Σήμερα, όπου σ' όλες τις περιοχές της ανθρώπινης πρακτικης λαμβάνουν χώρα συναντήσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης με εκπληκτική ταχύτητα, η αμοιβαία κατανόηση είναι δίχως άλλο μια από τις σημαντικότερες αποστολές της ανθρωπότητας. Μεταξύ των πολυάριθμων δυσχερειών που υποβόσκουν στον δρόμο αυτής της αποστολής, η μεγαλύτερη εμφανίζεται όταν επιχειρούμε μέχρις ενός βαθμού να κατανοήσουμε τις σκέψεις, τα αισθήματα και τις προθέσεις της άλλης πλευράς εκ των ένδον· τότε πέφτουμε επάνω σε λέξεις και έννοιες, εκείνα τα αναπόφευκτα μέσα της κατανόησης που πάντα ξεπροβάλλουν και μας αποκλείουν τον δρόμο.
[148] Σ' εκείνη την περιοχή κοντά στο εσώτατο μέσον του ανθρώπινου θυμικού, στην περιοχή των πνευματικών πραγμάτων, η δυσχέρεια που αναφέρθηκε γίνεται σχεδόν ανυπέρβλητη. Έτσι συμβαίνει προπάντων στην περίπτωση της συνάντησης μεταξύ παγκόσμιων θρησκειών όπως ο βουδισμός και ο χριστιανισμός, όπου πρόκειται για διαφορές μεταξύ των θεμελιωδών θρησκευτικών πεποιθήσεων που βρίσκονται στον εσώτατο πυρήνα του θυμικού και των δύο πλευρών. Ήδη από πολλού και στις δύο η ιδιαίτερη θρησκευτική πεποίθηση ή ενόραση διατυπώθηκε ως ένα πιστεύω και παγιώθηκε ως δεσμευτικό δόγμα, το οποίο κυριαρχεί επάνω σε κάθε ανθρώπινη σκέψη, αίσθηση και βούληση. Έτσι οι άνθρωποι απολήγουν σε μια σταθερή πεποίθηση και βρίσκουν μεγάλη αυτοπεποίθηση. Συχνά η πεποίθηση και η αυτοπεποίθησή τους εξοπλίζονται με οξεία ανάλυση και μια εκλεπτυσμένη διαλεκτική που αναπτύσσεται ως δογματική. Εν συντομία η θρησκευτική πίστη ή η θρησκευτική ενόραση μεταφράζεται σε λέξεις ή έννοιες, κι αυτή είναι η στιγμή της γέννησης των δογμάτων και της δογματικής, που από την πλευρά τους χρησιμεύουν στο να ενισχύουν εκείνη την πίστη κι εκείνη την ενόραση. Εδώ πρόκειται για μια διαδικασία όπου η πίστη όλο και περισσότερο άγεται στον εαυτό της, και μ' αυτό γίνεται πιο δυνατή και σίγουρη, και μ' αυτό προοδευτικά κλείνεται στον εαυτό της. Τέτοιου είδους είναι η εξέλιξη η οποίο συμβαίνει κατά το πλείστον στο εσώτατο θυμικό της θρησκευτικής σκέψης· και απ' αυτό προκύπτει η πολύ μεγάλη δυσχέρεια της αμοιβαίας κατανόησης μεταξύ των πνευματικών στάσεων διαφορετικών θρησκευτικών κατευθύνσεων πίστης.
Σίγουρα η δογματική δεν ήταν πάντα τόσο στενά δεμένη στο δόγμα. Ακριβώς για τους λόγους που καθιστούν αναγκαία την καθιέρωση μιας δογματικής (κάπου η ανάγκη της υπεράσπισης του δόγματος εναντίον της κριτικής από έξω), η θρησκεία ωθείται στο να παραλάβει από την φιλοσοφία τόσες έννοιες και θεωρίες όσες είναι χρήσιμες για τον σκοπό της. Μ' αυτόν τον τρόπο συμβαίνει και η δογματική περιέχει στοιχεία που καθιστούν δυνατό έναν διάλογο με τους"απέξω"· μ' αυτόν τον τρόπο γίνεται λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτή και ικανή να υπάρχει ως ανοιχτό σύστημα. Όμως όσο ανοιχτή κι αν είναι - και μάλιστα όταν το σύστημά της κρατείται κατά το δυνατόν ανοιχτό -, όσο μένει δογματική, που θα πει, όσο βρίσκεται σ' ένα ερμητικό έδαφος πίστης και δόγματος, δεν μπορεί ποτέ να διαφύγει από την διαδικασία που αναφέρθηκε: παρόλες τις προσπάθειές της να μείνει "ανοιχτή", θα προβάλλει μέσα, μόνο και μόνο για να ισχυροποιείται. Έτσι, αναγκαία, όσο "ανοιχτότερη" γίνεται, τόσο συμπαγέστερα κλείνεται στον εαυτό της. Είναι αναγκασμένη να επιστρέφει πάλι στο αρχικό της κλείσιμο κι έτσι να καταστρέφει όλη την "ανοιχτότητά" της. Μ' αυτόν τον τρόπο εξαπατά τον εαυτό της και καταλήγει στο να μένει κάθε αμοιβαία κατανόηση απελπιστικά δύσκολη.
Όμως όσο δύσκολο κι αν είναι: αν θέλουμε ν' ανοίξουμε τον δρόμο προς μια αμοιβαία κατανόηση, πρέπει να επιστρέψουμε στην περιοχή πίστης και δόγματος όπου δηλώνεται η ακραία δυσχέρεια που αναφέρθηκε προηγουμένως, διότι παρολαυτά αυτή η περιοχή αναδεικνύει το βαθύτατο επίπεδο στο οποίο η ανθρωπότητα, στην μακρά ιστορία της, προχώρησε μέχρι τώρα.
