Η πληρότητα του μηδενός








Hisamatsu, Η πληροτητα...

[Αυτί]

"Άμεση παράδοση από καρδιά σε καρδιά" χαρακτηρίζει την ουσία του ζεν-βουδισμού, κι εδώ δεν χρειάζονται γραπτές διευκρινίσεις.

Όμως αφότου η Ανατολική Ασία βρέθηκε αντιμέτωπη με το πνεύμα της Δύσης τον 18ο και τον 19ο αιώνα, έγινε αναγκαίος ένας νέος εντοπισμός της θέσης και της παράδοσής της. Ο συγγραφέας του κειμένου που παρουσιάζεται εδώ, ο Hôseki Shinichi Hisamatsu, ομότιμος καθηγητής του βουδισμού και της φιλοσοφίας της θρησκείας στο πανεπιστήμιο του Kyôto, με τις σπουδές του στην βουδιστική και στην δυτική φιλοσοφία και στην θεολογία προσέλαβε το πνευματικό υλικό το ριζωμένο στην δική του παράδοση, καθώς και το δυτικό ξένο, τα συνέκρινε και τα λογάριασε μεταξύ τους. Βαθιά απογοητευμένος με την γκρίζα θεωρία των θεωρητικών επιστημών, τελικά, διαμέσου του δικού και του ξένου κόσμου, διάβηκε τον δρόμο προς την μεγάλη αφύπνιση Satori.

Με τον επιστημονικό ορισμό του ζεν-βουδιστικού μηδενός εδραίωσε το σημείο εκκίνησης αυτής της διδαχής εκ νέου κι έγινε δάσκαλος για τους ζεν-μαϊστορες στην Ιαπωνία και αναμορφωτής της διδασκαλίας του ζεν. Το παρόν εγχειρίδιο είναι ο πυρήνας των γραπτών του.

Τα κινεζικά ιδεογράματα στο εξώφυλλο και στον κύλινδρο που απεικονίζεται δίπλα είναι καλλιγραφήματα από το χέρι του συγγραφέα, ο οποίος είναι μαΐστορας της καλλιγραφίας και ιδιαίτερα του δύσκολου στιλ γραφής που χρησιμοποιείται εδώ, που προϋποθέτει διαλογιστική συγκέντρωση.

Το ιδεόγραμμα στο εξώφυλλο, κινεζικά: Wu, αναγνωσμένο ιαπωνικά: Mu, σημαίνει: "μηδέν".

Τα δυο μικρότερα ιδεογράμματα αριστερά του είναι ο λογότυπος του μαΐστορα Hisamatsu, που υπέγραψε με το μοναστικό του όνομα "Hôseki".

Το κείμενο του κύλινδρου <Kakemono> διαβάζεται από πάνω προς τα κάτω και από δεξιά προς τα αριστερά και λέει σε μετάφραση του καθηγητή Kôichi Tsujimura:

"Όλες οι κοσμικές ορέξεις έχουν εκπέσει και συνάμα και το νόημα της ιερότητας έχει κενωθεί ολότελα."

είναι η αρχική αράδα - στην 8η εικόνα της περίφημης σειράς "Δέκα-εικόνες-βοδιού" <βλ. "Το βόδι κι ο βοσκός του", Neske, Pfullingen 1958, σελ 41>.

Το πρωτότυπο του καλλιγραφήματος στο εξώφυλλο ανήκει στον καθηγητή Kôichi Tsujimura.

Ο κύλινδρος στην σελ. 7 ανήκει στον Dr. Eberhard Cold.

Προλογος

Αυτό που εδώ θα ονόμαζα "απωασιατικό μηδέν" ή "ζεν-βουδιστικό μηδέν" είναι το ιδιαίτερο μηδέν του κόσμου της Άπω Ανατολής. Αυτό το μηδέν είναι το ουσιαστικό γνώρισμα που διακρίνει τον απωασιατικό πολιτισμό απ' αυτόν της Δύσης. Είναι το ορόσημο του βουδισμού κι ο ουσιακός πυρήνας του ζεν. Επίσης αυτό το μηδέν είναι η αυτο-αφύπνιση μέσα μου της αλήθειας <satori>, στην οποία αφύπνιση είναι ριζωμένα η θρησκευτική μου ζωή και η φιλοσοφική μου σκέψη.

Αν και ήδη πολλές φορές προσπάθησα να μιλήσω γι αυτό το μηδέν, μέχρι τώρα τα λόγια μου έμειναν αποσπασματικά. Γι αυτό εδώ θα ήθελα να επιχειρήσω εκ νέου να διευκρινίσω αυτό το μηδέν στην ζωντανή του πληρότητα συστηματικά, με αρνητική και με θετική παρουσίαση.

Για να προληφθεί μια σύγχυση με άλλες δυνατές αντιλήψεις του μηδενός, αυτό το μηδέν του ζεν-βουδισμού πρέπει καταρχήν να αναλυθεί και να αφοριστεί εννοιολογικά. Όπου πάντως είναι αναπόφευκτο, το μηδέν, που εγκλείεται μ' αυτόν τον τρόπο σε έννοιες, να χάσει την χειροπιαστή αλήθεια και την ζωντάνια του και να καταντήσει να μείνει η σκιά του μόνον. Αυτή είναι η ανυπέρβλητη μοίρα στην οποία εκτίθεται κάθε εννοιολογική διευκρίνιση αυτού του μηδενός. Παρολαυτά από παλαιότατους χρόνους δεν λείπουν οι προσπάθειες εννοιολογικής παρουσίασης αυτού του μηδενός. Αυτό μπορεί αφενός να αποδοθεί στην ανθρώπινη ανάγκη μιας εννοιολογικής σύλληψης, δηλαδή στο επιστημονικό ενδιαφέρον· αφετέρου πηγάζει από την θρησκευτική ανάγκη να βοηθήσει αυτούς που αναζητούν την αλήθεια, που θέλουν να συναντήσουν το "μηδέν" μέσα τους ή να το εμπειραθούν άμεσα, δείχνοντάς τους έναν αλάθητο στόχο ή πρότυπο. Ενώ οι σημερινοί φιλόσοφοι ως επί το πλείστον καθιστούν αυτό το "μηδέν" αντικείμενο των αναπτύξεών τους μόνο από επιστημονικό ενδιαφέρον, τους δάσκαλους του ζεν τους ωθεί από τους αρχαίους χρόνους αποκλειστικά η ανάγκη να βοηθήσουν εκείνους που αναζητούν την αλήθεια μέσα σε ομιχλώδη θάλασσα. Για να τους παράσχουν ένα αδιάψευστο κριτήριο παρόμοιο με μια πυξίδα, προσπαθούν να διαφοροποιήσουν αυτό το "μηδέν", που βασικά διαλάθει της διαφοροποίησης, και να το καταστήσουν προσιτό στην διάνοια.

Υπάρχει λοιπόν μεγάλη διαφορά, που κανείς δεν πρέπει να παραβλέπει, ανάμεσα στους επιστήμονες και στους δάσκαλους του ζεν, τις σφαίρες των ενδιαφερόντων τους και τους στόχους των εννοιολογικών και επιστημονικών αναπτύξεων.

Αν είναι πάντως να πραγματευτούμε εννοιολογικά και επιστημονικά αυτό το αφεαυτού ανεξηγήσιμο μηδέν, τότε αναμφισβήτητα πρέπει κατά την διαφοροποίηση να επιδιωχθεί ακρίβεια. Διότι ακριβώς επειδή αυτή η εργασία προήλθε από την επιθυμία να βοηθήσει τον αναζητούντα, δίχως εννοιολογική ακρίβεια δεν μπορεί να πετύχει τον θρησκευτικό της στόχο.

Η αρνητικη διευκρινιση του ζεν-βουδιστικου Μηδενος

I

Καταρχήν είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε τι αυτό το μηδέν του ζεν-βουδισμού δεν είναι. Διότι αυτό που χαρακτηρίζουμε συνήθως με την λέξη "μηδέν" είναι πολυποίκιλο και πολυσήμαντο. Για να γίνει λοιπόν εμφανές το μηδέν του ζεν, χρειάζεται να διαχωριστεί με ακρίβεια από αλλότριες έννοιες του μηδενός. Γι' αυτό θα ήθελα να ξεκινήσω με μια διεξοδική θεώρηση των διαφόρων απόψεων του μηδενός, κι εδώ να κάνω τις εξής πέντε διακρίσεις:

Πρώτον: Το "μηδέν" ως άρνηση της παροντικότητας.

Εδώ πρόκειται για το μηδέν σύμφωνα με τις αποφάνσεις <το τραπέζι δεν είναι (παρόν)> ή <η χαρά δεν είναι (υφίσταται)>, δηλαδή για την άρνηση ενός όντος υλικού η πνευματικού. Είναι το μηδέν του <... δεν είναι (παρόν)>. Αυτό το μηδέν αμφισβητεί δύο τινά: την παροντικότητα ενός μεμονωμένου όντος όπως στην περίπτωση <το τραπέζι δεν είναι> ή <η χαρά δεν είναι>, και την παροντικότητα κάθε όντος όπως <τίποτα δεν είναι> ή <κανένα δεν είναι (παρόν)>.

Δεύτερον: Το "μηδέν" ως άρνηση της απόφανσης.

Εδώ πρόκειται για την διαπίστωση <ένα τραπέζι δεν είναι καρέκλα> ή <η χαρά δεν είναι λύπη>. Είναι λοιπόν η άρνηση της απόφανσης για ένα πράγμα. Δηλαδή δεν πρόκειται, όπως στην πρώτη περίπτωση, για την άρνηση του τραπεζιού σαν τέτοιου αλλά για την άρνηση του κατηγορήματος που του προσάπτεται. Εδώ το μηδέν έχει το νόημα του <αυτό δεν είναι εκείνο>. >>

Εδώ επίσης κανείς αρνείται δύο τινά, δηλαδή σε μια ειδική περίσταση την απόφανση για ένα μεμονωμένο υποκείμενο της πρότασης όπως στο <το τραπέζι δεν είναι καρέκλα>, όμως συνάμα και κάθε απόφανση για το υποκείμενο της πρότασης γενικότερα: <τούτο δεν είναι κάτι άλλο> ή <τούτο δεν είναι κάτι>.

Και πάλι σ' αυτήν την δεύτερη ολική άρνηση κανείς μπορεί πάλι να διακρίνει δύο είδη: την άρνηση η οποία λέγεται μεν ολικά όμως και δεν αποκλείει μια απόφανση όπως <αυτό το τραπέζι δεν είναι κάτι άλλο> και την άρνηση η οποία δίχως περιορισμούς αρνείται ολικά και μ' αυτό δεν επιτρέπει κανενός είδους απόφανση. Όπως στην διαπίστωση <η απόλυτη αλήθεια δεν είναι κάτι> η ολική άρνηση δεν λέει μόνο πως η απόλυτη αλήθεια δεν είναι κάτι αλλά λέει επίσης πως δεν επιτρέπει καμιά απόφανση για τον εαυτό της.

Τρίτον: Το "μηδέν" ως ιδέα.

Αυτό το μηδέν δεν εκφράζει ότι <κάτι ορισμένο δεν είναι (παρόν)> ή <κάτι ορισμένο δεν είναι αυτό η εκείνο> αλλά σημαίνει τη μη-ύπαρξη καθόλου σε αντίθεση με την παροντικότητα ή το μηδέν σε αντίθεση με το είναι καθόλου. Αυτό είναι το μηδέν ως αφηρημένη λογική ιδέα η οποία κάπου μπορεί να παρουσιαστεί ως εξής: <το μηδέν δεν είναι κανένα είναι> ή <από το μηδέν δεν γίνεται κανένα είναι>.

Τέταρτον: "Το μηδέν" ως φαντασίωση.

Μπορώ για παράδειγμα να φαντασιώσω πως κάτι δεν είναι, ακόμα κι όταν είναι αναντίρρητη πραγματικότητα, μάλιστα πως έχω πεθάνει και δεν είμαι πια εν ζωή, αν και αναμφίβολα ζω εδώ και τώρα. Το φαντασιωμένο μηδέν είναι τέτοιου είδους. Σ' αυτό το μηδέν η φαντασίωση μπορεί τόσο ν' αναφέρεται σ' ένα ορισμένο πράγμα ή πρόσωπο, όπως στην απόφανση <αυτό το τραπέζι δεν είναι> ή <εγώ δεν είμαι>, όσο και σε ό,τι είναι γενικά, όπως στην φράση <ό,τι είναι, δεν είναι>.


Πέμπτον: Το "μηδέν" ως ασυνειδητότητα.

Κανείς μπορεί να πει ότι για έναν άνθρωπο που είναι σε βαθύ ύπνο, έχει περιπέσει σε αναισθησία ή έχει πεθάνει, ορισμένα πράγματα δεν είναι ή όλα τα πράγματα δεν είναι· και μάλιστα η δυνατότητα αυτής της ασυνειδητότητας υφίσταται και στον ίδιο τον ξύπνο.

Υπάρχει λοιπόν μια σειρά φαινομένων που μπορούν να χαρακτηριστούν με την λέξη <το μηδέν>, τα οποία όμως διαφέρουν ουσιαστικά και σαφώς από το ζεν-βουδιστικό μηδέν.

Το μηδέν του ζεν-βουδισμού δεν ταυτίζεται με το μηδέν που αναφέρεται στο πρώτο παράδειγμα ως άρνηση της παροντικότητας, καθώς δεν αρνείται ούτε την παροντικότητα ενός μεμονωμένου όντος ούτε του όντος καθόλου. Πράγματι κανένας δεν θα πιστέψει ότι το μηδέν κατά την διαπίστωση <το τραπέζι δεν είναι (παρόν)> ή <η χαρά δεν είναι (δεν υφίσταται)> παρουσιάζει το ειδικό μηδέν του ζεν. Παρολαυτά αυτό το μηδέν του ζεν κάποτε παρανοείται ως η άρνηση της παροντικότητας κάθε όντος, προπάντων όταν περιγράφεται με λόγια όπως <και στους τρεις κόσμους δεν υπάρχει κανένα είναι (dharma)> ή με <κάθε τι που είναι, είναι κενό> ή <κανένα δεν είναι παρόν>. Όχι άδικα εδώ προκύπτουν λανθασμένες ερμηνείες, καθώς εκφράσεις όπως <και στους τρεις κόσμους δεν υπάρχει κανένα είναι> ή <κανένα δεν είναι παρόν> σημαίνουν κατά λέξη την άρνηση της παροντικότητας κάθε όντος. Όμως αυτές οι εκφράσεις λένε μόνον ότι στο μηδέν του ζεν καθαυτό, ή, με αλλά λόγια, στην αυτο-αφύπνιση της αλήθειας δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούσε να προσαγορευτεί ως ον. Και πάλι αυτό κανείς δεν πρέπει, στην βάση τέτοιων ακαθόριστων ορισμών, να το παρανοήσει στην κατεύθυνση του ότι το μηδέν του ζεν σημαίνει απλά την άρνηση της παροντικότητας. Πρέπει με κάθε αποφασιστικότητα να προειδοποιήσω να μην ενστερνισθεί κανείς μια τέτοια θεώρηση, που σ' εμάς από παλιά απορρίπτεται ως μηδενιστική ή ως η πλανημένη άποψη του <αρνητικού μηδενός> ή <της εμμονής στο μηδέν>. Ο έκτος πατριάρχης του ζεν-βουδισμού Hui-nêng λέει στο δεύτερο κεφάλαιο <Σοφία> της συλλογής του ερωτήσεων και απαντήσεων, T'an-ching:

"Η καρδιά είναι τόσο πλατιά και μεγάλη όσο το κενό διάστημα τ' ουρανού. Είναι δίχως όριο και σύνορο, ούτε στρογγυλή ούτε με γωνίες, ούτε μεγάλη ούτε μικρή, ούτε πράσινη ούτε κίτρινη, κόκκινη ή άσπρη, είναι δίχως πάνω και κάτω, ούτε μακριά ούτε κοντή. Είναι δίχως χαρά και πόνο, δίχως ναι και όχι, δίχως καλό και κακό, δίχως αρχή και τέλος. Μαθητές μου, που ακούτε εδώ τα κηρύγματά μου για το κενό, μη μένετε στο κενό."

