Πριν από εικοσιπέντε χρόνια, όταν έκανα την ειδικότητα μου στην ψυχιατρική και στην ψυχανάλυση, είχα ένα όνειρο. Σ' αυτό το όνειρο έδινα εξετάσεις στην ειδικότητα κι ένας εξεταστής, ένας επιμελητής, άγνωστος μου, με ρωτούσε τι γνωρίζω για τα αρχαία ελληνικά και στο όνειρο απορούσα τι χρειάζονται τα αρχαία στην ψυχανάλυση.
Το όνειρο πρέπει να είχε μια προφητική διάσταση γιατί μετά από μερικά χρόνια, και έκτοτε όλο και πιο αποφασιστικά, ασχολήθηκα με τα αρχαία και μπορώ να πω ότι έγιναν καθοριστικά για τον τρόπο με τον οποίο καταλαβαίνω και ασκώ την ψυχανάλυση.
Θα πρέπει να πούμε ότι ο χώρος της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης είναι ένας χώρος ο οποίος δεν έχει καμιά παράδοση στην ελληνική γλώσσα.
*
Στα ελληνικά, στην πρώτη ελληνική νόηση, «ψυχή» είναι αυτό που ονομάζουμε «πνοή». Ψύχω θα πει «πνέω». Όταν, π.χ., στον τρωικό πόλεμο ο Έκτορας ρίχνει το δόρυ του εναντίον του Αχιλλέα, η Αθηνά σηκώνει έναν άνεμο κι ο άνεμος ρίχνει το δόρυ κάτω στο έδαφος μπροστά στα πόδια του Αχιλλέα. Το ρήμα το οποίο χρησιμοποιεί εδώ ο Όμηρος είναι «ψύχω».
Ψυχή λοιπόν είναι πνοή. Μπορούμε ήδη ένα ίχνος αυτής της σημασίας να το δούμε σήμερα, όταν ακριβώς μιλάμε για «πνοή» μ' αυτήν την ευρύτερη έννοια, όταν μιλάμε για ένα «έργο μεγάλης πνοής», όταν μιλάμε για κάτι το «μεγαλόπνοο» ή για κάτι το «μικρόπνοο». Από εδώ θα έπρεπε να ξεκινήσουμε, εάν θέλαμε να δούμε τι θα πει η λέξη «ψυχή» πριν καταστεί ένα σημαίνον, ένας τεχνικός όρος, έχοντας εγκαταλείψει την παράδοση και την ιστορία του.
*
Ένα άλλο παράδειγμα του προβλήματος της μετάφρασης είναι, π.χ:, αυτό που λέει η λέξη μας «ενοχή». Στην ψυχολογία, στη γλώσσα του Freud, στα γερμανικά, η «ενοχή» μεταφράζει τη λέξη «Schuld». «Schuld» θα πει βασικά «χρέος», «υποχρέωση».
Η «ενοχή», αν την ακούσουμε πραγματικά, λέει κάτι τελείως άλλο. Η ενοχή έχει να κάνει με το «ενέχομαι». Όταν είμαι ένοχος για ένα έγκλημα, αυτό θα πει ότι ενέχομαι σ' αυτό το έγκλημα, όχι ότι έχω κάποιο χρέος, κάποια υποχρέωση. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα.
Όταν λοιπόν, όπως συνήθως γίνεται, άκριτα παίρνουμε ως μετάφραση τον ξένο όρο και τον χρησιμοποιούμε, έχοντας όμως στον νου μας τη γερμανική, τη γαλλική, την αγγλική λέξη, τότε αδικούμε τη δική μας, την ελληνική λέξη και τελικά δεν ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε.
*
Και ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην κλασική ψυχανάλυση και στην, ας την πούμε έτσι, ελληνική της εκδοχή; Μπορούμε να το δούμε με ένα παράδειγμα, ένα παράδειγμα που αφορά τους αρχαίους και που είναι κοινός τόπος στην ψυχανάλυση, το λεγόμενο «οιδιπόδειο σύμπλεγμα». Στον Freud, και στην κλασική ψυχαναλυτική σκέψη, το οιδιπόδειο, με δυο λόγια, είναι εκείνο το σύμπλεγμα, κατά το οποίο το μικρό αγόρι θέλει να σκοτώσει τον πατέρα του και να παντρευτεί τη μητέρα του.
