Η Εκδίκηση











Η Εκδίκηση

Το λόγο για την ενασχόληση με το φαινόμενο της εκδίκησης, μου τον έδωσε ένα επεισόδιο κατά τη διάρκεια της ψυχανάλυσης ενός άντρα, του κυρίου Α, με μια γυναίκα, την κυρία Γ. Ένα μήνα μετά το χωρισμό τους, που είχε γίνει με δική του πρωτοβουλία, ο κύριος Α για πρώτη φορά στη ζωή του τόσο καθολικά και παράφορα την ερωτεύτηκε. Η κυρία Γ ανταποκρίθηκε αμέσως στην έκκληση του κι εγκατέλειψε τον κύριο Μ, με τον οποίο στο μεταξύ είχε συνάψει μια ερωτική σχέση.

Το δεύτερο βράδυ της επανασύνδεσης τους η κυρία Γ δεν ήρθε. Ο κύριος Α τη βρήκε το άλλο πρωί στο τηλέφωνο του διαμερίσματος του κυρίου Μ, με τον οποίο η κυρία Γ είχε περάσει τη νύχτα. Συναντήθηκαν λίγη ώρα αργότερα. Η κυρία Γ του μίλησε για τη δυσπιστία της απέναντι στις προθέσεις του, για το θυμό της που την εγκατέλειψε έτσι απρόσμενα και ανεξήγητα. Γι' αυτό έκανε ό,τι έκανε...

Το επεισόδιο με έβαλε σε σκέψεις σχετικά με τη φύση αυτού που λέγεται «εκδίκηση». Και ιδιαίτερα αναρωτήθηκα πώς και κατά πόσο η εμπλοκή στα δίχτυα της, όπου ο ένας κρατάει στον άλλον και του ανταποδίδει το κακό που του έκανε, είναι δυνατό να έχει πραγματικά ένα τέλος.

Σαν να 'χαν ποτέ τελειωμό

τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου

λέει «μετεφρασμένον εις ανθρώπινα λόγια» το Μοιρολόι της Φώκιας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Έχει η εμπλοκή στα δίχτυα της εκδίκησης «τελειωμό»;

Διότι το να λυτρωθεί ο άνθρωπος από την εκδίκηση: αυτό μου είναι η γέφυρα προς τη μεγαλύτερη ελπίδα κι ένα ουράνιο τόξο μετά από ατέλειωτες καταιγίδες.

Το γράφει ο Nietzsche στον Ζαρατούστρα, στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Οι ταραντούλες».

Η ταραντούλα ή σφαλάγγι είναι φαρμακερή αράχνη. Διακρίνεται από μια μαύρη τριγωνική κηλίδα στη ράχη της. Σύμφωνα με την παράδοση, το δάγκωμά της οδηγεί σε μια μανική κατάσταση όπου το θύμα της στροβιλίζεται για μέρες σ' έναν χορό, την ταραντέλα. Το κεφάλαιο αρχίζει ως εξής:

Κοίτα! Να η σπηλιά με τις ταραντούλες! Θες να τη δεις ο ίδιος; Εδώ κρέμεται το δίχτυ τους. Άγγιξε το για ν' αρχίσει να τρέμει.

Και να, έρχεται πρόθυμα. Καλώς ήρθες, ταραντούλα! Μαύρο απλώνεται στη ράχη σου το τρίγωνο, το γνώρισμα σου.

Εκδίκηση απλώνεται στην ψυχή σου: Κει που δαγκώνεις βγαίνει μαύρο κακάδι. Το φαρμάκι σου κάνει την καρδιά να στροβιλίζεται στην εκδίκηση!

Έτσι, με μια παρομοίωση σας μιλώ εσάς που κάνετε τις ψυχές να στροβιλίζονται, κήρυκες της εξομοίωσης, της ισότητας! Ταραντούλες μου είστε και διψασμένοι κρυφά για εκδίκηση!

Μα τώρα θέλω τις κρυψώνες σας να τις φέρω στο φως [...]

Γι' αυτό προσπαθώ να ελευθερωθώ απ' το δίχτυ σας, για να σας παρασύρει η λύσσα σας έξω απ' τη σπηλιά των ψεμάτων σας και πίσω από τη λέξη σας «δικαιοσύνη» να προβάλει η εκδίκηση σας.

Διότι το να λυτρωθεί ο άνθρωπος από την εκδίκηση: αυτό μου είναι η γέφυρα προς τη μεγαλύτερη ελπίδα κι ένα ουράνιο τόξο μετά από ατέλειωτες καταιγίδες.

Εδώ ας περιοριστούμε στη συζήτηση λίγων σημείων από το παραπάνω κείμενο:

1. Ο τόπος της εκδίκησης είναι το δίχτυ. Σ' αυτό κατοικούν, παγιδευμένοι ο καθένας με τον τρόπο του, θύτης και θύμα.

Ας θυμηθούμε ότι ο κύριος Α αλλά και η κυρία Γ στο επεισόδιο που αναφέρθηκε στην αρχή βρέθηκαν πιασμένοι σ' ένα τέτοιο δίχτυ, αυτός με τον έρωτα του, που ανακάλυψε όψιμα, εκείνη με την αγάπη της γι' αυτόν, αλλά και με τη δυσπιστία και το θυμό της.

Κι ας θυμηθούμε ακόμα ότι στον πρώτο και καθοριστικό λόγο όπου στην παράδοση μας η εκδίκηση λέγεται και φανερώνεται στην ουσίασή της, στην «Ορέστεια» του Αισχύλου, η Κλυταιμνήστρα σφάζει τον Αγαμέμνονα αφού πρώτα τον αιχμαλωτίζει σ' ένα δίχτυ...

2. Ανήκει στη φύση της εκδίκησης ν' αποζητάει την αντεκδίκηση κι έτσι να εμπλέκει τους ενεχόμενους σ' ένα τυφλό στροβίλισμα παρόμοιο μ' εκείνο του «ταραντισμού», όπως λέγεται η κατάσταση αυτού που δαγκώθηκε από την ταραντούλα και ο χορός του.

O κύριος Α μετά το επεισόδιο αισθάνθηκε αρχικά μια ροπή προς αυτήν την κατεύθυνση, δηλαδή να προβεί σε κάποιου είδους αντεκδίκηση, όμως η προοπτική να χαθεί σ' έναν τέτοιο στρόβιλο και να δώσει συνέχεια σε μια τέτοια ολέθρια αλληλοεξόντωση τον τρόμαξε ακόμα περισσότερο και γρήγορα παραιτήθηκε απ' αυτήν τη σκέψη.

Όμως έτσι εκτυλίσσεται η ιστορία των Ατρειδών, με τελευταία πράξη το φόνο της Κλυταιμνήστρας από τον Ορέστη:

O Ατρέας με τον αδελφό του Θυέστη και με τη μητέρα τους σκοτώνουν τον ετεροθαλή αδελφό τους Χρύσιππο. O πατέρας τους ο Πέλοπας διώχνει τα δυο αδέλφια και τα καταριέται. Ατρέας και Θυέστης καταφεύγουν στις Μυκήνες, όπου μετά το θάνατο του βασιλιά διεκδικούν μεταξύ τους το θρόνο. O Θυέστης με τη βοήθεια της γυναίκας του Ατρέα και ερωμένης του κερδίζει τον πρώτο γύρο, όμως ο Ατρέας χάρη στην παρέμβαση του Δία είναι ο τελικός νικητής.

