8 Τι καλειται νοηση;

Was heißt Denken? (1951–1952)



Το πρωτοτυπο κειμενο

Τι Καλειται Νοηση;

[Σωκρατης και Αλκιβιαδης]

[9]

Sokrates und Alkibiades

"Warum huldigest du, heiliger Sokrates,

"Γιατί, άγιε Σωκράτη, ευνοείς

Diesem Jünglinge stets? kennest du Größers nicht?

Αυτόν τον νέο συνέχεια; Δεν ξέρεις τίποτα πιο μεγάλο;

Warum siehet mit Liebe,

Γιατί υψώνεται μ' αγάπη,

Wie auf Götter, dein Aug' auf ihn?"

Σαν προς θεούς, το βλέμμα σου προς αυτόν;"


Wer das Tiefste gedacht, liebt das Lebendigste,

Όποιος στοχάστηκε το πιο βαθύ αγαπά το πιο ζωντανό,

Hohe Jugend versteht, wer in die Welt geblikt

Ώριμη νιότη κατανοεί όποιος είδε τον κόσμο

Und es neigen die Weisen

Και οι σοφοί στο τέλος κλίνουν

Oft am Ende zu Schönem sich.

Συχνά προς το όμορφο.

Μας αφορα ο στιχος: «Αυτος που το πιο βαθυ εννοησε, αγαπαει το πιο ζωντανο.». Ομως σ’ αυτο τον στιχο προσπερνουμε υπερβολικα ευκολα τις κατεξοχην λαλες και γι’ αυτο φερουσες λεξεις, τα ρηματα. Ακουμε το ρημα οταν, για το συνηθισμενο αυτι με τροπο ασυνηθιστο, τονιζουμε τον στιχο διαφορετικα:

«Αυτος που το πιο βαθυ εννοησε, αγαπαει το πιο ζωντανο.»

Η αμεση εγγυτητα των δυο ρηματων «εννοησε» και «αγαπαει» διαμορφωνει το μεσον αυτου του στιχου. Η φιλοτητα εγκειται στην νοηση. Περιεργος ορθολογισμος αυτος, που εδραζει την αγαπη στην νοηση. Ολεθρια νοηση, που ειναι κοντα στο να γινει συναισθηματικη. Ομως απ’ ολα αυτα στον στιχο δεν υπαρχει ιχνος. Το τι αυτος λεει, το προσμετρουμε καταρχην οταν η νοηση μας ειναι προσφιλης.

[σημαδια]

[...] το πλεον αδιανοητο στην αδιανοητη εποχη μας ειναι το οτι ακομη δεν νοουμε.

Ομως αυτο δεν εγκειται απλως και ποτε πρωταρχικα στο οτι εμεις, οι ανθρωποι, δεν στρεφομαστε επαρκως σ’ αυτο το οποιο ειναι ιδιαιτερως νοητεο, αλλα στο οτι εκεινο το πλεον αδιανοητο μας αποστρεφεται, μαλιστα απο παλια εχει αποστραφει τους ανθρωπους.

Ο,τι αποσυρεται κατ’ αυτον τον τροπο, διατηρει και εκπτυσσει την δικη του, ασυγκριτη εγγυτητα.

Οντας σε αναφορα προς το αποσυρομενο, ειμαστε σημαδεμενοι απο το αποσυρομενο, απο την αινιγματικη και γι’ αυτο ευμεταβλητη εγγυτητα του μιληματος του. Οταν ενας ανθρωπος ειναι ετσι σημαδεμενος ιδιαιτερα, τοτε νοει, οσο απομακρυσμενος κι αν ειναι απο το αποσυρομενο, οσο συγκεκαλυμμενη κι αν μπορει να παραμενει παντα η αποσυρση. Ο Σωκρατης, σ’ ολην του την ζωη, μεχρι και τον θανατο του, δεν εκανε τιποτε αλλο απο το να τεθει σ’ αυτην την σημανση και να παραμεινει εκει. Γι’ αυτο ειναι ο καθαροτερος νοητης της Δυσης. Γι’ αυτο δεν εγραψε τιποτε. Διοτι οποιος αρχιζει μεσα απο την νοηση να γραφει, πρεπει αναποφευκτα να μοιασει σ’ εκεινους τους ανθρωπους οι οποιοι, εμπρος σε ανεμους σημαντορες, καταφευγουν σε μερη απανεμα. Παραμενει το μυστηριο μιας ακομη ληθιας ιστοριας, οτι ολοι οι νοητες της Δυσης μετα τον Σωκρατη, μη παραβλαπτομενου του μεγαλειου τους, επρεπε να ειναι τετοιοι φυγαδες. Η νοηση υπεισηλθε στην φιλολογια. Αυτη εκρινε την μοιρα της δυτικης επιστημης, η οποια μεσα απο την doctrina του μεσαιωνα εγινε η scientia των νεωτερων χρονων. [...]

Οταν ο ανθρωπος ειναι σημαδεμενος απο το αποσυρομενο, σημαινει το αποσυρομενο. Σημαδεμενοι απ’ αυτο, ειμαστε ενα σημαδι. Ομως εδω σημαινουμε κατι το οποιο δεν εχει, δεν εχει ακομη μεταφραστει στην γλωσσα της ομιλιας μας. Παραμενει διχως ερμηνεια. Ειμαστε ενα σημαδι ανερμηνευτο.

[μητερα]

"Θα δεις, θα σου μαθω τι θα πει υπακουω" φωναζει η μητερα στον μικρο της που δεν θελει να γυρισει στο σπιτι. Υποσχεται η μητερα να δωσει στον γιο της εναν ορισμο της υπακοης; Οχι. Ομως ισως του κανει ενα διδαγμα; Ουτε αυτο, αν ειναι σωστη μητερα. Πολυ περισσοτερο θα μεταφερει στον γιο της την υπακοη. Η, ακομα καλυτερα και αντισροφα: θα φερει τον γιο της στην υπακοη. Αυτο πετυχαινει τοσο μονιμοτερα οσο σπανιοτερα κατσαδιαζει. Πετυχαινει τοσο απλουστερα οσο αμεσοτερα η μητερα φερνει τον γιο της στην ακοη. Και πρωτα οχι με το να συγκατανευει ο γιος σ' αυτο, αλλα με το να μην μπορει πλεον να αφησει το να θελει ν' ακουει. Γιατι οχι; Διοτι εχει γινει ενας ακουων γι αυτο στο οποιο ανηκει η ουσιωση του. Γι' αυτο η εκμαθηση δεν επιτελειται ποτε με το κατσαδιασμα.

