Το Χειμερινο Ταξιδι, μια συλλογη απο 24 ποιηματα, γραφηκε απο τον γερμανο φιλολογο και ποιητη Wilhelm Mϋller το 1824. Ο Franz Schubert τα μελοποιησε το 1827.
Απο το Χειμερινο Ταξιδι ο Mϋller το 1823 δημοσιευσε αρχικα ενα πρωτο μερος με 12 ποιηματα. Τον ιδιο χρονο ακολουθησε ενα δευτερο μερος με 10 ποιηματα. Το 1824 εκδοθηκε το Χειμερινο Ταξιδι πληρες, με δυο ακομη ποιηματα, με αλλη σειρα, και μαζι με την αλλη συλλογη, Η Ωραια Μυλωνου, και με τον γενικο τιτλο: Ποιηματα απο τα καταλοιπα ενος πλανοδιου κορνιστα των δασων. Τραγουδια της ζωης και της αγαπης. Ο Schubert προφανως μελοποιησε τα πρωτα 12 τραγουδια απο το Χειμερινο Ταξιδι και οταν πηρε ολη τη συλλογη, τον Οκτωβριο του 1827, και τα επομενα 12, κρατωντας ομως την προηγουμενη σειρα.
Ο Wilhelm Mϋller ειχε γραψει στο ημερολογιο του παλιοτερα:
Δεν μπορω ουτε να παιξω ουτε να τραγουδησω, κι οταν γραφω ποιηματα, τοτε και τραγουδω και παιζω. Αν μπορουσα να βγαλω απο μεσα μου και τους [μουσικους] σκοπους, τοτε τα τραγουδια μου θα αρεζαν περισσοτερο απ' οσο τωρα. Ομως παρηγοριεμαι με την ιδεα οτι μπορει και να βρεθει μια αδελφη ψυχη που απ' τις λεξεις θ' αφουγκραστει τους σκοπους και θα μου τους ξαναδωσει.
Ο Mϋller, που πεθανε το 1828, δεν γνωρισε την "αδελφη ψυχη" ποτε.
[Η αριθμηση των τραγουδιων ειναι διπλη. Το πρωτο νουμερο ανταποκρινεται στη σειρα του Müller και το δευτερο σ' αυτην του Schubert.]
Fremd bin ich eingezogen, / Fremd zieh' ich wieder aus. / Der Mai war mir gewogen / Mit manchem Blumenstrauß. / Das Mädchen sprach von Liebe, / Die Mutter gar von Eh', - / Nun ist die Welt so trübe, / Der Weg gehüllt in Schnee.
Ich kann zu meiner Reisen / Nicht wählen mit der Zeit, / Muß selbst den Weg mir weisen / In dieser Dunkelheit. / Es zieht ein Mondenschatten / Als mein Gefährte mit, / Und auf den weißen Matten / Such' ich des Wildes Tritt.
Was soll ich länger weilen, / Daß man mich trieb hinaus? / Laß irre Hunde heulen / Vor ihres Herren Haus; / Die Liebe liebt das Wandern - / Gott hat sie so gemacht - / Von einem zu dem andern. / Fein Liebchen, gute Nacht!
Will dich im Traum nicht stören, / Wär schad' um deine Ruh', / Sollst meinen Tritt nicht hören - / Sacht, sacht die Türe zu! / Schreib' im Vorübergehen / Ans Tor dir: Gute Nacht, / Damit du mögest sehen, / An dich hab' ich gedacht.
Ξενος εφτασα και ξενος φευγω. Ο Μαης ηταν καλος για μενα, λουλουδενιος. Η κοπελα μιλουσε γι' αγαπη, η μητερα μαλιστα και για γαμο. Και τωρα ο κοσμος ειναι τοσο θολος, ο δρομος σκεπασμενος με χιονι.
Στο ταξιδι μου δεν μπορω να διαλεξω το χρονο. Σ' αυτη τη σκοτεινια εγω ο ιδιος πρεπει να μ' οδηγησω. Στο φεγγαροφωτο μια σκια προχωραει μαζι και με συντροφευει και πανω στις ασπρες βουνοπλαγιες ψαχνω τα ιχνη του αγριμιου.
Τι να κατσω αλλο αφου μ' εδιωξαν; Ας μεινουν αγριοσκυλα ν' αλυχτουν εμπρος απ' τ' αρχοντικο της. Η αγαπη αγαπαει την περιπλανηση απ' τον ενα στον αλλο - ετσι την εκανε ο θεος. Αγαπουλα μου, καληνυχτα!