[149] Η συνάντηση Ανατολής και Δύσης δεν μπορεί να ειπωθεί επαρκώς όσο δεν βυθομετρά την περιοχή στην οποία βρίσκεται το ενδότατο του ανθρώπινου θυμικού. Και πάλι, όπως είδαμε προηγουμένως, αυτή η περιοχή είναι ακριβώς εκείνος ο τόπος στον οποίο εγείρεται η πλέον παραπλανητική *απορία* και εμποδίζει την αμοιβαία κατανόηση. Εδώ μια συνάντηση δεν μπορεί να λάβει χώρα πραγματικά, διότι σ' αυτό το επίπεδο (πίστης και δόγματος) ακόμη και μια παγκόσμια θρησκεία, όσο ανοιχτή κι αν είναι μέσα στα δικά της όρια, μένει και πάλι κλειστή απέναντι σ' όλες τις άλλες παγκόσμιες θρησκείες. Και μεταξύ δύο κλειστών συστημάτων μπορεί να υπάρχει μόνο πρόσκρουση, όμως καμιά συνάντηση με κάποιο γνήσιο νόημα.
Πρέπει λοιπόν, όταν καταρχήν έχουμε απολήξει στο επίπεδο πίστης και δόγματος, αυτό να το διασπάσουμε και ν' αναζητήσουμε πέραν αυτού, σ' ένα βαθύτερο επίπεδο, την δυνατότητα μιας συνάντησης και μιας αμοιβαίας κατανόησης με γνήσιο νόημα· σ' ένα ολότελα νέο επίπεδο όπου ενδεχομένως και ο ενδότατος πυρήνας του ανθρώπινου θυμικού, όπως εννοείται συνήθως, θα πρέπει να διασπαστεί. Σήμερα στέκουμε εμπρός στο πλέον οξύ αίτημα, δηλαδή να υπερβούμε τα δικά μας πνευματικά σχήματα και πρότυπα, τον άκαμπτο σκελετό δόγματος και δογματικής. Αυτό το αίτημα είναι σαν τομή, διότι μας καλεί να επιστρέψουμε στον πηγαίο μας "εαυτό" - πέραν κάθε δόγματος -, να απεκδυθούμε άπαξ δια παντός εκείνων των παγιωμένων σχημάτων και προτύπων που εγκλείουν την σκέψη, την αίσθηση και την βούλησή μας σε τυποποιημένα και φαινομενικά αιώνια πλαίσια. Καλούμαστε να επιστρέψουμε στο πλέον θεμελιακό επίπεδο, όπου ο άνθρωπος είναι απλώς άνθρωπος ή πλέον μόνο γιος του ανθρώπου,* τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο· όπου είναι ολότελα έκθετος, άσκεπος, γδυτός, με άδεια χέρια, ανυπόδητος, όμως επίσης όπου μπορεί και ν' ανοίξει το ενδότατο της καρδιάς του απερίφραστα. Είναι σαν να μας ζητούνταν να διασχίσουμε την πόλη "η χρωματιστή αγελάδα" - όπως την αποκάλεσε ο Nietsche· έναν πολύχρωμο ποικιλόμορφο κόσμο. Όσο δύσκολο κι αν είναι, πάντως φαίνεται αναγκαίο να επιστρέψουμε σ' ένα τέτοιο θεμελιακό επίπεδο μέσα μας για να προετοιμάσουμε τον ανοιχτό τόπο για την ζητούμενη γνήσια συνάντηση.
Όμως κι αν υποθέσουμε πως ένα τέτοιο βήμα είναι σήμερα αναγκαίο - μπορούμε στον σημερινό κόσμο να βρούμε καν κάποια υπόδειξη που να κάνει την πραγματοποίηση αυτού του βήματος να φαίνεται δυνατή; Κι εάν ναι, ποια θα ήταν μια τέτοια υπόδειξη και πού θα μπορούσαμε να την βρούμε;
Λοιπόν αυτή η δυνατότητα φαίνεται να μην έγκειται αλλού από εκείνη την θεμελιακή ιστορική κατάσταση η οποία σήμερα εξαναγκάζει σε μια συνάντηση του βουδισμού και του χριστιανισμού. [150] Μ' αυτό εννοώ την κατάσταση στην οποία ο κόσμος ολόκληρος σήμερα γίνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα Ένας κόσμος. Σχεδόν σ' όλες τις περιοχές της ανθρώπινης ζωής, τόσο στην βιομηχανική, οικονομική και πολιτική όσο και στην τέχνη, την ηθική και την φιλοσοφία, σήμερα ο Ένας κόσμος διαγράφεται όλο και περισσότερο ως το πεδίο της πρακτικής τους. Σ' αυτό το πλαίσιο είναι περιττό να υποδειχθεί επί τούτου η επιστήμη κι η τεχνική. Οι νέες ανακαλύψεις τους απλουστεύουν κι επιταχύνουν την επικοινωνία μεταξύ απομακρυσμένων μερών της υδρογείου. Μαζί μ' αυτό, με την ιδιαίτερη χαρακτηριστική τους "αντικειμενικότητα" φέρνουν όλους τους λαούς σ' ένα κοινό επίπεδο σκέψης και βούλησης. Είναι οι πρωταγωνιστές στο δράμα της ανάδυσης του Ενός κόσμου, καθότι εξαναγκάζουν στην συνάντηση διαφορετικών πολιτισμών και θρησκειών.
