[Ansprache anläßlich der Entgegennahme des Literaturpreises der Freien Hansestadt Bremen]
Στην γλωσσα μας Denken (σκεψη) και Danken (ευχαριστια) ειναι λεξεις μιας και της αυτης προελευσης.
Οποιος ακολουθει το νοημα τους, εισερχεται στην σημασιακη περιοχη των: "gedenken" ("μνημονευω"), "eingedenk sein" ("ενθυμουμαι"), "Andenken" ("μνημη"), "Andacht" ("κατανυξη"). Απο αυτον τον τοπο επιτρεψτε μου να σας ευχαριστησω.
Το τοπιο, απο το οποιο - και απο ποιες παρακαμπτηριους! μα, υπαρχει κατι τετοιο καν: παρακαμπτηριοι; - το τοπιο, απο το οποιο φθανω σ' εσας, θα πρεπει να ειναι αγνωστο στους περισσοτερους απο σας. Ειναι το τοπιο στο οποιο ειχε τον τοπο του ενα οχι ευκαταφρονητο μερος εκεινων των χασσιδικων ιστοριων, τις οποιες ο Martin Buber ξαναδιηγηθηκε σ ολους εμας στα γερμανικα. Ηταν, εαν μπορω να συμπληρωσω καπως αυτο το τοπογραφικο σκιτσο, το οποιο ερχεται απο πολυ μακρυα και τωρα προβαλλει στα ματια μου, με κατι ακομη - ηταν μια περιοχη οπου ζουσαν ανθρωποι και βιβλια. Εκει, στην πλεον σε ανιστορικοτητα περιπεσουσα πρωην επαρχια της αυτοκρατοριας των Αψβουργων, με βρηκε για πρωτη φορα το ονομα του Rudolf Alexander Schröder: διαβαζοντας το "Ode mit dem Granatapfel" του Rudolf Borchardt . Κι εκει η Βρεμη απεκτησε για μενα και μ' αυτον τον τροπο ενα σχημα: στη μορφη των εκδοσεων του Bremmer Presse..
Ομως η Βρεμη, εχοντας ερθει κοντυτερα μεσα απο βιβλια και τα ονοματα εκεινων που εγραψαν βιβλια και εξεδωσαν βιβλια, διατηρησε τον τονο του απροσιτου.
Το προσιτο, ηδη μακρυνο αρκετα, το προκειμενο προσιτο λεγοταν Βιεννη. Γνωριζετε το πως ηταν κατοπιν για χρονια και μ' αυτην την προσιτοτητα.
Προσιτο, κοντυνο και μη χαμενο παρεμεινε εν μεσω των χαμων τουτο το ενα: η γλωσσα. Αυτη, η γλωσσα, παρεμεινε μη χαμενη, ναι, παρολ' αυτα. Ομως τωρα επρεπε να περασει μεσα απο τα δικα της τα αναποκριτα, να περασει μεσα απο τρομερη αφωνια, να περασει μεσα απο τα χιλια σκοταδια θανατηφορων λογων. Περασε απο μεσα και δεν παρεσχε καμμια λεξη για ο,τι συνεβη, ομως περασε μεσα απο αυτο το συμβαν. Περασε απο μεσα και της εγινε μπορετο να φανερωθει και παλι, "εμπλουτισμενη" απ ολα τουτα.
Σ' αυτην τη γλωσσα αποπειραθηκα, εκεινα τα χρονια και τα χρονια κατοπιν, να γραψω ποιηματα για να προσανατολιστω, για να γνωρισω το που βρισκομουν και το κατα που με πηγαινε, για να μου προβαλλω πραγματικοτητα.
Το βλεπετε, ηταν συμβαν, κινηση, ενα καθ' οδον, ηταν η αποπειρα ν' αποκτησω κατευθυνση. Και οταν το επερωτω, κατα ποιαν εννοια, τοτε πιστευω πως πρεπει να μου πω οτι σ' αυτην την ερωτηση συνηχει και η ερωτηση για τη φορα κατα την εννοια των δεικτων του ρολογιου.
Διοτι το ποιημα δεν ειναι αχρονο. Βεβαιως, εγειρει μια αξιωση απειροστικοτητας, επιζητει να δρασει διαχρονικα - διαμεσου του χρονου, οχι υπερανω του.
Το ποιημα, καθοτι βεβαια ειναι μια μορφη εμφανισης της γλωσσας και επομενως απο τη φυση του διαλογικο, μπορει να ειναι ενα γραμμα σε μια μποτιλια στη θαλασσα, ριγμενο με την - σιγουρα οχι παντα ελπιδοφορα - πιστη οτι καπου και καποτε θα μπορουσε να εκβραστει σε ακτη, ισως σε ακτη καρδιας. Τα ποιηματα ειναι και μ' αυτον τον τροπο καθ οδον: κατευθυνονται προς κατι.
Προς τι; Προς κατι το ανοικτο, επενδυσιμο, ισως προς ενα ομιλητο Εσυ, προς μια ομιλητη πραγματικοτητα.
Τετοιες πραγματικοτητες ειναι που αφορουν, σκεφτομαι λοιπον, το ποιημα. Και πιστευω ακομη οτι σκεπτικα οπως αυτο δεν συνοδευουν μονο τις δικες μου προσπαθειες, αλλα κι εκεινες αλλων λυρικων της νεωτερης γενιας. Ειναι οι προσπαθειες αυτου ο οποιος, καθως τον υπεριπτανται αστρα που ειναι εργο του ανθρωπου, ο οποιος, ασκεπος κατα ενα νοημα μεχρι τωρα αδιανοητο, και ετσι ελευθερος κατα τροπο δεινοτατο, με το Ειναι του πηγαινει στη γλωσσα, πληγιασμενος απο πραγματικοτητα και αναζητωντας πραγματικοτητα.
