Το παραμύθι που θα σας πω το διάβασα στον Freud, στο βιβλίο του με τον τίτλο "Διαλέξεις για μια Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση". Λέγεται Οι Τρεις Επιθυμίες. Υπάρχει καταγραμμένο, με πολλές παραλλαγές, ήδη από τον 17ο αιώνα σε χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Στην συνοπτική αφήγηση του Freud είναι το εξής:
Μια καλή νεράιδα υπόσχεται σ’ ένα φτωχό ζευγάρι να εκπληρώσει τις τρεις πρώτες επιθυμίες του. Ο άντρας κι η γυναίκα είναι ευτυχισμένοι και θέλουν να διαλέξουν αυτές τις τρεις επιθυμίες προσεκτικά. Όμως η γυναίκα παρασύρεται από τη μυρωδιά λουκάνικων που ψήνονται στην διπλανή καλύβα κι επιθυμεί νά ‘χει δυο τέτοια λουκάνικα. Κι αμέσως βρίσκονται μπροστά της. Ο άντρας θυμώνει και λέει, τα λουκάνικα να κρεμαστούν απ’ τη μύτη της γυναίκας του. Γίνεται κι αυτό, και τα λουκάνικα δεν βγαίνουν απ’ τη νέα τους θέση με τίποτε. Μα καθώς οι δυο τους είναι ζευγάρι, άντρας και γυναίκα, η τρίτη επιθυμία θα είναι αναγκαστικά, τα λουκάνικα να φύγουν από τη μύτη της.
Ο Freud αναφέρει το παραμύθι σαν παραστατικό παράδειγμα για την παρουσία των επιθυμιών στα όνειρα και στα νευρωτικά συμπτώματα, και τον τρόπο με τον οποίο εκπληρώνονται. Εδώ δεν θα υπεισέλθω σ‘ αυτό το θέμα. Σημειώνω μόνο ότι ο Freud βλέπει το παραμύθι ως αντικείμενο της ερμηνευτικής του μεθόδου, δηλαδή με σημείο αναφοράς την θεωρία του.
Σήμερα θα συζητήσω μαζί σας μιαν άλλη προσέγγιση. Πιστεύω πως, πριν από τις δικές μας θεωρίες, τα παραμύθια, και αναφέρομαι στα παλιά, αυτόχθονα παραμύθια, έχουν κάτι να μας διδάξουν, κάτι να μας μάθουν για μάς και τον κόσμο. Πιστεύω πως το "Παραμύθι των Τριών Επιθυμιών" έχει κάτι να μας πει για τις επιθυμίες μας.
Στο ζευγάρι εμφανίζεται μια καλή νεράιδα. Ποια είναι η καλοσύνη της; Το ότι βέβαια θέλει το καλό του. Το ζευγάρι είναι φτωχό κι η νεράιδα θα του εκπληρώσει τρεις επιθυμίες. Η φτώχεια του έγκειται λοιπόν στο ότι έχει επιθυμίες ανεκπλήρωτες.
Ή μήπως τώρα ανακαλύπτει πως έχει επιθυμίες, τώρα που η νεράιδα τις κάνει θέμα και υπόσχεται την εκπλήρωσή τους; Μήπως είναι τα λόγια της νεράιδας που στρέφουν το βλέμμα του ζευγαριού και το καθηλώνουν στο παιχνίδι στέρησης κι επιθυμίας; Το παραμύθι δεν μας το λέει. Πάντως πολλοί από μας, όταν κερδίσουν, ή φαντάζονται να κερδίζουν, ένα μεγάλο ποσό στο λαχείο, ανακαλύπτουν τότε, για πρώτη φορά, ένα σωρό ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Οι επιθυμίες δεν υπάρχουν καταχωρημένες σε κάποιον εσωτερικό κατάλογο, όπως μια σειρά αιτημάτων. Έρχονται πρώτα εκεί όπου αναφύεται η δυνατότητα, έστω και εξωπραγματική, μιας κάποιας εκπλήρωσης.
Πριν μερικά χρόνια παρακολούθησα στην τηλεόραση ένα ντοκιμαντέρ για τη Γαύδο, ένα ξεχασμένο νησί νότια της Κρήτης. Ο δημοσιογράφος αναφερόταν με έκδηλη αγανάκτηση στις πρωτόγονες συνθήκες διαβίωσης των λιγοστών κατοίκων και ρωτούσε μια ντόπια πώς τα βγάζουν πέρα με τόσες στερήσεις και με τέτοια κρατική αδιαφορία. Αυτή τον κοίταζε με τα αγαθά της μάτια κι έμοιαζε ν’ ακούει μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε διόλου. Ίσως σήμερα αυτή η γυναίκα να ταλανίζεται από πάμπολλες στερήσεις κι επιθυμίες κι αιτήματα...
Στέρηση κι επιθυμία μπορούν να υπάρχουν τόσο στον φτωχό όσο και στον πλούσιο. Δεν έχουν να κάνουν με το ύψος του εισοδήματος αλλά με το κατά πόσον και σε ποιον βαθμό κανείς βλέπει τον εαυτό του ως στερημένο, έτσι που οι επιθυμίες και η δυνητική τους εκπλήρωση να είναι αυτό που δίνει νόημα στη ζωή του.
Εδώ ο ψυχαναλυτής θα είχε να πει περισσότερα. Θα είχε προπάντων να πει ότι πολύ συχνά, όταν αντιλαμβανόμαστε μια στέρηση, δεν μένουμε σ’ αυτό που μας λείπει πραγματικά αλλά επιδιώκουμε την εκπλήρωση των επιθυμιών μας σε λάθος τόπο και χρόνο, π.χ. παρασυρόμενοι στον καταναλωτισμό, στην σεξουαλική ελευθεριότητα, στη απονάρκωση των φαρμάκων και σχετικών ουσιών.