Επίσης στην συλλογή κηρυγμάτων "Ch'uan-hsin fa-yao" του Huang-po γράφεται:

"Η αληθινή ουσία είναι όμοια με το κενό διάστημα τ' ουρανού· είναι δίχως φόρμα και μορφή, δίχως κατεύθυνση και τόπο· κι όμως δεν είναι διόλου ένα μη-είναι."

Το μηδέν του ζεν επίσης δεν είναι ταυτόσημο με το μηδέν με την έννοια της άρνησης της απόφανσης, όπως στο δεύτερο παράδειγμα.

Κανένας βέβαια δεν θα εκλάβει το μηδέν που εκφράζεται στην φράση <το τραπέζι δεν είναι καρέκλα> για το μηδέν του ζεν· όμως ένας γενικευμένος τρόπος έκφρασης όπως <αυτό δεν είναι ούτε τούτο ούτε εκείνο> ή <αυτό δεν είναι κάτι τι άλλο> θα μπορούσε ενδεχομένως να παρασύρει στην εικασία ότι εδώ όντως πρόκειται για το μηδέν του ζεν. Την απόφανση <όχι κάτι τι άλλο> κανείς μπορεί να την συνδέσει με κάθε υποκείμενο, όπως για παράδειγμα <αυτό το τραπέζι δεν είναι κάτι τι άλλο> ή <εκείνη η καρέκλα δεν είναι κάτι τι άλλο>. Καθώς το υποκείμενο καθαυτό, αυτό το τραπέζι ή εκείνη η καρέκλα, εδώ είναι ήδη κάτι ορισμένο, η απόφανση <όχι κάτι τι άλλο> δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο από <αυτό (το όποιο υποκείμενο) δεν είναι κάτι τι άλλο· είναι αυτό καθαυτό> και δεν αποκλείει κάπου την δυνατότητα μιας απόφανσης. Διότι για κάτι ορισμένο και πεπερασμένο πρέπει να είναι δυνατή μια απόφανση. Όμως, εφαρμοσμένο σε έναν ορισμό της έννοιας <θεός>, σημαίνει πως ο θεός δεν είναι κάτι τι άλλο - κι αυτό δεν σημαίνει μόνον <ο θεός δεν είναι κάτι τι άλλο από θεός, ο θεός είναι θεός>, αλλά επίσης <ο θεός αποκλείει κάθε άλλη απόφανση γι' αυτόν>. Το ότι ο θεός δεν είναι κάτι τι άλλο δεν πρέπει κανείς να το καταλάβει σαν αρνητική έκφραση μιας απλής ταυτολογικής ταυτότητας με την έννοια της φράσης <το τραπέζι δεν είναι κάτι τι άλλο> αλλά έχει μόνο και μόνο την σημασία: H έννοια θεός αποκλείει κάθε άλλον ορισμό. Και στον χριστιανισμό λέγεται <ο θεός δεν είναι κάτι τι άλλο>, <ο θεός δεν είναι κάτι τι>, <ο θεός είναι μηδέν>, κι αυτό πρέπει να κατανοηθεί με το νόημα που αναφέρθηκε. Όταν για κάτι σχετικά ορισμένο και πεπερασμένο, όπως για παράδειγμα για εκείνο το τραπέζι, εκφέρεται η κρίση: <αυτό δεν είναι κάτι τι άλλο>, τότε αυτό δεν είναι παρά ταυτολογία, δηλαδή <αυτό το τραπέζι <δεν> είναι (τίποτ' άλλο παρά) αυτό το τραπέζι>, κι αυτή η ταυτολογία, εννοημένη ως κρίση, έχει μικρή αξία. Αντίθετα η κρίση <ο θεός δεν είναι κάτι τι>, όταν θεωρηθεί ως κρίση για τον θεό, ο οποίος αποκλείει κάθε ορισμό, μπορεί να ιδωθεί ως η ύψιστη όλων των δυνατών κρίσεων για τον θεό. Στο Ch'i-hsin-lun, ένα βουδιστικό σχόλιο, λέγεται:

"Η ουσία της αλήθειας δεν είναι ούτε έμμορφη ούτε άμορφη, ούτε μη-έμμορφη ούτε μη-άμορφη, ούτε έμμορφη και άμορφη μαζί, ούτε ομοιό-μορφη ούτε αλλό-μορφη, ούτε ομοιό-μορφη και αλλό-μορφη μαζί."

Αυτή η φράση λέει: <Η απόλυτη αλήθεια τελικά δεν είναι κάτι τι, αλλά ακριβώς είναι μηδέν>. Αυτό το μηδέν βασικά δεν είναι άλλο από εκείνο το μηδέν που στην χριστιανική ορολογία καλείται <ο θεός είναι μηδέν>. Στον βουδισμό η έννοια του μηδενός με το νόημα που αναφέρθηκε χρησιμοποιείται πολύ συχνά για να ορίσει την φύση του βούδα, της απόλυτης αλήθειας ή του nirvāna. Όμως αυτό το μηδέν είναι αφεαυτού πάντα το μηδέν ως άρνηση της απόφανσης και όχι το μηδέν του ζεν. Καθώς το ζεν-βουδιστικό μηδέν αποκλείει κάθε απόφανση και εννοιολογικό προσδιορισμό για τον εαυτό του, κανείς μπορεί να πει γι αυτό: <το μηδέν του ζεν δεν είναι κάτι τι> ή, με άλλα λόγια: <το μηδέν του ζεν είναι μηδέν>. Και πάλι εδώ δεν πρόκειται διόλου για το ίδιο μηδέν με το μηδέν εννοημένο ως άρνηση της απόφανσης. Εάν ήταν μόνον αυτό, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να ονομάζεται το μηδέν του ζεν.

Επίσης το μηδέν του ζεν-βουδισμού δεν είναι απλώς ιδέα όπως στο τρίτο παράδειγμα. Το μηδέν ως ιδέα δεν σημαίνει ούτε το μηδέν με την έννοια της μη-ύπαρξης ούτε το μηδέν ως άρνηση της απόφανσης αλλά το μηδέν καθόλου. Ακριβώς όπως το είναι ως ιδέα δεν σημαίνει ούτε μια παροντικότητα ούτε μια απόφανση περί της παροντικότητας αλλά είναι ακριβώς το είναι καθαυτό.

Το μηδέν που εννοείται στην έκφραση <είναι και μη-είναι> ή <το είναι δεν είναι μη-είναι, το μη-είναι δεν είναι είναι, δεν είναι ούτε μη-παροντικότητα ούτε παρουσιάζει μια αρνητική απόφανση για κάτι αλλά είναι το μη-είναι σαν τέτοιο, δηλαδή το μηδέν ως ιδέα. Αυτό το μη-είναι βρίσκεται αναγκαστικά σε αντίθεση με το είναι. Το είναι δεν είναι μη-είναι, το μη-είναι δεν είναι είναι. Κάτι δεν μπορεί να είναι και να μην είναι μαζί. Το έτσι οριζόμενο μη-είναι ή μηδέν, όπως το είναι, είναι μια από τις λογικές κατηγορίες που είναι απαραίτητες για την γνώση των πραγμάτων ή για μια κρίση περί αυτών, και δια των οποίων γίνεται εκ των προτέρων προσδιορίσιμο το είναι ή μη-είναι ενός συγκεκριμένου πράγματος. Σ' αυτό το μηδέν ως ιδέα εμπίπτει το από τον Παρμενίδη απορριπτόμενο μηδέν του κενού χώρου σε αντίθεση με το είναι που γεμίζει τον κενό χώρο, ή το μηδέν του Hegel που, σε μια ενότητα με το είναι, επιτρέπει ένα γίγνεσθαι. Μόνο που το μηδέν του ζεν δεν συλλαμβάνεται ακόμη ούτε απ' αυτό το μηδέν ως ιδέα· διότι ούτε είναι ένα μηδέν ως μορφή εκ των προτέρων, ούτε ένα μηδέν σαν κάτι που προσδιορίζεται αρνητικά από ένα άλλο. Δεν είναι μια άποψη του μηδενός που αντιπαραθέτει το μηδέν προς ένα είναι κατά την έκφραση <είναι και μη-είναι>, αλλά το μηδέν του ζεν αποκλείει ολότελα έναν ορισμό σύμφωνα με το είναι και το μη-είναι. Αυτό κανείς μπορεί να το εκφράσει με: <Η αλήθεια δεν ανήκει ούτε στο είναι ούτε στο μη-είναι>.

Στο εικοστό πρώτο κεφάλαιο του Nirvana-Sutra <κινεζικά: Nieh-p'an-ching> λέγεται:

"Η φύση τοu βούδα δεν είναι ούτε είναι ούτε μη-είναι".

Επίσης στο δεύτερο μέρος του Pai-lun διαβάζουμε:

"Όλα - είναι, καθώς και μη-είναι - είναι μηδέν. Γι αυτό κάθε βουδιστική διδαχή (dharma) διδάσκει ότι στην αληθινή μας ουσία τα πάντα - είναι, καθώς και μη-είναι - είναι το κενό. Και γιατί; Διότι όταν το είναι δεν είναι, και το μη-είναι δεν μπορεί να είναι. Γι αυτόν τον λόγο τα πάντα - είναι και μη είναι - είναι μηδέν."

Επίσης στο Chao-lun, κινεζικές πραγματείες για τον βουδισμό από τον 5ο αιώνα, το μόνο που υποδεικνύεται είναι το <απόλυτο μηδέν> που βρίσκεται πέραν του είναι και μη-είναι.

Επίσης το μηδέν του ζεν δεν είναι το φαντασιωμένο μηδέν του τέταρτου παραδείγματος. Μπορούμε βέβαια να φανταστούμε ότι το τραπέζι, που βρίσκεται εδώ και τώρα εμπρός μας, δεν είναι. Εάν αφήσω την φαντασία μου ελεύθερη, τότε μπορώ νοερά να κάνω το τραπέζι να εξαφανιστεί, αν και βρίσκεται πράγματι εμπρός στα μάτια μου. Εάν λοιπόν κανείς βυθιστεί στην παράσταση πως κάτι είναι εδώ, τότε είναι δυνατό να γίνει στο μάτι ορατό κάτι που στην πραγματικότητα δεν είναι· και αντίστροφα εάν κανείς φανταστεί πως κάτι δεν είναι, μπορεί να συμβεί να χαθεί από τα μάτια κάτι που υπάρχει όντως. Τελικά σε κάποιον φαντάζει σαν όλα τα πράγματα όπως τραπέζια, καρέκλες, πάτωμα, σπίτι, γη, ουρανός, σώμα και ψυχή, που είναι όντως πραγματικότητες, να μην ήταν. Έτσι στην φαντασία κανείς μπορεί όντως να βιώσει ένα είδος κενού. Όπως κανείς, όταν βυθίζεται στην εικόνα του βούδα, δηλαδή με το να συγκεντρώνεται μ' όλη του τη δύναμη στην μορφή του βούδα, φτάνει τελικά να βλέπει με ανοιχτά μάτια τον βούδα εμπρός του. Και σ' αυτήν την θέαση του βούδα μπορεί κανείς να εμπειραθεί κάτι σαν κενό, όμως είναι μόνον ένα εξωτερικά θεαθέν κενό. Παράλληλα με τις έννοιες <η θεώρηση του βούδα> ή <η λατρεία του βούδα> κανείς θα μπορούσε και να το ονομάσει η θεώρηση ή η λατρεία του μηδενός. Όμως κι αυτό το εξωτερικά θεαθέν μηδέν βρίσκεται πολύ μακριά από το μηδέν του ζεν-βουδισμού, καθώς αυτό δεν θα ήταν παρά σαν ένα υποκειμενικά επινοημένο αντικείμενο.

Ιδωμένο από τον μηδέν του ζεν-βουδισμού, το εξωτερικά θεαθέν κενό δεν είναι το αληθινό κενό, όπως ο στην φαντασία θεαθείς βούδα δεν είναι ο αληθινός βούδα. Το μηδέν του βουδισμού δεν είναι ένα μέσα από μια παθητική στάση θεαθέν αντικείμενο αλλά πολύ περισσότερο η ίδια η καρδιά που θεάται. Και πάλι τούτο δεν εξαντλείται στην απλή ενεργητική θέαση, πολύ περισσότερο είναι το ενεργητικό και παθητικό συνάμα, και με το αντικείμενο ταυτόσημο μηδέν.

Στο Chu'anhsin fa-yao του Huang-po βρίσκεται:

"Ο συνηθισμένος άνθρωπος προσκολλάται στο αντικείμενο, ο αναζητών προτιμά την καρδιά. Όποιος έχει ξεχάσει και τα δυο, καρδιά κι αντικείμενο, σ' αυτόν πρώτα αποκαλύπτεται η απόλυτη αλήθεια."

Επίσης ο Lin-chi λέει:

"(Σ' αυτήν την κατάσταση) κανείς προσλαμβάνει το πρωτογενές έδαφος της απόλυτης αλήθειας."

Στην ερώτηση ενός μοναχού:

"Πες μου, πώς μπορεί κανείς να θεαθεί την φύση του βούδα" ο Ta-chu απάντησε:

"Η ίδια η θέαση είναι η φύση του βούδα."

Όταν <καρδιά> και <θέαση> χωρίζονται μεταξύ τους κι έτσι γίνονται αντικείμενα, τότε δεν είναι πια η αληθινή καρδιά και δεν είναι πια η αληθινή θέαση. Κανείς θά 'πρεπε λοιπόν να πει, όπως ο P'ang Kung:

"Φρόντισε μόνο να αποδεσμευτείς απ' τα πράγματα και πρόσεξε να μην πάρεις το μηδέν σαν υπόσταση."