Αυτό το γενικό ρεύμα μπόρεσε να προκύψει μόνον μέσα από την διαδικασία της "εγκοσμιότητας", εκείνη την διαδικασία, στην οποία ποικίλοι τρόποι της ανθρώπινης πρακτικής προοδευτικά λύθηκαν από τα δεσμά θρησκευτικών δογμάτων και δογματικής, από τα οποία κυριαρχούνταν επί μακρόν χρόνο. Σήμερα η θρησκεία, με τα δόγματα και την δογματική της, στέκει μόνη στον κόσμο, οικουρώντας στον εαυτό της, μοναδική εξαίρεση στον γενικό βηματισμό της εξέλιξης. Σε μια τέτοια κατάσταση ο μόνος δυνατός δρόμος για μια γνήσια συνάντηση και αμοιβαία κατανόηση Ανατολής και Δύσης στο θεμέλιο της ανθρώπινης ύπαρξης - που θα πει στον προηγουμένως δεσμώτη από δόγματα και δογματική ενδότατο πυρήνα του ανθρώπινου θυμικού - ενδεχομένως μπορεί να ανευρεθεί μόνο όταν κανείς εκτεθεί με ανοιχτό τρόπο στην άκρα πολυπλοκότητα του σημερινού κόσμου και συλλάβει σ' αυτόν ένα νέο σημείο εκκίνησης. Αυτό θα σήμαινε πρακτικά να προχωρούμε όλο και περισσότερο μέσα στην θεμελιακή περιοχή της ανθρώπινης ύπαρξης ως αυτής τούτης μέχρι να πέσουμε στην λήθια πηγή· την πηγή, από την οποία εκπηγάζει η σημερινή ανάδυση του Ενός κόσμου με την διαπεραστική και καθολική της εγκοσμιότητα της ανθρώπινης ζωής, και από την οποία προέρχονται όλα τα είδη της κοινωνικής "προόδου" με την ξέφρενη ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνικής, αλλά μαζί και η ερήμωση του παραδεδομένου πολιτισμού, που πηγαίνει χέρι-χέρι με την "πρόοδο" του μοντέρνου πολιτισμού. Να εκτεθούμε απερίφραστα σ' αυτήν την κατάσταση θα σήμαινε τότε να γίνουμε - ο καθένας μας - με το απλούστερο και ριζικότερο νόημα "γιος του ανθρώπου", ο οποίος "δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι". Εδώ η λέξη "απλά" σημαίνει να είσαι "γιος του ανθρώπου", άδειος απ' όλες τα παραδεδομένες μορφές και διαπιστώσεις, ή, όπως ήδη το διατυπώσαμε προηγουμένως, "απλώς" άνθρωπος· η λέξη "ριζικά" σημαίνει να είσαι "γιος του ανθρώπου", για τον οποίο όλα τα θρησκευτικά δόγματα και κάθε δογματική θα ήταν "αλεποφωλιές" ή "φωλιές πουλιών" που δεν έχεις. Σήμερα μια πραγματική συνάντηση με τον Ιησού μοιάζει να μην είναι δυνατή αν δεν επιστρέψουμε στο βαθύτατο επίπεδο της ύπαρξής μας, στο οποίος κανείς μας "δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι" και είναι "άπατρις". Σήμερα "ο άνθρωπος θά 'πρεπε", όπως είπε ο Bonhoeffer, "να ζει παρουσία του θεού σαν να μην υπήρχε θεός". Μόνο σ' αυτό το επίπεδο μπορούμε να γίνουμε ικανοί να ξεκινήσουμε με την αναζήτηση του δρόμου προς μια αληθινή ύπαρξη εν μέσω του αναδυόμενου Ενός κόσμου, κι έτσι και ικανοί να βρεθούμε σ' έναν δρόμο γνήσιας συνάντησης μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Ο Heidegger ξεκινά τον πρώτο από τους χαιρετισμούς στον γενέθλιο τόπο του Messkirch που αναφέρθηκαν με το πρόβλημα της πατρίδας. Στην εποχή μας της μοντέρνας τεχνικής - έτσι το σκέφτεται - ουσιαστικά έχουμε περιέλθει στην κατάσταση του απάτριδου. Με την τηλεόραση και με το ραδιόφωνο για παράδειγμα συνεχώς συρόμαστε πέρα στην ξένη, αν και πάντα θεωρούμε πως είμαστε σπίτι μας. Η αλήθεια είναι πως ζούμε εν μέσω του ανοίκειου. Ο Heidegger κατόπιν μιλά για την αγριάδα που επικρατεί στην περιοχή του ανοίκειου και τον άνθρωπο, που παραδέρνει εκεί, τον ανησυχεί και τον ωθεί στην κατάσταση του απάτριδος. Ποια μορφή θα έχει τότε ο άνθρωπος του μέλλοντος; Ο Heidegger λέει: "Ενδεχομένως ο άνθρωπος θα εγκατασταθεί στο απάτριδο. Ενδεχομένως η αναφορά στην πατρίδα, η ροπή προς την πατρίδα θα εξαφανιστεί από την ύπαρξη του μοντέρνου ανθρώπου." Όμως μετά συνεχίζει: "Όμως κι ενδεχομένως, εν μέσω του συνωθούμενου ανοίκειου, προετοιμάζεται μια νέα σχέση με το οικείο." Κατά πού θέλει να υποδείξει; Στην συνεχή μας φυγή προς το νέο, νεότερο και νεότατο υπολανθάνει μια βαθιά πλήξη, στην οποία ο χρόνος κυλά φορτικά αργόσυρτα· αυτή η πλήξη γυρνά στις αβύσσους της ύπαρξής μας σαν ομίχλη που σέρνεται πέρα-δώθε. Σ' αυτήν την πλήξη υπολανθάνει μια νοσταλγία.* Πλήξη είναι το πέπλο της νοσταλγίας, η οποία είναι μια λαχτάρα για την πατρίδα, μια ροπή προς την πατρίδα.* Εν μέσω του απάτριδος συμβαίνει μια ροπή προς την πατρίδα. Το γεγονός ότι ο άνθρωπος συνεχώς βρίσκεται στην φυγή στο ανοίκειο, παραπέμπει στην παρουσία μιας πιεστικής ροπής προς την πατρίδα, που δεν είναι άλλο από την νοσταλγία. Ενδεχομένως η βαθιά πλήξη είναι η υπολανθάνουσα, ανομολόγητη ροπή προς την πατρίδα, η ροπή, την οποία παραμερίζουμε και από την οποία παρολαυτά δεν μπορούμε να διαφύγουμε. Στην πιεστικότητα της λανθάνουσας νοσταλγίας η πατρίδα μας γίνεται τόσο φορτικά παρούσα όσο πουθενά αλλού. Γι' αυτό ο Heidegger λέει παρακάτω: "Έτσι λοιπόν σε κάθε ανοίκειο η ζητούμενη πατρίδα, έστω και συγκεκαλυμμένη, όντως επέρχεται. Επειδή με μια τέτοια μορφή μας αγγίζει πάλι και πάλι, εμείς πρέπει να της ανταποκριθούμε. [152] Πώς όμως; Κατά τρόπο ώστε να είμαστε πρόθυμοι να διατηρήσουμε εκείνο από το οποίο καταγόμαστε." Ακριβώς εν μέσω του απάτριδου το οποίο, ως λανθάνον στο μέλλον, επέρχεται στο παρόν, μπορούμε να βρούμε έναν δρόμο προς τον τόπο της προέλευσής μας. Εκείνος ο τόπος, η πατρίδα, δεν είναι άλλο απ' αυτό "που, στον πυρήνα της ύπαρξής μας, μας φέρει". Το προχώρημα προς το μέλλον, για να τον συναντήσουμε, είναι εν εαυτώ ήδη μια οπισθοδρομία προς αυτόν. Μόνον έτσι μπορούμε να διατηρήσουμε την πατρίδα εν μέσω του απάτριδου.