Δεν υπάρχει μόνο φυγή προς επιθυμίες, αλλά και φυγή από επιθυμίες. Η φυγή από επιθυμίες μπορεί να φτάσει και στο σημείο να ισχυρίζεται κανείς πως δεν του λείπει τίποτε. Ένας τέτοιος άνθρωπος πολλές φορές δεν μπορεί καν να δεχτεί πως είναι εκτεθειμένος στη στέρηση και στην επιθυμία. Και δεν θα είναι διόλου περίεργο που τα παιδιά του, στα οποία δεν επιτράπηκε να εκφράσουν επιθυμίες και να ζήσουν την εκπλήρωση και τη ματαίωση, θα παραδοθούν σ’ αυτές σχεδόν άκριτα και τυφλά.
Στο θέμα στέρησης κι επιθυμίας υπάρχει ένα δεύτερο ζήτημα, με το οποίο είναι εξοικειωμένοι περισσότερο οι φιλόσοφοι και λιγότερο οι ψυχαναλυτές: Οι επιθυμίες μας δεν είναι απλά περιστασιακές υποθέσεις. Η στέρηση, που τις τρέφει, συνιστά στοιχείο της ίδιας της φύσης μας. Γι’ αυτό, όταν μια επιθυμία τυχαίνει να εκπληρώνεται, η στέρηση απλώς αποκοιμίζεται παροδικά. Είναι σαν τη Λερναία Ύδρα, όπου νομίζουμε πως όταν κόψουμε ένα κεφάλι ξεμπερδέψαμε, και το βλέπουμε να ξαναφυτρώνει. Έχουμε να ζούμε και με τέτοια τέρατα. Δεν είναι απλώς γραμμένα στους αρχαίους μύθους. Είναι αντιγραμμένα σ’ αυτούς από τα γραφτά της ανθρώπινης μοίρας.
Το καλό που κάνει η νεράιδα στο ζευγάρι δεν περιορίζεται στις τρεις επιθυμίες που υπόσχεται να τους εκπληρώσει. Το αμφιλεγόμενο καλό, που αφανώς τους παρέχει η υπόσχεσή της, είναι το άνοιγμα για ένα μέχρι τότε ίσως απ’ αυτούς αγνοημένο μοιράδι της μοίρας τους: το άνοιγμα για το βάσανο της στέρησης και τη νοσταλγία της εκπλήρωσης. Θα συναντήσουμε τις δυο όψεις αυτού του αμφιλεγόμενου στην συνέχεια.
Όμως, για να μη νομίζουμε πως τα παραμύθια είναι μόνο "για τα παραμύθια", ας αναγνωρίσουμε τον απόηχο των λόγων της καλής νεράιδας στα σημερινά καλέσματα της διαφήμισης και των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η διαφήμιση δεν υπηρετεί το δικαίωμα να επιλέγεις, όπως σε τακτά διαστήματα διακηρύσσει το CNN σε μια διαφήμιση της διαφήμισης. Πρωτίστως προάγει την εισαγωγή και την καθήλωση στον κόσμο της στέρησης και των επιθυμιών.
Ας γυρίσουμε στο παραμύθι μας. Η νεράιδα υπόσχεται στο ζευγάρι να εκπληρώσει τις τρεις πρώτες επιθυμίες του. Γιατί τρεις; Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε, μια για τον άντρα, μια για την γυναίκα - η τρίτη όμως; Για ποιον; Ποιο είναι το τρίτο, που τους ανήκει δίχως να αφορά κάποιον από τους δύο; Το τρίτο που, στα παραμύθια συχνά, είναι το καλύτερο; Ας το αφήσουμε για την ώρα ανοιχτό.
Πάντως το ζευγάρι είναι ευτυχισμένο. Προκαταβολικά ευτυχισμένο, στην χειροπιαστή πλέον προοπτική να πάψει να είναι φτωχό, που θα πει πλέον τώρα: να ζει στη στέρηση, να έχει ανεκπλήρωτες επιθυμίες.
Η έκφραση "ανεκπλήρωτες επιθυμίες" είναι πλεονασμός. "Επιθυμία" σημαίνει αφεαυτής ένα ανεκπλήρωτο, μια στέρηση. Επιθυμία και στέρηση πηγαίνουν μαζί. Όταν λέγεται η μία λέξη, στην πραγματικότητα λέγεται και η άλλη.
Το ζευγάρι, στην προοπτική της εκπλήρωσης των επιθυμιών του, είναι λοιπόν ευτυχισμένο. Τι θα πει εδώ "ευτυχία"; Η εκπλήρωση των επιθυμιών. Αυτό είναι μια βαθιά ριζωμένη πεποίθηση. Όταν βλέπουμε έναν συνάνθρωπό μας δυστυχισμένο, αυτόματα θεωρούμε πως κάτι του λείπει. Εάν συμπάσχουμε, θα τον ρωτήσουμε: "Τι θέλεις; Τι χρειάζεσαι; Ποιες είναι οι ανάγκες σου;" Όταν πάλι δεν συμμεριζόμαστε την δυστυχία του, θα πούμε: "Μα όλα τα έχεις, δε σου λείπει τίποτε."
Αλλά και ο ίδιος ο πάσχων καταλαβαίνει τον εαυτό του με τον ίδιο τρόπο. Κι όταν πρόκειται για ένα παιδί, η στάση και τα λόγια μας το παρασύρουν σ’ αυτήν τη νοοτροπία. Αυτό κάνει και το ρεπορτάζ του δημοσιογράφου στη γυναίκα από τη Γαύδο, αυτό κάνει και η διαφήμιση του CNN στον κόσμο απανταχού της γης.