[παράσταση]

Παράσταση; Ποιος από μας δεν θα ήξερε τι θα πει παράσταση; Όταν παρασταίνουμε κάτι, π.χ. φιλολογικά ένα κείμενο, τεχνοϊστορικά έναν πίνακα, στην χημεία μια οξειδωτική διαδικασία, τότε κάθε φορά έχουμε μια παράσταση από τα αντικείμενα που αναφέρθηκαν. Και πού έχουμε αυτές τις παραστάσεις; Τις έχουμε στο κεφάλι. Τις έχουμε στην συνείδηση. Τις έχουμε στην ψυχή. Έχουμε τις παραστάσεις μέσα μας, τις παραστάσεις των αντικειμένων. Βέβαια εδώ και μερικούς αιώνες η φιλοσοφία μπήκε σφήνα και αμφισβήτησε το κατά πόσον οι παραστάσεις μέσα μας ανταποκρίνονται σε μια πραγματικότητα έξω από εμάς. Οι μεν λένε: ναι· οι άλλοι: όχι· άλλοι πάλι λένε ότι αυτό δεν μπορεί καν να κριθεί, ότι πάντως κανείς μπορεί να πει ότι ο κόσμος, δηλ. εδώ το όλον του πραγματικού, καθόσον παρασταίνεται από εμάς, είναι. "Die Welt ist meine Vorstellung".

[" Ο κοσμος ειναι η παρασταση μου"]. Σ' αυτην την προταση ο Schopenhauer συνοψισε την νοηση της νεοτερης φιλοσοφιας. Ο Schopenhauer πρεπει εδω να αναφερθει διοτι το κυριο εργο του "Die Welt als Wille und Vorstellung" ["Ο κοσμος ως βουληση και παρασταση") απο την εμφανιση του το ετος 1818 καθορισε εκ βαθεων την νοηση ολου του 19ου αιωνα και του 20ου, ακομη κι εκει οπου τουτο δεν φαινεται αμεσα και σαφως, ακομη κι εκει οπου η προταση του καταπολεμαται. Πολυ ευκολα λησμονουμε οτι ενας νοητης επιδρα oυσιαστικοτερα εκει οπου καταπολεμαται και οχι εκει οπου συμφωνουν μαζι του. Ακομη και ο Nietzsche επρεπε να περασει μεσα απο μια αντιπαραθεση με τον Schopenhauer, οπου και ο Nietzsche, παρα την αντιθετη του συλληψη της βουλησης, εμεινε στην θεμελιακη προταση του Schopenhauer: "Ο κοσμος ειναι η παρασταση μου". '0 ιδιος ο Schopenhauer λεγει γι' αυτην την προταση στην αρχη του δευτερου τομου (Κεφ. 1) του κυριου εργου του τα εξης:"

"'0 κοσμος ειναι η παρασταση μου' - οπως και τα ευκλειδεια αξιωματα ειναι μια προταση την οποια ο καθενας πρεπει να αναγνωρισει ως αληθη μολις την ακουσει. – Το να καταστει αυτη η προταση συνειδηση, και να συνδυαστει μ' αυτην το προβλημα της σχεσης του ιδεατου με το πραγματικο, που θα πει του κοσμου μεσα στο κεφαλι με τον κοσμο εξω απο το κεφαλι, τουτο, μαζι με το προβλημα της ηθικης ελευθεριας, απαρτιζει τον κατ' εξοχην χαρακτηρα της φιλοσοφιας των νεοτερων χρονων. Διοτι μονον αφοτου κανεις επι χιλιετηριδες δοκιμασε την απλως αντικειμενικη φιλοσοφια ανακαλυψε οτι, μεταξυ των πολλων τα οποια καθιστουν τον κοσμο τοσο αινιγματικο και αμφισβητησιμο, το πλησιεστερο και το πρωτο ειναι οτι οσο απεραντος και συμπαγης κι αν ειναι, και παλι η υπαρξη του κρεμεται απο μια και μονη κλωστη: και αυτη ειναι η εκαστοτε συνειδηση, μεσα στην οποια στεκει."

Με την διαφωνια στην φιλοσοφια για το τι ειναι η παρασταση στην ουσια της, υπαρχει προφανως μονο μια διεξοδος. Κανεις εγκαταλειπει το πεδιο των φιλοσοφικων θεωριων και κατ' αρχην ερευνα διεξοδικα και επιστημονικα τι συμβαινει καν με τις παραστασεις οι οποιες απαντωνται στα εμβια οντα, προπαντων στον ανθρωπο και στα ζωα. Με τετοιες ερευνες ασχολειται μεταξυ αλλων η ψυχολογια. Σημερα ειναι μια καλα συγκροτημενη και ηδη εκτεταμενη επιστημη, η σημασια της οποιας μεγαλωνει απο ετους εις ετος. Ομως ας αφησουμε κατα μερος τα ερευνητικα αποτελεσματα της ψυχολογιας σχετικα με ο,τι αυτη ονομαζει "παρασταση", οχι διοτι αυτα τα αποτελεσματα ειναι λανθασμενα, η ακομη κι ασημαντα, αλλα διοτι ειναι επιστημονικα αποτελεσματα. Καθοτι ως επιστημονικες προτασεις κινουνται ηδη μεσα σε μια περιοχη η οποια και για την ψυχολογια πρεπει να παραμενει στην προηγουμενως αναφερθεισα αλλη μερια. Γι' αυτο και δεν ειναι αξιο αποριας οταν στην ψυχολογια κατα κανεναν τροπο δεν καθισταται καθαρο τι ειναι αυτο στο οποιο εντασσονται οι παραστασεις: δηλαδη ο οργανισμος του εμβιου οντος, η συνειδηση, η ψυχη, το ασυνειδητο και ολα τα βαθη και τα στρωματα στα οποια υποδιαιρειται η περιοχη της ψυχολογιας. Εδω ολα παραμενουν ερωτηματικα. Και ομως τα επιστημονικα αποτελεσματα ειναι ορθα.

Εαν λοιπον τωρα με το ερωτημα μας, τι ειναι η παρασταση, δεν στηριζομαστε στην επιστημη, προς τουτο δεν μας παρακινει η υπεροψια του παντογνωστη αλλα η προσοχη της αγνοιας.

Στεκουμε εκτος της επιστημης. Αντ' αυτου στεκουμε π.χ. εμπρος σ' ενα ανθισμενο δεντρο - και το δεντρο στεκει εμπρος μας. Το δεντρο κι εμεις παρ-ισταμεθα ο ενας στον αλλο καθως το δεντρο στεκει εκει κι εμεις στεκουμε απεναντι του. Ισταμενοι στη σχεση του ενος προς τον αλλο, του ενος παρα τον αλλο ειμαστε, το δεντρο κι εμεις.