Επίσης το μηδέν του ζεν δεν είναι το στην ασυνειδητότητα εμπειραθέν μηδέν του πέμπτου παραδείγματος. Οι καταστάσεις του ύπνου, της αναισθησίας και του θανάτου αφεαυτών δεν είναι το ίδιο, και πάλι μοιάζουν από την άποψη της ασυνειδητότητας. Για μας σε μια τέτοια κατάσταση είναι τα πάντα σαν νά 'χουν σβήσει, όχι μόνο τα πράγματα της φύσης αλλά και το σώμα μας κι η ψυχή μας μοιάζουν όχι πλέον παρόντα. Μα βέβαια αυτή η κατάσταση προκύπτει μόνον από το ότι η συνειδητότητά μας έχει εκπέσει και ως εκ τούτου δεν μπορούμε πλέον να γνωρίσουμε τίποτα. Τότε και το μηδέν δεν μας είναι συνειδητό. Σ' αυτήν την οπτική υπάρχει μια διαφορά από το φαντασιωθέν μηδέν του τέταρτου παραδείγματος. Στο φαντασιωθέν μηδέν η συνείδηση ενεργοποιείται για τον σκοπό της φαντασίωσης και το μηδέν στέκει ενώπιόν μας ως αντικείμενο. Όμως στην περίπτωση του μηδενός της ασυνειδητότητας το μηδέν δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο διότι η συνείδηση δεν είναι ενεργός. Όμως το μηδέν του ζεν-βουδισμού δεν είναι ένα τέτοιο μηδέν. Είναι κατάσταση πλήρους καθαρότητας που μας γίνεται συνειδητή με εντονότατη σαφήνεια. Παρόλο που αυτή η κατάσταση αναγνωρίζεται από εμάς με εντονότατη σαφήνεια, εδώ το μηδέν δεν μας είναι συνειδητό σαν αντικείμενο, αλλά αναγνωρίζων και αναγνωριζόμενο είναι συνειδητά σαν ένα. Αυτό θα πει, το ζεν-βουδιστικό μηδέν αυτοαναγνωρίζεται ως το μηδέν στο οποίο υποκείμενο κι αντικείμενο είναι άρρηκτα ενωμένα. Μ' αυτήν την έννοια κανείς μπορεί να πει ότι το μηδέν του ζεν αυτοαναγνωρίζεται καθώς ο άνθρωπος συνειδητοποιεί τον εαυτό του. Εδώ λοιπόν δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ένα μηδέν σε μια κατάσταση ασυνειδητότητας. Εάν ήταν ένα μηδέν που κανείς θα μπορούσε να εμπειραθεί στην ασυνειδητότητα, τότε εύκολα θα καταφέρναμε να το προκαλέσουμε με τον ύπνο, την αναισθησία ή τον θάνατο. Βέβαια αυτό το ζεν-βουδιστικό μηδέν κανείς πότε το ονομάζει <μη-καρδιά>, πότε <μη-στοχασμός>, πότε <μέγας θάνατος>, πότε <nirvāna>, όμως όλα αυτά δεν σημαίνουν ασυνειδητότητα όπως στον ύπνο, στην αναισθησία και στον θάνατο. Αντίθετα η κατάσταση της <μη-καρδιάς> ή του <μη-στοχασμού> είναι τόσο καθαρή και φωτεινή όσο καμιά άλλη· είναι ελεύθερη από κάθε θαμπάδα όπως ένας άσπιλος καθρέφτης, όπως η καθαρή σελήνη του φθινοπώρου. Σε καμιά κατάσταση δεν είναι κανείς τόσο εναργής και τόσο συνειδητός όσο στην κατάσταση της <μη-καρδιάς> ή του <μη-στοχασμού>. Καμιά στιγμή δεν είναι τόσο γεμάτη από ζωή όπως αυτή στην οποία κανείς εισέρχεται στον <μέγα θάνατο>. Σίγουρα, ο Pai-Chang Huai-Hai λέει:

"Καθάρισε το πνεύμα από κάθε διδαχή (dharma)"

και ο Huang-po:

"Τα ξέχασα και τα δυο, το εγώ και το μη-εγώ."

Όμως αυτό δεν έχει τίποτε να κάνει με αφηρημάδα· αντίθετα είναι η μεγάλη αφύπνιση όπου δεν μένει ούτε η παραμικρή σκιά μιας ασυνειδητότητας. Επίσης όταν ο Pai-Chang Huai-Hai λέει:

"Η καρδιά είναι σαν ξύλο και πέτρα και σε τίποτα δεν διαφέρει απ' αυτά"

και ο Huang-po λέει:

"Μέσα κι έξω, σώμα και πνεύμα, όλ' αυτά κανείς πρέπει να τα παρατήσει",

ή όταν ο Dôgen λέει:

"Καρδιά και συνείδηση κανείς πρέπει να τα κάνει ανενεργά",

τότε όλες αυτές οι ρήσεις δεν σημαίνουν ούτε ότι κανείς πρέπει ν' αποκλείσει την συνείδηση για να γίνει όπως το ξύλο κι η πέτρα, ούτε πρέπει να εγκαταλείψει σώμα και πνεύμα και να πεθάνει για να εξαφανίσει την συνείδηση. Ο Bodhidharma δίδαξε στον Hui-K'o, τον δεύτερο πατριάρχη του ζεν-βουδισμού:

"Μόνον όποιος τίθεται έξω από το karma, είναι μέσα του ελεύθερος από δίψα κι η καρδιά του στέκει όμοια μ' έναν μοναχικό τοίχο, μπορεί να μπει στον δρόμο της αλήθειας."

Αλλά κι αυτός δεν εννοεί ότι κανείς πρέπει ν' αποκλείσει την συνείδηση, και ο Hui-K'o όντως συνέλαβε το νόημα των λέξεων του δασκάλου του και δίδασκε ο ίδιος ότι κανείς πρέπει πάντα να διατηρεί την κατάσταση <άκρας καθαρότητας> και <μη-καρδιάς>.

Στον παλαιό ευρωπαϊκό μυστικισμό κανείς καταλαβαίνει σαν <έκσταση>, που κατά λέξη σημαίνει <έκτος εαυτού>, μια κατάσταση της θείας φώτισης ή μανική, που όταν επέρχεται υπάρχει η δυνατότητα ενός χρησμού ως ερμηνείας της βούλησης του θεού μέσα από το ασύνειδο. Γι' αυτό δεν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει το μηδέν του ζεν ούτε σαν έκσταση ούτε σαν unio mystica με την έννοια του προσωπικού μυστικισμού, καθώς εδώ δεν πρόκειται για θεία φώτιση ή για μανική κατάσταση αλλά για κατάσταση συνειδητότητας, εμπειρατή σε πλήρη καθαρότητα, που εκπηγάζει μέσα από το samādhi, την βύθιση, στην οποία υποκείμενο και αντικείμενο είναι άρρηκτα ενωμένα. Το samādhi του ζεν-βουδιστικού μηδενός χαρακτηρίζεται επίσης ως η γνήσια βύθιση στο απόλυτο κενό (το γνήσιο sūnyatā-samādhi) ή ως η βύθιση στην απόλυτη αλήθεια (το būtha-tathatā-samādhi) ή ως η βύθιση των βασιλέων (το rāja-samādhi) ή ως η βύθιση στο μόνο φαινόμενο (το laksama-samādhi) ή ως η βύθιση στην μια-και-μόνη πράξη (το i-hsing-samādhi).

Σ' αυτό το πρώτο μέρος της πραγματείας μου διέκρινα λοιπόν πέντε διαφορετικές απόψεις του <μηδενός> και προσπάθησα να καταδείξω ότι αυτές στην κάθε μια περίπτωση δεν ανταποκρίνονται στο μηδέν του ζεν. Και πάλι υφίστανται τόσο έντονες ομοιότητες που είναι αναπόφευκτο να προκύψουν λανθασμένες ερμηνείες. Τούτο είναι αφετέρου και ο λόγος για το ότι οι ορισμοί που αναφέρθηκαν παραπάνω, παρόλες τις ανεπάρκειες, παρατίθενται επανειλημμένα όταν κανείς επιχειρήσει να συλλάβει με λέξεις αυτό που θεάται άμεσα στο βαθύ βίωμα του μηδενός· διότι δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα να γίνουν αποφάνσεις επάνω στο ζεν-βουδιστικό μηδέν.

Αυτό το μηδέν της ζωντανής πληθώρας είναι μεν σαφώς διαφορετικό από το μηδέν της άρνησης της παροντικότητας, και παρολαυτά κανείς μπορεί να το περιγράψει κατά τον καλύτερο τρόπο με <κανένα κάτι τι δεν είναι παρόν> ή με <όλα, όσα είναι, είναι >. Επίσης, αν και είναι διαφορετικό από το μηδέν ως άρνηση της απόφανσης, μπορεί και πάλι να εκφραστεί με <δεν είναι αυτό ή εκείνο> ή επίσης με <δεν είναι κάτι τι άλλο> ή με <βρίσκεται έξω απ' όλους τους τρόπους απόφανσεων και αρνήσεων>. Επίσης είναι διαφορετικό από το μηδέν ως ιδέα, όμως μπορεί να παρασταθεί αρνητικά με λέξεις όπως μηδέν, κενό, κανένα, δεν. Επίσης είναι διαφορετικό από το μηδέν ως φαντασίωση· όμως κι αυτό μπορεί κανείς να το επικαλεστεί με <Απελευθερώσου απ' όλες τις γήινες ιδέες και είσελθε στο samādhi του > ή <Κοίταξε το μηδέν>. Επίσης είναι διαφορετικό από το μηδέν ως ασυνειδητότητα· παρολαυτά μπορούν γι' αυτό να χρησιμοποιηθούν οι εκφράσεις μη-σκέψη, μη-καρδιά, μη-στοχασμός, <όπως το ξύλο κι η πέτρα>, <μέγας θάνατος>, nirvāna. Εάν κανείς δεν επικαλεστεί αυτές τις απόψεις της καθημερινής έννοιας του μηδενός σαν μεσολαβητές, το μηδέν του ζεν δεν συλλαμβάνεται με λέξεις. Όμως όλες οι προσπάθειες μιας εξήγησης θα ναυαγήσουν αν κανείς δεν εμπειραθεί το μηδέν του ζεν άμεσα εντός του. Το εκφράζει και ο Huang-po λέγοντας:

"Αυτή η αλήθεια είναι φυσική και γνήσια, βασικά δεν έχει όνομα. Όμως καθώς ο άνθρωπος είναι ανίδεος και μέσα στο παραλήρημα, πολλοί βούδα επανεμφανίζονται επί γης και της δίνουν ένα προσωρινό όνομα. Όμως δεν πρέπει να εκτεθείτε στον κίνδυνο να κρατηθείτε από ονόματα κι έτσι να παραγνωρίσετε την αλήθεια."

Εάν έτσι κανείς προσκολληθεί σε εννοιολογικές εκφράσεις κι ερευνά πάντα μόνο το γράμμα, δεν θα εννοήσει το μηδέν του βουδισμού ούτε σε τρεις αιώνες. Αυτό συλλαμβάνεται μόνο με την άμεση εμπειρία του καθενός. Βέβαια κάθε πράγμα φέρει την γνώση της ουσίας του ήδη εντός του, παρολαυτά για το μηδέν του ζεν ή προσωπική εμπειρία παραμένει ουσιακά επιβεβλημένη αναγκαιότητα. Στα καθημερινά πράγματα, που παριστάνουν πάντα κάτι περατό, ορισμένο, αυτή η γνώση για την αληθινή τους ουσία ως εμπειρία είναι αφεαυτής ήδη αυτό που πρέπει να εννοηθεί και να μεταλλαγεί σε εννοιολογική σκέψη. Αντίθετα το μηδέν του ζεν δεν μπορεί να γίνει εποπτικό, ούτε να οριστεί κατά έναν τρόπο. Γι' αυτό πρέπει να γίνει εμπειρατό πέραν κάθε σύλληψης και κάθε έννοιας. Μ' αυτό το νόημα κανείς μπορεί να πει πως η εμπειρία του ζεν-βουδιστικού μηδενός αντιστέκεται σε κάθε απόφανση και είναι άμεσα γνώση του εαυτού της για την αληθινή ουσία. Το ότι η αλήθεια της φωτιάς ή του νερού καταδεικνύεται άμεσα αφεαυτής, και ότι η αλήθεια του ζεν καταδεικνύεται άμεσα αφεαυτής, παρά την λεκτική ομοιότητα είναι δυο διαφορετικές αποφάνσεις. Όταν τα αντικείμενα της γνώσης είναι πράγματα όπως η φωτιά ή το νερό, τότε αυτή η αλήθεια μπορεί με την εννοιολογική σκέψη να εκφραστεί απλούστατα με λέξεις. Όταν όμως πρόκειται για το ζεν, μια εννοιολογική διατύπωση αποκλείεται τελείως. Γι' αυτό η φράση πως η αλήθεια καταδεικνύεται αφεαυτής, βασικά ισχύει για μια περιοχή όπως αυτή του ζεν. Πρώτα όταν κανείς αυτό το αναγνωρίσει, θα του γίνει καθαρό πόσο διαφέρει η άμεση γνώση της αληθινής ουσίας από κάθε εννοιολογική σκέψη. Κανείς αφομοιώνει την αληθινή ουσία με άμεση θέαση μόνον όταν παύει να θέλει να την συλλάβει με έννοιες.*

Ο λόγος του Leng-chia-ching:

"Ο βούδα δεν εξηγεί με καμιά λέξη"

και η από την γνώση ανεξάρτητη απόλυτη αλήθεια του Ch'i-hsin-lun υποδεικνύει την ανεπάρκεια της εννοιολογικής διαφοράς.

Η θετικη διευκρινιση του ζεν-βουδιστικου Μηδενος

II


Το "Όχι-κάτι-τι" ή η πλήρης αοριστία

Εάν το μηδέν του ζεν διαφέρει ουσιαστικά από το απλώς <μηδέν> ως άρνηση της παροντικότητας, γιατί τότε παλαιόθεν εκφράζεται μέσα απ' αυτό, ώστε η παρανόηση ότι πρόκειται για ένα και το αυτό να βρίσκει πάντα νέα τροφή; Ο λόγος είναι ότι το μηδέν του ζεν απεικονίζεται καλύτερα μέσα απ' αυτήν την άποψη της έννοιας του μηδενός. Αποφασιστικός γι' αυτό είναι ο χαρακτήρας του της πλήρους αοριστίας. Μ' αυτήν την λέξη εκφράζεται το ότι στο ζεν-βουδιστικό μηδέν δεν υπάρχει ένα κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί παρόν. Όταν λέει κανείς, τίποτα δεν είναι παρόν, τότε αυτό δεν θα πει μόνον τελείως γενικά <τίποτα δεν είναι>, ή <κανένα δεν είναι (παρόν)> αλλά θα πει ακόμα ότι στο μηδέν του ζεν δεν υπάρχει κανένα κάτι. Όμως το μηδέν του ζεν δεν παριστάνει έναν χώρο κενό, χωρίς αντικείμενα, έξω από το άτομό μου αλλά είναι η δική μου κατάσταση του μηδενός, δηλαδή ο εαυτός μου, που είναι <τίποτα>. Όταν στο μηδέν του ζεν τίποτα δεν είναι, τότε αναγκαστικά και μέσα μου δεν μπορεί να είναι τίποτα.* Όταν τώρα λέω, μέσα μου δεν είναι τίποτα, κανείς θα μπορούσε να σκεφτεί πως έξω από μένα κάτι είναι. Όμως αυτό το <μέσα μου δεν είναι τίποτα> δεν πρέπει να παρασύρει κάποιον σύμφωνα με την συνηθισμένη χρήση της γλώσσας να αντιπαραθέσει σ' έναν εσωτερικό κόσμο, στον οποίο δεν είναι τίποτα, έναν εξωτερικό κόσμο· λέει πολύ περισσότερο ότι μέσα μου δεν είναι τίποτα επειδή για μένα δεν υπάρχει κανένα μέσα και κανένα έξω. <Μέσα μου δεν είναι τίποτα> δεν θα πει λοιπόν ότι μέσα μου, εφόσον το εγώ διαιρείται σε μέσα κι έξω, τίποτα δεν είναι - διότι το εγώ είναι ήδη πέραν εσωτερικού κι εξωτερικού - αλλά θα πει πως πουθενά δεν είναι κάτι. Κι αυτό, στο οποίο πουθενά δεν είναι κάτι, είμαι εγώ καθαυτόν. Ή: Εγώ καθαυτόν είμαι αυτό, στο οποίο πουθενά δεν είναι κάτι. Το ζεν-βουδιστικό μηδέν είναι το πουθενά-κάτι που είναι εγώ, ή αντίστροφα: το εγώ που είναι πουθενά-κάτι. Όμως εάν κανείς μιλούσε για ένα πουθενά-κάτι χωρίς το εγώ, αυτό θα ήταν μόνο ένας κενός χώρος, ή για ένα εγώ χωρίς το πουθενά-κάτι, αυτό το εγώ θα ήταν μόνο ένα ψυχικό ή φυσικό φαινόμενο· όμως και τα δυο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως το μηδέν του ζεν.