Όμως τι επιτελεί η εκπλήρωση μιας επιθυμίας; Ποια είναι η ευτυχία που υπόσχεται;
Η επιθυμία που εκπληρώνεται, δεν έχει πια λόγο ύπαρξης. Παύει να υφίσταται. Η ευτυχία είναι η απελευθέρωση από επιθυμίες, από το ανικανοποίητο και την στέρηση. Οι Γερμανοί έχουν μια έκφραση: "wunschlos glücklich", "δίχως επιθυμίες ευτυχισμένος".
Η επιθυμία δεν μένει προσκολλημένη στο επιθυμητό. Δεν επιθυμώ απλώς κάτι. Με την προσδοκώμενη εκπλήρωση, επιθυμώ να πάψω πια να επιθυμώ, δηλαδή, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν: να είμαι ευτυχισμένος.
Φαίνεται παράδοξο που η ευτυχία δεν εμφανίζεται ως πρωτογενής διάθεση αλλά αρνητικά, δηλαδή ως απαλλαγή από την ταραχή της επιθυμίας, από την πιεστικότητα της στέρησης. Στη γλώσσα του Freud, στα γερμανικά, ο όρος του για ό,τι στο παραμύθι αποκαλείται "ευτυχία" είναι Lust, όπως και το αγγλικό lust, και συνηθίστηκε να αποδίδεται στα ελληνικά ως "ηδονή". Ετυμολογικά η γερμανική λέξη συγγενεύει με το -los που, όταν χρησιμοποιείται σαν δεύτερο συνθετικό, σημαίνει "δίχως", όπως στην λέξη που ανέφερα προηγουμένως "wunsch-los", "δίχως επιθυμίες". Στην γερμανικά εννοούμενη "ηδονή", ήδη στην ίδια την λέξη, υπολανθάνει το στοιχείο του "δίχως": δίχως το βάρος της επιθυμίας. Γι’ αυτό ο Freud μπορεί και δίνει στην "ηδονή" το νόημα της "αποφόρτισης", της "εκτόνωσης" από την πίεση των ορμών.
Είναι τόσο αλλόκοτη, και συνάμα τόσο αληθινή, αυτή η αντίληψη της ζωής ως φόρτου και αγώνα, η νοσταλγία για την ευτυχία του "δίχως", η έφεση προς το - τίποτα. Η σημασία του, οι δρόμοι των ανθρώπων προς αυτό, δρόμοι που περνούν μέσα από την εκπλήρωση επιθυμιών, και άλλοι, είναι μεγάλο ερώτημα, ίσως το μεγαλύτερο απ’ όσα αφορούν τον άνθρωπο. Όμως η συζήτησή του θα ξεπερνούσε τα όρια του θέματός μας.
Όπως και νά ‘χει, το ζευγάρι του παραμυθιού μας το απασχολούν άλλα πράγματα. Θέλει να διαλέξει τις τρεις επιθυμίες προσεκτικά. Θέλει να καθίσει κάτω, να δει τις ελλείψεις του, να τις ιεραρχήσει, σ’ αυτήν τη βάση να κάνει έναν κατάλογο των επιθυμιών του και μετά να διαλέξει τις τρεις πιο σημαντικές. Μ’ αυτόν τον τρόπο θέλει να φτιάξει μια και καλή τη ζωή του. Πού θα ξαναβρεθεί τέτοια ευκαιρία; Καλές νεράιδες δεν έρχονται κάθε μέρα.
Αυτός ο τρόπος παραβιάζει ένα μέτρο. Είναι, για να το πω μ’ ένα γνήσια ελληνικό όνομα, ΥΒΡΙΣ. Ποιο μέτρο παραβιάζεται; Εκείνο που μας καθιστά αδύνατο να εποπτεύσουμε μια ζωή, να την προγραμματίσουμε, να την διασφαλίσουμε. Μία ωδή του Πινδάρου κλείνει με τα λόγια:
"[...] θα έρθει ο χρόνος αυτός που, κι αν έχει καταβάλει σε κάποιον κάτι ανέλπιστο, απρόσμενα άλλα τα δίνει, άλλα πάλι όχι ακόμη."
ΒΑΛΩΝ, γράφει ο Πίνδαρος. Ό,τι έρχεται, ό,τι μας συμβαίνει, είναι βολή, κατα-βολή του χρόνου. Ο χρόνος καταβάλλει αυτά που κάθε φορά μας αφορούν. Ο χρόνος κατέβαλε στο ζευγάρι κάτι ανέλπιστο, μια καλή νεράιδα. Και πάλι άλλα θα τα δώσει, κι άλλα όχι ακόμα. Το μέτρο του "όχι ακόμα" είναι που παραβιάζει το ζευγάρι με την πρόθεσή του να κανονίσει από τα πριν μια ολόκληρη ζωή.
Όμως κι η παραβίαση υπακούει σ’ ένα μέτρο:
Η άμετρη πρόθεση του ζευγαριού απευθύνεται στον χρόνο της ζωής σαν σύνολο, μονόπλευρα, αγνοώντας την άλλη πλευρά, αγνοώντας δηλαδή αυτό που φέρνει η ώρα, η κάθε ώρα, η κάθε στιγμή. Το μέτρο, στο οποίο η παραβίαση υπακούει, είναι το εξής: Όσο πιο απόλυτα μία πλευρά αγνοείται, τόσο πιο απόλυτα κάποτε, κάπως, θα ξεσπάσει. Μας το διδάσκει ο Παρμενίδης. Σε ένα απόσπασμά του, που αφορά τις ανθρώπινες πλάνες, όπως αυτήν του ζευγαριού, λέγεται:
ΠΑΝΤΩΝ ΔΕ ΠΑΛΙΝΤΡΟΠΟΣ ΕΣΤΙ ΚΕΛΕΥΘΟΣ
Σε ελεύθερη μετάφραση: "Τα πράγματα πηγαίνουν παλίνδρομα."