Ομιλια κατα την απονομη του βραβειου Georg Büchner, Darmstadt, στις 22 Οκτωβριου 1960
Κυριες και Κυριοι,
Η τεχνη, αυτο ειναι, θυμαστε--, ενα μαριονεττιστικο, ιαμβικα-πενταποδο και – αυτη η ιδιοτητα, με την παραπομπη στον Πυγμαλιωνα και το πλασμα του, στοιχειοθετειται και μυθολογικα – ατεκνο ον.
Μ’ αυτην τη μορφη συνιστα το αντικειμενο μιας συζητησης η οποια λαμβανει χωρα σ’ ενα δωματιο, επομενως οχι στην υποδοχη, μιας συζητησης η οποια, αυτο το διαισθανομαστε, θα μπορουσε να συνεχιζεται επ’ απειρον εαν δεν παρεμβαλλονταν τιποτε.
Κατι παρεμβαλλεται.
Η τεχνη επανερχεται. Επανερχεται σε μιαν αλλη ποιηση του Georg Büchner, στον Woyzek", μεταξυ αλλων, ανωνυμων ανθρωπων και – εαν μπορουσα ν’ αφησω εναν στον "Θανατο του Danton" αναφερομενο λογο του Moritz Heimann να παρει αυτον τον δρομο – σε ακομη "αχνοτερο φως καταιγιδας". Η ιδια τεχνη εμφανιζεται, και σ’ αυτην την τελειως αλλη εποχη, παλι στο προσκηνιο, παρουσιασμενη απο εναν πλανοδιο τσαρλατανο, οχι πια, οπως σ’ εκεινην τη συζητηση, τη σχετικη με την "πυρωμενη", "βουερη" και "φωτεινη" πλαση, αλλα διπλα στα πλασματα και το "τιποτα" που αυτα τα πλασματα "φορανε", – αυτην τη φορα η τεχνη εμφανιζεται με μορφη πιθηκου, μα ειναι η ιδια, την αναγνωρισαμε αμεσως "απ’ το σακκακι και το παντελονι".
Και μας ερχεται – η τεχνη – επισης με μια τριτη ποιηση του (σελ. 188) Büchner, με το "Leonce και Lena", εδω χρονος και φωτισμος δεν ειναι αναγνωρισιμα, αλλωστε ειμαστε "στη φυγη προς τον παραδεισο", "ολα τα ρολογια και τα ημερολογια" προκειται συντομα να "καταστραφουν", δηλαδη ν’ "απαγορευτουν" – ομως λιγο πριν εισαγονται "δυο προσωπα αμφοτεροφυλα", "εχουν καταφθασει δυο παγκοσμιου φημης αυτοματα", κι ενας ανθρωπος, που δηλωνει για τον εαυτο του πως "ισως ειναι ο τριτος κι ο πιο παραξενος απο τα δυο", μας προτρεπει, "με τονο βραχνο", να θαυμασουμε ο,τι εχουμε μπρος στα ματια μας: "Τιποτ’ αλλο απο τεχνη και μηχανισμο, τιποτ’ αλλο απο χαρτονι κι ελατηρια ρολογιων!"
Εδω η τεχνη εμφανιζεται με μεγαλυτερη συνοδεια απο πριν, ομως, ειναι οφθαλμοφανες, ειναι μεταξυ των ομοιων της, ειναι η ιδια τεχνη: η τεχνη που ηδη γνωριζουμε. – Ο Valerio, αυτο ειναι μονον ενα αλλο ονομα για τον εκφωνητη.
Η τεχνη, Κυριες και Κυριοι, ειναι, μαζι με ολα τα σ’ αυτην ανηκοντα κι ακομη προστιθεμενα, επισης ενα προβλημα, και μαλιστα, οπως βλεπουμε, μεταβαλλομενο, ανθεκτικο κι επιμονο, που θα πει αιωνιο.
Ενα προβλημα που σ’ εναν θνητο, τον Camille, και σ’ εναν μονο μεσα απο τον θανατο του κατανοησιμο, τον Danton, επιτρεπει να βαζουν λεξεις και λεξεις σε σειρα. Για την τεχνη γινεται πολυς λογος.
Ομως, οταν γινεται λογος για την τεχνη, παλι και παλι ειναι κι ενας που παρισταται και ... δεν ακουει σωστα.
Ακριβεστερα: ενας που ακουει κι αφουγκραζεται και κοιταζει ... και κατοπιν δεν ξερει για ποιο πραγμα εγινε λογος. Ενας που ομως ακουει τον ομιλουντα, ενας που τον "βλεπει να μιλα"-, ενας που εχει αντιληφθει γλωσσα και μορφη και συναμα επισης – ποιος θα μπορουσε εδω, στην περιοχη αυτης της ποιησης να αμφιβαλλει γι’ αυτο; –, και συναμα επισης ανασα, που θα πει κατευθυνση και μοιρα.
Αυτο ειναι, το γνωριζετε προ πολλου, ερχεται αλλωστε, η τοσο συχνα, και βεβαια (σελ. 189) οχι τυχαια τοσο συχνα αναφερομενη, με καθε νεο ετος σ’ εσας – αυτο ειναι η Lucille.
Το στην διαρκεια της συζητησης παρεμβαλλομενο διαπερνα τα παντα αδυσωπητα, φτανει μαζι μας στην πλατεια της επαναστασης, "τ’ αμαξια καταφτανουν και σταματουν".
Οι συνεπιβαινοντες ειν’ εδω, απαρτια, ο Danton, ο Camille, οι αλλοι. Ολοι εχουν, κι εδω, λεξεις, λεξεις ολο τεχνη, τις μεταδιδουν στον κοσμο, ο λογος, εδω ο Büchner βασικα χρειαζεται μονο να παραθετει, ειναι για τον κοινο δρομο στον θανατο, ο Fabre μαλιστα θελει να μπορεσει να πεθανει "διπλα", καθενας ειναι στο υψος του, – μονο μια δυο φωνες, "μερικες" – ανωνυμες – "φωνες" βρισκουν πως ολ’ αυτα "ηδη εγιναν μια φορα κι ειναι πληκτικα".
