Απο τα "4 Σεμιναρια"




4 Σεμιναρια

Το ερωτημα του Ειναι

"Το ερωτημα του Ειναι" σημαινει, συμφωνα με την παραδοση, το ερωτημα για το Ειναι του οντος, με αλλα λογια: το ερωτημα για την οντοτητα του οντος, ως προς την οποια καθοριζεται το ον στην οπτικη του Ειναι του ως οντος. Αυτο το ερωτημα ειναι το ερωτημα της Μεταφυσικης.

Ομως με το "Ειναι και Χρονος", το "ερωτημα του Ειναι" αποκτα ενα τελειως διαφορετικο νοημα. Εδω προκειται για το Ειναι ως Ειναι. Στο "Ειναι και Χρονος" θεματοποιειται με το ονομα "ερωτημα για το νοημα του Ειναι".

Αργοτερα αυτη η διατυπωση εγκαταλειπεται χαριν εκεινης του "ερωτηματος για την αληθεια του Ειναι" - και τελικα χαριν εκεινης του "ερωτηματος για τον τοπο, η την τοποθεσια του Ειναι" - απο οπου και προηλθε το ονομα "τοπολογια του Ειναι".

Τρεις λεξεις, οι οποιες, στην αλληλοδιαδοχη τους, χαρακτηριζουν συγχρονως τρια βηματα στον δρομο της νοησης:

ΝΟΗΜΑ – ΑΛΗΘΕΙΑ – ΤΟΠΟΣ (τόπος)

Οταν εχει να διασαφηνιστει το ερωτημα του Ειναι, πρεπει αναγκαστικα να φανερωθει, τι συνδεει τις τρεις διαδοχικες διατυπωσεις, και τι τις διαφοροποιει μεταξυ τους.

Πρωτα, η αληθεια.

Πρεπει να προσεχθει οτι η εκφραση "αληθεια του Ειναι" δεν εχει απολυτως κανενα νοημα, εαν η αληθεια κατανοηθει ως ορθοτητα της αποφανσης. Εδω αντιθετως η αληθεια κατανοειται ως "α-ληθεια", και, ακομη ακριβεστερα, οταν κανεις μετατεθει στην οπτικη του Dasein, ως Αιθριο. Αληθεια του Ειναι σημαινει Αιθριο του Ειναι.

Τι εχει συμβει λοιπον στην αλλαγη, και μεσω της αλλαγης, οπου την θεση του νοηματος την καταλαμβανει η αληθεια;

Τι σημαινει καταρχην "νοημα"; Στο "Ειναι και Χρονος", το νοημα καθοριζεται απο την περιοχη του Entwurf [προβολη] - και στο Entwurf επιτελειται το Dasein, που θα πει, η εκ-στατικη εν-σταση στην ανοικτοτητα του Ειναι. Στην εκ-σταση το Dasein διανοιγει νοημα. Η απο το "Ειναι και Χρονος" προερχομενη νοηση, καθως εγκαταλειπει την λεξη νοημα του Ειναι χαριν του αληθεια του Ειναι, τονιζει πλεον περισσοτερο την ανοικτοτητα του Ειναι καθεαυτου παρα την ανοικτοτητα του Dasein ενωπιον της ανοικτοτητας του Ειναι.

Αυτο σημαινει η "Τροπη", κατα την οποια η νοηση ολο και αποφασιστικοτερα στρεφεται προς το Ειναι ως Ειναι.

Τωρα ποιο ειναι αυτο που συνδεει και κρατει ενωμενα, νοημα και αληθεια (ως α-ληθεια), και τα φερνει σε μια αλληλοαναφορα;

Το νοημα κατανοειται συνηθως ως: σημασια. Ετσι ειναι π.χ. στον τιτλο του Franz von Brentano: "Von der mannigfachen Bedeutung des Seienden nach Aristoteles." ["Επι των ποικιλων σημασιων του οντος κατα τον Αριστοτελη"]. Εδω το νοημα κατανοειται ως νοηματοδοτηση, δηλαδη ως παραθεση μιας σημασιας. Ακομη και ο Husserl, στο κεφαλαιο "Εκφραση και Σημασια" του "Logische Untersuchungen" ["Λογικες Ερευνες"], πραγματευεται τις "νοηματοδοτουσες" ενεργειες.