Ασχολήθηκα λοιπόν με την τραγωδία του Σοφοκλή Οιδίπους Τύραννος, καταρχήν με το σκοπό να δω τι λέει ο Σοφοκλής, και αυτό που ανακάλυψα είναι καταρχήν ότι στον Οιδίποδα του Σοφοκλή, στον γνήσιο Οιδίποδα, δεν υπάρχει κανένα «θέλω». Ο Οιδίποδας σκοτώνει τον πατέρα του, παντρεύεται τη μητέρα του, όμως αυτό δεν είναι κανένα προϊόν επιθυμίας. Έτσι γίνεται.
*
Πώς συμβαίνει τώρα και ο Freud μεταφράζει αυτό το «γίνεται» σε ένα «θέλω», σε ένα «επιθυμώ»; Αυτό μπορούμε να το δούμε μόνο -κι εδώ μπαίνει λοιπόν μια άλλη διάσταση, αυτή της σημασίας της φιλοσοφικής σκέψης στην ψυχανάλυση- μπορούμε να το δούμε λοιπόν μόνο μέσα από την κυρίαρχη εννόηση των πραγμάτων στον 18ο-19ο αιώνα όπου αυτό το οποίο είναι ερμηνεύεται ως βούληση, ως θέλω.
*
Αυτό λοιπόν το οποίο είναι μια ιστορική φάση στη σκέψη, μια εποχή στην οποία ακριβώς η βούληση γίνεται κυρίαρχη, ο Freud την παίρνει απόλυτα, θεωρεί ότι ίσχυε πάντα, ότι θα ισχύει πάντα, γι' αυτόν είναι κάτι αυτονόητο λοιπόν και έτσι τα πάθη του Οιδίποδα τα μεταφράζει σε αποτελέσματα βούλησης, έστω κι αν αυτή η βούληση είναι, όπως λέει, «υποσυνείδητη».
*
Αν δούμε τον ίδιο τον Οιδίποδα λοιπόν και προσέξουμε αυτό που ο Σοφοκλής γράφει, θα δούμε κάτι άλλο. Στην τραγωδία του Αντιγόνη, η κόρη του Οιδίποδα Ισμήνη μιλάει για τον πατέρα της, τον «δύστυχο» πατέρα της, και λέει ότι γι' αυτόν μητέρα και γυναίκα είναι «διπλούν έπος», «διπλό όνομα» - όπου «όνομα» δεν θα το καταλάβουμε ως σημαίνον αλλά ως ακριβώς τη μορφή, και τη μοίρα, που έχει σημαδέψει τον Οιδίποδα και τον έχει εμπλέξει σ' αυτό το διπλό: μητέρα, γυναίκα. Κι αυτό η Ισμήνη το παρουσιάζει σαν το τραγικό της μοίρας του Οιδίποδα.
Στους αρχαίους το τραγικό είναι αυτό που με μια λέξη θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «σύγχυση»: Η μητέρα δεν είναι μητέρα αλλά είναι μητέρα και γυναίκα μαζί. Σ' αυτήν τη δίνη είναι όπου βρίσκεται ο Οιδίποδας μπλεγμένος.
Τι σημαίνει αυτό τώρα για μας; Όσον αφορά πράγματα που γνωρίζουμε από τους αρχαίους, μια ερώτηση που θα μας δείξει τι μπορεί αυτά να σημαίνουν, είναι το εάν, π.χ., αυτό που συμβαίνει στον Οιδίποδα μας αφορά και πώς. Μήπως κατά έναν τρόπο και εμείς βρισκόμαστε, κινδυνεύουμε να βρεθούμε σε μια παρόμοια σύγχυση;
*
Ποια η σχέση ψυχανάλυσης και φιλοσοφίας; Κλασικά ο Freud δεν είχε σε καμιά εκτίμηση τους φιλοσόφους. Για τον Freud όλα είναι θέμα ψυχικών διεργασιών, ακόμα και οι φιλοσοφικές ενοράσεις. Αναφέρω για παράδειγμα τις απριορικές μορφές του χρόνου και του χώρου στον Kant, για τις οποίες ο Freud μιλάει κάπου λέγοντας ότι κι αυτές ακόμα είναι θέμα ψυχικών μηχανισμών και σ' αυτούς ανάγονται.