Την εμφάνιση της άλλης πλευράς, στο παραμύθι μας την αναλαμβάνει η γυναίκα:
Η στιγμή φέρνει τη μυρωδιά από λουκάνικα που ψήνονται στη γειτονική καλύβα. Τώρα, μετά το παραλήρημα περί επόπτευσης κι εξασφάλισης μιας ολόκληρης ζωής, τα πράγματα παλινδρομούν κι ο κόσμος γίνεται δυο λουκάνικα. Η μυρωδιά την συνεπαίρνει. Σαν σε όνειρο, έχοντας ξεχάσει τα πάντα, δίνεται ολόκληρη στην παραγγελία: "Δυο λουκάνικα!".
Εάν η μία πλευρά της πλάνης είναι η πρόθεση μιας εξωπραγματικής εποπτείας ολόκληρης της ζωής, η άλλη πλευρά είναι η τυφλή παράδοση στη στιγμή. Η απώλεια του μέτρου έγκειται τώρα στο ότι η γυναίκα δεν ξέρει τι κάνει. Το ότι δυο αχνιστά λουκάνικα βρίσκονται αμέσως μπροστά της, είναι σχεδόν έκπληξη. Έκπληξη και για μας ακόμη, που ακούμε το παραμύθι. Αν αυτή η έκπληξη είχε φωνή, θα έλεγε: "Για δες, ήταν μια επιθυμία!" Η γυναίκα δεν ήξερε καν ότι είχε εκφράσει μια επιθυμία. Δεν είχε το όνομα γι’ αυτό που έκανε. Το έχει τώρα, μαζί της το έχουμε κι εμείς, τώρα που τα δυο λουκάνικα ήδη βρίσκονται μπροστά της, στο πιάτο της.
Ίσως μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αρχική προσέγγιση του ζευγαριού, με την προσεκτική και μελετημένη επιλογή που θέλει να κάνει, δεν είναι καθαρή "επιθυμία". Είναι μαζί και πρόβλεψη και σχεδιασμός και διαχείριση. Η καθαρή επιθυμία, η πιεστικότητα της στέρησης δεν αφήνει πολύ χώρο για νηφάλιους προγραμματισμούς. Όσο αναβάλλεται κι αναστέλλεται, τόσο γίνεται, όπως λένε οι Γερμανοί, "κρύος καφές". Ο καφές θα κρύωνε ήδη αν έλεγε η γυναίκα: "Αισθάνομαι την επιθυμία να έχω δυο λουκάνικα". Μόνον εκεί που η επιθυμία δεν γνωρίζει το όνομά της, μπορεί να επιθυμεί αληθινά. Την αληθινή επιθυμία, που διαπερνά ένα ζωντανό, παλλόμενο σώμα, την αντιλαμβανόμαστε περισσότερο στην πράξη της γυναίκας, στο "Δυο λουκάνικα!".
Εδώ αξίζει να προσέξουμε αυτό που λέει η ίδια η λέξη "επιθυμία": "επί τω θυμώ". Η ινδοευρωπαϊκή ρίζα του αρχαίου ΘΥΜΟΣ σημαίνει "μαίνομαι". Η επιθυμία είναι μια μανία. Συνταράζει και παρασέρνει και φέρνει εκτός εαυτού, ακόμη κι όταν πρόκειται, όπως στο παραμύθι μας, για δυο λουκάνικα.
Το κατά πόσον επιτρέπουμε στον εαυτό μας να αφήνεται ελεύθερα στην σφοδρότητα, στο υπέρμετρο και στο άμετρο των επιθυμιών του, είναι ένα άλλο ερώτημα.
Γιατί όμως μια αληθινή επιθυμία είναι αναγκαστικά άμετρη; Διότι είναι τυφλή. Θέλει, και θέλει εδώ και τώρα. Αγνοεί τόπο και χρόνο. Σ’ έναν κόσμο που ορίζεται από τόπο και χρόνο, θα προσκρούσει οπωσδήποτε σ’ ένα "όχι!".
Αυτό μπορεί μεν να επιβάλλεται από τους ανθρώπους. Εάν τώρα για παράδειγμα μου γεννηθεί η επιθυμία και πω "Δυο λουκάνικα!", εσείς μπορείτε να με συνετίσετε λέγοντας: "Όχι, άσ’ τα λουκάνικα και πες μας αυτά που έχεις να πεις." Εδώ είναι πάντα στο χέρι μου να αγνοήσω το "όχι" σας, να σας αφήσω σύξυλους και να τρέξω ν’ αναζητήσω δυο λουκάνικα.
Όμως, ακριβώς εάν το κάνω αυτό, θα βρεθώ αντιμέτωπος μ’ ένα άλλο "όχι", που αυτήν την φορά δεν επιβάλλεται από την ανθρώπινη βούληση αλλά από τον τόπο τον ίδιο και τον χρόνο τον ίδιο, και γι’ αυτό είναι αναγκαστικό: Ακόμη κι αν τα λουκάνικα βρίσκονται στο διπλανό δωμάτιο, δεν είναι εδώ, χρειάζεται να διασχίσω την απόσταση μέχρι εκεί. Και τα λουκάνικα δεν θα τα έχω αμέσως αλλά σε δέκα λεπτά ή σε δυο ώρες. Το μέτρο του χρόνου μου λέει: "Όχι ακόμα!". Γι’ αυτό η αληθινή επιθυμία είναι άμετρη. Αγνοεί τα μέτρα του τόπου και του χρόνου ο οποίος, αν θυμηθούμε τον Πίνδαρο, άλλα τα δίνει, άλλα όχι ακόμη.
