ποτέ απόφαση και πράξη, όπως όταν κρατάω μια θέση στο τραπέζι ή στην κερκίδα για τον φίλο μου. Ο άνθρωπος ως άνθρωπος θα πει: "Κράτημα ανοιχτής μιας περιοχής ..."
Και αυτή η περιοχή πάλι δεν είναι ένα αντικείμενο, δεν είναι η μια και η άλλη "περιοχή", όπως χρησιμοποιούμε την λέξη αναφερόμενοι σε έναν γεωγραφικό ή ιδεατό τόπο τον οποίο μπορούμε να πλησιάζουμε, να αποφεύγουμε, να αγνοούμε κλπ.
Η εδώ εννοούμενη περιοχή είμαστε εμείς οι ίδιοι, ακριβώς όπως το εκάστοτε οπτικό μας πεδίο είναι το ίδιο το βλέμμα μας.
Ο άνθρωπος ως άνθρωπος θα πει: "Κράτημα ανοιχτής μιας περιοχής ..."
Αυτή ακριβώς η περιοχή είναι το Da του Da-sein, είναι ο "κόσμος" του Είναι-στον-κόσμο.
που μέσα από την αιθρίασή της
Η εν λόγω περιοχή χαρακτηρίζεται από ένα Αίθριο [Lichtung]. Όμως και πάλι όχι με την έννοια μιας ατμόσφαιρας, μιας νύχτας κλπ. που μπορεί να είναι αίθρια, μπορεί και όχι.
Εδώ το Αίθριο ονομάζει αυτήν τούτη την περιοχή, είναι το προχωρημένο όνομα του Heidegger για το Da- του Dasein, για τον κόσμο του Είναι-στον-Κόσμο.
Ο άνθρωπος, καλύτερα: η ανθρώπινη ύπαρξη, έτσι λέγεται στο όψιμο έργο, είναι η Έν-σταση στο Αίθριο.
Αυτό θα πει το "ανοιχτό", το "έκθετο", το "δεκτικό" του ανθρώπου ως ανθρώπου.
γίνεται δυνατή η πρόσληψη
Και εδώ πάλι δεν πρόκειται για την μια ή την άλλη πρόσληψη, αλλά για το ότι σ' αυτό το Αίθριο ανήκει η πρόσληψη.
Και τούτο όχι σαν χρονική ακολουθία, όπου πρώτα είναι το Αίθριο και μέσα απ' αυτό μπορούμε να προσλαμβάνουμε, αλλά Αίθριο και Πρόσληψη είναι το αυτο, με τον ίδιο τρόπο που ΤΟ ΑΥΤΟΝ είναι, Παρμενίδης, το ΝΟΕΙΝ (πρόσληψη...) και το ΕΙΝΑΙ (Αίθριο ...), με τον ίδιο τρόπο που "βλέμμα" και "οπτικό πεδίο", για την ελεύθερη εμπειρία και όχι για την επιστημονική σκέψη, είναι το αυτό.
Στην "οπτικά, απτικά απρόσιτη" περιοχή του Αυτού "γίνεται δυνατή η πρόσληψη", γίνεται δυνατή αυτή τούτη η ανθρώπινη ύπαρξη,
Έτσι πρόσληψη θα πει αιθρίαση, και αιθρίαση θα πει αναφύηση και εμφάνιση: ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο. Η Φαινομενολογία, καθόσον έχει για μέλημά της το φαινομενο, δεν είναι μέθοδος. Είναι ο τρόπος εννόησης που αρμόζει στην ανθρώπινη ύπαρξη, καθόσον "εν-ίσταται στο Αίθριο".
των σημασιοτήτων των δεδομένων που της μιλούν.
Τι θα πει "σημασιότητα";
Είναι μια λέξη από το Είναι και Χρόνος του Heidegger. Εκεί γράφει [σ. 87]:
"Συλλαμβάνουμε τον αναφορικό [με την έννοια του "Το Αυτόν" "μιλήματος" και "πρόσληψης"] χαρακτήρα των παραπεμπτικών αναφορών [των "δεδομένων που μας μιλούν"] ως σημασία. Στην οικειότητα μ' αυτές τις αναφορές το Dasein 'αυτοσημαίνεται' [Διαφορετικά "αυτοσημαίνομαι" απέναντι στην γυναίκα μου και διαφορετικά απέναντι στην θεραπευτική συνάντηση.] Δίνει του εαυτού του να καταλάβει πρωτογενώς [όχι διανοητικά αλλά ψυχή τε και σώματι, όπως π.χ. στην έκφραση "του έδωσα να καταλάβει"] το Είναι του και το δυνητικό Είναι του ως προς το Είναι του-στον-κόσμο. Ονομάζουμε το όλον των αναφορών αυτής της σημασίας σημασιότητα. Συνιστά την κοσμικότητα του κόσμου."
"Σημασιότητα": Η σημασία, η αυτή για τα πράγματα του κόσμου και για τον ευρισκόμενο σε αναφορά προς αυτά τα πράγματα. Έτσι είναι δομημένος ο κόσμος στον οποίο βρισκόμαστε ήδη από πάντα και ανα πάσα στιγμή. Αυτή είναι η "κοσμικότητα" του κόσμου. Το κράτος του ΤΟ ΑΥΤΟΝ.
Το ανθρώπινο Da-sein είναι ως περιοχή δυνητικής πρόσληψης, και ποτέ ένα απλά παρόν αντικείμενο. Μάλιστα δεν είναι διόλου και σε καμιά περίπτωση κάτι που μπορεί να αντικειμενοποιηθεί.
Το μη αντικειμενοποιήσιμο της ανθρώπινης ύπαρξης και του κόσμου στην πρώτη αρχή τους, αποδίδεται συνήθως με την εικόνα του δρόμου - στην πρώτη ελληνική νόηση (ΟΔΟΣ), στην απωασιατική νόηση (Tao) -, όπου ο τονισμός δεν είναι το στατικό-αντικειμενικό αλλά ακριβώς το καθοδόν ως ο αληθινός τόπος της διαμονής μας, η αληθινή μας διαμονή. Πρόκειται για ό,τι λέει η λέξη "πορεύομαι", αν την ακούσουμε στην μέση φωνή της: Ανήκω στον "πόρο", στον δρόμο στον οποίο βρίσκομαι, έτσι που να είμαι ένα μαζί του, στις στροφές του να στρέφομαι και ν' αλλάζω ο ίδιος, στην άσφαλτο και στο κακοτράχαλο, στο αυτοκίνητο και και στο περπάτημα να είναι η ίδια μου η ύπαρξη αυτού του είδους.
Οπωσδήποτε μένει ερώτημα, κατά πόσον το μη αντικειμενοποιήσιμο μπορεί ποτέ να αποδοθεί με λέξεις που έχουμε συνηθίσει να χρησιμοποιούμε για αντικείμενα ("δρόμος", "περιοχή", "Αίθριο", "κόσμος").
Ο Heidegger γνωρίζει το πρόβλημα, και μάλιστα σαν την βασική πρόκληση της σκέψης του.
Ο Wittgenstein το γνωρίζει επίσης, και θεωρεί πως εδώ δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα από το να σωπαίνει κανείς.
Η Φαινομενολογία, κι εκεί που ασκείται στην μορφή της θεραπευτικής συνομιλίας, είναι δοκιμασία στα όρια της γλώσσας, αυτού που μπορεί, και πρέπει να ειπωθεί, του "λεκτέου", και αυτού για το οποίο οι λέξεις δεν υπάρχουν.
Η ίδια η δοκιμασία εκφράζεται πολύ συχνά με τον επαρκέστερο τρόπο παίρνοντας μορφή απορίας και ερωτήματος.
Heidegger: "Το ερώτημα είναι η ευλαβικότητα της νόησης".
Ο Kant γραφει: "Προφανως το Ειναι δεν ειναι ρεαλιστικο κατηγορημα, δηλ. εννοια απο κατι που θα μπορουσε να επιπροστεθει στην εννοια ενος πραγματος. Ειναι απλως η θεση ενος πραγματος η ορισμενων προσδιορισμων σ' αυτο καθαυτο."
Στον Kant το ρεαλιστικο δεν εχει τιποτε να κανει με πραγματικο η μη πραγματικο αλλα, συμφωνα με την προελευση του απο το res, σημαινει επι του προκειμενου, ανευρεσιμο στο προκειμενο. Για παραδειγμα ρεαλιστικα κατηγορηματα ενος τραπεζιου: στρογγυλο, σκληρο, βαρυ κλπ., ειτε το τραπεζι ειναι πραγματικα εδω η απλως παρασταινεται στην φαντασια.
Αντιθετα το Ειναι δεν ανευρισκεται στο τραπεζι ως κατι ρεαλιστικο, ακομη κι αν κανεις διαλυσει το τραπεζι στα εξ ων συνετεθη.
