Η Γλωσσα Στην Ποιηση.pdf
Επιμετρο: Μερικες υποδειξεις για την αναγνωση του Heidegger
Η Γλωσσα στην Ποιηση

Martin Heidegger, H Γλωσσα στην Ποιηση

* Σ.τ.Μ.: Το δοκιμιο του Martin Heidegger, που ακολουθει, περιεχεται στην συλλογη δοκιμιων του με τον γενικο τιτλο «Unterwegs zur Sprache» (Καθ' οδον προς τη γλωσσα) (Gesamtausgabe, τ. 12). Οι αριθμοι στο περιθωριο του κειμενου αντιστοιχουν στη σελιδαριθμηση της γερμανικης εκδοσης του 1959 απο τον εκδοτη Günther Neske. 

Απριλιος 2023: Η εδω παρατιθεμενη μεταφραση αναθεωρηθηκε.


Σ.τ.Σ: «H γλωσσα στην ποιηση». Το κειμενο παρουσιαστηκε στις 4 Οκτωβριου 1952, στο Bühlerhöhe, με τον τιτλο «Georg Trakl. Ενας εντοπισμος μιας ποιησης». Με τον ιδιο τιτλο εμφανιστηκε ως δοκιμιο καταρχην στο περιοδικο «Merkur» το 1953, στο τευχος 61, σσ. 226-258. Το παρον τυπωμενο κειμενο ειναι μια περιορισμενης εκτασεως αναθεωρηση του κειμενου της διαλεξης. 


37 Εντοπιζω σημαινει εδω καταρχην: υποδεικνυω τον τοπο. Κατοπιν θα πει: προσεχω τον τοπο. Και τα δυο, η υποδειξη του τοπου και η προσοχη του τοπου, ειναι τα προπαρασκευαστικα βηματα ενος εντοπισμου. Ομως ηδη αποτολμουμε πολλα αν, στη συνεχεια, αρκεστουμε στα προπαρασκευαστικα βηματα. Ο εντοπισμος τελειωνει, οπως αρμοζει σε εναν δρομο της νοησης, με ενα ερωτημα. Αυτο ερωτα για τη θεση του τοπου, την τοποθεσια. 

Ο εντοπισμος μιλαει για τον Georg Trakl μονο μ' αυτον τον τροπο: μελετα τον τοπο της ποιησης του. Τετοια μεθοδος παραμενει, σε μια εποχη που ενδιαφερεται ιστορικα, βιογραφικα, ψυχαναλυτικα, κοινωνιολογικα για τη γυμνη εκφραση, ολοφανερη μονομερεια, αν μη και πλανη ακομα. Ο εντοπισμος μελετα τον τοπο.

Πρωταρχικα το ονομα «τοπος» [«Ort»] σημαινει την αιχμη του ακοντιου. Σ' αυτην συρρεουνε ολα. Ο τοπος περισυλλεγει στον εαυτο του, στο υψιστο και ακροτατο. Το περισυλλεγον διαπερνα και διουσιωνει τα παντα. Ο τοπος, το περισυλλεγον, προσλαμβανει στον εαυτο του, διαφυλασσει αυτο που προσελαβε, ομως οχι σαν θαλαμος που περικλεινει, αλλα ετσι ωστε να διαφεγγει και να διαφωτιζει το περισυλλεγομενο, και μ' αυτον τον τροπο να το απολυει καταρχην στην ουσιωση του.

Τωρα εχουμε να εντοπισουμε εκεινον τον τοπο ο οποιος περισυλλεγει τον ποιητικο λογο του Georg Trakl στην ποιηση του, τον τοπο της ποιησης του. 

Καθε μεγαλος ποιητης γραφει μονο μεσα απο μια και μοναδικη ποιηση. Το μεγεθος λογαριαζεται απο το κατα ποσον εχει εξοικειωθει μ' αυτο το μοναδικο, ωστε να μπορει να κρατησει τον ποιητικο λογο του καθαρα μεσα σ' αυτο. 

38 H ποιηση ενος ποιητη παραμενει ανειπωτη. Κανενα απο τα 38 επιμερους ποιηματα, ουτε και το συνολο τους δεν τα λεει ολα. Και ομως το καθε ποιημα μιλα μεσα απο το συνολο της μιας ποιησης, και αυτην λεει καθε φορα. Απο τον τοπο της ποιησης εκπηγαζει το κυμα το οποιο καθε φορα κινει τον λογο ως ποιητικο. Ομως το κυμα οχι μονον δεν εγκαταλειπει τον τοπο της ποιησης, αλλα, πολυ περισσοτερο, η εκροη του κανει καθε κινημα του λογου να ρεει προς τα πισω, προς την παντα πιο συγκεκαλυμμενη πηγη. Στον τοπο της ποιησης, ως πηγης του κινητηριου κυματος, υπολανθανει η συγκεκαλυμμενη ουσιωση αυτου το οποιο, στη μεταφυσικη-αισθητικη παρασταση, μπορει καταρχην να εμφανιστει ως ρυθμος. 

Επειδη η μια και μονη ποιηση παραμενει ανειπωτη, μπορουμε να εντοπισουμε τον τοπο της μονον επιχειρωντας, μεσα απο το ειπωμενο των επιμερους ποιηματων, να υποδειξουμε τον τοπο. Ομως, για να γινει αυτο, ηδη το καθε ποιημα χρειαζεται μια διευκρινιση. Αυτη φερνει το ευκρινες, το οποιο διαλαμπει το καθε ποιητικα ειπωμενο, σε μια πρωτη εμφανεια.

Ευκολα βλεπει κανεις οτι μια σωστη διευκρινιση ηδη προϋποθετει τον εντοπισμο. Μονο μεσα απο τον τοπο της ποιησης φωτουν και ηχουν τα επιμερους ποιηματα. Αντιστροφα, ενας εντοπισμος της ποιησης χρειαζεται ηδη μια προ-δρομη διαβαση μεσα απο μια πρωτη διευκρινιση μεμονωμενων ποιηματων. 

Καθε νοων διαλογος με την ποιηση ενος ποιητη επιμενει σ' αυτην την αλληλοσυσχετιση αναμεσα στον εντοπισμο και στη διευκρινιση. 

Ο καθαυτο διαλογος με την ποιηση ενος ποιητη ειναι μονον ο ποιητικος: η ποιητικη συνομιλια αναμεσα σε ποιητες. Ομως ειναι δυνατος, και καποτε ακομα και αναγκαιος, ενας διαλογος της νοησης με την ποιηση, και μαλιστα διοτι και στις δυο προσιδιαζει μια ξεχωριστη, αν και καθε φορα διαφορετικη, σχεση με τη γλωσσα. 

H συνομιλια της νοησης με την ποιηση επιδιωκει να προσ-καλεσει την ουσιωση της γλωσσας, για να ξαναμαθουν οι θνητοι να κατοικουν μεσα στη γλωσσα. 

39 Ο διαλογος της νοησης με την ποιηση ειναι μακρυς. Εχει μολις αρχισει. Απεναντι στην ποιηση του Georg Trakl χρειαζεται να προσεξει ιδιαιτερα. Ο νοων διαλογος με την ποιηση μπορει να υπηρετησει την ποιηση εμμεσα μονον. Γι' αυτο διατρεχει τον κινδυνο, περισσοτερο να διαταραξει τον λογο της ποιησης, αντι να τον αφησει να αδει μεσα απο τη δικη του γαληνη. 

Ο εντοπισμος της ποιησης ειναι ενας νοων διαλογος με την ποιηση. Ουτε παρουσιαζει την κοσμοθεωρια ενος ποιητη, ουτε αναδιφει στο εργαστηριο του. Προπαντων ενας εντοπισμος της ποιησης δεν μπορει ποτε να αντικαταστησει το ακουσμα των ποιηματων, ουτε καν να το κατευθυνει. Ο νοων εντοπισμος μπορει, το πολυ, να καταστησει το ακουσμα αξιον ερωτηματος και, στην ευνοϊκοτερη περιπτωση, στοχαστικοτερο. 

Εχοντας υποψη αυτους τους περιορισμους, επιχειρουμε καταρχην να υποδειξουμε τον τοπο της ανειπωτης ποιησης. Εδω πρεπει να ξεκινησουμε απο τα ειπωμενα ποιηματα. Παραμενει το ερωτημα: απο ποια; Το οτι καθε ενα απο τα ποιηματα του Trakl δειχνει αμεσως και απευθειας, αν και οχι ομοιομορφα, προς τον εναν τοπο της ποιησης, πιστοποιει την μοναδικη συνηχηση των ποιηματων του μεσα απο τον εναν θεμελιακο τονο της ποιησης του. 

Ομως η υποδειξη του τοπου της, η οποια τωρα επιχειρειται, πρεπει να αρκεστει σε μια επιλογη μερικων στροφων, στιχων και προτασεων. Ειναι αναποφευκτη η εντυπωση οτι ετσι προχωρουμε αυθαιρετα. Ομως η επιλογη κατευθυνεται απο τον σκοπο να φερει την προσοχη μας, σχεδον σαν με ενα αλμα του βλεμματος, στον τοπο της ποιησης. 

Ι

Ενα απο τα ποιηματα λεει:

Ειναι η ψυχη ενα ξενο επι γης. 

Μ' αυτην τη φραση βρισκομαστε απροσμενα σε μια τρεχουσα παρασταση. Αυτη μας παρασταινει τη γη ως το επιγειο με την εννοια του παροδικου. 40 H ψυχη, αντιθετα, θεωρειται ως το διαρκες, το υπεργειο. Απο τη διδασκαλια του Πλατωνα και μετα, η ψυχη ανηκει στο υπεραισθητο. Οταν ομως αυτη φανερωνεται στο αισθητο, τοτε εκει ειναι απλως παραπεταμενη. Εδω, «επι γης», δεν ταιριαζει. Δεν ανηκει επανω στη γη. H ψυχη ειναι εδω «ενα ξενο». Το σωμα ειναι φυλακη της ψυχης, αν μη κατι χειροτερο. Ετσι για την ψυχη δεν μενει προφανως αλλη προοπτικη απο το να εγκαταλειψει το γρηγοροτερο δυνατο την περιοχη του αισθητου, η οποια, πλατωνικα ιδωμενη, ειναι το μη-αληθως-ον, το σηπομενο και μονον αυτο. 

Ομως τι περιεργο! H φραση: 

Ειναι η ψυχη ενα ξενο επι γης. 

μιλαει μεσα απο ενα ποιημα που επιγραφεται «Ανοιξη της ψυχης» (149 κ.ε.) [139]. Για καποια υπεργεια πατριδα της αθανατης ψυχης δεν γινεται σ' αυτο κανενας λογος. Γινομαστε σκεπτικοι και θα καναμε καλα να προσεξουμε τη γλωσσα του ποιητη. H ψυχη: «ενα ξενο». Σε αλλα ποιηματα λεει ο Traki συχνα, και κατα προτιμηση μεσα απο το ιδιο λεκτικο σχημα: «ενα θνητο» (55), «ενα σκοτεινο» (78, 170, 177, 195) [131, 143], «ενα μοναχικο» (78), «ενα νεκρο» [ein Abgelebtes] (101) [23], «ενα αρρωστο» (113, 171) [31, 133], «ενα ανθρωπινο» (114) [37], «ενα χλομο» (138) [87], «ενα νεκρο» [ein Totes] (171) [133], «ενα σιωπηλο» (196) [191]. Αυτο το λεκτικο σχημα, εκτος απο τη διαφορα του εκαστοτε περιεχομενου του, δεν εχει παντα το ιδιο νοημα. Ενα «μοναχικο», «ενα ξενο» θα μπορουσε να εννοει κατι το μεμονωμενο, το οποιο ειναι περιστασιακα «μοναχικο», «ξενο» συμφωνα με μια ιδιαιτερη και ορισμενη αποψη. 41 Ενα «ξενο» αυτου του ειδους μπορει να ενταχθει στην κατηγορια του ξενου γενικα και να εναποτεθει εκει. Ετσι παραστημενη, η ψυχη θα ηταν απλως μια περιπτωση του ξενου μεταξυ αλλων περιπτωσεων.

Ομως τι θα πει «ξενο»; Ως ξενικο καταλαβαινει κανεις συνηθως το ανοικειο, το οποιο δεν μας λεει τιποτα, κατι το μαλλον φορτικο και ανησυχαστικο. Ομως «ξενο» [«fremd»], το αρχαιο γερμανικο «fram», σημαινει ιδιως: προχωρωντας προς τα καπου αλλου, καθ' οδον προς..., προς αυτο που επιφυλασσεται. Το ξενο προπορευεται. Ομως δεν πλαναται αβοηθητο, στερημενο καθε προορισμου. Το ξενο, αναζητωντας, προχωρα προς τον τοπο οπου μπορει να παραμεινει ως ενα πορευομενο. Ενα «ξενο», για τον ιδιο του τον εαυτο σχεδον τελειως συγκεκαλυμμενο, ακολουθει ηδη το καλεσμα για τον δρομο προς το ιδιον του. 

Ο ποιητης ονομαζει την ψυχη «ενα ξενο επι γης». Ο τοπος, οπου η πορεια της δεν μπορεσε μεχρι τωρα να αποληξει, ειναι ακριβως η γη. H ψυχη αναζητα καταρχην τη γη, δεν την αποφευγει. Πορευομενη να αναζητα τη γη ωστε να μπορει ποιητικα να χτιζει και να κατοικει επανω της, και ετσι μονον να σωζει τη γη ως γη, αυτο ειναι που εκπληρωνει την ουσιωση της ψυχης. Ετσι λοιπον η ψυχη δεν ειναι με κανεναν τροπο καταρχην ψυχη και, επιπλεον, για καποιους λογους, κατι που δεν ανηκει στη γη. 

H φραση: 

Ειναι η ψυχη ενα ξενο επι γης. 

ονομαζει, πολυ περισσοτερο, την ουσιωση αυτου το οποιο καλειται «ψυχη». H φραση δεν περιεχει καμια προταση για την ηδη γνωστη στην ουσιωση της ψυχη, σαν να ειχε μονο να διαπιστωθει, με τη μορφη μιας προσθηκης, οτι στην ψυχη ετυχε το γι ̓ αυτην αναρμοστο και επομενως παραξενο, να μη βρισκει επανω στη γη ουτε καταφυγιο ουτε απηχηση. Αντιθετα, η ψυχη ως ψυχη ειναι, στον πρωταρχικο χαρακτηρα της ουσιωσης της, «ενα ξενο επι γης». Ετσι αυτη παραμενει το καθ' οδον και, πορευομενη, ακολουθει τη ροπη της ουσιωσης της. Στο μεταξυ μας γινεται πιεστικο το ερωτημα: Προς τα που καλειται το βημα αυτου το οποιο, με το νοημα που διευκρινιστηκε, ειναι «ενα ξενο»; Μια στροφη απο το τριτο μερος του ποιηματος «Ο Sebastian στο ονειρο» (107) [43] απαντα: 

Ω ποσο σιγαλη μια πορεια κατεβαινοντας τον κυανο ποταμο 

Με τη σκεψη στα ξεχασμενα, οταν στο πρασινο συγκλαδο 

Η τσιχλα καλεσε ενα ξενο στον χαμο. 42 

H ψυχη καλειται στον χαμο. Λοιπον πραγματι! H ψυχη πρεπει να τερματισει την επιγεια πορεια της και να εγκαταλειψει τη γη. Στους παραπανω στιχους δεν γινεται λογος για κατι τετοιο. Ομως αυτοι μιλανε πραγματι για «χαμο». Σιγουρα. Ομως ο χαμος που αναφερεται εδω δεν ειναι ουτε καταστροφη, ουτε και η καταπτωση αυτου το οποιο απλως και μονον φθινει. Αυτο που χανεται κατηφοριζοντας τον κυανο ποταμο 

Χανεται μεσα σε ησυχια και σιωπη. 

