[σ.179] Ποιος θα το αμφισβητούσε ότι εδώ [...] ο ήλιος παρομοιάζεται με την μητρική αγρότισσα; Η μήπως, αντίθετα, το ουσιώνον της αγρότισσας και της μητέρας εμφανίζεται στην μεγάλη ουράνια εικόνα του ήλιου; Μήπως λοιπόν εδώ απλώς παρομοιάζεται το ένα με το άλλο; Ενδεχομένως το ποίημα δεν μιλά με μια παρομοίωση αλλά με μιαν ομοίωση. Όμοιος [gleich] θα πει: gelich - περισυλλεγμένος στο ίδιο «lich», στην αυτή μορφή.
Όμως ποια είναι στο ποίημα η αυτή μορφή; Ο ήλιος ή η αγρότισσα; Η μήπως το Αυτό, στο οποίο η ουσίωση των δύο συμφέρεται, δεν είναι ούτε ο ουρανός (ήλιος) καθεαυτόν ούτε η γη και οι άνθρωποι καθεαυτούς; Το Αυτό, στο οποίο ήλιος και αγρότισσα παρ-άγονται ποιητικά, δεν είναι άραγε πράγματι η συνήχηση εκείνης της συνόλης περιοχής, μέσα από την οποία το ποίημα μιλά; Γι αυτό και ο ήλιος ίσως δεν προσωποποιείται, και δεν υπόκειται στον ανθρωπομορφισμό. Διότι, έτσι πρέπει επιτέλους να ερωτήσουμε, τι θα πει, σ’ αυτόν τον βεβιασμένο λόγο περί προσωποποίησης και ανθρωπομορφισμού, το όνομα «άνθρωπος»; Δεν είναι εκείνος ο οποίος εκ φύσεως παραμένει αρμοσμένος σ’ εκείνη την περιοχή η οποία φανερώνεται στο μόρφωμα του ποιήματος;
Ευθύς μόλις αναλογιστούμε αυτά τα ζητήματα επαρκώς, θα παρατηρήσουμε ότι και η παράσταση της παρομοίωσης είναι βεβιασμένη, και η ουσίωση της ομοίωσης σκοτεινή. Βεβαίως όλα τούτα έχουν την μακρά και αινιγματική τους ιστορία. Παλαιόθεν, από την εμφάνιση της ελληνικής Λογικής και Γραμματικής, ο λόγος της γλώσσας καθορίζεται από την οπτική της πιστοποιούσας απόφανσης. Κατ’ ακολουθίαν όλα, όσα γλωσσικά υπερβαίνουν το λογικό περιεχόμενο της πρότασης, θεωρούνται ως απλώς κοσμητικά στοιχεία του λόγου, ως υστερότερη παράφραση, ως μεταφορά.
Εάν όμως το ζήτημα ήταν τελείως άλλο, εάν ο ποιητικός λόγος ήταν ο πηγαίος, και η απόφανση ήταν ο λόγος της αποιητικής γλώσσας; Αυτή η εικασία εκφράστηκε μεν ήδη συχνά. Όμως το νόημά της δεν έγινε ποτέ μέχρι τώρα διανοητό μέσα από την ουσιακή του περιοχή. Αυτήν την περιοχή μπορούμε να την προσεγγίσουμε όταν εμπειραθούμε την ποιητική ουσίωση της δημώδους ως εκείνο το οποίο, δίχως να το προσέχουμε επί τούτου, έχει ήδη από πάντα οραθεί από εμάς, και γι’ αυτό μπορεί να ονομαστεί ευθέως το όραμα. Τις εδώ αιθριάζουσες απλές αναφορές μπορούμε να τις συγκρατήσουμε με ένα μνημονικό, το οποίο λέγει:
Πρώτα το μόρφωμα φυλάγει (δηλαδή διαφυλάγει) το όραμα.
Όμως το μόρφωμα κείται στο ποίημα.
Τούτο θα πει: Πρώτα ο ποιητικός λόγος παρ-άγει στο φως το όραμα του τετράπτυχου. Πρώτα ο ποιητικός λόγος αφήνει τους θνητούς να κατοικούν επάνω στη γη κάτω από τον ουρανό ενώπιον των θείων. Πρώτα ο ποιητικός τους λόγος παρ-άγει αρχικά την μέριμνα και το μέλημα, τον χώρο και τη χάρη για μια στέρεη τοποθεσία, η οποία μπορεί να είναι σταθμός στο επίγειο καθοδόν των κατοικούντων ανθρώπων.