Αυτή είναι η γνωστή θέση του λεγόμενου «ψυχολογισμού», για τον οποίο τα πάντα τελικά ανάγονται σε ψυχικές διεργασίες. Δεν μπορούμε εδώ να μπούμε στο όλο φάσμα αυτού του ερωτήματος. Αυτό που θα μπορούσα να πω είναι ότι, όπως κάθε «-ισμός» μ' αυτήν την έννοια, έτσι κι ο ψυχολογισμός άγεται από μια άμετρη υπεροψία - όταν έχει την αξίωση ακριβώς να κυριαρχεί πάνω σε όλα και να θέτει τον εαυτό του ως τον ύστατο κριτή.
Αν λοιπόν αφήσουμε τον ψυχολογισμό κατά μέρος και αν αφήσουμε στη φιλοσοφία τη θέση της, η οποία είναι ακριβώς να ερευνά και να μιλάει για τα πρώτα και τα τελευταία ερωτήματα, τίθεται πάλι το θέμα ποια μπορεί να είναι η σχέση της ψυχανάλυσης και της φιλοσοφίας.
Σ' αυτό μπορεί να μας βοηθήσει ο λεγόμενος «βασικός κανόνας» της ψυχανάλυσης. O βασικός κανόνας της ψυχανάλυσης λέει ότι ο αναλυόμενος είναι ελεύθερος να λέει ό,τι έρχεται στο νου του. Όταν λοιπόν η ψυχανάλυση παίρνει αυτόν το δρόμο της ελευθερίας για οτιδήποτε έρχεται, αναπόφευκτα θα οδηγήσει στα άκρα, αναπόφευκτα ένας άνθρωπος θα φτάσει σ' αυτά τα οποία τον απασχολούν ως πρώτα και ύστατα.
*
Εδώ λοιπόν, σε ερωτήσεις όπως «Τι είμαι τελικά; Τι νόημα έχει η ζωή; Τι είναι ένα συναίσθημα; Τι είναι, ξέρω 'γω, η αγάπη; Τι είναι το μίσος; Τι είναι η εκδίκηση; Τι είναι ο θάνατος;», σ' αυτά τα ερωτήματα, εφόσον δεν μείνουμε σε μια ψυχολογιστική θέση, χρειαζόμαστε τη φιλοσοφία. Τη χρειαζόμαστε ως θεραπευτές, γιατί μόνο μέσα από μια τέτοια εξοικείωση μ' αυτά τα ερωτήματα θα είμαστε σε θέση ν' ανταποκριθούμε πλέον συγκεκριμένα και χειροπιαστά στον τρόπο με τον οποίο έρχονται σε μια θεραπευτική ώρα.
*
Πώς ακούει ο θεραπευτής; O θεραπευτής δεν ακούει πληροφορίες. Εδώ πρόκειται για ένα άκουσμα διαφορετικό, ένα άκουσμα για τη φύση του οποίου πάλι θα μας βοηθήσει η αναδρομή στους αρχαίους. Υπάρχει ένα απόσπασμα του προσωκρατικού νοητή Ξενοφάνη. Μιλάει για τον θεό βέβαια το απόσπασμα και λέει: «οὖλος ὁρᾶι, οὖλος δὲ νοεῖ, οὖλος δε τ᾿ ἀκούει » (όλος βλέπει, όλος εννοεί, όλος ακούει).