Παντως το "Ειναι και Χρονος" δεν εχει την προθεση να παρουσιασει μια νεα σημασια του Ειναι, αλλα να ανοιξει την ακοη για τον λογο του Ειναι – να αφεθει να κατα-λογιστει στο Ειναι. Για να ειναι [sein] το Da [εκει], χρειαζεται να κατα-λογιστει στο Ειναι.

Ομως εδω εγειρεται ενα ερωτημα: μιλα το Ειναι; Και δεν διατρεχουμε ηδη τον κινδυνο να υποβαθμισουμε το Ειναι σε ενα ομιλουν ον; Ομως ποιος το αποφασισε οτι μονο ενα ον μπορει να εχει λογο; Ποιος εχει προσμετρησει την ουσιωση της λεξης; Αυτες οι σκεψεις οδηγουν φανερα κατευθειαν προς εναν νεο διαλογισμο για τον λογο: "Καθοδον προς την γλωσσα."

Και παλι σε αυτες τις παραπομπες κατι εχει ηδη προβαλει αφεαυτου: ολες οι σκεψεις μας ξεκινουν απο μια θεμελιακη διακριση, η οποια μπορει να διατυπωθει ετσι: το Ειναι δεν ειναι ον.

Αυτη ειναι η οντολογικη διαφορα.

Πως πρεπει αυτο να εννοηθει; Στην διαφορα, διαφορά, υπαρχει: να κρατειται το ενα χωριστα απο το αλλο, στο δικο του μερος. Η οντολογικη διαφορα συγ-κρατει το Ειναι και το ον σε αποσταση μεταξυ τους.

Αυτη η διαφορα δεν δημιουργηθηκε απο την Μεταφυσικη, ομως συντηρει την Μεταφυσικη και την φερει. Στη γλωσσα του Kant, η οντολογικη διαφορα ειναι ο ορος της δυνατοτητας της Οντολογιας.

Γιατι η οντολογικη διαφορα δεν μπορει να γινει θεμα της Μεταφυσικης; Διοτι εαν αυτο συνεβαινε, η οντολογικη διαφορα θα ηταν ενα ον, και οχι πλεον η διακριση μεταξυ Ειναι και οντος. Απο εδω βλεπουμε οτι το προγραμμα του Dilthey για μια μεταφυσικη της Μεταφυσικης ειναι αδυνατον.

Συνοψιζοντας, μπορουμε να πουμε: ολη την Φιλοσοφια την διακατεχει, ως ληθιο θεμελιο και διχως ποτε να γινεται θεμα, η διαφορα Ειναι και οντος. Ομως αφοτου, με το "Ειναι και Χρονος", η νοηση επεζητησε να αποληξει στο ακροαστικο πεδιο του Ειναι ως Ειναι, αφοτου αντιστοιχα η οντολογικη διαφορα καθισταται θεμα ρητα, δεν βρισκεται αναγκασμενη να πει την ξενιζουσα προταση: "το Ειναι ειναι μη ον", που θα πει: "το Ειναι ειναι Μηδεν";

Η προταση ξενιζει απο την αποψη οτι λεγεται για το Ειναι πως "ειναι", ενω παλι μονον το ον ειναι. Η διαφορα ανθισταται πεισματικα στην αποπειρα να την πει ως διαφορα- το Ειναι, να το πει ως Ειναι.

[361] Ο λογος του Heidegger δεν ανηκει ουτε στην πλευρα του οντος, ουτε απλως σε αυτην του Ειναι – μιλαει απο εκει οπου ο οριζοντας της διαφορας καθεαυτην καθισταται ορατος. Τροπον τινα η οντολογικη διαφορα ειναι ο ορος της δυνατοτητας της Μεταφυσικης, ο τοπος στον οποιο θεμελιωνεται.