Δε θελω να σου ταραξω τ' ονειρο σου, θα 'ταν κριμα για τη γαληνη σου. Δεν πρεπει ν' ακουσεις τα βηματα μου. Μαλακα την πορτα, μαλακα! Περνωντας γραφω πανω στην πορτα: Καληνυχτα. Για να ξερεις οτι σε σκεφτηκα.
Der Wind spielt mit der Wetterfahne / Auf meines schönen Liebchens Haus. / Da dacht ich schon in meinem Wahne, / Sie pfiff den armen Flüchtling aus.
Er hätt' es eher bemerken sollen, / Des Hauses aufgestecktes Schild, / So hätt' er nimmer suchen wollen / Im Haus ein treues Frauenbild.
Der Wind spielt drinnen mit den Herzen / Wie auf dem Dach, nur nicht so laut. / Was fragen sie nach meinen Schmerzen? / Ihr Kind ist eine reiche Braut.
Στο σπιτι της ομορφης αγαπουλας μου ο αγερας παιζει με τον ανεμοδεικτη. Πανω στην τρελα μου φανταστηκα και πως τσιριζε στον φτωχο φυγαδα.
Μαλλον θα 'πρεπε να 'χε προσεξει το εμβλημα που κρεμοταν εμπρος απ' το σπιτι. Τοτε ποτε δε θα γυρευε στο σπιτι αυτο τη μορφη μιας πιστης γυναικας.
Ο αγερας παιζει μεσα με τις καρδιες οπως και με τη στεγη, μονο που δεν ακουγεται τοσο. Τι ρωτανε για τον πονο μου; Το παιδι τους ειναι μια πλουσια νυφη.
Gefrorne Tropfen fallen / Von meinen Wangen ab: / Ob es mir denn entgangen, / Daß ich geweinet hab'?
Ei Tränen, meine Tränen, / Und seid ihr gar so lau, / Daß ihr erstarrt zu Eise / Wie kühler Morgentau?
Und dringt doch aus der Quelle / Der Brust so glühend heiß, / Als wolltet ihr zerschmelzen / Des ganzen Winters Eis!
Απ' τα μαγουλα μου πεφτουνε παγωμενες σταλες. Μηπως δεν το πηρα ειδηση πως εκλαψα;
Αι δακρυα, δακρυα μου, αν κι ειστε τοσο χλιαρα πως γινεστε παγος σαν την κρυα πρωινη παχνη; Κι ομως ξεπηδατε απ' την πηγη του στηθους τοσο πυρωμενα και καυτα σαν να θελατε να λιωσετε τον παγο του χειμωνα ολου!
Ich such' im Schnee vergebens / Nach ihrer Tritte Spur, / Wo sie an meinem Arme / Durchstrich die grüne Flur.
Ich will den Boden küssen, / Durchdringen Eis und Schnee / Mit meinen heißen Tränen, / Bis ich die Erde seh'.
Wo find' ich eine Blüte, / Wo find' ich grünes Gras? / Die Blumen sind erstorben / Der Rasen sieht so blaß.
Soll denn kein Angedenken / Ich nehmen mit von hier? / Wenn meine Schmerzen schweigen, / Wer sagt mir dann von ihr?
Mein Herz ist wie erfroren, / Kalt starrt ihr Bild darin; / Schmilzt je das Herz mir wieder, / Fließt auch ihr Bild dahin!
Θελω να φιλησω το εδαφος, με τα καυτα μου δακρυα να τρυπησω παγο και χιονι μεχρι να δω το χωμα.
Που να 'βρω ενα μπουμπουκι, που να 'βρω πρασινο χορταρι; Τα λουλουδια ειναι νεκρα, το χορτο δειχνει τοσο χλωμο.
Δε θα παρω λοιπον κανενα ενθυμιο απο δω; Οταν σωπασουν οι πονοι μου ποιος θα μου μιλα τοτε γι' αυτην;
Η καρδια μου ειναι σαν παγος. Μεσα της η εικονα της, κρυα κι ακινητη. Αν μαλακωσει η καρδια μου ξανα θα λιωσει κι η εικονα της και θα μου φυγει!
Am Brunnen vor dem Tore / Da steht ein Lindenbaum; / Ich träumt in seinem Schatten / So manchen süßen Traum. / Ich schnitt in seine Rinde / So manches liebe Wort; / Es zog in Freud' und Leide / Zu ihm mich immer fort.
