Ο "Δρόμος του έρωτα". Παρουσίαση.





Ο "Δρόμος του έρωτα". Παρουσιαση.

Ένα ποίημα του Paul Celan:

Με τ' αδιέξοδα να μιλάς

για τ' Απέναντι,

για την

εκπατρισμένη του

σημασία -:


αυτό

το ψωμί να μασάς, με

γραφόδοντες.

Ο Celan λέει σε μια ομιλία του: 

Ο λόγος [του ποιήματος] [...] πιστεύει πάντα πως εκπροσωπεί όλη τη γλώσσα, πως παγιδεύει όλη την πραγματικότητα [...]

Εάν το ποίημα που ακούσαμε μιλά στο όνομα όλης της γλώσσας, όλης της πραγματικότητας, τότε μιλά και στο όνομά μας. Αποτείνεται στον καθένα μας. Αναγνωρίζουμε στα λόγια του τον εαυτό μας; Ας κάνουμε μια δοκιμή. Διαβάζω πάλι την πρώτη στροφή:

Με τ' αδιέξοδα να μιλάς

για τ' Απέναντι,

για την

εκπατρισμένη του

σημασία -:

Η πορεία προς την πραγματικότητα σημαδεύεται από το αδιέξοδο, το κάθε φορά δικό μου, δικό σου. Το χαρακτηρίζει η απουσία των λέξεων, των λυτρωτικών λέξεων. Κρατεί, για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του ίδιου του Celan, μια αφωνία. Ο Celan μιλά για "τρομερή αφωνία". 

Η αφωνία είναι τρομερή καθόσον είναι καθαυτήν άφωνη: δεν γνωρίζει το όνομά της. Το αδιέξοδο σχεδόν δεν το αντιλαμβάνεσαι καν σαν τέτοιο. Στέκει, βουβό, αμετακίνητο και σε παρασύρει στη δίνη του. Βυθίζεσαι μέσα του, τρέπεσαι σε κάποιο είδος φυγής, επιχειρείς να το διασκεδάσεις, τελικά συμβιβάζεσαι με μια ζωή που το παρακάμπτει μεν, όμως μένει λειψή.

Το ποίημα είναι η προτροπή:

Με τ' αδιέξοδα να μιλάς

Η κατεύθυνση, την οποία το ποίημα υποδεικνύει, είναι να προχωρήσω με το αδιέξοδο. Το "με" σημαίνει την ανάγκη να γίνει αντιληπτό, να φύγει κάθε άμυνα εναντίον του, να γίνει αποδεκτό, να εννοηθεί σαν κάτι που συγκροτεί εμένα τον ίδιο, όχι σαν κάτι που έχω να χειριστώ και να επιλύσω. 

Εφόσον αυτή η ανάγκη επιβληθεί, το αδιέξοδο προβάλλει με όλη του τη βαρύτητα, η φλυαρία παύει, η αφωνία βρίσκει το όνομά της. Δεν είναι πια τρομερή. Δεν κόβει την ανάσα. Μπορείς ν' αναπνεύσεις. Ανάσας τροπή, ειναι ο τίτλος μια συλλογής του Celan.

Με τ' αδιέξοδα να μιλάς

για τ' Απέναντι,

για την

εκπατρισμένη του

σημασία -:

Τώρα η αφωνία δεν ειναι βουβή. Μπορεί να συνομιλεί με το Απέναντί της. Το Απέναντι, κάποιο πράγμα, κάποιος άνθρωπος, γίνεται ένα, με μιαν έκφραση του Celan, μιλητό Εσύ, ένα Εσύ το οποίο κανείς μπορεί να συναντήσει: στο οποίο κανείς μπορεί να μιλήσει.

Με το μίλημά της η αφωνία όχι μόνο δεν καταργείται, αλλά τώρα ακριβώς είναι που έρχεται σε γλώσσα, γίνεται πραγματική. Η σκιά της "εμπλουτίζει", λέει ο Celan σε μια ομιλία του, την συνομιλία με το Απέναντι. 

Μιλάει αληθινά, όποιος μιλάει σκιές

γράφει σ' ένα ποίημα. 