«Φθινοπωρινη Μεταμορφωση» (34) 

Σε ποια γαληνη; Σ' αυτην του νεκρου. Ομως ποιου νεκρου; Και σε ποια σιωπη; 

Ειναι η ψυχη ενα ξενο επι γης. 

Ο στιχος, στον οποιον ανηκει αυτη η φραση, συνεχιζει: 

... Πνευματικα λυκοφεγγει 

Κυανοτητα πανω απ' το ακρωτηριασμενο δασος ... 

Προηγουμενως αναφερεται ο ηλιος. Το βημα του ξενου απομακρυνεται μεσα στο λυκοφως. «Λυκοφεγγει» σημαινει καταρχην σκοτεινιαζει. «Κυανοτητα λυκοφεγγει». Σκοτεινιαζει το κυανο της ηλιολουστης ημερας; Εξαφανιζεται μεσα στο βραδυ για χαρη της νυχτας; Ομως «λυκοφως» δεν ειναι καθολου ενας απλος χαμος της ημερας ως εκπτωση της φωτεινοτητας της μεσα στον ζοφο. Λυκοφως δεν σημαινει με κανεναν τροπο αναγκαστικα χαμος. Και το πρωινο λυκοφεγγει. Μ' αυτο ανατελλει η ημερα. Το λυκοφως ειναι μαζι και ανατολη. Κυανοτητα λυκοφεγγει επανω απο το «ακρωτηριασμενο», επανω απο το δυσβατο, ερειπωμενο δασος. H κυανοτητα της νυχτας ανατελλει το βραδυ. 

43 «Πνευματικα» λυκοφεγγει η κυανοτητα. Το «πνευματικο» χαρακτηριζει το λυκοφως. Θα πρεπει να μελετησουμε τι εννοει αυτο το πολλαπλα ονομαζομενο «πνευματικο». Το λυκοφως ειναι το γερμα της τροχιας του ηλιου. Εδω ανηκει: Το λυκοφως ειναι τοσο το γερμα της ημερας οσο και το γερμα του ετους. H τελευταια στροφη ενος ποιηματος που επιγραφεται «Γερμα του θερους» (169) [129] αδει: 

Το πρασινο θερος εχει γινει 

Τοσο απαλο κι αντηχει το βημα 

Του ξενου μεσα στην ασημενια νυχτα. 

Ν' αναλογιζονταν ενα κυανο αγριμι το μονοπατι του, 

Τα ευηχα πνευματικα του ετη! 

Παντα ξαναγυριζει στα ποιηματα του Traki αυτο το «τοσο απαλα». Πιστευουμε οτι «απαλα» σημαινει μονο: σχεδον μη αντιληπτο στο αυτι. Μ' αυτην τη σημασια αναφερεται στην παρασταση μας. Ομως «απαλα» [«leise»] θα πει: αργα [langsam]· gelisian θα πει «gleiten», «γλιστρω». Το απαλο ειναι αυτο που ξεγλιστρα. Το καλοκαιρι ξεγλιστρα, ξεμακραινει προς το φθινοπωρο, το βραδυ του ετους. 

... κι αντηχει το βημα 

Του ξενου μεσα στην ασημενια νυχτα. 

Ποιος ειναι αυτος ο ξενος; Τινος μονοπατια ειναι αυτα τα οποια «ενα κυανο αγριμι» θα ηθελε ν'αναλογιστει; Αναλογιζομαι θα πει: «Με τη σκεψη στα ξεχασμενα» 

... οταν στο πρασινο συγκλαδο 

Η τσιχλα καλεσε ενα ξενο στον χαμο. 

(107, πρβλ. 34) [43] 

Κατα ποσον πρεπει ενα «κυανο αγριμι» (πρβλ. 99, 146) [33, 107] να αναλογιστει κατι που χανεται; Μηπως το αγριμι δεχεται το κυανο του μεσα απο εκεινη την «κυανοτητα» η οποια «πνευματικα λυκοφεγγει» και ανατελλει ως νυχτα; 44 Βεβαια η νυχτα ειναι σκοτεινη. Ομως το σκοτεινο δεν ειναι αναγκαστικα ζοφος. Σε ενα αλλο ποιημα (139) [95] καλειται η νυχτα με τα λογια: 

Ω, η τρυφερη δεσμη των κυανανθων της νυχτας. 

Μια δεσμη απο αζουριες ειναι η νυχτα, τρυφερη. Αντιστοιχα το κυανο αγριμι αποκαλειται και το «ντροπαλο αγριμι» (104) [21], το «τρυφερο ζωο» (97) [31]. H δεσμη απο κυανοτητα περισυλλεγει στο θεμελιο του δεσμου της το βαθος του ιερου. Μεσα απο την κυανοτητα, αλλα και συγκεκαλυμμενο απο το σ' αυτην ιδιαζον σκοταδι, φωτιζει το ιερο. Τουτο κατακρατειται καθως αποσυρεται. Χαριζει την ελευση του με το να διαφυλαγεται μεσα στην κατακρατουσα αποσυρση. H λανθανουσα φωτεινοτητα του σκοταδιου ειναι η κυανοτητα. Φωτεινος [hell], δηλαδη αντηχωντας [hallend], ειναι πρωταρχικα ο ηχος που καλει μεσα απο το ληθιο της σιγης και, με αυτον τον τροπο, αιθριαζει. H κυανοτητα, στην φωτεινοτητα της, αντηχει σημαινοντας. Στη αντηχουσα φωτεινοτητα της φωτιζει το σκοταδι της κυανοτητας.

Τα βηματα του ξενου αντηχουν μεσα στο ασημενια λαμπερο-κλαγγωδες της νυχτας. Ενα αλλο ποιημα (104) [21] αδει: 

Και μεσα σε ιερη κυανοτητα αντηχουν μακραινοντας φωτεινα βηματα. 

 ̓Αλλου (110) [83] λεγεται για την κυανοτητα: 

... αγγιζει ...  τον θεωμενο, το ιερο κυανων λουλουδιων. 

Ενα αλλο ποιημα λεει (85): 

... Μια οψη ζωου 

Πετρωμενη εμπρος σε κυανοτητα, την ιεροτητα της. 

Το κυανο δεν απεικονιζει το νοημα του ιερου. H ιδια η κυανοτητα με το περισυλλεγον βαθος της που φεγγει πρωτα μες στη συγκαλυψη, ειναι το ιερο. Ενωπιον της κυανοτητας, και συναμα εχοντας ακινητοποιηθει απο την τοση κυανοτητα, το προσωπο του ζωου πετρωνει και μεταβαλλεται στην οψη του αγριμιου.

45 H ακαμψια της οψης του ζωου δεν ειναι αυτη του πεθαμενου. Στο πετρωμα της ακαμψιας η οψη του ζωου μαζευεται. H μορφη του περισυλλεγεται ωστε να ατενιζει, ακινητοποιημενη, το ιερο στον «καθρεφτη της αληθειας» (85). Ατενιζω θα πει: υπεισερχομαι στη σιωπη. 

Θεορατη ειναι η σιωπη στην πετρα. 

λεει ο αμεσως επομενος στιχος. H πετρα ειναι ο ληθαργος [Ge-birge] του πονου. Το πετρωμα, επιληθοντας, περισυλλεγει το τρυφερο μεσα στο πετρωδες και ο πονος, ως αυτος τουτος, κατασιγαζει στο ουσιακο. «Εμπρος σε κυανοτητα» ο πονος σωπαινει. Ενωπιον της κυανοτητας η οψη του αγριμιου αναδιπλωνεται πισω στο τρυφερο. Διοτι το τρυφερο [das Sanfte] ειναι κατα λεξη αυτο που συλλεγει [das Sammelnde] ειρηνικα. Μεταμορφωνει την διχονοια καταλαγιαζοντας το καταστροφικο και το πυρωμενο της αγριαδας μεσα στον ησυχασμενο πονο. 

Ποιο ειναι το κυανο αγριμι, το οποιο ο ποιητης προσκαλει εμφαντικα να αναλογιστει τον ξενο; Ενα ζωο; Σιγουρα. Και μονον ενα ζωο; Καθολου. Διοτι αναλογιζεται. Το προσωπο του πρεπει να ατενισει τριγυρω, ψαχνοντας για..., και να στραφει προς τον ξενο. Το κυανο αγριμι ειναι ενα ζωο, η ζωικοτητα του οποιου δεν εγκειται ισως στο ζωικο, αλλα σ' εκεινον τον ατενιζοντα αναλογισμο στον οποιο καλει ο ποιητης. Αυτη η ζωικοτητα ειναι ακομα μακρια και σχεδον αδυνατον να διακριθει. Ετσι η ζωικοτητα του εδω εννοουμενου ζωου ταλαντευεται στην απροσδιοριστια. Ακομα δεν εχει υπεισελθει στην ουσιωση της. Αυτο το ζωο, δηλαδη το σκεπτομενο, το animal rationale, ο ανθρωπος, συμφωνα με εναν λογο του Nietzsche δεν εχει ακομα καθοριστει. 

Αυτη η προταση δεν εννοει με κανεναν τροπο οτι ο ανθρωπος δεν εχει ακομα «διαπιστωθει» ως γεγονος. Εχει, και μαλιστα υπερ το δεον αποφασιστικα. Ο λογος εννοει: H ζωικοτητα του ζωου δεν εχει κομιστει ακομα στον ορισμο της, δηλαδη «σπιτι της», στα επιχωρια της συγκεκαλυμμενης ουσιωσης της. Για αυτον τον καθορισμο παλευει η δυτικη-ευρωπαϊκη Μεταφυσικη απο τον Πλατωνα και μετα. Ισως παλευει ματαια. 

Ισως ο δρομος προς το «καθ' οδον» της ειναι ακομα κλειστος. 46 Το ζωο, το οποιο δεν εχει ακομα καθοριστει στην ουσιωση του, ειναι ο τωρινος ανθρωπος. 

Στο ποιητικο ονομα «κυανο αγριμι» ο Trakl καλει εκεινη την ανθρωπινη ουσιωση, η οψη της οποιας, δηλ. το αντικαθρεφτισμα, καθως αναλογιζεται τα βηματα του ξενου,  καθρεφτιζεται στην κυανοτητα της νυχτας και ετσι φωτιζεται απο το ιερο. Το ονομα «κυανο αγριμι» ονομαζει θνητους οι οποιοι αναλογιζονται τον ξενο και ζητουν να περιδιαβασουν μαζι του τα επιχωρια της ανθρωπινης ουσιωσης. 

Ποιοι ειναι αυτοι που ξεκινουν μια τετοια περιπλανηση; Πιθανον λιγοι, και αγνωστοι, αφου μονον ετσι συμβαινει το ουσιωδες, στη σιγη και απροσμενα και σπανια. Ο ποιητης ονομαζει τετοιους οδοιπορους στο ποιημα «Ενα χειμωνιατικο βραδυ» (126) [65], η δευτερη στροφη του οποιου αρχιζει: 

Καποιοι διαβατες πηγαινοντας 

Φτανουν στην πορτα απο σκοτεινα μονοπατια. 

Το κυανο αγριμι, οπου και οταν ουσιωνεται, εχει εγκαταλειψει την μεχρι τωρα μορφη της ουσιωσης του ανθρωπου. Ο προτερος ανθρωπος εκπιπτει, εφοσον χανει την ουσιωση του [Wesen], δηλαδη σηπεται [verwest]. 

»Siebengesang des Todes« [«Επταωδο του θανατου»] ονομαζει ο Trakl ενα απο τα ποιηματα του. Το επτα ειναι ο ιερος αριθμος. Το ασμα αδει το ιερο του θανατου. Εδω ο θανατος δεν παρασταινεται απροσδιοριστα και γενικα ως το τελος της επιγειας ζωης. «Ο θανατος» εννοει ποιητικα εκεινον τον «χαμο», προς τον οποιο καλειται «ενα ξενο». Γι' αυτο και το ξενο που καλειται ετσι ονομαζεται και (146) [107] «ενα νεκρο». Ο θανατος του δεν ειναι η σηψη, αλλα η εγκαταλειψη της σαπισμενης μορφης του ανθρωπου. Ετσι, η προτελευταια στροφη του ποιηματος «Επταωδο του θανατου», λεει (142) [109]: 

Ω του ανθρωπου σαπισμενη μορφη: αρμοσμενη απο κρυα μεταλλα, 

Νυχτα και τρομο βυθισμενων δασων 

Και την πυρωμενη αγριαδα του ζωου· 

Απνοια της ψυχης. 

47 H σαπισμενη μορφη του ανθρωπου ειναι εκτεθειμενη στο μαρτυριο του πυρωμενου και στο κεντρισμα του αγκαθιου. Την αγριαδα της δεν την φεγγιζει η κυανοτητα. Η ψυχη αυτης της ανθρωπινης μορφης δεν βρισκεται στον ανεμο του ιερου. Γι' αυτο και ειναι αταξιδευτη. Ο ανεμος ο ιδιος, ο ανεμος του θεου, μενει ετσι μοναχικος. Ενα ποιημα που ονομαζει το κυανο αγριμι, το οποιο σχεδον δεν μπορει ουτε καν να λυθει απο το «αγκαθινο συθαμνο», κλεινει με τους στιχους (99) [35]: 

Παντα ηχει 

Σε μαυρα τειχη ο μοναχικος ανεμος του θεου. 

«Παντα», αυτο εννοει: οσο το ετος και η τροχια του ηλιου επιμενουν ακομα στη σκυθρωποτητα του χειμωνα, και κανενας δεν αναλογιζεται το μονοπατι οπου ο ξενος, «με βηματα που αντηχουν», διασχιζει τη νυχτα. Αυτη η νυχτα ειναι καθ' εαυτην μονο η ληθια συγκαλυψη της τροχιας [Gang] του ηλιου. «Gehen», ἰέναι, θα πει ινδογερμανικα: ier —, το ετος [das Jahr]. 

Ν' αναλογιζοταν ενα κυανο αγριμι το μονοπατι του, 

Το ευηχο των πνευματικων του χρονων! 

(169) [129] 

Το πνευματικο των ετων προσδιοριζεται απο την κυανοτητα της νυχτας που λυκοφεγγει πνευματικα. 

... Ω, ποσο σοβαρη ειναι η υακινθινη οψη του λυκοφωτου, 

«Καθ' οδον» (102) [25] 

Το πνευματικο λυκοφως εχει μια τοσο ουσιαστικη ουσιωση, ωστε ο ποιητης να επιγραφει επι τουτου ενα ποιημα του ειδικα με τις λεξεις «Πνευματικο λυκοφως» (137) [93]. Και σ' αυτο εμφανιζεται το αγριμι, ομως σκοτεινο. Το αγριο του εχει συγχρονως τη ροπη προς το ζοφερο και την κλιση προς τη σιγαλη κυανοτητα. Στο μεταξυ ο ιδιος ο ποιητης διασχιζει, «σε μαυρο συννεφο», τη «νυχτερινη λιμνουλα, τον εναστρο ουρανο». 

48 Το ποιημα λεει: 

Πνευματικο λυκοφως 

Σιγαλα προβαλλει στις παρυφες του δασους 

Ενα σκοτεινο αγριμι· 

Στον λοφο πεφτει απαλα ο βραδινος ανεμος. 

Βουβαινεται ο θρηνος του κοτσυφα, 

Κι οι τρυφερες φλογερες του φθινοπωρου 

Σωπαινουνε στα καλαμια. 