Εδώ πρόκειται για ένα άκουσμα το οποίο δεν αφορά ένα αισθητήριο όργανο μας. Εδώ αναφέρεται μια δυνατότητα όταν ακούω να ακούω όλος. Τι θα πει αυτό; Θα πει ότι δεν ακούω μια πληροφορία. Ένα κασετόφωνο καταγράφει έναν ήχο, κάνει μια εγγραφή, όμως εμένα δεν με αφορά. Όταν ακούω όλος, τότε θα έλεγα ότι σ' αυτό το άκουσμα συν-κινούμαι - αν ακούσουμε τη «συγκίνηση» όχι με τον συνηθισμένο τρόπο αλλά όταν ακούσουμε την ίδια τη λέξη: το άκουσμα αυτό με... κινεί, με συν-κινεί.
*
Έτσι λοιπόν για μένα το οδηγό νήμα στην ψυχανάλυση δίνεται από μια αρχαία ρήση. Είναι μια ρήση η οποία βρίσκονταν γραμμένη στην είσοδο του μαντείου των Δελφών. Η ρήση αυτή λέει: «γνῶθι σαὐτόν ».
Το τι σημαίνει αυτό μπορούμε να το δούμε με ένα παράδειγμα από την ιστορία του μαντείου: Ένας άνθρωπος ο οποίος πρόκειται να πάει στον πόλεμο φτάνει στο μαντείο και ρωτάει, προβάλλει το «αίτημα», όπως θα λέγαμε σήμερα:
- Θα γυρίσω από τον πόλεμο ζωντανός ή θα πεθάνω;
Η απάντηση του μαντείου, η οποία είναι γνωστή, είναι: «ἤξεις ἀφήξεις οὐκ ἐν πολέμῳ θνήξεις». Κι αυτή η απάντηση μπορεί να ακουστεί και να ερμηνευτεί με δύο τρόπους, είτε: «ἤξεις ἀφήξεις οὐκ ἐν πολέμῳ θνήξεις» (θα πας, θα γυρίσεις, δεν θα πεθάνεις στον πόλεμο), είτε: «ἤξεις ἀφήξεις οὐκ ἐν πολέμῳ θνήξεις (θα πας, δεν θα γυρίσεις, θα πεθάνεις στον πόλεμο).
Με ποιον τρόπο αυτή η απάντηση του μαντείου είναι συνεπής προς την επικεφαλίδα της εισόδου του; Προς το γνῶθι σαὐτόν; Με ποιον τρόπο αυτή η απάντηση οδηγεί τον άνθρωπο που κάνει αυτήν την ερώτηση σε μια γνώση του εαυτού του;
Ας υποθέσουμε καταρχήν ότι αυτός ο άνθρωπος ζει σήμερα και σε μια ώρα ψυχαναλυτικής θεραπείας κάνει αυτήν την ερώτηση στον θεραπευτή του:
- Τι λες; Θα γυρίσω; Δεν θα γυρίσω;
Ο κλασικός φροϋδικός ψυχαναλυτής είναι πιθανόν, ανάμεσα σε διάφορα ενδεχόμενα, τον πόλεμο να τον καταλάβει όχι ως πόλεμο αλλά ως σύμβολο για αυτό που θα ονόμαζε «άγχος ευνουχισμού».
Θα έμενα στην ερώτηση. Και όχι μόνο θα έμενα αλλά θα εμβάθυνα σ' αυτήν, θα επιζητούσα να δούμε μαζί αυτήν την ερώτηση με όσο το δυνατό μεγαλύτερη ευρύτητα. Κι αυτό γιατί συνήθως οι ερωτήσεις μας δεν έχουν πραγματικά έναν τόσο ουδέτερο χαρακτήρα. O άνθρωπος αυτός κάπου, κάπως, με κάποιον τρόπο στη φαντασία του πιστεύει σε μια ορισμένη έκβαση: Βλέπει τον εαυτό του, π.χ., να επιβιώνει και να γυρίζει ή τον βλέπει να σκοτώνεται, και βλέπει ακόμα ενδεχομένως τη γυναίκα του, τα παιδιά του, τον ένα, τον άλλο να αντιδρούν στο θάνατο του μ' έναν ορισμένο τρόπο.
Όλα αυτά, και πολλά άλλα, ανήκουν στην ερώτηση του και κατά το δυνατό χρειάζεται να ειπωθούν.
