Ο πινακας βαραινει προς τα κατω, στη γη. Ο ουρανος ειναι αδειος, το φως δεν εχει αναφορα στον ηλιο αλλα ειναι μονο το χρωμα του ηλιου, που τον βαφει ομοιομορφα. Λιβαδι (μηπως θαλασσα;) και πλαγια του βουνου ειναι ατονα, χλωμα, ανυποστατα. Δεσποζει το φυλλωμα ενος δεντρου. Ο ασυνηθιστα μακρυς και λεπτος κορμος του μοιαζει ευθραυστος. Μαλιστα σε ενα σημειο του εχει κοπει, θα μπορουσε ευκολα να καταρρευσει. Στο κεντρο του φυλλωματος προβαλλει ενα κεφαλι, μια σκοτεινη μορφη, σκυθρωπη, κατι αναμεσα σε νεκροκεφαλη και σε κουκουβαγια. Αμεσως χαμηλοτερα επανω στον κορμο ειναι δεμενο ενα λαβαρο, σε χρωμα λιγο πιο σκουρο απο τον ουρανο, λεπτο και υπερβολικα μακρυ, επανω του αχνη μια ημισεληνος στο χρωμα του ουρανου, που κυματιζει σε εναν ανεμο που μοιαζει να πνεει μονο γι' αυτο.
Αμεσως πιο κατω δεμενα μαζι στον κορμο ενα μπουκετο και μια ψητη χηνα. Απο τον θαμνο ξεπροβαλλει ενας νεαρος μ' ενα μεγαλο μαχαιρι που μολις και φτανει για να κοψει το λουρι που την κρατα δεμενη στον κορμο.
Στον θαμνο εχει ενα ακομα κεφαλι, σκοτεινο κι αυτο, που τωρα μοιαζει κεφαλι γριας με τσεμπερι. Θα 'λεγες οτι τα δυο κεφαλια ειναι κατι σαν οι θεοτητες δεντρου και θαμνου, που ομως δεν εχουν τιποτα απο την χαρη μιας νυμφης, η μιας δρυαδας. Μοιαζουν ενοχλημενες, σαν να τους συμβαινει κατι κακο εκει κατω, σαν η αρμονια της φυσης να εχει διαταραχτει και να της ηρθαν τα πανω κατω.
Χαμηλοτερα απο την χηνα και το μπουκετο ξεκινουν δυο σχοινια, λεπτα και αχνα, σαν συνεχομενες χαντρες, που αποληγουν στις ακρες ενος μικρου καραβιου: ρελια, και ο κορμος - το καταρτι του. Απο το πισω ρελι ξεκινα ενα αλλο σχοινι προς τα κατω. Στην ακρη του κρεμεται μια κρεπα, κι απο κατω της μια ταβλα, και τριγυρω της ανθρωποι, κι ολα αυτα μεσα σ' ενα καραβι που πλεει στο ποταμακι. Μεσα στο ποταμι δυο ανθρωποι ακομα, γυμνοι, επεκτεινουν την κατωβαρη κινηση του πινακα κατω και απο την επιφανεια γης και νερων.
Η γη μοιαζει να ασκει στα παντα μια ακατανικητη ελξη και να τα καθηλωνει επανω της. Αν θυμηθουμε πως εκεινα τα χρονια κυριαρχη κατευθυνση ειναι η ανοδικη, προς το υψηλο, το πνευματικο, το θειο, το υπερβατικο, τοτε η τρελλα θα εκφραζονταν ακριβως με την αντιστροφη κατευθυνση: προς το υλικο, το γηινο, το εγγενες.
Το ιδιο το καραβακι εχει μια παιδικη τρυφεροτητα. Μοιαζει περισσοτερο με παιχνιδι. Επανω και τριγυρω του ειναι 12 ανθρωποι. Δυο πραγματα κανουν εντυπωση: Πρωτον, κανεις δεν ασχολειται με το ταξιδι, με την πορεια του καραβιου. Ειναι μαλιστα ζητημα, αν το καραβι κινειται καν. Ηδη διοτι το δεντρο, που παριστανει το καταρτι, παραπεμπει περισσοτερο στο ριζωμα στη γη, παρα στην ελευθερη πλευση επανω στα νερα. Οπωσδηποτε αυτο μοιαζει να μην ενδιαφερει κανεναν. Ο μονος που θα μπορουσε να μαρτυρει καποιον σχετικο ρολο ειναι ενας που κραταει κατι σαν κουπι, η πηδαλιο. Ομως αυτο ειναι μια τεραστια κουταλα, και ο ιδιος ο, ας τον πουμε, πηδαλιουχος ειναι απασχολημενος με αλλα πραγματα.