Σ' αυτην την παρασταση δεν προκειται λοιπον για "παραστασεις" που σβουριζουν μεσα στο κεφαλι μας. Ας συγκεντρωθουμε για μια στιγμη, οπως οταν παιρνουμε μια αναπνοη πριν και μετα απο ενα αλμα. Καθοτι τωρα καναμε ενα αλμα εξω απο την τρεχουσα περιοχη των επιστημων και ακομη, οπως θα φανει, και της φιλοσοφιας. Και προς τα που καναμε το αλμα; Μηπως σε μιαν αβυσσο; Οχι. Μαλλον σ' ενα εδαφος. Σε ενα; Οχι. Αλλα στο εδαφος στο οποιο ζουμε και πεθαινουμε, οταν δεν παριστανουμε τιποτα. Παραξενη υποθεση, η μαλιστα και δεινη υποθεση, να πρεπει πρωτα να κανουμε το αλμα ακριβως στο εδαφος στο οποιο στεκουμε. Εαν ειναι αναγκαιο κατι τοσο παραξενο οσο αυτο το αλμα, τοτε θα εχει συμβει κατι το οποιο θα πρεπει να εμβαλει σε σκεψεις. Παντως επιστημονικα παραμενει το πλεον ασημαντο πραγμα του κοσμου, οτι ο καθενας μας ηδη καποτε σταθηκε απεναντι σ' ενα ανθισμενο δεντρο. Και λοιπον; Εμεις, οπως ειμαστε, στεκουμε απεναντι σ' ενα δεντρο και το δεντρο μας παρ-ισταται. Ποιος παρ-ισταται εδω; Το δεντρο η εμεις; Η και οι δυο; Η κανενας απο τους δυο; Οπως ειμαστε δεν στεκουμε απεναντι στο ανθισμενο δεντρο απλως μεσα στο κεφαλι μας η στην συνειδηση, και το δεντρο μας παρ-ισταται ως αυτο το οποιο ειναι. Η μηπως μαλιστα το δεντρο ειναι και προσηνεστερο απο εμας; Μηπως προηγουμενως το δεντρο μας εχει παρα-σταθει ωστε εμεις να μπορουμε να παραβρισκομαστε απεναντι του;

Τι συμβαινει εδω ωστε το δεντρο να μας παρ-ισταται κι εμεις να στεκουμε απεναντι στο δεντρο; Που διαδραματιζεται αυτη η παρασταση οταν στεκουμε απεναντι σ' ενα ανθισμενο δεντρο, εμπρος του; Αιφνης στο κεφαλι μας; Σιγουρα. Στον εγκεφαλο μας μπορουν να γινονται πολλα και ποικιλα οταν στεκουμε σ' ενα λιβαδι κι εχουμε εμπρος μας να στεκει ενα ανθισμενο δεντρο, και το προσλαμβανουμε με την λαμψη και τις μυρωδιες του. Σημερα μαλιστα κανεις μπορει να καταστησει τις διαδικασιες μεσα στο κεφαλι, ως ηλεκτροφυσιολογικα φαινομενα, ακουστικα προσληψιμες μεσω καταλληλων συσκευων μεταλλαγης και ενισχυσης, και να καταγραψει την προοδο τους σε καμπυλες. Κανεις μπορει – σιγουρα! Και τι δεν μπορει ο σημερινος ανθρωπος! Και μαλιστα, μπορωντας, ειναι μεχρις ενος σημειου σε θεση και να βοηθα. Και βοηθα παντου με τις καλυτερες των προθεσεων. Κανεις μπορει - ενδεχομενως κανενας μας δεν υποψιαζεται τι θα μπορει σε λιγο ο ανθρωπος επιστημονικα. Ομως που μενει, για να περιοριστουμε στην περιπτωση μας, που μενει σε ολα τα επιστημονικα καταγραψιμα ηλεκτρoφυσιoλoγικα φαινομενα το ανθισμενο δεντρο; Που μενει το λιβαδι; Που μενει ο ανθρωπος; Οχι ο εγκεφαλος αλλα ο ανθρωπος που ισως αυριο μας πεθανει και που καποτε μας ειχε ερθει; Που μενει η παρασταση κατα την οποια το δεντρο παρ-ισταται και ο ανθρωπος στεκει στο απεναντι του δεντρου;

Ενδεχομενως κατα την τωρα αναφερθεισα παρασταση γινονται επισης πολλα και ποικιλα μεσα σε ο,τι κανεις περιγραφει ως σφαιρα της συνειδησης και θεωρει ως το ψυχικο. Ομως στεκει το δεντρο "μεσα στην συνειδηση" η στεκει στο λιβαδι; Βρισκεται το λιβαδι ως βιωμα μεσα στην ψυχη η εκτεινεται πανω στη γη; Ειναι η γη μεσα στο κεφαλι μας; 'Η στεκουμε πανω στη γη;

Κανεις θα ηθελε να αντικρουσει: προς τι λοιπον τετοια ερωτηματα για μια υποθεση την οποια κανεις ευλογα παραδεχεται αμεσως, καθως για ολον τον κοσμο ειναι ηλιου φαεινοτερο οτι στεκουμε πανω στη γη και, συμφωνα με το επιλεχθεν παραδειγμα, απεναντι σ' ενα δεντρο; Ομως μ' αυτην την παραδοχη ας μην βιαζομαστε υπερβολικα, αυτο το ηλιου φαεινοτερο ας μην το παιρνουμε υπερβολικα αψηφιστα. Διοτι αιφνης τα εγκαταλειπουμε ολα μολις οι επιστημες της φυσικης, της φυσιολογιας και της ψυχολογιας καθως και η επιστημονικη φιλοσοφια, με ολη την βαρυτητα των στοιχειων και των αποδειξεων, εξηγουν πως κατα βαση δεν αντιλαμβανομαστε κανενα δεντρο αλλα στην πραγματικοτητα ενα κενο στο οποιο εδω κι εκει ειναι διεσπαρμενα ηλεκτρικα φορτια τα οποια με ιλιγγιωδη ταχυτητα κινουνται περα δωθε. Δεν αρκει το οτι μονο για τις ουτως ειπειν επιστημονικα αφυλακτες στιγμες παραδεχομαστε οτι φυσικα στεκουμε απεναντι σ' ενα ανθισμενο δεντρο, για να βεβαιωνουμε το ιδιο αυτονοητα την επομενη στιγμη οτι εκεινη η γνωμη φυσικα χαρακτηριζει μονο την απλοϊκη, καθοτι προεπιστημονικη συλληψη των αντικειμενων. Ομως μ' αυτην την βεβαιωση εχουμε παραδεχτει κατι, η βαρυτητα του οποιου σχεδον μας διαφευγει, δηλαδη τουτο, οτι βασικα οι αναφερθεισες επιστημες κρινουν τι στο ανθισμενο δεντρο μπορει να ισχυει ως πραγματικοτητα και τι οχι. Απο που εχουν οι επιστημες, στις οποιες η προελευση της ιδιας τους της ουσιασης πρεπει να παραμενει σκοτεινη, την δικαιοδοσια για τετοιες κρισεις; Απο που εχουν οι επιστημες το δικαιωμα να καθοριζουν τη θεση του ανθρωπου και να προβαλλουν τον εαυτο τους ως το μετρο ενος τετοιου καθορισμου; Ομως τουτο συμβαινει ηδη και οταν ακομη συμβιβαζομαστε σιωπηρα με το οτι η θεση μας απεναντι στο δεντρο ειναι μια προ-επιστημονικα εννοημενη σχεση προς αυτο το οποιο συνεχιζουμε να ονομαζουμε "δεντρο". Στην πραγματικοτητα σημερα μαλλον τεινουμε το ανθισμενο δεντρο να το καταρριψουμε χαριν υποτιθεται υψηλοτερων γνωσεων της φυσικης και της φυσιολογιας.

