Η Λεξη 

Das Wort (1958)




Η λεξη

Απο τουτον τον τοπο ας σκεφτουμε για μια στιγμη αυτο το οποιο ερωτα ο Hölderlin στην ελεγεια του Brod und Wein (Αρτος και Οινος) (VI στροφη):

Γιατι σωπαινουν κι αυτα, τα παλαια ιερα θεατρα;

Και γιατι δεν χαιρεται ο καθαγιασμενος χορος;

Για τον αλλοτινο τοπο της φανερωσης των θεων, ο λογος μενει απαγορευτικος, ο λογος, οπως ηδη καποτε ητανε λογος. Και πως ηταν; Στον λογο καθεαυτον συνεβαινε η εγγιση του θεου. Ο λογος ηταν εν εαυτω η αφεση φανερωσης αυτου το οποιο οι λεγοντες εβλεπαν, διοτι προηγουμενως αυτο τουτο τους εβλεπε. Μια τετοια βλεψη εφερνε τους λεγοντες και τους ακουοντες στην α-περαντη εσωτερικοτητα της εριδας μεταξυ των ανθρωπων και των θεων. Ομως σ' αυτην την εριδα κρατουσε εκεινο το οποιο ειναι υπερανω ακομη και των θεων και των ανθρωπων, οπως λεει η Αντιγονη:

οὐ γάρ τί μοι Ζεὺς ἦν ὁ κηρύξας τάδε, (στ.450)

Και μαλιστα δεν ηταν ο Ζευς αυτος που μου εδωσε το μηνυμα,

(μα ενα Αλλο, εκεινο το ιθυνον χρεος)

οὐ γάρ τι νῦν γε κἀχθές, ἀλλ᾽ ἀεί ποτε

ζῇ ταῦτα, κοὐδεὶς οἶδεν ἐξ ὅτου ᾽φάνη. (στ. 456/7)

Οχι απο σημερα λοιπον κι απο χθες, μα απο ανεκαθεν

Προβαλλει (ὁ νόμος, το ιθυνον χρεος) και κανεις δεν 

ειδε κατα κει απ' οπου ηρθε στο φως. 

Αινιγμα παραμενει ο ποιητικος λογος τετοιου ειδους, η φωνη του οποιου εχει απο μακρου αποσυρθει μεσα στη σιωπη. Αραγε μπορουμε εμεις να τολμησουμε να σκεφτουμε αυτο το αινιγμα; Ηδη κανουμε αρκετα, εαν κατ αρχην αφησουμε το αινιγμα των λεξεων να μας μιλησει δια της ποιησης καθεαυτης, και τωρα σε ενα ποιημα με τον τιτλο:

Η Λεξη

Ονειρο η θαυμα απο μακρυα 

Στης γης μου εφερνα τα μερη τ' ακρινα

Και καρτερουσα η Νορνα η τεφρη

Μες στην πηγη της τ' ονομα να βρει  - 

Τοτε σφιχτα μπορουσα να τ' αδραχνω και γερα

Και τωρα μες στην χωρα ανθιζει φωτεινα...

Και μια φορα απο δρομο εφτασα καλο

Με ενα κοσμημα πλουσιο κι απαλο

Μιλησε κι ειπε ωρα σαν εψαξε πολλη:

<Λοιπον κανενα δεν κοιμαται σε βυθο εδω βαθυ>

Τοτε αυτο μες απ’ τα χερια μου γλιστρα

Κι η γη μου πια τον θησαυρο ποτε δεν αποκτα...

Πενθωντας την παραιτηση εμαθα ετσι:

Πραγμα κανενα να μην ειναι οπου λειπει η λεξη.

Το ποιημα εμφανιστηκε αρχικα στην 11η και 12η συνεχεια των «Blätter für die Kunst» το ετος 1919. Αργοτερα (1928) ο Stefan George το συμπεριελαβε στην τελευταια απο τον ιδιο δημοσιευθεισα συλλογη, η οποια φερει τον τιτλο: Das Neue Reich. Η δομη του ποιηματος αποτελειται απο επτα διστιχες στροφες. Ομως η τελευταια στροφη δεν κλεινει μονον το ποιημα. Ειναι συναμα το κλειδι που το ανοιγει. Αυτο δειχνεται ηδη στο οτι μονον ο τελευταιος στιχος λεγει ειδικα εκεινο το οποιο στεκει στην επικεφαλιδα: Η λεξη. Ο τελευταιος στιχος λεγει:

Πραγμα κανενα να μην ειναι οπου λειπει η λεξη.

Αισθανομαστε τον πειρασμο να μετατρεψουμε την τελευταια γραμμη σε αποφαντικη προταση με το εξης περιεχομενο: Κανενα πραγμα δεν ειναι, οπου λειπει η λεξη. Οπου κατι λειπει [gebricht], υπαρχει ενα ρηγμα [Bruch], μια διακοπη [Abbruch]. Einer Sache Abbruch tun θα πει: (απο ενα πραγμα) αποσυρω κατι, κανω να του λειπει κατι. Es gebricht σημαινει: λειπει. Οπου η λεξη λειπει, κανενα πραγμα δεν ειναι. Πρωτα η διαθεσιμη λεξη παρεχει στο πραγμα το Ειναι.

Τι ειναι η λεξη, ωστε να δυναται κατι τετοιο;

Τι ειναι το πραγμα, ωστε να χρειαζεται τη λεξη για να ειναι;

Τι θα πει εδω Ειναι, ωστε να εμφανιζεται ως παροχη την οποια το πραγμα ιδιοποιειται μεσα απο τη λεξη;

Ερωτηματα επι ερωτηματων, τα οποια με την πρωτη ακροαση και αναγνωση του ποιηματος δεν μας βαζουν αμεσως σε σκεψεις. Μαλλον μαγευομαστε απο τις εξι πρωτες στροφες∙ διοτι αυτες αφηγουνται ιδιομορφα συγκεκαλυμμενες εμπειριες του ποιητη. Πιεστικοτερα βεβαιως μιλαει η τελευταια στροφη. Μας εξωθει στην ανησυχια της σκεψης. Πρωτα απο αυτην ακουμε το τι, συμφωνα με την επικεφαλιδα, εχει το ποιημα στον ποιητικο νου του: την λεξη.