Κι εδω, οπου ολα οδευουν προς το τελος τους, στις αργες στιγμες οπου ο Camille – οχι, οχι αυτος, οχι αυτος ο ιδιος αλλα ενας συνεπιβαινων –, οπου ο Camille θεατρινιστικα – κανεις σχεδον θα μπορουσε να πει: ιαμβικα – πεθαινει εναν θανατο, τον οποιο εμεις μπορουμε ν’ αντιληφθουμε μονον δυο πραξεις αργοτερα, απο μια σ’ αυτον ξενη – μια σ’ αυτον τοσο κοντυνη – λεξη, ως τον δικο του, οταν γυρω απ’ τον Camille παθος κι αποφθεγμα επιβεβαιωνουν τον θριαμβο "κουκλας" και "συρματος", ειν’ εδω η Lucille, η για την τεχνη τυφλη, η ιδια Lucille, για την οποια η γλωσσα εχει κατι προσωποποιημενο κι αντιληπτο, εδω ακομη μια φορα με το ξαφνικο της "Ζητω ο Βασιλευς!"
Μετα απ’ ολες τις λεξεις τις ειπωμενες στην εξεδρα (ειναι το αιματινο ικριωμα) – τι λογος κι αυτος!
Ειναι ο αντιλογος, ειναι ο λογος που ξεσκιζει το "διχτυ", ο λογος που δεν υποκλινεται πλεον εμπρος "στους στυλοβατες και τα πομπωδη ψωφαλογα της ιστοριας", ειναι μια πραξη ελευθεριας. Ειναι ενα βημα.
Σιγουρα, ακουγεται – κι αυτο μπορει στην προοπτικη αυτου για το οποιο εγω τωρα, επομενως σημερα τολμω να μιλησω, να μην ειναι συμπτωση – ακουγεται καταρχην σαν αναγνωριση του "ancien régime".
(σελ. 190) Ομως εδω δεν δηλωνεται – επιτρεψτε σ’ εναν που μεγαλωσε και με τα κειμενα του Peter Kropotkin και του Gustav Landauer τουτο να το τονισει ιδιαιτερα – εδω δεν δηλωνεται υποταγη σε καμμια μοναρχια και σε κανενα συντηρητεο χθες.
Εδω δηλωνεται υποταγη στην την παροντικοτητα του ανθρωπινου μαρτυρουσα μεγαλειοτητα του παραδοξου.
Αυτο, Κυριες και Κυριοι, δεν εχει ενα απαξ δια παντος σταθερο ονομα, ομως πιστευω ειναι ... η ποιηση.
"–αχ, η τεχνη!" Εμεινα, το βλεπετε, κολλημενος σ’ αυτον τον λογο του Camille.
Κανεις μπορει, εχω πληρη συνειδηση αυτου, να διαβασει αυτον τον λογο ετσι η αλλιως, κανεις μπορει να θεσει διαφορετικους τονους: την οξεια του σημερινου, τη βαρεια του ιστορικου – επισης του ιστορικου της φιλολογιας –, την περισπωμενη – ενα σημειο μακρου – του αιωνιου.
Θετω – δεν μου μενει καμμια αλλη επιλογη –, θετω την οξεια.
Η τεχνη – "αχ, η τεχνη": κατεχει, μαζι με την ικανοτητα μεταλλαγης, και το χαρισμα του πανταχου παροντος –: ξαναβρισκεται επισης στον "Lenz", εδω επισης – παιρνω την ελευθερια, αυτο να το τονισω –, οπως στον "Θανατο του Danton", ως επεισοδιο.
"Στο τραπεζι ο Lenz ηταν σε καλη διαθεση: μιλουσαν για φιλολογια, ηταν στο στοιχειο του..."
"...Η αισθηση πως ο,τι εχει πλασθει εχει ζωη, στεκει υπερανω αυτων των δυο και ειναι το μοναδικο κριτηριο σε θεματα τεχνης..."
Εδω απομονωσα μονο δυο προτασεις, η, αναφορικα με τη βαρεια, ενοχη συνειδηση μου, μου απαγορευει να μην επιστησω την προσοχη σας κατευθειαν σ’ αυτες, – αυτο το σημειο εχει προπαντων (σελ. 191) σημασια για την ιστορια της φιλολογιας, κανεις πρεπει να ξερει να το διαβασει μαζι με την ηδη παρατεθεισα συζητηση στον "Θανατο του Danton", εδω η αισθητικη θεωρηση του Büchner βρισκει την εκφραση της, απο εδω κανεις καταληγει, εγκαταλειποντας το αποσπασμα του Büchner απο τον Lenz, στον Rainhold Lenz, τον συγγραφεα των "Σημειωσεων για το θεατρο", και περαν αυτου, δηλαδη του ιστορικου προσωπου Lenz, πιο πισω στο φιλολογικα τοσο καρποφορο "Elargissez l’ Art" του Mercier, αυτο το σημειο διανοιγει προοπτικες, εδω προκαταλαμβανεται ο νατουραλισμος, εδω προκαταλαμβανεται ο Gerhardt Hauptmann, εδω πρεπει επισης να αναζητηθουν και να βρεθουν οι κοινωνικες και πολιτικες ριζες της ποιησης του Büchner.
Κυριες και Κυριοι, το οτι αυτο δεν το αφηνω αμνημονευτο ησυχαζει μεν, εστω και προσωρινα μονον, τη συνειδηση μου, ομως συγχρονως επισης σας δειχνει, και συναμα ανησυχει τη συνειδηση μου εκ νεου, – σας δειχνει πως δεν μπορω να ξεφυγω απο κατι που μου φαινεται οτι συσχετιζεται με την τεχνη.
Το αναζητω επισης εδω, στον "Lenz", – παιρνω την ελευθερια να σας το υποδειξω.