Ich mußt' auch heute wandern / Vorbei in tiefer Nacht, / Da hab' ich noch im Dunkel / Die Augen zugemacht. / Und seine Zweige rauschten, / Als riefen sie mir zu: / Komm her zu mir, Geselle, / Hier find'st du deine Ruh'!
Die kalten Winde bliesen / Mir grad ins Angesicht; / Der Hut flog mir vom Kopfe, / Ich wendete mich nicht.
Nun bin ich manche Stunde / Entfernt von jenem Ort, / Und immer hör' ich's rauschen: / Du fändest Ruhe dort!
Στο πηγαδι μπροστα στην πυλη ειναι μια φλαμουρια. Στον ισκιο της εκανα τοσα γλυκα ονειρα. Στη φλουδα της χαραξα τοσες λεξεις αγαπης. Παντα κατι με τραβουσε σ' αυτην σε χαρες και σε λυπες.
Και σημερα επρεπε να διαβω απο πλαϊ της μες στη βαθια νυχτα. Ακομα και στο σκοταδι εκλεισα τα ματια μου. Και τα κλαδια της θροϊζαν σαν να μου φωναζαν: Ελα σε μενα, νεε! Εδω θα βρεις τη γαληνη σου!
Οι κρυοι αγερηδες μου φυσαγαν καταπροσωπο. Το καπελο εφυγε απ' το κεφαλι μου. Δε γυρισα πισω.
Τωρα ειμαι ωρες μακρια απ' αυτον τον τοπο και συνεχιζω ν' ακουω το θροϊσμα: Εκει θα 'βρισκες γαληνη!
Von der Straße her ein Posthorn klingt. / Was hat es, daß es so hoch aufspringt, / Mein Herz?
Die Post bringt keinen Brief für dich. / Was drängst du denn so wunderlich, / Mein Herz?
Nun ja, die Post kommt aus der Stadt, / Wo ich ein liebes Liebchen hatt', / Mein Herz!
Willst wohl einmal hinüberseh'n / Und fragen, wie es dort mag geh'n, / Mein Herz?
Απ' τον δρομο ηχει μια κορνα ταχυδρομου. Μα τι εχει η καρδια μου και χοροπηδα τοσο;
Ο ταχυδρομος δε φερνει κανενα γραμμα για σενα. Τι σπρωχνεσαι λοιπον τοσο παραξενα, καρδια μου;
Μα βεβαια, ο ταχυδρομος ερχεται απ' την πολη που ειχα μια αγαπημενη αγαπουλα, καρδια μου!
Θα θελεις βεβαια να κοιταξεις ακομα μια φορα κατα περα και να ρωτησεις πως να τα πανε κει, καρδια μου;
Manche Trän' aus meinen Augen / Ist gefallen in den Schnee; / Seine kalten Flocken saugen / Durstig ein das heiße Weh.
Wenn die Gräser sprossen wollen / Weht daher ein lauer Wind, / Und das Eis zerspringt in Schollen / Und der weiche Schnee zerrinnt.
Schnee, du weißt von meinem Sehnen, / Sag', wohin doch geht dein Lauf? / Folge nach nur meinen Tränen, / Nimmt dich bald das Bächlein auf.
Wirst mit ihm die Stadt durchziehen, / Munt're Straßen ein und aus; / Fühlst du meine Tränen glühen, / Da ist meiner Liebsten Haus.
Απ' τα ματια μου ενα σωρο δακρυα πεσαν στο χιονι. Οι κρυες νιφαδες του ρουφανε διψασμενες τον καυτο πονο.
Σαν ειναι να βλαστησουν τα χορταρια θα φυσηξει κατα δω ενα γλυκο αγερι κι ο παγος θα σπασει σε κομματια και το μαλακο χιονι θα λιωσει.
Χιονι ξερεις τη νοσταλγια μου, πες λοιπον κατα που πας; Ακολουθησε μονο τα δακρυα μου και συντομα θα σε παρει το ρεματακι.
Θα περασεις μαζι του την πολη, ζωηρους δρομους. Σαν νιωσεις τα δακρυα μου να καινε, εκει 'ναι το σπιτι της πολυαγαπημενης μου.
Der du so lustig rauschtest, / Du heller, wilder Fluß, / Wie still bist du geworden, / Gibst keinen Scheidegruß.
Mit harter, starrer Rinde / Hast du dich überdeckt, / Liegst kalt und unbeweglich / Im Sande ausgestreckt.