Ομως ποιο ειναι το θεμα της δηλωσης του Heidegger; Ειναι η διαφορα καθεαυτην. Ο Heidegger μιλαει για την διαφορα, διχως να παραμενει σε αυτην, και ως προς αυτο εχει εγκαταλειψει την Μεταφυσικη. Τωρα θα μπορουσε κανεις να ρωτησει, απο τι χαρακτηριζεται το Μηδεν το οποιο αναφερεται. Εαν δεν ειναι αρνητικο, τι το διακρινει; Ο Heidegger λεει: ειναι μηδενιζον Μηδεν. Η ουσιωση του Μηδενος συνισταται στην απο-στροφη απο το ον, στην αποστασιοποιηση απο αυτο. Μονον σε αυτην την αποστασιοποιηση, μπορει το ον σαν τετοιο να καταστει εμφανες. Το Μηδεν δεν ειναι απλη αρνηση του οντος. Αντιθετως, το Μηδεν, στο μηδενιζον του, μας παραπεμπει στο ον στην εμφανεια του. Το μηδενιζον του Μηδενος "ειναι" το Ειναι.

[...]

[σελ. 363] Ας συγκρατησουμε στο βλεμμα την οδηγο προταση:

Ειναι : Μηδεν : το Αυτο

Το Μηδεν ειναι ο χαρακτηρισμος του Ειναι. Δεν ειναι το ον, – τουτο ομως με μια εννοια η οποια ειναι ολοτελα διαφορετικη απο την προταση: Το ον δεν ειναι (κατι το οποιο θα ηταν μια οντικη αποφανση). Εαν κανεις αντιθετως πει: το Μηδεν χαρακτηριζει το Ειναι, τοτε αυτο ειναι μια οντολογικη αποφανση. Ιδωμενο απο τον οριζοντα του οντικου, το Ειναι ακριβως δεν ειναι ον- ιδωμενο απο τις κατηγοριες, δεν ειναι. Με αλλα λογια: καθοσον το Μηδεν και το μηδενιζον του δεν εννοουνται αρνητικα, το Ειναι ειναι κατι το περα για περα αλλο απο το ον. Στην μετοχη μηδενιζον ειναι ουσιαστικο οτι η μετοχη δηλωνει μια ορισμενη "δραστηριοτητα" του Ειναι, μεσω της οποιας και μονον ειναι το ον. Κανεις μπορει να το ονομασει προελευση, με την προϋποθεση οτι αποκλειεται καθε οντικη-αιτιολογικη συνηχηση: ειναι το Συμβαν του Ειναι ως ορος της ελευσης του οντος: το Ειναι αφηνει το ον να παρειναι.

Εδω εχει σημασια να κατανοηθει οτι το βαθυτερο νοημα του Ειναι ειναι η αφεση. Η αφεση του οντος να ειναι. Αυτο ειναι το οχι αιτιολογικο νοημα της "αφεσης" στο "Χρονος και Ειναι". Αυτη η "αφεση" ειναι κατι εκ θεμελιων διαφορετικο απο το "ποιειν". Το κειμενο "Χρονος και Ειναι" επιχειρει να εννοησει αυτην την "αφεση" ακομη πηγαιοτερα, ως "δοση".

Η εδω εννοουμενη δοση μιλαει στην απροσωπη εκφραση Δινεται (συνηθως μεταφραζομενη »II y a«, οπου ο Heidegger διευκρινιζει οτι το »Il y a« παραειναι οντικο καθοσον καταδεικνυει μια παρουσια ενος οντος).

'Δινεται':

Δινεται, λατινικα ειναι: habet. Συντασσομενο με την αιτιατικη, εκφραζει μια οντικη σχεση.