Αυτό το απάτριδο το γνώριζε και ο βουδισμός από την αρχή.* Πέραν αυτού ο βούδα και οι μαθητές του επέλεξαν με δική τους βούληση την ζωή του απάτριδος. Για ν' απελευθερωθούν ολότελα απ' αυτόν τον κόσμο με τα πάθη του, από την παροδικότητα όλων των πραγμάτων και από την γέννηση και τον θάνατο του δικού τους είναι, αποφάσισαν να διασπάσουν όλους τους δεσμούς της εξάρτησης. Ήταν μια μεταστροφή παρόμοια μ' εκείνη που αναφέρθηκε προηγουμένως: η μεταστροφή η οποία έγκειται στην επιστροφή στον "γιο του ανθρώπου" με απλό και ριζικό νόημα. Ο Βούδα είπε: "Σεις, σεις που έχετε αυτιά, ακούστε: αφήστε την πίστη (saddha) σας." Ενώ οι δάσκαλοι των ουπανισάδων συγκέντρωναν κάθε φορά μόνο μικρές ομάδες αντρών γύρω τους, που δέχονταν μια ορισμένη πίστη, ο Βούδα έσπασε αυτόν τον περιορισμό, πήρε μια γενική στάση και κήρυξε σ' όλους τους ανθρώπους. Προχώρησε στο θεμελιακό στρώμα της ανθρώπινης ύπαρξης, το οποίο βρίσκεται πριν από κάθε είδους "πατρίδα". Εκεί τότε ξεπέρασε κάθε εξάρτηση, έγινε ένας ολοκληρωμένος και απολύθηκε στην μεγάλη σιγή, λεγόμενη νιρβάνα. Έγινε ο αφυπνισμένος· έγινε "αυτός που γνωρίζει τα πάντα", "αυτός που υπερβαίνει τα πάντα" και "αυτός που γνωρίζει τον εαυτό του".
Αυτή η αφύπνιση, αυτό το φθάσιμο στην σιγή εν μέσω της παροδικότητας μπορεί να σημαίνει έναν δρόμο άμεσης ανακάλυψης της πατρίδας εν μέσω του απάτριδου, όπως εκτίθεται από τον Heidegger. Βέβαια τούτο δεν σημαίνει κάποια φυγή απ' αυτόν τον κόσμο σε κάποιον άλλο κόσμο. Σίγουρα, η υπέρβαση αυτού του κόσμου παρομοιάστηκε με την φυγή από ένα καιγόμενο σπίτι, όμως η αληθινή σημασία που βρίσκεται εδώ είναι ν' αφυπνιστείς πραγματικά, να γίνεις ένας αφυπνισμένος ή να αφυπνιστείς στον αληθινό εαυτό. Νιρβάνα σημαίνει να ζεις σ' αυτόν τον κόσμο ως ένας αφυπνισμένος (ως ο αφυπνισμένος), που θα πει, να "ζεις" με το γνήσιο όνομα της λέξης. Πέραν αυτής της "ζωής" ο άλλος κόσμος θα ήταν ένας μόνο φανταστικός κόσμος, επινοημένος από έναν άνθρωπο που μένει προσκολλημένος σ' αυτόν τον κόσμο· αυτός δεν μπορεί να είναι η "πατρίδα" μας.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη μνεία το ότι ο δρόμος της αφύπνισης στον βούδα που παρουσιάστηκε προηγουμένως, αναλήφθηκε αργότερα και μετεξελίχθηκε από τον mahayana-βουδισμό. Εδώ ας αρκέσει να ανακληθεί στην μνήμη η περίφημη φράση από τις ρήσεις του Rinzai: "όντας στον δρόμο δεν εγκαταλείπει το σπίτι του" και "εγκαταλείποντας το σπίτι του δεν είναι στον δρόμο". Στον βουδισμό της καθάριας χώρας, η καθάρια χώρα συνήθως χαρακτηρίζεται ως "η πατρίδα". Εκεί επίσης η έννοια "πατρίδα" βρίσκεται σε ουσιαστική συσχέτιση με την αφύπνιση του amida-buddha, αν και στην ευλαβική νοσταλγία των μετανοημένων πήρε τον χαρακτήρα ενός άλλου κόσμου.