Προφανης θα πει, εαν κανεις διασαφηνισει τη σημασια του περισσοτερο και την αναπτυξει (που δεν ειναι το ιδιο με την απλη χρηση αλλων λεξεων για το ιδιο πραγμα), κατι σαν εμφανης, evident, που ερχεται απο το evideri = προβαλλω στο βλεμμα, ελληνικα: ΕΝΑΡΓΗΣ = λαμπω φωτεινα (argentum = ασημι), δειχνομαι αφεαυτου.
Συμφωνα με τον Kant λοιπον ειναι προφανες οτι το Ειναι δεν ειναι ρεαλιστικο κατηγορημα, με την εννοια οτι αυτο το 'μη-ρεαλιστικο-κατηγορημα' πρεπει να γινει απλα δεκτο.
Όμως το δεχομαι εχει συνολικα δυο [τρεις] διαφορετικες σημασιες:
1. […]
2. […] Θετω κατι ως ορο, κατι που δεν ειναι καθαυτο δεδομενο και δεν μπορει να ειναι δεδομενο· υπο-θετω κατι σ' ενα αντικειμενο· αποδοχη ως υποθεση, ως suppositio.
3. Δεχομαι μια δωρεα, μενω ανοικτος για ενα πραγμα, acceptio.
Εδω μας αφορουν ιδιαιτερα η 2η και η 3η σημασια του "δεχομαι":
a) Αποδοχη ως suppositio, υποθεση, 'υπο-θεση'. Για παραδειγμα στην εργασια του Freud για τις παραπραξεις τετοιες υποθεσεις ειναι οι εφεσεις και οι δυναμεις. Αυτες οι εφεσεις και οι δυναμεις, τις οποιες εχει δεχτει, προκαλουν και επιτελουν τα φαινομενα. Τοτε οι παραπραξεις μπορουν και εξηγουνται με εναν τροπο, δηλ. η γενεση τους μπορει να αποδειχθει.
b) Δεχομαι ως αποδεχομαι, ως απλη προσληψη αυτου το οποιο δειχνεται αφεαυτου, του εμφανους, για παραδειγμα η υπαρξη του τραπεζιου που στεκει εμπρος μας, η οποια δεν μπορει να αποδειχθει με υποθεσεις. Ή μηπως μπορειτε να 'αποδειξετε' την δικη σας την υπαρξη ως αυτην τουτη; Αυτο που προσλαμβανεται με την αποδοχη δεν χρειαζεται αποδειξη. Καταδεικνυεται αφεαυτου. Αυτο που προσλαμβανεται κατ' αυτον τον τροπο ειναι καθεαυτο το εδαφος και το θεμελιο στο οποιο θεμελιωνεται και στεκει η αποφανση περι αυτου. Εδω προκειται για απλη αυτο-δηλωση του λεγομενου. Σ' αυτο αποληγουμε με μια απλη παραπομπη. Δεν χρειαζεται να επιστρατευτουν επιχειρηματα.
Πρεπει να γινει αυστηρη διακριση μεταξυ του που πρεπει να ζητουμε αποδειξεις και που δεν χρειαζονται αποδειξεις, και οπου παλι βρισκεται η υψιστη μορφη θεμελιωσης. Η θεμελιωση δεν χρειαζεται και δεν μπορει να ειναι παντα αποδειξη. Αντιθετα καθε αποδειξη ειναι ενα ειδος θεμελιο.
Ήδη ο Αριστοτελης ειπε: "Καθοτι ειναι απαιδευσια να μην γνωριζει κανεις σχετικα με τι χρειαζεται να αναζητηθουν αποδειξεις και σχετικα με τι δεν χρειαζεται." Αν αποκτηθει η επιγνωση αυτης της διακρισης, τοτε τουτο ειναι σημαδι πως εχουμε εκπαιδευτει και μορφωθει στη νοηση. Αυτος που του λειπει τουτη η επιγνωση ειναι για την επιστημη ανεκπαιδευτος και αμορφωτος.
Οι δυο τροποι του δεχομαι (της υποθεσης και της αποδοχης) δεν στεκουν ισοτιμα μεταξυ τους σαν να μπορουσε κανεις να κανει τη μια η την αλλη επιλογη, αλλα καθε υποθεση ηδη θεμελιωνεται σε εναν ορισμενο τροπο της αποδοχης. Μονον οταν η παρουσια απο κατι εχει γινει αποδεκτη, μπορει κανεις να της προσαψει υποθεσεις.
Αυτο που γινεται δεκτο ειναι αυτο που φαινεται, το φαινομενο. Υπαρχουν δυο ειδων φαινομενα:
a) αντιληπτα φαινομενα = οντικα φαινομενα, π.χ. το τραπεζι,
b) φαινομενα μη αισθητηριακα αντιληπτα, π.χ. η υπαρξη απο κατι = οντολογικα φαινομενα.
Τα μη αντιληπτα οντολογικα φαινομενα αναγκαστικα εχουν ηδη δειχθει σ' ολα τα αντιληπτα φαινομενα, πριν απ' αυτα και γι' αυτα. Προτου μπορεσουμε να αντιληφθουμε ενα τραπεζι ως αυτο η εκεινο το τραπεζι, πρεπει ηδη εκ των προτερων να εχουμε προσλαβει το οτι υπαρχει κατι σαν παρουσια. Τα οντολογικα φαινομενα ειναι λοιπον ιεραρχικα τα πρωτα, ομως ως προς την εννοηση και το ειδωμα τους ειναι τα δευτερα.
Αντιπαραβολη μεταξυ της ψυχοδυναμικης και της dasein-αναλυτικης θεωρησης του ανθρωπου: Περι τινος αποφαινεται και κρινει κανεις εδω; Περι του καθορισμου του Ειναι στο ον το οποιο εμεις ειμαστε καθαυτους. Ποια προοπτικη του Ειναι εχουμε εδω; Σε ποια οπτικη πρεπει συμφωνα με τον Freud τα φαινομενα να υποχωρησουν εμπρος στις υποθεσεις; Στην οπτικη αυτου που θεωρειται το πραγματικο και τα οντα: Πραγματικο και αληθινο, λεει ο Freud, ειναι μονο αυτο στο οποιο μπορουν να υπο-τεθουν ψυχολογικα πληρεις αιτιατες συσχετισεις δυναμεων. Και ο παγκοσμιου φημης συγχρονος φυσικος Max Planck ειπε πριν απο μερικα χρονια κατα λεξη: "Πραγματικο ειναι μονο ο,τι μπορει να μετρηθει." Όμως δικαια κανεις μπορει να αντιτεινει: Γιατι να μην υπαρχει και κατι πραγματικο το οποιο διολου δεν μπορει να μετρηθει επακριβως; Παραδειγματος χαρη ενα πενθος.
Ακομη και στα θεμελια μιας υποθεσης αυτου του ειδους, οτι δηλαδη 'πραγματικο' ειναι μονο αυτο στο οποιο μπορουν να υπο-τεθουν πληρεις αιτιατες συσχετισεις, υπαρχει μια αποδοχη. Καθοτι γινεται αυτονοητα αποδεκτο: Ειναι = προβλεψιμη αιτιατη συσχετιση. Υπο αυτην την προϋποθεση τιθεται και ο ανθρωπος ως αιτιατα εξηγησιμο αντικειμενο.
Πρεπει να εχουμε παντα στο βλεμμα: δυο ειδων εμφανη: 1. 'Βλεπουμε' το υπαρχον τραπεζι = οντικα εμφανες.
2. 'Βλεπουμε' επισης οτι η υπαρξη δεν ειναι συσταση του τραπεζιου ως τραπεζιου· ομως παλι οταν γινεται λογος για την υπαρξη του τραπεζιου, οταν λεμε πως αυτο ειναι = οντολογικα εμφανες.
Στο τραπεζι, του αναγνωριζουμε την υπαρξη και συναμα δεν του αναγνωριζουμε την υπαρξη ως συστατικο του. Εφοσον τουτο συμβαινει, προφανως πρεπει να εχουμε την υπαρξη στο βλεμμα, να την 'βλεπουμε'. Όμως δεν την 'βλεπουμε' οπως το τραπεζι. Όμως ουτε και μπορουμε κατευθειαν να πουμε τι καλειται εδω υπαρξη. Το 'βλεπω' εχει διπλη σημασια: οπτικα αισθητηριακο βλεμμα και 'βλεμμα' με την εννοια της 'ενορασης'.
Γι' αυτο και επικαλουμαστε την βοηθεια του Kant. Λεει: Το Ειναι δεν ειναι ρεαλιστικο κατηγορημα, ομως και παλι ειναι κατηγορημα. Τι ειδους; Ειναι "απλως η θεση ενος πραγματος", αρα η θετικοτητα ενος δεδομενου (Kant, Kritik der reinen Vernunft, A 598, B 626). Εμεις θετουμε. Το τραπεζι για παραδειγμα ειναι προσκομισιμο, ανευρεσιμο, εχει παραχθει απο εναν μαραγκο.