Υπαρχει για τον ποιητη τιποτα περισσοτερο διεγερτικο κι επικινδυνο απο τη σχεση με την λεξη; Οχι. Δημιουργειται αυτη η σχεση πρωτα απο τον ποιητη, η μηπως η λεξη αφ' εαυτης και δι' εαυτην χρειαζεται την ποιηση, ωστε μονον μεσα απο αυτην τη χρεια ο ποιητης να γινεται αυτος ο οποιος μπορει και ειναι; Ολα αυτα και ακομη κι αλλα χρειαζεται να εννοηθουν, και μας καθιστουν σκεπτικους. Και παλι δισταζουμε να υπεισελθουμε σε μια τετοια σκεψη. Διοτι τωρα αυτη στηριζεται σε εναν και μονον στιχο του ολου ποιηματος. Και επιπλεον αυτον τον τελευταιο στιχο τον μετατρεψαμε σε αποφαντικη προταση. Παντως αυτη η επεμβαση δεν εγινε απο απλη αυθαιρεσια. Σχεδον εξαναγκαζομαστε σε μια τετοια μετατροπη ευθυς μολις παρατηρησουμε οτι ο πρωτος στιχος της τελευταιας στροφης τελειωνει με μια ανω κατω τελεια. Αυτη εγειρει την προσμονη οτι ακολουθει μια αποφανση. Εξαλλου αυτη ειναι και η περιπτωση στην πεμπτη στροφη. Στο τελος του πρωτου στιχου της υπαρχει επισης μια ανω κατω τελεια: 

Μιλησε κι ειπε ωρα σαν εψαξε πολλη:

<Λοιπον κανενα δεν κοιμαται σε βυθο εδω βαθυ>

Η ανω κατω τελεια εισαγει σε κατι. Ο,τι ακολουθει μιλαει, παραστημενο γραμματικα, στην οριστικη: <Λοιπον κανενα δεν κοιμαται...> Εκτος αυτου τα λεγομενα της τεφρης Νορνας βρισκονται εντος εισαγωγικων.

Με την τελευταια στροφη ειναι διαφορετικα. Και εδω, στο τελος της πρωτης αραδας, υπαρχει μεν ανω κατω τελεια. Ομως ο,τι την ακολουθει δεν μιλα στην οριστικη, ουτε τα λεγομενα βρισκονται εντος εισαγωγικων. Που εγκειται η διαφορα μεταξυ της πεμπτης και της εβδομης στροφης; Στην πεμπτη στροφη η τεφρη Νορνα δηλωνει κατι. Η δηλωση ειναι ενα ειδος αποφανσης, μια ανακοινωση. Αντιθετως στην τελευταια στροφη ο τονος περισυλλεγεται στην λεξη "παραιτηση". 

Η παραιτηση [Verzichten] δεν ειναι αποφανση, ισως ομως ειναι πραγματι κι αυτη ενας λογος. Το Verzichten ανηκει στο ρημα verzeihen. Zeihen, zichten ειναι η ιδια λεξη με το zeigen, το ελληνικο δείκνυμι, το λατινικο dicere. Zeihen, zeigen θα πει: αφηνω να καταστει ορατο, φερω στην επιφανεια. Ομως τωρα αυτη η δεικνυουσα αφεση ορασης ειναι το νοημα της αρχαιας γερμανικης μας λεξης sagan, sagen [λεγω]. Καποιον bezeihen, bezichten σημαινει: του λεγω κατι κατα προσωπο. Στο Verzeihen, Verzichten κρατει λοιπον ενας λογος. Πως αυτο; Παραιτουμαι θα πει: εγκαταλειπω την αξιωση για κατι, αρνουμαι στον εαυτο μου κατι. Επειδη η παραιτηση ειναι ενας τροπος του λογου, στην γραφη μπορει να εισαχθει με ανω κατω τελεια. Οπου ο,τι την ακολουθει δεν χρειαζεται να ειναι αποφανση. Η ανω κατω τελεια μετα την λεξη "παραιτηση" δεν εισαγει τιποτε με την εννοια μιας αποφανσης η μιας διαπιστωσης, αλλα η ανω κατω τελεια αγει την παραιτηση ως λογο προς αυτο στο οποιο τουτη επαφηνεται. Σε τι επαφηνεται η παραιτηση; Ενδεχομενως σε αυτο απο το οποιο η παραιτηση παραιτειται.

Πενθωντας την παραιτηση εμαθα ετσι:

Πραγμα κανενα να μην ειναι οπου λειπει η λεξη.

Αλλα πως; Παραιτειται ο ποιητης απο το οτι κανενα πραγμα να μην ειναι οπου λειπει η λεξη; Καθολου. Αυτο ο ποιητης οχι μονον δεν το αρνειται αλλα ακριβως συμφωνει με το λεγομενο. Τοτε λοιπον αυτο προς το οποιο η ανω κατω τελεια αγει την παραιτηση, δεν μπορει να λεγει κατι απο το οποιο ο ποιητης παραιτειται. Μαλλον θα πρεπει να λεγει εκεινο στο οποιο ο ποιητης επαφηνεται. Ομως παραιτουμαι θα πει αναμφισβητητα: απαρνουμαι στον εαυτο μου κατι. Αντιστοιχα λοιπον ο τελευταιος στιχος πρεπει να λεγει αυτο το οποιο ο ποιητης απαρνειται στον εαυτο του. Ναι και οχι.

Πως πρεπει να το σκεφτουμε αυτο; Ολο και περισσοτερο σκεπτικους μας καθιστα η τελευταια στροφη, και απαιτει να την ακουσουμε στο συνολο της, και σαφεστερα, ομως και να ακουσουμε ολην τη στροφη ως εκεινη η οποια, κλεινοντας το ποιημα, συναμα παρεχει το κλειδι του.

Πενθωντας την παραιτηση εμαθα ετσι:

Πραγμα κανενα να μην ειναι οπου λειπει η λεξη.

Ο ποιητης εμαθε την παραιτηση. Μαθαινω θα πει: καθισταμαι γνωστης. Γνωστης, στα λατινικα ειναι qui vidit, εκεινος ο οποιος εχει δει, εχει ενοραθει κατι, εκεινος ο οποιος το ενοραθεν δεν το χανει πλεον απο το βλεμμα. Μαθαινω θα πει: αποληγω σε μια τετοια ενοραση. Εδω ανηκει το οτι σε τουτο αποληγουμε, δηλαδη οντας καθ οδον, οντας σε μια πορεια. Αποστελλομαι στην εμ-πειρια θα πει: μαθαινω.

Με ποιες πορειες αποληγει ο ποιητης στην παραιτηση του; Απο ποια χωρα περνουν οι δρομοι του οδοιπορου; Πως εμπειραθηκε ο ποιητης την παραιτηση; Η τελευταια στροφη μας δινει την κατευθυνση.