Εδω κανεις πρεπει να επιχειρησει να αποκλεισει δυνατες παρερμηνειες. Διοτι, οπως μολις ειδαμε, η εκφραση "Δινεται" δεν προστατευεται απο μια οντικη θεωρηση. Ας προσεξουμε λοιπον:

1) Κανεις βρισκεται στον πειρασμο να κατανοησει το "Δινεται" με την σημασια του "Αφηνει να παρειναι". Και η δοση στο "Δινεται", με τον τονισμο στην αφεση-παρουσιας, θεωρειται οντικα. Ετσι, οταν λεγω στα γαλλικα: σε αυτο το ρεμα εχει ["δινονται"] πεστροφες, το "Il y a" εννοειται απο την αποψη της παρουσιας των οντων, της παρουσιωσης τους, - και η "αφεση παρουσιας" εννοειται ηδη στο οριο του "ποιηση παρουσιας". Ακουομενο ετσι το "Δινεται", συλλαμβανεται οντικα, ετσι ωστε ο τονισμος να βρισκεται στο γεγονος του Ειναι.

2) Εαν ομως το "Δινεται" εννοηθει στην οπτικη μιας εκθεσης της αφεσης καθεαυτην, τοτε ο τονισμος αλλαζει.

Δεν τονιζεται πλεον η παρουσια αλλα η αφεση καθεαυτην. Το "Δινεται" εχει τοτε την ακριβη σημασια: "Αφηνω την παρουσια". Τωρα δεν ειναι πλεον διολου η παρουσια του οντος που ελκυει το βλεμμα επανω της, αλλα Εκεινο, λογω του οποιου αυτη αυτονομειται, συγκαλυπτοντας το – η αφεση καθεαυτην, η δωρεα της "δοσης, η οποια μονον δινει την δωρεα της, η ιδια ομως συγκαλυπτεται και αποσυρεται."

Τωρα ισως προσφερεται μια δυνατοτητα διεξοδου απο την ανυπερβλητη δυσκολια που συναντα κανεις στην αποπειρα να πει "το αδυνατο": "το Ειναι ειναι". Ισως μπορει κανεις μαλλον να πει: "δινεται Ειναι", με την εννοια του: "[το Απροσωπο]αφηνει Ειναι".

Συνοψιζοντας μπορουμε να πουμε, οτι η "αφεση του Ειναι" μπορει να τονιστει με τρεις σημασιες.

Η πρωτη υποδεικνυει αυτο το οποιο ειναι (το ον). Απεναντι σε αυτην την πρωτη σημασια θα εστεκε εκεινη, στην οποια το βλεμμα δεν θα κατευθυνονταν τοσο προς αυτο το οποιο δινεται (το οποιο ειναι), αλλα στο παρειναι καθεαυτο. Τοτε προκειται για μια εκθεση του Ειναι, οπως την παρεχει η Μεταφυσικη.

Ομως στον μυχο αυτου του δευτερου τονισμου, εχει ο τριτος τον τοπο του, οπου πλεον ο τονος τιθεται αποφασιστικα στην αφεση, η οποια αφηνει το παρειναι. Καθως αφηνει (απολυει;) το παρειναι, που θα πει, καθως αφηνει το Ειναι, αυτος ο τριτος τονισμος υποδεικνυει την ἐποχὴ του Ειναι. Σε αυτον τον τριτο τονισμο, στεκουμε απεναντι στο Ειναι ως Ειναι, και οχι πλεον απεναντι σε μιαν απο τις μορφες της Μοιρας του.

Εαν αυτος ο τονισμος λεει: αφεση παρουσιας, τοτε ακομη και το ονομα Ειναι δεν εχει πλεον καμμια θεση. Τοτε η αφεση ειναι η καθαρη δοση, η οποια καθεαυτην δειχνει πισω προς το Απροσωπο, το οποιο δινει, το οποιο κατανοειται ως το Συμ-βαν.

Εδω σταματα η αναγνωση.