Σε μαυρο συννεφο 

Περνας μεθυσμενος απο τ ̓ αφιονι 

Τη νυχτερινη λιμνουλα, 

Τον εναστρο ουρανο. 

Παντα ηχει της αδελφης η σεληνιακη φωνη 

Μες στην πνευματικη νυχτα. 

Ο εναστρος ουρανος παρουσιαζεται με την ποιητικη εικονα της νυχτερινης λιμνουλας. Ετσι το εννοει η συνηθισμενη μας παρασταση. Ομως ο νυχτερινος ουρανος ειναι, στην αληθεια της ουσιωσης του, αυτη η λιμνουλα. Αντιθετα, αυτο που αλλιως ονομαζουμε νυχτα παραμενει περισσοτερο μια εικονα, δηλαδη το χλομο και αδειο ειδωλο της ουσιωσης της. Συχνα στην ποιηση του ποιητη ξαναγυριζει η λιμνουλα και ο καθρεφτης της λιμνουλας. Τα ποτε μαυρα, ποτε κυανα νερα δειχνουν στον ανθρωπο την ιδια του την οψη, το αντικαθρεφτισμα του. Ομως στη νυχτερινη λιμνουλα του εναστρου ουρανου εμφανιζεται η λυκοφωτη κυανοτητα της πνευματικης νυχτας. H λαμψη της ειναι ψυχρη. 

Το ψυχρο φως προερχεται απο το φεγγος της σεληνης (σελάννα). Γυρω απο το φως της χλομιαζουν, και μαλιστα γινονται 49 ψυχρα, οπως λενε αρχαιοι Ελληνικοι στιχοι, τα αστρα. Ολα γινονται «σεληνιακα». 49 Ο ξενος που διασχιζει τη νυχτα ονομαζεται «ο σεληνιακος» (134) [85]. Τη «σεληνιακη φωνη» της αδελφης, που ηχει παντα μεσα στην πνευματικη νυχτα, την ακουει ο αδελφος τοτε, οταν, στη λεμβο του, που ειναι μαλιστα «μαυρη», και δεν εχει σχεδον τιποτα απο το χρυσο της λαμψης του ξενου, επιχειρει να τον ακολουθησει σε μια νυχτερινη πορεια στη λιμνουλα. 

Οταν οι θνητοι στην πορεια τους ακολουθουν το «ξενο», το οποιο καλειται στον χαμο, δηλαδη τωρα τον ξενο, αποληγουν οι ιδιοι στο ξενο, γινονται οι ιδιοι ξενοι και μοναχικοι (64, 87 κ.α.). 

Μονον τωρα, με την πορεια στη νυχτερινη εναστρη λιμνουλα, δηλαδη στον ουρανο επανω απο τη γη, η ψυχη εμπειραται τη γη ως γη με τον «ψυχρο χυμο» της (126) [65]. H ψυχη ξεγλιστραει προς τη βραδινη, λυκοφωτη κυανοτητα του πνευματικου ετους. Γινεται «φθινοπωρινη ψυχη» και, ως τετοια, γινεται «κυανη ψυχη». 

Οι λιγες στροφες και οι στιχοι που τωρα αναφερθηκαν, υποδεικνυουν το πνευματικο λυκοφως, οδηγουν στο μονοπατι του ξενου, δειχνουν τον τροπο και την πορεια εκεινων που τον αναλογιζονται, και ετσι τον ακολουθουν στον χαμο. Κατα το «Γερμα του θερους» το ξενο γινεται στην πορεια του φθινοπωρινο και σκοτεινο. 

«Φθινοπωρινη ψυχη» ονομαζει ο Trakl ενα ποιημα, του οποιου η προτελευταια στροφη αδει (124) [75]: 

Συντομα ξεμακραινουν ψαρια κι αγριμια, 

Μια ψυχη κυανη, μια πορεια σκοτεινη 

Κιολας μας χωρισε απο αγαπημενους, αλλους. 

Αλλαζει νοηματα και εικονες το βραδυ. 

Οι οδοιποροι, που ακολουθουν τον ξενο, βλεπουν τον εαυτο τους συντομα να χωριζει «απο αγαπητους» οι οποιοι ειναι γι' αυτους «αλλοι». Οι αλλοι - αυτο ειναι ο χαρακτηρας της σαπισμενης μορφης του ανθρωπου.

H γλωσσα μας ονομαζει την ανθρωπινη ουσιωση, η οποια εγχαραχτηκε σε εναν χαρακτηρα [Schlag] και βρεθηκε σ' αυτον τον χαρακτηρα, το «γενος» [»Geschlecht«]. 50 H λεξη σημαινει τοσο το γενος των ανθρωπων με την εννοια της ανθρωποτητας, οσο και τα γενη με την εννοια των φυλων, των συγγενειων, των οικογενειων, και ολα αυτα παλι εγχαραγμενα στη δυαδικοτητα των γενων. Το γενος της «σαπισμενης μορφης» του ανθρωπου ο ποιητης το ονομαζει το «σηπομενο» γενος (186) [171]. Αυτο εχει τεθει εξω απο τον τροπο της ουσιωσης του και γι' αυτο ειναι το «αναστατο» (162) [151] γενος. 

Τι εχει πληξει [geschlagen], δηλαδη καταραστει αυτο το γενος [Geschlecht]; Καταρα [Fluch] λεγεται ελληνικα πληγή, η λεξη μας «Schlag». H καταρα του σηπομενου γενους συνισταται στο οτι αυτο το παλαιο γενος εχει διαμελιστει στη διχονοια των γενων. Μεσα απο αυτην το καθε γενος τεινει προς την ξεφρενη εξαψη της καθε φορα μεμονωμενης και ακρατης αγριαδας του αγριμιου. H καταρα δεν ειναι η δυαδικοτητα ως τετοια, αλλα η διχονοια. Αυτη, μεσα απο την εξαψη της τυφλης αγριαδας, φερνει το γενος στον διχασμο, και ετσι το κανει να παραδερνει στην ξεφρενη απομονωση. Ετσι διχασμενο και διαμελισμενο, το «εκπτωτο γενος» δεν μπορει πλεον να βρει τον παλμο του αφ' εαυτου. Ομως τον παλμο του τον βρισκει μονο μαζι με εκεινο το γενος, η δυαδικοτητα του οποιου, περα απο τη διχονοια, προ-πορευεται μεσα στην τρυφεροτητα ενος απλου διπτυχου, ειναι δηλαδη ενα «ξενο», και ετσι ακολουθει τον ξενο. 

Σε σχεση με αυτον τον ξενο ολοι οι επιγονοι του σηπομενου γενους παραμενουν οι αλλοι. Παρ' ολα αυτα ειναι συνυφασμενα μαζι τους η αγαπη και ο σεβασμος. Ομως η σκοτεινη πορεια, η οποια ακολουθει τον ξενο, οδηγει στην κυανοτητα της νυχτας του. H οδοιπορος ψυχη γινεται «κυανη ψυχη». 

Αλλα συγχρονως αποδημει. Προς τα που; Προς τα εκει οπου πηγαινει εκεινος ο ξενος ο οποιος καποιες φορες ονομαζεται ποιητικα μονον με τη δεικτικη λεξη «εκεινος». «Εκεινος» [Jener] λεγεται στην παλαια γλωσσα «ener» και σημαινει ο «αλλος» [der andere]. «Enert dem Bach» ειναι η αλλη οχθη του ρυακιου. «Eκεινος», ο ξενος, ειναι ο αλλος ως προς τους αλλους, δηλαδη ως προς το σηπομενο γενος. 51 Εκεινος, ειναι ο απο τους αλλους αγνοημενος και αποκλητος. Ο ξενος ειναι ο αποδημησας.

Κατα που οδηγειται αυτο που αφ' εαυτου εχει αναλαβει την ουσιωση του ξενου, δηλαδη την πρωτο-πορεια; Κατα που καλειται ενα ξενο; Στον χαμο. Αυτος ειναι η χαση του εαυτου μεσα στο πνευματικο λυκοφως της κυανοτητας. Συμβαινει μεσα απο το γερμα προς το πνευματικο ετος. Οταν ενα τετοιο γερμα πρεπει να διασχισει το καταστροφικο του χειμωνα που πλησιαζει, του Νοεμβριου, τοτε εκεινη η χαση δεν σημαινει μαζι και καταπτωση μεσα στο κενο και στην εκμηδενιση. Πολυ περισσοτερο, το χανομαι [sich verlieren] λεει στην κυριολεξια του: λυνομαι [sich loslösen] και ξεγλιστραω αργα. Βεβαια αυτος που χανεται φθινει στην καταστροφη του Νοεμβριου, ομως με κανεναν τροπο μεσα της. Ξεγλιστρα, διαμεσου της, περα προς το πνευματικο λυκοφως της κυανοτητας, «προς τον εσπερινο», δηλαδη προς το βραδυ. 

Προς τον εσπερινο χανεται ο ξενος μεσα σε μαυρη καταστροφη του Νοεμβριου, 

Κατω απο σαπισμενο συγκλαδο, κοντα σε τειχη γεματα λεπρα, 

Οπου πρωτυτερα βαδισε ο ιερος αδελφος, 

Βυθισμενος στην τρυφερη κιθαρωδια της παραφροσυνης του. 

«Helian» (87) 

Το βραδυ ειναι το γερμα των ημερων των πνευματικων ετων. Το βραδυ επιτελει μια αλλαγη. Το βραδυ, που γερνει προς το πνευματικο, προσφερει αλλα στο ατενισμα, αλλα στον λογισμο. 

Αλλαζει νοηματα και εικονες το βραδυ. 

(124) [75] 

Το φεγγερο, για τις θεασεις (εικονες) του οποιου μιλουνε οι ποιητες, εμφανιζεται διαφορετικα μεσα απο αυτο το βραδυ. H ουσιωση, το αθεατο της οποιας συλλογιζονται οι νοητες, μεσα απο αυτο το βραδυ μιλαει αλλιωτικα. Μεσα απο αλλη εικονα και αλλο νοημα, το βραδυ μεταμορφωνει τον λογο της ποιησης και της νοησης και τον διαλογο τους. Ομως το βραδυ μπορει να 52 το κανει αυτο μονον επειδη αλλαζει το ιδιο. Μεσα απο αυτο η ημερα φτανει σε ενα γερμα που δεν ειναι τελος, αλλα γερνει μονο και μονο για να προετοιμασει εκεινον τον χαμο, μεσα απο τον οποιο ο ξενος υπεισερχεται στο ξεκινημα της πορειας του. Το βραδυ αλλαζει την ιδια του την εικονα και το ιδιο του το νοημα. Σ' αυτην την αλλαγη υπολανθανει μια εγκαταλειψη τoυ μεχρι τωρα κρατους των ημερων και των εποχων του ετους. 

Ομως που οδηγει το βραδυ τη σκοτεινη πορεια της κυανης ψυχης; Εκει οπου ολα εχουν συνερθει, λανθανοντα, και διαφυλασσονται για μια αλλη ανατολη. 

Οι στροφες και οι στιχοι που αναφερθηκαν μεχρι τωρα μας υποδεικνυουν μια περισυλλογη, δηλαδη εναν τοπο. Τι ειδους ειναι αυτος ο τοπος; Πως πρεπει να τον ονομασουμε; Βεβαια αντιστοιχα με τη γλωσσα του ποιητη. Καθε λογος των ποιηματων του Georg Trakl ειναι περισυλλεγμενος γυρω απο τον πορευομενο ξενο. Αυτος ειναι, και αποκαλειται, «ο αποδημησας» (177) [143]. Μεσα και γυρω απο αυτον ο ποιητικος λογος ειναι αρμοσμενος σε ενα μοναδικο ασμα. Επειδη τα ποιηματα αυτου του ποιητη ειναι περισυλλεγμενα γυρω απο το ασμα του αποδημησαντος, ονομαζουμε τον τοπο της ποιησης του: η αποδημια.

Ο εντοπισμος πρεπει τωρα, μεσα απο ενα δευτερο βημα, να επιχειρησει να προσεξει σαφεστερα τον τοπο, ο οποιος μεχρι τωρα υποδηλωθηκε μονον. 

II 

Μπορει ακομα η αποδημια να αρθει ιδιαιτερα εμπρος στο νοημον βλεμμα, και μαλιστα ως ο τοπος της ποιησης; Οπωσδηποτε μονον τοτε οταν, με καθαρο ματι τωρα, ακολουθησουμε το μονοπατι του ξενου και ρωτησουμε: Ποιος ειναι ο αποδημησας; Ποιο ειναι το τοπιο των μονοπατιων του; 

Αυτα προχωρουν μεσα απο την κυανοτητα της νυχτας. Το φως, μεσα απο το οποιο φωτιζουν τα βηματα του, ειναι ψυχρο. Το κλεισιμο απο ενα ποιημα, το οποιο αφιερωνεται ειδικα στον 53 «αποδημησαντα», ονομαζει «τα σεληνιακα μονοπατια των αποδημησαντων» (178) [143]. 53 Αποκαλουμε τους αποδημησαντες και νεκρους. Ομως σε ποιον θανατο εχει πεθανει ο ξενος; Στο ποιημα «Ψαλμος» (63) λεει ο Trakl: 

Ο παραφρων πεθανε. 

H επομενη στροφη λεει: 

Θαβουν τον ξενο. 

Στο «Επταωδο του θανατου» αυτος ονομαζεται ο «λευκος ξενος». H τελευταια στροφη του ποιηματος «Ψαλμος» λεει: 

Μεσα στον ταφο του ο λευκος μαγος παιζει με τα φιδια του. (65)

Ο πεθαμενος ζει μεσα στον ταφο του. Ζει μεσα στην καμαρα του τοσο σιγαλα, ειναι τοσο ονειροπαρμενος, ωστε να παιζει με τα φιδια του. Δεν μπορουν να του κανουν τιποτα. Δεν ειναι στραγγαλισμενα, ομως το κακο τους εχει μεταμορφωθει. Αντιθετα, στο ποιημα «Οι επαρατοι» (120) [67] αναφερεται: 

Μια φωλια απο αλικα φιδια ορθωνεται 

Νωθρα στην ταραγμενη της αγκαλια. (πρβλ. 161, 164) 

Ο πεθαμενος ειναι ο παραφρων. Μηπως μ' αυτο εννοειται ενας ψυχικα αρρωστος; Οχι. Παραφροσυνη [Wahnsinn] δεν σημαινει τις φρενες που φρονουν αφρονα πραγματα. Το «Wahn» [«παραληρημα»] ανηκει στο αρχαιο γερμανικο wana και σημαινει: ανευ. Ο παραφρων φρονει, και μαλιστα φρονει οπως κανενας. Ομως ετσι μενει χωρις τα φρονηματα [Sinn] των αλλων. Αυτος φρονει αλλιως. «Sinnan» σημαινει πρωταρχικα: ταξιδευω, επιδιωκω, παιρνω μια κατευθυνση. H ινδογερμανικη ριζα sent και set σημαινει δρομος. Ο αποδημησας ειναι ο παραφρων, γιατι ειναι καθ' οδον προς καπου αλλου. Τουτο επιτρεπει στην παραφροσυνη του να αποκαλειται «τρυφερη», γιατι αυτος αναλογιζεται κατι το σιγαλινοτερο. Ενα ποιημα, που μιλα για τον ξενο απλως ως «εκεινον», τον αλλο, αδει: 

Εκεινος ομως κατεβηκε τα πετρινα σκαλια του Mönchssberg, 54

Ενα κυανο χαμογελο στο προσωπο και κουκουλωμενος αλλοκοτα 

Προς τα πιο σιγαλα παιδικα του χρονια· και πεθανε 

Το ποιημα φερει τον τιτλο «Σ' εναν πρωιμα πεθαμενο» (135) [91]. Ο αποδημησας προσπεθανε περα στην πρωιμια. Γι'  αυτο ειναι και «το τρυφερο λειψανο» (105, 146 κ.α.) [107], τυλιγμενο μεσα σε εκεινα τα παιδικα χρονια τα οποια διαφυλασσουν ολη τη φωτια και το πυρωμενο της αγριαδας σιγαλινοτερα. Ετσι εμφανιζεται αυτος, που πεθανε κατα περα στην πρωιμια, ως η «σκοτεινη μορφη της ψυχρας». Για αυτην αδει το ποιημα με τον τιτλο «Στο Mönchsberg» (113) [51]: 

Παντα ακολουθει τον οδοιπορο η σκοτεινη μορφη της ψυχρας 

Σε σκελετωμενο γεφυρι, του αγοριου η υακινθινη φωνη 

Σιγαλα λεγοντας τον λησμονημενο θρυλο του δασους, [...] 