Μόνο στο παραμύθι δεν υπάρχει το "όχι", μόνο εκεί μπορούμε να μιλούμε πραγματικά για αληθινή εκπλήρωση μιας επιθυμίας. Ο Freud γράφει ότι στο λεγόμενο "υποσυνείδητο", στον χώρο όπου, σύμφωνα με την θεωρία του, κυριαρχεί η άμεσα εκπληρούμενη επιθυμία, δεν υπάρχει χρόνος και δεν υπάρχει "όχι". Ο Freud το λέει αξιωματικά, χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση. Μέσα από την συζήτηση για την φύση της επιθυμίας και την σχέση της με τα μέτρα του τόπου και του χρόνου, τα λεγόμενά του αποκτούν ένα νόημα.
Αυτά για τη γυναίκα και τα λουκάνικα που πεθύμησε. Κι ερχόμαστε στον άντρα. Τούτος έχει παραμείνει στην αρχική πρόθεσή τους να διαλέξουν τις τρεις επιθυμίες με προσοχή. Την επιθυμία της γυναίκας του για δυο λουκάνικα την εκλαμβάνει ως επιπολαιότητα και καταστροφή των σχεδίων τους από δική της υπαιτιότητα. Είναι πολύ μακριά από το να δει τον νόμο που θέλει τα πράγματα να προχωρούν παλίνδρομα, να δει την επιθυμία της γυναίκας του σαν αναγκαστικό επακόλουθο της αρχικής τους πρόθεσης, που φαίνεται ότι κυρίως αυτός εκπροσωπούσε.
Συχνά σ' ένα ζευγάρι άντρας και γυναίκα είναι από χαρακτήρα σε κάποια πράγματα διαμετρικά αντίθετοι. Κάτι άλλωστε που συμβαίνει και αργότερα ανάμεσα στα παιδιά τους. Συνήθως ο καθένας επιμένει στο δικό του και καταπολεμά τον άλλον. Το ότι όμως παρολαυτά οι δύο μένουν ζευγάρι, όταν μένουν και όσο μένουν, μιλά για την αφανή συνοχή των αντιθέτων, μιλά για το ότι η μία πλευρά χρειάζεται την άλλη καθώς τα πράγματα, πέρα από σωστό και λάθος, λογικό και παράλογο, καλό και κακό, ποτέ δεν είναι μονοσήμαντα και μονόπλευρα.
Ο άντρας του παραμυθιού μας επιμένει στην δική του πλευρά. Η οργή του τον συνεπαίρνει και τον τυφλώνει. Φέρεται με τον ίδιο τρόπο, για τον οποίο κατηγορεί την γυναίκα του. Μόνο που η επιθυμία του έχει χαρακτήρα εκδίκησης. Και τι χαρακτηρίζει την εκδίκηση; Η εκ-δίκηση, όπως λέει το όνομα, επιζητεί ν' αποκαταστήσει το δίκαιο, ν' ακυρώσει την αδικία που έγινε.
Εάν η επιθυμία δεν ανέχεται το όχι-ακόμα, η εκδίκηση εναντιώνεται στον νόμο, σύμφωνα με τον οποίο ό,τι έγινε έγινε και δεν ακυρώνεται με τίποτα. Ούτε αυτή γνωρίζει τα μέτρα του χρόνου. Δεν ανέχεται το αμετάκλητο ενός γεγονότος, το όχι-πια, στο οποίο κανείς προσκρούει σε κάθε απόπειρα να το ανασκευάσει.
Αυτό, ναι, αυτό και μόνον είναι η εκδίκηση καθαυτή:
γράφει ο Nietzsche στον Ζαρατούστρα,
Η εναντίωση της θέλησης στον χρόνο και στο "ήταν" του.
Έτσι η εκδίκηση είναι το άλλο πρόσωπο της επιθυμίας. Συμπληρώνει την ύβρη εναντίον του χρόνου. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι που είναι ιδιαίτερα παραδομένοι σ’ επιθυμίες είναι μαζί και άνθρωποι που κλίνουν ιδιαίτερα στην μνησικακία και την εκδίκηση.
Γι’ αυτό και στην θεωρία του Freud, όπου η επιθυμία κατέχει πρωταρχική θέση, η ματαίωση δεν γίνεται ποτέ αληθινά παρελθόν αλλά παραμένει ζωντανή και πονάει. Και το λεγόμενο "οιδιπόδειο", με τον γιο, που θέλει την μητέρα για γυναίκα του, να απειλείται, έστω "συμβολικά", με ευνουχισμό από τον πατέρα, και κατόπιν να τον σκοτώνει, είναι μια ιστορία εκδίκησης και αντεκδίκησης όπου η μόνη λύση είναι τελικά η ικανοποίηση με ποικιλόμορφα υποκατάστατα.
Η ζωή, για τον Freud, είναι μια ιστορία από ματαιωμένες επιθυμίες και σκιώδεις εκδικήσεις - ένας κρύος, πικρός καφές.
Όμως με έναν τρόπο, τον οποίο ούτε ο άντρας του παραμυθιού μας ούτε ο Freud γνωρίζει, η εκδίκηση όντως αποκαθιστά το δίκαιο.