Όταν ο Ατρέας μαθαίνει για τη σχέση της γυναίκας του με τον Θυέστη, σκοτώνει τους τρεις γιους του, τους προσφέρει γεύμα στον Θυέστη, κατόπιν του αποκαλύπτει τι έφαγε και τον εξορίζει.

O Θυέστης αποκτά από την ίδια του την κόρη έναν γιο, τον Αίγισθο. Η κόρη του Θυέστη παντρεύεται τον Ατρέα, αυτός ανατρέφει τον Αίγισθο, δίχως να γνωρίζει τον πραγματικό του πατέρα, και κάποτε τον διατάζει να σκοτώσει τον Θυέστη. Ο Αίγισθος ανακαλύπτει έγκαιρα ότι ο Θυέστης είναι πατέρας του και σκοτώνει τον Ατρέα.

Όταν οι γιοι του Ατρέα, ο Αγαμέμνονας κι ο Μενέλαος, φεύγουν για την Τροία, ο Αίγισθος κερδίζει την Κλυταιμνήστρα και μαζί σκοτώνουν τον Αγαμέμνονα εκδικούμενοι ο μεν Αίγισθος τον πατέρα του, η δε Κλυταιμνήστρα τη θυσία της κόρης της Ιφιγένειας.

Οι δυο τους, με τη σειρά τους, υποκύπτουν στο σπαθί του Ορέστη, όταν αυτός, μεγάλος πια, επιστρέφει στις Μυκήνες για να εκδικηθεί το φόνο του πατέρα του.

Χρειαζόμαστε μόνο λίγη ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό μας για να διαπιστώσουμε ότι η ιστορία των Ατρειδών μας μιλάει για τη δική μας ιστορία - μια ιστορία τραυμάτων που έχουμε υποστεί και που ίσως κάποτε έχουμε ανταποδώσει, λιγότερο ή περισσότερο φανερά, έχοντας τα ομολογήσει στον εαυτό μας λιγότερο ή περισσότερο. Ας το θυμόμαστε αυτό, πως ό,τι λέγεται για την εκδίκηση στο επεισόδιο ανάμεσα στην κυρία Γ και στον κύριο Α, και προπάντων στο μύθο των Ατρειδών, μας αφορά όλους μας άμεσα.

Μπορεί τελικά να υπάρξει «τελειωμός»; Λύτρωση από την εκδίκηση; Μπορεί ο κύριος Α όχι μόνο να παραιτηθεί από μια πράξη αντεκδίκησης, όχι μόνο ν' αποδιώξει από το νου του και να παραλλάξει ό,τι έγινε, αλλά να λυτρωθεί αληθινά δίχως να κοροϊδέψει τον εαυτό του; Και πώς θα ήταν μια λύτρωση δυνατή; Τέτοια ερωτήματα τον βασάνιζαν για καιρό. Τα ακούω ξανά καθώς διαβάζω τις φράσεις με τις οποίες κλείνει ο λόγος του Ζαρατούστρα για τις «ταραντούλες»:

Ωι! Με δάγκωσε κι εμένα η ταραντούλα, ο παλιός μου εχθρός! Με θεϊκή ακρίβεια κι ομορφιά με δάγκωσε στο δάχτυλο! [...]

Ναι, εκδικήθηκε! Κι αλίμονο! Τώρα θα κάνει και τη δική μου καρδιά να στροβιλίζεται στην εκδίκηση!

Όμως, για να μην στροβιλιστώ, φίλοι μου, δέστε με γερά σ' αυτόν το στύλο. Καλύτερα στυλίτης παρά στρόβιλος της δίψας για εκδίκηση!

Πράγματι, ο Ζαρατούστρα δεν είναι ανεμοστρόβιλος. Και, αν και χορευτής, ποτέ πια χορευτής της ταραντούλας!

3. Όμως εκείνο που στα λόγια του Nietzsche ξενίζει περισσότερο είναι ότι ο Ζαρατούστρα βλέπει στην αξίωση της κοινωνίας για «ισότητα» και για «δικαιοσύνη» να υποκρύπτεται η εκδίκηση!

Εάν είναι έτσι, τότε θα χρειαστεί να μάθουμε να εννοούμε την εκδίκηση μ' έναν τρόπο διαφορετικό από το συνηθισμένο μας. Διότι εδώ η εκδίκηση φαίνεται πως δεν αποτελεί απλώς ένα περιστασιακό φαινόμενο μεταξύ άλλων αλλά, τουλάχιστον από τον καιρό της γαλλικής επανάστασης και έκτοτε, συνιστά το θεμέλιο της κυρίαρχης νοοτροπίας με την οποία ο άνθρωπος των νεοτέρων χρόνων εννοεί τους κανόνες που διέπουν τη σχέση του με τους άλλους και με τον εαυτό του.

Πώς μπορούμε ν' ακούσουμε αυτόν τον τολμηρό λόγο του Ζαρατούστρα;

Το «δίκαιο» στηρίζεται στην αξίωση για ισότητα. Όμως εδώ δεν εννοείται μόνο η ισότητα απέναντι στο νόμο. Ο ίδιος ο νόμος αποβλέπει σε μια εξίσωση: Η εκάστοτε προβλεπόμενη ποινή έχει την έννοια της αποκατάστασης μιας ισορροπίας που διαταράχτηκε. Η διαταραχθείσα ισορροπία δεν ανέχεται να μένει η άδικη πράξη δίχως απάντηση. Ακριβώς αυτή η απάντηση, ως επανόρθωση και αποζημίωση, συνιστά την εκδίκηση. Γι' αυτό ο Ζαρατούστρα μπορεί ν' αποκαλεί το σημερινό για εκδίκηση διψασμένο άνθρωπο «κήρυκα της ισότητας».

Η εκδίκηση θέλει ν' αποκαταστήσει την ισορροπία. Και τούτο συμβαίνει είτε με τη μορφή της αυτοδικίας στην καθημερινή μας συναναστροφή με κοντινούς και μακρινούς ανθρώπους που μας αδικούν είτε με τη μορφή της επιβολής του θεσμοθετημένου δίκαιου, όταν αυτό παραβιάζεται. Το λεγόμενο «περί δικαίου αίσθημα» και στις δύο περιπτώσεις δεν είναι άλλο από την ανάγκη ή, όπως λέει ο Nietzsche, τη «δίψα» για εκδίκηση.

Η κυρία Γ αδικήθηκε από τον κύριο Α, που την εγκατέλειψε επιπόλαια. Στα μάτια της η αιφνίδια επιστροφή του δεν ήταν απλώς εκπλήρωση και της δικής της επιθυμίας αλλά προπάντων επιβεβαίωση της επιπολαιότητας του, και αυτήν την επιπολαιότητα την είδε να βρίσκεται σε μια γι' αυτήν αβάσταχτη ανισορροπία με το δικό της βαθύ και σίγουρο αίσθημα. «Αφού εσύ είσαι επιπόλαιος μαζί μου, θα γίνω κι εγώ το ίδιο». Αυτή η φωνή οδήγησε την κυρία Γ εκείνη τη νύχτα στο διαμέρισμα του κυρίου Μ. Η «ισορροπία» ζητούσε αποκατάσταση...