Πενθωντας την παραιτηση εμαθα ετσι:

Πως λοιπον; Ετσι οπως το λεγουν οι προηγουμενες εξι στροφες. Εδω ο ποιητης μιλα για τη χωρα του. Εδω μιλα για τους δρομους του. Η τεταρτη στροφη αρχιζει:

Και μια φορα με δρομο εφτασα καλο

"Einst" ["καποτε"] χρησιμοποιειται εδω στην παλαια σημασια του, η οποια θα πει: μια φορα. Σ' αυτην δηλωνεται μια εξαιρετικη φορα, μια μοναδικη εμπειρια. Ως εκ τουτου ο λογος γι' αυτην οχι μονον αρχιζει απροσμενα, με ενα "μια φορα", αλλα συναμα διαχωριζεται σαφως απο τους μεχρι τωρα δρομους. Διοτι ο τελευταιος στιχος της αμεσως προηγουμενης τριτης στροφης αποληγει σε τρεις τελειες. Το ιδιο ισχυει για τον τελευταιο στιχο της εκτης στροφης. Επομενως οι εξι στροφες, οι οποιες περισυλλεγονται στην εβδομη, την τελευταια στροφη, κατανεμονται με σαφη σημεια σε δυο επι τρεις στροφες, σε δυο τριαδες.

Οι δρομοι του ποιητη, για τους οποιους μιλα η πρωτη τριαδα, ειναι αλλου ειδους απο τον ενα και μοναδικο στον οποιο ειναι αφιερωμενη ολη η δευτερη τριαδα. Για να μπορεσουμε να σκεφτουμε τους δρομους του ποιητη, και μαλιστα τον μοναδικο εκεινο ο οποιος τον κανει να εμπειραθει την παραιτηση, πρεπει προηγουμενως να σκεφτουμε το τοπιο στο οποιο ανηκουν οι εμ-πειριες του ποιητη.

Δυο φορες, στον δευτερο στιχο της πρωτης και στον δευτερο στιχο της εκτης στροφης, δηλαδη στην αρχη και στο τελος των δυο τριαδων, ο ποιητης λεει: "η γη μου". Ειναι η γη του ως η διασφαλισμενη περιοχη της ποιησης του. Εκεινο το οποιο αυτη απαιτει, ειναι τα ονοματα. Για ποια πραγματα;

Ο πρωτος στιχος του ποιηματος δινει την απαντηση:

Ονειρο η θαυμα απο μακρυα

Ονοματα για εκεινα τα οποια κομιζονται στον ποιητη απο μακρυα ως θαυμαστα η για εκεινα τα οποια τον επισκεπτονται στα ονειρα. Και τα δυο ισχυουν για τον ποιητη ως αυτα τα οποια τον αφορουν οπωσδηποτε αληθινα, ως αυτα τα οποια ειναι, τα οποια οντα ομως αυτος δεν θελει να κρατησει για τον εαυτο του αλλα θελει να τα παραστησει. Προς τουτο χρειαζονται τα ονοματα. Αυτα ειναι λεξεις, δια των οποιων το ηδη ον και ως ον θεωρουμενο αδραχνεται τοσο σφιχτα ωστε εκτοτε ν' ανθιζει φωτεινα και ετσι να κυριαρχει παντου στη γη ως το ωραιο. Τα ονοματα ειναι οι παρασταινουσες λεξεις. Εφιστουν το ηδη ον στην παρασταση. Με την δυναμη της παραστασης τα ονοματα πιστοποιουν την αποφασιστικη τους κυριαρχια επανω στα πραγματα. Ο ποιητης καθ εαυτον κανει ποιηση αξιωνοντας τα ονοματα. Για να τα αποκτησει, κατ αρχην πρεπει με τους δρομους του να αποληξει εκει οπου η αξιωση του βρισκει την απαιτουμενη ικανοποιηση. Τουτο συμβαινει στα ακρα της γης του. Τα ακρα διακρινουν, διατηρουν, οριζουν και αφοριζουν την ασφαλη διαμονη του ποιητη. Στα ακρα της ποιητικης γης - η μηπως αυτα τουτα τα ακρα; - ειναι η πηγη απο την οποια η τεφρη Νορνα, η παλαια θεα της μοιρας, ανασυρει τα ονοματα. Με τα ονοματα δινει στον ποιητη εκεινες τις λεξεις απο τις οποιες αυτος, με πεποιθηση και αυτοπεποιθηση, αναμενει την παρασταση απο ο,τι θεωρει ον. Η αξιωση του ποιητη για την κυριαρχια του λογου του ικανοποιειται. Το ανθηρο και το φωτεινο της ποιησης του καθισταται παρον. Ο ποιητης ειναι σιγουρος για τις λεξεις του, και τις εξουσιαζει. Η τελευταια στροφη της πρωτης τριαδας αρχιζει με το αποφασιστικο "Τοτε":

Τοτε σφιχτα μπορουσα να τ' αδραχνω και γερα

Και τωρα μες στη χωρα ανθιζει φωτεινα...

Προσοχη στην αλλαγη του χρονου των ρηματων στον δευτερο στιχο αυτης της στροφης ως προς τον πρωτο. Μιλουν στον ενεστωτα. Η κυριαρχια της ποιησης εχει ολοκληρωθει. Εχει φθασει στον στοχο της και ειναι πληρης. Καμμια ελλειψη, καμμια αμφιβολια δεν ταραζει την αυτοπεποιθηση του ποιητη.

Ωσπου μια φορα τον βρισκει μια ολοτελα διαφορετικη εμπειρια. Αυτη λεγεται στην δευτερη τριαδα, η οποια δομειται κατα ακριβη ανταποκριση προς την πρωτη. Τετοια χαρακτηριστικα ειναι τα ακολουθα: Οι τελευταιες στροφες των δυο τριαδων αρχιζουν αντιστοιχα με ενα "Τοτε". Του "Τοτε" στο τελος της δευτερης στροφης προηγειται μια παυλα. Του "Τοτε" της δευτερης τριαδας προτασσεται επισης ενα σημειο: η ανω κατω τελεια στην πεμπτη στροφη.