[153] Το αίτημα, το οποίο σήμερα τίθεται στους βουδιστές, έχει δύο πλευρές. Αφενός ο βουδιστής πρέπει να επιδιώκει, εν μέσω του δεινού απάτριδου της σημερινής τεχνικής εποχής, εν μέσω της ευρέως εκτεταμένης κατάστασης της αλλοτρίωσης του ανθρώπου από τον εαυτό του να βρει τον δρόμο πίσω στην πατρίδα του, ή, όπως το διατύπωσε ο Heidegger, σ' αυτό που, στον πυρήνα της ύπαρξής μας, τον φέρει. Αφετέρου πρέπει να δοκιμάσει, εν μέσω και διαμέσου ακριβώς εκείνης της κατάστασης αλλοτρίωσης, να ξανακερδίσει τον δικό του αυθεντικό δρόμο της αφύπνισης κι έτσι να αναζωογονήσει τον βουδισμό για την σημερινή εποχή. Αυτή η προσπάθεια περιλαμβάνει συγχρόνως την προσπάθεια να αποτιναχθούν όλα τα δόγματα και κάθε δογματική, διότι η κατάσταση της αλλοτρίωσης που αναφέρθηκε παραπάνω δρα ως καθαρτήριο πυρ τόσο για τον βουδισμό όσο και για άλλες θρησκείες. Καθώς ο βουδιστικός δρόμος της αφύπνισης ως αυτός τούτος σημαίνει την επιστροφή και το καταλάγιασμα στην πατρίδα, είναι καθαρό ότι αυτές οι δύο πλευρές αλληλέχονται σε μία και την αυτή αποστολή.
Σίγουρα και ο χριστιανισμός σήμερα έχει επιφορτιστεί την ίδια αποστολή, να υποδείξει σε μια παραδέρνουσα ανθρωπότητα τον δρόμο προς την πατρίδα. Ο παραπλανώμενος άνθρωπος - μπορεί να πει κανείς - έχει γίνει ουσιαστικά ένοχος απέναντι στον εαυτό του, και πλέον η απελευθέρωση απ' αυτήν την οφειλή είναι η κοινή αποστολή όλων των κραταιών θρησκειών. Αυτή η αποστολή είναι η υποχρέωση με την οποία επιφορτίζονται σήμερα οι θρησκείες για χάρη της ανθρωπότητας.
Μέχρι εδώ επιχειρήσαμε , με το βλέμμα στον πρώτο χαιρετισμό του Heidegger, να επιληφθούμε του θεμελιωδέστερου θέματος το οποίο φαίνεται να εφάπτεται του βουδισμού· τούτο μπορεί να συμβάλει λίγο στην αμοιβαία κατανόηση Ανατολής και Δύσης.
Στον δεύτερο χαιρετισμό του, Ueber Abraham a Santa Clara, ο Heidegger, αντί να διατυπώσει την δική του νόηση, μιλά για έναν κήρυκα του 17ου αιώνα ο οποίος ήταν επίσης μαθητής του σχολείου του Messkirch. Οι δραστικοί λόγοι αυτού του δυναμικού καθολικού κήρυκα, οι οποίοι παρατίθενται εκεί, περιέχουν λόγια που θα μπορούσαν να ασκήσουν στους βουδιστές βαθιά εντύπωση. Έτσι κάπου όταν καταπιάνεται με για τους μαζικούς θανάτους στην διάρκεια της πανώλης στην Βιέννη: "Είδα τον θάνατο θεριστή, που με το δρεπάνι του δεν κόβει μόνο το χαμηλό τριφύλλι αλλά και το ψηλό χορτάρι, είδα τον θάνατο κηπουρό, που δεν μαζεύει μόνο τους πανσέδες που σέρνονται στο χώμα αλλά και τα ψηλά δελφίνια· ... είδα τον θάνατο κεραυνό, που δεν χτυπά μόνο τις τρύπιες αχυροκαλύβες αλλά και τους πιο φωτεινούς οίκους των μοναρχών ..." [154] Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το πώς μετά συνεχίζει: "Είδα τα κορμιά, όχι τα κορμιά· τα σώματα, όχι τα σώματα· θέλω να πω τα οστά, όχι τα οστά· θέλω να πω τη σκόνη, όχι τη σκόνη· θέλω να πω το μηδέν των εστεμμένων αυτοκρατόρων και μοναρχών." Όμως το πιο ενδιαφέρον είναι η κατόπιν παρατιθέμενη φράση: "Ο άνθρωπος - αυτό το πέντε πόδια μακρύ μηδέν."
Ο Heidegger σχολιάζει αυτό το συνάμα διαπεραστικό και χιουμοριστικό μέρος ως εξής: "Όμως ακριβώς αυτή η αντίφαση ανάμεσα στο μηδέν και στο μήκος των πέντε ποδιών λέει την αλήθεια: Γήινο μεγαλείο και το μηδαμινό της σημασίας του συνανήκουν." Όμως γι' αυτούς που είναι εξοικειωμένοι με το ζεν, αυτή η φράση θα μπορούσε να ηχήσει σχεδόν όπως ζεν. Όμως τότε το ζεν θα προχωρούσε μακρύτερα και την ερμηνεία που εκπροσωπούν οι περισσότεροι χριστιανοί - ενδεχομένως συμπεριλαμβανομένου ακόμα και του ίδιου του Abraham a Santa Clara - θα την αντέστρεφε. Αυτή η αντιστροφή θα γινόταν δυνατή όταν το εδώ εννοούμενο μηδέν διασπώνταν, και διανοίγονταν μια ακόμα βαθύτερη διάσταση του μηδενός, δηλαδή αυτή του βουδιστικού sunyata, όπως εκτίθεται συνοπτικά στην βασική θέση του mahayana-βουδισμού: "Μορφή δεν είναι άλλο από κενότητα· κενότητα δεν είναι άλλο από μορφή." (Αντί για "μορφή" θα μπορούσαμε να πούμε και: "πράγματα".)