Ο Lenz, δηλαδη ο Büchner, εχει, "αχ, η τεχνη", πολυ περιφρονητικα λογια για τον "ιδεαλισμο" και τις "ξυλινες κουκλες" του. Σ’ αυτες αντιπαραθετει, κι εδω ακολουθουν οι αξεχαστες γραμμες για τη "ζωη του ελαχιστοτατου", τις "συσπασεις", τα "υπονοουμενα", το "τελειως λεπτο, σχεδον απαρατηρητο παιχνιδι της εκφρασης του προσωπου", – σ’ αυτες αντιπαραθετει το φυσικο και το πλασμα. Και αυτην την πεποιθηση για την τεχνη την λεει τωρα παραστατικα με ενα βιωμα:
"Καθως χθες ανηφοριζα διπλα στην κοιλαδα, ειδα δυο κοπελλες να καθονται πανω σ’ εναν βραχο: η μια εδενε τα μαλλια της, η αλλη την βοηθουσε· και τα χρυσαφενια μαλλια επεφταν κατω, κι ενα σοβαρο χλωμο προσωπο, κι ομως τοσο νεανικο, κι η μαυρη στολη, κι η αλλη να νοιαζεται με τοση φροντιδα. Οι ωραιοτερες, οι βαθυτερες εικονες της παλιας γερμανικης σχολης δεν αποδιδουν τιποτε απ’ αυτο. Μερικες φορες κανεις θα ‘θελε να ‘ναι (σελ. 192) μεδουσοκεφαλη για να μπορεσει ενα τετοιο συμπλεγμα να το μεταμορφωσει σε πετρα και να φωναξει τον κοσμο."
Κυριες και Κυριοι, προσεξτε παρακαλω: "Κανεις θα ‘θελε να ‘ναι μεδουσοκεφαλη" για να ... συλλαβει το φυσικο ως το φυσικο μεσω της τεχνης!
Κανεις θα 'θελε, εδω βεβαια δεν θα πει: εγω θα 'θελα.
Αυτο ειναι μια εξοδος απ’ το ανθρωπινο, μια αρση σε μια προς το ανθρωπινο κλινουσα και δεινη περιοχη – την ιδια στην οποια φαινονται να κατοικουν η μορφη του πιθηκου, τα αυτοματα και μαζι ... αχ, η τεχνη επισης.
Ετσι δεν μιλα το ιστορικο προσωπο Lenz, ετσι μιλα ο Lenz του Büchner, εδω ακουσαμε τη φωνη του Büchner: γι’ αυτον η τεχνη διατηρει κι εδω κατι το δεινο.
Κυριες και Κυριοι, εθεσα την οξεια· δεν θ’ αποκρυψω ουτε σ’ εσας ουτε και στον εαυτο μου οτι μ’ αυτο το ερωτημα για την τεχνη και για την ποιηση – ενα ερωτημα μεταξυ αλλων ερωτηματων –, οτι μ’ αυτο το ερωτημα πρεπει να εχω φτασει στον Büchner μεσα απο το δικο μου, εαν και οχι αυθαιρετο, για ν’ αναζητησω το δικο του.
Ομως βλεπετε αλλωστε: ο "βραχνος τονος" του Valerio, καθε φορα που η τεχνη εμφανιζεται στο προσκηνιο, δεν προσπερναται.
Αυτα βεβαια ειναι, η φωνη του Büchner με ωθει σ’ αυτην την υπονοια, παλαια και παλαιοτατα δεινα. Το οτι σημερα παραμενω σ’ αυτα με τετοια επιμονη, υπαρχει βεβαια στον αερα – στον αερα που εχουμε ν’ αναπνεουμε.
Δεν υπαρχει – ετσι πρεπει να ρωτησω τωρα – δεν υπαρχει στον Georg Büchner, στον ποιητη της πλασης, μια ισως υποκωφη μονο, ισως κατα το ημισυ συνειδητη μονο, ομως γι’ αυτο οχι και λιγοτερο ριζικη – η, ακριβως γι’ αυτο, με το πλεον αυθεντικο νοημα ριζικη αμφισβητηση (σελ. 193) της τεχνης,- μια αμφισβητηση απο αυτην την κατευθυνση; Μια αμφισβητηση στην οποια πρεπει να επανερχεται καθε σημερινη ποιηση, εαν θελει να συνεχισει να ερωτα; Με αλλα, καποια πραγματα παρακαμπτοντα λογια: Μπορουμε, οπως τωρα εδω κι εκει συμβαινει, να ξεκινησουμε απ’ την τεχνη σαν απο κατι δεδομενο εκ των προτερων και το οπωσδηποτε προϋποτιθεμενο, πρεπει μηπως, για να το εκφρασω τελειως συγκεκριμενα, προπαντων – ας πουμε – με συνεπεια να εννοησουμε τον Mallarmé στα ακρα;---
Προκατελαβα, επεκταθηκα – οχι αρκετα, το ξερω –, επιστρεφω στον "Lenz" του Büchner, στην – ως επεισοδιο – συζητηση λοιπον, η οποια εγινε "πανω στο τραπεζι" και οπου ο Lenz "ηταν σε καλη διαθεση".
Ο Lenz μιλησε πολυ, "ποτε χαμογελωντας, ποτε σοβαρα". Και τωρα, αφοτου η συζητηση τελειωσε, λεγεται γι’ αυτον, αρα για τον με ερωτηματα της τεχνης απασχολουμενο, ομως συγχρονως για τον καλλιτεχνη Lenz: "Ειχε φυγει τελειως."
Σκεφτομαι την Lucille καθως το διαβαζω αυτο: διαβαζω: Αυτος, αυτος ο ιδιος.
Οποιος εχει την τεχνη εμπρος στα ματια και στον νου του, αυτος ειναι – εδω ειμαι στην αφηγηση για τον Lenz –, αυτος ειναι φευγατος,. Η τεχνη δημιουργει διασταση απο το Εγω. Η τεχνη απαιτει εδω σε μιαν ορισμενη κατευθυνση μια ορισμενη αποσταση, εναν ορισμενο δρομο.
Κι η ποιηση; Η ποιηση, η οποια και βεβαια εχει να παρει τον δρομο της τεχνης; Τοτε εδω θα ειχε μαλιστα πραγματι δοθει ο δρομος προς μεδουσοκεφαλη και αυτοματα!
