Η ψυχαναλυση στο τελος της Μεταφυσικης και η ελληνικη νοηση



Η ψυχαναλυση στο τελος της Μεταφυσικης και η ελληνικη νοηση

Στον διαλογο "Θεαιτητος" γραφει ο Πλατων:

Μάλα γὰρ φιλοσόφου τοῦτο τὸ πάθος, τὸ θαυμάζειν· οὐ γὰρ ἄλλη ἀρχὴ φιλοσοφίας ἢ αὕτη

Και ο Αριστοτελης στο "Μετα τα Φυσικα":

διὰ γὰρ τὸ θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι καὶ νῦν καὶ τὸ πρῶτον ἤρξαντο φιλοσοφεῖν

Ομως ο θαυμασμος, το "παθος" των ελληνων φιλοσοφων, δεν υφισταται απολυτα. Ο Πλατων και ο Αριστοτελης, επαφιεμενοι στον θαυμασμο, συναμα ερχονται σε αναφορα προς την πεζοτητα.

Αυτο δειχνεται, μεταξυ των αλλων, στον ιδιο τον λογο τους. Εδω ειναι που κανει την εμφανιση του ο λεγομενος "πεζος" λογος, εδω συντελειται το αποφασιστικο βημα προς την καταλυση εκεινης της μεχρι τουδε χθονιας ενοτητας ποιησης, μουσικης και χορου η οποια, οπως το διεκρινε ο Θρασυβουλος Γεωργιαδης, συνιστα το ιδιαιτερο του πρωτου ελληνικου λογου. Στο αντιθετικο ζευγος θαυμασμου και πεζοτητας υφερπει ο πλατωνιστικος χωρισμος του κοσμου που κυριαρχει στην δυτικη νοηση, τη Μεταφυσικη.

Ομως στην πλουσια περισυλλογη εκεινης της γλωσσας λεχθηκε απο εναν Προ-πλατωνικο, χωρις παθος και θαυμασμο, ενας αλλος λογος για το φιλιο ζητημα της φιλο-σοφιας, το ΣΟΦΟΝ:

ΕΝ ΠΑΝΤΑ

Ηρακλειτος

Εκτοτε χαθηκε, μαζι με τη γλωσσα που τον αρθρωσε.

Ο διχασμος του κοσμου στη Μεταφυσικη χαρακτηριζεται εκ του οτι το ενα δινεται ως το ανωτερο, ως αιτιο, αρχη και θεμελιο, και το αλλο ως το κατωτερο, ως επακολουθο, υποτελες και περιστασιακο, και η σχεση τους καθοριζεται, με αλλοτε αλλον τροπο, απο την κυριαρχια και τη συγκρουση, την αντιθετικοτητα και τη μεσολαβηση, οπου βεβαια παντα εξακολουθει να επιδιωκεται μια ενοτητα., ομως αυτη ειναι πλεον μοιραια δευτερογενης και τραυματισμενη.

Με την ελευση του ορθολογισμου ενα αλλο παθος καθισταται για την δυτικη νοηση καθοριστικο, αυτο της certitudo, της βεβαιοτητας. Οπως ομως ο θαυμασμος δεν υπαρχει παρα σε αναγκαστικη συζευξη με την πεζοτητα, ετσι και η αγρα της βεβαιοτητας ερχεται παντα μαζι με την απειλη της αμφιβολιας. Κι εδω παλι αυτο ειναι ιδιαιτερα εκδηλο στις απαρχες. Οι "Meditationes" του Descartes μιλουν απο μονες τους:

Οι χθεσινοι διαλογισμοι [οι οποιοι αναζητουσαν κατι ακλονητο και μονιμο στις επιστημες] μ’ εριξαν σε τοσο μεγαλες αμφιβολιες [...]· οπως με μια απροβλεπτη πτωση σε μια βαθια δινη, βρισκομαι σε τετοια αναταραχη που δεν μπορω ουτε να πατησω σταθερα στον βυθο ουτε ν’ ανεβω στην επιφανεια.