«H σκοτεινη μορφη της ψυχρας» δεν ακολουθει τον οδοιπορο απο πισω. Προηγειται, εφοσον η κυανη φωνη του αγοριου επαναφερει λησμονημενα και τα προ-λογιζει

Ποιο ειναι αυτο το αγορι που πεθανε κατα περα στην πρωιμια; Ποιο ειναι αυτο το αγορι, του οποιου 

[...] το μετωπο [...] ματωνει απαλα 

Παμπαλαιους θρυλους 

Και σκοτεινα οιωνισματα; (97) [31] 

Ποιος ειναι αυτος που περασε πανω απο σκελετωμενο γεφυρι; Ο ποιητης τον καλει με τα λογια: 

Ω, ποσον καιρο εισαι, Elis, πεθαμενος. 

Ο Elis ειναι ο ξενος που καλειται στον χαμο. Ο Elis δεν ειναι με κανεναν τροπο μια μορφη με την οποια ο Trakl εννοει τον εαυτο του. Ο Elis ειναι τοσο ουσιαστικα ξεχωριστος απο τον ποιητη, οσο η μορφη του Zarathustra απο τον νοητη Nietzsche. Ομως και οι δυο μορφες συμπιπτουν στο οτι η ουσιωση τους και η πορεια τους αρχιζει με τον χαμο. 55 Ο χαμος του Elis πηγαινει προς την παμπαλαιη πρωιμια, η οποια ειναι παλαιοτερη απο το γενος που παλιωσε και σηπεται, παλαιοτερη διοτι πιο νοημων, πιο νοημων διοτι σιγαλινοτερη, σιγαλινοτερη διοτι σιγαζει η ιδια. 

Στη μορφη του αγοριου Elis η αγορισια φυση δεν εγκειται σε μια αντιθεση προς την κοριτσιστικη φυση. H αγορισια φυση ειναι η εμφανιση των σιγαλινοτερων παιδικων χρονων. Αυτοι κρυβουν και κρατουν μεσα τους το τρυφερο διπτυχο των γενων, του εφηβου οσο και της «χρυσης μορφης της εφηβου (179) [163]. 

Ο Elis δεν ειναι ενας νεκρος που σηπεται στο οψιμο του πεθαμενου. Ο Elis ειναι ο νεκρος που καθαιρεται προς την πρωιμια. Αυτος ο ξενος αναπτυσσει πρωτος την ανθρωπινη ουσιωση προς την απαρχη εκεινου το οποιο δεν εχει γινει (στα αρχαια γερμανικα giberan [γεννω]) ακομα. Εκεινο το πιο ηρεμο και γι' αυτο πιο σιγαζον ανεπιτελεστο στην ουσιωση των θνητων, ο ποιητης το ονομαζει το αγεννητο [das Ungeborene].

Ο ξενος που πεθανε προς την πρωιμια ειναι ο αγεννητος. Τα ονοματα «ενα αγεννητο» και «ενα ξενο» λενε το ιδιο. Στο ποιημα «Ευφροσυνη ανοιξη» βρισκεται ο στιχος (26): 

Κι ενα αγεννητο φροντιζει τη δικη του γαληνη. 

Φυλαγει τα σιγαλινοτερα παιδικα χρονια και τα διατηρει για το επερχομενο ξυπνημα του ανθρωπινου γενους. Ετσι γαληνια ζει ο πρωιμα πεθαμενος. Ο αποδημησας δεν ειναι ο πεθαμενος με την εννοια του αποβιωσαντος. Αντιθετα. Ο αποδημησας πρωτος ατενιζει μεσα στην κυανοτητα της πνευματικης νυχτας. Τα ασπρα βλεφαρα, που φυλαγουν το ατενισμα του, λαμπουν μεσα σε γαμηλια στολιδια (150) που υποσχονται το τρυφεροτερο διπτυχο του γενους. 

Σιγαλα ανθιζει η μυρτια επανω απο τα λευκα βλεφαρα του νεκρου. 

Αυτος ο στιχος ανηκει στο ιδιο ποιημα που λεει: 

Ειναι η ψυχη ενα ξενο επι γης. 

Οι δυο φρασεις γειτονευουν αμεσα. Ο «νεκρος» ειναι ο αποδημησας, ο ξενος, ο αγεννητος. 56

Ομως ακομα προχωρα 

[...] του αγεννητου 

Μονοπατι διπλα απο σκυθρωπα χωρια, μοναχικα καλοκαιρια. 

«Ασμα των  ̔Ωρων» (101) [23] 

Ο δρομος του περνα διπλα απο αυτο που δεν τον φιλοξενει, ομως ηδη οχι πλεον μεσα απο αυτο. Βεβαια και η πορεια του αποδημησαντος ειναι μοναχικη, τουτο ομως μεσα απο τη μοναχικοτητα «της νυχτερινης λιμνουλας, του εναστρου ουρανου». Ο παραφρων δεν πορευεται σ' αυτην τη λιμνουλα επανω σε «μαυρο συννεφο», αλλα σε χρυση λεμβο. Τι συμβαινει με το χρυσο; Το ποιημα «Γωνια στο δασος» (33) απαντα με τον στιχο: 

Και σε τρυφερη παραφροσυνη φανερωνεται συχνα το χρυσο, το αληθινο. 

Το μονοπατι του ξενου οδηγει μεσα απο τα «πνευματικα ετη», οι ημερες των οποιων οδηγουνται παντα προς την αληθινη απαρχη, κυβερνωνται [regiert] απο αυτην, ειναι δηλαδη δικαιες [recht]. Το ετος της ψυχης του ειναι περισυλλεγμενο στο δικαιο. 

Ω! ποσο δικαιες ειναι, Elis, ολες σου οι μερες. 

αδει το ποιημα «Elis» (98) [33]. Αυτο το καλεσμα δεν ειναι παρα η ηχω του αλλου που ηδη ακουστηκε: 

Ω, ποσον καιρο εισαι, Elis, πεθαμενος. 

Στην πρωιμια, προς την οποια πεθανε ο ξενος, υπολανθανει το δικαιο της ουσιωσης του αγεννητου. Αυτη η πρωιμια ειναι ενας χρονος ιδιαιτερος, ο χρονος των «πνευματικων ετων». Ο Trakl επιγραφει ενα απο τα ποιηματα του απλως και μονον με τη λεξη «Ετος» (170) [131]. Αυτο αρχιζει: «Σκοτεινη σιγη των παιδικων χρονων». Αντιθετη μ' αυτους τα φωτεινοτερα, καθοτι ακομα σιγαλινοτερα και γι' αυτο αλλα παιδικα χρονια, ειναι η πρωιμια, στην οποια χαθηκε ο αποδημησας. Τα σιγαλινοτερα παιδικα χρονια τα ονομαζει ο στιχος που κλεινει το ιδιο ποιημα, απαρχη: 

Χρυσο ματι της απαρχης, σκοτεινη υπομονη του τελους. 

57 Εδω το τελος δεν ειναι το επακολουθο και η παυση της απαρχης. Το τελος, δηλαδη ως το τελος του σηπομενου γενους, προπορευεται της απαρχης του αγεννητου γενους. Ομως η απαρχη, ως η πρωιμοτερη πρωιμια, εχει ηδη προσπερασει το τελος. 

Αυτη η πρωιμια διαφυλασσει την ακομα συγκεκαλυμμενη πρωταρχικη ουσιωση του χρονου. Αυτη θα μενει αποκλεισμενη απο την κυριαρχη νοηση, οσο ισχυει η απο τον Αριστοτελη και μετα καθιερωμενη παρασταση του χρονου. Συμφωνα μ' αυτην ο χρονος, ειτε παραστημενος μηχανικα, ειτε δυναμικα, ειτε μεσα απο τη διασπαση του ατομου, ειναι η διασταση του ποσοτικου η ποιοτικου υπολογισμου της διαρκειας, η οποια διατρεχει την ακολουθια του ενος απο το αλλο.

Ομως ο αληθινος χρονος ειναι ελευση του συντελεσμενου. Αυτο δεν ειναι το παρελθον, αλλα η περισυλλογη του ουσιωνομενου, η οποια προηγειται καθε ελευσης, με το να βυθιζεται, ως τετοια περισυλλογη, στη ληθη, επιστρεφοντας στο καθε φορα πρωιμοτερο της. Το τελος και την τελειωση του ομο-λογει «σκοτεινη υπομονη». Αυτη μεταφερει το λανθανον ενωπιον της αληθειας του. Υποφεροντας την, φερονται ολα προς τον χαμο στην κυανοτητα της πνευματικης νυχτας. Ομως την απαρχη ομο-λογει ενα βλεμμα και ενας λογισμος που ριχνει χρυσο φως, γιατι φωτιζεται απο το «χρυσο, το αληθινο». Τουτο καθρεφτιζεται στην εναστρη λιμνουλα της νυχτας, οταν ο Elis, ταξιδευοντας, της ανοιγει την καρδια του (98) [33]: 

Μια χρυση βαρκα

Λικνιζει, Elis, την καρδια σου μες στον μοναχικο ουρανο. 

H βαρκα του ξενου λικνιζεται, ομως παιζοντας, δεν ειναι «αγχωδης» (200) [185] οπως η βαρκα εκεινων των επιγονων της πρωιμιας, οι οποιοι καταρχην μονον ακολουθουν τον ξενο. H βαρκα τους δεν φτανει ακομα στην επιφανεια της λιμνουλας. Βουλιαζει. Ομως που; Στην καταπτωση; Οχι. Τοτε προς τα που; Στην κενη εκμηδενιση; Διολου.

Ενα απο τα τελευταια ποιηματα, «Θρηνος» (200) [185], τελειωνει με τους στιχους: 

Αδελφη θυελλωδους βαρυθυμιας 58

Κοιταξε, μια αγχωδης βαρκα βυθιζεται 

Κατω απο αστρα, 

Τη σιωπηλη οψη της νυχτας. 

Τι κρυβει αυτη η σιωπη της νυχτας που αντικαθρεφτιζει μεσα απο τη λαμψη των αστρων; Που ανηκει αυτη η ιδια; Στην αποδημια. Αυτη δεν εξαντλειται σε μιαν αμιγη κατασταση, σε αυτην του πεθαμενου, στην οποια ζει το αγορι Elis. 

Στην αποδημια ανηκει η πρωιμια των σιγαλοτερων παιδικων χρονων, ανηκει η κυανη νυχτα, ανηκουν τα νυχτερινα μονοπατια του ξενου, ανηκει το νυχτερινο φτεροκοπημα της ψυχης, ανηκει ηδη το λυκοφως ως η πυλη προς τον χαμο. 

H αποδημια περισυλλεγει αυτα τα αλληλεχομενα, ομως οχι εκ των υστερων, αλλα ετσι ωστε αυτη να εκπτυσσεται στην ηδη κρατουσα περισυλλογη τους. 

Το λυκοφως, τη νυχτα, τα χρονια του ξενου, τα μονοπατια του, ο ποιητης τα ονομαζει «πνευματικα» [«geistlich»]. H αποδημια ειναι «πνευματικη» [«geistlich»]. Τι εννοει αυτη η λεξη; H σημασια της και η χρηση της ειναι παλιες: «Πνευματικο» [«geistlich»] αποκαλειται αυτο που ειναι με την εννοια του πνευματος [Geist], εκφυεται απο αυτο και ακολουθει την ουσιωση του. H σημερινη συνηθισμενη χρηση της γλωσσας εχει περιορισει το «πνευματικο» [das «Geistliche»] στην αναφορα στους «πνευματικους» [den «Geistlichen»], στην πνευματικη ταξη των ιερεων και της εκκλησιας τους. Και ο Trakl, τουλαχιστον για το επιπολαιο αυτι, φαινεται να εννοει αυτην την αναφορα, οταν στο ποιημα «Στο Hellbrunn» (191) [161] λεει: 

... Τοσο πνευματικα πρασινιζουν 

Οι βελανιδιες πανω απ' τα λησμονημενα μονοπατια των νεκρων, 

Προηγουμενως εχουν ονομαστει «οι σκιες των αρχηγων της εκκλησιας, ευγενικων γυναικων», «οι σκιες παλαιων νεκρων», που μοιαζουν να αιωρουνται πανω απο την «ανοιξιατικη λιμνουλα». Ομως ο ποιητης, ο οποιος εδω αδει «παλι τον κυανο θρηνο του βραδινου», δεν εννοει τους «πνευματικους», οταν 59 οι βελανιδιες του «τοσο πνευματικα πρασινιζουν». Εννοει την πρωιμια του πεθαμενου απο καιρο, η οποια υποσχεται την «Ανοιξη της ψυχης». Τιποτα αλλο δεν αδει και το χρονικα πρωιμοτερο ποιημα «Πνευματικο ασμα» (20), αν και ακομα πιο συγκεκαλυμμενα, ακομα περισσοτερο αναζητωντας. Το πνευμα αυτου του «Πνευματικου ασματος», που παιχνιδιζει αλλοκοτα διφορουμενα, μιλα με την τελευταια στροφη σαφεστερα: 

Εκει στην παλια την πετρα ενας ζητιανος 

Σαν να ξεψυχησε καθως προσευχονταν 

Απαλα ξεμακραινει απο τον λοφο ενας βοσκος 

Κι ενας αγγελος στο αλσος 

Στο αλσος σιμα 

Νανουριζει παιδια. 

Ομως ο ποιητης θα μπορουσε οντως, αφου επιτελους δεν εννοει το «πνευματικο» [das «Geistliche»] της ιεροσυνης, να συμβιβαστει και να ονομασει αυτο το οποιο βρισκεται σε μια αναφορα προς το πνευμα [Geist], το «πνευματικο» [das «Geistige»] και να μιλα για πνευματικο [geistig] λυκοφως και για πνευματικη [geistig] νυχτα. Γιατι αποφευγει τη λεξη «geistig»; Διοτι αυτο το πνευματικο [das Geistige] ονομαζει την αντιθεση προς το υλικο. Αυτη παρασταινει τη διαφορα δυο περιοχων και στην πλατωνικη-δυτικη γλωσσα, ονομαζει το χασμα αναμεσα στο υπεραισθητο (νοητόν) και στο αισθητο (αἰσθητόν). 

Το ετσι εννοημενο πνευματικο, το οποιο στο μεταξυ εχει γινει το λογικο, το διανοητικο και το ιδεολογικο, ανηκει, μαζι με τα αντιθετα του, στην κοσμοθεωρια του σηπομενου γενους. Ομως απ' αυτο αποδημει η «σκοτεινη πορεια» της «κυανης ψυχης». Το λυκοφως προς τη νυχτα, οπου χανεται ο ξενος, δεν μπορει να ονομαστει «geistig», οπως δεν μπορει και το μονοπατι του ξενου. H αποδημια ειναι πνευματικη [geistlich], καθορισμενη απο το πνευμα, ομως συναμα οχι «πνευματικη» [«geistig»] με την εννοια της Μεταφυσικης.