Σ' αυτό το σημείο πρέπει αναγκαστικά να συμβεί μια αντιστροφή. Μέσα απ' αυτήν την νέα διάσταση το ζεν προσεγγίζει την φράση: "Ο άνθρωπος - αυτό το πέντε πόδια μακρύ μηδέν." από την αντίθετη κατεύθυνση, έτσι ώστε τώρα αυτή εκλαμβάνεται σ' ένα ολότελα νέο φως, όπου ο τονισμός, αντί για το "μηδέν", τίθεται στο "πέντε πόδια μακρύ". Τότε θα ήταν επιπλέον δυνατό να επανέλθουμε από το μήκος των πέντε ποδιών στο ακόμη, όχι σκόνη· θέλω να πω οστά, όχι οστά· θέλω να πω πτώμα, όχι πτώμα· θέλω να πω ζωντανά σώματα από σάρκα και αίμα. Το "πέντε πόδια μακρύ" ως αυτό τούτο είναι ένα ζωντανό σώμα πέντε πόδια μακρύ.
Όταν ο Joshu, ο κινέζος μαΐστορας του ζεν του 9ου αιώνα ερωτήθηκε: "Είναι η φύση του βούδα σ' έναν σκύλο;", απάντησε: "Καμιά (το μηδέν)." Αυτό είναι ένα πασίγνωστο κοάν. Φυσικά το μηδέν σ' αυτήν την απάντηση δεν εννοεί εκείνο το μηδέν που παρασταίνεται απλώς ως αντιτεθειμένο στο είναι. Βρίσκεται πέραν του διαζευκτικού "είναι" και "μη είναι". Γι' αυτό σε μιαν άλλη περίπτωση ο Joshu μπόρεσε ν' απαντήσει στην ίδια ερώτηση: "Είναι (το είναι)." Είτε στην περίπτωση του "καμιά" είτε στην περίπτωση του "είναι" - δεν πρέπει να μείνουμε στην περιοχή του διαζευκτικού όπου οι δύο εκφράσεις εκλαμβάνονται μόνο ως λέξεις ή έννοιες και σύρονται σε λογικές ή σημασιολογικές ερμηνείες. Όταν οι λέξεις "είναι" ή "μηδέν" μας παρουσιάζονται από την περιοχή πέραν του δυϊσμού από κάποιον όπως για παράδειγμα τον Joshu, ο οποίος κατοικεί υπαρξιακά σ' αυτήν την περιοχή, θα πρέπει συγχρόνως να στρέψουμε το βλέμμα μας σ' αυτόν που μιλά εδώ. [155] Πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στο σύνολο των εκάστοτε δεδομένων περιστάσεων ή, πολύ περισσότερο, στο "συν" αυτού του συνόλου: στο σύνολο που αποτελείται από το τυχόν θέμα, παραδείγματος χάριν "σκύλος", τις λεγόμενες λέξεις, εμάς καθαυτούς, που τώρα ακούμε, και ιδιαίτερα στον ομιλούντα καθεαυτόν. Ο Joshu, ο ομιλητής σ' αυτήν την περίπτωση, στέκοντας πέραν όλων των διαζεύξεων, ενσωματώνει την απόλυτη ελευθερία και είναι σε θέση να αποδώσει στον σκύλο το ουσιαστικό "είναι" του (δηλαδή την εντός του ενυπάρχουσα φύση-βούδα) ή να του το αρνηθεί. Αυτός ο Joshu, που ενσωματώνει την απόλυτη ελευθερία, υπάρχει με το πέντε πόδια μακρύ κορμί του δίπλα-δίπλα με όλα τ' άλλα πράγματα που έχουν κορμί· κάθεται στην πλευρά του μοναχού που ρωτά, κι ενδεχομένως και στην πλευρά του σκύλου για τον οποίο γίνεται λόγος. Τους κοιτάζει, ακούει την ερώτηση και μιλά τις λέξεις της απάντησης. Είναι εδώ, και εκεί, όπου είναι, είναι κι ο τόπος από τον οποίο έρχονται οι λέξεις του, με τις οποίες ελεύθερα παρέχει "είναι" ή το παίρνει πίσω· ο τόπος, από τον οποίο εκπηγάζει το είναι ενός σκύλου, το δύο πόδια μακρύ μηδέν του· ο τόπος, από τον οποίο προέρχεται η φύση-βούδα σ' όλα τα ζωντανά και από τον οποίο μάλιστα κατάγονται όλοι οι βούδα - η πατρίδα που αναφέρθηκε παραπάνω. Ο ίδιος άνθρωπος, ο Joshu, το σώμα του οποίου κάθεται κει σε μια καρέκλα, είναι συγχρόνως στο πουθενά· είναι το διακριτό "πουθενά", το Sunyata (μηδέν) συνιστά τον τόπο του είναι του, απ' όπου και έρχονται τα λόγια της απάντησής του. Σ' αυτό το πουθενά είναι απόλυτα ελεύθερος. Είναι - στην περίσταση που αναφέρθηκε παραπάνω - εκεί που είναι ο σκύλος. Είναι "μαζί" του ολότελα, ακόμα κι αν κάθεται δίπλα του.
Όλα αυτά μαζί εκφράζουν τον τρόπο του είναι του satori.