Θεση: εγω θετω. Εγω, αρα εδω μπαινει στο παιχνιδι ο ανθρωπος. Πως; Με την αντιληψη, με το ειδωμα του υπαρχοντος τραπεζιου. Υπαρχει το τραπεζι επειδη το βλεπω; Ή μπορω να το βλεπω επειδη υπαρχει; Η υπαρξη του τραπεζιου ειναι μονο θεμα του ιδιου του τραπεζιου; Όμως κατα την παραγωγη του απολυεται ακριβως μεσω της δρασης του ανθρωπου. Απολυεται προς τα που; Υπαρχοντας στο ιδιον του το τραπεζι δειχνεται στη χρηση, στην συναναστροφη του ανθρωπου μ' αυτο. Βλεπουμε το τραπεζι υπαρκτο ως χρηστικο πραγμα.
Πως συμπεριφερεται ο Δρ. Ρ. προς αυτο εδω το τραπεζι; Το τραπεζι, του δειχνεται διαμεσου του χωρου. Άρα ο χωρος ειναι διαπερατος για την εμφανιση του τραπεζιου, ειναι ανοικτος, ελευθερος. Κανεις μπορει να βαλει αναμεσα στον παρατηρητη και στο τραπεζι εναν τοιχο. Τοτε ο χωρος δεν ειναι πια διαπερατος για το ειδωμα του τραπεζιου. Όμως ειναι ανοικτος για την τοποθετηση του τοιχου. Διχως την ανοικτοτητα του κανεις δεν θα μπορουσε να τοποθετησει αναμεσα κανεναν τοιχο.
Επομενως η χωρικοτητα αυτου του χωρου συνισταται σε διαπερατοτητα, ανοικτοτητα, στο ελευθερο. Αντιθετα η ανοικτοτητα καθεαυτην δεν ειναι κατι χωρικο. Το διαμεσου, διαμεσου του οποιου κατι εμφανιζεται και δειχνεται με τον τροπο του, ειναι το ανοικτο, το ελευθερο. Σ' αυτο το ανοικτο ανευρισκουμε τον εαυτο μας και βρισκομαστε, ομως αλλιως απο το τραπεζι.
Το τραπεζι στεκει στον τοπο του και δεν στεκει συναμα εκει που καθεται ο Δρ. Ρ. Το τραπεζι εκει ειναι απλως παρον. Όμως ο Δρ. Ρ. ως ανθρωπος βρισκεται στη θεση του στον καναπε και κατοπιν κι εδω στο τραπεζι. Διαφορετικα δεν θα μπορουσε καν να το βλεπει. Και δεν βρισκεται μονο στη θεση του και κατοπιν κι εδω στο τραπεζι αλλα διαρκως βρισκεται εκει και εκει. Βρισκεται σ' αυτον τον χωρο. Όλοι διαμενουμε σ' αυτον τον χωρο. Αναλυομαστε στον χωρο παραμενοντας σ' αυτο και σ' εκεινο. Αντιθετα το τραπεζι δεν 'βρισκεται' στον χωρο.
Το ανοικτο, ελευθερο, διαλαμπον δεν εγκειται στο χωρικο, αλλα αντιστροφα το χωρικο εγκειται στο ανοικτο και στο ελευθερο.
Θα αφορισουμε την αιτιοτητα απο τα κινητρα. Εδω κανεις συναντα ενα φαινομενο του θεμελιου, της θεμελιωσης. Παντως η θεμελιωση δεν ειναι κατευθειαν αιτιοτητα η κινητρο. Τι ειναι η αιτιοτητα; Πως εννοειται στην φυσικη επιστημη; Ας παρουμε ενα παραδειγμα: "Όταν λαμπει ο ηλιος, η πετρα θερμαινεται." Τουτο θεμελιωνεται σε μια παρατηρηση. Ειναι ενα πραγμα που διαπιστωνεται απο την αισθητηριακη αντιληψη αμεσα. Προκειται για μια ακολουθια.- Εαν παλι κανεις πει: "Επειδη ο ηλιος λαμπει...", τοτε προκειται για μια εμπειρικη προταση. Το "Όσο λαμπει ο ηλιος..." χαρακτηριζει μονο μια χρονικη ακολουθια. - Όμως το 'επειδη' δεν εννοει μονο μια αλληλουχια αλλα εναν ορο, μια αναγκαστικη αλληλουχια! Αυτο ειναι η αιτιοτητα, οπως ειναι τρεχουσα στην επιστημη. Απο τον Νευτωνα και τον Γαλιλαιο και εκτοτε κυριαρχει στην συγχρονη σκεψη.
Τι να κανω με το ρολοι; Πρεπει να το κοιταζω συνεχως. Κατι με τραβα να κοιταζω το ρολοι. Υπαρχει τοσο πολλη ωρα, ειμαι καθε φορα αλλιως. Εαν δεν ηταν το ρολοι στον τοιχο, αυτο θα με σκοτωνε. Δεν ειμαι ο ιδιος ρολοι; Παντου, σ’ ολα τα σημεια; Μα δεν μπορω διαφορετικα, αλλαζει παρα πολυ.
Τωρα παρατηρω παλι το ρολοι, τον δεικτη και την πλακα, κι οτι πηγαινει. Σαν απο μονο του κατι γινεται κομματια, κι εγω μαζι, μα δεν μπορω ν’ αλλαξω τιποτα.
Μου λεω παλι και παλι πως ειναι ενα ρολοι, μα δεν ταιριαζει καλα: δεικτης, πλακα, κι οτι πηγαινει. Ειναι μια ιδιαιτερη εντυπωση αυτη, σα να ‘χε διαλυθει, και παλι ομως ειναι ολο μαζι. Μα ειναι και κατι αλλο. Ειμαι τελειως απορημενος, ποτε μου δεν εχω ζησει κατι παρομοιο. Δηλαδη ο δεικτης ειναι παντα αλλιως, τωρα ειν’ εδω, μετα καπως πηδα προς τα μπρος κι ετσι γυριζει. Μηπως ειναι καθε φορα κι αλλος δεικτης; Ίσως καποιος βρισκεται πισω απ’ τον τοιχο και παντα βαζει εναν καινουργιο δεικτη, παντα σ’ ενα αλλο σημειο. Πρεπει να το πω, αυτο δεν ειναι ρολοι που πηγαινει, αυτο πηδα κι αλλαζει. Εισαι παραδομενος στην παρατηρηση του ρολογιου και χανεις το νημα του εαυτου σου – καθως ειμαι ο ιδιος ρολοι, παντου μεσα μου· καθως αυτο συνεχως ετσι γινεται ανω κατω. Όλ’ αυτα ειμ’ εγω, ο εαυτος μου – τα χανω οταν παρατηρω το ρολοι στον τοιχο. Ειναι μια φυγη απ’ τον εαυτο μου, ειμαι φευγατος και δεν ειμ’ εδω πια. Ξερω μονο: το ρολοι χοροπηδα με πολλους δεικτες και δεν μπορει να ‘ρθει σε μια σωστη ταξη.
Τωρα παλι εχει τελειωσει με το ρολοι στον τοιχο, μα οχι με τη θεληση μου, και πρεπει να μπω στο αλλο μερος, στον αλλο τροπο. Όπως ειπα: ειμαι το ζωντανο ρολοι, ειμαι παντου ρολοι – παει κι ερχεται συνεχως ετσι.
Όταν παλι αποσπωμαι, επειδη ολα ειν’ ετσι μπερδεμενα, τοτε κοιταζω παλι το ρολοι του τοιχου, αυτο μπορει να με βοηθησει...
[...] ο ασθενης [...] μιλα συγχρονως, εναλλαξ, για το «ρολοι του τοιχου» και για το «ρολοι». Μιλα πρωτα για το ρολοι του τοιχου που τον τραβα να το κοιταζει. Μετα παλι - οχι με την θεληση του - «εχει τελειωσει με το ρολοι του τοιχου και πρεπει να μπω στο αλλο μερος, στον αλλο τροπο», δηλαδη μακρια απο το κοιταγμα του ρολογιου στον τοιχο στην παρατηρηση ενος «απλως» ρολογιου διαμελισμενου, που δεν μπορει πια να συναρμολογηθει, που δεν δουλευει πια, που χοροπηδα, το οποιο δεν ειναι πλεον διολου απεναντι του στον τοιχο αλλα τροπον τινα διχως τοπο. Εδω πρεπει να αναζητησουμε την αποφασιστικη αντιφαση, απο την οποια εξαρτωνται τα παντα. Την πρωτη φορα προκειται για την αναφορα του ασθενους στο ρολοι του τοιχου, την δευτερη φορα, οταν παρασυρεται στον αλλο τροπο, ειναι η αναφορα στο απλως ρολοι. «Απλως» σημαινει εδω: χωρις ορισμενο τοπο, χωρις οικειο περιβαλλον. Στην διαφορα των δυο πραγματων, του ρολογιου του τοιχου και του απλως ρολογιου ανταποκρινεται η διαφορα της αναφορας στο ρολοι του τοιχου και στο απλως ρολοι. Η αναφορα στο ρολοι του τοιχου ειναι ενα κοιταγμα προς αυτο (απεναντι). Στην αντι-παρα-θεση ο ασθενης φερεται απο το οικειο ρολοι του τοιχου στον εαυτο του, και ετσι ειναι στον εαυτο του. Η αναφορα στο απλως ρολοι ειναι μια παρατηρηση του, τετοιου ειδους ωστε αυτη η παρατηρηση τροπον τινα απορροφαται απο το παρατηρουμενο, κι ετσι ο παρατηρητης μπορει πλεον να βρει τον εαυτο του μονον στο παρατηρουμενο και ως αυτο κι επομενως μπορει να πει: ειμαι ο ιδιος ρολοι (προσοχη: οχι το ρολοι του τοιχου). Τουτο με την εννοια: ειμαι ο ιδιος του ειδους του ρολογιου. Γι’ αυτο μπορει να πει: ειμαι ρολοι «παντου μεσα μου». Όπου ομως δεν μεταβιβαζει τιποτε το ψυχικο, τιποτε το «υποκειμενικο», τιποτε το εσωτερικο απο μεσα του στο ρολοι, αλλα ειναι τοσο απορροφημενος απο το παρατηρουμενο που δεν εχει απολυτως καμια αποσταση πλεον απο το παρατηρουμενο, κανενα απεναντι πλεον και γι’ αυτο «χανει το νημα του εαυτου του». «Το χανω», αυτο θα πει, χανει το ειναι-ο-εαυτος-του.