Το παθος της βεβαιοτητας καθιστα τον ανθρωπο ανοικτο και συναμα τον περιοριζει στο cogito, στην διανοια του ως την αρχη, και απο εδω στο υπολογισιμο και τελικα στο μετρησιμο των πραγματων, το οποιο και αναλαμβανουν ως αποστολη τους οι επιστημες. Αυτες διαδεχονται πλεον την φιλοσοφια, η οποια ετσι ολοκληρωνει την δικη της αποστολη.

Οι επιστημες παλι στην πορεια τους αποληγουν σ' εναν κοινο τοπο, αυτον της κυβερνητικης. Εδω αναγγελλεται μια νεα εποχη. Διοτι στην κυβερνητικη δεν υφισταται ο διχασμος του κοσμου που ειναι οικειος στην πλατωνιστικη-μεταφυσικη παραδοση. Τωρα τα παντα δινονται ως πληροφορια, χωρις καμια περαιτερω διαβαθμιση και αξιολογηση. Ο,τι προβαλλει ως απειλη για την ομοιοσταση του συστηματος δεν υποτιμαται, δεν καταπολεμαται, δεν αγνοειται, δεν διαμεσολαβειται, αλλα αντιθετως συνιστα τον ακρογωνιαιο λιθο του ιδιου του συστηματος καθως εκλαμβανεται ως αυτη τουτη η επανατροφοδοτηση του. Εδω, για πρωτη φορα και κατα τροπο, με την ιδιαιτερα ελληνικη σημασια της λεξης, "δεινο", το ΕΝ ΠΑΝΤΑ του Ηρακλειτου επανερχεται.

Εαν τωρα η ψυχαναλυση χρειαζεται να εννοηθει και να επιτελειται οπως της αρμοζει στη σημερινη εποχη, δεν μπορει πλεον να κινειται στον χωρο της Μεταφυσικης, στους διχασμους της και στις εκαστοτε αποπειρες λυσης τους. Δεν μπορει πλεον να επικαλειται μια αρχη, π.χ. την "αρχη της ηδονης", ουτε να εμμενει στη διασταση αιτιου και αποτελεσματος ουτε να παλινωδει αναμεσα στα αντιθετικα ζευγη του εσωτερικου και του εξωτερικου κοσμου, του βιολογικου-σωματικου και του ψυχικου, της συνειδησης και του ασυνειδητου, του υποκειμενου και του αντικειμενου, της φυσιολογικης και της παθολογικης συμπεριφορας, ουτε μπορει να αρκειται στην παρασταση των ανθρωπινων πραγματων μεσα απο συγκρουσεις και "αμυντικους μηχανισμους".

Το ζητουμενο της ψυχαναλυσης παραμενει ο,τι ο Freud αποκαλει "βασικο κανονα". Ο αναλυομενος, γραφει ο Freud,

δεν πρεπει να μας ανακοινωνει μονο αυτα που λεει σκοπιμα και προθυμα [...] αλλα και ο,τι αλλο του παρεχει η αυτοπαρατηρηση του, ο,τι του ερχεται στον νου, ακομη και αν του ειναι δυσαρεστο να το πει, ακομη και αν του φαινεται ασημαντο η ακομα κι ανοητο. Εφοσον μ’ αυτην την οδηγια μπορεσει και αποκλεισει την αυτολογοκρισια του, μας παρεχει [...] σκεψεις, ιδεες, μνημες [...]

Ο "βασικος κανονας" δεν μπορει πλεον να τιθεται ως "βαση", ως κανονας συμπεριφορας του πελατη στην ωρα της ψυχαναλυσης. Τωρα χρειαζεται να εννοηθει διαφορετικα. Θα δουμε αργοτερα πως.