Τωρα δεν ζητω κανεναν διαδρομο, ερωτω μονον, στην ιδια κατευθυνση, και, ετσι πιστευω, επισης στην με το αποσπασμα για τον Lenz δοσμενη κατευθυνση παρακατω.
Ισως – ερωτω μονον –, η ποιηση, οπως η τεχνη, πηγαινει μ’ ενα φευγατο Εγω προς εκεινο το δεινο και ξενο, κι επανακτα – ομως που; ομως σε ποιον τοπο; ομως με τι; ομως ως τι; – την ελευθερια της;
(σελ. 194) Τοτε η τεχνη θα ηταν ο απο την ποιηση διανυτεος δρομος – τιποτε λιγοτερο, τιποτε περισσοτερο.
Ξερω, υπαρχουν αλλοι, συντομοτεροι δρομοι. Αλλα κι η ποιηση βεβαια καποιες φορες προτρεχει. La poésie, elle aussi, brûle nos étapes.
Εγκαταλειπω τον φευγατο, τον με την τεχνη ασχολουμενο, τον καλλιτεχνη. Πιστεψα πως με την Lucille θα συναντουσα την ποιηση, κι η Lucille αντιλαμβανεται την γλωσσα ως μορφη και κατευθυνση κι ανασα –: ζητω, κι εδω, σ’ αυτην την ποιηση του Büchner, το ιδιο, ζητω τον Lenz καθαυτον, τον ζητω – ως προσωπο, ζητω τη μορφη του: χαριν του τοπου της ποιησης, της αποκτησης ελευθεριας, του βηματος.
Ο Lenz του Büchner, Κυριες και Κυριοι, εμεινε αποσπασμα. Μηπως πρεπει, για να γνωρισουμε ποια κατευθυνση ειχε αυτη η υπαρξη, ν’ αναζητησουμε το ιστορικο προσωπο Lenz;
"Η υπαρξη του, του ηταν ενα αναγκαστικο φορτιο. – Ετσι περναγε τη ζωη του ..." Εδω η αφηγηση διακοπτεται.
Ομως βεβαια η ποιηση επιχειρει, οπως η Lucille, να δει τη μορφη στην κατευθυνση της, η ποιηση προτρεχει. Δεν γνωριζουμε προς τα που περνα την ζωη του, πως περνα την ζωη του.
"Ο θανατος", ετσι διαβαζουμε σ’ ενα εργο για τον Jakob Michael Reinhold Lenz που εμφανιστηκε στη Λειψια το 1909 – προερχεται απο την πενα ενος Μοσχοβιτη υφηγητη ονοματι M. N. Rosanoff –, "ο θανατος ως λυτρωτης δεν αργησε. Τη νυχτα της 23ης προς την 24η Μαϊου 1792 ο Lenz βρεθηκε ξεψυχισμενος σ’ εναν απο τους δρομους της Μοσχας. Ταφηκε με εξοδα ενος ευγενους. Ο τελευταιος του τοπος αναπαυσης εμεινε αγνωστος."
Ετσι ειχε περασει τη ζωη του αυτος.
Αυτος: ο αληθινος, μπυχνεριανος Lenz, η μπυχνεριανη μορφη, το προσωπο, το οποιο μπορουμε ν’ αναγνωρισουμε στην πρωτη σελιδα του διηγηματος, ο Lenz, ο οποιος "την 20η του Γεναρη πηρε τα βουνα", αυτος – οχι ο καλλιτεχνης και με ερωτηματα της τεχνης ασχολουμενος, αυτος ως ενα Εγω.
(σελ. 195) Μηπως τωρα βρισκουμε τον τοπο οπου ηταν το ξενο, τον τοπο οπου το προσωπο μπορεσε ν’ αποκτησει την ελευθερια του, ως ενα – αποξενωμενο – Εγω; Βρισκουμε εναν τετοιον τοπο, ενα τετοιο βημα;
"... μονο που μερικες φορες του ηταν δυσαρεστο που δεν μπορουσε να προχωρησει με το κεφαλι κατω και τα ποδια πανω." – Τουτο ειναι αυτος, ο Lenz. Τουτο ειναι, πιστευω, αυτος και το βημα του, αυτος και το "Ζητω ο Βασιλευς" του.
"... μονο που μερικες φορες του ηταν δυσαρεστο που δεν μπορουσε να προχωρησει με το κεφαλι κατω και τα ποδια πανω."
Οποιος προχωρει με το κεφαλι κατω και τα ποδια πανω, Κυριες και Κυριοι, – οποιος προχωρει με το κεφαλι κατω και τα ποδια πανω, αυτος εχει τον ουρανο ως αβυσσο απο κατω του.
Κυριες και Κυριοι, σημερα ειναι του συρμου να κατηγορειται η ποιηση για την "σκοτεινοτητα" της. – Επιτρεψτε μου σ’ αυτο το σημειο αμεσολαβητα – μα εδω δεν διανοιχθηκε εξαφνα κατι; –, επιτρεψτε μου εδω να παραθεσω εναν λογο του Pascal, εναν λογο τον οποιο διαβασα πριν λιγο καιρο στον Leo Sestov: "Ne vous reprochez pas le manque de clarté puisque nous en faisons profession!" – Αυτη ειναι, πιστευω, εαν οχι η συγγενης, παντως βεβαια η στην ποιηση χαριν μιας συναντησης μεσα απο μια – ισως αυτοσχεδιασμενη – διασταση, η ξενωση καταλογισθεισα σκοτεινοτητα.
Ισως ομως υπαρχουν, και μαλιστα σε μια και την αυτη κατευθυνση, δυο ειδη ξενωσης – κολλητα μεταξυ τους.
Ο Lenz – που θα πει ο Büchner – εδω προχωρησε ενα βημα περισσοτερο απο την Lucille. Το "Ζητω ο Βασιλευς" του δεν ειναι πλεον λογος, ειναι μια τρομερη αφωνια, του κοβει – οπως κι εμας – την ανασα και τον λογο.