Συνήθως ο άνθρωπος περιβάλλεται από κάθε λογής πράγματα του εσωτερικού κι εξωτερικού κόσμου. Γι' αυτό είναι αδύνατο να ισχυριστεί κανείς πως τίποτα δεν είναι παρόν. Στον εξωτερικό κόσμο βλέπει χρώματα κι ακούει φωνές, μέσα του χαίρεται και λυπάται. Συνεχώς προσκολλά τις σκέψεις του σε κάτι, έτσι ώστε βασικά πάντα βρίσκεται απέναντι σ' ένα εσωτερικό ή εξωτερικό αντικείμενο. Ως εκ τούτου το συνηθισμένο εγώ είναι το εγώ που βρίσκεται συνεχώς σε αναφορά με αντικείμενα. Αυτό το εγώ δεν μπορεί λοιπόν να αποφύγει το ότι καθορίζεται από έξω. Όταν βλέπει χρώματα, αφορίζεται απ' τα χρώματα· όταν ακούει φωνές, απ' τις φωνές· όταν σκέφτεται το κακό, απ' το κακό· όταν σκέφτεται το καλό, απ' το καλό. Έτσι πάντα προσδιορίζεται από ένα αντικείμενο του μέσα ή του έξω, ή είναι κατειλημμένο απ' αυτό. Ιδωμένο επιπόλαια, αυτό φαινομενικά μοιάζει με την κατάσταση μιας βύθισης, ενός samādhi· όμως τα φαινόμενα απατούν. Είναι ψευδο-samādhi που διαφέρει βασικά από το αληθινό samādhi. Όμοια με το πνεύμα που είναι <ακόμα δεμένο σε χόρτα και δέντρα>, το εγώ είναι εσωτερικά κι εξωτερικά σε σχέση με αντικείμενα και αλλάζει μ' αυτά. Γεννιέται και παρέρχεται. Επειδή το εγώ έχει σώμα, καρδιά, κι είναι κατειλημμένο απ' αυτά, πιστεύει ότι πεθαίνει με τον θάνατο του σώματος, ότι παρέρχεται με τον σταμάτημα της καρδιάς. Το εγώ που είναι κατειλημμένο από κτήση και τιμή, που έχει γίνει όμοιο με περιουσία και τιμή, το εγώ που είναι κατειλημμένο ακόμα κι από τον βούδα κι έχει γίνει όμοιο με τον βούδα - το εγώ που είναι κατειλημμένο απ' το μηδέν κι έχει γίνει όμοιο με το μηδέν, - τέλος το εγώ που είναι κατειλημμένο ακόμα κι από το ότι πουθενά κάτι δεν είναι κι έχει γίνει όμοιο με το πουθενά-κάτι, - όλα αυτά είναι είδη του εγώ που είναι δέσμιο κι αλυσσοδεμένο. Είναι το πνεύμα που είναι <ακόμα δεμένο σε χόρτα και δέντρα>. Μόνον το εγώ που δεν γνωρίζει αντικείμενα, το εγώ σαν πουθενά-κάτι, είναι ανεξάρτητο απ' όλα. Είναι το εγώ που δεν προσδιορίζεται απ' έξω. Όταν τώρα τούτο είναι το εγώ που μέσα του δεν είναι τίποτα, κανείς όντως θα μπορούσε να θεωρήσει πως ακόμα μένει η συνείδηση του ότι δεν είναι τίποτα. Όμως όσο υπάρχει ακόμα μέσα μου μια συνείδηση που έχει σαν περιεχόμενο το μηδέν ως αντικείμενο, δεν είμαι ακόμη πραγματικα στην κατάσταση του μηδενός. Το γνήσιο μηδέν είμαι εγώ καθαυτόν, δεν είναι ο κόσμος των αντικειμένων μου. Από την στιγμή που γίνεται αντικείμενο, ήδη είναι ένα ον και μαζί κάτι που με κρατά δέσμιο. Όταν στο μηδέν ως κανένα-τι πέφτει και η παραμικροτερη σκιά του αντικειμενοειδούς, ήδη είναι ένα κάτι. Μόνον όταν πραγματικα και αληθινά δεν είμαι απολύτως τίποτα, είμαι ολότελα αδέσμευτος κι απεριόριστος, ελεύθερος και όχι πλέον κατειλημμένος. Κι επειδή τότε για μένα δεν υπάρχει πλέον μέσα κι έξω, απ' όπου θα μπορούσα να επηρεαστώ, είμαι ένα ένα-και-μόνο. Ο αριθμός ένα είναι μια ενότητα, όμως υπάρχουν πολλές τέτοιες, κι έτσι δεν μπορεί να αποκληθεί ένα-και-μόνο. Ως ένας-και-μόνο πρέπει λοιπόν να είμαι κάποιος που μέσα του δεν είναι τίποτα και που βρίσκεται πέραν του μέσα κι έξω.

Ο έκτος πατριάρχης του ζεν-βουδισμού Hui-nêng λέει:

"Η καρδιά είναι τόσο πλατιά και μεγάλη όσο το κενό διάστημα τ' ουρανού· είναι δίχως σύνορο κι όριο ",

ή:

"Η αληθινή σου φύση είναι όπως το κενό διάστημα τ' ουρανού, κι αν το μπορέσεις να δεις το κανένα-τι, τότε αυτό μπορεί να αποκληθεί η ορθή θέαση."

Στον Cheng-tao-ko και στον Ch'uan-hsin-fa-yao λέγεται:

"Το μηδέν είναι καθαρή θέαση. Είναι το κανένα-τι. Δεν είναι ούτε άνθρωπος ούτε βούδα."

Και τούτο είναι το εγώ ως το κανένα-τι. Επίσης αυτό που χαρακτηρίζει ο έκτος πατριάρχης Hui-nêng ως <η μία ορθή καρδιά>, δεν σημαίνει τίποτε άλλο. Εδώ <ορθή> δεν σημαίνει ηθική ορθότητα αλλά την ορθή στάση, το αδέσμευτο από κάτι άλλο. Όταν η καρδιά είναι κατειλημμένη, δεν μπορεί να στέκει ορθή· πότε σύρεται προς τα δεξιά, πότε κάμπτεται προς τ' αριστερά. Μια καρδιά που απορροφάται από χρώματα και φωνές ή από το λάθος και το κακό, αλλά επίσης από το αληθινό και το καλό, δεν μπορεί κανείς να την αποκαλέσει ορθή καρδιά. Επίσης, επειδή είναι ενα-και-μόνο και όχι πληθώρα, αποκαλείται η μία ορθή καρδιά. Μόνο η καρδιά στην οποία δεν είναι κάτι τι μπορεί, όπως λέει ο Lin-Chi, να υπεισέρχεται στο χρώμα και πάλι δεν ερεθίζεται απ' αυτό, να υπεισέρχεται στην φωνή και πάλι δεν ξεγελιέται απ' αυτήν, να υπεισέρχεται στο καλό και πάλι δεν αποπλανάται απ' αυτό - μπορεί πραγματικα να υπεισέρχεται στην βύθιση, στο <samādhi της μη προσκόλλησης σε κοσμικά πράγματα>, στο <samādhi της ελευθερίας από κάθε σκόνη> ή στο <samādhi του παιχνιδιού των θαυμάτων>. Αυτή η μόνη αληθινή βύθιση διαφέρει ουσιαστικά από άλλα είδη βύθισης στα οποία κανείς, κατειλημμένος από τα πράγματα, περιέρχεται σε ενθουσιασμό και πλάνη. Βέβαια και τέτοιες ασκήσεις διαλογισμού είναι γνήσιες, όμως είναι μόνον ατομικοί διαλογισμοί ή <samadhāya των φαινομένων> καθώς δεν προϋποθέτουν την κατάσταση του <μέσα μου είναι κανένα-τι> και αναφέρονται σε λεπτομέρειες όπως σε χρώματα ή φωνές, στο αληθινό ή στο καλό. Αντίθετα μια καρδιά που είναι κανένα-τι - καθώς παρασταίνει ένα ένα-και-μονο χωρίς μέσα κι έξω, χωρίς σύνορο κι όριο, πέραν της δυάδας αντικειμένου και υποκειμένου - είναι στην <βύθιση του ενός-και-μόνο> ή στην <βύθιση του ενός-και-μόνου φαινομένου> ή <της μιας-και-μόνης πράξης>. Αυτή είναι η καρδιά στο raja-samādhi, στην <βύθιση των βασιλέων>. Οι <μορφές βύθισης των υποτελών> μπορούν να εμφανιστούν πρώτα στην βάση του <βασιλικου-samādhi>. Το εάν κανείς είναι αιχμάλωτος των πραγμάτων, εξαρτημένος απ' αυτά, ή εάν κανείς βυθίζεται σ' αυτά σε αληθινή αυτολησμοσύνη, προσδιορίζεται από το κατά πόσον το βασιλικο-samādhi αποτελεί την βάση η όχι. Γι' αυτό επίσης στον Ch'i-hsin-lun λέγεται ότι το samādhi του αναρίθμητου προκύπτει στην βάση του samādhi της μιας-και-μόνης πράξης, δηλαδή στην βάση του samādhi της απόλυτης αλήθειας.

Με την ίδια έννοια λέει ο έκτος πατριάρχης Hui-nêng:

"Εάν θέλεις ν' αποκτήσεις το bodhi, την πρωταρχική γνώση, πρέπει να εισέλθεις στο samādhi του ενός-και-μόνου φαινομένου, της μιας-και-μόνης πράξης. Όταν δεν δείχνεται κανένα φαινόμενο και διατηρείς την κατάσταση <δίχως μίσος κι αγάπη, δίχως ν' αδράχνεις και ν' αφήνεις>, δίχως να σκέφτεσαι πλεονέκτημα και μειονέκτημα, γέννηση και πάροδο και είσαι ήσυχος, ήρεμος, ελαφρύς κι ευχαριστημένος, τότε αυτό ονομάζεται samādhi του ενός-και-μόνου φαινομένου. Όταν έχεις καθαρή και ορθή καρδιά παντού και πάντα, στο προχώρημα και στην στάση, στο κάθισμα και στο ξάπλωμα, όταν δεν παρεκκλίνεις από τον δρόμο βούδα και φτάνεις πραγματικα στην χώρα βούδα, τότε είσαι στο samādhi της μιας-και-μόνης πράξης."

Επίσης ο Ma-tsu λέει:

"Δεν έχω ούτε καν το παραμικρό κάτι μέσα μου."

Το εγώ που εννοεί είναι το εγώ που ανταποκρίνεται στο πουθενά-κάτι. Όπως επίσης λέγεται στο έκτο κεφάλαιο του Tsung-ching-lu, το <ούτε καν το παραμικρό κάτι> δεν πρέπει να εξομοιωθεί με το <πλατύ κούφιο κενό και την πλήρη απόσβεση και άγνοια> αλλά με το εγώ στο οποίο δεν είναι <το παραμικρό κάτι>. Επίσης στον Tôkai-yawa γράφεται:

"Ο κομφουκιανισμός παρανοεί το αληθινό μηδέν, το απορρίπτει μάλιστα· διότι το θεωρεί απλά όχι κάτι τι και δεν διακρίνει... Το ότι κανείς δεν κατακρατεί στην καρδιά του τίποτα, αυτό αποκαλώ το αληθινό μηδέν. Όμως η καρδιά είναι ένας ηθοποιός που παίζει κάθε ρόλο... Το ότι κανείς δεν γεμίζει την καρδιά του με κανέναν ρόλο, αυτό αποκαλώ το αληθινό μηδέν... Το αληθινό μηδέν, για το οποίο μιλώ εδώ, είναι ακριβώς αυτό που είναι ελεύθερο από κάθε ρόλο και από κάθε αποστολή."

Το <αληθινό μηδέν>, για το οποίο γίνεται λόγος εδώ, δεν είναι άλλο από την καρδιά που εξομοιώνεται με το κανένα-τι.

Το κενο

Το μηδέν του ζεν έχει από πάντα τον χαρακτήρα του κανένα-τι. Όμως συνάμα του προσιδιάζει ένα άλλο στοιχείο, το οποίο κανείς μπορεί να εκφράσει με την λέξη <κενό>. Γιατί μπορεί το ζεν-βουδιστικό μηδέν να περιγραφεί επίσης με την έννοια του κενού; Για να το διευκρινίσω αυτό θα ήθελα καταρχήν να υπεισέλθω στην σημασία της λέξης "κενό". Ο Yung-ming, στο έκτο κεφάλαιο του Tsung-ching-lu του, όπου παραθέτει από το τρίτο κεφάλαιο του <Αντιπαράθεση για το μέγα όχημα του βουδισμού> Shih-mo-ho-yen-lun, λέει πως <στο κενό μπορούν να ενταχθούν δέκα σημασίες>:

Πρώτον, είναι ανεμπόδιστο. Αυτό θα πει πως γι' αυτό κανένα κανενός είδους φαινόμενο δεν στέκει εμπόδιο.

Δεύτερον, είναι πανταχού παρόν. Αυτό θα πει πως δεν υπάρχει κανένας τόπος που να μην τον φτάνει.

Τρίτον, είναι άκριτο. Αυτό θα πει πως δεν γνωρίζει διακρίσεις.

Τέταρτον, είναι ανοιχτό και πλατύ. Αυτό θα πει πως γι' αυτό δεν υπάρχει όριο.

Πέμπτον, είναι αφανές. Αυτό θα πει πως δεν παρασταίνει κανένα φαινόμενο αντιληπτό από τις αισθήσεις.

Έκτον, είναι καθαρό. Αυτό θα πει πως είναι ακηλίδωτο κι άσπιλο.

Έβδομον, είναι διαρκές και ακίνητο, που θα πει πως είναι δίχως γέννηση και φθορά.

Όγδοον, είναι κενό από είναι. Αυτό θα πει πως βρίσκεται πέρα κάθε κρίσης.*

Ένατον, είναι δίχως κενά κενό. Αυτό θα πει πως δεν προσκολλάται στον εαυτό του.

Δέκατον, είναι ακτήμον. Αυτό θα πει πως δεν κατέχει και δεν μπορεί να κατέχεται.

Σε μια σχολαστικότερη έρευνα κανείς θα μπορούσε ίσως να βρει κι άλλες ιδιότητες, όμως εδώ θέλω να αρκεστώ σ' αυτές τις δέκα σημασίες.

Στο μηδέν του ζεν προσιδιάζουν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του κενού κατά τον ίδιο τρόπο. Γι' αυτό από παλιά αυτό εξομοιώνεται συχνά με το κενό. Έτσι γράφεται στο κεφάλαιο Yeh-tso-Chiech του Wu-hsing:

"Η καρδιά είναι καθαρή όπως το κενό. Εκπληρώνει τις δέκα κατευθύνσεις του κόσμου και φτάνει παντού. Ούτε βουνά ούτε ποταμοί ούτε βράχια ούτε τοίχοι δεν της είναι εμπόδιο. Κόσμοι τόσο αναρίθμητοι όσοι οι κόκκοι της άμμου στον Γάγγη είναι κει μέσα."

Αυτό δείχνει πως η <καρδιά>, δηλαδή το μηδέν του ζεν, ως προς τον χαρακτήρα της ανταποκρίνεται στις σημασίες ένα, δύο και έξι του κενού - ανεμπόδιστη, πανταχού παρούσα, καθαρή -.