Σε τουτον τον μοναδικο δρομο ο ποιητης δεν φθανει πλεον με "ονειρο η θαυμα απο μακρυα" στα ακρα της χωρας του. Ερχεται, μετα απο καλο δρομο, στην πηγη της Νορνας με ενα κοσμημα. Η προελευση του κοσμηματος παραμενει σκοτεινη. Ο ποιητης απλως το κρατει στο χερι. Το ανα χειρας ουτε ειναι κατι ονειρικο ουτε προσαγεται απο μακρυα. Και παλι το αλλοκοτα πολυτιμο ειναι "πλουσιο κι απαλο". Εξ ου και η θεα της μοιρας πρεπει να ψαξει πολυ το ονομα για αυτο το κοσμημα, και τελος να κατευοδωσει τον ποιητη με τη δηλωση:

<Λοιπον κανενα δεν κοιμαται σε βυθο εδω βαθυ>

Τα ονοματα, τα οποια η πηγη φυλαγει, θεωρουνται ως κατι το κοιμωμενο το οποιο χρειαζεται απλως να αφυπνιστει για να βρει την εφαρμογη του ως παρασταση των πραγματων. Τα ονοματα και οι λεξεις τους ειναι κατι σαν ενα σταθερο αποθεμα το οποιο εντασσεται στα πραγματα και τους προσαπτεται εκ των υστερων για την παρασταση τους. Ομως αυτη η πηγη, απ’ οπου ο ποιητικος λογος μεχρι τωρα αντλουσε τις λεξεις οι οποιες ως ονοματα παρασταινουν τα οντα, δεν προσφερει πλεον τιποτε.

Ποια εμπειρια συμβαινει στον ποιητη; Μονον αυτη οτι στην περιπτωση του ανα χειρας κοσμηματος απουσιαζει το ονομα; Μονον αυτη οτι το κοσμημα μπορει μεν τωρα να στερειται του ονοματος, ομως κατα τα αλλα μπορει να παραμενει στα χερια του ποιητη; Οχι. Κατι αλλο, συγκλονιστικο συμβαινει. Ομως συγκλονιστικο δεν ειναι ουτε η απουσια του ονοματος ουτε η διαφυγη του κοσμηματος. Αυτο που συγκλονιζει ειναι οτι μαζυ με την απουσια της λεξης το κοσμημα χανεται. Η λεξη ειναι λοιπον αυτη η οποια καταρχην κρατει το κοσμημα στην παρουσια του, μαλιστα το φερει σ' αυτην και το διατηρει εντος της. Η λεξη δειχνει αιφνης ενα αλλο, υψηλοτερο κρατος. Δεν ειναι πλεον μονο μεσον παραστασης του προκειμενου. Αντιθετα πρωτα η λεξη απονεμει παρουσια, δηλαδη Ειναι, εντος του οποιου κατι εμφανιζεται ως ον. 

Αυτο το αλλο κρατος της λεξης αντικρυζει τον ποιητη αιφνιδια. Συναμα ομως η λεξη, η οποια με αυτον τον τροπο κρατει, λειπει. Γι' αυτο και το κοσμημα γλιστρα απ' τα χερια του. Μονον που τοτε με κανεναν τροπο δεν συντριβεται κι εκμηδενιζεται. Παραμενει θησαυρος, τον οποιο ο ποιητης ποτε δεν μπορει να φυλαξει στην γη του.

Τοτε αυτο μες απ’ τα χερια μου γλιστρα

Κι η γη μου πια τον θησαυρο ποτε δεν αποκτα...

Μπορουμε αραγε ακομη και να το διανοηθουμε οτι στους δρομους του ποιητη προς την πηγη της Νορνας τιθεται τωρα ενα τερμα; Ενδεχομενως ναι. Διοτι με τη νεα εμπειρια ο ποιητης βλεπει, συγκεκαλυμμενα εστω, ενα αλλο κρατος της λεξης. Που φερει αυτη η εμπειρια τον ποιητη και την μεχρι τωρα ποιηση του; Ο ποιητης πρεπει να εγκαταλειψει την αξιωση να του παραδιδεται οπωσδηποτε και κατα παραγγελια το ονομα για ο,τι εθεσε ως το αληθινα ον. Αυτην τη θεση και εκεινη την αξιωση πρεπει να τις απαρνηθει. Ο ποιητης πρεπει να παραιτηθει απο την κυριοτητα της λεξης ως του παρασταινοντος ονοματος για το τεθεν ον. Η παραιτηση ως απαρνηση ειναι λογος ο οποιος λεγει στον εαυτο του:

Πραγμα κανενα να μην ειναι οπου λειπει η λεξη.

Οταν, κατα την διευκρινιση των εξι πρωτων στροφων του ποιηματος, προσεξαμε ποιος δρομος κανει τον ποιητη να εμπειραθει την παραιτηση του, η παραιτηση καθ' εαυτην κατα τι διαλευκανθηκε. Κατα τι μονον. Διοτι πολλα σ' αυτο το ποιημα παραμενουν σκοτεινα, προ παντων ολων εκεινο το κοσμημα, για το οποιο το ονομα δεν δινεται. Γι' αυτο και ο ποιητης δεν μπορει να πει τι ειναι αυτο το κοσμημα. Ακομη λιγωτερο επιτρεπεται σ' εμας να αποτολμησουμε μια εικασια σχετικα, εκτος εαν το ποιημα μας εκανε μια νυξη αφ' εαυτου. Την κανει. Την προσλαμβανουμε εφοσον ακουσουμε οντας αρκουντως σκεπτικοι. Επαρκουμε σε τουτο οταν σκεφτουμε κατι το οποιο τωρα πρεπει να μας καταστησει τα μαλιστα σκεπτικους.

Η ενοραση στην εμπειρια του ποιητη με τη λεξη, δηλαδη η ενοραση στην εκμαθεισα παραιτηση, μας εξωθει στο ερωτημα: Γιατι ο ποιητης, αφοτου εμαθε την παραιτηση, δεν παραιτηθηκε απο τον λογο; Γιατι λεγει ακριβως την παραιτηση; Γιατι μαλιστα κανει ενα ποιημα με τον τιτλο Η λεξη; Απαντηση: Διοτι αυτη η παραιτηση ειναι μια γνησια παραιτηση και οχι απλως απορριψη του λογου, και επομενως ουτε απλως σιωπηση. Ως απαρνηση, η παραιτηση παραμενει λογος. Ετσι διαφυλαγει την σχεση με τη λεξη. Ομως επειδη η λεξη δειχθηκε σε ενα αλλο, υψηλοτερο κρατος, πρεπει και η σχεση με τη λεξη να υποστει μια μεταβολη. Ο λογος αποληγει σε μιαν αλλη διαρθρωση, σε ενα αλλο μέλος, σε εναν αλλο τονο. Το οτι η παραιτηση του ποιητη γινεται εμπειρατη κατ' αυτο το νοημα, μαρτυρειται απο το ιδιο εκεινο ποιημα το οποιο λεγει την παραιτηση, αδοντας την. Διοτι αυτο το ποιημα ειναι τραγουδι. Ανηκει στο τελευταιο τμημα της τελευταιας απο τον Stefan George δημοσιευθεισας ποιητικης συλλογης. Αυτο το τελευταιο μερος φερει τον τιτλο Das Lied και αρχιζει με τον προλογο:

Ο,τι μονο ακομη στοχαζομαι κι ο,τι ταιριαζω ακομη μονο

Ο,τι μονο ακομη αγαπω ειναι στον ιδιο τονο

Στοχαστικος, συνταιριαζοντας, αγαπωντας ειναι ο λογος: μια σιγαλα χαιρουσα υποκυψη, μια αγαλλουσα αποτιση σεβους, μια εξυμνηση, ενας επαινος: laudare. Laudes ειναι το λατινικο ονομα για τα Lieder [τραγουδια]. Λεγω τραγουδια θα πει: αδω [singen]. Το ασμα [Gesang] ειναι η συλλογη του λογου στο τραγουδι. Εαν παραγνωρισουμε το υψηλο νοημα του ασματος ως λογου, τοτε αυτο γινεται υστεροτερη μελοποιηση του ειπωθεντος και του γραφεντος.