Προηγουμένως παραθέσαμε την διευκρίνιση του Heidegger στην φράση "Ο άνθρωπος - αυτό το πέντε πόδια μακρύ μηδέν". Εξηγεί ότι στην ιδιαίτερη αλληλέχεια των μεταξύ τους αντιφατικών σημείων, του μηδενός και του μήκους των πέντε ποδιών, δηλώνεται η αλήθεια: η αλήθεια ότι γήινο μεγαλείο και το μηδαμινό ως προς την σημασία τους αλληλέχονται. Δεν μπορούμε - τουλάχιστον μόνο απ' αυτόν τον χαιρετισμό - να αναγνωρίσουμε καθαρά όλα τα εννοούμενα που έχει κατά νου στις λέξεις "αλήθεια" και "άλληλα". Πιθανόν κι αυτός ερμήνευσε την φράση με την συνηθισμένη έννοια: δηλαδή ότι το περιεχόμενό της προσβλέπει στην ασημαντότητα όλων των γήινων πραγμάτων, την vanitas vanitatis. Και πάλι, σ' ένα άλλο σημείο αυτού του χαιρετισμού, ο Heidegger λέει: "Στο δεύτερο ήμισυ του 17ου αιώνα αφυπνίστηκε ένα νέο πνεύμα της κατάφασης και διαμόρφωσης του κόσμου - το πνεύμα του μπαρόκ." Επομένως θα ήταν πολύ πιθανόν να υποψιαστεί πίσω από την φράση που παρατέθηκε προηγουμένως αυτό το νέο πνεύμα. Τότε θα μπορούσαμε ακόμη να προσδώσουμε σ' αυτά τα αντιφατικά σημεία μια ορισμένη θετική σημασία. Ο λόγος του Heidegger για την "αλήθεια" της αλληλέχειάς τους θα μπορούσε μάλιστα να ερμηνευτεί σαν νεύμα όχι προς μια αρνητική αλλά πολύ περισσότερο προς μια θετική αλήθεια. [156] Όπως και νά 'χει το πράγμα, το ζεν μπορεί να συλλάβει την φράση ως έκφραση μιας θετικής αλήθειας για τον ουσιαστικό τρόπο του είναι του ανθρώπου.
Το πνεύμα της κατάφασης του κόσμου, η θετική στάση του ανθρώπου προς τον κόσμο μοιάζει να γίνεται σαφής σ' έναν άλλο παρατιθέμενο λόγο του Abraham a Santa Clara: "Όποιος πεθαίνει προτού πεθάνει, δεν πεθαίνει όταν πεθάνει." Γι' αυτήν την φράση ο Heidegger παρατηρεί ότι φέρνει μια αποφασιστική σκέψη. Αν αυτή η φράση ερχόταν από το στόμα ενός ζεν-βουδιστή, διόλου δεν θ' ακούγονταν ξένη. Πράγματι η ίδια σκέψη, σχεδόν με την ίδια διατύπωση, ειπώθηκε - όπως πιστεύουμε - από πολυάριθμους δασκάλους του ζεν. Υπάρχει παραδείγματος χάριν ένα πολύ γνωστό ιαπωνικό waka του Shido Buman, ενός μαΐστορα του ζεν από τον 17ο αιώνα: "Ενόσω ακόμα ζεις, γίνε νεκρός· γίνε νεκρός ολότελα· τότε κάνε ό,τι έχεις διάθεση· τότε όλες οι πράξεις σου θα είναι καλές." Το πρώτο μέρος του ποιήματος: "Ενόσω ακόμα ζεις, γίνε νεκρός" είναι προτροπή στον μέγα θάνατο, όπως αποκαλείται στο ζεν. Το δεύτερο μέρος δείχνει τον τρόπο, πώς ο άνθρωπος είναι στο satori: μια εργώδης ζωή, απόλυτα ελεύθερη.* Το ποίημα εκφράζει το ότι ο δρόμος προς το satori οδηγεί μέσα από τον μέγα θάνατο.
Στην ρήση του χριστιανού κήρυκα που μνημονεύτηκε προηγουμένως ανασαίνει, μου φαίνεται, διαμέσου του θανάτου το πνεύμα μιας δημιουργικής κατάφασης του κόσμου τόσο ζωντανά όσο στο ποίημα του δασκάλου του ζεν. Ενδεχομένως εννοούνταν μ' αυτό το νόημα, όταν ο Heidegger βρήκε σ' αυτήν την ρήση μια αποφασιστική σκέψη. Οπωσδήποτε αυτός ήταν ο λόγος που τολμήσαμε στην ερμηνεία μας να προσάψουμε στην φράση: "Ο άνθρωπος - αυτό το πέντε πόδια μακρύ μηδέν" θετική σημασία.
Κλείνοντας ο Heidegger κάνει μερικές παρατηρήσεις στον ακόλουθο, βαθιά ποιητικό λόγο του κήρυκα: ¨Ελάτε, σεις ασημόλευκοι κύκνοι, που με τα φτερά σας, σε πείσμα του χιονιού, κωπηλατείτε στο νερό πάνω." Λέει: "Ο καθένας ξέρει: το χιόνι λιώνει στο νερό και χάνεται. Οι κύκνοι αντίθετα με το φτέρωμά τους ακριβώς διατηρούν ένα καθαρό λευκό. Έτσι τρόπον τινά φέρουν το χιόνι πάνω από τα νερά. Κολυμπώντας δεν το αφήνουν να βουλιάξει μέσα τους. Η κίνηση των λευκών κύκνων πάνω στα νερά είναι η εικόνα για το άφθαρτο μέσα στο πλέον φθαρτό." Τούτο μας θυμίζει μερικές παρόμοιες ποιητικές εικόνες που είναι συνήθεις στο ζεν, όπως: "Ένα λευκό άλογο έρχεται στην ανθισμένη καλαμιά" ή: "Χιόνι, σκεπάζει χίλια βουνά· γιατί μια μοναχική κορυφή μόνο δεν είναι λευκή;" Σε μια πρώτη ματιά σχεδόν δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε ένα λευκό άλογο που πλατσουρίζει μέσα από τους πλατείς βάλτους, τους σκεπασμένους με τα λευκά άνθη των καλαμιών· [157] έχει Ένα χρώμα μόνο. Δύσκολα το βρίσκουμε. όμως μετά από λίγο, όταν τα μάτια μας έχουν συνηθίσει στην εικόνα, η μορφή του αλόγου γίνεται σιγά-σιγά διακριτή και προβάλλει σαφώς μέσα από το Ένα χρώμα· όπως εκείνο το "ασημόλευκο" των κύκνων που πεισματώνουν απέναντι στο χιόνι και στο λευκό του. Μέσα από το φόντο του Ενός χρώματος κάτι ξεπροβάλλει, με το ίδιο χρώμα και όμως διακριτό από όλα τα άλλα πράγματα· κάτι το οποίο ως μοναδικό διαφέρει εν μέσω της ομοιομορφίας των πάντων. Επομένως η εικόνα που αναφέρθηκε προηγουμένως της "μοναχικής κορυφής" που δεν είναι λευκή εν μέσω των χιλίων χιονοσκέπαστων βουνών, είναι μια παραπομπή στον ίδιο τρόπο του είναι όπως στην εικόνα του λευκού αλόγου, πάντως τώρα ιδωμένο από την αντίθετη πλευρά.