Όμως κατα ποσον τον «βοηθα» το κοιταγμα του ρολογιου του τοιχου, κατα ποσον το ρολοι του τοιχου ως πραγμα του δινει ενα κρατημα; Για να το κατανοησουμε πρεπει βεβαια να διακρινουμε την αναφορα του στο ρολοι του τοιχου απο την αναφορα του στο απλως ρολοι. Εδω το αποφασιστικο ειναι πως το ρολοι του τοιχου, ακριβως επειδη ειναι απεναντι του, τροπον τινα του μιλαει, ενω το ρολοι, στο οποιο παρασυρεται, δεν ειναι πλεον διολου απεναντι. Το απλως ρολοι δεν αφηνει πλεον να υπαρξει καμια αναφορα σ’ αυτον τον ιδιο. Ειναι τοσο διαλυμενος μεσα στο απλως ρολοι, ωστε μπορει να πει οτι ειναι ρολοι ο ιδιος. Όμως τοτε πρεπει παλι να επιχειρησει την απελευθερωση στο απεναντι στο ρολοι του τοιχου. Σ’ αυτην τη στιγμη, καθως βρισκεται παλι απεναντι σ’ ενα πραγμα και μπορει να διαμενει στο απεναντι, εχει κοσμο. Όταν ομως παλι εχει τελειωσει με το απεναντι, τοτε παλι αιχμαλωτιζεται απο το παρατηρουμενο ρολοι, που θα πει σερνεται εξω απο τον κοσμο, ειναι φευγατος.
- Γιατι οπωσδηποτε λογια "ασθενους";
Δεν γινεται να ειμαι ρολοι; Και ενδεχομενως αυτο να με τρομαζει;
-"απορροφαται απο το παρατηρουμενο, κι ετσι ο παρατηρητης μπορει πλεον να βρει τον εαυτο του μονον στο παρατηρουμενο και ως αυτο"
Ανεπαρκες. Δε λεει τιποτε γι’ αυτον τον τροπο παρατηρησης. Το «απορροφαται» μεταφορικο.
- "ειμαι ο ιδιος του ειδους του ρολογιου"
Κανενος ειδους. Αυτο το ρολοι δεν ειναι ρολοι.
- "ρολοι του τοιχου" / "ρολοι"
Όχι:
"Εαν δεν ηταν το ρολοι στον τοιχο, θα ‘πρεπε να πεθανω. Δεν ειμαι ο ιδιος ρολοι; Θα ‘πρεπε να πεθανει, γιατι ειναι ρολοι."
"Ίσως καποιος βρισκεται πισω απ’ τον τοιχο και παντα βαζει εναν καινουργιο δεικτη... Εδω ο τοιχος ανηκει στον αλλο τροπο."
"τον χανω οταν παρατηρω το ρολοι στον τοιχο. Ειναι μια φυγη απ’ τον εαυτο μου Παρατηρει το ρολοι στον τοιχο."
"Τωρα παλι εχει τελειωσει με το ρολοι στον τοιχο, μα οχι με τη θεληση μου, και πρεπει να μπω στο αλλο μερος, στον αλλο τροπο. Όπως ειπα: ειμαι το ζωντανο ρολοι, ειμαι παντου ρολοι"
Ναι:
"τοτε κοιταζω παλι το ρολοι του τοιχου, αυτο μπορει να με βοηθησει..."
Και ακομη:
ο ασθενης μιλα τις περισσοτερες φορες για το «ρολοι στον τοιχο», ο Η. για το «ρολοι-του-τοιχου».
-Το «φαινομενολογικο δεδομενο"
"Τωρα παρατηρω παλι το ρολοι, τον δεικτη και την πλακα, κι οτι πηγαινει. Σαν απο μονο του κατι γινεται κομματια, κι εγω μαζι, μα δεν μπορω ν’ αλλαξω τιποτα. "
"Μου λεω παλι και παλι πως ειναι ενα ρολοι, μα δεν ταιριαζει καλα: δεικτης, πλακα, κι οτι πηγαινει. Ειναι μια ιδιαιτερη εντυπωση αυτη, σα να ‘χε διαλυθει, και παλι ομως ειναι ολο μαζι."
" ο δεικτης ειναι παντα αλλιως, τωρα ειν’ εδω, μετα καπως πηδα προς τα μπρος κι ετσι γυριζει. Μηπως ειναι καθε φορα κι αλλος δεικτης;"
Γνωριζει οτι προκειται για ρολοι, το λεει στον εαυτο του, και ομως δεν μπορει να το δει ως ρολοι: ενω το γνωριζει, δεν μπορει να το ονομασει. Όπου ακριβως το ονομα θα περισυνελλεγε δεικτη και πλακα κι οτι πηγαινει. Έχει αποκοπει απο το πρωτο, απο το ρολοι ως ρολοι, απο το ονομα του, και απο τα δευτερα, αυτα στα οποια το ρολοι συνισταται, δεικτης, πλακα κι οτι πηγαινει, δεν μπορει ποτε να φθασει στο ρολοι ως ρολοι..
Αποκοπει, που θα πει, το αναζητει. Προσπαθει να πεισει τον εαυτο του, [μου λεω παλι και παλι πως ειναι ρολοι...] ομως το ονομα του δεν μπορει να το προφερει ο ιδιος. Άλλοτε παλι παραιτειται απο την αναζητηση [– Μηπως ειναι καθε φορα κι αλλος δεικτης; – Ίσως καποιος βρισκεται πισω απ’ τον τοιχο και παντα βαζει εναν καινουργιο δεικτη, παντα σ’ ενα αλλο σημειο.] Όμως αυτη η παραιτηση ειναι μαλλον αδυναμη. Στο επικεντρο ειναι η αποκοπη απο το ρολοι ως ρολοι. Η αναζητηση του.
Όσο ριζικοτερη ειναι η αποκοπη, τοσο περισσοτερο το αναζητει. Ειναι παραδομενος στο ζητουμενο ρολοι. Του εχει γινει θεμα ζωης και θανατου [Εαν δεν ηταν το ρολοι στον τοιχο, αυτο θα με σκοτωνε.]. Το ρολοι και η ονομασια του, δηλαδη και ο την ονομασια χρεωμενος ανθρωπος, ειναι αρρηκτα δεμενα μεταξυ τους. Όπου χανεται το ρολοι, χανεται κι αυτος ο ιδιος. [ Σαν απο μονο του κατι γινεται κομματια, κι εγω μαζι... Εισαι παραδομενος στην παρατηρηση του ρολογιου και χανεις το νημα του εαυτου σου...].
Εδω παρατηρηση δεν σημαινει την συνηθη αμετοχη, αποστασιοποιημενη «παρατηρηση» αλλα την ολο απορια αναζητηση του ρολογιου. Η παρατηρηση προσπαθει να διακρινει στο ρολοι το ρολοι.
Εισαι παραδομενος στην παρατηρηση του ρολογιου και χανεις το νημα του εαυτου σου... Το και δεν συνδεει ασχετα μεταξυ τους πραγματα αλλα εισαγει την επαναληψη του αυτου: η παραδοση στην παρατηρηση του ρολογιου ειναι τοσο ριζικη που ο ιδιος ειναι «ολος ματια» για το χαμενο ρολοι. «Όλος ματια» θα πει κυριολεκτικα: ολος ρολοι. Όλος κομματια, χαμενος, στην παραδοση του στο αλεκτο καθοτι μη ονομασιμο, στο κατ’ αυτον τον τροπο απερισυλλεκτο, κομματιασμενο ρολοι.