In deine Decke grab' ich / Mit einem spitzen Stein / Den Namen meiner Liebsten / Und Stund' und Tag hinein:
Den Tag des ersten Grußes, / Den Tag, an dem ich ging; / Um Nam' und Zahlen windet / Sich ein zerbroch'ner Ring.
Mein Herz, in diesem Bache / Erkennst du nun dein Bild? / Ob's unter seiner Rinde / Wohl auch so reißend schwillt?
Συ που κελαρυζες τοσο κεφατα, συ αγριο λαγαρο ποταμι, τι σιωπηλο που 'γινες! Δε μ' αποχαιρετας.
Σκεπαστηκες με μια σκληρη ακαμπτη κρουστα. Μενεις κρυο κι ακινητο, απλωμενο πανω στην αμμο.
Στο σκεπασμα σου χαραζω με μια κοφτερη πετρα τ' ονομα της πολυαγαπημενης μου και τη μερα και την ωρα:
Τη μερα της γνωριμιας, τη μερα που εφυγα. Γυρω απ' τ' ονομα και τους αριθμους τυλιγεται ενα δαχτυλιδι κομματιασμενο.
Καρδια μου, σ' αυτο το ρυακι αναγνωριζεις λοιπον τη μορφη σου; Μηπως κατω απ' την κρουστα της φουσκωνει ετσι ορμητικα κι αυτη;
Es brennt mir unter beiden Sohlen, / Tret' ich auch schon auf Eis und Schnee, / Ich möcht' nicht wieder Atem holen, / Bis ich nicht mehr die Türme seh'.
Hab' mich an jeden Stein gestoßen, / So eilt' ich zu der Stadt hinaus; / Die Krähen warfen Bäll' und Schloßen / Auf meinen Hut von jedem Haus.
Wie anders hast du mich empfangen, / Du Stadt der Unbeständigkeit! / An deinen blanken Fenstern sangen / Die Lerch' und Nachtigall im Streit.
Die runden Lindenbäume blühten, / Die klaren Rinnen rauschten hell, / Und ach, zwei Mädchenaugen glühten. - / Da war's gescheh'n um dich, Gesell!
Kommt mir der Tag in die Gedanken, / Möcht' ich noch einmal rückwärts seh'n, / Möcht' ich zurücke wieder wanken, / Vor ihrem Hause stille steh'n.
Καιει κατω απ' τις σολες μου κι ας πατω σε παγο και χιονι. Δε θελω να παρω ανασα πριν παψω να βλεπω τους πυργους.
Εφυγα τοσο βιαστικα απ' την πολη που σκονταφτα στην καθε πετρα. Απο καθε σπιτι τα κορακια ριχνανε στο καπελο μου πετριες απο χαλαζια και χιονια.
Ποσο αλλιωτικα με υποδεχτηκες εσυ, πολη της ασταθειας! Στ' αστραφτερα σου παραθυρα οι κορυδαλλοι και τ' αηδονια παραβγαινανε στο τραγουδι.
Ανθιζαν οι στρογγυλες φλαμουριες, τα καθαρια ρυακια κελαρυζαν ζωηρα κι αχ, δυο κοριτσιστικα ματια φλεγονταν - αλλο δεν ηθελες, νεε!
Οταν μου' ρχεται στον νου εκεινη η μερα θελω να κοιταξω πισω μια φορα ακομα, θελω τρικλιζοντας να παω παλι πισω, να σταθω σιωπηλα εμπρος απ' το σπιτι της.
Der Reif hatt' einen weißen Schein / Mir übers Haar gestreuet; / Da glaubt' ich schon ein Greis zu sein / Und hab' mich sehr gefreuet.
Doch bald ist er hinweggetaut, / Hab' wieder schwarze Haare, / Daß mir's vor meiner Jugend graut - / Wie weit noch bis zur Bahre!
Vom Abendrot zum Morgenlicht / Ward mancher Kopf zum Greise. / Wer glaubt's? und meiner ward es nicht / Auf dieser ganzen Reise!
Η παχνη σκορπισε πανω στα μαλλια μου μιαν ασπρη γυαλαδα. Τοτε πιστεψα πως ημουν ηδη γερος, και πολυ χαρηκα.
Μα συντομα ελιωσε κι εφυγε κι εχω παλι μαυρα μαλλια που να με πιανει φρικη με τα νιατα μου. Ποσο μακρια ειν' ακομα μεχρι το φερετρο!