Με το Das Lied, με τα τελευταια υπο αυτον τον τιτλο συλλεχθεντα ποιηματα, ο ποιητης εξερχεται οριστικα απο τον προηγουμενο ιδιαιτερο κυκλο του. Προς τα που; Προς την παραιτηση την οποια εμαθε. Αυτη η εκμαθηση ηταν μια αιφνιδια εμπειρια τη στιγμη που τον αντικρυσε το ολοτελα αλλο κρατος της γλωσσας και κλονισε την αυτοπεποιθηση του προηγουμενου λογου του. Κατι ανυποψιαστο, κατι τρομερο τον αντικρυσε, τουτο, οτι πρωτα η λεξη αφηνει το πραγμα να ειναι πραγμα.

Εκτοτε ο ποιητης πρεπει να ομολογει αυτο το σχεδον ανυποπτο, στον λογισμο μονον υποψιασιμο μυστηριο της λεξης. Αυτον τον τονο μπορουμε να τον ακουσουμε με ιδιαιτερη σαφηνεια σε ενα απο τα τραγουδια τα οποια, διχως τιτλο, δημοσιευονται πρωτη φορα στο τελευταιο μερος της τελευταιας συλλογης (Das Neue Reich, 137):

Σε γαληνοτατη σιγη

Ημερας νοημονος

Ξαφνου βλεμμα ξεσπα

Που μ' ανυποπτο τρομο

Την βεβαιη ταραζει ψυχη

Ετσι καθως σε υψωματα

Ο δυνατος κορμος

Ασαλευτος περηφανα δεσποζει

Και καποτε μετα μια θυελλα

Τον λυγιζει εως το χωμα:

Ετσι καθως η θαλασσα

Με βροντερο σαλαγο

Μ' αγριο παφλασμο

Εισβαλλει ακομη μια φορα στην απο καιρο

Εγκαταλειμμενη κογχη.

Ο ρυθμος αυτου του τραγουδιου ειναι τοσο θαυμασιος οσο κι εκδηλος. Ειναι αρκετο εαν τον υποδηλωσουμε με μια υποδειξη. Ωστοσο υθμος, ῥυσμός, δεν θα πει ρευμα και ροη αλλα αρμογη. Ο ρυθμος ειναι το γαληνευον το οποιο συναρμοζει την οδωση χορου και ασματος, και ετσι την αφηνει να γαληνευει εντος του. Ο ρυθμος χαριζει την γαληνη. Στο τραγουδι που ακουσαμε η αρμογη δειχνεται οταν προσεξουμε τον εναν αρμο ο οποιος στις τρεις στροφες μας προσαδει τριμορφα: βεβαιη ψυχη και αιφνιδιο βλεμμα, κορμος και θυελλα, θαλασσα και κογχη.

Ομως το αλλοκοτο σ' αυτο το τραγουδι ειναι ενα σημειο, το μονο το οποιο ο ποιητης θετει εκτος απο την τελεια στο τελος. Ακομη περισσοτερο αλλοκοτη ειναι η θεση στην οποια εθεσε το σημειο. Ειναι η ανω κατω τελεια στο τελος της τελευταιας γραμμης της μεσαιας στροφης. Αυτο το σημειο, σε αυτην τη θεση, ειναι ακομη εκπληκτικοτερο καθως οι δυο στροφες, η μεσαια και η τελευταια, αναφερομενες πισω στην πρωτη, αρχιζουν καθε φορα το ιδιο, με ενα Ετσι καθως...:

Ετσι καθως στα υψωματα

Ο δυνατος κορμος

και:

Ετσι καθως η θαλασσα

Με βροντερο σαλαγο

Στην μεταξυ τους ακολουθια οι δυο στροφες δινουν την εντυπωση οτι ειναι ισοτιμες. Ομως δεν ειναι. Η ανω κατω τελεια στο τελος της μεσαιας στροφης κανει την ακολουθη τελευταια στροφη να δειχνει πισω προς την πρωτη, περιλαμβανοντας την δευτερη σε τουτην την υποδειξη. Η πρωτη στροφη εννοει τον στη βεβαιοτητα του διαταραχθεντα ποιητη. Μονο που ο "ανυποπτος τρομος" δεν τον καταστρεφει. Ομως τον λυγιζει εως το χωμα, οπως η θυελλα τον κορμο, ωστε να γινει ανοικτος για εκεινο το οποιο τραγουδα η επομενη της διανοιγουσας ανω κατω τελειας τριτη στροφη. Ακομα μια φορα η θαλασσα εισβαλλει με την αχανη φωνη της στην ακοη του ποιητη, η οποια καλειται η "απο καιρο εγκαταλειμενη κογχη". Διοτι μεχρι τωρα ο ποιητης εμενε διχως το καθαρα προσφερομενο κρατος της λεξης. Αντ' αυτου τα απο την Νορνα αξιουμενα ονοματα ετρεφαν την αυτοπεποιθηση της αυταρχουσας κοινοποιησης.

Η εκμαθεισα παραιτηση δεν ειναι απλη αρνηση καποιας αξιωσης αλλα η μεταβολη του λογου σε μια σχεδον ληθια θροιζουσα ωδικη αντηχηση ενος αμυθητου  Μυθου. Τωρα ειμαστε ισως περισσοτερο σε θεση να σκεφτουμε την τελευταια στροφη, ωστε αυτη να μιλησει καθεαυτην ετσι που το ολο ποιημα να περισυλλεγεται εντος της. Εαν τουτο επετυγχανε, εστω και σε μικρον βαθμο, τοτε, σε καλες στιγμες, θα μπορουσαμε να ακουσουμε σαφεστερα την επιγραφη του ποιηματος, Η λεξη, και να αναγνωρισουμε τον τροπο με τον οποιο η τελευταια στροφη οχι μονον κλεινει το ποιημα, οχι μονον ειναι το κλειδι του ποιηματος αλλα συναμα περικλειει το μυστηριο της λεξης:

Πενθωντας την παραιτηση εμαθα ετσι:

Πραγμα κανενα να μην ειναι οπου λειπει η λεξη.