(Ας ακουσουμε αυτο το οποιο συνιστα τον "αναλυομενο" ως αναλυομενο στη λεξη "πελατης", και αυτην στην χθονια συγγενεια της με το ΠΕΛΑΖΩ, πλησιαζω. Ο πελατης του ψυχαναλυτη ειναι ο πλησιον, αυτος που τον πλησιαζει, και πλησιαζοντας τον πλησιαζει τον εαυτο του.)

Περαν αυτου τα λογια του Freud, σημερα, στο τελος της Μεταφυσικης, μας λεγουν οτι ο ανθρωπος ως επι το πλειστον, και διχως να το γνωριζει, κινειται στους μεταφυσικους ορους του cogito, καθως ο "σκοπος" του, δηλαδη εκεινο που συνιστα την αρχη για τα λογια και για τα εργα του, ειναι ο,τι αυτος ο ιδιος θεωρει σκοπιμο, ειναι τελικα το ιδιο το συνειδητα και υποσυνειδητα εκφραζομενο subjectum με τις αναγκες και τις επιθυμιες του, το εγω ως υποκειμενο.

Ο ανθρωπος της Μεταφυσικης εχει προτιμησεις, αξιολογει, επιλεγει, εμπλεκεται σε αμφιθυμιες, διλημματα και συγκρουσεις. Η "αυτολογοκρισια" του δεν αφορα απλως προσωπικες του αναστολες αλλα καθοριζεται απο τις επιταγες μιας καποιας ρητης η αρρητης μεταφυσικης κοσμοθεωριας οπου αλλα επιδιωκονται και επιτρεπονται και αλλα αποφευγονται και απαγορευονται, αλλα ειναι ευνοϊκα και ευπροσδεκτα και αλλα απειλητικα και απορριπτεα, αναλογα με τις εκαστοτε υιοθετουμενες αρχες και αξιες.

Ο "βασικος κανονας" της ψυχαναλυσης, ακουομενος σημερα, καλει τον ακομα μεταφυσικα κινουμενο ανθρωπο να λυθει απο μια τετοια "αυτολογοκρισια", και τουτο θα πει τωρα: να αναλαβει το τελος της Μεταφυσικης και να γινει ο ανθρωπος ο οποιος ειναι, στην εποχη του.

Το τελος της Μεταφυσικης ειναι παλι που αφηνει χωρο και σημαινει την ωρα, που καλει σε μια σταση οπως αυτην του ψυχαναλυτη. Διοτι μονο σημερα ειναι νοητος, και χρειαζεται, ενας συνομιλητης που δεν συμβουλευει και δεν κατευθυνει, και τουτο οχι απλως χαριν της μεθοδου αλλα διοτι σημερα δεν δινεται αληθινα καμια οδηγος ιδεα η οποια θα υπειχε θεση αρχης. Ο ψυχαναλυτης ειναι ενας ο οποιος, στη συνομιλια που ειθισται να λεγεται "ψυχαναλυση", δεν εχει να πει, μ’ αυτην την εννοια, τιποτα, και γι’ αυτο ειναι τελικα που ως επι το πλειστον σωπαινει.

Και ο "βασικος κανονας" δεν μπορει να εννοειται πλεον στον τροπο της Μεταφυσικης. Στον ψυχαναλυτη δεν ειναι δυνατον να θετει βασεις και κανονες. Το μονο που εχει να πει στον πελατη ειναι πως ειναι ελευθερος να λεει ο,τι ερχεται στον νου του. "Το μονο", λεω, ομως τουτο ειναι πολυ. Προϋποθετει την ανοικτοτητα του ψυχαναλυτη ν' ακουει ο,τι ερχεται απο τον πελατη. Και τουτο θα πει: να σωπαινει, ειλικρινα και ολοψυχα, ακομα και οταν μιλα.