Επειδή ο άνθρωπος που διψά για εκδίκηση είναι μαζί και κήρυκας της ισότητας, γι' αυτό η δικαιοσύνη παρασταίνεται κρατώντας μια ζυγαριά. Αυτή η παράσταση είναι παμπάλαιη. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Βακχυλίδη τον 6ο αιώνα π.Χ. Όμως μια συζήτηση για το τι θα πει στους αρχαίους «δίκη» και «ίσον» δεν είναι του παρόντος. Ας μείνουμε στην εποχή μας κι ας επιχειρήσουμε να διακρίνουμε τον αρμό που επιτρέπει στη ζυγαριά να ταλαντεύεται, να κλίνει κάποτε προς τη μια πλευρά και ν' αναζητεί με την εκδίκηση το καντάρι που θα επαναφέρει την ισορροπία της.

Η εκδίκηση έχει την αρχή της ήδη στην κατηγορία η οποία προσαγορεύει κάποιον ως τον «υπαίτιο» και ρέπει, ρητά ή άρρητα, άμεσα ή έμμεσα, προς ένα «δια ταύτα...»:

- Επειδή μου το έκανες αυτό, επειδή είσαι ο υπαίτιος, γι' αυτό σου αξίζει...

Η εκδίκηση εννοείται ως συνέπεια, δηλαδή αποτέλεσμα της πράξης του υπαίτιου. Η εκδίκηση υπακούει στην ανάγκη το αίτιο, η αρχή, να έχει ένα επακόλουθο, μια συνέπεια, ένα αποτέλεσμα. Η εκδίκηση υπακούει στο νόμο αιτίου-αποτελέσματος. Κι επειδή η σχέση αιτίου-αποτελέσματος δεν έχει τέλος, καθώς το αποτέλεσμα είναι το αίτιο για ένα νέο αποτέλεσμα, η εκδίκηση δεν μπορεί παρά να προκαλεί την αντεκδίκηση και ούτω καθεξής.

Έτσι είναι η εκδίκηση καταβύθιση σε μια δίνη, έτσι «στροβιλίζονται» οι άνθρωποι μέσα της. Ο νόμος αιτίου-αποτελέσματος προβλέπει για την αδικία την ποινή, για την ποινή το αντίποινο, και μ' αυτόν τον τρόπο καταδεικνύεται ως ο αρμός γύρω από τον οποίο ταλαντεύονται οι δίσκοι της ζυγαριάς της αδικίας, της εκδίκησης, της αντεκδίκησης και ούτω καθεξής, είναι το δίχτυ της ταραντούλας, είναι το δίχτυ στο οποίο βρέθηκαν πιασμένοι ο κύριος Α και η κυρία Γ.

Η εκδίκηση δρομολογείται στην κάθε ώρα, κι αυτές οι ώρες είναι πολλές, όπου τα λόγια και τα έργα μας καθορίζονται απ' αυτό που «μας κάνουν», το οποίο και εκλαμβάνουμε ως αίτιο, και από τη δική μας στάση ως αντίδραση προς αυτό, ως αναγκαστική υποτίθεται συνέπεια. Η στάση τού «αφού εσύ...τότε κι εγώ...», η στάση όπου η πράξη μας συνιστά αντίδραση στην πράξη του άλλου, είναι ακριβώς η στάση που τρέφει την εκδίκηση.

Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, η λύτρωση από την εκδίκηση θα σήμαινε πρωτίστως μια λύση από τα δεσμά της σχέσης αιτίου-αποτελέσματος. Τούτο θα σήμαινε ότι η κατηγορία δεν θα προσαγόρευε κάποιον ως τον «υπαίτιο», ότι ένα «δια ταύτα...» δεν θα ήταν πλέον αναπόφευκτο.

Είναι καν νοητή μια τέτοια μεταστροφή; Είναι δυνατό ο κύριος Α να ελευθερωθεί από το δίχτυ που απαιτεί από μέρους του αντεκδίκηση και να πάψει να στροβιλίζεται; Όχι με το να δεθεί σ' ένα στύλο, όπως εδώ ο Ζαρατούστρα, όχι δηλαδή μέσα από την καταπίεση μιας αυτοπειθαρχίας και αυτοσυγκράτησης αλλά ειλικρινά και ελεύθερα, διαφυλάσσοντας ανοιχτό όλο τον πλούτο της ύπαρξης του και της σχέσης του με την κυρία Γ;

Το ερώτημα μας σχετικά με τη δυνατότητα μιας λύτρωσης από την εκδίκηση έχει γίνει κάπως καθαρότερο. Όμως απέχουμε ακόμα πολύ από τη ζητούμενη απάντηση.

Για μια τέτοια απάντηση η ψυχαναλυτική θεωρία, και η ψυχαναλυτική πρακτική που την ακολουθεί, δεν μπορεί να μας βοηθήσει. Πρεσβεύει τον ήδη από τον Φρόυντ διατυπωμένο νόμο του «ντετερμινισμού της ψυχικής ζωής» με τη μορφή των λεγομένων «συνειρμών», όπου η μια παράσταση φέρνει την άλλη, αυτή μια τρίτη κ.ο.κ., έχει δηλαδή ως θεμέλιο τη σύνδεση αιτίου-αποτελέσματος.

Όμως και ρητά η ψυχαναλυτική θεωρία και πρακτική καθαυτήν είναι δομημένη επάνω στο νόμο της εκδίκησης, π.χ. στη μορφή του λεγομένου «οιδιπόδειου συμπλέγματος», όπου η αγάπη του γιου προς τη μητέρα προκαλεί τον «ευνουχισμό» του εκ μέρους του πατέρα και τούτος πάλι το «φόνο» του πατέρα από τον γιο, ακόμα κι αν όλα συμβαίνουν, όπως λέγεται, συμβολικά.

Για αυτήν τη θεώρηση της ψυχανάλυσης, μια λύτρωση από την εκδίκηση είναι δυνατή μόνο με την επιστράτευση των λεγομένων «αμυντικών μηχανισμών», με «άρνηση» και «απώθηση», με «μετάθεση» και με «εξιδανίκευση». Μια τέτοια «λύτρωση» είναι τελικά αυθυποβολή και αυταπάτη.

Είναι αυτή η μοίρα του κυρίου Α και της κυρίας Γ; Είναι το επεισόδιο στο διαμέρισμα του κυρίου Μ μια όψιμη παραλλαγή των «οιδιποδειακών» τους συγκρούσεων; Επανάληψη, ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία, μιας μοίρας που τους θέλει να έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στροβιλιζόμενοι στις δίνες της εκδίκησης;

Η κυρίαρχη ψυχαναλυτική θεωρία, ακριβώς επειδή θεμελιώνεται στην εκδίκηση και στις προϋποθέσεις της, τη θεωρεί τόσο αυτονόητη που δεν είναι καν σε θέση να την επερωτήσει ως προς τη φύση της. Εάν ποτέ το επιχειρούσε αληθινά, θα έβαζε ερωτηματικό στα ίδια της τα θεμέλια.