Το δευτερο που κανει εντυπωση ειναι οτι οι 12 ανθρωποι, μεμονωμενοι, η σε ομαδες, επιδιδονται σε 6 διαφορετικες δρασεις, μεταξυ τους αποκομμενες. Ειδαμε τον πρωτο που παει να παρει την ψητη χηνα την δεμενη στον κορμο-καταρτι. Ενας καρναβαλος καθεται στο κλαδι ενος κουτσουρου που παριστανει το "μπαστουνι" του καραβιου, εχει γυρισμενη την πλατη στους αλλους και αργοπινει απο μια κουπα απορροφημενος στον εαυτο του. Απο κατω του ενας αλλος κρατιεται απο το κουτσουρο, σκυβει εξω απο το καραβι και κανει εμετο. Στη μεση του καραβιου, κατω απο την κρεμαμενη κρεπα, η ταβλα που, ανισα μεγαλη, εξεχει απο το καταστρωμα. Αντικριστα καθονται μια μοναχη κι ενας μοναχος. Η μοναχη παιζει λαουτο, τα στοματα τους ειναι ανοιχτα, οπως κι αυτα του πηδαλιουχου και δυο αλλων. Τραγουδανε προφανως, αλλα παιζουν κι ενα παιχνιδι της εποχης: πανε να δαγκωσουν την κρεπα χωρις να χρησιμοποιησουν τα χερια τους. Αριστερα ειναι πλαγιασμενος ενας αλλος. Κραταει ενα μεγαλο φλασκι μισοβυθισμενο στο νερο. Ομως η προσοχη του ειναι στραμμενη σε μια γυναικα που στεκεται απο πανω του κι ειναι ετοιμη να του καταφερει μια κανατα στο κεφαλι.
Στο νερο, διπλα στο καραβι, ειναι δυο ανθρωποι. Ο ενας ορθιος, γυμνος, κραταει με τα δυο χερια την κουπαστη στο σημειο που καθεται ο μοναχος. Δεν ειναι καθαρο αν σπρωχνει το καραβι να ξεκινησει, αν θελει ν' ανεβει, η κατι αλλο. Ο αλλος, ενας νεος, κολυμπα προς αυτον, κρατα μια μεγαλη κουπα και του την προσφερει με τα δυο του χερια, σχεδον ιεροτελεστικα. Αριστερα στο μεσον του πινακα αιωρειται κι ενα κανατι.
Ενα χαρακτηριστικο του "πλοιου των τρελλων" ειναι λοιπον η ασχετοσυνη, τοσο ως προς το πλοιο και το ταξιδι, οσο και ως προς την συνυπαρξη των ανθρωπων μεταξυ τους. Η τρελλα τους συνισταται στην παντελη ασχετοσυνη. Και παλι το εργο του Bosch "Το πλοιο των τρελλων" ειναι ωραιο. Πως μπορει η ασχετοσυνη της τρελλας να ειναι ωραια;
Το 1494, μαλλον λιγα χρονια πριν απο το εργο του Bosch, κυκλοφορησε το βιβλιο του Sebastian Brant, γερμανου νομικου και ουμανιστη με τον τιτλο Das Narrenschiff - "Το πλοιο των τρελλων", οπου σατιριζει διαφορους χαρακτηρες. Γνωρισε μεγαλη επιτυχια, επισης λογω της εικονογραφησης που κατα πασα πιθανοτητα εκανε ο Albrecht Dürer. Το πλοιο των τρελλων στο εξωφυλλο, και κατοπιν μεσα στο βιβλιο, ειναι αυτο:
Εδω καθε εικονα εχει συνοχη. Ειναι πλοιο στη θαλασσα και επιπλεον αποδιδει εντονα ψυχιατρικο ασυλο. Μ' αυτην την εννοια στα εργα υπαρχει κατευθυνση και λογικη. Η ωραιοτητα που αναδιδει ο πινακας του Bosch, η ιδιαιτερη ωραιοτητα, που αναδυεται απο μια τρυφερη, αποκοσμη ασχετοσυνη, λειπει.
Για ποια ωραιοτητα μιλαμε εδω; Ας το δουμε στο παραδειγμα των θεων του Ολυμπου ο οποιος Ολυμπος, συμφωνα με τον γερμανο φιλοσοφο Hegel, θα ηταν ενα "πλοιο των τρελλων".