Ομως τι ειναι το πνευμα; Στο τελευταιο του ποιημα «Grodek» ο Trakl μιλα για την «καυτη φλογα του πνευματος» (201) [187]. Το πνευμα ειναι το αναφλεγον και, ισως αρχικα ως τετοιο, ενα που πνεει. 60 Ο Trakl δεν καταλαβαινει το πνευμα αρχικα ως Pneuma, ως spiritus, αλλα ως φλογα που αναφλεγει, ξεσηκωνει, αναστατωνει, φερνει αλλοφροσυνη. H φλογα ειναι ο φωτισμος που πυρωνει. Το φλεγομενο ειναι το εκτος-εαυτου το οποιο αιθριαζει και κανει τα πραγματα να λαμπουν, το οποιο παντως μπορει να αναλωνει και να καταλυει τα παντα μεσα στο λευκο της σταχτης. 

«Φλογα ειναι του χλομοτατου ο αδελφος», λεει στο ποιημα «Μεταμορφωση του κακου» (129) [57]. Ο Trakl θεωρει το «πνευμα» μεσα απο εκεινη την ουσιωση η οποια ονομαζεται στην πρωτογενη σημασια της λεξης «πνευμα» [Geist]· διοτι gheis θα πει: ξεσηκωμενος, αναστατος, εκτος εαυτου. 

Το ετσι εννοημενο πνευμα ουσιωνεται στη δυνατοτητα του τρυφερου και του καταστροφικου. Το τρυφερο διολου δεν καταπατα εκεινο το εκτος-εαυτου του αναφλεγοντος, αλλα το κρατα περισυλλεγμενο στην ησυχια του φιλικου. Το καταστροφικο ερχεται απο το αχαλινωτο που κατατρωγεται μεσα στην ιδια του την εξαψη, και μ' αυτον τον τροπο απεργαζεται το κακοτροπο. Το κακο ειναι παντοτε το κακο ενος πνευματος. Το κακο και η κακοτητα του δεν ειναι το αισθητο, το υλικο. Ουτε και ειναι η φυση του αμιγως «πνευματικη» [«geistig»]. Το κακο ειναι πνευματικο [geistlich] ως η εξαψη που πυρπολει και οδηγει στο θαμπωμα, η εξαψη αυτου που αναστατωνει, μεταθετοντας στον διασκορπισμο του ολεθριου και απειλωντας να κατακαψει το περισυλλεγμενο ανθισμα του τρυφερου. 

Ομως που εγκειται η περισυλλογη του απλου; Ποιοι ειναι οι χαλινοι του; Ποιο πνευμα τους κρατα; Πως ειναι και πως γινεται η ανθρωπινη ουσιωση «πνευματικη» [«geistlich»]; 

Καθοσον η ουσιωση του πνευματος εγκειται σε μια αναφλεξη, αυτο διανοιγει, αιθριαζει και δειχνει εναν δρομο. Ως φλογα το πνευμα ειναι η καταιγιδα που «εφορμα εναντια στον ουρανο» και «εκπορθει τον θεο» (187) [173]. Το πνευμα εξωθει την ψυχη στο καθ' οδον, οπου συμβαινει μια πρωτο-πορεια. Το πνευμα μεταθετει στο ξενο. «Ειναι η ψυχη ενα ξενο επι γης». Το πνευμα ειναι αυτο που χαριζει ψυχη. Ειναι ο εμψυχωτης. Ομως και παλι η ψυχη φυλαγει το πνευμα, 61 και τουτο τοσο ουσιαστικα, ωστε το πνευμα ενδεχομενως δεν μπορει ποτε να ειναι πνευμα χωρις την ψυχη. Αυτη «τρεφει» το πνευμα. Με ποιον τροπο; Πως αλλιως παρα με το να δανειζει η ψυχη την ιδιαιτερη φλογα της ουσιωσης της στο πνευμα; Αυτη η φλογα ειναι το πυρωμα της βαρυθυμιας, η «τρυφεροτητα της μοναχικης ψυχης» (55).

Το μοναχικο δεν απομονωνει στον διασκορπισμο, στον οποιο ειναι παραδομενη καθε αμιγης εγκαταλειψη. Το μοναχικο μεταφερει την ψυχη προς το μοναδικο, την περισυλλεγει στο ενα, και μ' αυτον τον τροπο φερνει την ουσιωση της στην πορεια. Ως η μοναχικη ψυχη, ειναι η οδοιπορος. Στο πυρωμα του θυμικου της ανατιθεται να σηκωσει το βαρος της μοιρας στην πορεια – και ετσι να φερει την ψυχη προς το πνευμα. 

Δανεισε τη φλογα σου στο πνευμα, πυρωμενη βαρυθυμια· 

αρχιζει ενα ποιημα «Στον Εωσφορο», δηλαδη σ' αυτον που φερνει το φως και που ριχνει τη σκια του κακου. (Τομος Καταλοιπων της εκδοσης του Salzburg, σ. 14). 

H βαρυθυμια της ψυχης αναφλεγεται μονον εκει οπου η ψυχη, στην πορεια της, υπεισερχεται στην εκτενεστατη εκταση της ιδιαιτερης, δηλαδη της πορευομενης ουσιωσης της. Κατι τετοιο συμβαινει οταν αυτη αντικριζει και ατενιζει την οψη της κυανοτητας, τι φεγγει απο μεσα της. Με αυτον τον τροπο ατενιζοντας, η ψυχη ειναι «η μεγαλη ψυχη». 

Ω πονε, φλογισμενο, εσυ, ατενισμα 

Της μεγαλης ψυχης! 

«H καταιγιδα» (183) [167] 

Το μεγαλο της ψυχης προσμετραται κατα τον τροπο με τον οποιο ειναι ικανη για το φλεγον ατενισμα, μεσα απο το οποιο εξοικειωνεται με τον πονο. Στον πονο προσιδιαζει μια αφ' εαυτης αντιμοιρη ουσιωση. 

«Φλεγοντας» ο πονος συμπαρασυρει. Συμπαρασυοντας εγχαραζει την πορευομενη ψυχη στην συναρμοση της εφορμησης και της καταδιωξης, η οποια, εφορμωντας εναντια στον ουρανο, θελει να εκπορθησει τον θεο. Ετσι μοιαζει οτι ο συμπαρασυρμος πηγαινει να σαρωσει αυτο, προς το οποιο συμπαρασυρει, αντι να το αφησει να κρατει στην συγκεκαλυμμενη του λαμψη. 

62 Ομως αυτο ειναι που δυναται το «ατενισμα». Δεν σβηνει τον φλεγομενο συμπαρασυρμο, αλλα τον αρμοζει πισω στο ευαρμοστο της ατενιζουσας αποδοχης. Το ατενισμα ειναι η ανασυρση πισω στον πονο, οπου αυτος αποκτα την ηπιοτητα του, και, απο αυτην, το κρατος του, το οποιο συνοδευει-αληθευει τα παντα. 

Το πνευμα ειναι φλογα. Αυτη, πυρωνοντας, φωτιζει. Ο φωτισμος συμβαινει στο βλεμμα του ατενισματος. Σε ενα τετοιο ατενισμα συμβαινει η ελευση του φεγγερου, μεσα στο οποιο παρουσιαζεται η καθε ουσιωση. Αυτο το φλεγομενο ατενισμα ειναι ο πονος. Για καθε γνωμη που παρασταινει τον πονο μεσα απο την αισθηση, η ουσιωση του μενει αποκλεισμενη. Το φλεγομενο ατενισμα καθοριζει το μεγα της ψυχης. 

Το πνευμα που χαριζει «μεγαλη ψυχη» ειναι, ως πονος, το εμψυχωτικο. H με αυτον τον τροπο χαρισματικη ψυχη ειναι ομως το ζωογονο. Γι' αυτο, στο καθετι που ζει συμφωνα με το νοημα της υπαρχει περα για περα ο βασικος χαρακτηρας της ιδιαιτερης ουσιωσης της, ο πονος. Καθετι που ζει ειναι οδυνηρο. 

Μονον οποιο ζει ολοψυχα μπορει να εκπληρωνει τον προορισμο της ουσιωσης του. Χαρη σ' αυτην την ικανοτητα ειναι καταλληλο για τη συνηχηση του αμοιβαια συν-φεροντος, μεσα απο το οποιο υπαρχει η αλληλεχεια ολων των ζωντανων. Συμφωνα με αυτην την αναφορα της καταλληλοτητας ο,τι ζει ειναι καταλληλο, δηλαδη καλο. Ομως το καλο ειναι οδυνηρα καλο. 

Καθε εμψυχο δεν ειναι μονον οδυνηρα καλο, αντιστοιχα με τον βασικο χαρακτηρα της μεγαλης ψυχης, αλλα μονον με αυτον τον τροπο ειναι και αληθινο· διοτι χαρη στο αντιμοιρο του πονου μπορει το ζων επιληθοντας να α-ληθευει τα συν-παροντα του στον εκαστοτε τροπο τους, αληθως να τα αφηνει να ειναι. 

H τελευταια στροφη ενος ποιηματος αρχιζει (26): 

Τοσο ειναι οδυνηρα καλο κι αληθινο ο,τι ζει· 

Θα νομιζε κανεις οτι ο στιχος αγγιζει το οδυνηρο επιπολαια μονο. Στην πραγματικοτητα εισαγει τον λογο ολοκληρης της στροφης, η οποια μενει αρμοσμενη στη σιωπηση του πονου. 63 Για να το ακουσουμε αυτο δεν πρεπει ουτε να παραβλεψουμε τα προσεκτικα τοποθετημενα σημεια στιξης, ουτε φυσικα και να τα αλλαξουμε. H στροφη συνεχιζει: 

Κι απαλα σ' αγγιζει μια πετρα παλια: 

Παλι ακουγεται το «απαλα», που επιτρεπει την κυλιση προς τις ουσιαστικες αναφορες. Και παλι εμφανιζεται «η πετρα» η οποια, αν εδω επιτρεπονταν μια αριθμηση, θα μπορουσε να επισημανθει σε περισσοτερα απο τριαντα σημεια της ποιησης του Trakl. Στην πετρα λανθανει ο πονος που, πετρωνοντας, διαφυλασσεται στο κλειστο του πετρωματος, στην εμφανιση του οποιου αναφεγγει η παμπαλαιη προελευση απο το σιγαλο πυρωμα της πρωιμοτατης πρωιμιας η οποια, ως προηγουμενη απαρχη, επερχεται σε καθε γιγνομενο, πορευομενο, και του επιδιδει την για παντα αξεπεραστη ελευση της ουσιωσης του. 

Το παλαιο πετρωμα ειναι ο ιδιος ο πονος, στο σημειο που αυτος αντικριζει γηινα τους θνητους. H διπλη τελεια μετα τη λεξη «πετρα» στο τελος του στιχου υποδεικνυει οτι εδω μιλα η πετρα. Ο ιδιος ο πονος εχει τον λογο. Απο καιρο σωπαινοντας, δεν λεει στους οδοιπορους, που ακολουθουν τον ξενο, τιποτα λιγοτερο απο την ιδιαιτερη του υπαρξη και διαρκεια: 

Αληθεια! Θα 'μαι παντα μαζι σας. 

Σ' αυτη τη ρηση του πονου απαντουν οι οδοιποροι, που αφουγκραζονται τον πρωιμα πεθαμενο πισω απο το φυλλωδες συγκλαδο, με τα λογια του επομενου στιχου: 

Ω στομα! που σειεται μες απ' την ασημενια ιτια. 

Ολη η στροφη αυτου του ποιηματος ομο-λογει το κλεισιμο της δευτερης στροφης ενος αλλου που απευθυνεται «Σ' εναν πρωιμα πεθαμενο» (135) [91]: 

Και στον κηπο απομεινε η ασημενια οψη του φιλου, 

Ν' αφουγκραζεται μεσα στις φυλλωσιες η στο παλιο πετρωμα. 

64 H στροφη που ξεκινα με: 

Τοσο ειναι οδυνηρα καλο κι αληθινο, ο,τι ζει· 

δινει μαζι και το λυτρωτικο αντιφωνο στην αρχη του τριτου μερους του ποιηματος, στο οποιο ανηκει: 

Πως ομως δειχνει ετσι αρρωστο καθε γιγνομενο! 

Το ταραγμενο, το ανεσταλμενο, το ολεθριο και το αθεραπευτο, καθε αλγεινο της καταπτωσης, δεν ειναι στην πραγματικοτητα παρα το μοναδικο σημαδι, μεσα στο οποιο υπολανθανει το «αληθινο»: ο πονος που διαγει τα παντα. Γι' αυτο ο πονος δεν ειναι ουτε το αντιξοο, ουτε το χρησιμο. Ο πονος ειναι η ευνοια της ουσιαστικης φυσης καθε ουσιωνομενου. Το απλο της αντιμοιρης ουσιωσης του καθοριζει τη γενεση μεσα απο την λανθανουσα πρωιμοτατη πρωιμια και την αρμοζει στην ευφροσυνη της μεγαλης ψυχης. 

Τοσο ειναι οδυνηρα καλο κι αληθινο ο,τι ζει· 

Κι απαλα σ' αγγιζει μια πετρα παλια: 

Αληθεια! Θα 'μαι παντα μαζι σας. 

Ω στομα! που σειεται μες απ' την ασημενια ιτια. 

H στροφη ειναι το καθαρο ασμα του πονου, τραγουδισμενο ωστε να ολοκληρωσει το τριμερες ποιημα που αποκαλειται «Ευφροσυνη ανοιξη». H ευφροσυνη της πρωιμοτατης πρωιμιας καθε απαρχικης ουσιωσης σειεται απο τη σιγη του λανθανοντος πονου. 

Για τις συνηθισμενες παραστασεις, η αντιμοιρη ουσιωση του πονου, το οτι συμπαρασυρει βασικα μονο ως ρηγμα που ανασυρει, φανταζει ευκολα αντιφατικη. Ομως σε αυτην την επιφαση κρυβεται η ουσιαστικη απλοτητα του πονου. Αυτη, φλεγουσα, φερνει στο ακροτατο οταν, ατενιζοντας, συγκρατειται στο ενδοτατο της. 

Ετσι ο πονος, ως ο πρωταρχικος χαρακτηρας της μεγαλης ψυχης, παραμενει η καθαρη ομο-λογια του ιερου της κυανοτητας. Διοτι αυτο αντιφεγγει επανω στην οψη της ψυχης με το να αποσυρεται προς το ιδιαιτερο βαθος του. Το ιερο διαρκει, οταν ουσιωνεται, καθε φορα μονον ετσι ωστε να συγκρατειται σε αυτην την αποσυρση και να παραπεμπει το ατενισμα στο ευαρμοστο. 65

H ουσιωση του πονου, η ληθια αναφορα του στην κυανοτητα, αποληγει σε λογο στη τελευταια στροφη ενος ποιηματος που αποκαλειται «Μεταμορφωση» (144) [97]: 

Κυανο λουλουδι, 

Που απαλα ηχει σε κιτρινισμενο πετρωμα. 

Το «κυανο λουλουδι» ειναι η «τρυφερη δεσμη κυανανθων» της πνευματικης νυχτας. Τα λογια αδουν την πηγη απο οπου αναβλυζει η ποιηση του Traki. Αποφαινονται για την «μεταμορφωση», και συναμα ειναι φορεις της. Το ασμα ειναι τραγουδι, τραγωδια και επος μαζι. Το ποιημα ειναι μοναδικο αναμεσα στα αλλα, διοτι το ευρος του ατενισματος, το βαθος της νοησης, το απλο του λογου φεγγουν μεσα του με εναν ανομολογητο τροπο, ενδομυχα και για παντα.