Όμως αυτή τώρα, αυτή η απάντηση που ο ίδιος έχει δώσει κατά έναν τρόπο στη φαντασία του είναι μια πλάνη. Είναι πλάνη διότι αναφέρεται στον μελλοντικό πόλεμο, σε κάτι που δεν έχει γίνει ακόμα, δεν έχει πάει ακόμα στον πόλεμο, και όπου κάθε έκβαση είναι ανοιχτή/Ομως αυτός δεν την αφήνει ανοιχτή. Αυτός στη φαντασία του κατά έναν τρόπο την έχει κλείσει.
Έχει σημασία λοιπόν εδώ, με την τέχνη της ψυχανάλυσης, αυτός ο άνθρωπος με τον καιρό και στα όρια που υπάρχουν εδώ να ανοίξει γι' αυτήν την αλήθεια, να μείνει ανοιχτός για αυτό το οποίο πρέπει να μείνει ανοιχτό - αλλ' αυτό ειλικρινά και μύχια και όχι απλώς σαν μια ρήση, σαν μια κοινοτοπία.
*
Για μένα η κυρίαρχη διάσταση εδώ είναι αυτή της πλάνης και της αλήθειας. Γνωρίζω τον εαυτό μου όταν γνωρίζω την αλήθεια μου και όχι όταν βελτιώσω παθολογικά μου συμπτώματα και σημεία.
*
Η φιλοσοφία όμως δεν είναι εδώ το μόνο. Υπάρχει ένας άλλος χώρος της γλώσσας όπου, με άλλον τρόπο, επίσης έρχονται πρώτα και τελευταία ερωτήματα. Αυτός είναι ο χώρος της μεγάλης ποίησης.
O θεραπευτής, κατά τη γνώμη μου, χρειάζεται να έχει επίσης εξοικείωση μ' αυτήν την ποίηση, η οποία αυτή ποίηση δεν περιορίζεται στο χώρο της αισθητικής αλλά μας ανοίγει τα μάτια ακριβώς για τον κόσμο μας με άλλον τρόπο από την φιλοσοφία, αλλά το ίδιο έγκυρο και το ίδιο πρωτογενή. Και ας θυμίσω εδώ έναν λόγο του Hölderlin: «ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος επάνω σ' αυτήν τη γη». Αν τελικά ο τρόπος με τον οποίο βρισκόμαστε σ' αυτόν τον κόσμο έχει ένα χαρακτήρα ποιητικό, έστω και κατά το πλείστον συγκεκαλυμμένο, σ' αυτήν την ποιητική διάσταση, στην οποία εδώ δεν μπορώ να υπεισέλθω περισσότερο, σ' αυτήν τη διάσταση πρέπει ο θεραπευτής να είναι επίσης ανοικτός.
*
Αυτά τα οποία επιχείρησα να πω σχετικά μ' έναν ελληνικό δρόμο της ψυχανάλυσης, θα δοκίμαζα να τα κλείσω με δύο ρήσεις, όχι ψυχαναλυτών αλλά ποιητών, δύο Ελλήνων ποιητών, οι οποίες, από την πλευρά της η κάθε μια, μιλάνε για το πνεύμα το οποίο ίσως μια τέτοια προσπάθεια, προσπάθεια μιας ελληνκής εννόησης της ψυχανάλυσης, συνοδεύει.
Ο Οδυσσέας Ελύτης, στο ποίημα «Villa Natacha», έχει στο τέλος ένα μικρό πεζό κείμενο:
Με σοφία και θάρρος [...] Να πατήσουμε πάνω στην Ψυχολογία, [στην Πολιτική, στην Κοινωνιολογία! ηλιοκαμμένοι μ' ένα σκέτο άσπρο πουκάμισο.
Ο Γιώργος Σεφέρης, σ' ένα ποίημα από το Θερινό Ηλιοστάσι, γράφει:
[...] να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο
στα τυφλά, πεισματάρης
και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σαν το πολύροζο λιόδεντρο -
[...]
Και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος
στη σημερινή πνιγερή μοναξιά
στ' αφανισμένο τούτο παρόν - [...].