Όπως σε κάθε οριακό ερώτημα για τον άνθρωπο, έτσι κι εδώ, όπου αναζητούμε μια διευκρίνιση του φαινομένου της εκδίκησης, η ψυχολογία, η ψυχιατρική, η ψυχανάλυση δεν αρκούν. Χρειάζεται να στραφούμε προς την ίδια τη «σπουδή του ανθρώπου», δηλαδή να καταστούμε ευήκοοι για τα πρώτα και ύστατα ερωτήματα της ύπαρξης του. Έτσι θα άκουγα και τον τίτλο του συνεδρίου1: Η ψυχιατρική όχι ως αυτόνομη και αυτάρκης επιστήμη αλλά ανοιχτή και δεκτική προς τη «σπουδή του ανθρώπου», η οποία και μόνο μπορεί να της προσφέρει το εύρος που χρειάζεται για να είναι σε θέση ν' ανταποκριθεί επαρκώς στον άνθρωπο ως άνθρωπο.

Βέβαια μια δυνατότητα λύτρωσης από την εκδίκηση αναφέρεται μέσα από έναν άλλον χώρο, αυτόν του χριστιανισμού: «Όταν σε χαστουκίσουν στο ένα μάγουλο, γύρισε και τ' άλλο». Όμως ο ίδιος αυτός χριστιανισμός δεν είναι νοητός δίχως τον τελικό κολασμό του αμετανόητου με την αποπομπή του στην κόλαση. Υπάρχει ριζικότερη εκδίκηση απ' αυτήν; Ούτε εδώ λοιπόν διακρίνουμε κάποια αληθινή δυνατότητα λύτρωσης. Μήπως κάτι τέτοιο είναι τελικά πλάνη; Μήπως η εκδίκηση είναι όντως αναπόφευκτη μοίρα;

Και μ' αυτό στρεφόμαστε σ' ένα ζήτημα η συζήτηση του οποίου αποκτά πλέον πιεστική προτεραιότητα. Διότι ακόμα κι αν δεχτούμε πως η εκδίκηση, όπως εννοείται από τον Nietzsche και όπως αναπτύσσεται εδώ, είναι πράγματι ένα φαινόμενο πολύ πιο καθολικό και καθοριστικό απ' όσο μέχρι τώρα πιστεύαμε, δεν βλέπουμε γιατί χρειάζεται οπωσδήποτε μια «λύτρωση» απ' αυτήν, πόσο μάλλον όταν μ' αυτήν αποδίδεται τόσο το νομικά όσο και το εξωνομικά εννοούμενο «δίκαιο». Δεν έχει ακόμα απαντηθεί ικανοποιητικά η απορία μας γιατί τέλος πάντων η εκδίκηση, εφόσον όντως αποσκοπεί στην αποκατάσταση της «ισότητας» και του «δίκαιου», είναι κάτι «κακό». Δεν του «άξιζε» τελικά του κυρίου Α αυτό που έπαθε; Δεν θα της «άξιζε» της κυρίας Γ μια τιμωρία γι' αυτό που «του έκανε»; Δεν απαιτεί κάτι τέτοιο η αξίωση για την αποκατάσταση μιας απαραίτητης, όπως φαίνεται, και αναπόδραστης «ισορροπίας»;

Η απάντηση μου είναι: όχι. Διότι αυτή η έννοια της «ισορροπίας» και της «ισότητας» είναι πλάνη. Η κάθε ώρα μας, και ό,τι αυτή φέρνει, έχει τον χαρακτήρα του πεπερασμένου. Την εγκατάλειψη της και τη δυσπιστία της η κυρία Γ δεν μπορεί να την απαλύνει, δεν μπορεί να την εξισορροπήσει αληθινά με τίποτα. Και η νύχτα της στο διαμέρισμα του κυρίου Μ δεν αφήνει στον κύριο Α καμία αληθινή δυνατότητα ανταπάντησης από μέρους του. Ό,τι έγινε, έγινε. Σαν ένα κομμάτι από γρανίτη στέκει το «ήταν» του και δεν υπάρχει κανένας αληθινός τρόπος που να μπορεί να το εξισορροπήσει, να το απαλύνει, να το καταστήσει ουδέτερο, να το εξουδετερώσει. Όμως αυτό ακριβώς θέλει η εκδίκηση. Το λέει ο Ζαρατούστρα στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Η λύτρωση»: «Αυτό, ναι, αυτό και μόνο είναι η ίδια η εκδίκηση: Η εναντίωση της θέλησης στο χρόνο και στο "ήταν" του».

Το «ήταν» της εγκατάλειψης της κυρίας Γ και η θέληση της να του εναντιωθεί την οδήγησαν στο διαμέρισμα του κυρίου Μ.

«Όπου υπήρχε πόνος, εκεί έπρεπε πάντα να υπάρξει και τιμωρία» λέει ο Ζαρατούστρα λίγο αργότερα. Όμως, απέναντι στο πεπερασμένο του «ήταν» κάθε θέληση που θέλει να το αντιρροπήσει, δηλαδή να το ακυρώσει, δηλαδή κάθε εκδίκηση συντρίβεται. Γι' αυτό η εκδίκηση είναι πάντα βιασμός των ορίων που μας τίθενται από τα ίδια τα πράγματα. Η εκδίκηση είναι ύβρη. Γι' αυτό και δεν έχει «τελειωμό» αλλά ετοιμάζει το έδαφος για την αντεκδίκηση.

«Φιλεί δε τίκτειν ύβρις μεν παλαιά νεάζουσαν έν κακοίς βροτών υβριν» άδει ο χορός στον «Αγαμέμνονα»: Η παλαιά ύβρη έχει την τάση να γεννά νέα ύβρη στους θνητούς και να προξενεί νέα κακά.

Η εκδίκηση ποτέ δεν φέρνει την προσδοκώμενη λύτρωση. Γι' αυτό και, σύμφωνα με τα λεγόμενα του κυρίου Α, η κυρία Γ για αρκετό διάστημα μετά από εκείνη τη νύχτα δεν είχε διόλου ησυχάσει με την πράξη της. Ήταν σε κακή κατάσταση. Γι' αυτό ο Ορέστης μετά το φόνο της μητέρας του λέει: «ώσπερ ξύνίπποις ήνιοστροφώ δρόμου / έξωτέρω· φέρουσι γαρ νικώμενον / φρένες δύσαρκτοι». Όπως ένας ηνίοχος στρέφομαι έξω απ' το δρόμο και νικημένος παραφέρομαι από τις φρένες μου δίχως αρχή και τέλος.

O Ορέστης, εκδικούμενος, έχει βγει απ' το δρόμο, έχει υπερβεί τα όρια, έχει διαπράξει ύβρη. Και συνεχίζει: «προς δε καρδία φόβος / άδειν ετοίμος» (και στην καρδιά μου ετοιμάζεται να τραγουδήσει ο φόβος).

Ποια είναι τα όρια που υπερβαίνει η εκδίκηση; Στο «ήταν» μιλά ένα άτεγκτο και ακατάλυτο «όχι (πια)». Το «όχι πια» απαγορεύει στον άνθρωπο να συμπεριφέρεται προς το «ήταν» σαν να επρόκειτο για κάτι παροντικό: του απαγορεύει τώρα, στο παρόν, να φέρεται στο «ήταν» σαν «είναι». Και όμως αυτό κάνουμε, και μάλιστα ακριβώς όταν δεν το γνωρίζουμε, όταν ο χρόνος σταματά στο κακό που έγινε.