Ποιηση: αυτο μπορει να σημαινει μια τροπη της ανασας. Ποιος ξερει, ισως η ποιηση κανει τον δρομο – και τον δρομο της τεχνης – χαριν μιας τετοιας τροπης της ανασας; Ισως της πετυχαινει, καθως μαλιστα το ξενο, δηλαδη η αβυσσος και η μεδουσοκεφαλη, η αβυσσος και (σελ. 196) τα αυτοματα, δειχνει να βρισκεται σε μια κατευθυνση, – ισως εδω της πετυχαινει να διακρινει μεταξυ ξενου και ξενου,-- ισως ακριβως εδω η μεδουσοκεφαλη ζαρωνει, ισως ακριβως εδω τα αυτοματα χαλουν – γι’ αυτην τη μοναδικη συντομη στιγμη; Ισως εδω, μαζι με το Εγω – μαζι με το Εγω που εδω και κατ’ αυτον τον τροπο απεκτησε την ελευθερια – ισως εδω ελευθερωνεται κι ενα Αλλο;
Ισως απο εδω ειναι το ποιημα αυτο καθαυτο ... και πλεον μπορει, κατ’ αυτον τον εκτος της τεχνης, τον περαν της τεχνης τροπο να πηγαινει τους αλλους δρομους του, κι ετσι και τους δρομους της τεχνης – να τους πηγαινει παλι και παλι;
Ισως.
Ισως μπορει κανεις να πει πως σε καθε ποιημα ειναι εγγεγραμμενη η "20η του Γεναρη" του; Ισως το νεο στα ποιηματα που γραφονται σημερα ειναι ακριβως αυτο: πως εδω επιχειρειται περισσοτερο ρητα απο ποτε να μεινουν επιμνημονα των ημερομηνιων τους;
Ομως δεν επιγραφομαστε ολοι μας μεσα απο τετοιες ημερομηνιες; Και ποιες ημερομηνιες καταγραφουμε στον εαυτο μας;
Μα βεβαια το ποιημα μιλα! Παραμενει επιμνημον των ημερομηνιων του, ομως – μιλα. Σιγουρα, μιλα παντα μονο για δικη του, ολοτελα δικη του υποθεση.
Μα σκεφτομαι – και τωρα αυτη η σκεψη δεν σας εκπλησσει διολου – σκεφτομαι πως απ’ ανεκαθεν ανηκει στις ελπιδες του ποιηματος, ακριβως μ’ αυτον τον τροπο να μιλα και για ξενη – οχι, αυτην τη λεξη δεν μπορω πια να την χρησιμοποιω –, ακριβως μ’ αυτον τον τροπο να μιλα για υποθεση ενος Αλλου – ποιος ξερει, ισως για υποθεση ενος τελειως Αλλου.-
Αυτο το "ποιος ξερει", στο οποιο με βλεπω τωρα να καταληγω, ειναι το μονο που εγω μπορω εκ μερους μου, ακομη και σημερα και τωρα, να προσθεσω στις παλιες ελπιδες.
Ισως, ετσι πρεπει να μου πω τωρα, – ισως μαλιστα ενα συναπαντημα αυτου του "τελειως Αλλου" – εδω χρησιμοποιω μια γνωστη (σελ. 197) παραπληρωματικη λεξη – μ’ ενα οχι και τοσο απομακρο, μ’ ενα τελειως κοντυνο "αλλο" ειναι νοητο – παλι και παλι νοητο.
Το ποιημα παραμενει η αναμενει – μια λεξη η οποια πρεπει ν’ ακουστει σ’ αναφορα με την πλαση – σε τετοιες σκεψεις.
Κανεις δεν ξερει ποσο αυτο το διαλειμμα ανασας – η αναμονη κι η σκεψη – θα κρατησει. Το "γοργο", που ηταν απο παντα ηδη "εξω", εχει αποκτησει μεγαλυτερη γρηγοραδα· το ποιημα το γνωριζει αυτο· ομως κατευθυνεται απαρεγκλιτα προς εκεινο το "Αλλο" που το σκεφτεται σαν προσιτο, σαν ελευθερωτεο, σαν κενο ισως, και συναμα σ’ αυτο, στο ποιημα – ας πουμε: οπως η Lucille – προσκειμενο.
Σιγουρα, το ποιημα – το ποιημα σημερα – δειχνει, κι αυτο εχει να κανει, πιστευω, παλι οντως εμμεσα μονον με τις – οχι υποτιμησιμες – δυσκολιες της επιλογης των λεξεων, με την πιο ραγδαια πτωτικοτητα του συντακτικου η την εναργεστερη αισθηση για την ελλειπτικοτητα, – το ποιημα δειχνει, αυτο ειναι προδηλο, μια δυνατη κλιση προς την αφωνια.
Διεκδικει τη θεση του – επιτρεψτε μου, μετα απο τοσες ακραιες διατυπωσεις, τωρα κι αυτην –, διεκδικει τη θεση του στο περιθωριο του εαυτου του· καλει και κρατει τον εαυτο του, για να μπορει να υφισταται, αδιαλειπτα απο το ηδη-οχι-πια πισω στο ακομη-και-τωρα του.
Αυτο το ακομη-και-τωρα μπορει βεβαια να ειναι μονον ενα μιλημα. Δηλαδη οχι κατευθειαν γλωσσα κι ενδεχομενως ουτε καταρχην μεσα απο τον λογο "ομολογια".
Αλλα πραγματωμενη γλωσσα, ελευθερωμενη υπο το σημα μιας ριζικης μεν, ομως συγχρονως και των απο την γλωσσα τιθεμενων οριων της, απο την γλωσσα διανοιγομενων δυνατοτητων της επιμνημονος παραμενουσας ατομικοτητας.
Αυτο το ακομη-και-τωρα του ποιηματος μπορει βεβαια ν’ ανευρεθει μονο στο ποιημα αυτου που δεν ξεχνα οτι μιλα απο τη γωνια κλισης της υπαρξης του, τη γωνια κλισης της πλασης του.