Ακουω τις τελευταιες παραγραφους και θυμαμαι μια γνωριμη αισθηση δυσφοριας: Αυτη ειναι λοιπον η ψυχαναλυση που επιζητει να γινει συγχρονη; Καταλυση των παντων κι εγκαταλειψη σε μια βουβη κενοτητα; Δεν εισβαλλει εδω ο "ευρωπαϊκος μηδενισμος", οπως τον εξαγγελλει ο Nietzsche;:

[...] οι υπερτατες αξιες χανουν την αξια τους. Λειπει ο σκοπος· λειπει η απαντηση στο ‘γιατι;’

Ομως για κεινον που αντεχει την αποσυρση του "γιατι;" και παραμενει στο τελος της Μεταφυσικης και υπομενει το πενθος του τελους της, στον εκαστοτε τροπο με τον οποιο τον αφορα, το αγχωδες και το ασφυκτικο με τον καιρο χανονται. Οχι επειδη ερχεται κατι αλλο. Αυτο που, στην δικη μου εμπειρια, ερχεται, ειναι περισσοτερο μια ησυχη, στον εαυτο της αρκουμενη απορια, στο φως της οποιας το καθε τι, μαζι κι ο ιδιος ο απορων, δειχνεται σαν ενα απο την πιεση μιας απαντησης ελευθερο ερωτηματικο.

Ο κοσμος, μια απορια. Με τον καιρο η απορια αρχιζει να μιλαει, και ο λογος της ακουγεται ευκρινεστερα. Αφηγειται την χωρις φοβο και παθος παραιτηση απο τα "πως;", απο τα "γιατι;", απο τα "προς τι;" της μεταφυσικης παραδοσης, κι ελευθερωνει τον νου για την παραμονη στο "οτι", οτι τα πραγματα ειναι, οπως ειναι.

Εδω τωρα η απορια βλεπει να εχει βρεθει στα ιχνη μιας αλλης παραδοσης, απο την οποια μνημονευονται δυο σταθμοι. Ο πιο κοντινος ειναι ενας λογος του Martin Heidegger:

Το ερωτημα ειναι η ευλαβικοτητα της νοησης.

Ο πιο μακρινος ειναι ο λογος μιας θεας λεει στον Παρμενιδη:

ΩΣ ΕΣΤΙΝ

"οτι ειναι".

Η απορια δεν αποφευγει το κυριαρχο, μετα τη Μεταφυσικη, πνευμα της εποχης μας, την τεχνικη. Σ’ αυτην οφειλεται, κι ετσι την φερνει παντα μαζι της. Συγχρονως δεν ανηκει στην τεχνικη, καθως μια τετοια απορια που δεν επιζητει τιποτα ειναι ισως το μονο το οποιο η τεχνικη δεν γνωριζει, και δεν μπορει να γνωριζει.

Ετσι, παραμενοντας στην τεχνικη χωρις ν' ανηκει σ’ αυτην, η απορια συνομιλει με την τεχνικη, και η συνομιλια τους ειναι αυτο τουτο το απορουμενο. Συναμα η ιδια η τεχνικη μεταβαλλεται: Χανει το απολυτο της κυριαρχιας της, συναντα τα ορια της.

Ομως η λεξη με την οποια στην απορια τα ορια λεγονται καθαρα και προβαλλουν σαν τετοια, δεν ειναι κατι εναλλακτικο της τεχνικης. Ειναι το οχι απεναντι στην αξιωση της ανευ ορων επιβολης της.

Τωρα η σιωπη του ψυχαναλυτη αποκτα μια αλλη διασταση. Ο ψυχαναλυτης ανηκει σ’ αυτους οι οποιοι, σημερα, καλουνται να διαφυλαξουν τα ορια. Ο ψυχαναλυτης, με την τεχνη του, με τη σιωπη του και με τη φωνη του, λεει "οχι". Ο πελατης, στις απαντησεις στα "γιατι;" "πως;" που εδωσε, η γυρευει να δωσει η περιμενει απο τον ψυχαναλυτη του, βρισκεται αντιμετωπος μ' ενα "οχι!". Με το καιρο το αναλαμβανει, με την παραιτηση και με το πενθος. Ας το δουμε προσεκτικοτερα:

- Στην τεχνικη το κυριαρχο μελημα ειναι η ομοιοσταση, η ισορροπια. Επιτασσει τον ελεγχο, την διαχειριση, την διασφαλιση ως τον τροπο με τον οποιο αντιμετωπιζεται και υπολογιζεται το πραγματικο. Αυτος ο τροπος καθοριζει ως επι το πλειστον τη σχεση του πελατη με τον κοσμο και με τον εαυτο του.