Όταν σταματά ο χρόνος, παγώνει και η μορφή του ανθρώπου. Τότε κανείς είναι «σαν να μην πέρασε ο χρόνος από πάνω του». Στο ζευγάρι μας, η κυρία Γ λέει στον κύριο Α: «Μου το 'κάνες αυτό, και τώρα θα δεις!» Σε ποιον αποτείνεται; Σ' αυτόν που έχει αποκρούσει την αγάπη της; Μα αυτός δεν είναι πια εδώ! Εδώ είναι ένας που την αγαπά ανοιχτά κι απροκάλυπτα! Αυτός τον οποίο η κυρία Γ με την πράξη της εκδικήθηκε είναι πια ένα φάντασμα, ένα πουκάμισο αδειανό.

Αυτό το «όχι πια» η κυρία Γ το αγνόησε γιατί ο χρόνος σταμάτησε τότε που ο κύριος Α «της το έκανε αυτό».

Αλλά και η ίδια η κυρία Γ, την οποία ο κύριος Α εγκατέλειψε, στις συναντήσεις που είχαν κατά το διάστημα του χωρισμού τους άλλαξε, δείχτηκε μια γυναίκα διαφορετική και αυτήν ερωτεύτηκε ο κύριος Α. Και μετά από κείνη τη νύχτα η κυρία Γ ήταν και πάλι μια άλλη. Δεν άλλαζαν απλώς τα «συναισθήματα» του κυρίου Α γι' αυτήν. Η ίδια η κυρία Γ άλλαζε εμπρός στα δικά του αλλαγμένα κάθε φορά μάτια.

Ο άνθρωπος δεν είναι κάτι το μονοσήμαντο, δεν αποδίδεται από καμιά απόλυτη εκτίμηση κι από κανένα «προφίλ προσωπικότητας», και γι' αυτό ποτέ δεν μπορεί να υπεισέλθει σε μια εξίσωση, όπως αυτή την οποία η εκδίκηση επιζητεί. Ένα «ήταν» ποτέ δεν αφορά κάποιο υποτίθεται «αντικειμενικό» συμβάν στη ζωή ενός ανθρώπου με μια υποτίθεται άπαξ διά παντός καθορισμένη «ταυτότητα». Γι' αυτό «και κάθε στιγμή είναι μια νέα και συνταρακτική / αποτίμηση απ' ό,τι υπήρξαμε» γράφει ο Έλιοτ στα Τέσσερα Κουαρτέτα.

Η πρόσκρουση επάνω στο αναγνωριζόμενο όριο του «όχι πια» είναι ο πόνος. Το «όχι πια» δεν προκαλεί πόνο αλλά είναι αυτός τούτος ο πόνος. Ο αληθινός πόνος είναι η αναγνώριση του «όχι πια» και η διαφύλαξη του στη μνήμη ως ενός «ήταν».

Ο πόνος δεν είναι ένα συναίσθημα μεταξύ άλλων αλλά συγκροτεί τη συνέχεια του χρόνου, όταν το «όχι πια» του παρελθόντος, το «τώρα» του παρόντος, το «όχι ακόμα» του επερχόμενου δεν βιάζονται αλλά παραμένουν σαν τέτοια, το καθένα με τον δικό του τρόπο, παρόντα.

Η κυρία Γ δεν αναγνώρισε αυτά τα όρια, δεν γνώρισε τον πόνο. Γνώρισε «πάθη και καημούς». Αυτά, καθόσον δεν αναγνωρίζουν το «ήταν», καθόσον δεν αναγνωρίζουν το χρόνο, είναι άχρονα: δεν έχουν «τελειωμό».

Η εκδίκηση είναι «η εναντίωση της θέλησης στο χρόνο και στο "ήταν του"» λέει ο Ζαρατούστρα. Και, όπως σχολιάζει ο Martin Heidegger αυτήν τη φράση, η θέληση δεν είναι μια νοητική πράξη μεταξύ άλλων αλλά στους νεότερους χρόνους έχει αναγορευτεί στην υπέρτατη αρχή η οποία καθορίζει τη σχέση του ανθρώπου με τα πράγματα και με τον εαυτό του. Στην κυρίαρχη ψυχαναλυτική θεωρία το γνωρίζουμε ως την πρωτοκαθεδρία της ψυχολογιστικής εκδοχής της θέλησης, της επιθυμίας. «Μόνο η επιθυμία είναι σε θέση να κινητοποιεί το ψυχικό όργανο» γράφει ο Φρόυντ ήδη το 1900.

Όμως η θέληση είναι ολότελα αδύναμη απέναντι στο παρελθόν του «ήταν», το οποίο με το «όχι πια» που της αντιτάσσει ματαιώνει την αξίωση της να είναι η απόλυτη αρχή. Γι' αυτό και του εναντιώνεται. Η θέληση μισεί το «ήταν». Το μίσος δεν είναι κι αυτό κάποιο αφηρημένο «συναίσθημα». Είναι η μανιασμένη αντίσταση της θέλησης εναντίον του «ήταν».

Η εκδίκηση, τώρα το διακρίνουμε καθαρότερα, συνιστά μια ουσιαστική σχέση του σύγχρονου, από τη θέληση και από την επιθυμία καθοριζόμενου ανθρώπου, με τα πράγματα και με τον εαυτό του.

(Και, ειρήσθω εν παρόδω, ο σύγχρονος άνθρωπος εφορμά επίσης εναντίον του άλλου ορίου, του «όχι ακόμα»: Η επιθυμία δεν ξέρει να περιμένει. Το «όχι ακόμα» τής είναι ο μεγαλύτερος εχθρός: Η θέληση της, όταν προσκρούει στα όρια του χρόνου, δεν μπορεί να είναι κυρίαρχη.)

Μήπως από εδώ ανοίγεται ένας δρόμος για τη «μεγαλύτερη ελπίδα» του Nietzsche και γι' αυτό που αναζητούσε ο κύριος Α και πριν απ' όλους ο ίδιος ο Ορέστης όταν μετά την πράξη του κατέφυγε στο μαντείο των Δελφών; Μήπως από εδώ ανοίγεται ένας δρόμος προς τη λύτρωση του ανθρώπου από την εκδίκηση; Μήπως αυτή θα καθίστατο δυνατή στο σημείο που η θέληση θα έπαυε να είναι καθοριστική για τα λόγια και για τα έργα του;

Η «αποτοξίνωση από τη θέληση» αναφέρεται όντως ως δυνατότητα σε ένα διάλογο του Heidegger. Πώς θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο;

Θα περιοριστώ στον οικείο μου χώρο, σ' αυτόν της ψυχανάλυσης, και θα δείξω ότι η ψυχανάλυση στην ουσία της ενέχει μια δυνατότητα «αποτοξίνωσης από τη θέληση», επομένως μια δυνατότητα λύτρωσης από την εκδίκηση.

Υπενθυμίζω τον λεγόμενο «βασικό κανόνα»: ο αναλυόμενος είναι ελεύθερος να λέει ό,τι έρχεται στο νου του. Πάντα με εντυπωσιάζει το ότι νωρίτερα ή αργότερα, σε άλλοτε άλλο βαθμό, αναστατώνεται από κάτι το γι' αυτόν πρωτόγνωρο: Άλλα θέλει να πει και άλλα του έρχονται στο νου, και μάλιστα τόσο επιτακτικά που η θέληση του τελικά συντρίβεται και υποχωρεί.