Τοτε το ποιημα θα ηταν – ακομη σαφεστερα απ’ οσο μεχρι τωρα – (σελ. 198) μορφοποιημενη γλωσσα ενος εκαστου, – και ως προς την εσωτατη ουσια του παροντικοτητα και παρουσια.
Το ποιημα ειναι μοναχικο. Ειναι μοναχικο και καθοδον. Οποιος το γραφει, δινεται μαζι του.
Ομως ακριβως γι’ αυτο, επομενως ηδη εδω, δεν στεκει το ποιημα μεσα στην συναντηση – μεσα στο μυστηριο της συναντησης;
Το ποιημα τεινει προς ενα Αλλο, χρειαζεται αυτο το Αλλο, χρειαζεται ενα Απεναντι. Το αναζητει, του μιλα με την καρδια του.
Καθε πραγμα, καθε ανθρωπος ειναι για το ποιημα, το οποιο κατευθυνεται προς το Αλλο, μορφη αυτου του Αλλου.
Η προσοχη, την οποια το ποιημα προσπαθει ν’ αφιερωσει στο καθε τι που το συναντα, το οξυτερο αισθητηριο του για τη λεπτομερεια, για περιγραμμα, για δομη, για χρωμα, αλλα και για τις "συσπασεις" και τα "υπονοουμενα", ολ’ αυτα, πιστευω, δεν ειναι επιτευγμα του τις (η με τις) καθημερινα τελειοτερες συσκευες συναγωνιζομενου οφθαλμου, ειναι πολυ περισσοτερο μια ολων των ημερομηνιων μας επιμνημων παραμενουσα συγκεντρωση.
"Προσοχη" – επιτρεψτε μου εδω, συμφωνα με το δοκιμιο του Walter Benjamin για τον Kafka, να παραθεσω εναν λογο του Malebranche –, "προσοχη ειναι η φυσικη προσευχη της ψυχης."-
Το ποιημα γινεται – με ποιους ορους! – ποιημα ενος – ακομη και τωρα – αντιλαμβανομενου, στραμμενου προς το φαινομενο, επερωτωντος και προσφωνουντος αυτο το φαινομενο· γινεται συνομιλια – συχνα ειναι απελπιδα συνομιλια.
Πρωτα στον χωρο αυτης της συνομιλιας συγκροτειται το προσφωνουμενο, περισυλλεγεται στο τουτο προσφωνουν και ονομαζον Εγω. Ομως σ’ αυτην την παροντικοτητα το προσφωνουμενο, και δια της ονομασιας του τροπον τινα Εσυ γινομενο, φερνει μαζι και το αλλοτριο του. Ακομη και στο εδω και τωρα του ποιηματος – το ποιημα καθαυτο εχει βεβαια (σελ. 199) παντα μονον αυτην τη μια, μοναδικη, στιγμιαια παροντικοτητα –, ακομη και σ’ αυτην την αμεσοτητα και εγγυτητα αφηνει να μιλαει συναμα το σ’ αυτο, το Αλλο, ιδιαιτατο: τον χρονο του.
Οταν ετσι συνομιλουμε με τα πραγματα ειμαστε παντα και στο ερωτημα για το απο που και το προς τα που τους: σε κατι "που παραμενει ανοιχτο", "που δεν φτανει σε κανενα τελος", στο ανοιχτο και κενο κι ελευθερο οδηγουν ερωτημα – ειμαστε εξω πολυ.
Το ποιημα αναζητει, πιστευω, και αυτον τον τοπο.
Το ποιημα;
Το ποιημα με τις εικονες και τις τροπες του;
Κυριες και Κυριοι, για τι μιλω τελικα, οταν απο αυτην την κατευθυνση, προς αυτην την κατευθυνση, μ’ αυτες τις λεξεις μιλω για το ποιημα – οχι, για το ποιημα;
Μιλω βεβαια για το ποιημα που δεν υπαρχει!
Το απολυτο ποιημα – οχι, αυτο σιγουρα δεν υπαρχει, αυτο δεν μπορει να υπαρχει!
Ομως παλι υπαρχει, με καθε πραγματικο ποιημα, υπαρχει, με το ελαχιστων αξιωσεων ποιημα, αυτο το αναποτρεπτο ερωτημα, αυτη η ανηκουστη αξιωση.
Και τι θα ‘ταν τοτε οι εικονες;
Το για μια φορα, το παλι και παλι για μια φορα και μονον εδω και μονον τωρα αντιληπτο και αντιληπτεο. Κι ετσι το ποιημα θα 'ταν ο τοπος οπου ολες οι τροπες κι οι μεταφορες θελουν να οδηγηθουν στο παραδοξο.
Ερευνα του τοπου;
Σιγουρα! Ομως στο φως του ερευνητεου: στο φως της ου-τοπιας.
Και ο ανθρωπος; Κι η πλαση;
Σ’ αυτο το φως.
(σελ. 200) Τι ερωτηματα! Τι απαιτησεις!
Καιρος να γυρισουμε πισω.
Κυριες και Κυριοι, ειμαι στο τελος – ειμαι παλι στην αρχη.
Elargissez l’ Art! Αυτο το ερωτημα μας ερχεται με την παλαια, με την νεα του δεινοτητα. Πηγα μ’ αυτο στον Büchner – πιστεψα πως εκει θα το ξαναβρισκα.
Ειχα ετοιμη και μια απαντηση, εναν "λουσιλλειανο" αντιλογο, ηθελα κατι να αντιταξω, με την αντιρρηση μου να υπαρχω:
Η τεχνη να διευρυνθει;
Οχι. Αλλα πηγαινε με την τεχνη στα ολοδικα σου στενα. Κι απελευθερωσου.
Πηγα κι εδω, μ’ εσας παροντες, αυτον τον δρομο. Ηταν ενας κυκλος.
Η τεχνη, επομενως κι η μεδουσοκεφαλη, ο μηχανισμος, τα αυτοματα, το δεινο και τοσο δυσκολα διακριτο, εν τελει ισως οντως μονον ενα ξενο – η τεχνη συνεχιζει να ζει.
