07 Γεμενετζης, απο το "Θανατος"




07 Γεμενετζής, από το Θανατος

Ακούσαμε: "Το κομμένο λουλούδι, που πλέον δεν ορέγεται τίποτα, διάγει τον εκάστοτε xρόνο του. Διαμένει ολότελα στο εκάστοτε παρόν δίχως μέριμνα για το πριν και το μετά." Αν το ύστατο "μετά" είναι ο θάνατος, τότε η "μέριμνα" γι' αυτόν θα έλειπε στον βαθμό που κανείς θα είχε πεθάνει τον "μέγα θάνατο", ή, στα καθ' ημάς, στον βαθμό που θα είχε αναλάβει την θνητότητά του, είχε γίνει ο θνητός που είναι. Αντίστοιχα, θα συμπλήρωνα, το πρώτο "πριν" είναι η γέννηση. Όμως η γέννηση η οποία προσιδιάζει στον άνθρωπο θα ήταν μια "μεγάλη γέννηση", όπως όταν κανείς, όπως λέμε, "ξαναγεννιέται". Ίσως δεν πρόκειται καν για δυο ξεχωριστά πράγματα: Όταν πεθαίνω τον "μεγάλο θάνατο", ξαναγεννιέμαι. Τότε "μικρός θάνατος" και "μικρή γέννηση" δεν θα ήταν θέμα καμιάς "μέριμνας".

Τα λέμε αυτά με οδηγό την σοφία της Ανατολής, όμως, για μας τουλάχιστον, μένει μια επιφύλαξη: Αυτή η σοφία μιλά αξιωματικά. Δεν μας λέει, ίσως δεν έχει καν ανάγκη να το σκεφτεί, από πού αντλεί το κύρος της. Στην γραφή του Παρμενίδη του Ελεάτη λέγεται:

ΤΩΣ ΓΕΝΕΣΙΣ ΜΕΝ ΑΠΕΣΒΕΣΤΑΙ ΚΑΙ ΑΠΥΣΤΟΣ ΟΛΕΘΡΟΣ

"έτσι η γέννηση έσβησε κι ο χαμός χάθηκε"

Και εδώ συναντούμε έναν τρόπο ύπαρξης όμοιο μ' εκείνον της παροδικότητας του κομμένου λουλουδιού και της ανθρώπινης ύπαρξης: πριν και μετά, και τα άκρα τους, γέννηση και χαμός, παύουν να είναι θέμα. Όμως στον Παρμενίδη, όπως και σ' όλη την πρώιμη ελληνική νόηση και τέχνη, τούτο δεν λέγεται αξιωματικά αλλά υπαγορεύεται απ' αυτό που οι Αρχαίοι αποκαλούσαν ΑΝΑΓΚΗ. Δεν την επιβάλλει κανένας άνθρωπος και κανένας θεός. Τα ίδια τα πράγματα εξαναγκάζουν σ' αυτήν.

Ας θυμηθούμε την γυναίκα που φοβάται τον θάνατο. Αυτό δεν είναι "ψυχολογικό πρόβλημα" και η λύση δεν βρίσκεται σε κάποιον τρόπο με τον οποίο θα θεραπευτεί από την φοβία της και θα επανέλθει στο "φυσιολογικό". Ποια θα ήταν άλλωστε η "φυσιολογική" αντιμετώπιση του θανάτου; Η ψυχολογία, όπως η επιστήμη συνολικά και σχεδόν όλη η παραδοσιακή φιλοσοφία, γνωρίζει μόνο τον θάνατο του εμβίου όντος, την απο-βίωση. Ο λόγος της για τον θάνατο, ακόμα, και προπάντων, όταν τον κάνει αντικείμενο της έρευνάς της, είναι ένας λόγος αφασικός. Όμως η αφασία, το είδαμε επανειλημμένα, δεν είναι η πραγματικότητα του θανάτου που αρμόζει στον άνθρωπο. Η γυναίκα που μιλά για τον θάνατό της, όπως μιλά, δεν έχει ψυχολογικό πρόβλημα. Είναι εκτός πραγματικότητας.

Για ποια πραγματικότητα μιλάμε; Είπα στην αρχή, ακολουθώντας έναν λόγο του Ηράκλειτου: "Νεκρή, μέσα στο φέρετρο, δεν θα της έχει απομείνει κανένα κρύψιμο και κανένας φόβος." Μιλάμε για την πραγματικότητα όπου κάθε κρύψιμο και κάθε φόβος χρειάζονται τον άνθρωπο ο οποίος, ρητά ή άρρητα, λέγει και εννοεί: "κρύβομαι", "φοβάμαι". Τον δρόμο αυτής της "χρείας", του ΧΡΗ, ο Παρμενίδης τον ονομάζει δρόμο του "είναι": ΕΣΤΙΝ.

Στα λόγια της γυναίκας αυτή αρραγής ταυτότητα, όπου τα πράγματα είναι καταλογισμένα στον άνθρωπο, ο άνθρωπος είναι χρεωμένος τα πράγματα, διασπάται: Η γυναίκα μιλά για ένα κρύψιμο για το οποίο, όντας νεκρή, ποτέ δεν θα πει "κρύβομαι", μιλά για έναν φόβο για τον οποίο, όντας νεκρή, ποτέ δεν θα πει "φοβάμαι". Αυτόν τον δρόμο, τον εκτός πραγματικότητας, ο Παρμενίδης τον ονομάζει δρόμο του "μη είναι": ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ.