Αυτό το φαινόμενο έχει τέτοια βαρύτητα που θα 'λεγα ότι, σ' αυτήν την οπτική, η ψυχανάλυση δεν είναι παρά μια πορεία, μια αργή και επίπονη πορεία απ' αυτό που κανείς θέλει να είναι προς αυτό που είναι.

Ο αναλυόμενος, καθώς ξαπλώνει στο κρεβάτι και καλείται να εκφράσει ό,τι του έρχεται, έχει μια εμπειρία παρόμοια μ' εκείνη του ποιητή εμπρός στο άσπρο χαρτί. Γι' αυτήν την εμπειρία γράφει ο Γιώργος Σεφέρης:

Τ' άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν. Τ' άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου, τη δική σου φωνή όχι εκείνη που σ' αρέσει.

Και τούτο δεν είναι παρά ένας μακρινός απόηχος της έκκλησης προς τον άνθρωπο η οποία ηχεί στις ωδές του Πινδάρου:

μάθε και γίνε αυτός που είσαι.

Όμως η πορεία της ψυχανάλυσης στην οποία συντελείται η «αποτοξίνωση από τη θέληση» προχωρεί μέχρι του σημείου στο οποίο ο ψυχαναλυτής έχει φθάσει ο ίδιος. Ο ψυχαναλυτής όχι με διδαχές και με τεχνικές αλλά τελικά με το ζωντανό του παράδειγμα δείχνει στον αναλυόμενο αυτόν το δρόμο και τον καλεί σ' αυτόν. Διότι μη καθηλούμενος στη λεγόμενη «αντιμεταβίβαση», μην αντιδρώντας δηλαδή και μην ανταποδίδοντας στον αναλυόμενο ό,τι αυτός του προσάπτει, τον καθιστά αυτόπτη μάρτυρα της υπαρκτής δυνατότητας μιας λύτρωσης από την εκδίκηση.

Βέβαια αυτή η δυνατότητα έχει ν' αναληφθεί από τον ίδιο τον αναλυόμενο όταν, μέσα από πένθος και πόνο, πάψει να «εναντιώνεται στο χρόνο» και αναγνωρίσει και αποδεχτεί την ιστορικότητα του: το «όχι πια» του παιδιού που ήταν και που κάποτε αδικήθηκε από τους γονείς του, το «όχι ακόμα» του εαυτού του που ζει περισσότερο στην επιθυμία και στην φαντασίωση παρά στα ίδια τα πράγματα.

Αυτή η αποδοχή από τον αναλυόμενο της εκαστότητάς του, του μοναδικού και ανεπανάληπτου της ύπαρξης του στο χρόνο που του έχει δοθεί, μπορεί να τον απελευθερώσει από την εμπλοκή στην αλλοτρίωση μιας τυφλής αντίδρασης προς ό,τι του τυχαίνει στον κοινό κόσμο και να τον λύσει από το δίχτυ της εκδικητικότητας.

Έτσι, μετά από μήνες, μοιάζει πως ο κύριος Α γνώρισε κάτι σαν λύτρωση από την εκδίκηση. Στη μνήμη του η νύχτα της κυρίας Γ με τον κύριο Μ μεταλλάχθηκε, έπαψε να επανέρχεται στο νου του με την ίδια ενάργεια, με την ίδια παροντικότητα, λες κι ο χρόνος είχε σταματήσει εκεί. Χρειάστηκε χρόνος για ν' αναγνωρίσει και να δεχτεί ό,τι έγινε «αγέλαστα και άκαλλώπιστα και αμύριστα» όπως λέει ο Ηράκλειτος. Χωρίς ξεγελάσματα, χωρίς καλλωπισμούς και χωρίς πασαλείμματα.

Χρειάστηκε χρόνος, λέω, και το εννοώ κυριολεκτικά. Διότι ο χρόνος στα ουσιαστικά πράγματα δεν είναι μια αδιάφορη διάσταση που μετράει την αντικειμενική διάρκεια. Για τον κύριο Α ο χρόνος είχε σταματήσει, καλύτερα, είχε χαθεί. Κάποτε ήρθε, χρονίζοντας παρελθόντα, παρόντα και επερχόμενα.

Όταν λοιπόν στον κύριο Α ο χρόνος, το «ήταν» εκείνης της νύχτας εννοήθηκε αληθινά ως «ήταν», παρόν πάντα, όμως όχι πλέον παροντικό αλλά με τον χαρακτήρα του παρελθόντος, αυτή ακριβώς η μεταλλαγή, η αποκοπή του παρελθόντος από το παροντικό παρόν και η εμπέδωση του στο χώρο των παρελθόντων του έφεραν μια ησυχία.

Αφηνόμενος στο «ήταν» και μη εναντιούμενος, ήταν πλέον σε θέση να συγχωρήσει την κυρία Γ, με την κυριολεκτική έννοια της λέξης «συγ-χωρώ»: Ήταν σε θέση να της αφήσει χώρο στην κοινή τους κατοίκηση.

Το παρελθόν, όταν έχει πάψει να είναι «ζωντανό», όταν έχει λυθεί από το πάγωμα στην παροντικότητα κι έχει γίνει αληθινά παρελθόν, δεν μετράται ποτέ με όρους χρονικής διάρκειας. Το χωρίζει από το παρόν μια άβυσσος. Θα μπορούσαμε να αποδώσουμε καλύτερα το χαρακτήρα ενός παρελθόντος (πράγματος) όταν τον παρομοιάσουμε με κάτι από τα παραμύθια, που έγινε «μια φορά κι έναν καιρό» και που ποτέ δεν αναφέρθηκε σ' ένα παρόν. Στη μνήμη του κυρίου Α η νύχτα εκείνη έμοιαζε πλέον με παραμύθι. Ίσως έτσι, σαν παραμύθι, είναι πλέον παρόντα τα περασμένα όταν έχουν περάσει πραγματικά.

Με τη λύτρωση από την εκδίκηση επέρχεται μια ουσιαστική μεταβολή. Τώρα η «ισότητα» και η «ισορροπία» δεν συνιστούν κατεύθυνση και κανόνα. Ευτυχώς. Διότι ο άνθρωπος που νοιάζεται να «κρατά ισορροπίες» έχει χάσει τον εαυτό του. Στραβίζει δεξιά κι αριστερά κοιτάζοντας πώς ν' αντιρροπήσει το ένα με τ' άλλο. Και συγχρόνως έχει χάσει τους συνανθρώπους του διότι κοιτάζει τον καθένα όχι όπως αυτός είναι αλλά ως αντίποδα του άλλου.

Εκείνη τη νύχτα η κυρία Γ είχε χάσει τον εαυτό της διότι δεν είχε σταθεί στην αγάπη της για τον κύριο Α, την απαρνήθηκε ανταποδίδοντας τη στάση που είχε ο κύριος Α απέναντι της. Και είχε χάσει τη σχέση της τόσο με τον κύριο Α όσο και με τον κύριο Μ διότι φέρθηκε στον καθένα τους όπως φέρθηκε έχοντας κατά νου τον άλλο.