Απ' το δειλι ως την αυγη πολλα κεφαλια γερασαν. Ποιος θα το πιστευε πως το δικο μου δεν εγινε σ' ολοκληρο αυτο το ταξιδι!
Eine Krähe war mit mir / Aus der Stadt gezogen, / Ist bis heute für und für / Um mein Haupt geflogen.
Krähe, wunderliches Tier, / Willst mich nicht verlassen? / Meinst wohl, bald als Beute hier / Meinen Leib zu fassen?
Nun, es wird nicht weit mehr geh'n / An dem Wanderstabe. / Krähe, laß mich endlich seh'n / Treue bis zum Grabe!
Απ' την πολη βγηκε μαζι μου ενα κορακι. Μεχρι σημερα πετα συνεχεια πανω απ' το κεφαλι μου.
Κορακι, παραξενο ζωο, δε λες να μ' αφησεις; Σκεφτεσαι λοιπον οπου να 'ναι ν' αρπαξεις το κορμι μου για λεια;
Πια δε θα παει τ' οδοιπορικο μπαστουνι για πολυ ακομα. Κορακι, κανε με να σταθω επιτελους πιστος μεχρι τον ταφο!
Hie und da ist an den Bäumen / Manches bunte Blatt zu seh'n, / Und ich bleibe vor den Bäumen / Oftmals in Gedanken steh'n.
Schaue nach dem einen Blatte, / Hänge meine Hoffnung dran; / Spielt der Wind mit meinem Blatte, / Zitt'r' ich, was ich zittern kann.
Ach, und fällt das Blatt zu Boden, / Fällt mit ihm die Hoffnung ab; / Fall' ich selber mit zu Boden, / Wein' auf meiner Hoffnung Grab.
Στα δεντρα εδω κι εκει βλεπεις κι απο καποια πολυχρωμα φυλλα. Και καποτε στεκομαι μπροστα στα δεντρα βυθισμενος σε σκεψεις.
Κοιταζω ενα φυλλο κι η ελπιδα μου κρεμεται απ' αυτο. Οταν ο αγερας παιζει με το φυλλο μου τρεμω ολοκληρος.
Αχ, κι οταν το φυλλο πεφτει χαμω πεφτει μαζι κι η ελπιδα. Μαζι πεφτω χαμω κι εγω. Κλαιω πανω στον ταφο της ελπιδας μου.
Es bellen die Hunde, es rasseln die Ketten; / Es schlafen die Menschen in ihren Betten, / Träumen sich manches, was sie nicht haben, / Tun sich im Guten und Argen erlaben;
Und morgen früh ist alles zerflossen. / Je nun, sie haben ihr Teil genossen / Und hoffen, was sie noch übrig ließen, / Doch wieder zu finden auf ihren Kissen.
Bellt mich nur fort, ihr wachen Hunde, / Laßt mich nicht ruh'n in der Schlummerstunde! / Ich bin zu Ende mit allen Träumen - / Was will ich unter den Schläfern säumen?
Οι σκυλοι γαυγιζουν χτυπανε οι αλυσιδες οι ανθρωποι κοιμουνται στα κρεβατια τους. Ονειρευονται διαφορα που δεν εχουν, ξανανιωνουν με τα καλα και τα κακα.
Και νωρις το πρωι ολα εχουν διαλυθει. Εστω, απολαυσαν για παρτη τους κι ελπιζουν πως κι ο,τι υπολοιπα αφησαν θα τα ξαναβρουν στα μαξιλαρια τους.
Ενταξει, ξυπνητοι σκυλοι, γαυγιστε με και διωξτε με! Μη μ' αφηνετε να ξαποστασω την ωρα του υπνου! Εχω τελειωσει μ' ολα τα ονειρα. Τι γυρευω με τους κοιμισμενους;
Wie hat der Sturm zerrissen / Des Himmels graues Kleid! / Die Wolkenfetzen flattern / Umher im matten Streit.
Und rote Feuerflammen / Zieh'n zwischen ihnen hin; / Das nenn' ich einen Morgen / So recht nach meinem Sinn!
Mein Herz sieht an dem Himmel / Gemalt sein eig'nes Bild - / Es ist nichts als der Winter, / Der Winter, kalt und wild!
Πως κομματιασε η καταιγιδα το γαλαζιο φορεμα τ' ουρανου! Τα κουρελια των συννεφων πλαταγιζουνε περα δωθε σε θαμπη αναμπουμπουλα.