Δυο φορες, στο "Ζητω ο βασιλευς" της Lucille, κι οταν ο ουρανος κατω απο τον Lenz ανοιξε σαν αβυσσος, φανηκε η τροπη της ανασας να ‘ναι εδω. Ισως επισης οταν προσπαθησα να τραβηξω προς εκεινο το απομακρο κι επενδυσιμο, που και τελικα οντως μονο στη μορφη της Lucille εγινε ορατο. Και μια φορα επισης, μεσα απο την στα πραγματα και στην πλαση αφιερωμενη προσοχη, καταληξαμε στη γειτονια ενος Ανοιχτου κι Ελευθερου. Και τελος στη γειτονια της ουτοπιας.
Η ποιηση, Κυριες και Κυριοι –: αυτο το ατερμον μιλημα για ολοτελα θνητοτητα και ματαιο!
Κυριες και Κυριοι, επιτρεψτε μου, καθως βεβαια παλι (σελ. 201) βρισκομαι στην αρχη, ακομη μια φορα, με καθε συντομια και απο μιαν αλλη κατευθυνση, να ερωτησω για το αυτο.
Κυριες και Κυριοι, πριν απο μερικα χρονια εγραψα ενα μικρο τετραστιχο – τουτο:
"Φωνες απ’ τον τσουκνιδοδρομο: / Ελα σ’ εμας περπατωντας στα χερια. / Οποιος ειναι μοναχος με τη λαμπα, / εχει μονο το χερι, απ’ αυτο να διαβασει."-
Και πριν απο εναν χρονο, εις μνημην μιας συναντησης στο Engadin που δεν εγινε, εβαλα στο χαρτι μια μικρη ιστορια οπου αφησα εναν ανθρωπο "σαν τον Lenz" να παρει τα βουνα.
Ειχα γραψει, τη μια οπως και την αλλη φορα, μεσα απο μια "20η του Γεναρη", απο τη δικη μου "20η του Γεναρη".
Συναντησα ... τον εαυτο μου.
Λοιπον κανεις πηγαινει, οταν σκεφτεται ποιηματα, κανεις πηγαινει τετοιους δρομους; Ειναι αυτοι οι δρομοι μονον παρα-δρομοι, παραδρομοι απο σενα προς εσενα; Ομως βεβαια ειναι συναμα και, μεταξυ τοσων αλλων δρομων, δρομοι στους οποιους η γλωσσα γινεται εμφωνη, ειναι συναντησεις, δρομοι μιας φωνης προς ενα αντιλαμβανομενο Εσυ, δρομοι της πλασης, προβολες ισως της υπαρξης, μια αυτοπροπομπη στον ιδιο τον εαυτο ... Ενα ειδος παλιννοστησης.
Κυριες και Κυριοι, ερχομαι στο τελος – ερχομαι, με την οξεια, την οποια ειχα να θεσω, στο τελος του ... "Leonce και Lena".
Κι εδω, στην δυο τελευταιες λεξεις αυτης της ποιησης, πρεπει να προσεξω, οπως ο Karl Emil Franzos, ο εκδοτης εκεινης της "Πρωτης Κριτικης Συνολικης Εκδοσης των Απαντων και των Χειρογραφων Αρχειου του Georg Büchner", που εμφανιστηκε πριν απο (σελ.202) ογδονταενα χρονια στην Φρανκφουρτη, – πρεπει να προσεξω και, οπως ο εδω επανευρεθεις συμπατριωτης μου Karl Emil Franzos, το "Commode" ["βολικο"], το οποιο τωρα χρησιμοποιειται, να μην το διαβασω σαν "Kommendes" ["ερχομενο"]!
Κι ομως: Δεν υπαρχουν ακριβως στο "Leonce και Lena" αυτα τα στις λεξεις αορατα χαμογελωντα καλλιγραφικα εισαγωγικα, τα οποια θελουν να εννοηθουν ισως οχι σαν ποδαρακια χηνας [Gänsefüßchen], αλλα πολυ περισσοτερο σαν αυτακια λαγου, που θα πει δηλαδη σαν κατι που οχι ολοτελα αφοβα αφουγκραζεται περαν του εαυτου του και των λεξεων;
Μεσα απο εδω, δηλαδη μεσα απο το "βολικο", αλλα και στο φως της ουτοπιας, επιχειρω – τωρα – ερευνα του τοπου:
Αναζητω την περιοχη, απο την οποια ερχονται ο Reinhold Lenz κι ο Karl Emil Franzos, που με συναντησαν στον δρομο κατα δω και στον Georg Büchner. Αναζητω επισης, καθως βεβαια ειμαι και παλι εδω, απ’ οπου ξεκινησα, τον τοπο της δικης μου προελευσης.
Τ’ αναζητω ολ’ αυτα με βεβαια πολυ ανακριβες, καθοτι ανησυχο δαχτυλο στον γεωγραφικο χαρτη – εναν γεωγραφικο χαρτη για παιδια, οπως πρεπει να ομολογησω.
Κανεις απ’ αυτους τους τοπους δεν βρισκεται, δεν υπαρχουν, αλλα γνωριζω το που θα 'πρεπε, και μαλιστα τωρα, να υπαρχουν, και ... βρισκω κατι!
Κυριες και Κυριοι, βρισκω κατι που με παρηγορει λιγακι που στην παρουσια σας πηρα αυτον τον αδιανοητο δρομο, αυτον τον δρομο του αδιανοητου.
Βρισκω το συνδετικο και οπως το ποιημα οδηγο προς μια συναντηση.
Βρισκω κατι – οπως η γλωσσα – αϋλο, ομως χωματινο, γηινο, κατι κυκλοτερες, πανω απο τους πολους επανακαμπτον στον εαυτο του και μαζι – ευθυμα – ακομη και διασταυρουμενο με τους Τροπικους –: βρισκω ... εναν Μεσημβρινο.-
Μαζι σας και με τον Georg Büchner και το Κρατιδιο του Εσσεν πιστεψα πως μολις τωρα τον αγγιξα ξανα.