Η τελευταια στροφη μιλα για την λεξη με τον τροπο της παραιτησης. Τουτη ειναι εν εαυτη λογος: η απαρνηση ... δηλαδη της αξιωσης για κατι. Εκλαμβανομενη ετσι, η παραιτηση διατηρει εναν αρνητικο χαρακτηρα: "Πραγμα κανενα", δηλαδη ουτε ενα πραγμα· "λειπει η λεξη", δηλαδη δεν ειναι διαθεσιμη. Συμφωνα με τον κανονα, η διπλη αρνηση αποφερει μια καταφαση. Η παραιτηση λεει: "Ενα πραγμα ειναι εκει μονον οπου η λεξη προσφερεται." Η παραιτηση μιλα καταφατικα. Η απλη αρνηση οχι μονο δεν εξαντλει την ουσιωση της παραιτησης, αλλα ουτε καν την περιεχει. Η παραιτηση εχει μεν μια αρνητικη πλευρα, αλλα συναμα εχει μια θετικη πλευρα. Ομως εδω ο λογος για πλευρες ειναι παραπλανητικος. Συμπαραθετει ομοια μεταξυ τους το αρνητικο και το καταφατικο, και ετσι συγκαλυπτει τον στην παραιτηση κρατουντα ιδιαιτερο λογο. Αυτον προπαντων εχουμε να σκεφτουμε. Και τουτο δεν αρκει. Χρειαζεται να σκεφτουμε ποια παραιτηση εννοει η τελευταια στροφη. Αυτη η παραιτηση ειναι μοναδικη διοτι δεν αναφερεται σε καποια κτηση απο κατι. Η παραιτηση ως απαρνηση, δηλαδη ως λογος, αναφερεται στη λεξη καθ εαυτην. Η παραιτηση κανει τη σχεση με τη λεξη να οδευει προς αυτο το οποιο αφορα καθε λογο ως λογο. Υπονοουμε οτι σε αυτην την απαρνηση η σχεση με τη λεξη αποκτα μια σχεδον "υπερμετρη εσωτερικοτητα". Το αινιγματικο της τελευταιας στροφης μας ξεπερνα. Ουτε και θελουμε να το λυσουμε, αλλα μονον να το συλλογιστουμε, να περισυλλεξουμε την σκεψη μας σ' αυτο.

Κατ αρχην σκεπτομαστε την παραιτηση ως ενα Sich-etwas-versagen [στον εαυτο μου-κατι-αρνουμαι]. Γραμματικα το «sich» ["στον εαυτο μου"] ειναι στην δοτικη, και εννοει τον ποιητη. Αυτο το οποιο ο ποιητης απαρνειται στον εαυτο του, ειναι στην αιτιατικη. Ειναι η αξιωση για την παρασταινουσα κυριαρχια της λεξης. Εν τω μεταξυ σ' αυτην την παραιτηση εμφανιστηκε ενας αλλος χαρακτηρας. Η παραιτηση καταφασκεται στο υψηλοτερο κρατος της λεξης η οποια, πρωτη αυτη, αφηνει ενα πραγμα να ειναι πραγμα. Η λεξη εμ-πραγμωνει [be-dingt] το πραγμα [Ding] σε πραγμα. Αυτο το κρατος της λεξης θα θελαμε να το ονομασουμε Bedingnis [εμπραγμωση]. Αυτη η αρχαια λεξη εχει χαθει απο την χρηση της γλωσσας μας. Ο Goethe την γνωριζει ακομη. Ομως στην προκειμενη αναφορα η Bedingnis θα πει κατι αλλο απο ο,τι λεει η λεξη Bedingung [ορος], με την εννοια της οποιας ο Goethe κατανοει την Bedingnis. Η Bedingung ειναι το οντικο αιτιο για καποιο ον. Η Bedingung αιτιολογει. Ικανοποιει την προταση του αιτιου. Ομως η λεξη δεν αιτιολογει το πραγμα. Η λεξη αφηνει το πραγμα να παρειναι ως πραγμα. Εστω οτι αυτη η αφεση καλειται τοτε Bedingnis [εμπραγμωση]. Ο ποιητης δεν διευκρινιζει το τι αυτη η εμπραγμωση ειναι. Ομως ο ποιητης, δηλαδη ο λογος του, καταφασκεται σε τουτο το μυστηριο της λεξης. Σε μια τετοια αυτοκαταφαση ο παραιτουμενος απαρνειται την προηγουμενως εγερθεισα αξιωση. Η αυτοπαθης απαρνηση [Sich-versagen] εχει μεταβαλει το νοημα της. Το "sich" δεν ειναι πλεον στη δοτικη [(αρνουμαι) στον εαυτο μου] αλλα στην αιτιατικη [(απαρνουμαι) τον εαυτο μου], και η αξιωση δεν ειναι πλεον στην αιτιατικη [(αρνουμαι στον εαυτο μου) κατι] αλλα στη δοτικη [(απαρνουμαι τον εαυτο μου) ως προς κατι]. Στη μεταβολη του γραμματικου νοηματος του σχηματος "αρνουμαι στον εαυτο μου την αξιωση" σε ενα "απαρνουμαι τον εαυτο μου ως προς την αξιωση" υπολανθανει η μεταβολη του ποιητη καθ εαυτον. Αφησε τον εαυτο του, δηλαδη τον μελλοντικα ακομη δυνατο λογο του, να λεχθει ενωπιον του μυστηριου της λεξης, ενωπιον της εμπραγμωσης του πραγματος.

Ομως ακομη και στην μεταβληθεισα απαρνηση υπερεχει ο αρνητικος χαρακτηρας της παραιτησης. Ωστοσο γινοταν συνεχως σαφεστερο οτι η παραιτηση του ποιητη διολου δεν ειναι ενα οχι, αλλα ενα ναι. Η απαρνηση  - φαινομενικα μονον αρνηση και αναδιπλωση  - ειναι στην πραγματικοτητα μια μη-απαρνηση: ως προς το μυστηριο της λεξης. Αυτη η μη-απαρνηση μπορει να μιλα μονον με τροπο ωστε να λεει: "να ειναι". Εφεξης η λεξη να ειναι: η εμπραγμωση του πραγματος. Αυτο το "να ειναι" αφηνει ο,τι και οπως η σχεση λεξης και πραγματος ειναι, να ειναι: κανενα πραγμα δεν ειναι διχως τη λεξη. Με το "να ειναι" η παραιτηση λεγει στον εαυτο της αυτο το "ειναι". Γι' αυτο δεν χρειαζεται καμμια υστεροτερη μετατροπη του τελικου στιχου σε αποφανση για να φερουμε ετσι το "ειναι" στην επιφανεια. Το "να ειναι" μας παρεχει το "ειναι" καθαροτερα, καθοτι συγκαλυμμενα.