Στον Hsüe-mai-lun γράφει:

"Η καρδιά δεν έχει ούτε μορφή ούτε σώμα, ούτε υπόκειται στο αντιθετικό παιχνίδι αιτίου και αποτελέσματος. Όπως και το κενό, δεν μπορεί κανείς να την συλλάβει."

Αυτό δείχνει ότι η καρδιά χαρακτηρίζεται και από τα σημεία του κενού πέντε και δέκα - αφανές και ακτήμον.

Στο Ch'uan-hsin fa-yao λέγεται:

"Η καρδιά, από την άναρχη αρχή, δεν γεννήθηκε ποτέ και ποτέ δεν παρέρχεται ... Μοιάζει με το κενό που είναι δίχως χωρικά και χρονικά όρια και δεν μπορεί να ζυγιστεί και να μετρηθεί."

Και:

"Η καρδιά είναι αναλλοίωτη, το μέσα της ακίνητο κι ακλόνητο όπως το ξύλο ή η πέτρα, το έξω της απεριόριστο κι ανεμπόδιστο όπως το κενό."

Επίσης στον Leng-chia-ching διαβάζουμε:

"Στην καρδιά δεν υπάρχει κανένα μετρήσιμο μέγεθος."

Όλα αυτά δείχνουν ότι η καρδιά στα χαρακτηριστικά της ανταποκρίνεται στις σημασίες ένα, τέσσερα, εφτά και οχτώ: ανεμπόδιστη, ανοιχτή και πλατιά, ακίνητη και διαρκής, κενή από είναι.

Στο T'an-ching του έκτου πατριάρχη Hui-nêng βρίσκουμε:

"Η καρδιά είναι όπως το κενό και, όπως αυτή, πέραν του μετρήσιμου."

Και

"Η καρδιά είναι όπως το κενό, δεν είναι αιχμάλωτη μιας μηδενιστικής ιδέας."

Και στον Hsin-Hsin-Ming λέγεται:

"Ούτε καν ένα δεν διατηρείται."

Όλα αυτά δείχνουν ότι η καρδιά στα χαρακτηριστικά της ανταποκρίνεται στην ένατη σημασία του κενού: είναι δίχως κενά κενή.

Ρήσεις όπως <Στους βαρβάρους παίρνει τη μορφή των βαρβάρων, στους κινέζους τη μορφή των κινέζων> και <είναι ενάντια σε κάθε επιλογή και διάκριση> λένε πως η καρδιά, στα χαρακτηριστικά της, ανταποκρίνεται στην τρίτη ιδιότητα του κενού: είναι άκριτη.

Εκτός απ' αυτές τις δέκα ιδιότητες ενδεχομένως κανείς θα μπορούσε να αποδώσει στο κενό κι άλλα κατηγορήματα όπως <ένα-και-μόνο> και <χωρίς μέσα κι έξω>. <Ένα-και-μόνο> σημαίνει πως το κενό είναι ένα ένα-και-μόνο· δεν υπάρχει δυο φορές. <Χωρίς μέσα κι έξω> θα πει πως για το κενό δεν υπάρχει κανένα έξω, μόνο ένα μέσα, το οποίο κανείς δεν πρέπει να χαρακτηρίσει ως μέσα· διότι, χωρίς ένα έξω ως αντίποδα, βρίσκεται πέραν των συνηθισμένων εννοιών του μέσα και έξω.

Κανείς μπορεί λοιπόν, αντίστοιχα με το χαρακτηριστικό του κενού ως ένα-και-μόνο, να περιγράψει το μηδέν του ζεν με <η μία-και-μόνη καρδιά>, <η μία ορθή καρδιά>, <μη-δυαδικότητα>, <ο κόσμος των αντικειμένων είναι ένα-και-μόνο φαινόμενο>· επίσης όμως, σύμφωνα με την ιδιότητα του <χωρίς μέσα κι έξω>, με <σφαίρα λαμπερού φωτός χωρίς μέσα κι έξω> [*Παρμενίδης!], ή με <ο κόσμος της απόλυτης αλήθειας δεν έχει κανέναν εαυτό και κανένα απέναντι>, και με <καρδιά που δεν γνωρίζει ούτε μέσα ούτε έξω ούτε μεταξύ, που δεν έχει ούτε κατεύθυνση ούτε τόπο.>

Όλα αυτά δείχνουν την μεγάλη ομοιότητα του μηδενός του ζεν και του κενού. Όταν κανείς διαβάζει τα επόμενα λόγια στο Ch'uan-Hsin Fa-Yao:

"Το κενό φτάνει και στις δέκα κατευθύνσεις. Εξ υπαρχής είναι η δική μου αδιαίρετη καρδιά. Εάν κανείς ήθελε ν' αποσπαστεί ακόμα κι απ' το κενό και να το αποτινάξει, πώς θα μπορούσε να του ξεφύγει;"

ή

"Η ουσία της βουδιστικής διδαχής, του dharma, είναι το κενό. Το φαινόμενο του κενού δεν διαφέρει από την ουσία του dharma",

τότε κανείς αποκτά την εντύπωση ότι το κενό και η μία καρδιά είναι ένα και το αυτό. Όμως η καρδιά, δηλαδή το μηδέν του ζεν, φυσικά δεν είναι ταυτόσημη με το κενό. Και πάλι η ομοιότητα είναι τόσο μεγάλη που κανείς μπορεί να θεωρήσει τα δυο ένα και το αυτό. Όμως το ζεν-βουδιστικό μηδέν διόλου δεν είναι κάτι το ασύνειδο και άψυχο, όπως είναι το κενό, αλλά είναι το υποκείμενο που γνωρίζει τον εαυτό του <καθαρά και σαφώς>. Γι' αυτό κανείς το ονομάζει και <καρδιά>, <εαυτό> ή <ο αληθινός άνθρωπος>.

Στον γενικό πρόλογο του Chan-yüan-chu-ch'üanchi γράφει:

"Η καρδιά είναι η αληθινή φύση. Δεν είναι το ίδιο με το κενό, όπως το ξύλο κι η πέτρα. Γι' αυτό κανείς την ονομάζει και σοφία",

ή

"Καρδιά είναι απλά όνομα. Η ουσία της είναι η σοφία. Αυτή γνωρίζει την πνευματική της φύση μέσα από τον εαυτό της. Όμως αυτή η γνώση δεν πρέπει να εξομοιώνεται με την λάθος γνώση που προκύπτει κατά την παράθεση ενός αντικειμένου με αφορμή αυτό το ίδιο. Επίσης δεν έχει τίποτα κοινό με το πλατύ κούφιο κενό και την πλήρη απόσβεση και άγνοια."

Απ' αυτά διευκρινίζεται με σαφήνεια ότι η <καρδιά> δεν πρέπει απλά να εξομοιώνεται με το κενό, την πλήρη απόσβεση και άγνοια.

Και ο Huang-po χρησιμοποιεί συχνά την έκφραση <η καρδιά είναι σαν το κενό>..., όμως παρολαυτά κανείς δεν πρέπει να υποθέσει πως κάπου θεωρεί καρδιά και κενό ένα και το αυτό. Βέβαια σ' αυτόν κάποτε διαβάζει κανείς και:

"Ο κενός κόσμος είναι εξ υπαρχής η δική μου αδιαίρετη καρδιά" ή "Η ουσία της διδαχής, του dharma, είναι το κενό".

Όμως κατόπιν εκφράζει και πάλι την γνώμη του με σαφήνεια:

"Βούδα, που θα πει: Η ουσία του dharma, μπορεί να περιγραφεί με την λέξη κενό. Όμως είναι μόνον ένας εικαστικός τρόπος έκφρασης όταν κανείς λέει ότι η ουσία του dharma είναι κενό ή η ουσία του κενού είναι ταυτόσημη με το dharma",

ή

"Η ουσία του βούδα είναι από την φύση της αδρανά ήσυχη και δεν μπορεί να διαχωριστεί σε μεμονωμένες μορφές φαινομένων. Η έννοια κενό μπορεί εδώ να χρησιμοποιηθεί μόνον σαν παρομοίωση."

Απ' όλα αυτά τα λόγια προκύπτει σαφώς ότι η λέξη κενό χρησιμοποιείται πάντα μόνο για την απεικόνιση του dharma και ότι το τελευταίο διαφέρει βασικά από τον πανθεϊσμό ο οποίος απλά εξομοιώνει τον όλο χωρικό κόσμο με τον θεό. Για να το τονίσω ακόμα μια φορά: Το μηδέν του ζεν-βουδισμού δεν είναι ταυτόσημο με το κενό· και πάλι ο χαρακτήρας του το επιτρέπει από πολλές απόψεις να χρησιμοποιείται εδώ το κενό ως παρομοίωση.


Ξεκινώντας από τον παραπάνω ορισμό του κενού θα ήθελα τώρα να διευκρινίσω τον χαρακτήρα του μηδενός ακόμη ακριβέστερα. Αν και το μηδέν του ζεν δεν μπορεί να έχει κανενός είδους ιδιότητες, είμαι και πάλι αναγκασμένος να χρησιμοποιήσω προσωρινά έναν τρόπο έκφρασης εύληπτο στην διάνοια.

Πρώτον: Ότι το ζεν-βουδιστικό μηδέν είναι ανεμπόδιστο, θα πει ότι, όπως το κενό, δεν μπορεί να ανασταλεί ή να εμποδιστεί από κανένα εσωτερικό ή εξωτερικό φαινόμενο. Απ' αυτό προκύπτει το απροκατάληπτο κι η ελευθερία του. Το μηδέν περιέχεται στα πάντα και δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσε να του σταθεί εμπόδιο. Επίσης μοιάζει με το κενό στο σημείο που μέσα του περιέχονται τα πάντα και ότι εκεί μέσα όντως δεν διακρίνονται κανενός είδους ίχνη ή χαρακτηριστικά.

Δεύτερον: Ότι αυτό το μηδέν είναι πανταχού παρόν, θα πει ότι, όμοια με το κενό, εκτείνεται σε όλα τα ψυxικά και φυσικά φαινόμενα δίχως να λογαριάζει μακριά και κοντά, μεγάλο και μικρό, βαθύ και ρηχό, τραχύ και λεπτό, φωτεινό και σκοτεινό. Σε αντίθεση με το κενό, που εκτείνεται μόνον σε όλα τα φυσικά πράγματα, το μηδέν του ζεν περιλαμβάνει επίσης τον σύνολο ψυχικό κόσμο. Έτσι κανείς μπορεί να πει πως είναι κάτι αληθινά πανταχού παρόν.

Τρίτον: Ότι αυτό το μηδέν είναι άκριτο, θα πει ότι δεν γνωρίζει επιλογές και διακρίσεις και δεν το αγγίζει τίποτα. Προσδέχεται το καθαρό και το σπιλωμένο με τον ίδιο τρόπο, χειρίζεται το υψηλό και το χαμηλό όμοια, αντιμετωπίζει το καλό και το κακό με όμοιο τρόπο, θεωρεί αληθινό και λανθασμένο για ένα και το αυτό, αφήνει το ιερό και το κοσμικό να συγκατοικούν, δεν δέχεται τίποτα και δεν απωθεί τίποτα, ακριβώς όπως το κενό.

Τέταρτον: Ότι αυτό το μηδέν είναι ανοιχτό και ευρύ, θα πει ότι είναι ενιαίο και δεν γνωρίζει τίποτε άλλο ή έξω. Καθώς δεν μπορεί να περιοριστεί από κανένα άλλο, είναι άπειρο και ακαθόριστο. Δεν είναι μόνον χωρικά άπειρο όπως το κενό αλλά είναι και χρονικά ατελεύτητο. Μάλιστα κανείς θα μπορούσε να πει ότι το χωρικά απέραντο όπως και το χρονικά ατελεύτητο συνάγονται από την πρωτοχωρική και πρωτοχρονική απεραντοσύνη του μηδενός.* Όταν ο βούδα μπορεί να ονομαστεί ατελεύτητος και απεριόριστος, τότε αυτό έρχεται από το ότι ο αληθινός βούδα δεν είναι άλλο από το μηδέν του ζεν.

Πέμπτον: Ότι αυτό το μηδέν είναι αφανές, θα πει ότι δεν εμφανίζεται ούτε στον χώρο σαν φυσική μορφή ούτε στον χρόνο σαν ψυχικό φαινόμενο, ενώ, σε αντίθεση μ' αυτό, σύμφωνα με τις συνηθισμένες παραστάσεις, το φυσικό έχει μορφή, όμως το ψυχικό όχι. Ιδωμένο από το αφανές του ζεν-βουδιστικού μηδενός όμως, το ψυχικό πρέπει επίσης να έχει μορφή. Γι' αυτό κανείς δεν μπορεί να πει ότι αυτό που κανείς συνήθως αποκαλεί καρδιά, δηλαδή ψυχή, δεν έχει μορφή. Έξω από το ζεν-βουδιστικό μηδέν δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί κανείς να αποκαλέσει αληθινά αφανές.

Έκτον: Ότι αυτό το μηδέν είναι καθαρό, θα πει ότι δεν είναι ούτε κάτι φυσικό ούτε κάτι ψυχικό κι επομένως είναι ανεπηρέαστο, δεν έχει καθαυτό τίποτα το ακάθαρτο ούτε το βρώμικο, ούτε μπορεί να σπιλωθεί ή να βρωμίσει από κάτι άλλο. Αυτό που συνήθως κανείς αποκαλεί καθαρότητα, δεν μπορεί πραγματικα να το χαρακτηρίσει ως την αληθινή απόλυτη καθαρότητα διότι κάθε λεγόμενη καθαρότητα είναι ήδη κάτι καθορισμένο. Ήδη <ορίζομαι> θα πει, ως αυτό τούτο, είμαι <σπιλωμένος και βρωμισμένος>. Ό,τι ορίζεται από ένα κατηγόρημα, είναι καθαυτό ήδη σπιλωμένο, ακόμα και όταν δεν σπιλώνεται από τίποτε άλλο. Ακόμη κι ένας βούδα, ιδωμένος ως κάτι, είναι καθαυτον ήδη ακάθαρτος. Δεν υπάρχει κανένα πράγμα που να ήταν αληθινά καθαρό. Μόνο το μηδέν του ζεν-βουδισμού, που αποκλείει κάθε δυνατότητα να οριστεί, είναι το πραγματικα καθαρό και άσπιλο. Η αληθινή κάθαρση του εαυτού μου συμβαίνει πρώτα όταν το εγώ μου δεν είναι πλέον ούτε κάτι φυσικό ούτε ψυχικό και βαίνει πέραν κάθε προσδιορισιμότητας.


Έβδομον: Το ότι αυτό το μηδέν είναι διαρκές και ακίνητο, θα πει ότι δεν υπόκειται στην γένεση και στην φθορά διότι δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος, και ούτε επέρχεται ούτε παρέρχεται. Επίσης είναι ακίνητο καθόσον σ' αυτό αίρονται όλες οι κατευθύνσεις όπως δεξιά, αριστερά, πάνω και κάτω και δεν μπορεί να κινηθεί προς καμιά κατεύθυνση. Η ακινησία απέναντι στην κίνηση είναι απλώς παροδική στιγμιαία κατάσταση και γι' αυτό δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την αληθινή ακινησία. Όμως αληθινή ακινησία είναι κάτι ενιαίο που αποκλείει κάθε δυνατότητα κίνησης. Όταν η ακινησία δεν εκτείνεται στον χώρο και στον χρόνο και δεν τα περιλαμβάνει αυτά, δεν είναι αληθινή ακινησία. Μόνο η αληθινή ακινησία είναι απόλυτη ησυχία και γαλήνη της καρδιάς. Όσο το εγώ ζει ακόμα με σώμα και καρδιά κατά τον συνηθισμένο τρόπο, δεν μπορεί να φτάσει σ' αυτήν την ακινησία.