Οταν το αναλογιστουμε, τι ειναι τουτο, το οτι ενα ανθισμενο δεντρο μας παρα-στεκει, ουτως ωστε εμεις να μπορουμε να στεκουμε στο απεναντι του, τοτε προπαντων και επιτελους πρεπει το ανθισμενο δεντρο να μην το καταρριψουμε αλλα για μια φορα να το αφησουμε να στεκει εκει που στεκει. Γιατι λεμε "επιτελους"; Διοτι μεχρι τωρα η νοηση ποτε δεν το αφησε να στεκει εκει που στεκει.

[απρόσιτο]

Η ιστορική επιστήμη ερευνά π.χ. μια εποχή από κάθε δυνατή άποψη, και πάλι δεν ερευνά ποτέ τι είναι η ιστορία. Αυτό δεν μπορεί καν να το ερευνήσει επιστημονικά. Με μια ιστορική μέθοδο ένας άνθρωπος ποτέ δεν θα βρει τι είναι ιστορία· όπως ένας μαθηματικός επίσης δεν θα μπορέσει ποτέ με μια μαθηματική μέθοδο, δηλ. με την επιστήμη του, που θα πει τελικά με μαθηματικούς τύπους, δεν θα μπορέσει να δείξει τι είναι το μαθηματικό. Η ουσία των περιοχών τους, η ιστορία, η τέχνη, η ποίηση, η γλώσσα, η φύση, ο άνθρωπος, ο θεός - μένει απρόσιτη για τις επιστήμες. Όμως συνάμα οι επιστήμες θα βρίσκονταν συνεχώς στο κενό, αν δεν κινούνταν μέσα σ' αυτές τις περιοχές. Η ουσία των περιοχών που αναφέρθηκαν είναι το θέμα της νόησης. Καθόσον οι επιστήμες ως επιστήμες δεν έχουν καμιά πρόσβαση σ' αυτό το θέμα, πρέπει να ειπωθεί ότι δεν σκέφτονται. Όταν λέγεται αυτό, τότε ακούγεται καταρχήν σαν η νόηση να νομίζει πως υπερέχει απέναντι στις επιστήμες. Αυτό το νόμισμα, όπου υφίσταται, θα ήταν άδικο· διότι ακριβώς επειδή η νόηση κινείται εκεί όπου θα μπορούσε να εννοήσει την ουσία της ιστορίας, της τέχνης, της γλώσσας, όμως ακόμα δεν το μπορεί, πάντα η νόηση γνωρίζει ουσιαστικά λιγότερα από τις επιστήμες. Αυτές φέρουν το όνομά τους τελείως δικαιωματικά διότι γνωρίζουν άπειρα περισσότερα από την νόηση. Κι όμως σε κάθε επιστήμη υπάρχει μια άλλη πλευρά στην οποία, ως επιστήμη, δεν μπορεί να φθάσει ποτέ: η ουσία και η προέλευση της ουσίας της περιοχής της, επίσης η ουσία και η προέλευση της ουσίας του τρόπου της γνώσης τον οποίο ασκεί, και πολλά άλλα. Οι επιστήμες μένουν αναγκαστικά στην μια πλευρά. Μ' αυτήν την έννοια είναι μονόπλευρες, όμως έτσι που η άλλη πλευρά πάντα να προβάλλει κι αυτή. Το μονόπλευρο των επιστημών διατηρεί τον δικό του πολύπλευρο χαρακτήρα. Όμως αυτό το πολύπλευρο μπορεί να επεκταθεί στον βαθμό που το μονόπλευρο, στο οποίο θεμελιώνεται, δεν πέφτει πλέον διόλου στο βλέμμα. Πάντως εκεί που ο άνθρωπος δεν βλέπει καν την μία πλευρά ως την μία, έχει χάσει και την άλλη από τα μάτια. Η διαφορά μεταξύ των δύο πλευρών, το ανάμεσό τους, τρόπον τινά παραχώνεται. Όλα έχουν ισοπεδωθεί σε ένα επίπεδο. Κανείς έχει γνώμη, και τον ίδιο τρόπο της γνώμης, για όλα και για το κάθε τι. Σήμερα κάθε εφημερίδα, κάθε περιοδικό εικονογραφημένο, κάθε ραδιοφωνικό πρόγραμμα παρέχει στην ομοιόμορφη γνώμη με όμοιο τρόπο τα πάντα. Τα αντικείμενα των επιστημών και το θέμα της νόησης χρησιμοποιούνται με την ίδια ομοιομορφία. Πάντως θα πέφταμε σε μια ολέθρια απάτη εάν νομίζαμε ότι η παραπομπή σε τέτοια φαινόμενα εξυπηρετεί έναν χαρακτηρισμό, ή ακόμα και μια κριτική του παρόντος μας. Θα πέφταμε θύματα μιας ολέθριας αυταπάτης εάν νομίζαμε πως αρκεί μια υποτίμηση αφ' υψηλού για να ξεφύγουμε από την αφανή δύναμη της ομοιόμορφης μονόπλευρης γνώμης. Αντίθετα το ζήτημα είναι να δούμε το δεινό, το οποίο εδώ καταρχήν προετοιμάζεται. Η μονόπλευρη γνώμη, η οποία πουθενά πλέον δεν προσέχει την ουσία του θέματος, έχει επεκταθεί στο ολόπλευρο, κι αυτό έχει ενδυθεί την επίφαση του ανώδυνου και του φυσικού. Όμως αυτή η ολόπλευρη γνώμη, που πραγματεύεται τα πάντα ομοιόμορφα και όμοια αστόχαστα, είναι η προετοιμασία πρώτα γι' αυτό που συμβαίνει πραγματικά.

[μηλιά]

[106] Στον κήπο υπάρχει ένα δέντρο. Λέμε γι αυτό: το δέντρο είναι όμορφο. Είναι μηλιά. Αυτόν τον χρόνο δεν είναι πολύ καρπερή. Είναι τόπος όπου συχνά μαζεύονται πουλιά. Ο οπωροκαλλιεργητής μπορεί να πει γι αυτήν και άλλα. Ο επιστήμων βοτανολόγος, ο οποίος παρασταίνει το δέντρο ως φυτό, μπορεί να βρει για το δέντρο ένα σωρό πράγματα. Τέλος φτάνει ένας παράξενος άνθρωπος, και λέει: το δέντρο είναι, δεν είναι τίποτε.