Υπαρχει καποια σχεση αναμεσα στην μεταμορφωση του ασθενους σε ρολοι και στις μεταμορφωσεις του χοϊκου (s-gl-hai.doc);
Και στις δυο περιπτωσεις ειναι κανεις ολος ματια, διχως εσωτερικοτητα, παραδομενος. Λειπει καθε Απεναντι, καθε χωρισμος για τον οποιο εγω ειμαι εγω και το πραγμα ειναι πραγμα, και οπου η σχεση ανθρωπου και πραγματος θα διαμεσολαβουνταν απο ενα τριτο, π.χ. την αισθηση. Εδω το Μεταξυ ανθρωπου και πραγματος ειναι κενο: ενα Τιποτε μεταξυ ανθρωπου και πραγματος. Μεσα απο τον Παρμενιδη: το αυτον, κυριολεκτικα, ουτε καν ως ουσιακη αλληλεχεια (Heidegger).
Και στις δυο περιπτωσεις προκειται για την πραξη της ονομασιας στην ακρα της πληροτητα. Η διαφορα ειναι οτι στον ασθενη το ονομα ειναι το απορουμενο, καθοτι ο χαμος του ρολογιου και του εαυτου του συμβαινει μαζι με το κρατημα στο ρολοι και στον εαυτο του· στο χοϊκου ειναι παρον και αγαπημενο.]
[112] Στο εκαστοτε εδω, που ειμαι, το ζωντανο σωμα συμμετεχει παντα, ομως πως; Καθοριζεται το Εδω, που ειμαι, απο τον ογκο του φυσικου μου σωματος; Συμπιπτουν τα περατα του φυσικου και του ζωντανου μου σωματος; Κανεις μπορει το ζωντανο σωμα να το εκλαβει ως φυσικο σωμα. Καθομαι εδω στο τραπεζι και καταλαμβανω τον χωρο που περιβαλλεται απο την επιδερμιδα μου. Όμως τοτε δεν γινεται λογος για το εδω, που ειμαι, αλλα μονο για την θεση αυτου του φυσικου σωματος σ’ αυτο το σημειο. [...] Δειχνοντας με το δαχτυλο στο παραθυρο εκει περα, δεν τελειωνω στις ακρες των δακτυλων. Που ειναι λοιπον τα περατα του ζωντανου σωματος; [...] Τα περατα του ζωντανου σωματος ειναι ο οριζοντας [...] στον οποιο διαμενω. Γι’ αυτο και η περατωση του ζωντανου σωματος μεταβαλλεται συνεχως με τη μεταβολη της εμβελειας της διαμονης μου.
(Απο το "Δρομοι του Σωματος και Ψυχη")
Εδω συναντουμε ενα αλλο χαρακτηριστικο του ζωντανου σωματος: Τα περατα του διαγραφονται απο τον οριζοντα των εκαστοτε αναφορων μου.
[Μονον μεσα απο μια τετοια εννοηση του ζωντανου σωματος μπορουμε να παρακολουθησουμε πραγματικα εναν ποιητικο λογο, οπως αυτον του Γιωργου Σεφερη απο το ποιημα ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ:
αφησε τα χερια σου αν μπορεις να ταξιδεψουν...
[...] με το καραβι
που αγγιξε τον οριζοντα.
Έτσι εδω δεν πρεπει να φανταστουμε χερια μεταφορικα, καπου σαν ανθρωπακια που κινουνται, ανεβαινουν στο καραβι και ταξιδευουν μεχρι τον οριζοντα. Οι στιχοι καλουν τα χερια του προσφωνουμενου, τα χερια του σωματος, του ζωντανου του σωματος. Τα καλουνε να απλωθουν σ' ενα καθοδον που φτανει εως τα ακρα. Προκειται ουσιαστικα για την ιδια εμπειρια του ζωντανου σωματος που λεγεται και στο δοκιμιο "Μια σκηνοθεσια για την Κιχλη":
Το φως της μερας και το αιμα του ανθρωπου ειναι το ιδιο πραμα.]
Ας επιχειρησουμε τωρα ν' αναγνωρισουμε το ετσι εννοουμενο σωμα, εδω και τωρα. Σας μιλω, ομως μιλω στο μικροφωνο. Το σωμα μου εκτεινεται εως το μηχανημα που εχω μπροστα μου. Τωρα αφηνω το μικροφωνο.
... Με τη φωνη μου, που τωρα μονο ακουτε πραγματικα, το σωμα μου εκτεινεται εως εσας, περατωνεται σ’ εσας. Με το ακουσμα σας, που δεχεται τη φωνη μου, το σωμα σας εκτεινεται εως εμενα, περατωνεται σ’ εμενα ...
[Μηπως τελικα το σωμα, το ζωντανο σωμα, ειναι ο δρομος που μας φερνει στην κοινη μας κατοικηση, μια κατοικηση η οποια οριζεται απο τη συνομιλια στην οποια, τωρα, και καθε φορα, βρισκομαστε; Μηπως συνομιλουμε κατοικωντας, τελικα, ενα σωμα; Θυμιζω τους στιχους του Celan που αναφερθηκαν παραπανω!
Το σωμα, το ζωντανο σωμα, στην αρχαια μας γλωσσα λεγεται ΔΕΜΑΣ. Η λεξη συγγενευει με το ΔΕΜΩ, ΔΟΜΗ, ΔΟΜΟΣ. Ήδη στη λεξη καθαυτη ειναι προδιαγραμμενο: Το σωμα, εννοημενο ως ΔΕΜΑΣ, δομει την οικο-δομη του κοινου μας κοσμου.]
[Μια ενδειξη αυτου του απεραντα διαφορετικου μεταξυ της βιολογικα παρασταινομενης φωνης και της αληθινης φωνης του ανθρωπου, υπαρχει στους δυο τελευταιους στιχους ενος ποιηματος του Paul Celan που αναφερεται στον Kafka ο οποιος, στο τελος της ζωης του, επασχε απο φυματιωση του λαρυγγα. Οι στιχοι ειναι οι εξης:
Ο ηχος της λαρυγγικης αποφραξης
τραγουδα.]
Η συνομιλια, δεν ειναι κατι αλλο απο το σωμα, κατι το γλωσσικο-πνευματικο. Η συνομιλια ειναι η σωματωση του σωματος - του ζωντανου σωματος. Επειδη αυτο δεν μας ειναι οικειο, καθως ειμαστε βαθια ποτισμενοι απο τον πλατωνιστικο - χριστιανικο χωρισμο του κοσμου στο αισθητο και στο νοητο, με τις ποικιλες εκφανσεις τους, θα επιχειρησουμε να το προσεγγισουμε με μια αναφορα εξω απο τον κοσμο της Δυσης. Ο Ichiro Yamaguchi στο βιβλιο του "Ki als leibhaftige Vernunft" ["Το Ki ως σωματικο λογικο"] γραφει:
Ο Ιαπωνας σκηνοθετης του θεατρου Toshiharu Takeuchi ανεπτυξε μια ασκηση γι' αυτο στο οποιο εγκειται καθε συνομιλια, οτι αποτεινεται καποιος σε καποιον. Σ' αυτην την ασκηση στεκονται δυο ανθρωποι αντικριστα. Ο Α αποτεινεται τον Β με μια συντομη φραση, π.χ. "Παμε στην καφετερια;", η: "Σημερα εισαι στις ομορφιες σου." Κατοπιν ο Β του γυριζει την πλατη, και ο Α αποτεινεται στην πλατη του Β. Όταν ο Β νοιωσει πως ο Α πραγματι του αποτεινεται, γυριζει και απαντα. Στην αρχη πολλοι δεν παρατηρουν τιποτα ιδιαιτερο, απλως γυριζουν και απαντουν. Ο δασκαλος, τους προτεινει ν’ ακουσουν τον Α να τους αποτεινεται ακομα μια φορα και να προσεξουν καλα, εαν πραγματι ο Α τους αποτεινεται. Και τοτε σιγα-σιγα οι μαθητευομενοι δειχνουν απορημενοι και δηλωνουν διαφορα, οπως:
- Μοιαζει σαν ο Α να μην αποτεινεται σ' εμενα αλλα καποιον διπλα μου. - Ο Α αποταθηκε σε καποιον που βρισκεται δυο-τρια βηματα πισω μου. - Ο Α αποταθηκε σε καποιον πανω και περα απ' το κεφαλι μου. - Η φωνη του Α δεν φτανει μεχρι εμενα. - Μου φανηκε πως ο Α μου αποταθηκε, μα δεν ειμαι τελειως σιγουρος.
Ή ακομα, μεταξυ αλλων: - Η φωνη του Α αγγιξε την πλατη μου. - Άγγιξε το αυτι μου και πεταξε περα. - Γλιστρησε πανω στην πλατη μου. - Τωρα η φωνη του Α με χτυπησε δυνατα.
Κι εκεινοι που συμμετεχουν στην ασκηση ως παρατηρητες, παρατηρουν πως σιγα-σιγα μπορουν να βλεπουν τα ιχνη της φωνης. Αυτα πολλες φορες διαγραφουν μια καμπυλη και πεφτουν κατω. Διασπωνται σε διαφορες κατευθυνσεις. Πετυχαινουν τον στοχο και πετουν περα, προς τα εξω.