Δεν είναι απλά τιμωρία, ο άντρας δεν επιθυμεί π.χ. να πεταχτούν τα λουκάνικα στα σκουπίδια. Τι μας λέει η πράξη του; Τώρα για την γυναίκα, με τα λουκάνικα τα κρεμασμένα από την μύτη της, δεν είναι μόνο η μυρωδιά από πέρα, από την διπλανή καλύβα, που την παρασέρνει και της ξυπνά την στέρηση και την επιθυμία. Είναι δυο αχνιστά λουκάνικα τόσο κοντά της που πιο κοντά δεν γίνεται και μαζί τόσο μακριά που πιο μακριά δεν γίνεται. Ό,τι συνιστούσε την επιθυμία της, η στέρηση και η όρεξη, έχουν κορυφωθεί. Η εκδίκηση του άντρα της φέρνει αυτό που έκανε, το ότι επιθύμησε δυο λουκάνικα, κυριολεκτικά εμπρός στη μύτη της. Η επιθυμία έχει γίνει ανυπόφορα και αδιέξοδα επίμονη, καθώς δεν μπορεί ούτε να αγνοηθεί με την λησμοσύνη ούτε να καταλαγιάσει με την εκπλήρωση. Έχει γίνει ΕΠΙΘΥΜΙΑ, με γράμματα κεφαλαία.
Η εκδίκηση της λέει άρρητα: "Να τι έκανες. Επιθύμησες δυο λουκάνικα! Κατάλαβέ το!" Η γυναίκα μαθαίνει τι θα πει επιθυμία. Είναι μια γνώση επώδυνη, όμως έτσι είναι για τους ανθρώπους κάθε αληθινή γνώση. Περνά μέσα από την κορύφωση και τη ματαίωση. Μια τέτοια δικαιοσύνη αποδίδει, δίχως να το επιδιώκει και δίχως να το γνωρίζει, η εκδίκηση.
Στην ψυχανάλυση υπάρχει ένας κανόνας. Ο Freud τον αποκαλεί "Abstinenzprinzip", "αρχή της αποχής". Ο κανόνας αυτός απαγορεύει τόσο στον ψυχαναλυτή όσο και στον πελάτη του την ικανοποίηση κάθε επιθυμίας, είτε πρόκειται για πράγματα όπως ένα τσιγάρο, είτε πρόκειται για πράγματα όπως παρηγοριά, αναγνώριση, επιβεβαίωση κλπ. Και στην ψυχανάλυση, από την φύση της, οι επιθυμίες γίνονται κάποτε ιδιαίτερα έντονες, ακριβώς όπως τα λουκάνικα που κρέμονται από τη μύτη της γυναίκας. Είναι πολλές φορές δύσκολο και σκληρό, όμως για εκείνον, για τον οποίο προέχει να γνωρίσει τον εαυτό του και να γίνει αυτός που είναι αληθινά, άλλος δρόμος δεν υπάρχει.
Και στο παραμύθι; Πού μείναμε; Νάτοι οι δυο τους, η γυναίκα με δυο λουκάνικα στη μύτη της, ο άντρας με την οργή του, συντριμμένοι και συγχυσμένοι. Κι ο καθένας τους μόνος, απέραντα μόνος. Τα πράγματα έχουν φτάσει σε αδιέξοδο. Ας επιχειρήσουμε να δούμε αυτό το αδιέξοδο καθαρότερα.
Όλα ξεκίνησαν από την καλή νεράιδα που υποσχέθηκε να εκπληρώσει τις τρεις πρώτες επιθυμίες τους. Τι έγινε και το ζευγάρι, εκεί που επρόκειτο να χαρεί την καλή του τύχη, χάλασε; Οφείλεται σε περιστασιακή αδυναμία χαρακτήρα αυτού του άντρα, αυτής της γυναίκας; Εμείς, στην θέση τους, θα το χειριζόμασταν καλύτερα; Το παραμύθι είναι ένας λόγος που αφορά όλους μας, που λέγεται εν ονόματι όλων μας. Διαφορετικά δεν θα ήταν παραμύθι, δεν θα είχε παραδοθεί μέχρι τις μέρες μας.
Τα παραμύθια μιλούν στην γλώσσα των σημάτων: Λέγουν, και μαζί κρύβουν. Γι’ αυτό είναι αγαπητά στα παιδιά, γιατί κι αυτά μιλούν με γλώσσα σημάτων. Όπως και τα όνειρα. Όπως και οι μεγάλοι της νόησης και της ποίησης. Όπως και ο θεός, καθώς γράφει ο Ηράκλειτος, και πολύ αργότερα ο γερμανός ποιητής Friedrich Hölderlin.
Σ’ εμάς τους υπόλοιπους μια τέτοια γλώσσα είναι σχεδόν νεκρή. Εκεί που δοκιμάζουμε να διακρίνουμε ίχνη της, όπως σήμερα στο παραμύθι μας, ο μυστήριος λόγος του γίνεται κάλεσμα: όχι να εξηγήσουμε το παραμύθι, όχι να το εντάξουμε στα δικά μας μέτρα, όπως π.χ. κάνει ο Freud, αλλά να μάθουμε κάτι για τον εαυτό μας - να μάθουμε κάτι για το μυστήριο που κάνει τον άνθρωπο άνθρωπο.
Το παραμύθι, μας καλεί να μάθουμε την επιθυμία, το ότι η επιθυμία, αυτή η στις μέρες μας σχεδόν μαγική λέξη, είναι μια υπόθεση τραγική. Παραπλανά, διχάζει, φέρνει σε αδιέξοδο. Υπόθεση τραγική, εάν και εφόσον έχουμε ακόμη μάτια και αυτιά για το τραγικό, και η συνήθεια δεν το έχει εξοβελίσει στην αφασία. Το γέλιο, που ίσως μας ξεφεύγει καθώς ακούμε το παραμύθι, δεν είναι παρά ένα επιφώνημα εμπρός στην τραγική μοίρα του ανθρώπου που παραδίνεται στις επιθυμίες του και καταλαβαίνει τον εαυτό του μέσα από αυτές.