Και κοκκινες φλογες περνουν αναμεσα τους. Να ενα πρωινο ακριβως οπως μου παει!
Η καρδια μου βλεπει στον ουρανο ζωγραφισμενη την εικονα της. Ειναι μονο χειμωνας, κρυος κι αγριος χειμωνας!
Ein Licht tanzt freundlich vor mir her, / Ich folg' ihm nach die Kreuz und Quer; / Ich folg' ihm gern und seh's ihm an, / Daß es verlockt den Wandersmann.
Ach! wer wie ich so elend ist, / Gibt gern sich hin der bunten List, / Die hinter Eis und Nacht und Graus / Ihm weist ein helles, warmes Haus. / Und eine liebe Seele drin. - / Nur Täuschung ist für mich Gewinn!
Εμπρος μου ενα φως χορευει φιλικα. Το ακολουθω περα δωθε. Το ακολουθω μ' ευχαριστηση και βλεπω πως μαγευει τον οδοιπορο.
Αχ, οποιος ειναι χαλια σαν εμενα παραδινεται ευκολα στο πολυχρωμο ξεγελασμα που πισω απο παγο και νυχτα και φρικη του δειχνει ενα φωτεινο ζεστο σπιτικο και μεσα μιαν αγαπημενη ψυχη. Μονο απ' την απατη μπορω κατι να εχω.
Was vermeid' ich denn die Wege, / Wo die ander'n Wand'rer gehn, / Suche mir versteckte Stege / Durch verschneite Felsenhöh'n?
Habe ja doch nichts begangen, / Daß ich Menschen sollte scheu'n, - / Welch ein törichtes Verlangen / Treibt mich in die Wüstenei'n?
Weiser stehen auf den Straßen, / Weisen auf die Städte zu, / Und ich wand're sonder Maßen / Ohne Ruh' und suche Ruh'.
Einen Weiser seh' ich stehen / Unverrückt vor meinem Blick; / Eine Straße muß ich gehen, / Die noch keiner ging zurück.
Μα τι αποφευγω του δρομους που διαβαινουν οι αλλοι οδοιποροι, τι ψαχνω σκεπασμενα περασματα μες απο χιονισμενες βραχοκορφες;
Αφου δεν εκανα τιποτα για να σκιαζομαι τους ανθρωπους. Ποια ολεθρια λαχταρα με σμπρωχνει στις ερημιες;
Στους δρομους εχει δεικτες που δειχνουν στις πολεις. Κι εγω προχωρω στα τυφλα χωρις γαληνη κι αναζητω γαληνη.
Εμπρος μου βλεπω συνεχεια ενα δεικτη που στεκει ακινητος. Πρεπει να παρω ενα δρομο απ' οπου κανεις ποτε δε γυρισε πισω.
Auf einen Totenacker hat mich mein Weg gebracht; / Allhier will ich einkehren, hab' ich bei mir gedacht. / Ihr grünen Totenkränze könnt wohl die Zeichen sein, / Die müde Wand'rer laden ins kühle Wirtshaus ein.
Sind denn in diesem Hause die Kammern all' besetzt? / Bin matt zum Niedersinken, bin tödlich schwer verletzt. / O unbarmherz'ge Schenke, doch weisest du mich ab? / Nun weiter denn, nur weiter, mein treuer Wanderstab!
Ο δρομος μου μ' εφερε σ' ενα χωραφι νεκρων. Εδω να μεινω, σκεφτηκα. Σεις, πρασινα νεκροστεφανα, ταιριαζει να 'στε τα σηματα που προσκαλουν κουρασμενους οδοιπορους στο ψυχρο πανδοχειο.
Μα ειναι ολοι οι θαλαμοι πιασμενοι σ' αυτο το σπιτι; Ειμαι εξαντλημενος, ειμαι πληγωμενος θανασιμα. Ω, ασπλαχνο χανι, ωστε με διωχνεις; Αντε προχωρα λοιπον, προχωρα και μη σταματας πιστο μου μπαστουνι!
In die tiefsten Felsengründe / Lockte mich ein Irrlicht hin: / Wie ich einen Ausgang finde, / Liegt nicht schwer mir in dem Sinn.
Bin gewohnt das Irregehen, / 's führt ja jeder Weg zum Ziel: / Uns're Freuden, uns're Wehen, / Alles eines Irrlichts Spiel!
Durch des Bergstroms trock'ne Rinnen / Wind' ich ruhig mich hinab, / Jeder Strom wird's Meer gewinnen, / Jedes Leiden auch sein Grab.