Στο θεραπευτικο μας στιγμιοτυπο, στην αρχη, η φωνη της πελατισσας μου με βρισκει κατευθειαν, με συγκινει, με συν-κινει. Κατοπιν, στην συνεχεια, οταν μιλα για τα δηθεν "ετη φωτος" που την χωριζουν απο τον εαυτο της, παραπλανα τον εαυτο της κι εμενα, και την φωνη της την χανω. Ξαναβρισκομαστε, οταν αυτην την πλανη την αναγνωριζουμε.
[Απο εδω μπορουμε να το γνωρισουμε χειροπιαστα, μεσα απο μια δικη μας εμπειρια, οτι στη συγχυση και στην πλανη η συνομιλια χανεται. Έτσι μπορουμε να παρακολουθησουμε τον λογο του Παρμενιδη, συμφωνα με τον οποιο ο δρομος της συγχυσης και της πλανης ειναι ΑΝΟΗΤΟΣ ΑΝΟΗΤΟΣ: δεν νοειται και δεν ονομαζεται. Σ' αυτον τον δρομο οι ανθρωποι απομακρυνονται απο τον κοινο κοσμο, ζουν, διαβαζουμε στον Ηρακλειτο, ΩΣ ΙΔΙΑΝ ΕΧΟΝΤΕΣ ΦΡΟΝΗΣΙΝ, με ενα φρονημα ιδιωτικο, δικο τους, ειναι, οπως λεμε, "στον κοσμο τους".
Τουτο πρεπει να μας βαλει σε σκεψεις, εαν και υπο ποιους ορους ειναι δυνατη η λεγομενη "ερμηνεια" των λεγομενων "νευρωτικων" και "ψυχωτικων" "συμπτωματων", εαν και υπο ποιους ορους δηλαδη μπορουμε να συνομιλησουμε πραγματικα μ' εναν ανθρωπο που "ειναι στον κοσμο του".
Ίσως το μονο δυνατο ειναι να το δουμε εμεις, και να του το υποδειξουμε, με τους κανονες της τεχνης μας, οτι βρισκεται σε πλανη και συγχυση, και να τον βοηθησουμε να το δει κι αυτος. Τιποτα περισσοτερο.]
Η ασκηση οπου ο ενας αποτεινεται στον αλλο
[Η ασκηση δειχνει οτι κανεις, ηδη με το οτι αποτεινεται σε καποιον, επιδρα πανω του. Όμως αυτο δεν πετυχαινει οταν κανεις εκφραζει μονον το δικο του "συναισθημα" και την "γνωμη" του σαν αναφορα "προς τα εξω" για το τι συμβαινει "μεσα του". Δεν πετυχαινει διοτι εδω το ζωντανο του σωμα ειναι απεναντι στον αλλον κλειστο: Ο ομιλων κανει απλως αναφορα. Τα λογια του δεν ανοιγονται στον αλλο, δεν του αποτεινονται αληθινα.
Όμως στην περιπτωση οπου η ομιλια αναμεσα στον ομιλουντα και τον προσφωνουμενο συμβαινει πραγματικα, η ομιλια καταρχην υπαρχει ως επενεργεια, πραξη. Και τουτο θα πει οτι κανεις επιδρα στον συνομιλητη του, το "αγγιζει", εκτεινεται μεχρι αυτον.
Τουτο ειναι και το κυριολεκτικο νοημα της λεξης "αποτεινομαι": εκτεινομαι εως... Τα ορια του ζωντανου μου σωματος εκτεινονται μεχρι εκει που φτανει η φωνη μου, και, στην ευτυχη περισταση, στον συνομιλητη μου. Ουτε πιο κοντα ουτε πιο μακρια απ' αυτον.
Η αποταση δεν φτανει τον συνομιλητη οταν κανεις π.χ. μιλαει "μεσα στο στομα του", η σιγα η με κακη αρθρωση. Η αποταση φευγει περα απο τον συνομιλητη οταν κανεις π.χ. μιλαει σαν να βγαζει λογο, η πολυ δυνατα, η οταν το κεφαλι του ειναι γυρισμενο πανω και περα απο τα ματια του συνομιλητη κλπ.
Ο Α αποτεινεται στον Β θα πει, σε κανεναν αλλον παρα ακριβως στον Β. Για τον Β, τουτο θα πει οτι ο Β ακουει την φωνη να αποτεινεται ακριβως σ' αυτον. Όμως εδω δεν προκειται για το οτι κανεις απλως διαπιστωνει πως καποιος του αποτεινεται απο το οτι αναφερει το ονομα του, στρεφεται προς αυτον κλπ., αλλα για το οτι το ζωντανο σωμα του αποτεινομενου αναφερεται στο δικο του, τον αγγιζει, τον διαπερνα κι επενεργει επανω του, και αυτος το προσδεχεται.]
μας βοηθα ακομα να εννοησουμε επαρκεστερα το φαινομενο το οποιο στην ψυχοθεραπεια καθιερωθηκε να λεγεται "μεταβιβαση". Ο ορος δεν αποδιδει αυτο που συμβαινει. Ο πελατης μας δεν μας μεταβιβαζει τιποτε. Όμως πολλες φορες, οταν μας αποτεινεται, η φωνη του δεν αποτεινεται σ' εμας αλλα σε καποιον αλλο, διπλα μας, πισω μας, περα μακρια. Ποιον; Η ψυχοθεραπεια καλειται να τον φανερωσει, και να καταδειξει την συγχυση και την πλανη του, εφοσον δεν γνωριζει σε ποιον πραγματικα αποτεινεται.
Κι ακομα εμεις, ως θεραπευτες, χρειαζεται ν' αναρωτιομαστε και να ελεγχουμε: Όταν μιλουμε στον πελατη μας, αποτεινομαστε πραγματι σ' αυτον, και μονο σ' αυτον; Και μπορουμε ν' αναρωτηθουμε γενικοτερα: Όταν οι ανθρωποι μιλουν μεταξυ τους, μιλουν πραγματι σ' αυτον στον οποιον καθε φορα αποτεινονται;
Η προηγουμενη παρατηρηση μου για το ζητουμενο της ψυχοθεραπειας γινεται τωρα σαφεστερη: Προσβλεπω σ’ εκεινη την συνομιλια οπου ο ενας θα μιλησει στον αλλο, και μονο σ’ αυτον, ο ενας θ’ ακουσει τον αλλο, και μονο αυτον.
[Κι εδω μεταφερω εναν λογο του Hoelderlin:
[...] ειμαστε μια συνομιλια
Και ν' ακουμε μπορουμε ο ενας τον αλλο.]
Εδω θα ειχαν ακομη να ειπωθουν πολλα σχετικα. Ας μεινουμε στο οτι η συνομιλια, αυτο το στην εποχη μας της απολυτης επικοινωνιας τοσο σπανιο, ειναι φωνη: απτη, καθαρη φωνη.
[195 κ.ε.] 29 Νοεμβριου 1961,
την επομενη απο το σεμιναριο για τις ψευδαισθησεις
BOSS: Στην αρχη του χθεσινου σεμιναριου ο Dr. F. παρουσιασε εναν απο τους σχιζοφρενικους ασθενεις του. Επροκειτο για εναν απλο εργατη σε εργοστασιο. Αυτος ειχε αισθανθει τον εαυτο του παντα και μονο σαν ομοφυλοφιλο ανθρωπο. Όμως προσφατα ο μακροχρονος φιλος του τον εγκατελειψε. Μετα απο συντομο διαστημα αυτος ο ασθενης ειχε ενα οξυ επεισοδιο. Μια νυχτα ξυπνησε και ειδε - οντας τελειως ξυπνητος - στον απεναντι τοιχο του δωματιου τον ηλιο ν' ανατελλει. Κατω απ' αυτο το ουρανιο σωμα ηταν ξαπλωμενος ενας αντρας που κοιμοταν. Η ερωτηση ηταν: Πως πρεπει να εννοηθει φαινομενολογικα αυτη η ψευδαισθηση;
HEIDEGGER: Για εσας τους ψυχιατρους ειναι σημαντικο προπαντων να δειτε οτι υπαρχουν πολλοι και ποικιλοι τροποι παρουσιας αυτου το οποιο αφορα την υπαρξη μεσα απο το ανοικτο του κοσμου της. Εκτος απο τον τροπο μιας αισθητηριακα αντιληπτης παροντικης παρουσιας υπαρχει για παραδειγμα και ο τροπος παρουσιας των μη αισθητηριακα αντιληπτων παροντικοποιησεων, ακομη αυτος της μνημης απο κατι που συνεβη τοτε και τοτε, ακομη ο τροπος παρουσιας ενος ακριβως μη διορθουμενου ψευδαισθητου, ακομα του ελεγχομενου παραισθητου, του φανταστικου, ο τροπος παρουσιας της απουσιας. Ένας απων πεθαμενος για παραδειγμα μπορει, γι' αυτους που αφησε πισω, να ειναι στην απουσια του παροντικοτερος απ' ο,τι ηταν οσο ζουσε.