Τι μπορεί να ειπωθεί και να εννοηθεί ευκολότερα; Όλα αυτά, τα οποία κανείς μπορεί να αναφέρει για το δέντρο από την μια και από την άλλη άποψη, η η φράση: το δέντρο είναι; Όταν λέμε αυτήν την φράση, και όταν αυτή είναι ένα λέγειν, όταν αυτή είναι νόηση και όχι απλώς επιπόλαια φλυαρία, τότε ερωτώ και πάλι: τι μπορεί να βρεθεί για το δέντρο ευκολότερα: η ωραία του εμφάνιση και όλα τα υπόλοιπα που γίνονται αντιληπτά επάνω του, η τούτο, ότι είναι;

Εάν σταθούμε για μια στιγμή, και, από όσα ειπώθηκαν, πούμε μόνον την φράση: «το δέντρο είναι», τότε έχουμε πει γι αυτό: «είναι». Τώρα ερωτόμαστε εμείς, αμήχανα μεν, αλλά αποφασιστικά: τι συμβαίνει με αυτό το «είναι», σύμφωνα με το οποίο το δέντρο δεν είναι τίποτε; Πού επάνω στο δέντρο, ή μέσα στο δέντρο, ή πίσω από το δέντρο κρύβεται αυτό το οποίο το «είναι» ονομάζει; Σίγουρα, λέμε το «είναι» κάθε μέρα αμέτρητες φορές. Ακόμη και όταν δεν το λέμε, μέσω αυτού του βοηθητικού ρήματος αναφερόμαστε συνεχώς και παντού σε αυτό, το οποίο είναι. Όμως μπορεί ήδη αυτό, το ότι παίρνουμε το «είναι» τόσο αψήφιστα, να δώσει την αφορμή για την απόδειξη ότι αυτή η λέξη δεν έχει και κανένα βάρος; Ποιος θα επιχειρούσε, απόλυτα και αστήρικτα, να αρνηθεί ότι τελικά αυτό το βοηθητικό ρήμα ονομάζει το βαρύτερο και το δυσκολότερο που μένει να ειπωθεί;

Προς στιγμήν ας διαγράψουμε το «είναι» και την φράση «το δέντρο είναι». Ας υποθέσουμε πως ακόμη δεν έχει ειπωθεί καν. Ας δοκιμάσουμε τότε να πούμε: το δέντρο είναι όμορφο - το δέντρο είναι μηλιά - δεν είναι πολύ καρπερό. Δίχως εκείνο το «είναι» στην φράση «το δέντρο είναι», αυτές οι αποφάνσεις, και μαζί όλη η βοτανική επιστήμη, θα έπεφταν στο κενό. Και όχι μόνον αυτό. Κάθε ανθρώπινη αναφορά σε κάτι, κάθε ανθρώπινη διαμονή σε αυτήν η εκείνην περιοχή του όντος, θα παρασέρνονταν ακάθεκτα πέρα στο κενό, εάν δεν μιλούσε το «είναι». Ούτε καν πέρα δεν θα μπορούσε η ανθρώπινη ουσίωση να παρασυρθεί, διότι προς τούτο θα έπρεπε να ήταν ήδη στο εδώ [Da].

Τονίζεται ακόμη μια φορά: το ότι παίρνουμε το «είναι» τόσο ελαφρά, διόλου δεν αποδεικνύει πως αυτό, και το από αυτό ονομαζόμενο, δεν κρύβει μέσα του μια βαρύτητα την οποία σχεδόν δεν είμαστε σε θέση να προσμετρήσουμε. Βέβαια, το ότι μπορούμε να παίρνουμε το «είναι» τόσο ελαφρά, δείχνει πόσο παραμένουμε απειλούμενοι από τον συνεχή κίνδυνο μιας πλάνης. Είναι τόσο μεγαλύτερος, όσο δεν φαίνεται καν να υφίσταται.

Και όμως θα ήταν βεβιασμένο να αποτιμήσουμε την επίφαση μιας ανυπαρξίας εκείνου του κίνδυνου σαν κάτι το ελλειμματικό και φθαρτικό. Ίσως σε εκείνην την επίφαση και στην φαινομενική αδιαφορία για το «είναι», την οποία αυτό φέρνει μαζί του, έγκειται η μόνη δυνατότητα για τους θνητούς, να απολήξουν στην αλήθεια.

Η φράση «το ον είναι» παραμένει ατέλειωτα μακριά από μια κενή κοινοτοπία. Πολύ περισσότερο, περιέχει το πληθωρικότερο μυστήριο κάθε νόησης, και μάλιστα σε ένα πρώτο νεύμα του λόγου.[...] Όμως [...] πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι ο λόγος αυτός διόλου δεν λέγεται από τον Παρμενίδη ως λόγος μιας από αυτόν τεθείσας αξίωσης. Πολύ περισσότερο, ο λόγος καταλογίζεται στον ίδιον τον Παρμενίδη. Διότι πάραυτα ακολουθούν οι λέξεις:

τα σ εγω φραζεσθαι ανωγα

Αυτά εγώ σε καλώ να ενστερνιστείς.

Εγώ. Ποιος είναι αυτό το «εγώ»; Οπωσδήποτε κάτι το οποίο καλεί, οπωσδήποτε ένα κάλεσμα το οποίο μιλεί στον νοούντα, και μάλιστα του μιλεί για δρόμους. Τον παραπέμπει σε τρεις δρόμους: σε έναν τέτοιον, τον οποίο η νόηση έχει προπάντων να διαβεί, σε έναν τέτοιον, τον οποίο έχει επίσης να λάβει υπόψη, και σε έναν, ο οποίος για την νόηση παραμένει αδιάβατος. Η κλήση καλεί την νόηση ενώπιον δρόμων, δρόμου ανυπόστατου, και δρόμους παρακαμπτήριου, σε ένα σταυροδρόμι. Μόνον που ο δρόμος της νόησης είναι τέτοιος που αυτό το σταυροδρόμι ποτέ δεν μπορεί να προσμετρηθεί με μια και μοναδική απόφαση, και με το να πάρει κανείς τον ένα δρόμους, και τον δρόμους ποτέ δεν μπορεί κανείς να τον διαβεί και να τον αφήσει πίσω του. Το σταυροδρόμι συνοδεύει στον δρόμους, κάθε στιγμή. Που οδηγεί αυτό το παράξενος τρίστρατο; Που αλλού παρά στο πάντα άξιον ερωτήματος;

[παρατακτικό]

Ένα παιδί λέει π.χ. για έναν σκύλο που πηδά δίπλα του:

"Γαβ γαβ κακό δαγκάνει."

"Γαβ γαβ:

κακό:

δαγκάνει."

Οι άνω κάτω τελείες που τοποθετήθηκαν δείχνουν, καταρχήν εκ των έξω, τον τρόπο πώς διατάσσονται οι λέξεις της πρότασης μεταξύ τους. Στην διάταξη υπάρχει η τάξη. Στην πρόταση οι λέξεις ακολουθούν η μια την άλλη ασύνδετα. Παρατάσσονται η μια δίπλα στην άλλη. Η τάξη των λέξεων είναι παρατακτική. Όχι όπως το παρουσιάζει η συνηθισμένη παράφραση: "Κάνει γαβ γαβ, άρα είναι κακό και δαγκάνει." Με το "άρα" και με το "και" οι λέξεις συνδέονται επί τούτου. Η συνηθισμένη παράφραση της πρότασης συντάσσει τις λέξεις μεταξύ τους με την παρεμβολή συνδετικών. Η παράφραση, ως προς την τάξη των λέξεων, είναι συντακτική.