Όγδοο: Ότι αυτό το μηδέν είναι κενό από είναι, θα πει ότι δεν ζυγίζεται ως προς το βάρος ούτε μετράται ως προς τον χώρο, και δεν κατέχει καμιά αξία που θα μπορούσε να προσδιοριστεί με έννοιες κανόνων όπως αλήθεια ή ωραιότητα. Αίρει, με το απόλυτο νόημα της λέξης, κάθε δυνατότητα μέτρησης και αξιολόγησης.

Ένατο: Ότι αυτό το μηδέν είναι δίχως κενά κενό, θα πει ότι ως το μηδέν του ζεν είναι μεν ένα μηδέν, ότι όμως δεν στέκει απέναντι σ' ένα είναι αλλά, πέραν είναι και μη-είναι, δεν έχει ούτε τον χαρακτήρα του είναι ούτε του μη-είναι. Διαλάθει κάθε ορισμού και ως υποκειμενικό μηδέν δεν διαμένει ούτε στο είναι ούτε στο μη-είναι. Εάν προσκολλώνταν στον εαυτό του θα έστεκε απέναντι σ' ένα είναι, κι έτσι δεν θα ήταν το μηδέν του ζεν. Από αυτό το στοιχείο του ζεν-βουδιστικού μηδενός εξηγείται επίσης το ότι ένας αληθινός βούδα δεν μπορεί να διαμένει στο nirvāna· διότι ένα nirvāna που παρασταίνεται σαν τόπος, σημαίνει βέβαια την μακάρια γαλήνη απέναντι στο ταραγμένο του κόσμου· όμως δεν είναι το αληθινό nirvāna.

Δέκατον: Ότι αυτό το μηδέν δεν είναι κτητικό, θα πει ότι σ' αυτό, καθώς είναι ένα κανένα-τι, δεν ανήκει ούτε κάτι άλλο ούτε αυτό καθαυτό, άρα τίποτε απολύτως. Από εδώ συνάγεται ότι ένας αληθινός βούδα δεν κατέχει, δεν κατέχεται, είναι απόλυτα φτωχός, δίχως ανάγκη και δίχως φιλοδοξία.

Η καρδια

Καθώς το ζεν-βουδιστικό μηδέν μοιάζει πολύ με το κενό ή με τον κενό απέραντο χώρο, συχνά εξηγείται μέσα από μια σύγκριση με τις ιδιότητες του κενού. Όμως βασικά δεν μπορεί να εξομοιωθεί με το κενό γιατί τότε δεν λαμβάνεται υπόψη ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό, δηλαδή η φύση του μηδενός ως καρδιάς. Διότι το ζεν-βουδιστικό μηδέν έχει ένα χαρακτηριολογικο στοιχείο το οποίο συνήθως αποκαλούμε <καρδιά>. Αυτή η έννοια <καρδιά> δεν εξαντλείται στην σύγκριση με το κενό ή με τον απέραντο χώρο. Εκτός από τον άνθρωπο, λέγεται πως και τα περισσότερο εξελιγμένα ζωικά είδη έχουν καρδιά, κι ακόμα και στα κατώτερα μπορεί ν' αναγνωριστεί ο πυρήνας μιας καρδιάς. Αντίθετα το κενό δεν έχει καρδιά και ούτε και τίποτα που κατά κάποιον τρόπο θα μπορούσε ν' αποκληθεί ζωή, ενώ ακόμα και στα μικρόβια προσιδιάζει ζωή. Σ' αυτήν την οπτική λοιπόν το κενό είναι το πλέον ακατάλληλο για μια σύγκριση με το ζεν-βουδιστικό μηδέν. Από την άποψη της ζωής το μικρόβιο θα ήταν ένα καλύτερο αντικείμενο σύγκρισης. Διότι το μηδέν του ζεν δεν είναι άψυχο όπως το κενό αλλά αντίθετα κάτι ολότελα ζωντανό. Όχι μόνον είναι ζωντανό αλλά έχει επίσης καρδιά κι επιπλέον είναι συνειδός του εαυτού του. Έτσι η καρδιά εκπληρώνει όλους τους όρους για μια σύγκριση με το ζεν-βουδιστικό μηδέν. Στον ζεν-βουδισμό λένε: <Του γνήσιου νόμου μάτι και θησαυρός, nirvāna, θαυμαστή καρδιά>, ή <Δείχνοντας με το δάχτυλο στην ίδια του την καρδιά, στην θέαση της ίδιας του της φύσης γίνεται κανείς βούδα>, ή <Άμεση μετάδοση από καρδιά σε καρδιά>, ή <Η ορθή καρδιά είναι ο τόπος της άσκησης>, ή <Η ίδια σου η καρδιά είναι ο βούδα>, ή <Ακριβώς η καρδιά είναι που καλείται βούδα>, ή <Έξω απ' την καρδιά δεν υπάρχει αλήθεια>, ή <καθαρή καρδιά>, <ασύλληπτη καρδιά>, <καρδιά-dharma>, <καρδιά-φύση>, <καρδιά-πηγή>, <καρδιά-κατάσταση>, <καρδιά-ουσία>. Όλες αυτές οι εκφράσεις υποδεικνύουν την κάρδια-φύση του ζεν-βουδιστικού μηδενός. Όχι μόνο στον ζεν-βουδισμό αλλά στον βουδισμό γενικά κανείς συγκρίνει τον αληθινό βούδα με το κενό, όμως προς τούτο χρησιμοποιεί επίσης εκφράσεις όπως κάρδια-ουσία και ουσία της αυτογνωσίας. Αυτό σημαίνει πως η φύση-βούδα έχει χαρακτήρα καρδιάς.

Αν και το μηδέν του ζεν έχει χαρακτήρα καρδιάς, κανείς δεν πρέπει να το εξομοιώνει μ' αυτό που συνήθως αποκαλούμε καρδιά - ψυχή -· αλλά πάλι η κάρδια άποψη αυτού του μηδενός συγκρίνεται ως προς την σημασία του με το παραπάνω αναφερόμενο κενό. Διότι αυτή η καρδιά, όπως το κενό, έχει τις ήδη αναφερθείσες ιδιότητες: είναι ανεμπόδιστη, πανταχού παρούσα, άκριτη, ανοιχτή και πλατιά, αφανής, καθαρή, ακίνητη, κενή από είναι, δίχως κενά κενή, ακτήμων, μία-και-μόνη και δίχως μέσα κι έξω.

Καθώς αυτό που συνήθως αποκαλούμε καρδιά δεν έχει αυτά τα χαρακτηριστικά του κενού, για την διάκριση λέγεται από παλιά: <Η καρδιά του μηδενός είναι όπως το κενό>. Βέβαια λένε: <Ένας αληθινός βούδα είναι όπως το ξύλο κι η πέτρα, μη-καρδιά, μη-στοχασμός κι ελεύθερος από κάθε τρέλα>, ή <δίχως σκέψεις για καλό και κακό>, ή <στην κατάσταση της μη-σκέψης και του μη-λογισμού>, ή <διακόπτω την λειτουργία της συνείδησης>, ή <η αληθινή γνώση είναι ελεύθερη γνώσης, η αληθινή αφύπνιση είναι μη-αφύπνιση>, ή <η αληθινή φύση είναι μη-γέννηση και μη-φθορά, είναι δίχως γέννηση και θάνατο>. Όμως όλ' αυτά δεν σημαίνουν κάπου να μην έχεις καρδιά, αυτογνωσία ή ζωή όπως το ξύλο κι η πέτρα. Σημαίνει αντίθετα ότι η συνηθισμένη καρδιά που έχουμε, όπως η συνηθισμένη μας γνώση κι η συνηθισμένη μας ζωή δεν είναι η αληθινή καρδιά, η αληθινή γνώση, η αληθινή ζωή· διότι η αληθινή καρδιά, η αληθινή γνώση, η αληθινή ζωή έχουν όλα τους τον χαρακτήρα του κενού. Ένας αληθινός βούδα δεν είναι δίχως καρδιά αλλά έχει την καρδιά της μη καρδιάς και της μη-σκέψης·* δεν είναι δίχως αφύπνιση αλλά έχει την αφύπνιση της μη-αφύπνισης· δεν είναι δίχως εγώ αλλά έχει το εγώ του μη-εγώ· δεν είναι δίχως ζωή αλλά την ζωή που δεν γεννιέται και δεν παρέρχεται.

Η συνηθισμένη μας καρδιά είναι γεμάτη αναστολές κι εμπόδια, είναι περιορισμένου βεληνεκούς, διακρίνει και ταξινομεί, είναι φαινόμενο, είναι σπιλωμένη, υπόκειται στην γέννηση και στην πάροδο, γνωρίζει μέτρα, είναι χειροπιαστή, έχει μέσα κι έξω κι άλλα παρόμοια. Έτσι κανείς μπορεί να γίνει βούδα όταν πρώτα βάλει την καρδιά του σε τάξη κι επανέλθει στην καθαυτό αληθινή καρδιά που είναι όπως το κενό του ζεν-βουδιστικού μηδενός. Η ζεν-βουδιστική βύθιση, στην οποία σώμα και πνεύμα αποπίπτουν από κάποιον, δεν είναι άλλο από την πραγμάτωση μιας αληθινά κενής καρδιάς. "Η καρδιά είναι ακριβώς βούδα. Η καρδιά δίνει μορφή στον βούδα. Κανείς πρέπει να το γνωρίζει, βούδα δεν είναι παρά η καρδιά, κι έξω απ' την καρδιά δεν υπάρχει άλλος βούδα". Έτσι όπως το περιγράφει το Wu-liang-shou-ching, είναι η καρδιά που μοιάζει με το κενό. Έτσι είναι φτιαγμένη η καρδιά που χαρακτηρίζει το μηδέν του ζεν-βουδισμού.

Ο εαυτος

Κανείς μπορεί λοιπόν να χαρακτηρίσει το μηδέν του ζεν καρδιά. Και πάλι δεν είναι μια καρδιά που στέκει απέναντί μου σαν αντικείμενο αλλά μια καρδιά που μου έχει γίνει υποκείμενο. Αναμφίβολα αυτή η καρδιά είμαι εγώ. Κι αυτή η καρδιά δεν είναι μια ορατή αλλά μια ορώσα καρδιά, που θα πει, βλέπει ενεργητικά αλλά δεν μπορεί να ιδωθεί παθητικά. Φυσικά ενεργητικό βλέμμα εδώ δεν σημαίνει ένα βλέμμα με το αισθητήριο της όρασης αλλά ενεργητικότητα ως υποκείμενο όλων των σωματικών και πνευματικών λειτουργιών.* Το βλέμμα της καρδιάς είναι ενεργητικό με την έννοια ότι όλες αυτές οι λειτουργίες πρέπει να ιδωθούν μέσα απ' αυτήν την καρδιά. Είναι λοιπόν ενεργητική ως ενιαίο υποκείμενο όλων των λειτουργιών. Ενδεχομένως κανείς θα σκεφτόταν τώρα πως η καρδιά είναι ενεργητική μόνον μέσα στον δυϊσμό ενεργητικού και παθητικού. Όμως καθώς αυτή η ενεργητικότητα της καρδιάς δεν σημαίνει κανέναν προσανατολισμό προς ένα αντικείμενο αλλά υποκειμενικότητα, δεν διακρίνεται από την παθητικότητα. Επομένως σ' αυτήν την καρδιά δεν υπάρχει καμιά διαφορά μεταξύ ενεργητικού και παθητικού. Όμως συχνά εκλαμβάνεται λανθασμένα σαν ενεργητικότητα που δεν διαχωρίζεται από την παθητικότητα, και θεωρείται αντικειμενικά ως πράγμα. Είναι υποκειμενική ύπαρξη που δεν έχει καμιά δραστηριότητα αναφερόμενη σ' ένα πράγμα. Η καρδιά, για την οποία γίνεται λόγος εδώ, δεν είναι λοιπόν η καρδιά με την συνηθισμένη έννοια αλλά η καρδιά που είναι συνάμα βούδα. Αυτή η καρδιά-βούδα θεωρείται συχνά σαν υπερβατικό αντικείμενο ή τίθεται σε αναφορά προς εμάς ως αντικειμενοποιηση του άλλου. Εάν πράγματι μπορούσε να γίνει αντιληπτή σαν αντικείμενο της αίσθησής μας, θα ήταν κάτι τελείως φυσιολογικό. Αλλά και ο βούδα, όταν γίνεται αντικείμενο του συναισθήματος, της πίστης, της βούλησης ή του λογικού, πρέπει να χαρακτηριστεί ως αντικειμενοποιηση του άλλου. Όμως σ' αυτήν την περίπτωση δεν είμαστε βούδα καθαυτούς αλλά στέκουμε απέναντι στον βούδα. Όμως το εγώ που στέκει απέναντι στον βούδα δεν είναι ο υποκειμενικός εαυτός. Παρόλην αυτήν την γνώση, στην θρησκεία, όπως και στην μεταφυσική, ο θεός ή ο βούδα θεωρούνται ως επί το πλείστον αντικειμενικά σαν κάτι άλλο. Όπως ο θεός στην χριστιανική θρησκεία, και ο βούδα στον βουδισμό-mahāyāna πολύ συχνά θεωρείται σαν το άλλο, το ιστάμενο απέναντι. Όταν στην οπτική των θρησκειών πίστης o θεός ή ο βούδα κατά ένα νόημα οδηγεί τον εκάστοτε άνθρωπο, και γι' αυτό ο άνθρωπος τον ακολουθεί και του αφιερώνεται, τότε αυτό δεν σημαίνει παρά το ότι ο θεός ή ο βούδα όχι μόνον συλλαμβάνονται αντικειμενικά ως το άλλο, αλλά ότι είναι το άλλο, αντικείμενο, και συνάμα το ίδιο μου το υποκείμενο. Όταν λέγεται στην βίβλο: "Ζω, όμως δεν ζω εγώ αλλά ο Χριστός ζει μέσα μου", όταν η αίρεση Jôdo-Shin απαιτεί κανείς να μην ενεργεί κατά την δική του εκτίμηση αλλά πρέπει να επαφεθει στον βούδα-Amitābha, τότε κανείς μπορεί να χαρακτηρίσει τον Χριστό και τον Amitābha σαν το άλλο και συνάμα σαν το υποκείμενο που παρέχει στον άνθρωπο την αληθινή ζωή. Όμως ο βούδα-καρδιά, για τον οποίο μιλώ εδώ, δεν είναι το υποκείμενο του άλλου, του απέναντι αλλά ένα υποκείμενο όπου αυτό το άλλο είναι συνάμα ο ίδιος μου ο εαυτός. Επίσης δεν είναι το υποκείμενο ως ο απλοϊκός εαυτός μου του σύγχρονου ουμανισμού, αλλά ακριβώς το υποκείμενο όπου το άλλο είναι συνάμα ο δικός μου εαυτός. Ο βούδα-καρδιά δεν μπορεί να είναι κάτι το οποίο πρέπει το εγώ να ακολουθεί απαραίτητα, στο οποίο επαφηνεται και παραδίνεται· διότι τότε ο βούδα θα ήταν το υποκείμενο που κατευθύνει τον άνθρωπο και επιτελεί την υπέρβαση από μέσα προς τα έξω. Όμως ο βούδα δεν είναι υποκείμενο που στέκει υπεράνω μου και με κατευθύνει· είναι πολύ περισσότερο ένα υποκείμενο που είναι ο ίδιος ο εαυτός μου. Στην πρώτη περίπτωση ο βούδα θα ήταν τρόπον τινά ένα αντικειμενικό υποκείμενο και δύσκολα θα χαρακτηρίζονταν σαν καθαρό υποκείμενο. Στην δεύτερη περίπτωση θα ήταν αντίθετα υποκειμενικό υποκείμενο, που θα πει καθαρό απόλυτο υποκείμενο. Γι' αυτόν τον λόγο στον ζεν-βουδισμό κανείς τονίζει ιδιαίτερα την εαυτότητα του βούδα λέγοντας <βούδα είναι η καρδιά μου, είναι εαυτότητα, είναι εαυτός-φύση>, ή επίσης <τον βούδα δεν πρέπει κανείς να γυρεύει να τον γνωρίσει αλλά πρώτα να πεθάνει τον μεγάλο θάνατο>. Στο βιβλίο του Dôgen Shôbô-genzo, στο κεφάλαιο γέννηση και θάνατος, βρίσκονται τα εξής λόγια:

"Πρώτα όταν κανείς αφήσει και ξεχάσει ψυχή και σώμα και τα προσφέρει στον βούδα, πρώτα όταν κανείς δοθεί σ' αυτό που συμβαίνει από την πλευρά του βούδα, μπορεί, άκοπα για το σώμα και το πνεύμα, ν' απελευθερωθεί από ζωή και θάνατο και να γίνει βούδα."