Ενα πλανερο φως με τραβηξε στα πιο βαθια ριζα των βραχων. Το πως θα βγω απο δω δε μου 'ναι δυσκολο να το σκεφτω.
Εχω συνηθισει να προχωρω πλανημενος. Αλλωστε καθε δρομος οδηγει στο σκοπο: Οι χαρες μας, οι πονοι μας, ολα ειναι παιχνιδι απο ενα πλανερο φως!
Μες απ' τα στεγνα αυλακια του βουνισιου ρεματος στριφογυρνω ησυχα προς τα κατω. Καθε ρεμα θα το παρει η θαλασσα και καθε καημο ο ταφος του.
Nun merk' ich erst, wie müd' ich bin, / Da ich zur Ruh' mich lege: / Das Wandern hielt mich munter hin / Auf unwirtbarem Wege. / Die Füße frugen nicht nach Rast, / Es war zu kalt zum Stehen; / Der Rücken fühlte keine Last, / Der Sturm half fort mich wehen.
In eines Köhlers engem Haus / Hab' Obdach ich gefunden; / Doch meine Glieder ruh'n nicht aus: / So brennen ihre Wunden. / Auch du, mein Herz, in Kampf und Sturm / So wild und so verwegen, / Fühlst in der Still' erst deinen Wurm / Mit heißem Stich sich regen!
Τωρα μονο που ξαπλωνω να ησυχασω βλεπω ποσο κουρασμενος ειμαι. Η πορεια σε τραχια μονοπατια με κραταγε ζωηρο. Τα ποδια δεν αποζητουσαν αναπαυση, παραειχε κρυο για να σταθεις. Η πλατη δεν ενοιωθε βαρος, η καταιγιδα μ' εσπρωχνε κι αυτη μπροστα.
Βρηκα στεγη στο φτωχικο ενος καρβουνιαρη. Ομως τα μελη μου δεν ησυχαζουν. Τοσο καιν οι πληγες τους. Κι εσυ καρδια μου, τοσο αγρια και τοσο αποκοτη στον αγωνα και την καταιγιδα, μονο τωρα στην ησυχια νοιωθεις το σκουληκι σου να ζωντανευει μ' ενα καυτο κεντρι!
Drei Sonnen sah ich am Himmel steh'n, / Hab' lang und fest sie angeseh'n; / Und sie auch standen da so stier, / Als wollten sie nicht weg von mir.
Ach, meine Sonnen seid ihr nicht! / Schaut ander'n doch ins Angesicht! / Ja, neulich hatt' ich auch wohl drei; / Nun sind hinab die besten zwei.
Ging nur die dritt' erst hinterdrein! / Im Dunkeln wird mir wohler sein.
Τρεις ηλιους ειδα να στεκουν στον ουρανο. Τους κοιταζα πολλη ωρα και σταθερα. Κι αυτοι στεκοταν επισης εκει τοσο επιμονα σαν να μη θελαν να φυγουνε μακρια μου.
Αχ, σεις δεν ειστε οι ηλιοι μου! Αλλους κοιταξτε στο προσωπο! Ναι, βεβαια, πριν απο λιγο ειχα κι εγω τρεις. Τωρα οι δυο καλυτεροι εχουν δυσει.
Να πηγαινε μονο κι ο τριτος απο πισω τους! Στο σκοταδι θα 'μουν πιο καλα.
Ich träumte von bunten Blumen, / So wie sie wohl blühen im Mai; / Ich träumte von grünen Wiesen, / Von lustigem Vogelgeschrei.
Und als die Hähne krähten, / Da ward mein Auge wach; / Da war es kalt und finster, / Es schrien die Raben vom Dach.
Doch an den Fensterscheiben, / Wer malte die Blätter da? / Ihr lacht wohl über den Träumer, / Der Blumen im Winter sah?
Ich träumte von Lieb' und Liebe, / Von einer schönen Maid, / Von Herzen und von Küssen, / Von Wonne und Seligkeit.
Und als die Hähne krähten, / Da ward mein Herze wach; / Nun sitz ich hier alleine / Und denke dem Traume nach.
Die Augen schließ' ich wieder, / Noch schlägt das Herz so warm. / Wann grünt ihr Blätter am Fenster? / Wann halt' ich mein Liebchen im Arm?