Το συντακτικό είναι η γραμματική με την ευρύτατη έννοια. Η δομή των γλωσσών παρασταίνεται μέσα από το συντακτικό. Όπου απαντώνται γλώσσες στις οποίες λείπει το συντακτικό, κατά το πλείστον η δομή τους κατανοείται ως απόκλιση από το συντακτικό ή ως μη κατάληξη στο συντακτικό. Έτσι βρίσκουν το παρατακτικό ιδιαίτερα στις γλώσσες των πρωτογόνων λαών. Η παρατακτική ομιλία συναντάται και στις συντακτικά δομημένες γλώσσες, π.χ. στα παιδιά. Και το πράγμα κολλάει καθώς βέβαια τα παιδιά επίσης θεωρούνται πρωτόγονα. Ένα παιδί λέει π.χ. για έναν σκύλο που πηδά δίπλα του: "Γαβ γαβ κακό δαγκάνει."

[χρη]

Το χρη ανήκει στο ρήμα χραω, χρησθαι. Σ’ αυτό βρίσκεται η λέξη η χειρ, το χέρι. χραω, χραομαι θα πει: χειρίζομαι, και κρατώ έτσι στο χέρι, χρησιμοποιώ, χρειάζομαι. Από αυτήν την δια του ανθρώπου ασκούμενη χρήση θα δοκιμάσουμε να υποδείξουμε την ουσίωση του χρειάζομαι. Αυτό διόλου δεν επιφέρεται και δεν επιτελείται από τον άνθρωπο πρώτα. "Χρειάζομαι" δεν σημαίνει ούτε και απλώς νέμομαι, καταπονώ και εξαντλώ. Το νέμομαι είναι μόνον η εκτρωτική και η τελική μορφή του χρειάζομαι. Όταν π.χ. χειριζόμαστε ένα πράγμα, το χέρι πρέπει να μετρηθεί με το πράγμα. Στο χρειάζομαι έγκειται το ανταποκρίνομαι κατά το αρμόζον μέτρο. Το ιδίως χρειάζομαι δεν υποβαθμίζει το χρειώδες, αλλά το χρειάζομαι καθορίζεται εκ του ότι αφήνει στο χρειώδες την ουσίωσή του. Όμως αυτό το αφήνω διόλου δεν εννοεί το ξέγνοιαστο της άνεσης, ή ακόμη και της παράλειψης. Αντιθέτως: το ιδίως χρειάζομαι, είναι που πρώτα φέρνει το χρειώδες στην ουσίωσή του και το κρατεί εντός της. Η χρήση, εννοημένη έτσι, είναι καθεαυτήν η αξίωση να επαφεθεί κάτι στην ουσίωσή του, και το χρειάζομαι να μην το εγκαταλείψει. Το χρειάζομαι είναι: επάφεση στην ουσίωση, είναι διατήρηση στην ουσίωση.

Το ιδίως χρειάζομαι, δεν είναι ούτε απλώς νέμομαι, όμως ούτε μόνον ένα έχω ανάγκη. Το απλώς αναγκαίο το νέμομαι από την ανάγκη μιας ζήτησης. Το νέμομαι και το έχω ανάγκη μένουν πάντοτε πίσω από το ιδίως χρειάζομαι. Τούτο σπάνια είναι εμφανές, και οπωσδήποτε δεν είναι υπόθεση των θνητών. Στην ευνοϊκότερη περίπτωση οι θνητοί φωτίζονται από το φως του χρειάζομαι. Επομένως η ουσίωση του χρειάζομαι ποτέ δεν μπορεί να διευκρινιστεί και μέσω μιας απλής διάκρισης από το νέμομαι και το έχω ανάγκη. (...)

Όταν όμως τώρα η λέξη, στην μορφή του χρη, ονομάζεται στην αρχή μιας νοούσας ρήσης, και μάλιστα της προκείμενης, τότε, δίχως να περιπέσουμε σε αυθαιρεσία, μπορούμε να υποθέσουμε πως το εδώ ονομαζόμενο "χρειάζομαι" λέγεται με ένα υψηλό, εάν όχι με το ύψιστο νόημα. (...) μεταφράζουμε το χρη με: "χρειάζεται...". (...)

Χρειάζεται. Αυτό ακούγεται όπως: βρέχει, αστράφτει, φυσάει, βραδιάζει. Στην γραμματική και στην λογική τέτοιες προτάσεις ονομάζονται απρόσωπες ή προτάσεις άνευ υποκειμένου. Επομένως το χρη θα ήταν μια πρόταση, το υποκείμενο της οποίας λείπει. Το λατινικό pluit, βρέχει, είναι η ίδια περίπτωση. Η βροχή δεν αναφέρεται σε κανένα πρόσωπο. Επομένως η πρόταση είναι απρόσωπη. Ή μήπως η βροχή βρέχει έτσι όπως η αστραπή αστράφτει; Η μήπως δεν ισχύει ούτε κι αυτή η διατύπωση; Βρισκόμαστε στο σκοτάδι.

Με τους τίτλους "απρόσωπες, άνευ υποκειμένου προτάσεις" απλώς διαπιστώνεται κάτι αρνητικό, και ίσως ούτε καν επαρκώς. Διότι στις γερμανικές προτάσεις αυτού του είδους υπάρχει το "es". Πάντως για το "es" κανείς δεν θά ‘πρεπε να μιλά ποτέ, όσο δεν φέρεται στο βλέμμα η ουσιακή περιοχή, μέσα από την οποία η λέξη εκάστοτε μιλά. Το "es", έτσι διευκρινίζουν, σημαίνει το απρόσωπο. Το "απρόσωπο" εννοεί αυτό που δεν είναι ούτε αρσενικό ούτε θηλυκό. Το "απρόσωπο" δεν εννοεί κανένα από τα δύο, αλλά το ουδέτερο. Σίγουρα.

Όμως από πού κανονίστηκε ότι το προσωπικό και η διαφορά των φύλων επαρκούν, ώστε με την βοήθεια μιας αρνητικής διάκρισης ως προς αυτά να εννοηθεί το "απρόσωπο" θεματικά σωστά, και τούτο θα πει: να κρατηθεί στο Άξιον Ερωτήματος; Το ότι ένας τέτοιος λόγος όπως: φυσάει, αστράφτει, έχει υγρασία, ξημερώνει κ.ο.κ. μιλά ιδιαίτερα εμφατικά και συχνά μέσα από την περιοχή του καιρού, κάνει εντύπωση. Όπου τον "καιρό" πρέπει να τον εννοήσουμε με την ευρεία και ουσιακή έννοια των φαινομένων που ανήκουν στην όψη του ουρανού. Δεν θα ισχυριστεί κανείς βέβαια πως η γραμματική και η λογική διαφώτισαν την ουσίωση αυτού του παράξενου πράγματος επαρκώς, και τούτο θα πει συγχρόνως, με την αναγκαία διακριτικότητα. Αυτό βέβαια δεν είναι και η δουλειά τους.