Ο ψευδαισθανομενος μπορει να δει τον κοσμο του μονο με μια αισθητηριακα αντιληπτη, παροντικη παρουσια ολων των δεδομενων, διοτι δεν μπορει να επιτελεσει το ειναι παροντος και αποντος, διοτι δεν μπορει να κινηθει στον κοσμο του ελευθερα.
Κορυφωση της παρουσιας εως την ορατοτητα: Αριστοτελης: το ορατο ειναι παροντικοτερο απο το ακουστο. Το ορατο ειναι η υψιστη μορφη της παρουσιας. Εντυπωσιακος ειναι ο πιεστικος χαρακτηρας του ψευδαισθητου ηλιου του ασθενους
Ο ασθενης μπορει να εμπειραθει την απομακρυνση του φιλου μονο ως παρουσια απο κατι πιεστικο. Την απουσια δεν την αφηνει να ειναι απουσια. Το Ειναι γινεται εμπειρατο μονο μεσα και διαμεσου της παρουσιας ενος οντος.
BOSS: Και γιατι στην ψευδαισθηση δεν εμφανιζεται ο ιδιος ο φιλος με μια ερωτικη πιεστικοτητα, αλλα ενας ηλιος;
HEIDEGGER: Ο θεραπων ιατρος πρεπει να ερωτηθει ακομη:
α) πως συμπεριφερεται σημερα ο ασθενης προς τον ψευδαισθητο ηλιο και τον ηλιανθρωπο,
β) πως εμφανιστηκε ο ηλιανθρωπος, ο αντρας που κοιμοταν κατω απο τον ψευδαισθητο ηλιο, την νυχτα, πραγματι κοιμισμενος και οντως πιεστικα; Αναγνωριζονταν καθολου ο ηλιανθρωπος ως ο κοιμισμενος φιλος, η μηπως ο ηλιανθρωπος επρεπε να αναλαβει τον εξορκισμο του φιλου;
γ) πως ειναι τωρα η σχεση με τον φιλο που τον εγκατελειψε.
Το οτι σε χειρουργικους ερεθισμους του εγκεφαλου εμφανιζονται μονο "στοιχειωδεις" αισθησεις, δειχνει ακριβως ποσο λιγο πραγματικα εχει να κανει ο εγκεφαλος με την οραση.
Αφετηρια για την κατανοηση της ψευδαισθησης δεν πρεπει να ειναι μονο η διαφορα "πραγματικο" και "μη πραγματικο" αλλα πολυ περισσοτερο η εξεταση του χαρακτηρα της σχεσης με τον κοσμο στην οποια ακριβως ο ασθενης βρισκεται καθε φορα. Ειναι η "ενταση" της, ειναι η αποσβολωση σ' αυτην, η ανελευθερια στην σχεση, που προσδιδει στο ψευδαισθητικο τον χαρακτηρα του αισθητηριακα αντιληπτου, το κανει να εμφανιζεται ως αυτο τουτο;
[206] Κανεις χρειαζεται μονο να ρωτησει τον κοσμο αν, οταν βλεπουν τον μαυροπινακα, πραγματικα εχουν κι αντιλαμβανονται μια νοητικη παρασταση. Εαν προβαλουν την θεωρια των αισθητηριακων ερεθισματων, πρεπει να τους τεθει η ερωτηση ποτε εμφανιζεται ο πινακας ως ο πινακας που ειναι εκει, που επανω του γραφω.
[207] Και η φαντασια μπορει να ιδωθει μονο μεσα σ' εναν κοσμο. Το φασμα ενος χρυσου βουνου συμβαινει παντα ετσι ωστε κι αυτο καπως να βρισκεται σ' εναν κοσμο. Και σε μια τετοια φαντασια δεν ειναι εδω μονο το απομονωμενο χρυσο βουνο. Ουτε και δημιουργω ενα χρυσο βουνο στην συνειδηση μου η στον εγκεφαλο, αλλα σ' εναν κοσμο, σ' ενα τοπιο, που κι αυτο αναφερεται στον κοσμο οπου υπαρχω με το ζωντανο μου σωμα. Το χρυσο βουνο ειναι παρον ως φαντασιουμενο, που ειναι ενας ορισμενος τροπος της παρουσιας και εχει κοσμικο χαρακτηρα. Αναφερεται σε ανθρωπους, γη, ουρανο και θεους.
Η ολη αρχη στο ενδοψυχικο και η εκκινηση απο την συνειδηση ειναι αφηρημενη, μια μη καταδειξιμη κατασκευη. Οι διακοσμικες αναφορες ενος πραγματος δεν χρειαζονται εξηγηση. Πρεπει μονο να ιδωθουν.
Η συνηθισμενη ψυχολογικη θεωρια, οτι κανεις αντιλαμβανεται εναν αλλον ανθρωπο μεσω "ενσυναισθησης", μεσω "προβολης" του εαυτου του μεσα στον αλλον, δεν λεει τιποτα διοτι η παρασταση μιας ενσυναισθησης και μιας προβολης ηδη προϋποθετει το συνειναι με τον αλλον και το συνειναι του αλλου μ' εμενα. Ήδη και τα δυο προϋποθετουν ο αλλος να εχει εννοηθει ως αλλος ανθρωπος, αφου διαφορετικα θα εκανα προβολη στο κενο.
Στην μιμηση απο το παιδι της μητερας του, το παιδι κατευθυνεται προς την μητερα. επιτελει το ειναι-στον-κοσμο της μητερας. Αυτο το μπορει μονο καθοσον ειναι καθαυτο ενα ειναι-στον-κοσμο. Το παιδι υπεισερχεται στην συμπεριφορα της μητερας. Υπεισερχεται στους τροπους με τους οποιους η μητερα ειναι-στον-κοσμο. Ειναι ακριβως το αντιθετο του να εχει ενδοβαλει την μητερα. Ειναι 'εξω', καθηλωμενο ακομη στους τροπους του ειναι-στον-κοσμο ενος αλλου ανθρωπου, της μητερας.
Ψυχολογικα λεμε οτι κανεις προβαλλει την δικη του κακη πλευρα στον εχθρο, κατοπιν τον μισει ως τον κακο κι ετσι αποφευγει να πρεπει να δει το κακο και να το αντιληφθει στον εαυτο του. Ειναι αληθεια οτι κανεις το κακο, το οποιο ηδη πρεπει να ειναι γνωστο απο τον κοσμο, το καταλογιζει σ' εναν αλλον, ερμηνευει τον αλλο ως κακο. Όμως αυτο διολου δεν χρειαζεται να ειναι προβολη, δεν μπορει καν να ειναι προβολη. Διοτι στον καταλογισμο του κακου σ' εναν αλλον κανεις απλως αμυνεται εναντιον της αναγνωρισης οτι κι εγω ανηκω στο κακο οπως ολοι οι ανθρωποι. Αν ηταν ετσι, οτι επροκειτο πρακτικα για προβολη, τοτε μετα την προβολη, μετα την πραγματικη απορριψη και επιρριψη του δικου μου κακου στον αλλο, εγω ο ιδιος θα ημουν εξαφνα ενας καλος ανθρωπος. Όμως δεν ειμαι, και δεν ειμαι τοτε ακριβως οταν καταλογιζω το κακο μονο στον αλλο. Διοτι τοτε, και μαλιστα τοτε, το κακο φωλιαζει μεσα μου, δηλαδη η συμπεριφορα μου εχει ακομη τον χαρακτηρα του κακου, μονο που δεν θελω να το αναγνωρισω. Το δεν-θελω-να-το-αναγνωρισω θα πει ακριβως οτι βρισκομαι καταμεσης σ' αυτην την κακοηθη συμπεριφορα.
Σε μια τετοια θεωρια προβολης κανεις παλι παραβλεπει το συνειναι, που ειναι ενα πρωτογενες, ουσιακο σημαδι του Dasein. Καθε Dasein βρισκεται στην δυνατοτητα της κακης συμπεριφορας. Σε καθε Dasein ανηκει ως ουσιακο σημαδι, ηδη απο παντα, [209] στην σχεση με το απαντωμενο, το εν-δυναμει-κακο, ειτε επιτελειται παντα και ιδιαιτερα ειτε οχι.
[...]
[Wittgenstein, Τελευταιες Γραφες Για Την Φιλοσοφια Της Ψυχολογιας: [111]
Δεν 'προβαλλουμε' τιποτα στο εσωτερικο του. Μια εξηγηση δινουμε μονο, που δεν μας οδηγει πουθενα.]
[210] Το ουσιωδες ειναι οτι ενας ανθρωπος που, με την ψυχολογικη εννοια, 'κανει μεταβιβαση', ειναι δεσμιος μιας ορισμενης διαθεσης, και μεσα απ' αυτην δεν μπορει να κανει αλλιως απο το ν' αφησει εναν ανθρωπο που εχει να κανει μαζι του, που τον απαντα, να τον απαντα ως μισητο. Αυτο το δεν-μπορει-να-κανει-αλλιως ειναι επισης ενα εν-δυναμει-ειναι, αρα ενα συστατικο του Dasein μου.