Ονειρευτηκα πολυχρωμα λουλουδια, σαν αυτα που ανθιζουν το Μαη. Ονειρευτηκα πρασινα λιβαδια, χαρουμενα τιτιβισματα.
Κι οταν λαλησαν τα κοκορια τα ματια μου ανοιξαν. Ηταν κρυα και σκοτεινα, απ' τη στεγη κρωαζανε τα κορακια.
Μα κει στα παραθυρα ποιος ζωγραφισε τουτα τα φυλλα; Γελατε βεβαια για τον ονειροπολο που εβλεπε το χειμωνα λουλουδια;
Ονειρευτηκα αγαπες κι αγαπη, μια ομορφη κοπελα, καρδιες και φιλια, θαλπωρη κι ευτυχια.
Κι οταν λαλησαν τα κοκορια η καρδια μου ξυπνησε. Και τωρα βρισκομαι δω μοναχος κι αναπολω τ' ονειρο.
Κλεινω παλι τα ματια. Η καρδια χτυπα ακομα τοσο ζεστα. Ποτε θα πρασινισετε, φυλλα στο παραθυρο; Ποτε θα κρατησω την αγαπουλα μου αγκαλια;
Wie eine trübe Wolke / Durch heit're Lüfte geht, / Wenn in der Tanne Wipfel / Ein mattes Lüftchen weht:
So zieh ich meine Straße / Dahin mit trägem Fuß, / Durch helles, frohes Leben, / Einsam und ohne Gruß.
Ach, daß die Luft so ruhig! / Ach, daß die Welt so licht! / Als noch die Stürme tobten, / War ich so elend nicht.
Οπως ενα θολο συννεφο που προχωρα μες στον αιθριο ουρανο οταν στις κορφες των ελατων φυσα ενα μαλακο αερακι,
Ετσι τραβω τον δρομο μου με ποδια βαρια μες απο χαρουμενη, φωτεινη ζωη μοναχος κι αχαιρετιστος.
Αχ, ποσο ησυχος ο αερας! Αχ, ποσο αναλαφρος ο κοσμος! Οταν μανιαζαν οι καταιγιδες δεν ημουνα τετοιο χαλι.
Fliegt der Schnee mir ins Gesicht, / Schüttl' ich ihn herunter. / Wenn mein Herz im Busen spricht, / Sing' ich hell und munter.
Höre nicht, was es mir sagt, / Habe keine Ohren; / Fühle nicht, was es mir klagt, / Klagen ist für Toren.
Lustig in die Welt hinein / Gegen Wind und Wetter! / Will kein Gott auf Erden sein, / Sind wir selber Götter!
Οταν το χιονι μου πεταγεται καταπροσωπο, το τιναζω χαμω. Οταν η καρδια μου μιλα μες στο στηθος τραγουδω ζωηρα και με φωνη καμπανα.
Δεν ακουω τι μου λεει, δεν εχω αυτια. Δε νοιωθω τι θρηνει, οι θρηνοι ειναι για τα ψωνια.
Εμπρος για τον κοσμο κεφατοι κοντρα σ' αγερες και σε καιρους! Αφου κανενας θεος δεν ειναι πανω στη γη, ειμαστε μεις οι ιδιοι θεοι!
Drüben hinterm Dorfe / Steht ein Leiermann / Und mit starren Fingern / Dreht er was er kann.
Barfuß auf dem Eise / Wankt er hin und her / Und sein kleiner Teller / Bleibt ihm immer leer.
Keiner mag ihn hören / Keiner sieht ihn an / Und die Hunde knurren / Um den alten Mann.
Und er läßt es gehen / Alles wie es will / Dreht und seine Leier / Steht ihm nimmer still.
Wunderlicher Alter / Soll ich mit dir gehn? / Willst zu meinen Liedern / Deine Leier drehn?
Περα πισω απ' το χωριο ειν' ενας οργανιστας και με παγωμενα δαχτυλα παιζει οτι μπορει.
Ξυπολυτος στον παγο τρικλιζει περα δωθε και το πιατακι του μενει παντα αδειο.
Κανεις δε θελει να τον ακουει, κανενας δεν τον κοιτα κι οι σκυλοι γρυλλιζουν τριγυρω στο γερο.
Κι αυτος αφηνει ολα να παιρνουν το δρομο τους οπως το θελουν, παιζει και τ' οργανακι του δεν σωπαινει ποτε.
Παραξενε γερο, να 'ρθω μαζι σου; Θελεις για τα τραγουδια μου να παιζεις τ' οργανακι σου;