Ομως το καλεσμα του "βασικου κανονα", οταν ο ψυχαναλυτης τον εννοει αληθινα, εκπτυσσει απο μονο του μια τετοια δυναμη που επιβαλλει στον πελατη την παραιτηση απο τον ελεγχο και τη "λογοκρισια" και τον καθιστα ανιδιοτελη και προθυμο για ο,τι ερχεται. Ο πελατης υπακουει στην αναγκη να εμπειραθει τα πραγματα και τον εαυτο του οπως ειναι, και οχι οπως θεωρει οτι ειναι, οπως πιστευει οτι πρεπει να ειναι, οπως φοβαται πως ειναι κλπ..

- Στην τεχνικη τιποτα δεν αλλαζει ουσιαστικα καθοσον τα παντα, ακομα και το "χαος", ειναι στρατευμενα στους κυκλους των συστηματων της και σε ο,τι ο Nietzsche προφητικα ονομασε "αεναη επανοδο του ομοιου".

"Τιποτα δεν αλλαζει". Ειναι πλεον κοινη πεποιθηση. Ναι, τιποτα δεν αλλαζει οταν τα παντα ειναι μεταξυ τους "δικτυωμενα" και διαχεονται στις συσχετισεις στις οποιες εχουν εγκλωβιστει. Στην ψυχαναλυση αυτο ειναι γνωριμο στη μορφη των λεγομενων "συνειρμων" και σε ο,τι ο Freud oνομαζει "ντετερμινισμο της ψυχικης ζωης".

Και ομως

το ροδο ειναι διχως γιατι· ανθιζει επειδη ανθιζει

γραφει ο Angelus Silesius. Eαν παραμεινουμε σ’ αυτο που βλεπουν τα ματια μας και το αφησουμε ελευθερο απο παρεμβασεις αλλοτριες, θ' αναγνωρισουμε οτι ενα ονειρο, μια εκλαμψη, μια διαθεση ερχονται επειδη ερχονται, και μενουν στον τοπο και στον χρονο τους. Και δεν τιθεται πλεον θεμα αλλαγης διοτι το καθε τι ειναι μοναδικο και τιποτα δεν συγκρινεται με τιποτα.

Αυτο το ανοιγμα μπορει να συμβει στον πελατη εφοσον ο ψυχαναλυτης, με την τεχνη του παντα, αρνηθει να συμμετασχει στις αποπειρες του να συνδεει, να καταλαβαινει, να ερμηνευει. Οι αποπειρες αυτες παλι και παλι πεφτουν στο κενο. Ετσι με τον καιρο ο πελατης μπορει να οδηγηθει στην παραιτηση απο την δικη του επεμβαση σε ο,τι ερχεται. Και τοτε τα πραγματα, ενα ποτηρι κρασι, μια θωπεια, ενας θανατος, μιλουν τα ιδια, το μιλημα τους εισακουεται, εμφανιζονται μ' εναν πλουτο πρωτογνωρο.

- Η τεχνικη φερνει την καταλυση της διαστασης του χρονου. Η μνημη ειναι γι’ αυτην πληροφοριες αποθηκευμενες και ανακλησιμες. Το επερχομενο εχει ηδη προβλεφθει ως προβολη του παροντος στο μελλον. Η τεχνικη ειναι ως προς τον χρονο α-διαστατη.

Ομως αυτο ειναι που συμβαινει συνηθως με τους ανθρωπους, στον τροπο με τον οποιο εννοουν τον εαυτο τους: Ειναι κλειστοι για το παρελθον τους, καθως αυτο εξακολουθει λιγοτερο η περισσοτερο φανερα να καθοριζει τις αναφορες τους. Και ειναι κλειστοι για το μελλον τους οσο ζουν στις προσμονες και στις φαντασιωσεις τους σαν να ηταν επικαιρες.