Αναγκαιο για την κατανοηση ειναι το βλεμμα για το ειναι-στον-κοσμο. Όταν κανεις ειναι καθηλωμενος σε παραστασεις υποκειμενου-αντικειμενου, η λησμοσυνη εκλαμβανεται ως ενα οχι πλεον συλληπτο υπολειμμα στον εγκεφαλο: ακριβως οχι σαν κατι που λανθανει.
Ο Nietzsche λεει στο "Morgenroethe" (ν. 126): "Το οτι υπαρχει ενα ξεχασμα, δεν εχει αποδειχθει ακομη. Αυτο που [213] γνωριζουμε ειναι μονο οτι η επαναθυμηση δεν ειναι στο χερι μας. Σ' αυτο το κενο της δυναμης μας θεσαμε προσωρινα εκεινη την λεξη 'λησμονω': σαν να υπαρχει και μια ικανοτητα ακομη στο ευρετηριο. Μα τι ειναι τελικα στο χερι μας!"[...]
Boss: Συμφωνα με την ψυχαναλυτικη θεωρια ομως, το οτι μια γυναικα, φευγοντας απο το δωματιο ενος γνωστου, αφηνει π.χ. την τσαντα της, εκφραζει την ασυνειδητη επιθυμια να μπορει να ξαναγυρισει εκει. Πως πρεπει να περιγραφει φαινομενολογικα ενα τετοιο ξεχασμα;
Heidegger: Στο ξεχασμα της τσαντας δεν υπαρχει καμια υποσυνειδητη σκοπιμοτητα. Πολυ περισσοτερο, φευγει τελειως αλλιως απ' ο,τι εφυγε απο τον κομμωτη. Ακριβως επειδη ο αντρας που επισκεφτηκε δεν της ειναι αδιαφορος, φευγει ετσι ωστε [214] φευγοντας ειναι ακομη, και τωρα περισσοτερο απο ποτε, εκει. Επειδη φευγοντας ειναι ακομη στον αντρα, η τσαντα δεν ειναι καθολου εδω. Φευγοντας ετσι, η τσαντα μενει, επειδη οσο ακομη ηταν στο δωματιο ηταν τοσο πολυ στον φιλο της, ηδη η τσαντα διολου δεν ηταν εκει. Εδω το που πηγαινε δεν υπαρχει καθολου.
Εαν η ιδια γυναικα ειχε φυγει απο καποιον αδιαφορο για να παει στην αγορα, τοτε δεν θα ειχε ξεχασει την τσαντα αλλα θα την ειχε παρει μαζι της γιατι η τσαντα ανηκει στην αγορα, και σ' αυτην την αναφορα η γυναικα θα βρισκοταν πραγματικα. Εδω υπαρχει μονο το οτι πηγαινει στην πολη. Το οτι ηταν στον αδιαφορο γνωστο εχει τακτοποιηθει. [Ή, αν ολα αυτα τα ειχε εκπροσωπησει. Αυτη η κριτικη λειπει]
Το θεμα της ασυνειδητης σκοπιμοτητας ειναι, απεναντι στην φαινομενολογικη ερμηνεια, μια εξηγηση. Η εξηγηση αυτη ειναι μια καθαρη υποθεση. Με κανενα τροπο δεν προαγει την κατανοηση του ιδιου του φαινομενου του αφηματος [της τσαντας].
Στην φροϋδικη υποθεση το αφημα [της τσαντας] απομονωνεται σαν ενα δεδομενο, και τωρα τουτο πρεπει να εξηγηθει. Ένα τετοιο δεδομενο αφηματος το διαπιστωνουμε απεξω. Η ιδια η γυναικα δεν την αφηνει ασυνειδητα, γιατι η τσαντα δεν υπαρχει καθολου, και κανεις μπορει ν' αφησει κατι που υπαρχει.
Ο ανθρωπος ειναι περατος διοτι εχει την αναφορα στο Ειναι και διοτι επομενως δεν ειναι το Ειναι ο ιδιος, αλλα ειναι μονο χρεωμενος το Ειναι. Αυτο δεν ειναι ελλειμμα αλλα ακριβως ο προσδιορισμος της ουσιας του. Όπου το περατο πρεπει να εννοηθει με το ελληνικο νοημα του περας=οριο, ως αυτο που απαρτιωνει ενα πραγμα σ' αυτο το οποιο ειναι, το αφ-οριζει στην ουσια του κι ετσι το αφηνει να προβαλλει.
Στην αναφορα στο Ειναι ανηκει η διαφορα Ειναι και οντος, και να εμπειραθεις αυτην τη διαφορα θα πει να εμπειραθεις κατι που δεν ειναι το ον. Η θεμελιακη εμπειρια αυτου του 'οχι-το-ον' ειναι η εμπειρια του Μηδενος, και η εμπειρια αυτου του 'οχι-το-ον' δινεται σε αναφορα με τον θανατο, στη θνητοτητα, διοτι ο θανατος ειναι ο αποχωρισμος απο το ον.
Εκει που η ανατολικη σκεψη σταματα, με την επαναφορα κατα τον θανατο στη θεμελιακη φυση ολων των οντων, στο 'Μηδεν', εκει ειναι που στον Heidegger ξεκινα, διοτι η ανατολικη σκεψη ειναι παντα ενα "πεπλο των Μαγια" [><γεγονοτητα], και το Ειναι ως παρουσια δεν επαναφερεται ακομη στο Συμβαν.
[...] Στο μεταξυ, μετα απο αυτον τον μονο με υπαινιγμους διατυπωμενο εντοπισμο της ουσιας της εννοιας εγειρεται το ερωτημα εαν τα παντα πρεπει να συλληφθουν εννοιολογικα, η εαν υπαρχει οριο στην εννοιολογικη συλληψη. Κατα την συζητηση της διαμορφωσης των εννοιων ειπαμε μολις οτι περιλαμβανεται η συγκριση των ποικιλομορφων δεδομενων περιπτωσεων, παραδειγματων. Κατοπιν, κατα την διαμορφωση εννοιων, οτι περιλαμβανεται η αγνοηση λεπτομερειων - των μεμονωμενων δεντρων για παραδειγμα -, παντως καθοριστικο για την διαμορφωση εννοιων ειναι να συγκρατειται το ταυτοσημο.
Τι συμβαινει τωρα μ' αυτην την ταυτοτητα; Ταυτοσημο ειναι κατι που ειναι το αυτο με τον εαυτο του. Υπαρχουν τοσο αξιοπεριεργα πραγματα που κανεις συλλαμβανει μονο οταν τα αφηνει να δινονται τα ιδια ως αυτα τουτα. Για την ταυτοτητα μπορω να να κανω μονο αρνητικες προτασεις. Μπορω για παραδειγμα να πω γι' αυτην οτι δεν ειναι ομοιοτητα. Θετικα μπορω να πω μονο: η ταυτοτητα ειναι ταυτοτητα. Τουτο ειναι μια γνησια ταυτολογια. Υπαρχουν λοιπον στην νοηση πραγματα οπου η εννοια οχι μονον αποτυγχανει, αλλα οπου δεν ανηκει καν. Γι' αυτο η κατηγορια της εχθροτητας εναντιον των εννοιων ειναι μια κατηγορια επικινδυνη για τον επικρινοντα. Θα μπορουσε να συμβαινει να σκεφτομαι οπως αρμοζει στο πραγμα οταν αφηνομαι σε πραγματα που δεν επιτρεπουν εναν εννοιολογικο καθορισμο· οταν λοιπον πραγματευομαι πραγματα τα οποια εναντιωνονται σε καθε εννοιολογικη συλληψη, σε καθε αδραγμα, σε καθε εφορμηση καταπανω τους, σε καθε θεληση να τα κυκλωσεις. Τετοια πραγματα κανεις μπορει, με ευρυτερη εννοια, μονο να τα 'δει', η να μη τα 'δει'. Μπορουμε 'μονο' να τα επισημανουμε, να τα καταδειξουμε. Αυτο το 'μονο' δεν εννοει καποιο ελλειμμα. Πολυ περισσοτερο η αντιληψη αυτου του ειδους εχει την προτεραιοτητα πριν απο καθε διαμορφωση μιας εννοιας, καθοσον αυτη παντα εγκειται σε μια τετοια αντιληψη. Ειναι λοιπον μια επιπολαιη εναλλακτικη να ισχυριζεται κανεις οτι υπαρχει μονον ειτε μια εννοιολογικη σκεψη ειτε ενα συναισθηματικο, θολο βιωμα. Υπαρχει ακομη κατι αλλο, το οποιο βρισκεται πριν απο καθε εννοια και πριν απο καθε βιωμα. Μ' αυτο το αλλο, το ευρισκομενο πριν απο καθε εννοια και βιωμα, εχει να κανει η Φαινομενολογια. Παντως πρεπει να κατανοησουμε σωστα το ιδιομορφο της Φαινομενολογιας και να μην την παρερμηνευσουμε ως μια μεταξυ αλλων 'κατευθυνσεων' και σχολων της Φιλοσοφιας.
Βλ.και Το ονειρο, σσ. 70-76