Όμως και το φύσει εκδικητικό «δίκαιο» των νεότερων χρόνων, που θεμελιώνεται στην ισότητα, αλλοτριώνει τον άνθρωπο και τον αποξενώνει από τον εαυτό του. Τον ωθεί στο να αποποιείται τη δική του μοναδική και ανεπανάληπτη ευθύνη για τα λόγια και για τα έργα του. Εδώ «ευθύνη» σημαίνει την αποστολή ν' αναγνωρίσει και να δεχτεί και ν' αναλάβει τα έργα του και τα λόγια του ως τα δικά του, που είναι, που έγιναν ακολουθώντας έναν άλλο νόμο, αινιγματικό και απρόσιτο.

Γι' αυτόν το νόμο κάνει λόγο ένα κείμενο του Franz Kafka με τον τίτλο «Vor dem Gesetz» (Ενώπιον του Νόμου). Μιλά για έναν «άνθρωπο από την επαρχία» που φτάνει ενώπιον του Νόμου, στην ανοιχτή πύλη του οποίου στέκει ένας τρομακτικός θυροφύλακας και του απαγορεύει την είσοδο. O άνθρωπος από την επαρχία μένει εμπρός από την πύλη για όλη του τη ζωή προσπαθώντας να βρει τρόπο να εισέλθει στο Νόμο. Είναι αδύνατο να παρατεθεί εδώ και να συζητηθεί ο πλούτος των αναφορών αυτού του κειμένου, καθώς και η θέση του στο ημιτελές χειρόγραφο του Kafka, στο οποίο αργότερα δόθηκε ο τίτλος Der Prozess (Η Δίκη). Θα περιοριστούμε στις τελευταίες φράσεις, που αφορούν το θέμα μας ιδιαίτερα:

Τέλος το φως των ματιών του [του ανθρώπου από την επαρχία] γίνεται αδύναμο και δεν γνωρίζει αν γύρω του πράγματι σκοτεινιάζει ή αν απλώς τα μάτια του τον ξεγελούν. Μα τώρα διακρίνει στο σκοτάδι μια λάμψη που άσβηστα ξεχύνεται απ' την πύλη του Νόμου. Τώρα πια δεν πρόκειται να ζήσει πολύ. Πριν απ' το θάνατο του όλες οι εμπειρίες όλου αυτού του καιρού συγκεντρώνονται στο μυαλό του σε μια ερώτηση που ακόμα δεν έχει θέσει στον θυροφύλακα. Του κάνει νεύμα, καθώς δεν μπορεί πια να σηκώσει το σώμα του που περιπίπτει σε ακαμψία. O θυροφύλακας πρέπει να σκύψει βαθιά προς αυτόν γιατί η διαφορά αναστήματος μεταβλήθηκε πολύ εις βάρος του ανθρώπου. «Τώρα τι θες επιτέλους να μάθεις ακόμα;» ρωτά ο θυροφύλακας «είσαι αχόρταγος». «Όλοι δεν προσπαθούν για το Νόμο;» λέει ο άνθρωπος. «Πώς γίνεται και όλ' αυτά τα χρόνια κανείς εκτός από μένα δεν ζήτησε να μπει μέσα;» O θυροφύλακας αντιλαμβάνεται ότι ο άνθρωπος ήδη βρίσκεται στα τελευταία του και για να προλάβει ακόμα την ακοή του που χάνεται, του ξεφωνίζει: «Εδώ κανείς άλλος δεν μπορούσε να μπει γιατί αυτή η είσοδος ήταν προορισμένη μόνο για σένα. Τώρα πάω και την κλείνω".

Είναι ένας νόμος που δεν θεμελιώνεται πουθενά, δεν εξηγείται και δεν δικαιολογείται, αποκλείει δηλαδή κάθε εισδοχή εντός του και κάθε παρέμβαση και συνάμα είναι ανοιχτός για μένα: Με καλεί και με κρατεί ενώπιον του.

O νόμος, μέσα από το άβατο της περιοχής του, μου υπαγορεύει αυτό που είμαι: ένας «ενώπιον του νόμου». Και κατά μια αδιανόητη, ανεξήγητη και αμεσολάβητη συγκυρία όσο περισσότερο αναλαμβάνω τον δικό μου, σ' εμένα καταλογισθέντα νόμο, τόσο περισσότερο αβίαστα και καλά κατοικώ τον κοινό κόσμο.

Και τώρα πώς συμβαίνει η μεταστροφή από τη δίψα του «κήρυκα της ισότητας» για εκδίκηση στη λύτρωση απ' αυτήν;

Μια τέτοια μεταστροφή, εφόσον συμβεί καν, συμβαίνει. Δεν επιτελείται από μια θέληση, αφού, το είδαμε, η λύτρωση από την εκδίκηση είναι αποτοξίνωση από τη θέληση. Δεν επιτελείται ως επακόλουθο και αποτέλεσμα μιας διαδικασίας, αφού, το είδαμε, η τυφλή έκπτωση στη μέγγενη αιτίου-αποτελέσματος, όπου το ένα φέρνει το άλλο και οι άνθρωποι απλώς αντιδρούν σε ό,τι τους τυχαίνει και σε όποιον εκλαμβάνουν ως τον υπαίτιο, είναι η μήτρα στην οποία η εκδίκηση μεγαλώνει. Η μεταστροφή συμβαίνει. Τι θα πει λοιπόν αυτό το «συμβαίνει»;

Στο τρίτο μέρος από την Ορέστεια του Αισχύλου, τις Ευμενίδες, έρχονται οι Ερινύες. Τα ονόματα τους μαρτυρούν τη φύση τους:

Στην Τισιφόνη μιλά η τίσις, η απότιση, η ανταπόδοση που επιζητεί ν' αποκαταστήσει την επίφαση μιας ισορροπίας.

Στην Αληκτώ μιλά αυτό που δεν έχει λήξη. Το «ήταν» που συνεχίζεται εσαεί στο παρόν, ως παρόν σ' ένα χρόνο που έχει σταματήσει.

Στη Μέγαιρα μιλά το μέγα που εξαπλώνεται, παραβιάζοντας κάθε όριο.

Οι Ερινύες, στο δικαστήριο των Αθηναίων, που τότε συστήνεται, νικώνται από τους νέους θεούς, τον Απόλλωνα και την Αθηνά, και δέχονται τη μετονομασία τους σε Ευμενίδες. Δεν νικώνται από τους θνητούς δικαστές τους, που ισοψηφούν, αλλά από την καθοριστική ψήφο της θεάς.

Η πρώτη λύτρωση από την εκδίκηση, αυτή του Ορέστη, και μαζί του όλου του γένους των Ατρειδών, και μαζί τους δυνητικά όλων μας, δρομολογείται με την έλευση των νέων θεών.

Έλευση των νέων θεών... Είναι το θέμα των τραγωδιών του Αισχύλου. Όχι, δεν είναι θέμα. Οι τραγωδίες του Αισχύλου καθαυτές είναι το άγγελμα της διαδοχής των παλαιών θεών από τους νέους.

Τι θα μπορούσε αυτό να μας πει, εμάς, σήμερα; Γράφει ο Hölderlin στο ποίημα «Friedensfeier» (Εορτή της ειρήνης):

Όπου όμως / Κι ένας θεός εμφανίζεται, / Τούτο είναι πράγματι άλλη καθαρότητα.