Ήδη γνωρίσαμε την επιθυμία στη συνάφειά της με τη στέρηση. Είδαμε την ύβρη στην οποία οδήγησε το ζευγάρι, την τύφλωσή του, την παλινδρομία στην οποία περιέπεσαν ο άντρας και η γυναίκα, την εκδίκηση, το ξύπνημα, το οδυνηρό αδιέξοδο.
Η επιθυμία πολύ εύκολα φέρνει σε τέτοιους δρόμους. Γιατί; Διότι έχει την αξίωση της εκπλήρωσης, υπόσχεται την ευτυχία, την ανακούφιση από την πιεστικότητα της στέρησης. Και η στέρηση έχει την τάση, όχι μόνο να μην ησυχάζει με την μία ή την άλλη εκπλήρωση κάποιας επιθυμίας αλλ' αντιθέτως να γιγαντώνεται.
Κάνουμε το λάθος να προσβλέπουμε, λιγότερο ή περισσότερο φανερά, στην δυνατότητα μιας ζωής δίχως ελλείψεις. Αυτή είναι η πρώτη ύβρη. Και είναι ύβρη διότι αγνοεί την περατότητα της ανθρώπινης φύσης. Από τη στιγμή που θα ριζώσει, γεννάει νέα ύβρη, και νέα, και νέα. Βέβαια αυτός ο, ας μου επιτραπεί η λέξη, τσαμπουκάς, κάποτε θα πέσει στον τοίχο ενός "όχι" και θα σπάσει. Έτσι μαθαίνουμε, όλοι μας. Άλλος λιγότερο κι άλλος περισσότερο.
Το παραλήρημα της πληρότητας, της απάλειψης της στέρησης, όπως όλα τα παραληρήματα, δεν ανήκει στον κοινό κόσμο. Και με "κοινό" δεν εννοώ τον κόσμο της πλειοψηφίας και της κυρίαρχης νοοτροπίας αλλά εκείνον τον κόσμο στον οποίο, σπάνια έστω, μπορούμε να συναντόμαστε και να χωρίζουμε, να συνομιλούμε και να σιωπούμε, να ζούμε και να πεθαίνουμε.
Η επιθυμία δεν ανήκει στον κοινό κόσμο διότι παραβιάζει τα μέτρα του. Είναι κάθε φορά ιδιωτική υπόθεση, δική μου, δική σου. Είναι κάθε φορά, θά ‘λεγα, παραλήρημα δικό μου, δικό σου. Η επιθυμία διχάζει και απομονώνει. Το ζευγάρι μας του παραμυθιού, από την ώρα που εμφανίστηκε η καλή νεράιδα και παραδόθηκε στη δίνη των επιθυμιών του, ξέχασε πως είναι ζευγάρι. Τους βρίσκουμε πάλι σαν δυο μοναχικούς ανθρώπους όπου ο ένας έχει γίνει για τον άλλον εχθρός.
Όμως το παραμύθι μας δεν έχει τελειώσει ακόμα. Τώρα, στο αδιέξοδο, στην απομόνωση του ενός από τον άλλο και στη βουβαμάρα τους, θυμούνται πως είναι ζευγάρι και πως έχουν να ζήσουν μαζί. Υπάρχει ένας στίχος του Hölderlin που λέει:
Εκεί όμως που είναι κίνδυνος, βλασταίνει και το σωτήριο.
Εκεί που οι επιθυμίες οδήγησαν στο αδιέξοδο, που οι ίδιες οι επιθυμίες οδηγήθηκαν στο αδιέξοδο κι έχασαν την αίγλη που είχαν, εκεί, στο χείλος του γκρεμού, ο άντρας κι η γυναίκα ανακαλύπτουν αυτό που ήταν από πάντα: ζευγάρι, άντρας και γυναίκα.
Η τρίτη επιθυμία που τους μένει δεν μπορεί να είναι άλλη από το να ξεκρεμαστούν τα λουκάνικα απ’ την μύτη της, να τεθεί έτσι ένα τέλος στον δρόμο τους μέσα από τις επιθυμίες και να ξαναβρούν αυτό που ήταν - ίσως μάλιστα να το βρουν, να βρουν ο ένας τον άλλον, αληθινότερα. Πώς αυτό;
Η τελευταία επιθυμία είναι διαφορετική από τις προηγούμενες. Στην αρχή της συζήτησης του παραμυθιού είχαμε αναρωτηθεί γι’ αυτήν την τρίτη επιθυμία, την τρίτη την καλύτερη. Τώρα την βλέπουμε καθαρότερα. Αυτή η επιθυμία δεν εναντιώνεται στη στέρηση, δεν βαυκαλίζεται με την προσδοκία μιας εκπλήρωσης και μιας φτηνής ευτυχίας - γιατί κάθε ευτυχία που επιδιώκεται, και δεν έρχεται απρόσμενα και τυχαία, όπως το θέλει η λέξη ευ-τυχία, είναι φτηνή.
Η τρίτη επιθυμία επιθυμεί τη λύτρωση από την εμπλοκή στις επιθυμίες. Στην αρχή της ομιλίας αναφέρθηκε το "δίχως", το οποίο επιθυμεί η επιθυμία, η φτηνή ευτυχία ως αποτέλεσμα της εκτόνωσης και της αποφόρτισης από το βάρος του επιθυμητού. Η τρίτη επιθυμία είναι διαφορετική διότι επιθυμεί την απαλλαγή από τις επιθυμίες ως επιθυμίες, επιθυμεί μια ζωή "δίχως" το κράτος και την εξουσία της επιθυμίας.