"Χρειάζεται". Ποιος ή τι είναι το "απρόσωπο"; Ερωτάμε, κι ερωτάμε πολύ πρόωρα κι ερωτάμε πολύ χονδροειδώς. Διότι και πάλι, δίχως δεύτερη σκέψη, το θεωρούμε δεδομένο πως για το "απρόσωπο" μπορεί και επιτρέπεται να ερωτηθεί ένα: ποιο "απρόσωπο";, ή ένα: ποιος "απρόσωπος"; (...)

Κι εάν το "απρόσωπο" στο "χρειάζεται" έτεινε να εμφανιστεί μέσα από την επαρκώς επερωτηθείσα χρεία και το χρειάζομαι;

(...)

"χρειάζεται..." σημαίνει κάτι ουσιακότερο από: είναι αναγκαίο. Διότι στην ρήση του Παρμενίδη δεν πρόκειται ούτε για μια ανάγκη με την τρέχουσα έννοια, ούτε για έναν ωμό εξαναγκασμό, ούτε βέβαια για ένα πρέπει με την έννοια ενός τυφλού καταναγκασμού. Τέτοιες σημασίες μπορεί να συνηχούν στην έκφραση "χρειάζεται". Όμως και τότε πρέπει κάθε φορά πρώτα να ερωτάμε, από πού προέρχεται μια τέτοια συνήχηση, εάν εδώ δεν έρχεται σε λόγο ένα βαθύτερα εννοημένο "χρειάζεται". Έτσι είναι στον Hölderlin. (...)

Στην τελευταία στροφή του ύμνου του "Der Ister" ("Ο Ίστρος") ο Hölderlin λέει:

"Es brauchet aber Stiche der Fels

Χρειάζεται όμως σκαφές ο βράχος

Und Furchen die Erd',

Κι αυλάκια η γη,

Unwirthbar wär es, ohne Weile;"

Αφιλόξενα θά ‘ταν, δίχως μονή·

Αφιλόξενα είναι εκεί όπου λείπει η δυνατότητα να προσφερθεί ένα γεύμα, τροφή και ποτό. Εδώ δεν υπάρχει καμμιά διαμονή για τους θνητούς. Στην διατροφή και την διαμονή των θνητών ανήκουν το νερό απ’ τον βράχο και το στάρι απ’ τον αγρό:

"Χρειάζεται όμως σκαφές ο βράχος

Κι αυλάκια η γη".

Οι σκαφές της αξίνας σπάζουν το βράχο. Διανοίγουν στα νερά την τροχιά. (...)

"Χρειάζεται όμως σκαφές ο βράχος / Κι αυλάκια η γη." Θα ακούγαμε πολύ επιπόλαια και στενά, εάν εδώ το "Χρειάζεται όμως..." το ερμηνεύαμε μόνον ως: έχει ανάγκη όμως... Διότι ο βράχος ως βράχος έχει ανάγκη τις σκαφές τόσο λίγο όσο κι η γη τα αυλάκια. Όμως είναι η ουσίωση του φιλόξενου και της διαμονής, που κάνει να τους ανήκουν πηγές νερών και καρποί των αγρών. «Χρειάζεται» λέει εδώ: υφίσταται μια ουσιακή αλληλέχεια ανάμεσα στο βράχο και τις σκαφές, ανάμεσα στ’ αύλάκια και τη γη εν μέσω της ουσιακής περιοχής η οποία διανοίγεται με την κατοίκηση της γης. Η κατοίκηση των θνητών έχει τον δικό της ιδιαίτερο τόπο. Όμως η τοποθεσία του δεν καθορίζεται καταρχήν από τα απάτητα σημεία της γης. Μέσα από κάτι άλλο μετράται και διανοίγεται. Πρώτα από εκεί προσδέχεται η κατοίκηση των θνητών το μέτρο της.

μεταβαση

Η λέξη, η οποία στην ρήση του Παρμενίδη δίνει τον βασικό τόνο, είναι το: χρη. Τώρα το μεταφράζουμε με: "χρειάζεται". Ακόμη και όταν καταρχήν ακούμε την ρήση γενικά μόνον, αυτή μιλά για λόγο και νόηση, για το ον, για το είναι. Μιλά για το ύψιστο και το βαθύτατο, για το ευρύτατο και το πλησιέστατο, για το κρυφιότατο και το λαμπερότατο που είναι καν λεκτό στον θνητό λόγο. Αυτό μας δίνει την αφορμή και το δικαίωμα να υποθέσουμε πως και η λέξη χρη λέγεται με ένα υψηλό νόημα.

(...)

Το εύρος του ανοίγματος της σημασίας της ανήκει οπωσδήποτε στην ουσίωση κάθε λέξης. Τούτη πάλι έγκειται στο μυστήριο της γλώσσας. Αυτή επιτρέπει και τα δύο: αφενός το ότι υποβαθμίζεται σε ένα απλό, στον καθένα χρήσιμο σύστημα σημείων, και επιβάλλεται ως δεσμευτικο· αφετέρου ότι η γλώσσα σε μια μεγάλη στιγμή λέει μία και μόνη φορά ένα μοναδικό, το οποίο μένει ανεξάντλητο, διότι είναι πάντοτε απαρχίζον και γι’ αυτό απρόσιτο για κάθε είδος ισοπέδωσης. Και οι δύο δυνατότητες της γλώσσας [σελ. 169] βρίσκονται τόσο μακρυά η μια από την άλλη, που η ξένωση μεταξύ τους θα μετρώνταν ανεπαρκώς ακόμη και όταν κανείς θα ήθελε να την χαρακτηρίσει ως άκρα αντίθεση.

Ανάμεσα στις ονομασθείσες δυνατότητες, στις οποίες μιλά η γλώσσα, ταλαντεύεται η συνήθης ομιλία. Εγκλωβίζεται σ’ αυτόν τον μέσο όρο. Ο μέσος όρος καθίσταται το κανονιστικό. Σε τούτο προσκολλάται το σύνηθες, το οποίο δείχνει όπως το ειωθός. Εάν τότε η συνήθης ομιλία εξαπλωθεί και γίνει μόνος δεσμευτικός κανόνας κάθε λόγου, τότε κάθε λέξη, η οποία αποκλίνει απ’ αυτόν, εμφανίζεται πάραυτα ως αυθαιρεσία και παράβαση. Σε μια τέτοια επίφαση σταματά τώρα και το χρη, όταν κατά την μετάφρασή του αντί: "Είναι αναγκαίο" λέμε: "χρειάζεται..."

Όμως κάποτε θα μπορούσε να είναι καιρός, η γλώσσα να μην μείνει δεμένη στην αλυσίδα της συνήθους ομιλίας αλλά, μέσα από τον υψηλό της λόγο, να μείνει χορδισμένη στον βασικό τόνο της, χωρίς συνάμα η συνήθης ομιλία να αποτιμάται ως απόρριμμα η ως χαμηλή. Σε μια τέτοια περίπτωση τότε δεν θα ήταν πλέον επαρκές ούτε και να μιλάμε για έναν υψηλό λόγο, διότι και τούτος, τουλάχιστον σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό, εκτιμάται πάντα από τον κατώτερο.