Το Απέναντι τώρα προβάλλει με την εξορισμένη, αποτεφρωμένη, αυτές τις λέξεις χρησιμοποιεί ο Celan στο πρώτο σχεδίασμα, το Απέναντι προβάλλει, με την εκπατρισμένη του σημασία.

Το ποίημα μιλά για την πραγματικότητά μας. 

Και τώρα, εδώ που είμαι, στραμμένος σ' εσάς, και σ' άλλους, έξω στους δρόμους, και σ' άλλους, λίγο παραπέρα, δεν μπορώ ν' αγνοήσω τη δική μου πραγματικότητα, πως βρίσκομαι στην πόλη και την θάλασσα που γεννήθηκα και μεγάλωσα, που εγκατέλειψα για τριάντα χρόνια, που σύντομα θα γυρίσω. 

Αυτή η πόλη κι αυτή η θάλασσα υπήρξε το δικό μου αδιέξοδο. Χρειάστηκε να εκπατριστώ ο ίδιος για να τη συναντήσω - ν' αναζητήσω τη σημασία της, ν' αναζητήσω τον εαυτό μου, να μιλήσω, όπως μπόρεσα να μιλήσω, αλλά και για να γίνω μιλητός σε κάποιους, πρόθυμους να μιλήσουν με τα δικά τους αδιέξοδα.

Η δεύτερη στροφή του ποιήματος λέει:

αυτό

το ψωμί να μασάς, με

γραφόδοντες.

Εδώ όλα έρχονται κοντά, τελείως κοντά, τα βρίσκεις μέσα στο στόμα σου. Ο Celan επιδιώκει αυτήν την σοκαριστική, σχεδόν αντιαισθητική εγγύτητα συνειδητά. Είναι χαρακτηριστικό ότι αρχικά είχε γράψει: αυτό / το ψωμί να τρως... και το άλλαξε σε: αυτό / το ψωμί να μασάς... Στο σχεδίασμα υπάρχουν κατόπιν οι λέξεις κρόταφοι, φως, που στην οριστική μορφή του ποιήματος δίνουν την θέση τους στους γραφόδοντες.

Η υπόθεση, για την οποία γίνεται λόγος στην πρώτη στροφή, η συνομιλία με τ' αδιέξοδα, ταυτίζεται με το ψωμί, το μολύβι στο χέρι με τα δόντια που μασάν. Δεν πρόκειται για μεταφορά. Είναι ένα και το αυτό, είναι η ίδια, για να το πω σε ιατρικούς όρους, "ζωτική λειτουργία", το ψωμί και το μίλημα με τ' αδιέξοδα, τα δόντια που μασάν και το χέρι που γράφει. Αφορμώνται από την ίδια ζωτική ανάγκη.

Μια τέτοια ανάγκη ήταν που με έφερε στον "Δρόμο του Έρωτα". Με έφερε στον δρόμο του; Το ποίημα του Celan, εάν το είχα κοιτάξει νωρίτερα, θα με είχε κάνει ακόμη προσεκτικότερο. Ποιός ξέρει τι αλλαγές θα είχε προκαλέσει στο κείμενο, ποιο κείμενο θα είχε προκύψει, στην παρουσίαση ποιου βιβλίου θα παρευρισκόσασταν. Ποιος ξέρει αν σήμερα θα υπήρχε καν βιβλίο να παρουσιαστεί. 

Αυτή είναι συχνά η μοίρα της δημοσίευσης. Υποβάλλει την πλάνη ότι πρόκειται για κάτι ολοκληρωμένο κι οριστικό. Στην πραγματικότητα, και στην καλύτερη περίπτωση, σημαίνει τον σταθμό μιας πορείας που αποτολμά, μέσα από τα λάθη της, να διακρίνει έναν δρόμο και να τον ακολουθήσει. 

Η κατάληξη δεν έρχεται με την ολοκλήρωση αλλά περισσότερο με την εξάντληση, η δύναμη να συνεχίσεις σ' εγκαταλείπει, όπως συμβαίνει στον γέρο του Καβάφη, που 

[...] απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται 

[...] εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται 

 στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι. 

Το βιβλίο υπενθυμίζει σ' αυτόν που το έγραψε την περατότητά του.