Πραγμα κανενα να μην ειναι οπου λειπει η λεξη.

Σε τουτην την μη-απαρνηση η παραιτηση λεγει τον εαυτο της ως εκεινος ο λογος ο οποιος χαριζεται ολοσχερως στο μυστηριο της λεξης. Η παραιτηση οφειλει στην μη-απαρνηση μια χαρη. Μεσα σ' αυτην την οφειλη κατοικει η παραιτηση. Η παραιτηση ειναι οφειλη για μια χαρη, κι ετσι ειναι ευχαριστια. Η παραιτηση δεν ειναι ουτε απλως αρνηση ουτε βεβαιως απωλεια.

Και παλι γιατι ο ποιητης βρισκεται σε πενθιμη διαθεση:

Πενθωντας την παραιτηση εμαθα ετσι:

Ειναι η παραιτηση, που του φερνει πενθος; Η μηπως το πενθος τον βρηκε μονον κατα την εκμαθηση της παραιτησης; Στην περιπτωση αυτη το πενθος, το οποιο προσφατα εθλιβε την ψυχη του, θα μπορουσε να εχει περασει μολις αυτος επαφεθηκε στην παραιτηση ως οφειλη χαρης. Διοτι η οφειλη χαρης, ως ευχαριστια, βρισκεται στην διαθεση της χαρας. Τον τονο της χαρας τον ακουμε απο ενα αλλο τραγουδι. Απο αυτο το ποιημα επισης λειπει ο τιτλος. Ομως φερει ενα τοσο αλλοκοτα μοναδικο σημειο, ωστε να πρεπει αυτο το τραγουδι να το ακουσουμε μεσα απο την εσωτερικη συγγενεια με το τραγουδι Η λεξη (Das Neue Reich 125). Ειναι το εξης: 

Ποιο παρατολμο-αναλαφρο βημα

Διαβαινει το πιο ιδιαιτερο βασιλειο 

Του παραμυθοκηπου της προγονου;

Ποιο εγερτηριο ξαποστελνει

Σαλπιγκτης μ' ασημενιο κορνο

Στην κοιμωμενη λοχμη του Μυθου;

Ποια μυστικη πνοη

Μαζευεται γυρω απ' την ψυχη

Της προσφατα παρελθουσας θλιψης;

Ο Stefan George συνηθιζει να γραφει ολες τις λεξεις με μικρο, εκτος απο εκεινες με τις οποιες αρχιζουν οι αραδες των στιχων. Ομως σε τουτο το ποιημα υπαρχει μια μοναδικη λεξη με κεφαλαιο, στο μεσον σχεδον του ποιηματος, στο τελος της μεσαιας στροφης. Η λεξη ειναι η εξης: die Sage [ο Μυθος]. Αυτην τη λεξη ο ποιητης θα μπορουσε να την ειχε επιλεξει ως τιτλο, με την ληθια συνηχηση οτι ο  Μυθος, ως το παραμυθι του παραμυθοκηπου, μιλα για την προελευση της λεξης.

Η πρωτη στροφη τραγουδα το βημα ως την διαβαση μεσα απο την περιοχη του Mυθου. Η δευτερη στροφη τραγουδα το εγερτηριο το οποιο αφυπνιζει τον Mυθο. Η τριτη στροφη τραγουδα την πνοη, το πνευμα της οποιας μαζευεται γυρω απο την ψυχη. Βημα (δηλαδη οδος) και εγερτηριο και πνοη παλλονται γυρω απο το κρατος της λεξης. Το μυστηριο της δεν ειχε μονον ταραξει την προηγουμενως βεβαιη ψυχη. Συναμα πηρε απο την ψυχη τη θλιψη η οποια απειλουσε να την συνθλιψει. Το πενθος λοιπον εχει εξαφανιστει απο τη σχεση του ποιητη με τη λεξη. Αφορουσε μονον την εκμαθηση της παραιτησης. Ολα αυτα θα ηταν ετσι εαν το πενθος ηταν το απλως αντιθετο της χαρας, εαν θλιψη και πενθος ηταν το ιδιο.

Ομως οσο χαριεστερη η χαρα τοσο καθαροτερο το εντος της κοιμωμενο πενθος. Οσο βαθυτερο το πενθος τοσο κλητικωτερη η εντος του κειμενη χαρα. Πενθος και χαρα παιχνιδιζουν το ενα εντος του αλλου. Το παιχνιδι καθ εαυτο, το οποιο αρμοζει τα δυο μεταξυ τους αφηνοντας το απομακρο να ειναι στο συνεγγυς και το συνεγγυς απομακρα, ειναι η οδυνη. Γι' αυτο και τα δυο, η υψιστη χαρα και το βαθυτατο πενθος, ειναι με τον εκαστοτε τροπο τους οδυνηρα. Ομως η οδυνη καθιστα το θυμικο των ανθρωπων προθυμο κατα τροπον ωστε απο αυτην  - την οδυνη  - να προσδεχεται τη βαρυτητα του. Αυτη συγκρατει τους θνητους, παρ' ολες τις ταλαντευσεις, στην γαληνη της ουσιωσης τους. Το θυμικο το οποιο ομολογει την οδυνη ειναι η θλιψη. Αυτη μπορει να συνθλιβει το θυμικο, ομως μπορει και να χασει την φορτικοτητα της και να μαζεψει τη "μυστικη πνοη" της γυρω απο την ψυχη, να της χαρισει το κοσμημα το οποιο την ενδυει στην τιμαλφη σχεση με τη λεξη και την προστατευει μεσα σε τουτο το ενδυμα.

Ενδεχομενως κατι τετοιο σκεπτεται η τριτη στροφη του τελευταιου ποιηματος που ακουσαμε. Με τη μυστικη πνοη της προσφατα παρελθουσας θλιψης, το πενθος πνεει μεσα απο την παραιτηση καθ εαυτην· διοτι ενεχεται σ' αυτην, εφοσον σκεφτουμε αυτην την παραιτηση μεσα απο την πιο ιδιαιτερη βαρυτητα της. Αυτη ειναι η μη-απαρνηση στο μυστηριο της λεξης, στο οτι η λεξη ειναι η εμπραγμωση του πραγματος.