Ο ψυχαναλυτης, με τον τροπο του, καλει τον πελατη να ερθει σε διασταση με αυτο που ηταν, αναγνωριζοντας το ως το "οχι πια", και με αυτο που θα ειναι, αναγνωριζοντας το ως το "οχι ακομη". Αυτη η διασταση, στην οποια ερχεται ο ανθρωπος με τα πραγματα που τον αφορουν, ειναι το ομολογο της διαστασης του χρονου. Παρεχει το ανοιγμα, χαρη στο οποιο το καθε τι ειναι, στον καιρο του.

- Η τεχνικη φερνει την καταλυση της διαστασης του χωρου. Με το τηλεφωνο, την τηλεοραση και το internet, με το αυτοκινητο, το αεροπλανο και το διαστημοπλοιο εγγυτητα και μακροτητα διαχεονται στο αδιαφοροποιητο.

Στην ψυχαναλυση, με τις αυστηρα καθορισμενες ωρες και ημερες των συναντησεων, δηλωνονται τα ορια, εισαγεται μια διασταση η οποια με τον καιρο επιτρεπει στον πελατη την διαφοροποιηση του τι θα πει "κοντα" και του τι θα πει "μακρια", και του εφιστα την προσοχη στους αντιστοιχους τροπους με τους οποιους ανθρωποι και πραγματα ειναι γι’ αυτον, το καθενα στον τοπο του, αμετακινητο.

- Στην τεχνικη ο ανθρωπος εννοει τον εαυτο του μεσα απο τη συστρατευση του στο συστημα. Ειναι αντρας και γυναικα, παντρεμενος κι ανυπαντρος, εργαζομενος και συνταξιουχος, παραγωγος και καταναλωτης, λαϊκος και διανοουμενος. Ανηκει στο συστημα, και μεσα απο αυτο του παρεχονται δικαιωματα και του επιβαλλονται υποχρεωσεις. Η μαζικη ενημερωση υπαγορευει τον τροπο της λεγομενης "επικοινωνιας" με τους αλλους. Πιο σωστα θα λεγαμε οτι δεν υπαρχει καν "αλλος": Το ουσιαστικα αλλο ειναι αδιανοητο.

Ο πελατης, στην αρχη, και για μεγαλο διαστημα, εμπειραται τον ψυχαναλυτη του κατα εναν τετοιο αδιαφοροποιητο τροπο: Του αποτεινεται, ομως δεν μιλα μονο σ’ αυτον αλλα και σε καποιον αλλο, κοντινο και μακρινο του ανθρωπο, μιλα ακομα στον μαζικο ανθρωπο, ως τον οποιο καταλαβαινει και τον ιδιο τον εαυτο του.

Το οτι ο ψυχαναλυτης δεν εχει να πει τιποτα, το οτι παντου εδω σωπαινει ειλικρινα, δηλαδη δεν προσφερει καμια απαντηση η οποια θα επικυρωνε η θα αντεκρουε μια τετοια παρασταση του, ειναι που οδηγει τον πελατη παλι και παλι επανω σ’ εναν τοιχο, μεχρις οτου αυτος, μετα απο επανειλημμενες προσκρουσεις, αναγνωρισει τον ψυχαναλυτη ως αυτο το οποιο ειναι: ενα προθυμο ακουσμα, και τιποτ’ αλλο.

Ομως τοτε συγχρονως αναγνωριζει τον εαυτο του στην εκαστοτητα του, η οποια δεν ειναι η λεγομενη "ατομικοτητα" αλλα η μοναδικοτητα με την οποια του δινεται ο εαυτος του και η οποια, κατα τροπο παραδοξο κι αινιγματικο, οσο καθαροτερα εννοειται και αναλαμβανεται τοσο αληθινοτερα τον ανοιγει για τον κοινο κοσμο.