Συμφωνα με τον Hegel η φιλοτητα και η ευφορια της ελληνικης θρησκειας οφειλεται στην συνειδηση της πολλαπλοτητας: "Η ευφορια της ελληνικης θρησκειας (...) εχει τον λογο της στο οτι βεβαιως και υπαρχει ενας σκοπος, κατι τιμωμενο, ιερο· ομως συναμα υπαρχει αυτη η ελευθερια απο σκοπο, πιο αμεσα κατα το οτι οι ελληνικοι θεοι ειναι πολλοι" (17.164). Καθε θεος, λεει, εχει μεν μια ιδιαιτερη ιδιοτητα. Ομως καθως υπαρχουν πολλοι θεοι, κανενας θεος δεν εμμενει στην ιδιαιτεροτητα του. Ετσι ενας θεος του πολεμου ανεχεται και την ειρηνη. Αυτη η συνειδηση της πολλαπλοτητας λοιπον παραγει μια φιλικη ευφορια. Κανεις δεν κρατιεται σπαστικα απο τον εαυτο του, απο την ιδιαιτεροτητα του. Κανεις δεν θεωρει τον εαυτο του απολυτο. Κανεις δεν ειναι αποκλειστικος. Η συνειδηση της πολλαπλοτητας κανει επισης να προκυπτει η αποσταση μιας αυτοειρωνειας, οπου ο καθεκαστος, τροπον τινα αυτοειρωνευομενος, αυτοαναιρειται. Επισης η πολλαπλοτητα των καθοριστικων σκοπων γεννα μια "ευφορια της ανοχης", μια "φιλικοτητα της υπαρξης": "(...) ο σκοπος δεν ειναι ενας μονο, (...) γινονται πολλοι σκοποι (…). Εδω ο πραγματικος σκοπος δεν ειναι πια αποκλειστικος, αφηνει πολλα, ολα να ισχυουν μαζι μ' αυτον, και η ευφορια και η ανοχη εδω ειναι θεμελιακος καθορισμος. Υπαρχουν πολλαπλα υποκειμενα που ισχυουν το ενα διπλα στο αλλο, πολλες ενοτητες, απο τις οποιες η υπαρξη αντλει τα μεσα της· μ' αυτο εχει κατατεθει η φιλικοτητα της υπαρξης" (17.47f.). (...) "Αντιθετα εκει που ειναι μια αρχη, μια ανωτατη αρχη κι ενας ανωτατος στοχος, εκει δεν μπορει να συμβαινει αυτη η ευφορια" (17.164).
Αντιστοιχη ειναι και μια σημειωση του Peter Handke απο το Περι κοπωσεως:
Εκεινες οι νεκρες φυσεις με τα λουλουδια απο τον δεκατο εβδομο αιωνα, κατα κανονα απο τις Κατω Χωρες, οπου στα ανθη καθεται, σαν να 'ταν αληθινο, εδω ενα ζουζουνι, εδω ενα σαλιγκαρι, εκει μια μελισσα, εκει μια πεταλουδα και, παρολο που κανενα ισως δεν εχει ιδεα για την παρουσια του αλλου, προς στιγμη, στη δικη μου στιγμη, ολα γειτονευουν μεταξυ τους.
Η γειτονευση των ασχετων δεν χαρακτηριζεται απο καποιον συνδεσμο χρονικο, αιτιολογικο, επεξηγηματικο, υποθετικο κλπ., αλλα απο το απλο "και". Για αυτο γραφει ο Byung-Chul Han:
Το παραδιπλα-του-ενος-με-το-αλλο των αντικειμενικα απομακρων δεν χρειαζεται να εγκειται σε υποκειμενικη "αυθαιρεσια" η σε "ιδεες της στιγμης". Ο Hegel, κολλημενος στην οργανικη συνεχεια, δεν αναπτυσσει κανενα αισθητηριο για την εγγυτητα του απομακρου, για εκεινη την εμπειρια του κοσμου που συνισταται στην αντιληψη του ΚΑΙ, σε μια ιδιαιτερη επαναληψη: "Και: η ευωδια μιας μυρικης και μια ανοιχτη εξωπορτα". - "Και: Χαραμα και ποντικι (εμπρος απο το παραθυρο)". Ο κοσμος που γινεται ορατος με το ΚΑΙ, που αποκαλυπτεται με την "επαναληψη", ειναι μπαροκ με μια ιδιαιτερη εννοια. Η εγγυτητα του εννοιολογικα απομακρου ακτινοβολει εκεινο το γιορταστικο που λειπει ολοτελα απο την οργανικη συνδεση (...) Το ΚΑΙ δεν ειναι ουτε 'απλως υποκειμενικο' ουτε 'απλως αισθητικο'. Παραπεμπει στην φιλοτητα του κοσμου, που δρα συμφιλιωτικα. Σε τουτο θα συνιστατο η ηθικη του ΚΑΙ.
Μιλησαμε για το οδυνηρα ωραιο, και για τον πονο ως σχισμα. Τωρα βλεπουμε καθαροτερα σε τι συνισταται το σχισμα: Αυτο που σχιζεται ειναι μια καποια συνδεση μιας καποιας "οργανικης ενοτητας", ενας χρονικος, αιτιολογικος, επεξηγηματικος κλπ συνδεσμος. Σκιζεται π.χ. η χρονικη συνεχεια εκει που ερχεται το οχι-πια και το οχι-ακομα. Σκιζεται η αιτιολογικη και η επεγηξηματικη συνδεση εκει που δεν υπαρχει απαντηση στο "γιατι" και στο "πως". Ομως βλεπουμε και κατι αλλο: Με τον εγκλιματισμο στη "ηθικη του ΚΑΙ", ο πονος μεταμορφωνεται. Δεν σκιζει πλεον τα σωθικα. Το σχισμα του γινεται ανοιγμα, φερνει μια "φιλικοτητα" και μια "ευφορια", ακουσαμε, επιτρεπει την "γιορτη". Το σχισμα του πονου γινεται το ανοιγμα, που απο μεσα του ανασαινεις.