Ο πονος ειναι μονο τοτε αληθινα πονος, οταν υπηρετει τη φλογα του πνευματος. Το τελευταιο ποιημα του Trakl λεγεται «Grodek». Φημιζεται σαν πολεμικο ποιημα. Ομως ειναι απεραντα περισσοτερο, γιατι ειναι κατι αλλο. Οι τελευταιοι στιχοι του λεγουν (201) [187]: 

Την καυτη φλογα του πνευματος τρεφει σημερα ενας πελωριος πονος, 

Οι αγεννητοι εγγονοι. 

Οι εδω ονομαζομενοι «εγγονοι» δεν ειναι καθολου οι γιοι, τους οποιους δεν εφεραν στον κοσμο οι πεσοντες γιοι που προερχονται απο το σηπομενο γενος. Εαν επροκειτο γι' αυτο, για τη διακοπη της αναπαραγωγης των μεχρι τωρα γενων, τοτε αυτος ο ποιητης θα επρεπε να πανηγυριζει για ενα τετοιο τελος. Ομως αυτος πενθει. Βεβαια με ενα «πιο περηφανο πενθος», που φλεγεται κοιταζοντας τη γαληνη του αγεννητου. 

Οι αγεννητοι καλουνται εγγονοι, γιατι δεν μπορουν να ειναι γιοι, δηλαδη αμεσοι απογονοι του εκπτωτου γενους. Αναμεσα σ' αυτους και σ' αυτο το γενος ζει μια αλλη γενια. Αυτη ειναι 66 αλλιως, γιατι ειναι αλλιωτικη, συμφωνα με την αλλη προελευση της ουσιωσης της 66 μεσα απο την πρωιμια του αγεννητου. Ο «θεορατος πονος» ειναι το ατενισμα που, φλεγομενο, υπερκαλυπτει τα παντα, προ-βλεπει μεσα στην ακομη αποσυρομενη πρωιμια εκεινου του νεκρου, προς τον οποιον προσπεθαναν τα «πνευματα» των πρωιμα πεσοντων. 

Ομως ποιος φυλαγει αυτον τον πελωριο πονο, ωστε να τρεφει την καυτη φλογα του πνευματος; Ο,τι εχει τον χαρακτηρα αυτου του πνευματος ανηκει σ' αυτο που φερνει στον δρομο. Ο,τι εχει τον χαρακτηρα αυτου του πνευματος καλειται «πνευματικο» [«geistlich»]. Γι' αυτο πρεπει ο ποιητης να ονομασει «πνευματικα», πριν απ' ολα, και αποκλειστικα συγχρονως, το λυκοφως, τη νυχτα, τα ετη. Το λυκοφως αφηνει την κυανοτητα της νυχτας να ανατειλει, την αναφλεγει. H νυχτα φλεγεται ως ο φωτεινος καθρεφτης της εναστρης λιμνουλας. Το ετος αναφλεγεται βαζοντας στον δρομο της τροχιας του ηλιου, με τις ανατολες και τις δυσεις του. 

Απο ποιο πνευμα αφυπνιζεται αυτο το «πνευματικο» και ποιο πνευμα ακολουθει αυτο; Ειναι εκεινο το πνευμα το οποιο στο ποιημα «Σ' εναν πρωιμα πεθαμενο» (136) [91] ονομαζεται επι τουτοις «το πνευμα του πρωιμα πεθαμενου». Ειναι το πνευμα το οποιο εκθετει εκεινον τον «ζητιανο» του «Πνευματικου ασματος» (20) στην αποδημια, ωστε αυτος, οπως λεει το ποιημα «Στο χωριο» (81), να παραμενει «ο φτωχος» «που μοναχικος πεθανε πνευματικα».

H αποδημια ουσιωνεται ως το καθαρο πνευμα. Ειναι το ηρεμα στον βυθο του, σιγαλινοτερα φλεγομενο φεγγος της κυανοτητας, η οποια αναφλεγει καποια σιγαλινοτερα παιδικα χρονια στο χρυσο της απαρχης. Σ' αυτην την πρωιμια προσβλεπει η χρυση οψη της μορφης του Elis. Στο αντικαθρεφτισμα της διαφυλαγει τη νυχτερινη φλογα του πνευματος της αποδημιας.

Ετσι λοιπον η αποδημια δεν ειναι ουτε μονον η κατασταση του πρωιμα πεθαμενου, ουτε ο ακαθοριστος χωρος για τη διαμονη του. H αποδημια, κατα τον τροπο της φλογωσης της, ειναι η ιδια το πνευμα, και, 67 ως τετοιο, αυτο που περισυλλεγει. Επαναφερει την ουσιωση των θνητων στα σιγαλινοτερα παιδικα της χρονια, την επιληθει ως τον ακομη ανεπιτελεστο χαρακτηρα που θα σφραγισει το μελλοντικο γενος. 67 Το περισυλλεγον της αποδημιας φυλαγει το αγεννητο, ξεπερνωντας το πεθαμενο, για μια ανασταση του χαρακτηρα των ανθρωπων μεσα απο την πρωιμια. Το περισυλλεγον, ως το πνευμα του τρυφερου, κατασιγαζει συναμα το πνευμα του κακου. H εξαψη του κλιμακωνεται μεχρι την ακροτατη κακοτητα της εκει οπου αυτο ξεσπαει, εξω ακομα και απο τη διχονοια των γενων και εισβαλλει στο αδελφικο. 

Ομως στη σιγαλινοτερη απλοτητα των παιδικων χρονων υπολανθανει και το εκει περισυλλεγμενο αδελφικο διπτυχο του ανθρωπινου γενους. Στην αποδημια το πνευμα του κακου ουτε εκμηδενιζεται και αναιρειται, ουτε αποχαλινωνεται και επικυρωνεται. Το κακο εχει μεταμορφωθει. Η ψυχη, για να σηκωσει μια τετοια «μεταμορφωση», πρεπει να στραφει στο μεγα της ουσιωσης της. Το μεγαλειο αυτου του μεγαλου καθοριζεται απο το πνευμα της αποδημιας. H αποδημια ειναι η περισυλλογη, μεσω της οποιας η ανθρωπινη ουσιωση επιληθεται πισω στα σιγαλοτερα παιδικα χρονια, και αυτα στην πρωιμια μιας αλλης απαρχης. Ως περισυλλογη, η αποδημια εχει την ουσιωση του τοπου. Κατα ποσον ομως ειναι τωρα η αποδημια ο τοπος μιας ποιησης, και μαλιστα εκεινης της ποιησης την οποια φερουν σε γλωσσα τα ποιηματα του Georg Trakl; Βρισκεται καθολου η αποδημια, και μαλιστα αφ' εαυτης, σε καποιαν αναφορα προς την ποιηση; Και ακομα και αν κρατει μια τετοια αναφορα, πως μπορει η αποδημια να προσλαμβανει εναν ποιητικο λογο ως ο τοπος του, και να τον καθοριζει απο εκει; 

Δεν ειναι η αποδημια μια μοναδικη σιωπηση της σιγης; Πως μπορει η αποδημια να δρομολογησει εναν λογο και ενα ασμα; Βεβαια η αποδημια δεν ειναι ερημια της απονεκρωσης. Στην αποδημια ο ξενος προσμετρα την αποσταση του αποχωρισμου απο το μεχρι τωρα γενος. Ειναι καθ' οδον σε ενα μονοπατι. Τι ειδους ειναι αυτο το μονοπατι; Ο ποιητης το λεει με επαρκη σαφηνεια, και μαλιστα ξεχωριζοντας εμφαντικα τον τελευταιο στιχο του ποιηματος «Γερμα του θερους» (169) [129]: 

Ν'αναλογιζονταν ενα κυανο αγριμι το μονοπατι του, 68

Τα ευηχα πνευματικα του ετη! 

Το μονοπατι του ξενου ειναι «τα ευηχα πνευματικα του ετη». Τα βηματα του Elis αντηχουν. Τα βηματα, αντηχωντας, φεγγουν μεσα στη νυχτα. Μηπως το ευηχο τους σβηνει στο κενο; Μηπως εκεινος ο προς την πρωιμια πεθαμενος εχει αποδημησει με την εννοια του εγκαταλειμμενου, η μηπως εχει ξεχωρισει με την εννοια του εκλεκτου, δηλαδη περισυλλεγμενος σε μια περισυλλογη η οποια περισυλλεγει τρυφεροτερα και καλει σιγαλινοτερα; 

H δευτερη και η τριτη στροφη του ποιηματος «Σ' εναν πρωιμα πεθαμενο» κανουν μια νυξη σχετικη με το ερωτημα μας (135) [91]: 

Εκεινος ομως κατεβηκε τα πετρινα σκαλια του Mönchsberg, 

Ενα κυανο χαμογελο στο προσωπο και κουκουλωμενος αλλοκοτα 

Προς τα σιγαλινοτερα παιδικα του χρονια· και πεθανε 

Και στον κηπο απομεινε η ασημενια οψη του φιλου, 

Ν' αφουγκραζεται μεσα στις φυλλωσιες, η στο παλιο πετρωμα. 

Τραγουδησε η ψυχη τον θανατο, την πρασινη σηψη της σαρκας 

Κι ηταν το θροϊσμα του δασους, 

Ο διαπυρος θρηνος του αγριμιου. 

Παντ' αντηχουσαν απο λυκοφωτους πυργους οι κυανες καμπανες του βραδινου. 

Ενας φιλος αφουγκραζεται τον ξενο. Ετσι αφουγκραζεται και ακολουθει τον αποδημησαντα και γινεται και ο ιδιος οδοιπορος, ξενος. H ψυχη του φιλου αφουγκραζεται τον νεκρο. H οψη του φιλου ειναι μια «πεθαμενη» (143) [101]. Αφουγκραζεται με το να αδει τον θανατο. Γι' αυτο αυτη η φωνη που αδει ειναι «η φωνη πουλιου του ομοιου των νεκρων» («Ο οδοιπορος» 143 [101]). Ομο-λογει τον θανατο του ξενου, στον χαμο του στην κυανοτητα της νυχτας. Ομως, συγχρονως με τον θανατο του αποδημησαντος αδει και την «πρασινη σηψη» εκεινου του γενους, απο το οποιο τον «χωρισε» η σκοτεινη πορεια. 

69 Αδω θα πει ανυμνω και φυλαγω εκεινο που ανυμνω μεσα στο ασμα. Ο φιλος που αφουγκραζεται και ακολουθει ειναι ενας απο τους "βοσκους που ανυμνουν" (143) [101]. Ομως η ψυχη του φιλου, η οποια «χαιρεται ν' αφουγκραζεται τα παραμυθια του λευκου μαγου», μονο τοτε μπορει να ακολουθησει στο ασμα τον αποδημησαντα, οταν η αποδημια αντιφωνει τον ακολουθουντα, οταν σημαινει το ευηχο που ηχει εκει, «οταν», οπως λεγεται στο «Βραδινο ασμα» (83), «στοιχειωνει την ψυχη σκοτεινο ευηχο».

Αν αυτο συμβει, τοτε εμφανιζεται το πνευμα του πρωιμα πεθαμενου στη λαμψη της πρωιμιας. Τα πνευματικα του ετη ειναι ο αληθινος χρονος του ξενου και του φιλου του. Στη λαμψη του το προηγουμενως μαυρο συννεφο γινεται χρυσο. Τωρα ειναι ομοιο με τη χρυση λεμβο, ως η οποια η καρδια του Elis λικνιζεται στον μοναχικο ουρανο. 

H τελευταια στροφη του ποιηματος «Σ' εναν πρωιμα πεθαμενο» αδει (136) [91]: 

Νεφος χρυσο και χρονος. Σε μοναχικη καμαρη 

Συχνα προσκαλεις τον νεκρο, 

Πλανιεσαι κατω απο φτελιες μ' αγαπη συνομιλωντας, καθως κατηφοριζεις το πρασινο ποταμι. 

Το ευηχο των βηματων του ξενου που πλησιαζει ομο-λογει η προσκληση του φιλου σε συνομιλια. Ο λογος του ειναι η ωδικη πορεια κατηφοριζοντας το ποταμι, ακολουθωντας τον χαμο προς την κυανοτητα της νυχτας, την οποια εμψυχωνει το πνευμα του πρωιμα πεθαμενου. Σε μια τετοια συνομιλια ο αδων φιλος ατενιζει τον αποδημησαντα. Ατενιζοντας, στο αντικαθρεφτισμα γινεται για τον ξενο αδελφος. Οδοιπορωντας με τον ξενο ο αδελφος αποληγει στη σιγαλινοτερη διαμονη στην πρωιμια. Στο «Ασμα του αποδημησαντος» μπορει να αναφωνησει (177) [143]: 

Ω η διαμονη στην εμψυχη κυανοτητα της νυχτας. 

Ομως καθως ο φιλος, που αφουγκραζεται ακολουθωντας, αδει το «Ασμα του πρωιμα πεθαμενου» και μ' αυτον τον τροπο γινεται αδελφος του, 70 ο αδελφος του ξενου γινεται καταρχην μεσα απ' αυτον αδελφος της αδελφης του, της οποιας «ηχει η σεληνιακη φωνη μες στην πνευματικη νυχτα», οπως λενε οι τελευταιοι στιχοι του ποιηματος «Πνευματικο λυκοφως» (137) [93]. 

Η αποδημια ειναι ο τοπος της ποιησης, διοτι το ευηχο των βηματων του ξενου, που ηχουνε και φεγγουν, αναφλεγει τη σκοτεινη πορεια στο αφουγκραζομενο ασμα αυτων που τον ακολουθουν. Ομως η σκοτεινη, καθοτι καταρχην επακολουθη μονον, πορεια αιθριαζει την ψυχη τους στην κυανοτητα. Τοτε η ουσιωση της ψυχης δεν ειναι παρα μονο ενα προδρομο ατενισμα στην κυανοτητα της νυχτας, η οποια επιληθει εκεινη την σιγαλινοτερη πρωιμια.

Μια κυανη στιγμη δεν ειναι παρα ψυχη. 

λεει στο ποιημα «Παιδικα χρονια» (104) [21].

Ετσι ολοκληρωνεται η ουσιωση της αποδημιας. Αυτη ειναι τοτε μονον ο ολοκληρωμενος τοπος της ποιησης, οταν, ως περισυλλογη των σιγαλινοτερων παιδικων χρονων και ως ταφος του ξενου, συναμα περισυλλεγει μεσα της και εκεινους που, ακολουθωντας τον πρωιμα πεθαμενο στον χαμο, τον αφουγκραζονται και φερνουν το ευηχο του μονοπατιου του στην αρθρωση της ομιλουμενης γλωσσας και μ' αυτον τον τροπο γινονται οι αποδημησαντες. Το ασμα τους ειναι η ποιηση. Κατα ποσον; Τι θα πει ποιηση; 

Ποιηση θα πει ομο-λογια, λογος δηλαδη του σ' αυτην καταλογισμενου ευηχου του πνευματος της αποδημιας. H ποιηση, πολυ πριν αυτη γινει λογος με την εννοια της διατυπωσης, ειναι καταρχην ακουσμα. H αποδημια προσλαμβανει απο πριν το ακουσμα στο ευηχο της, ωστε αυτο να διαφωτιζει τον λογο, μεσα απο τον οποιο κατοπιν αρθρωνεται. H σεληνιακη ψυχρα της ιερης κυανοτητας της πνευματικης νυχτας διηχει και διαφεγγει καθε ατενισμα και καθε λογο. H γλωσσα του γινεται ετσι ομο-λογια, γινεται: ποιημα. Το ειπωμενο της φυλαγει την ποιηση ως το ουσιαστικα ανειπωτο. Με αυτον τον τροπο η ομο-λογια, η οποια καλειται στο ακουσμα, γινεται «ευλαβικοτερη», δηλαδη περισσοτερο ευαρμοστη για το μονοπατι που της 71 καταλογιζεται, οπου ο ξενος, απο το σκοτεινο των παιδικων χρονων, προπορευεται προς την σιγαλινοτερη, φωτεινοτερη πρωιμια. Γι' αυτο ο ποιητης, που ακολουθει και αφουγκραζεται, μπορει να λεει στον εαυτο του: 

Αναγνωριζεις ευλαβικοτερα το νοημα των σκοτεινων χρονων 

Ψυχρα και φθινοπωρο σε μοναχικες καμαρες· 

Και μεσα σε ιερη κυανοτητα ηχουν μακραινοντας φωτεινα βηματα. 