Το "δίχως" μας είχε απασχολήσει για λίγο. Είχε ειπωθεί πως η σημασία του, οι δρόμοι των ανθρώπων προς αυτό, δρόμοι μέσα από την εκπλήρωση επιθυμιών, και άλλοι, είναι μεγάλο ερώτημα, ίσως το μεγαλύτερο απ’ όσα αφορούν τον άνθρωπο.
Μια πτυχή του διαγράφεται τώρα καθαρότερα. Η έλευση του "δίχως", στην τρίτη επιθυμία, την καλύτερη, δεν αφήνει πίσω της κανένα κενό. Αφήνει χώρο για το ζευγάρι να βρεθεί και πάλι. Το "δίχως επιθυμίες" είναι τώρα το άνοιγμα για μια πραγματικότητα την οποία η τύφλωση από τις επιθυμίες δεν είχε επιτρέψει να φανερωθεί, κι ας ήταν πάντα εκεί. Το άνοιγμα από το κλείσιμο της τύφλωσης στην απλοχωριά του κοινού κόσμου ακούει σ' ένα όνομα που ειπώθηκε από τους πρώτους έλληνες νοητές και στην συνέχεια καταχωνιάστηκε κάτω από άλλα νοήματα.
Το όνομα είναι: ΑΛΗΘΕΙΑ.
Το παραμύθι δεν μας λέει τι έγινε με τα λουκάνικα που ξεκρεμάστηκαν από τη μύτη της γυναίκας. Τους φαντάζομαι καθισμένους στο τραπέζι να τρώει ο καθένας το δικό του, χωρίς να λένε κουβέντα, να πηγαίνουν σιωπηλοί για ύπνο και το πρωί να ξημερώνει μια μέρα σαν όλες τις άλλες κι ό,τι έζησαν την προηγούμενη να τους φαίνεται σαν όνειρο.
Το παραμύθι ούτε λέει ποιος από τους δύο εξέφρασε την τρίτη επιθυμία. Και δεν θα μπορούσε να το πει διότι αυτή δεν αφορά πλέον τον ένα ή τον άλλο αλλά ένα τρίτο, όπως στην αρχή υποψιαστήκαμε, και τώρα είμαστε έτοιμοι να γνωρίσουμε. Ποιο είναι αυτό; Ποιο άλλο μπορεί να είναι από το Μεταξύ τους, εκείνο που δεν είναι κανενός αλλά τους φέρνει κοντά και τους κάνει ζευγάρι, άντρα και γυναίκα; Ας το ονομάσουμε: Έρωτα.
Στην περίεργη εποχή μας οι σχέσεις των ανθρώπων βασίζονται στο ότι ο ένας περιμένει από τον άλλο να ικανοποιήσει τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Το παραμύθι, μας θυμίζει πως υπάρχουν σχέσεις που δεν είναι υπολογισμός και αμοιβαίο βόλεμα, αλλά όπου η αγάπη είναι μόνον αγάπη, η φιλία μόνο φιλία, δίχως γιατί.
Ίσως τελικά η νεράιδα που εμφανίστηκε στο ζευγάρι είναι καλή διότι η δυνατότητα που τους προσέφερε δεν τέλειωσε με την εκπλήρωση επιθυμιών αλλά τους εξώθησε σε μια δοκιμασία στην οποία καταδείχθηκε πως οι δυο τους είναι όντως ζευγάρι. Αυτό είναι το καλό που τους έκανε. Η νεράιδα δεν μπορεί να μην το ήξερε από τα πριν. Η δοκιμασία βέβαια θα μπορούσε να καταδείξει ότι οι δυο τους δεν είναι αληθινό ζευγάρι. Κι αυτό για το καλό τους θα ήταν.
Ξέρουμε άραγε πράγματι ποιο είναι το καλό μας; Αλλού λαλούν οι κόκοροι κι αλλού γεννούν οι κότες. Είναι κι αυτό νόμος, ότι έχουμε μια προκατασκευασμένη αντίληψη για το καλό μας. Αυτό, όταν έρχεται, έρχεται μέσα από δρόμους αλλόκοτους και απρόσμενους.
Όμως το προκατασκευασμένο χρειάζεται. Χρειάζεται κανείς, κι αυτό έκανε η νεράιδα, να δεχτεί τους ανθρώπους όπως είναι και να τους αφήσει να πάρουν τον δρόμο τους, όπως αυτοί το νομίζουν, π.χ. μέσα από το παραλήρημα της επιθυμίας. Κάπου στο τέλος, σε μια στροφή, θα τους περιμένει το αληθινά καλό τους.
Ο μόνος δρόμος προς την αλήθεια είναι αυτός της πλάνης.
Στον ψυχαναλυτή τούτο είναι οικείο. Το αρχικό αίτημα, το πώς κανείς θέλει ν’ αλλάξει και το πώς φαντάζεται τον εαυτό του καλά, έχει πολύ λίγο να κάνει με τον άνθρωπο που θα γνωρίσει ως τον εαυτό του στο αίσιο τέλος μιας ψυχανάλυσης.
Το Παραμύθι των Επιθυμιών μας μιλά για τους δρόμους που παίρνουν οι επιθυμίες, δρόμους που αναπόφευκτα αφήνουν τις επιθυμίες πίσω τους, δρόμους που κάνουν τον άνθρωπο να μην είναι απλώς έμβιο ον, καθοριζόμενο από τις ανάγκες και τις επιθυμίες του, αλλά άνθρωπος.
Το Παραμύθι των Επιθυμιών είναι ένα παραμύθι για το επιθυμητό, και μαζί για εκείνο που μένει πάντοτε πέραν του επιθυμητού, για το, μ’ αυτό το νόημα, Αν-επιθύμητο.