Ας τα ανακεφαλαιώσουμε ακούγοντας τώρα λίγα από τον ίδιο τον Παρμενίδη:

Η ΔΕ ΚΡΙΣΙΣ [...] ΕΝ ΤΩΙΔ' ΕΣΤΙΝ

"και κρίνεται τούτο:"

ΕΣΤΙΝ Η ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ

"είναι, ή δεν είναι"

ΚΕΚΡΙΤΑΙ Δ' ΟΥΝ ΩΣΠΕΡ ΑΝΑΓΚΗ

"έχει λοιπόν κριθεί, όπως είναι ανάγκη,"

ΤΗΝ ΜΕΝ ΕΑΝ ΑΝΟΗΤΟΝ ΑΝΩΝΥΜΟΝ ΟΥ ΓΑΡ ΑΛΗΘΗΣ

ΕΣΤΙΝ ΟΔΟΣ ΤΗΝ Δ' ΩΣ ΤΕ ΠΕΛΕΙΝ ΚΑΙ ΕΤΗΤΥΜΟΝ ΕΙΝΑΙ

"ο ένας δρόμος [του "δεν είναι"] να εγκαταλειφθεί καθότι δεν έχει νόημα και όνομα, αφού δεν είναι αληθινός δρόμος, όμως ο άλλος [ο δρόμος του "είναι"] κρίθηκε ότι υπάρχει και είναι αληθινός."

ΤΑΥΤΗΙ Δ' ΕΠΙ ΣΗΜΑΤ' ΕΑΣΙ ΠΟΛΛΑ ΜΑΛ'

ΩΣ ΑΓΕΝΗΤΟΝ ΕΟΝ ΚΑΙ ΑΝΩΛΕΘΡΟΝ ΕΣΤΙΝ

"σ' αυτόν τον δρόμο [του "είναι"] λοιπόν έχει πάμπολλα σήματα: "είναι" αγίνωτα και "είναι" άφθαρτα ..."

Τα σήματα ΑΓΕΝΗΤΟΝ και ΑΝΩΛΕΘΡΟΝ δεν σημαίνουν κάποια θεϊκή αιώνια ύπαρξη δίχως αρχή και τέλος. Σημαίνουν πως το πριν της γέννησης και το μετά τον θάνατο δεν μπορεί ποτέ να εννοηθεί και να ειπωθεί. Κάθε τέτοια απόπειρα προσκρούει στο άβατο του "μη είναι". Τα ερωτήματα για την γέννηση και τον θάνατο είναι ψευδο-ερωτήματα. Ακριβώς γι' αυτό φέρνουν σύγχυση και ταλανίζουν, όπως στην περίπτωση της γυναίκας και του νεαρού άντρα. Τούτο αφορά κατά έναν τρόπο κάθε πριν και μετά, όμως η συζήτησή του δεν είναι της ώρας.

Θα προσέξατε πως στον Παρμενίδη δεν γίνεται λόγος γι' αυτό ή εκείνο το πράγμα, αλλά για το "είναι". Ίσως ένας τρόπος να βρεθεί κανείς στον δρόμο του, είναι κι αυτός που δοκίμασα να περιγράψω μιλώντας για την νεκρή μητέρα μου, την αποπροσωποποιημένη, που είναι, όμως είναι ένας κανείς, ανυπόστατη, ένα τίποτα, το οποίο τελικά διαπερνά και μεταβάλλει κι εμένα και τα πάντα. Η αφορμή εδώ ήταν ο θάνατος της μητέρας μου, όμως τελικά πρόκειται για την κάθε συνάντηση των νεκρών με τους ζωντανούς, στην οποία συν-ουσιάζονται και απ-ουσιάζονται μεταξύ τους. Αυτό το τίποτα, είπα ακόμη, δεν είναι "τίποτα", αλλά στο φως του κάθε τι, Celan, "μα τον θάνατο, ζωντανεύει". Το ακούσαμε με διάφορους τρόπους από τον Ηράκλειτο, τον Σεφέρη, τους Ανατολικούς.

Το "είναι" στον Παρμενίδη, θυμίζω, ονομάζει εκείνη την αρραγή ταυτότητα όπου τα πράγματα είναι καταλογισμένα στον άνθρωπο, ο άνθρωπος είναι χρεωμένος τα πράγματα. Αυτός ο δρόμος υπαγορεύεται από την ΑΝΑΓΚΗ, το κράτος της οποίας, θυμίζω ακόμα, επιβάλλεται τραγικά, δηλαδή με τον ΠΟΛΕΜΟ, μια λέξη του Ηράκλειτου, όπου οι πλανημένοι δρόμοι είναι γραφτό να φθάσουν σε αδιέξοδο και οι οδοιπόροι τους να τσακιστούνε στο τοίχο του. Ακούσαμε την αντίστοιχη λέξη του Παρμενίδη: ΚΡΙΣΙΣ. Η "κρίση" δεν είναι απλά ένα κακό. Σημαίνει την διάκριση. Γι' αυτό η κρίση πάντα μας βάζει στο αλλόκοτο σταυροδρόμι πλάνης κι αλήθειας, και δρομολογεί τις πορείες μας. Ο φόβος της γυναίκας και του νεαρού άντρα, αλλά και κάθε φόβος θανάτου, δεν είναι ψυχολογικό συναίσθημα αλλά ΚΡΙΣΙΣ, σημάδι της πρόσπτωσης επάνω σε τέτοιους τοίχους.