«Παιδικα χρονια» (104) [21] 

H ψυχη, που αδει το φθινοπωρο και το γερμα του ετους, δεν καταβυθιζεται στην καταπτωση. H ευλαβικοτητα της εχει αναφλεγει απο τη φλογα του πνευματος της πρωιμιας, και γι' αυτο ειναι πυρινη: 

Ω, η ψυχη, που απαλα τραγουδουσε το ασμα του κιτρινισμενου καλαμιου· πυρινη ευλαβεια. 

λεει το ποιημα «Ονειρο και συσκοτιση» (157) [146]. H συσκοτιση που ονομαζεται εδω, οπως και η παραφροσυνη, δεν ειναι μια τρελα, μια απλη συσκοτιση του πνευματος. H νυχτα, που συσκοτιζει τον αδελφο του ξενου που αδει, παραμενει η «πνευματικη νυχτα» εκεινου του θανατου τον οποιο πεθανε ο αποδημησας στο «χρυσο ριγος» της πρωιμιας. Ατενιζοντας και ακολουθωντας αυτον τον νεκρο, ο αφουγκραζομενος φιλος ατενιζει το ψυχρο των σιγαλινοτερων παιδικων χρονων. Οπου παλι ενα τετοιο ατενισμα παραμενει μια αποδημια απο το εδω και πολυν καιρο γεννημενο γενος, το οποιο λησμονησε τα σιγαλινοτερα παιδικα χρονια ως την ακομα κατακρατημενη απαρχη και ποτε δεν επιτελεσε το αγεννητο. Το ποιημα «Anif», ονομα ενος επιλιμνιου ανακτορου κοντα στο Salzburg, λεει (134) [85]: 

Μεγαλο ειναι το χρεος του γεννηθεντος. Αλιμονο, χρυσα, εσεις, ριγη 

Του θανατου, 

Οταν η ψυχη ονειρευεται ψυχροτερους ανθους. 

Ομως στο «αλιμονο» του πονου δεν βρισκεται μονον ο αποχωρισμος απο το παλαιο γενος. Αυτος ο αποχωρισμος εχει, απο την ληθια μοιρα του, προσχωρησει στον αποχαιρετισμο, ο 72 οποιος προσ-καλειται απο την αποδημια. H πορεια στη νυχτα της ειναι «ατελειωτο μαρτυριο». Αυτο δεν εννοει ενα βασανο χωρις τελος. Το ατελειωτο ειναι ελευθερο απο καθε πεπερασμενο οριο και απο καθε συρρικνωση. Το «ατελειωτο μαρτυριο» ειναι ο ολοκληρωμενος, ο καθολικος πονος που φτανει στην πληροτητα της ουσιωσης του. Πρωτα και μονο στην πορεια μεσα απο την πνευματικη νυχτα, η οποια πορεια παντα αποχωριζεται την μη πνευματικη, ερχεται το καθαρο παιχνιδισμα της απλοτητας του αντιμοιρου, το οποιο διακατεχει τον πονο. Το τρυφερο του πνευματος καλειται στην εκπορθηση του θεου, το ντροπαλο του στην εφορμηση εναντια στον ουρανο. 

Στο ποιημα «H νυχτα» (187) [173] λεει: 

Ατελειωτο μαρτυριο, 

Που εκπορθησες το θεο 

Τρυφερο πνευμα, 

Στεναζοντας στον καταρραχτη, 

Σε κυματιστα αγριοπευκα. 

Ο φλεγομενος παρασυρμος αυτης της εφορμησης και εκπορθησης δεν γκρεμιζει «το αποκρημνο φρουριο»· δεν καταβαλλει το εκπορθημενο, αλλα το αφηνει να ξαναπροβαλλει στο ατενισμα των οψεων του ουρανου, η καθαρη ψυχρα των οποιων συγκαλυπτει τον θεο. H ωδικη εννοηση μιας τετοιας πορειας ανηκει στο μετωπο μιας κεφαλης την οποια σφραγισε περα για περα ο ολοκληρωμενος πονος. Γι' αυτο, το ποιημα «H νυχτα» (187) [173] κλεινει με τους στιχους: 

Εναντια στον ουρανο εφορμαει 

Μια πετρωμενη κεφαλη. 

Αυτο ομο-λογει το κλεισιμο του ποιηματος «H καρδια» (180) [163]: 

Το αποκρημνο φρουριο. 

Ω καρδια 

Ιριδιζοντας προς τ' αντιπερα σε χιονενιο ψυχος. 

Καθως η τριφωνια των τριων οψιμων ποιηματων « H καρδια», «H καταιγιδα», «H νυχτα» ειναι οπωσδηποτε ετσι ληθια 73 αρμοσμενη στο ενα και το αυτο του ασματος της αποδημιας, ο εντοπισμος της ποιησης, ο οποιος επιχειρηθηκε μεχρι τωρα, ενθαρρυνεται να αφησει τα τρια ποιηματα που αναφερθηκαν στον ηχο του ασματος τους, χωρις επαρκη διευκρινιση. 

H πορεια στην αποδημια, το ατενισμα των οψεων του αθεατου και ο ολοκληρωμενος πονος ανηκουν μαζι. Στο σχισμα του αρμοζεται ο υπομονετικος. Μονον αυτος μπορει να ακολουθει την επιστροφη στην πρωιμοτατη πρωιμια του γενους, τη μοιρα του οποιου διαφυλαγει ενα παλιο λευκωμα οπου ο ποιητης, κατω απο τον τιτλο «Σ' ενα παλιο λευκωμα», (55) εγγραφει τη στροφη: 

Ταπεινα παραδινεται στον πονο ο υπομονετικος

Αντηχωντας απο ευηχο κι απο απαλη παραφροσυνη. 

Κοιταξε! Κιολας λυκοφεγγει. 

Σε ενα τετοιο ευηχο του λογου ο ποιητης κανει να φεγγουν οι φωτεινες οψεις, μεσα στις οποιες λανθανει για την παραφρονη εκπορθηση ο θεος.

Γι' αυτο ειναι μονο «Ψιθυρισμα προς τ' απογευμα», οταν ο ποιητης στο ποιημα με αυτον τον τιτλο αδει (54): 

Του θεου το μετωπο χρωματα ονειρευεται, 

Νιωθει της παραφροσυνης τις τρυφερες φτερουγες. 

Αυτος που κανει ποιηση γινεται καταρχην ποιητης εφοσον ακολουθει εκεινον τον «παραφρονα» που πεθανε προς την πρωιμια και που καλει, μεσα απο την αποδημια, με το ευηχο των βηματων του, τον αδελφο που τον ακολουθει. Ετσι η οψη του φιλου βλεπει την οψη του ξενου. H λαμψη αυτης της στιγμης [»Augenblicks«, κυριολεκτικα: βλεμμα των ματιων]  κινει τον λογο αυτου που ακουει. Στην συν-κινητικη λαμψη, η οποια φεγγει μεσα απο τον τοπο της ποιησης, κυματιζει εκεινο το κυμα που κινει τον ποιητικο λογο προς τη γλωσσα του. 

Τι ειδους ειναι επομενως η γλωσσα των ποιηματων του Trakl; Μιλα ομο-λογωντας εκεινο το καθ' οδον στο οποιο 74 προπορευεται ο ξενος. Το μονοπατι που εχει παρει φερνει μακρια απο το παλαιο εκφυλισμενο γενος. Οδηγει περα στον χαμο στην κατακρατημενη πρωιμια του αγεννητου γενους. H γλωσσα της ποιησης, η οποια εχει τον τοπο της στην αποδημια, ομο-λογει την παλιννοστηση του αγεννητου ανθρωπινου γενους στην ηρεμη απαρχη της σιγαλινοτερης ουσιωσης του. 

H γλωσσα αυτων των ποιηματων μιλα μεσα απο τη μεταβαση. Το μονοπατι της περνα απο τον χαμο του εκπτωτου προς τον χαμο στη λυκοφωτη κυανοτητα του ιερου. H γλωσσα της ποιησης μιλα μεσα απο το περασμα επανω και μεσα απο τη νυχτερινη λιμνουλα της πνευματικης νυχτας. Αυτη η γλωσσα αδει το ασμα της αποδημησασας παλιννοστησης, η οποια απο το οψιμο της σηψης καταλυει στην πρωιμια της σιγαλινοτερης, ακομα ασυντελεστης απαρχης. Σε αυτην τη γλωσσα μιλα το καθ' οδον, μεσα απο το φεγγος του οποιου, φωτιζοντας-ηχωντας, εμφανιζεται το ευηχο των πνευματικων χρονων του αποδημησαντος ξενου. Το «Ασμα του αποδημησαντος» αδει, συμφωνα με τα λογια του ποιηματος «Αποκαλυψη και χαμος» (194) [189], «την ωραιοτητα ενος παλιννοστουντος γενους». 

Επειδη η γλωσσα αυτης της ποιησης μιλα απο το καθ' οδον της αποδημιας, γι' αυτο και μιλα παντοτε συγχρονως μεσα απο αυτο το οποιο κατα την αποδημια εγκαταλειπει, και μεσα απο αυτο προς το οποιο η αποδημια οδηγει. H γλωσσα της ποιησης ειναι ουσιαστικα πολυσημαντη, και τουτο με τον δικο της τροπο. Δεν ακουμε τιποτα απο τον λογο του ποιηματος, οσο τον αντιμετωπιζουμε μονο με καποιο αμβλυμενο αισθημα καποιας μονοσημαντης αποψης. 

Λυκοφως και ψυχρα, χαμος και θανατος, παραφροσυνη και αγριμι, λιμνουλα και πετρωμα, οιωνισμα και βαρκα, ξενος και αδελφος, πνευμα και θεος, και συναμα οι λεξεις των χρωματων: κυανο και πρασινο, λευκο και μαυρο, κοκκινο και ασημενιο, χρυσο και σκοτεινο λεγουν καθε φορα κατι πολυπτυχο. 

Το «πρασινο» σηπεται και ανθιζει, το «λευκο» ειναι χλομο 75 και καθαρο, το «μαυρο» ειναι ζοφερο κλειστο και σκοτεινο επιληθον, το «κοκκινο» ειναι πορφυρο σαρκωδες και ροδινο τρυφερο. Το «ασημενιο» ειναι η ωχροτητα του θανατου και το σπινθηρισμα των αστρων. Το «χρυσο» ειναι η λαμψη του αληθινου και το «απαισιο γελιο του χρυσου» (133) [105]. Το πολυσημαντο, που ονομαστηκε τωρα, ειναι καταρχην μονο δισημαντο. Ομως αυτο το δισημαντο, ως συνολο, ερχεται, μια φορα ακομα, ως η μια πλευρα, της οποιας η αλλη καθοριζεται απο τον ενδοτατο τοπο της ποιησης. 

Το ποιημα μιλα μεσα απο μια δισημαντη δισημαντοτητα. Μονο που αυτο το πολυσημαντο του ποιητικου λογου δεν διασκορπιζεται σε μια ακαθοριστη πολυσημαντοτητα. Ο πολυσημαντος λογος της ποιησης του Traki ερχεται μεσα απο μια περισυλλογη, δηλαδη μεσα απο μια συμφωνια που, εννοημενη αφ' εαυτου της, μενει παντα ανειπωτη. Το πολυσημαντο αυτου του ποιητικου λογου δεν ειναι η ασαφεια του ανετου [des Lässigen], αλλα η αυστηροτητα του αφηνοντος [des Lassenden], ο οποιος εχει επαφεθει στη μεριμνα του «δικαιου ατενισματος» και αρμοζεται σ' αυτο. 

Συχνα αυτον τον αφ' εαυτου ολοτελα σιγουρο πολυσημαντο λογο, ο οποιος προσιδιαζει στα ποιηματα του Trakl, δυσκολα μπορουμε να τον διακρινουμε απο τη γλωσσα αλλων ποιητων, το πολυσημαντο της οποιας προερχεται απο το ακαθοριστο μιας ανασφαλειας της ποιητικης αναζητησης, γιατι της λειπει η ιδιως ποιηση και ο τοπος της. H μοναδικη αυστηροτητα της ουσιαστικα πολυσημαντης γλωσσας του Trakl ειναι, με ενα υψηλοτερο νοημα, τοσο μονοσημαντη, ωστε να παραμενει απειρα ανωτερη και απο καθε τεχνικη ακριβεια των αμιγως επιστημονικων-μονοσημαντων εννοιων. 

Με την ιδια πολυσημαντοτητα της γλωσσας, η οποια καθοριζεται απο τον τοπο της ποιησης του Trakl, μιλουν και οι συχνες λεξεις που ανηκουν στον κοσμο των βιβλικων και εκκλησιαστικων παραστασεων. H μεταβαση απο το παλαιο γενος στο αγεννητο οδηγει μεσα απο αυτην την περιοχη και τη γλωσσα της. Αν τα ποιηματα του Trakl, κατα ποσον και με ποιον τροπο μιλουν χριστιανικα, με ποιον τροπο ηταν ο 76 ποιητης «χριστιανος», τι σημαινει καν «χριστιανικος», «χριστοτητα», «χριστιανισμος», «χριστιανικοτητα», ολα αυτα εμπεριεχουν ουσιαστικα ερωτηματα. Ομως ο εντοπισμος τους μενει στο κενο, οσο δεν εχει αναγνωριστει με προσοχη ο τοπος της ποιησης. Και ακομα ο εντοπισμος της απαιτει εναν αναλογισμο, για τον οποιον δεν αρκουν ουτε οι εννοιες της Μεταφυσικης, ουτε αυτες της εκκλησιαστικης Θεολογιας. 

Ενα σχολιο σχετικα με τη χριστιανικοτητα της ποιησης του Trakl θα επρεπε προπαντων να μελετησει τα δυο τελευταια του ποιηματα «Θρηνος» και «Grodek». Θα επρεπε να ρωτησει: εαν ο ποιητης ειναι ενας τοσο συνειδητος χριστιανος, γιατι εδω, στην ακροτατη αναγκη του τελευταιου του λογου, δεν καλει τον Θεο και τον Χριστο; Γιατι, αντι γι' αυτους, ονομαζει τον «ισκιο της αδελφης» που «τρικλιζει», και αυτην ως μια που «χαιρετιζει»; Γιατι το ασμα δεν τελειωνει με τη βεβαιοτητα της προοπτικης της χριστιανικης λυτρωσης, αλλα με το ονομα των «αγεννητων εγγονων»; Γιατι εμφανιζεται η αδελφη και στο αλλο τελευταιο ποιημα «Θρηνος» (200) [185]; Γιατι εδω «η αιωνιοτητα» καλειται «το παγωμενο κυμα»; Ειναι αυτο χριστιανικη νοηση; Δεν ειναι καν χριστιανικη απογνωση. 