Αυτό θα ήταν η έλευση ενός νέου θεού: μια «άλλη καθαρότητα» στην οποία ο κόσμος γίνεται ένας «άλλος»...

Και τι μας λέει η εμφάνιση ενός θεού ως «άλλη καθαρότητα»; Προσέχουμε την ελληνική λέξη «θεός» και τη συγγένεια της με το ρήμα «θεάω», «βλέπω», τη θέασιν και τη «θέα» [«θέα - θεά»].

«Θεός» είναι το όνομα για μια θέα που έχει ανοίξει εμπρός στα μάτια μας, ένα διαύγασμα, μια «καθαρότητα» στην οποία κάθε φορά προβάλλουν τα πράγματα που μας αφορούν.

Το ότι αυτή η θέαση έχει το όνομα ενός «θεού» αποκτά νόημα εκεί που κάποιος αναγνωρίζει ότι το βλέμμα του δεν έχει την αρχή του στη δική του προαίρεση, ότι δηλαδή δεν ορίζει αυτός το τι προβάλλει εμπρός στα μάτια του. (Φυσικά υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν ό,τι θέλουν να βλέπουν, έτσι όπως το θέλουν. Όμως, με κάποιον τρόπο, θα το πληρώσουν.)

«Είναι άλλη καθαρότητα», π.χ., ο έρωτας, ο πόλεμος, η μέθη, ο θάνατος: Τα πράγματα διαυγάζουν, παίρνουν μορφή, είναι θεατά, όπως κάθε φορά είναι, η θέα κι η θέαση τους έχει όνομα: Αφροδίτη, Άρης, Διόνυσος, Άδης.

Ο Πίνδαρος άδει επίσης αυτήν την «άλλη καθαρότητα» όταν ονομάζει την αίγλα, την αίγλη που κάποτε μπορεί να έρχεται «διόσδοτος», δοσμένη από τον Δία. Δεν έρχεται σαν ο Δίας να την έστελνε «προσωπικά». «Δίας» είναι αυτή τούτη η αίγλα.

Η λύτρωση από την εκδίκηση χαρίζεται πρώτα με την έλευση αυτών των νέων θεών. Τούτο θα σήμαινε τώρα: μια άλλη καθαρότητα, μια άλλη θέα και θέαση ανοίγεται, όπου τα πράγματα πλέον δείχνονται και μιλούν με άλλον τρόπο. Σε μια τέτοια έλευση, σ' ένα τέτοιο άλλο φως είναι που οι 'Ερινύες μεταβάλλονται κι αυτές, μετονομάζονται, δηλαδή μεταλλάσσονται και υπάρχουν εφεξής ως Ευμενίδες.

Τι χαρακτηρίζει το «άλλο» των νέων θεών και της «καθαρότητας» που φέρνουν μαζί τους; Το λέει ο Αισχύλος στον Αγαμέμνονα σχετικά με τον ύψιστο των νέων θεών, τον Δία:

τον φρονείν βροτούς / όδώσαντα, τόν πάθει μάθος / θέντα κυρίως έχειν.

Στη νέα, στην «άλλη καθαρότητα», δρομολογείται στους θνητούς το φρονείν. Τούτο θα πει: το πάθημα γίνεται μάθημα. Οι θνητοί δεν είναι πλέον τυφλά παραδομένοι σε ό,τι παθαίνουν, ώστε στα πάθη τους ν' απαντούν άφρονα προκαλώντας άλλα πάθη, π.χ., υπακούοντας στην εκδίκηση σχεδόν ενστικτώδικα. Δεν βρίσκονται νυχτωμένοι στη νύχτα της «αγριάδας» στην οποία, όπως γράφει ο Hölderlin στο ποίημα «O Ρήνος»:

[...] όλα ανάκατα / Είναι, άτακτα κι επανέρχεται / Πανάρχαια σύγχυση.

Το «πανάρχαιο» αφορά την εποχή των παλαιών θεοτήτων και τα πλάσματα που αλωνίζανε ξέφρενα και μας παρουσιάζει ο Σεφέρης:

τον υπεράνθρωπο Κύκλωπα που βλέπει μ' ένα μάτι, τις Σειρήνες που σαν τις ακούσεις ξεχνάς, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη [...].

Στο συρφετό τους λυσσομανάνε κι οι Ερινύες, που στο δίχτυα τους υφαίνεται η εκδίκηση.

Όμως το πανάρχαιο δεν το έχουμε αφήσει πίσω μας. Επανέρχεται κάθε φορά που το ένα συνδέεται με το άλλο με ποικίλες μορφές σχέσεων και συσχετίσεων κι όλα είναι «ανάκατα», «άτακτα» και κανείς δεν ξέρει τι κάνει και για ποιο πράγμα μιλάει.

Με τους νέους θεούς έρχονται τα μέτρα, έρχεται κόσμος, μεταξύ άλλων σαν χρόνος, χρονίζοντας παρελθόν ως το «όχι πια», χρονίζοντας μέλλον ως το «όχι ακόμα».

Όταν αυτή, η «άλλη καθαρότητα», έρχεται εκεί που «ένας θεός εμφανίζεται», τότε έρωτας, πόλεμος, μέθη, θάνατος είναι «εμφάνιση», είναι φαινόμενα. Έχουν μορφή και όνομα, είναι διακριτά: Δεν συνδέονται, δεν εξηγούνται, δεν ερμηνεύονται, δεν υπολογίζονται. O έρωτας είναι έρωτας, ο πόλεμος πόλεμος, η μέθη μέθη, ο θάνατος θάνατος.

Το παρελθόν είναι παρελθόν. Τώρα οι θνητοί έχουν μνήμη, που δεν είναι το «δεν ξεχνώ» αλλά η γειτονία των παρελθόντων ως παρελθόντων. Εχουν μνήμη θα πει πάντα: αντέχουν τη μνήμη, το «όχι πια» του «ήταν», κι αυτή η αντοχή δεν είναι άλλο από τη δυνατότητα που τους χαρίζεται, ναι, τους χαρίζεται, να πονούν. Γι' αυτό οι επόμενοι στίχοι του Αγαμέμνονα άδουν: «στάζει δ' άνθ' ύπνου προ καρδίας / μνησιπήμων πόνος». Εδώ ο πόνος είναι η δοκιμασία που μαθαίνει την αντοχή στη μνήμη.

Το μάθος οδώνει το φρονείν, την οδό της λύτρωσης από την αγριάδα της εκδίκησης, μέσα από τον πόνο που αποτρέπει την υπνωτισμένη παράδοση στην ύβρη και διατηρεί διακριτά μεταξύ τους το «ήταν», το παρόν, το «θα είναι».

Το μάθος, ως το φρονείν, συμβαίνει ακούσια, όχι μέσα από την ανθρώπινη θέληση και πρωτοβουλία. Γι' αυτό και ο χορός συνεχίζει: «και παρ' άκοντας ήλθε σωφρονείν». Η λύτρωση από την εκδίκηση συμβαίνει ακούσια. Έρχεται, και τώρα μιλώ σε γλώσσα άλλη από τη δική μας, έρχεται όταν κι εφόσον ο άνθρωπος βρεθεί σε μια «άλλη καθαρότητα», στην αίγλα ενός παρόντος θεού.