Ως μυστηριο, παραμενει το απομακρο, ως εμπειραθεν μυστηριο, το απομακρο ειναι στο συνεγγυς. Η εκβαση αυτου του απομακρου μιας τετοιας εγγυτητας ειναι η μη-απαρνηση του μυστηριου της λεξης. Για τουτο το μυστηριο λειπει η λεξη, δηλαδη εκεινος ο λογος ο οποιος θα μπορουσε, την ουσιωση της γλωσσας  - να την φερει σε γλωσσα.

Ο θησαυρος, τον οποιο η γη του ποιητη ποτε δεν αποκτα, ειναι η λεξη για την ουσιωση της γλωσσας. Το αιφνιδια ενοραθεν κρατος και καιριση της λεξης, το ουσιωνον της, θελει να βρει την ιδιαιτερη λεξη του. Ομως η λεξη για την ουσιωση της λεξης δεν παρεχεται.

Και παλι εαν η λεξη για το ουσιωνον της γλωσσας ηταν μονον και μονον εκεινο το κοσμημα το οποιο, εγγυτατα στον ποιητη, οντας ανα χειρας, παρολ' αυτα του γλιστρα, ομως, εχοντας του γλιστρησει και μην εχοντας αποκτηθει ποτε, παραμενει το μακρυνοτατο στην εγγυτατη εγγυτητα; Μεσα απο αυτην, το κοσμημα του ειναι μυστηρια οικειο, διοτι διαφορετικα τουτος δεν θα μπορουσε να τραγουδησει το κοσμημα "πλουσιο κι απαλο".

Πλουσιο [reich] θα πει: ευπορο ωστε να παρεχει, ευπορο σε παροχη [reichen], ευπορο σε αφεση εκπληρωσης και αποληξης. Ομως τουτος ειναι ο ουσιακος πλουτος της λεξης, οτι αυτη στον λογο [Sagen], δηλαδη στην δειξη [Zeigen], εμφανιζει το πραγμα ως πραγμα.

Απαλο [zart], συμφωνα με το παλαιο ρημα zarton, θα πει: οικειο, ευχαριστο, φειδωλο. Η φειδω ειναι προσφορα και απελευθερωση, ομως διχως θεληση και βια, διχως εθισμο και κυριαρχικοτητα.

Το κοσμημα πλουσιο κι απαλο ειναι η ληθια ουσιωση της λεξης η οποια, λεγοντας, αδιορατα και ηδη στο ανειπωτο της μας προσφερει το πραγμα ως πραγμα.

Καθοσον η παραιτηση βρισκεται σε συμφωνια με το μυστηριο της λεξης, ο ποιητης, μεσω της παραιτησης, διατηρει το κοσμημα στη μνημη. Κατ αυτον τον τροπο το κοσμημα καθισταται εκεινο το οποιο ο ποιητης ως λεγων προτιμα προ παντος αλλου, εκτιμα περαν παντος αλλου. Το κοσμημα καθισταται για τον ποιητη το κατεξοχην αξιονοητο. Διοτι τι το περισσοτερο αξιονοητο μπορει να δοθει στον λεγοντα απο την αυτοσυγκαλυπτομενη ουσιωση της λεξης, την αφαινομενη λεξη για την λεξη;

Εαν ακουσουμε το ποιημα ως τραγουδι σε συνηχηση με τα συγγενικα τραγουδια, τοτε αφηνουμε να μας λεχθει απο τον ποιητη και με τον ποιητη το αξιονοητο της ποιησης.

Αφηνομαι στο μιλημα του αξιονοητου θα πει - σκεπτομαι.

Ακουοντας το ποιημα σκεπτομαστε την ποιηση. Κατα εναν τροπο ειναι: ποιηση και νοηση.

Ο,τι καταρχην μοιαζει σαν επιγραφη σχετικα με ενα θεμα: ποιηση και νοηση, δειχνεται ως η εγγραφη στην οποια ειναι εγγεγραμμενη η μοιραια μας ουσιωση. Η εγγραφη καταγραφει τη συνεχεια ποιησης και νοησης. Η συν-ελευση τους εχει μια μακρα προελευση. Οταν αναδραμοντας την εννοησουμε, αποληγουμε στο παμπαλαιο σκεπτεο το οποιο δεν μπορουμε να συννοησουμε επαρκως ποτε. Ειναι το ιδιο σκεπτεο το οποιο αιφνιδια αντικρυσε τον ποιητη, το οποιο τουτος δεν απαρνηθηκε, λεγοντας:

Πραγμα κανενα να μην ειναι οπου λειπει η λεξη.

Το κρατος της λεξης εκλαμπει ως η εμπραγμωση του πραγματος σε πραγμα. Η λεξη αρχιζει να φεγγιζει ως η συλλογη η οποια πρωτη φερει το καθε παρον στην παρουσια του.

Η παλαιοτατη λεξη για το ετσι εννοηθεν κρατος της λεξης, για τον λογο της [Sagen], καλειται: Λόγος: ο  Μυθος [Sage] ο οποιος, δειχνοντας [zeigend], αφηνει το καθε ον να εμφανιζεται στο ειναι του.

Ομως η ιδια η λεξη Λόγος, ως λεξη για τον λογο, ειναι συναμα και η λεξη για το Ειναι, δηλαδη για την παρουσια των παροντων. Μυθος και Ειναι, λεξη και πραγμα συνεχονται κατα εναν συγκεκαλυμμενο, σχεδον ολοτελα αγνοημενο και αδιανοητο τροπο.

Καθε ουσιακος λογος υπακουει σε αυτην τη συγκεκαλυμμενη συνεχεια Μυθου και Ειναι, λεξης και πραγματος. Οι δυο, ποιηση και νοηση, ειναι ενας εξαιρετικος λογος καθοσον παρα-μενουν λογοδοτουσες στο μυστηριο της λεξης ως το πλεον σκεπτεο τους, και ετσι παραμενουν απο παντα αρμοσμενες στην συγγενικοτητα μεταξυ τους.

Για να σκεφτουμε και για να προνοησουμε αυτο το σκεπτεο, οπως μιλα στην ποιηση, κατα τροπο επαρκη, παραδιδουμε ο,τι ειπωθηκε τωρα στη ληθη. Ακουμε το ποιημα. Τωρα γινομαστε ακομη περισσοτερο σκεπτικοι σχετικα με την δυνατοτητα κατα την ακροαση να παρακουσουμε, και τουτο τοσο ευκολοτερα οσο απλουστερα το ποιημα αδει στον τροπο του τραγουδιου.