Ομως τι αδει αυτος ο «Θρηνος»; Δεν αντηχει σε αυτο το «Αδελφη [...] Κοιταξε [...]» η ενδομυχη απλοτητα αυτων οι οποιοι, παρ' ολην την απειλη της ακροτατης αποσυρσης του ιερου, παραμενουν στην πορεια προς «του ανθρωπου τη χρυση οψη»; 

H αυστηρη συμφωνια της πολυφωνικης γλωσσας, μεσα απο την οποια μιλουν τα ποιηματα του Trakl, που θα πει συναμα: σωπαινουν, ομο-λογει την αποδημια ως τον τοπο της ποιησης. Τουτο πρεπει να το σκεφτουμε και να προσεξουμε αυτον τον τοπο σωστα. Τελειωνοντας μολις και αποτολμουμε να ρωτησουμε σχετικα με την τοποθεσια αυτου του τοπου. 

III

Την τελευταια υποδειξη της αποδημιας ως του τοπου της ποιησης μας την εδωσε, στο πρωτο βημα του εντοπισμου της, η 77 προτελευταια στροφη του ποιηματος «Φθινοπωρινη ψυχη» (124) [75]. Αυτη ονομαζει εκεινους τους οδοιπορους οι οποιοι ακολουθουν το μονοπατι του ξενου μεσα απο την πνευματικη νυχτα για να «διαμεινουν» στην «εμψυχη κυανοτητα» της. 

Συντομα ξεμακραινουν ψαρια κι αγριμια, 

Μια ψυχη κυανη, μια πορεια σκοτεινη 

Κιολας μας χωρισε απο αγαπημενους, αλλους.

Την ανοιχτη περιοχη που υποσχεται και παρεχει μια διαμονη, η γλωσσα μας την ονομαζει «χωρα». H μεταβαση στη χωρα του ξενου συμβαινει μεσα απο το πνευματικο λυκοφως, το βραδυ, στην δυση. Γι' αυτο ο τελευταιος στιχος της στροφης λεει: 

Αλλαζει νοηματα και εικονες το βραδυ. 

H χωρα, οπου χανεται ο πρωιμα πεθαμενος, ειναι η χωρα αυτου του βραδιου. H τοποθεσια του τοπου ο οποιος περισυλλεγει την ποιηση του Trakl εντος του, ειναι η ληθια ουσιωση της αποδημιας και ονομαζεται χωρα της «Δυσης». Αυτη η Δυση ειναι παλαιοτερη, δηλαδη πρωιμοτερη και γι' αυτο περισσοτερα υποσχομενη απο αυτο που παρασταινεται πλατωνικα-χριστιανικα, η ακομη και ευρωπαϊκα. Διοτι η αποδημια ειναι «απαρχη» ενος ανερχομενου αιωνα, οχι αβυσσος της καταπτωσης. 

H στην αποδημια ληθια Δυση δεν χανεται, αλλα παραμενει, περιμενοντας τους κατοικους της ως η χωρα του χαμου προς την πνευματικη νυχτα. H χωρα του χαμου ειναι η μεταβαση προς την αρχη της σ' αυτην ληθιας πρωιμιας.

Εαν αυτο το μελετησουμε, μπορουμε ακομα να μιλαμε για συμπτωση, οταν δυο απο τα ποιηματα του Traki ονομαζουν επι τουτου την Δυση; Το ενα επιγραφεται «Δυση» (171 κ.ε.) [133 κ.ε.]. Το αλλο λεγεται «Ασμα της Δυσης» (139 κ.ε.) [95]. Τουτο αδει το αυτο με το «Ασμα του αποδημησαντος». Το ασμα ξεκινα με ενα καλεσμα, που γινεται απορια: 

Ω της ψυχης νυχτερινο φτεροκοπημα: 

78 Ο στιχος τελειωνει με μια διπλη τελεια, η οποια περιλαμβανει ο,τι τον ακολουθει μεχρι τη μεταβαση απο τον χαμο στην ανατολη. Σε αυτο το σημειο του ποιηματος, πριν απο τους δυο τελευταιους στιχους, βρισκεται αλλη μια διπλη τελεια. Την ακολουθει η απλη λεξη: «Ενα γενος». Το «Ενα» ειναι τονισμενο. Ειναι, οσο βλεπω, η μονη υπογραμμισμενη λεξη στα ποιηματα του Trakl. Σε αυτο το τονισμενο «Ενα γενος» υπολανθανει ο βασικος τονος, μεσα απο τον οποιο η ποιηση αυτου του ποιητη σωπαινει το μυστηριο. H ενοτητα του ενος γενους εκπηγαζει απο τον χαρακτηρα ο οποιος, απο την αποδημια, απο την σιγαλινοτερη σιγη που κρατει εντος της, απο τα «λογια του δασους» της, απο το «μετρο και τον νομο» της, κατα μηκος «των σεληνιακων μονοπατιων του αποδημησαντος», περισυλλεγει τη διχονοια των γενων απλα, μεσα στο τρυφεροτερο διπτυχο. 

Το «Ενα» στον λογο «Ενα γενος» δεν εννοει «ενα» αντι για «δυο». Το «ενα» δεν σημαινει ουτε και το ενιαιο μιας ξεθαμπης ομοιοτητας. Εδω ο λογος «Ενα γενος» δεν ονομαζει κανενα βιολογικο δεδομενο, ουτε το «μονο-γενες», ουτε το «ομοιο-γενες». Στο τονισμενο «Ενα γενος» υπολανθανει εκεινο το ενωτικο το οποιο ενωνει μεσα απο την περισυλλογη της κυανοτητας της πνευματικης νυχτας. Ο λογος μιλα μεσα απο το ασμα οπου αδεται η χωρα του βραδιου, η δυση. Αντιστοιχα η λεξη «γενος» διατηρει εδω την πληρη, ηδη μνημονευμενη πολυπτυχη σημασια της. Καταρχην ονομαζει το ιστορικο γενος του ανθρωπου, την ανθρωποτητα, σε αντιθεση με τα υπολοιπα ζωντανα (φυτα και ζωα). Κατοπιν η λεξη «γενος» ονομαζει τα γενη, τις φυλες, τις συγγενειες, τις οικογενειες αυτου του ανθρωπινου γενους. Παντου η λεξη «γενος» ονομαζει συγχρονως το διπτυχο των γενων. 

Ο χαρακτηρας, ο οποιος τα αποκρυσταλλωνει στην απλοτητα του «Ενος γενους» και φερνει ετσι τις συγγενειες του ανθρωπινου γενους και μαζι τους αυτο το ιδιο στο τρυφερο των σιγαλινοτερων παιδικων χρονων, εγχαραζει, με το να κανει την ψυχη να παιρνει τον δρομο προς την «κυανη ανοιξη». Αυτην αδει η ψυχη, σωπαινοντας την. 79 Το ποιημα «Στο σκοταδι» (151) [141] αρχιζει με τον στιχο: 

Σωπαινει η ψυχη την κυανη ανοιξη. 

Το ρημα «σωπαινω» λεγεται εδω με μεταβατικη σημασια. Το ποιημα του Trakl αδει τη χωρα του βραδιου, τη Δυση. Ειναι ενα μοναδικο καλεσμα προς το συμβαν της εγχαραξης του ορθου χαρακτηρα, ο οποιος μιλα τη φλογα του πνευματος μεσα στο τρυφερο. Στο «Ασμα του Kaspar Hauser» (115) [53] λεει: 

 Ο θεος μιλησε μια τρυφερη φλογα στην καρδια του: 

Ω ανθρωπε! 

Το «μιλησε» χρησιμοποιειται εδω με την ιδια μεταβατικη σημασια οπως και το «σωπαινει» που αναφερθηκε προηγουμενως, και το «ματωνει» στο ποιημα «Στο αγορι Elis» (97) [31] και το «θροΐζει» στον τελευταιο στιχο του ποιηματος «Στο Mönchsberg» (113) [51]. 

Το μιλημα του θεου ειναι ο καταλογισμος που αποδιδει στον ανθρωπο μια σιγαλινοτερη ουσιωση, και με εναν τετοιον καταλογισμο τον καλει στην ομο-λογια, προς την οποια αυτος ανασταινεται, μεσα απο τον κατεξοχην χαμο, στην πρωιμια. H «Δυση» επιληθει την ανατολη της πρωιμιας του «Ενος γενους». 

Ποσο κοντοφθαλμα σκεφτομαστε, οταν πιστευουμε οτι ο τραγουδιστης του Ασματος της Δυσης» ειναι ο ποιητης της καταπτωσης. Ποσο λιγο και ποσο αμβλυμενα ακουμε, οταν αναφερουμε το αλλο ποιημα του Trakl, που λεγεται «Δυση» (171 κ.ε.) [133 κ.ε.], παντοτε μονο μεσα απο το τελευταιο, το τριτο του μερος, και παρακουμε επιμονα το μεσο αυτου του τριπτυχου μαζι με την προετοιμασια του στο πρωτο μερος. Παλι εμφανιζεται η μορφη του Elis στο ποιημα «Δυση», ενω ο «Helian» και ο «Sebastian στο ονειρο» δεν αναφερονται πλεον στα τελευταια ποιηματα. Τα βηματα του ξενου ηχουν. Εχουν αρμοστει στο «απαλο πνευμα» του παμπαλαιου θρυλου του δασους. 80 Στο μεσαιο μερος αυτου του ποιηματος το τελευταιο μερος, οπου ονομαζονται οι «μεγαλες πολεις», «υψωμενες πετρινες / στην πεδιαδα», εχει ηδη ξεπεραστει. Αυτες εχουν ηδη τη μοιρα τους. Αυτη ειναι μια αλλη απο εκεινην που λεγεται «στον πρασινισμενο λοφο», οπου «αντηχει ανοιξιατικη καταιγιδα», στον λοφο στον οποιο προσιδιαζει ενα «δικαιο μετρο» (134) [85] και ο οποιος καλειται ο «βραδινος λοφος» (150) [139]. Εχουν μιλησει για τη «βαθυτατη ανιστορικοτητα» του Trakl. Τι θα πει σε τουτη την κριση «ιστορια»; Αν αυτο το ονομα εννοει μονο την «historia», δηλαδη την παρασταση των παρελθοντων, τοτε ο Trakl ειναι ανιστορικος. H ποιηση του δεν χρειαζεται τα «αντικειμενα» της historia. Γιατι οχι; Γιατι η ποιηση του ειναι με ενα υψιστο νοημα ιστορικη. Τα ποιηματα του αδουν τη μοιρα του χαρακτηρα ο οποιος κανει το ανθρωπινο γενος να βρεθει στην ακομα κατακρατημενη ουσιωση του, δηλαδη το σωζει. 

Τα ποιηματα του Trakl αδουν το ασμα της ψυχης η οποια, «ενα ξενο επι γης», καταρχην διασχιζει τη γη ως τη σιγαλινοτερη πατριδα του παλιννοστουντος γενους. 

Ονειροπαρμενος ρομαντισμος στο περιθωριο του τεχνολογικου-επιστημονικου κοσμου της μοντερνας μαζικης υπαρξης; Η μηπως η καθαρη γνωση του «παραφρονα» ο οποιος βλεπει και φρονει αλλα απ' ο,τι οι ειδησεογραφοι του επικαιρου που εξαντλουνται στην εξιστορηση του τωρινου, το μελλον του οποιου προϋπολογιζεται καθε φορα ως η παραταση του επικαιρου, ενα μελλον που παραμενει διχως την ελευση μιας μοιρας, οπου αυτη πρωτη αφορα τον ανθρωπο στην απαρχη της ουσιωσης του; 

Την ψυχη, «ενα ξενο», ο ποιητης την βλεπει σταλμενη σε ενα μονοπατι το οποιο δεν οδηγει στην καταπτωση, αλλα αντιθετα στον χαμο. Αυτος υποκλινεται και αρμοζεται στον πελωριο θανατο τον οποιο προπεθαινει ο μεσα στην πρωιμια πεθαμενος. Ο αδελφος τον ακολουθει στον θανατο του ως αυτος ο οποιος αδει. Ο φιλος, πεθαινοντας, ακολουθει τον ξενο, ξενυχτα την πνευματικη νυχτα των χρονων της αποδημιας. Το ασμα του ειναι το «Ασμα ενος αιχμαλωτισμενου κοτσυφα». Ετσι ονομαζει ο ποιητης ενα ποιημα αφιερωμενο στον L. v. Ficker. 81 Ο κοτσυφας ειναι εκεινο το πουλι που καλεσε τον Elis στον χαμο. Ο αιχμαλωτισμενος κοτσυφας ειναι η πουλιου φωνη του ομοιου των νεκρων. Εχει αιχμαλωτιστει στη μοναχικοτητα των χρυσων βηματων τα οποια ομο-λογουν το ταξιδι της χρυσης λεμβου, οπου η καρδια του Elis διαπερνα την εναστρη λιμνουλα της κυανης νυχτας και δειχνει ετσι στην ψυχη τα κελευθα της ουσιωσης της. 

Ειναι η ψυχη ενα ξενο επι γης. 

H ψυχη πορευεται προς τη χωρα του βραδιου η οποια διακατεχεται απο το πνευμα της αποδημιας και ειναι, συμφωνα μ' αυτο, «πνευματικη». 

Ολες οι φορμουλες ειναι επικινδυνες. Παρασερνουν αυτο που ειπωθηκε στην επιπολαιοτητα της αμεσης γνωμης και φθειρουν ευκολα τη νοηση. Ομως μπορουν να ειναι και μια βοηθεια, τουλαχιστον ενα εναυσμα και ενα κρατημα για τον υπομονετικο αναλογισμο. Με αυτον τον περιορισμο μπορουμε να διατυπωσουμε τη φορμουλα: 

Ενας εντοπισμος της ποιησης του δειχνει τον Georg Trakl ως τον ποιητη της ακομα ληθιας χωρας του βραδινου, της Δυσης. 

Ειναι η ψυχη ενα ξενο επι γης. 

H φραση βρισκεται στο ποιημα «Ανοιξη της ψυχης» (149 κ.ε.) [137 κ.ε.]. Ο στιχος ο οποιος φερνει προς τις τελευταιες στροφες, οπου και ανηκει η φραση, λεει: 

Πελωριος θανατος και η αδουσα φλογα στην καρδια. 

Στη συνεχεια υψωνεται το ασμα στην καθαρη αντηχηση του ευηχου των πνευματικων χρονων, μεσα απο τους οποιους πορευεται ο ξενος, τους οποιους ακολουθει ο αδελφος που αρχιζει τη διαμονη του στη χωρα του βραδιου: 

Σκοτεινοτερα κυλουν τα νερα γυρω απο τα ωραια παιχνιδια των ψαριων. 

Ωρα του πενθους, σιωπηλη οψη του ηλιου· 

Ειναι η ψυχη ενα ξενο επι γης. Πνευματικα λυκοφεγγει 

82 Κυανοτητα πανω απ' το ακρωτηριασμενο δασος κι αντηχει 

Μακροσυρτα μια σκοτεινη καμπανα στο χωριο· ειρηνικο ξεπροβοδισμα. 

Σιγαλα ανθιζει η μυρτια επανω απο τα λευκα βλεφαρα του νεκρου. 

Απαλα ηχουν τα νερα μεσα στ' απογευμα που βυθιζεται 

Και πρασινιζει σκοτεινοτερη η αγριαδα στην οχθη, χαρα σε ροδινο ανεμο 

Το τρυφερο ασμα του αδελφου στον βραδινο λοφο.