Εάν κανείς καταλάβει αυτά τα λόγια από την οπτική της λύτρωσης μέσω μιας εξωτερικής δύναμης, όπως κάνει η αίρεση Jôdo-Shin, και θεωρήσει τον βούδα σαν αντικειμενοποιημένο υποκείμενο, παραμένει προσκολλημένος σε μια επιπόλαιη ερμηνεία που δεν προχωρεί στο αληθινό περιεχόμενο των λόγων του Dôgen. Είναι μια ιδιαίτερη ιδιομορφία του ζεν-βουδισμού και συνάμα το ουσιακό στοιχείο που τον διακρίνει από άλλες αιρέσεις, ότι καθιστά τον βούδα ολότελα υποκειμενικό υποκείμενο, επομένως απόλυτο υποκείμενο. Μάλιστα δεν είναι υπερβολικό να πούμε πως η κύρια αφορμή για την ανάδυση του ζεν στην ιστορία του βουδισμού πρέπει ν' αναζητηθεί στο γεγονός ότι το ζεν ενστερνίστηκε τον χαρακτήρα καρδιάς και εαυτότητας του βούδα και τον τόνισε ιδιαίτερα. Στον οδηγό λόγο του ζεν: <Δείχνοντας με το δάχτυλο στην καρδιά σου, στην θέαση της φύσης σου γίνεσαι βούδα> τελικά δεν προβάλλεται τίποτ' άλλο από τον χαρακτήρα καρδιάς και εαυτότητας του βούδα. Στο Hsüeh-mai-lun λέγεται:

"Ο θαμπωμένος κόσμος δεν γνωρίζει πως η δική του η καρδιά είναι βούδα. Έτσι φεύγει απ' αυτήν για να γυρέψει τον βούδα, κι ασχολείται όλη τη μέρα με το να προσεύχεται στον Amithāba και να τον προσκυνά. Όμως πού νά 'ναι ο βούδα; Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει κανείς να υποκύψει σε μια τέτοια παράσταση, αλλά πρέπει μόνο να προσπαθεί να γνωρίσει την ίδια του την καρδιά. Διότι ο βούδα δεν είναι πουθενά αλλού παρά στην ίδια του την καρδιά."

Στο Liu-tsu T'an-ching του Hui-nêng λέγεται:

"Ο βούδα στον κάθε εαυτό είναι ο αληθινός βούδα. Αν κανείς δεν έχει καρδιά-βούδα ο ίδιος, πού θα μπορούσε να βρει τον αληθινό βούδα; Η ίδια η καρδιά σας είναι βούδα, λέω εγώ. Μην αμφιβάλλετε!"

Στο Cheng-tao-ko λέγεται:

"Η πρωτογενής φύση σου είναι ο αληθινός βούδα",

και στο Ch'uan-hsin fa-yao:

"Αναγνώρισε εδώ και τώρα πως η καρδιά σου είναι πρωταρχικά βούδα. Τότε δεν υπάρχει τίποτα να φτάσεις και καμιά άσκηση να εκτελέσεις. Αυτός ακριβώς είναι ο υψηλότερος δρόμος της αλήθειας."

Όταν σύμφωνα μ' αυτά οι παλαιοί πατριάρχες του ζεν τονίζουν προπάντων το ότι έξω από την καρδιά δεν υπάρχει βούδα, τούτο διότι ήθελαν να ξέρουν ότι ο βούδα αναγνωρίζεται και πάλι στην αληθινή του οντότητα και γνώριζαν πολύ καλά πως οι άνθρωποι τείνουν να τον γυρέψουν έξω από τον εαυτό τους. Οικοδομήματα ναών, η περίχυση αγαλμάτων του βούδα, η μετάφραση των σούτρα, η γραφή σχολίων, θεωρήσεων και τα παρόμοια δεν μας φέρνουν κοντύτερα στον βούδα. Ο Bodhidharma δήλωσε στον κινέζο καίσαρα Wu Ti πως όλ' αυτά δεν προσφέρουν τίποτα και το έθεσε με σαφήνεια και καθαρότητα πως ναοί, αγάλματα του βούδα, λατρεία του βούδα, λειτουργίες και τα παρόμοια - η τάση που τότε επικρατούσε στον βουδισμό - δεν είναι κανένας δρόμος να φτάσει κανείς στον αληθινό βούδα· ήθελε να καταδείξει τον βούδα πέρα από τέτοια εφεση υπηρέτησής του. - Επίσης ο Huang-po λέει:

"Ακόμα και τα τριάντα δύο κατηγορήματα του βούδα είναι μόνο εξωτερικά φαινόμενα, κι όλα τα φαινόμενα είναι απάτες· ακόμα και τα ογδόντα διαφορετικά σημάδια των Συντελεσμένων (Thathāgata) δεν είναι παρά αισθητηριακές ιδιότητες. Όμως όταν κάνει εκλάβει αυτές τις αισθητηριακές ιδιότητες για τον αληθινό βούδα, τότε βρίσκεται στον λάθος δρόμο και ποτέ δεν μπορεί πραγματικα να δει τους Συντελεσμένους."

Αυτά τα λόγια σημαίνουν πως και οι τόσο ολοκληρωμένοι Thathāgata με τα τριάντα δύο τους κατηγορήματα και τα ογδόντα διαφορετικά σημάδια τους είναι και πάλι μόνο αντικειμενικοί και έξω από την καρδιά, κι επομένως δεν είναι ακόμα αληθινοί βούδα.

Το ότι ο αληθινός βούδα δεν είναι ούτε απλοϊκός εαυτός ούτε άλλος, στεκάμενος απέναντι, το ότι δεν είναι αντικειμενικό υποκείμενο αλλά μόνον υποκειμενικό, δηλαδή απόλυτο υποκείμενο, αυτό ακριβώς γίνεται φανερό με τον χαρακτήρα της εαυτότητας του ζεν-βουδιστικού μηδενός.

Η ελευθερία και η απροκατάληψη

Το μηδέν του ζεν-βουδισμού είναι υποκειμενικό υποκείμενο, κι αυτό θα πει εδώ: απροκατάληπτο υποκείμενο. Καθώς όμως υπάρχουν διάφορα είδη απροκατάληψης ή ελευθερίας, ανακύπτει το ερώτημα ποια να είναι αυτή του ζεν-βουδιστικού μηδενός.

Στον ζεν-βουδισμό λένε συχνά:

"Αν θες να πας, τότε πήγαινε· αν θες να κάτσεις, τότε κάτσε."

ή:

"Αν πεινάς, φάε· αν είσαι εξαντλημένος, ξάπλωσε να κοιμηθείς."

Αν πάρει κανείς κατά λέξη αυτές τις εκφράσεις, μπορεί να τις καταλάβει σαν κανείς πραγματικά να μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Ζώα και μικρά παιδιά κοιτάζουν να κάνουν όλα όσα θέλουν, να φάνε όλα όσα θέλουν να φάνε, και δεν τους αρέσει όταν τα εμποδίζουν. Διότι ζώα και μικρά παιδιά ορέγονται την ελευθερία τους απροκατάληπτα. Όμως στα παιδιά, μεγαλώνοντας, αυτή η ώση προς ελευθερία αποδυναμώνεται όλο και περισσότερο. Στο τέλος μάλιστα οι άνθρωποι φθάνουν στο σημείο ν' αρχίζουν να αναστέλλουν την ελευθερία. Αφήνουν να αποστασιοποιούνται απ' αυτό που τους λένε ότι δεν πρέπει να κάνουν, ακόμα κι θα τό 'καναν ευχαρίστως· κι αυτό που πρέπει να κάνουν, αρχίζουν να το εκτελούν με ζήλο, ακόμα κι αν δεν συμφωνεί με την επιθυμία και με την θέληση τους. Έτσι φτάνουν ακόμα και να κάνουν εθελοντικά αυτά που πρέπει να κάνουν, και εθελοντικά ν' αφήνουν αυτά που δεν πρέπει να κάνουν. Σε αντίθεση με την ελευθερία που τα μικρά παιδιά προσπαθούν να επιβάλλουν, οι μεγάλοι θέλουν μια ελευθερία που υπόκειται στην κριτική και στον έλεγχο. Και ως προς αυτό ακριβώς, ότι αυτοεπιφορτιζονται αυτήν την λεγόμενη ελευθερία, διαφέρουν από τα ζώα και τα μικρά παιδιά. Αυτό που κάνει τον άνθρωπο έλλογο ον είναι η ικανότητά του να κρίνει και να ελέγχει την ορμή της ελευθερίας που προσιδιάζει στα ζώα και στα μικρά παιδιά. Αυτό που θέλουν τα μικρά παιδιά είναι αισθητηριακή ελευθερία· αυτό που επιδιώκουν οι μεγάλοι είναι η ελευθερία που βασίζεται στο λογικό. Αυτή η έλλογη ελευθερία είναι που ο Kant ονομάζει ελευθερία της βούλησης και την οποία, στην ολοκληρωμένη μορφή της, χαρακτηρίζει <ιερή>. Επίσης όταν ο Κομφούκιος λέει: <Υπακούω στην θέληση της καρδιάς μου, και πάλι εδώ δεν παραβαίνω τον νόμο>, τότε κι αυτό είναι η έλλογη ελευθερία. Αυτή η έλλογη ελευθερία είναι η αληθινή ελευθερία του ανθρώπου, και το να θέλει αυτήν ο άνθρωπος είναι που τον κάνει άνθρωπο. Αρετή και ηθικότητα του ανθρώπου έχουν σκοπό την απόκτηση αυτής της έλλογης ελευθερίας. Όμως για μας εδώ πρόκειται για το ερώτημα εάν αυτή η έλλογη ελευθερία συμφωνεί μ' αυτό που κανείς καταλαβαίνει ως ελευθερία στον χώρο της θρησκείας.

Η θρησκευτική έννοια της ελευθερίας σημαίνει απόρριψη του ανθρώπινου λογικού, μάλιστα το αντιπαρέρχεται. Στον xριστιανισμό λέγεται πως ο λόγος για την εξορία των ανθρώπων από τον παράδεισο ήταν η απόκτηση του ανθρώπινου λογικού. Στον βουδισμό επίσης το ανθρώπινο λογικό με την μορφή της διακρίνουσας διάνοιας χαρακτηρίζεται ως η πηγή κάθε πλάνης. Καθώς το λογικό κάνει διακρίσεις, ποτέ δεν προχωρεί πέρα από τον δυϊσμό. Δεν υπάρχει λογικό που να μην αντιπαραθέτει μεταξύ τους δίκαιο και άδικο, καλό και κακό, κοσμικό και ιερό, κόσμο και βούδα, είναι και μη-είναι. Πάντως η ιδιαίτερη αποστολή της θρησκείας είναι να υπερβεί τέτοιες διακρίσεις και να λυθεί απ' αυτές. Παντού όπου το δίκαιο θεωρείται μόνο ως δίκαιο, το άδικο ως άδικο, το καλό ως καλό, το κακό ως κακό, η αμαρτία ως αμαρτία, δεν υφίσταται λόγος να συγχωρεθεί η αμαρτία ή να ελευθερωθεί ένας κακός άνθρωπος από την κατάσταση του κακού* όπως στον χριστιανισμό ή στην αίρεση του βουδισμού Jôdo-Shin. Η λύτρωση του αμαρτωλού πρέπει να συμβεί σ' ένα επίπεδο που βρίσκεται υπεράνω του δυϊσμού καλού και κακού. Προπάντων στο ζεν κανείς δεν πρέπει να ζυγίζει καλό και κακό, δεν πρέπει καν να κάνει διάκριση μεταξύ κοσμικού και ιερού, κόσμου και βούδα. Πρέπει να υπερβεί ακόμα και τον ιερό νόμο, dharma, και ούτως ή άλλως το αντίθετο, το μη-dharma. Η χριστιανική θρησκεία, και στον βουδισμό πάλι προπάντων η αίρεση Jôdo-Shin υπερβαίνουν μεν καλό και κακό, όμως θεός και άνθρωπος, βούδα και κόσμος διακρίνονται σαφώς και ολότελα μεταξύ τους, και σε κάθε περίπτωση θεός και βούδα ως υπερβατικά αντικείμενα αντιπαρατίθενται στον άνθρωπο ή στον κόσμο. Αντίθετα καθώς στο ζεν κανείς θα το ένοιωθε σαν δεσμό όπου η ελευθερία θ' ασφυκτιούσε, αν αντικειμενικά και υπερβατικά τοποθετήσει τον βούδα έξω από τον κόσμο, επιχειρούν να υπερβούν ακόμη και τον βούδα και την διδαχή του. Γι' αυτό λέει <ο Lin-chi>, όταν κανείς συναντά έναν βούδα, πρέπει να τον σκοτώσει, όταν κανείς συναντά έναν παλιό μαΐστορα, πρέπει να τον σκοτώσει· επίσης στην "Γραφή της Σμαραγδένιας Βραχοπλαγιάς" στον Pi-yen-lu <Bi-yän-lu> λέγεται:

"Μη μένεις εκεί που κατοικεί ο βούδα· γιατί όταν κανείς στεριώνει εκεί, του φυτρώνουν στο κεφάλι κέρατα <που θα πει, γίνεται δαίμονας>. Επίσης πέρνα γρήγορα από κει που ο βούδα δεν κατοικεί· γιατί αν κανείς δεν περάσει γρήγορα, τα χόρτα (τα αμαρτήματα) θα γίνουν τρία μέτρα ψηλά."