Προς τι αυτή η παραπομπή στην γλώσσα; Για να τονίσουμε στον εαυτό μας εκ νέου πως μέσα της και μαζύ της κινούμαστε επάνω σε ασταθές έδαφος, καλύτερα, μέσα στα κύματα ενός πελάγους.

χρη: "χρειάζεται...". Εννοημένο σύμφωνα με την υψηλή του σημασία, χρειάζομαι θα πει: επαφήνω στην ουσίωση και διατηρώ το επαφημένο. Για να φέρουμε την ακοή μας στην κατεύθυνση αυτής της σημασίας της λέξης, θα επιχειρήσουμε να διασαφηνίσουμε το "χρειάζεται" μέσω δύο σημείων από την ποίηση του Hölderlin.

Το ένα σημείο ανήκει στον ύμνο "Ο Ίστρος":

"Χρειάζεται όμως σκαφές ο βράχος

Κι αυλάκια η γη,

Αφιλόξενα θά ‘ταν, δίχως μονή"

Εδώ το "χρειάζεται" ονομάζει μια ουσιακή αλληλουχία μεταξύ βράχου και σκαφών, μεταξύ γης και αυλακιών. Όμως αυτή η ουσιακή αλληλουχία πάλι καθορίζεται από την ουσίωση του φιλόξενου και της μονής. Φιλοξενία και διαμονή χαρακτηρίζουν την κατοίκηση των θνητών επάνω σ’ αυτήν την γη. Η κατοίκηση όμως πάλι δεν έχει το αίτιό της στον εαυτό της. (Συνέχεια σελ. 117)

[Υπό το μέτρον]

[117] Ένα άλλο σημείο από την ποίηση του Hölderlin βρίσκουμε στον ύμνο "Die Titanen", "Οι Τιτάνες". Λέει:

"Denn unter dem Maasse

"Διότι υπό το μέτρον

Des Rohen brauchet es auch

Το ωμό επίσης χρειάζεται

Damit das Reine sich kenne."

Ώστε το καθαρό να γνωρίσει τον εαυτό του."

"Υπό το μέτρον", για τον Hölderlin θα πει: υπό τον ουρανό. Όμως, σύμφωνα με το όψιμο ποίημα το οποίο αρχίζει: "In lieblicher Bläue blühet...", "Ανθεί σ’ εράσμια κυανότητα...", η όψη του ουρανού είναι εκείνο στο οποίο λανθάνει ο άγνωστος θεός. "Υπό το μέτρον", που θα πει, υπό τον έτσι θεωρούμενον ουρανό, είναι ο τόπος τον οποίο οι θνητοί της γης κατοικούν. Στην γη την ίδια δεν υπάρχει κανένα μέτρο. Από την γη δεν μπορεί να ληφθεί, καθόσον μάλιστα η γη ποτέ δεν μπορεί αφεαυτής να είναι γη κατοικήσιμη.

"...υπό το μέτρον

Το ωμό επίσης χρειάζεται."

Το ωμό δεν επιπροστίθεται επίσης στο καθαρό. Το καθαρό δεν έχει ανάγκη το ωμό. Αντιθέτως βέβαια, εδώ ανήκει ότι το καθαρό εμφαίνεται ως το καθαρό, και επομένως ως το άλλο, και έτσι μόνον το ωμό ουσιώνεται σαν τέτοιο. «...υπό το μέτρον», που θα πει, επί γης, υπό τον ουρανό, το καθαρό μπορεί καθεαυτό να είναι ως το καθαρό, καθόσον αφήνει το ωμό δίπλα του στην ουσιακή γειτονία και το διατηρεί εντός της. Με τούτο δεν καταφάσκεται το ωμό. Και όμως υφίσταται δικαίως, δηλαδή δικαιώνοντας την ουσίωσή του ως το κατ’ αυτόν τον τρόπο χρειώδες.

Όλα αυτά παραμένουν δυσνόητα. Δεν συλλαμβάνονται με απλή διαλεκτική του ναι και όχι. Κι ακόμη κινδυνεύουν από δυνατές παρερμηνείες. Διότι ούτε πρόκειται για μια χονδροειδή δικαίωση του ωμού, εκλαμβανόμενου καθεαυτού, ούτε εμφανίζεται το ωμό απλώς στον ρόλο αυτού το οποίο πρέπει να κατατροπωθεί, ώστε το καθαρό, εκλαμβανόμενο καθεαυτό, να είναι. Διότι "υπό το μέτρον" δεν υπάρχει ούτε η αυταρέσκεια του καθαρού ούτε η αυτοδυναμία του ωμού διαχωρισμένη από το άλλο της, το οποίο χρειάζεται.

Και πάλι το «χρειάζεται» ονομάζει μια επάφεση της ουσίωσης, μέσα από την οποία παρέχεται και κυρώνεται, που θα πει φωλιάζει, για τους θνητούς η κατοίκηση επάνω σ αυτήν την γη. Μια ακόμη βαθύτερη ουσίωση του «χρειάζεται» υπολανθάνει στην όγδοη στροφή του ύμνου «Der Rhein», «Ο Ρήνος». Να την αναλογιστούμε, είμαστε απροετοίμαστοι.

(...)

Όμως την υψηλή σημασία του χρη, "χρειάζεται", η οποία μιλά στην ρήση [του Παρμενίδη], η νόηση καταρχήν μόνον να την υπονοήσει μπορεί. Στο στην ρήση του Παρμενίδη νοητέο, απ’ αυτόν πουθενά διευκρινιζόμενο "χρειάζεται", υπολανθάνει ένα ουσιακά ακόμη βαθύτερο και ευρύτερο νόημα από την λέξη στην γλώσσα του Hölderlin. Αυτό μπορούμε ίσως να το ακούσουμε ιδιαιτέρως μόνον όταν προσμετρήσουμε το «(απρόσωπο) χρειάζεται» το οποίο αρχίζει να μιλά στο χρη της ρήσης του Παρμενίδη.

Το χρήζον επαφήνει το χρειώδες στο ίδιον της ουσίωσής του και το διατηρεί εντός της. Αυτή η επάφεση και διατήρηση χαρακτηρίζει το εδώ ονομαζόμενο χρειάζομαι, όμως διόλου δεν εξαντλεί την ουσίωσή του. Το έτσι νοητέο χρειάζομαι δεν είναι πλέον και δεν είναι ποτέ υπόθεση ανθρώπινης δράσης και επίδρασης. Ωστόσο αντιθέτως ο,τι η θνητή δράση κάνει κι αφήνει, ανήκει στην περιοχή της αξίωσης του χρη. Το χρειάζομαι κελεύει το χρειώδες στην ιδιάζουσα ουσίωση του. Σ’ αυτό το χρειάζομαι υπολανθάνει ένα κέλευσμα, ένα κάλεσμα. Στο χρη της ρήσης του Παρμενίδη ονομάζεται μια κλήση, εάν και δεν εννοείται επί τούτου και ούτε καν εντοπίζεται. Κάθε πρωτάρχουσα και ιδιάζουσα ονομασία λέγει ένα άρρητο, και μάλιστα έτσι ώστε αυτό να μένει άρρητο.