Και οι δύο πλευρές - αφενός το Ένα λευκό χρώμα και αφετέρου το ασημόλευκο του κύκνου ή η μορφή του λευκού αλόγου που ξεπροβάλλει σαφώς εν μέσω των ανθών της καλαμιάς - ή, διατυπωμένο σε φιλοσοφικές κατηγορίες: η πλευρά του ενός και της ετερότητας, και με τον ίδιο τρόπο η πλευρά της ομοιότητας, ταυτότητα, γενικότητα κι εκείνη της διαφορετικότητας, διαφορά, ιδιαιτερότητα, είναι το ίδιο ουσιαστικές. Αν και η τελευταία πλευρά "πεισμώνει" εναντίον της πρώτης και βρίσκεται σε αντίθεση μ' αυτήν, καθόσον η ετερότητα είναι η άρνηση του ενός, η διαφορετικότητα η άρνηση της ομοιότητας, παρολαυτά πρέπει να έχει το έδαφός της στην προηγούμενη που την φέρει· όπως ένα ανάγλυφο, μπορεί να υφίσταται μόνο όταν ξεπροβάλλει σαφώς από το δικό της το έδαφος. Παρόμοια η δεύτερη πλευρά πρέπει να "διατηρεί" την πρώτη αίροντάς την σ' ένα υψηλότερο επίπεδο, όπως οι κύκνοι "διατηρούν" με τα χιονοσκέπαστα φτερά τους "ένα καθάριο λευκό". Το λευκό του χιονιού, επάνω στα φτερά των κύκνων, εμφανίζεται σαν φεγγερό ασημόλευκο. Εδώ το λευκό του χιονιού εμφανίζεται σε μια μεγαλύτερη αλήθεια του εαυτού του απ' ό,τι ανευρίσκεται σ' αυτό καθαυτό άμεσα. Εμφανίζεται στην δική του ύψιστη πραγματικότητα, δηλαδή σαν ένα "καθάριο" λευκό. Όμως αυτό το ασημόλευκο δεν ανήκει μόνο στο χιόνι ως την υπερυψωμένη αλήθεια του χρώματός του· είναι επίσης το χρώμα των κύκνων και ανήκει το ίδιο και σ' αυτούς. Αυτοί είναι, που με το κολύμπι τους ακριβώς διατηρούν το χιόνι και δεν το αφήνουν να βυθιστεί στα νερά. "Η κίνηση των λευκών κύκνων πάνω στα νερά είναι η εικόνα για το άφθαρτο μέσα στο πλέον φθαρτό." Αυτό δεν είναι μια έκφραση του πνεύματος της κατάφασης του κόσμου; Δεν είναι επιτρεπτό να δούμε αυτήν την κίνηση των λευκών κύκνων σαν εικόνα ενός ανθρώπου που "πεθαίνει προτού πεθάνει" και "δεν πεθαίνει όταν πεθαίνει"; [158] Αν ήταν έτσι, θα μπορούσαμε κι εδώ να δούμε μια στάση βαθιά συγγενική μ' αυτήν του ζεν. Όμως αν κι εδώ θα ήταν βεβιασμένο ν' απαντήσουμε μ' ένα "ναι", σίγουρα τα λόγια του Abraham a Santa Clara και η σχετική διευκρίνιση του Heidegger, δίχως να το γνωρίζουν ειδικά, κινούνται στην γειτονία του ζεν και περιέχουν ποικίλα σημεία επαφής.
Η δεύτερη ομιλία είναι ιδιαίτερα κατάλληλη να προωθήσει την γνήσια συνάντηση μεταξύ χριστιανισμού και ζεν, η πρώτη αντίθετα περιέχει ένα πολύτιμο νεύμα σχετικά με το θεμελιακό επίπεδο στο οποίο θα έπρεπε γενικά να λάβει χώρα η συνάντηση ανατολικής και δυτικής νόησης.
Φυσικά θα ήταν παράλογο να θεωρούμε ότι σημεία εκκίνησης μιας συνάντησης θα μπορούσαν να βρεθούν σ' έναν μόνο νοητή. Ο καθένας που είναι λίγο εξοικειωμένος με τον mahayana-βουδισμό και τις θρησκευτικές-φιλοσοφικές του σκέψεις, όπως αναπτύχθηκαν στις διαφορετικές κατευθύνσεις στοχασμού και πίστης, σίγουρα θα βρει εκπληκτικά πολλά σημεία επαφής σε σχεδόν όλους τους μεγάλους δυτικούς νοητές και θρησκευτικούς δασκάλους - τόσα που θα ήταν μάλλον παραπλανητικό ν' αναφερθούν εδώ κάποια ορισμένα ονόματα. Όμως παρολαυτά έχουμε την γνώμη ότι η νόηση του Heidegger, ενώπιον του επικείμενου προβλήματος της συνάντησης Ανατολής και Δύσης ανήκει αναμφίβολα μεταξύ εκείνων των αφετηριών που είναι οι πλέον βοηθητικές γι' αυτήν την συνάντηση. Μάλιστα οι δυο μικρές ομιλίες που παρουσιάστηκαν εδώ, κατά την γνώμη μας αρκούν για να μας πείσουν γι' αυτό.