Μόνο μ' αυτήν την έννοια η εσωτερική εξέλιξη μπορεί να ολοκληρωθεί σε αληθινή ελευθερία που δεν δεσμεύεται και δεν εμποδίζεται ούτε από τους ανθρώπους ούτε από τον βούδα. Αυτή είναι η ελευθερία και το απροκατάληπτο του ζεν-βουδιστικού μηδενός. Στον βουδισμό η αληθινή απελευθέρωση μπορεί ν' αναπτυχθεί ολοκληρωτικά πρώτα μέσα απ' αυτό το απροκατάληπτο και απ' αυτήν την ελευθερία. Εδώ βρίσκεται η διαφορά από την διδαχή της λύτρωσης στον χριστιανισμό και άλλες θρησκείες. Βέβαια, εξωτερικά ιδωμένη, η χριστιανική διδαχή λύτρωσης φαίνεται πως είναι όμοια μ' αυτήν της αίρεσης Jôdo-Shin· όμως η βουδιστική διδαχή λύτρωσης της αίρεσης Jôdo-Shin διαφέρει από την χριστιανική καθόσον τελικά όντως έχει τις ρίζες της στην ελευθερία και το απροκατάληπτο του ζεν-βουδιστικού μηδενός. Αυτό το απροκατάληπτο και την ελευθερία του ζεν θα το αποκαλούσα το απόλυτα υποκειμενικό απροκατάληπτο. Στο ζεν κανείς φτάνει σ' αυτό το απροκατάληπτο μέσα από την θέαση της δικής φύσης. Όπου η θέαση καθαυτήν είναι το ελεύθερο απροκατάληπτο υποκείμενο. Ο έκτος πατριάρχης Hui-nêng λέει:

"Όποιος θεαθηκε για μια φορά την δική του φύση, μπορεί να στέκει όταν θέλει και να μην στέκει όταν δεν θέλει· μπορεί να πηγαινοέρχεται ανεμπόδιστα· γι' αυτόν δεν υπάρχει καμιά καθυστέρηση και καμιά παρακώλυση. Οι πράξεις του ανταποκρίνονται στις συνθήκες, απαντά όπως το απαιτεί η ερώτηση. Υφίσταται μεταλλαγές, και πάλι δεν εγκαταλείπει την δική του φύση. Έτσι αποκτά το samādhi του απροκατάληπτου και της ελευθερίας και το samādhi του παιχνιδιού που κάνει θαύματα. Αυτό λέγεται θέαση της δικής φύσης."

Από εδώ γίνονται σαφή το απροκατάληπτο κι η ελευθερία που θεμελιώνονται στην θέαση της δικής φύσης. Επίσης ο Hui-nêng λέει:

"Οι σκέψεις εκπηγάζουν από την απόλυτη αλήθεια, την ενδότατη φύση. Αν και οι έξι αισθήσεις της έχουν τις τέσσερις λειτουργίες: όραση, ακοή, αντίληψη και γνώση, παρολαυτά δεν επηρεάζεται από τα δέκα χιλιάδες φαινόμενα του κόσμου. Η αληθινή φύση είναι πάντα ελεύθερη."//Η θέαση της ενδότατης φύσης δεν είναι λοιπόν στα πάντα, και πάλι είναι τα πάντα· διότι είναι τόσο τα πάντα όσο και δεν είναι τα πάντα. Αυτό δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο από: απόλυτη άρνηση είναι απόλυτη κατάφαση, και απόλυτη κατάφαση είναι απόλυτη άρνηση. <Όταν δεν παραμένεις σε κανένα φαινόμενο, αποκαλύπτεται η καρδιά>. Αυτό δεν σημαίνει απλά ότι κανείς δεν παραμένει πουθενά, αλλά ότι κανείς δεν παραμένει πουθενά κι ότι συγχρόνως αποκαλύπτεται η καρδιά. Ούτε θα πει απλά ότι αποκαλύπτεται η καρδιά, αλλά ότι η καρδιά αποκαλύπτεται και συγχρόνως δεν παραμένει πουθενά.

Ο Lin-chi λέει:

"Να υπεισέρχεσαι στο χρώμα και πάλι να μην ερεθίζεσαι απ' αυτό, να υπεισέρχεσαι στη φωνή και πάλι να μην ξεγελιέσαι απ' αυτήν, να υπεισέρχεσαι στην γεύση και πάλι να μην την ορέγεσαι, να υπεισέρχεσαι στην ευωδιά και πάλι να μη σε μεθάει, να υπεισέρχεσαι στο άγγιγμα και πάλι να μη σου μεταδίνεται, να υπεισέρχεσαι στον κόσμο του dharma και πάλι να μη σ' αιχμαλωτίζει - αυτός είναι ο τρόπος των ανθρώπων που αναγνώρισαν ότι τα έξι φαινόμενα: χρώμα, ήχος, οσμή, γεύση, αφή και το dharma είναι επιπολαιότητες μόνο. Είναι αδύνατο να δεσμεύσεις κάπου τέτοιους ανθρώπους που δεν προσκολλώνται πουθενά."

Έτσι περιγράφει ο Lin-chi τον άνθρωπο που δεν προσκολλάται πουθενά ως το απόλυτα ελεύθερο απροκατάληπτο υποκείμενο. Λέει ακόμα:

"Η διδαχή του βούδα δεν γνωρίζει ανταμοιβή. Δεν είναι άλλο από τις καθημερινές ασχολίες: να αφοδεύεις και να κατουράς, να ντύνεσαι και να τρως και, όταν είσαι κουρασμένος, να ξαπλώνεις και να κοιμάσαι."

Το ίδιο λένε και τα ακόλουθα λόγια που ήδη αναφέρθηκαν:

"Αν θες να πας, τότε πήγαινε· αν θες να κάτσεις, τότε κάτσε."

ή:

"Αν πεινάς, φάγε· αν είσαι εξαντλημένος, ξάπλωσε να κοιμηθείς."

Όλ' αυτά, εφαρμοσμένα με το νόημα του ζεν, δεν σημαίνουν απλώς αυθαίρετη ελευθερία αλλά την ελευθερία και το απροκατάληπτο που έχει λυθεί από τον εαυτό της, είναι ανεξάρτητη από τα πάντα και δεν προσκολλάται πουθενά.

Η δημιουργική δύναμη

Οταν λέγεται πως ο άνθρωπος διαφέρει από τα αλλά ζωντανά κατά το ότι μπορεί να δημιουργεί εργαλεία*, τότε μ' αυτό τονίζει το δημιουργικό σαν κύριο χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Ο ανθρώπινος πολιτισμός έγκειται εξαρχής στην δημιουργική δύναμη του ανθρώπου, κι αυτή η δημιουργική δύναμη εξελίσσεται με την πρόοδο του ανθρώπου σ' έναν βαθμό που σχεδόν δεν γνωρίζει όρια. Η πρόοδος της επιστήμης από τον προηγούμενο αιώνα είναι από μόνη της ικανή απόδειξη του μεγέθους της. Η δημιουργική δύναμη του ανθρώπου πρέπει να αποκληθεί γιγάντια, και πάλι, σε μιαν άλλη οπτική, είναι τελείως ασήμαντη. Ο άνθρωπος μπορεί μεν από φυτά να αποκτήσει ίνες, αυτές να τις επεξεργαστεί και να κάνει νήμα και κλωστή κι απ' αυτά ρούχα, όμως τα φυτά δεν μπορεί να τα φτιάξει. Δεν καταφέρνει καν να παράγει έναν μονοκύτταρο οργανισμό. Όταν μάλιστα πρόκειται για όλη την πλάση, πρέπει να ομολογήσει την ολοκληρωτική του ανικανότητα. Ο άνθρωπος μπορεί μόνο να μετατρέψει ένα πράγμα σ' ένα άλλο, όμως δεν μπορεί να δημιουργήσει τίποτα πρωταρχικό. Ό,τι και να παράγει, αυτό πάντα περιέχει έναν πυρήνα που αυτός δεν είναι σε θέση να τον γεννήσει. Η δημιουργική δύναμη του ανθρώπου δεν μπορεί λοιπόν να είναι πρωταρχικά απόλυτη. Στον χριστιανισμό η δημιουργική δύναμη του θεού θεωρείται ως απόλυτη. Έτσι λέγεται: Ο θεός έπλασε από το μηδέν ουρανό και γη, φυτά και ανθρώπους κι όλον τον κόσμο. Πριν από την δημιουργία του θεού δεν υπήρχε τίποτα· Και μόνον αυτό που δημιουργείται από το μηδέν μπορεί ν' αποκληθεί αληθινή δημιουργία.

Έτσι μπορούμε να δούμε τον θεό του χριστιανισμού σαν το ολοκληρωμένο ιδεώδες του δημιουργού. Ο Scotus Eriugena χωρίζει την φύση σε τέσσερις κατηγορίες: Το δημιουργούν και το μη-δημιουργημένο· το δημιουργημένο και το δημιουργούν· το δημιουργημένο και το μη-δημιουργούν· το μη-δημιουργούν και το μη-δημιουργημένο. Όπου ο άνθρωπος είναι ο δημιουργημένος και δημιουργών, όμως ο θεός δημιουργών και μη-δημιουργημένος. Ο δημιουργημένος και δημιουργών επιτελεί μεν έργο, καθώς όμως είναι ο ίδιος δημιουργημένος, δεν μπορεί να είναι ο ολοκληρωμένος δημιουργός. Μόνον σε έναν μη-δημιουργημένο δημιουργούντα μπορεί η δημιουργική δύναμη να θεωρηθεί ως πρωταρχική και απόλυτη. Ο μη-δημιουργημένος δημιουργών είναι λοιπόν ο ολοκληρωμένος δημιουργός· όμως για μας αυτό δεν αποδεικνύεται. Επομένως πρόκειται για εικόνα μιας επιθυμίας ή για μια εξιδανίκευση της δημιουργίας του ανθρώπου, που πρώτα θά 'πρεπε ν' αποδειχτεί· διαφορετικά μένει απλώς υπόθεση ή πίστη. Σαν απλή εικόνα επιθυμίας ή ιδανικό δεν είναι παρά μια τέλεια φαντασία που λέγεται δημιουργία και δεν έχει καμιά πραγματική δημιουργική δύναμη. Η απλή πίστη δεν είναι απόδειξη για την δυνητική της πραγματοποίηση. Η ιδέα ενός δημιουργού μπορεί να προκύψει, όμως πρέπει να μείνει ιδέα καθώς δεν έχει δυνατότητα δημιουργικής πραγμάτωσης.//Στον βουδισμό υπάρχει ο λόγος:

"Όλα, όσα είναι*, έχουν παραχθεί από την μία-και-μόνη καρδιά." Αυτό δεν είναι απλή εικόνα επιθυμίας η καθαρή πίστη αλλά η αληθινή επιβεβαίωση της μίας-μοναδικής-καρδιάς. Η πραγματικότητα που εμπειρωμαστε καθημερινά δεν είναι, όπως λέει ο Kant, τελείως ανεξάρτητη από την καρδιά μας και δεν υπάρχει έξω απ' αυτήν, όπως συνήθως την παρασταίνουμε, αλλά είναι αυτό που έχει εκπηγασει από την καρδιά μας. Εάν λοιπόν αντικαταστήσουμε ό,τι αποκαλούμε εξωτερικό κόσμο με την λέξη <όλα, όσα είναι>, καταλήγουμε στην απόφανση πως όλα, όσα είναι, δημιουργήθηκαν από την καρδιά μας, η πως όλα, όσα είναι, έχουν παραχθεί από την μία-και-μόνη καρδιά. Όμως η <τα πάντα παράγουσα καρδιά> του βουδισμού είναι η λεγόμενη <συνείδηση καθόλου> του Kant, κι αυτή δεν είναι άλλο από την καρδιά η οποία συντίθεται απ' αυτό που προσλαμβάνεται από το καντιανό <πράγμα καθεαυτό> μέσω της κατηγορίας του <συνείδηση καθόλου>. Έτσι μια καρδιά είναι όπως ένας καθρέφτης που αντικαθρεφτίζει αναλλοίωτα όλα τα πράγματα που έρχονται μέσα του απ' έξω. Ό,τι καθρεφτίζεται στον καθρέφτη, δεν μπορεί επομένως να διαχωριστεί απ' αυτόν εφόσον δεν μεταβάλλεται από το ίδιο το καθρέφτισμα. Όταν υπάρχει μόνο ένας καθρέφτης, και τίποτα απ' έξω που να βρεθεί μπροστά του, τότε κανένα είδωλο δεν μπορεί να προκύψει· διότι από το εσωτερικό του καθρέφτη καμιά εικόνα δεν μπορεί να ξεπροβάλει. Όμως στον βουδισμό αυτό που δείχνεται στον καθρέφτη δεν έρχεται απ' έξω αλλά εκπηγαζει από το εσωτερικό του. Εκπηγαζει από τον καθρέφτη καθαυτόν, αντικαθρεφτίζεται σ' αυτόν, και έτσι εμφανίζεται· εξαφανίζεται στο εσωτερικό του καθρέφτη και, στην πάροδό του, δεν αφήνει κανένα ίχνος σ' αυτόν. Στον βουδισμό η καρδιά, που εννοείται με το <ό,τι είναι, παράγεται από την μία-και-μόνη καρδιά>, είναι όμοια μ' αυτόν τον καθρέφτη. Το καθρεφτιζόμενο δεν έρχεται ποτέ απ' έξω, και γι' αυτό και αυτή η <καρδιά> είναι τελείως διαφορετική από την <συνείδηση καθόλου> του Kant. Όμως ένας καθρέφτης, από το εσωτερικό του οποίου εκπηγαζει το είδωλο, ποτέ δεν μπορεί να είναι πραγματικότητα· γι' αυτό, για την καρδιά του βούδα, η παρομοίωση με τον καθρέφτη είναι μόνο λύση ανάγκης. Έτσι στον βουδισμό κανείς χρησιμοποιεί συχνά την σύγκριση με το κύμα, που ενδείκνυται καλύτερα σαν νοηματική εικόνα για την δημιουργική δύναμη της καρδιάς. Ένα κύμα δεν πέφτει στο νερό απ' έξω αλλά βγαίνει απ' το νερό δίχως να χωριστεί απ' αυτό· εξαφανίζεται κι επιστρέφει στο νερό ως την προέλευσή του, όπου δεν αφήνει στο νερό το παραμικρό ίχνος. Ιδωμένο από το κύμα, αυτό σηκώνεται από το νερό κι επιστρέφει πάλι πίσω σ' αυτό. Ιδωμένο απ' το νερό, το κύμα είναι η κίνηση του νερού. Το νερό απαρτίζει με το κύμα μια ενότητα, και πάλι το νερό δεν έρχεται και παρέρχεται με τον ερχομό και την πάροδο των κυμάτων, ούτε αυξάνει μ' αυτό ούτε ελαττώνεται. Σαν κύμα, το νερό έρχεται μεν και παρέρχεται, όμως δεν έρχεται και παρέρχεται σαν νερό. Έτσι το νερό σχηματίζει χιλιάδες χιλιάδων κύματα, και πάλι μένει σταθερό στον εαυτό του και αναλλοίωτο. Η μία-και-μόνη καρδιά, από την οποία παράγονται τα πάντα, είναι όμοια με το νερό. Ο έκτος πατριάρχης Hui-nêng λέει:

"Η δική καρδιά είναι στην ουσία της ακίνητη, και πάλι μπορεί να παράγει χίλια πράγματα."

Στο Yui-ma-kyô διαβάζουμε:

"Από τον πουθενά διαμένοντα πρώτο βυθό (την δική φύση) προκύπτουν όλα τα πράγματα."

Αυτά τα λόγια μας δίνουν μια ιδέα για την υφή αυτής της καρδιάς. Το μηδέν του ζεν-βουδισμού είναι αυτή η καρδιά, που σαν νοηματική εικόνα μπορεί να παρασταθεί με το νερό ως την αναλλοίωτη υπόσταση. Η δημιουργική δύναμη του μηδενός, με την ευρύτατη έννοια, βρίσκει το ομοίωμά της στην αιτιακή σχέση του κύματος με το νερό, από το οποίο συνίσταται. Το ερχόμενο και παρερχόμενο κύμα, εκλαμβανόμενο ως υποκείμενο, μοιάζει με τον συνηθισμένο εαυτό του ανθρώπου. Το ότι αυτό το υποκείμενο πάλι και πάλι επιστρέφει από το κύμα στο νερό ως την προέλευσή του, αυτή ακριβώς είναι η ουσία του ζεν-βουδιστικού μηδενός.