Σ' ολες τις παραπανω περιπτωσεις τα ορια δεν τιθενται απο τον ψυχαναλυτη κατα την δικη του προαιρεση. Σαν τετοια δεν θα 'χαν κανενα αληθινο κυρος. Τα ορια τιθενται απο τα ιδια τα πραγματα.

Οταν αυτα τα ορια γινονται ευδιακριτα και αποδεκτα, δεν συμβαινει κανενας περιορισμος. Αντιθετα διαγραφεται μια ΑΦΑΝΗΣ ΑΡΜΟΝΙΗ (Ηρακλειτος) η οποια αρρητα αρμοζει τα ΠΑΝΤΑ στο ΕΝ του κοσμου, κοσμωντας καποτε τα πραγματα μ' εναν απροσμενο και σχεδον αφατο πλουτο.

Ο τροπος με τον οποιο ο ανθρωπος ενεχεται στο ΕΝ ΠΑΝΤΑ ειναι η γλωσσα. Η υποδειξη αυτου του τροπου ερχεται απο τον Ηρακλειτο στο ιδιο αποσπασμα οπου λεγεται το ΕΝ ΠΑΝΤΑ και το οποιο αρχιζει ως εξης:

ΟΥΚ ΕΜΟΥ ΑΛΛΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΑΚΟΥΣΑΝΤΑΣ ΟΜΟΛΟΓΕΙΝ [...]

Η θεραπευτικη συνομιλια, διαφυλασσοντας τα ορια με την εννοια που αναφερθηκε, με τον καιρο επιτρεπει στον πελατη ν' ανοιξει για τα πραγματα που τον αφορουν, ετσι ωστε επιτελους να τα "ομολογησει", οτι ειναι, οπως ειναι.

Τωρα η γλωσσα του δεν μπορει πλεον να παραμενει ενας κωδικας σημαινοντων, διοτι ακριβως στην πραξη αυτης της συνομιλιας, τις ωρες που ευτυχει να ειναι αληθινη συνομιλια, η πραγματικοτητα καθαιρεται και τα πραγματα αναλαμπουν τα ιδια. Σ’ αυτες τις ωρες ο πελατης συν-ομολογει τον εαυτο του: συλ-λεγεται (αυτο θα πει στους Προσωκρατικους ΛΕΓΩ, ΛΟΓΟΣ!) στην αναλαμπη των πραγματων κι ετσι γινεται συναμα αυτος ο ιδιος πραγματικος και αληθινος.

Ετσι και μονο ετσι βρισκουν τα πραγματα τον τοπο τους και η ψυχη του τη γαληνη της.

Η θεραπευτικη συνομιλια στο τελος της Μεταφυσικης, εννοημενη μεσα απο την ελληνικη νοηση, δεν ειναι "θεραπεια" με την εννοια διαχειρισης και λυσης των "προβληματων". Προχωρει παρακολουθωντας τον αποηχο εκεινων των δρομων οι οποιοι καποτε ονομαστηκαν ΟΔΟΙ ΔΙΖΗΣΙΟΣ (Παρμενιδης). Αγεται απο εκεινο το καλεσμα σε μια αναζητηση (ΔΙ-ΖΗΜΙ), με το οποιο και ο Ηρακλειτος συνοψιζει τον δικο του λογο:

ΕΔΙΖΗΣΑΜΗΝ ΕΜΕΩΥΤΟΝ

"αναζητησα τον εαυτο μου".

Η συνομιλια με τους παλαιους, που φαινεται ν' αρχιζει για πρωτη φορα στις μερες μας πραγματικα, δεν ειναι φυσικα αποκλειστικοτητα της ψυχαναλυσης. Ειναι σημαδι του ιδιου του καιρου μας, για τον οποιο ο Γιωργος Σεφερης γραφει:

οι παλαιοι νεκροι ξεφυγαν απ’ τον κυκλο και αναστηθηκαν

και χαμογελανε μεσα σε μια παραξενη ησυχια.