Ο Heidegger συνεχιζει: την νοηση, η οποια εδω επερωταται, την ονομαζω ταυτολογικη νοηση. Αυτο ειναι το πηγαιο νοημα της Φαινομενολογιας. Αυτος ο τροπος νοησης μενει ακομη πριν απο καθε δυνατη διακριση μεταξυ θεωριας και πραξης. Για να το κατανοησουμε αυτο, πρεπει να μαθουμε να διακρινουμε μεταξυ οδου και μεθοδου. Στην φιλοσοφια υπαρχουν μονον οδοι· αντιθετα στις επιστημες μονον μεθοδοι, που θα πει διαδικαστικοι τροποι.

Ετσι εννοημενη, η Φαινομενολογια ειναι μια οδος η οποια οδηγει ενωπιον... και αφηνει να της σημαινεται αυτο, ενωπιον του οποιου η οδος οδηγειται. Αυτη η Φαινομενολογια ειναι μια Φαινομενολογια του αφανους. Μονον σε αυτην γινεται κατανοητο οτι στους Ελληνες δεν υπηρχαν συλλαμβανουσες εννοιες (Begriffe). Καθοτι στο Begreifen, στο συλλαμβανω, υπαρχει η συμπεριφορα της κατοχης. Αντιθετα ο ελληνικος ὁρισμὸς περιβαλλει δυνατα και τρυφερα αυτο το οποιο η οραση προσλαμβανει στο βλεμμα· δεν συλλαμβανει.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Η προελευση της νοησης

"Απο την εμπειρια της νοησης" μιλα το νοημα:

"Το βημα πισω απο την Φιλοσοφια, στην νοηση του Ειναι, μπορουμε να το αποτολμησουμε μολις εγκλιματιστουμε στην προελευση της νοησης"(1947)

Eχουμε ηδη εγκλιματιστει εκει; Καθολου σχεδον. Τι θα πει: να εγκλιματιστουμε στην προελευση της νοησης; Θα πει: να αποκτησουμε την εδραιωμενη διαμονη στο Dasein εκει, απο οπου η νοηση προσδεχεται τον καθορισμο της ουσιωσης της.

Ο Παρμενιδης μας παρεχει ενα πρωτο νευμα, σε ποιαν οδο πρεπει να αναζητηθει το ερωτημα για την προελευση της νοησης. Αυτο το νευμα περιεχεται στην ρηση:

τὸ γὰρ αυτὸ νοεῖν ἐστὶν τε καὶ εἶναι (απ.3)

"καθοτι νοηση και Ειναι (δηλαδη αντι-ληψη και παρουσια ) αλληλεχονται."

Ομως απο που παλι καθοριζεται αυτη η αλληλεχεια; Τι παρεχει εδω την δυνατοτητα της αλληλιας;

Η αντι-ληψη, για να μπορει καν να αφοραται απο το αντι-ληψιμο, πρεπει να παραμενει ανοικτη για... Για τι; Για την παρ-ουσια. Ομως η παρουσια, για να μπορει να υπαρχει σαν τετοια, πρεπει να μπορει αφεαυτης να φερεται στο ανοικτο και ελευθερο.

Και τα δυο, τοσο η αντι-ληψη οσο και η παρουσια, χρειαζονται για την δυνατοτητα του εαυτου τους, και τουτο θα πει συναμα για την αλληλια τους, καποιο ελευθερο και ανοικτο, μεσα στο οποιο αλληλοαφορωνται.

Και τι ειναι τουτο; Ο Παρμενιδης το ονομαζει Ἀλήθεια. Αυτη πρεπει να γινει εμπειρατη. Και ακομη περισσοτερο. Οχι μονον αυτη, αλλα η "ατρεμη καρδια" της.

Για να εγκλιματιστουμε στην προελευση της νοησης, απαιτειται λοιπον να συλλογιστουμε αυτο το οποιο ο τιτλος του ακολουθου κειμενου ονομαζει.

Αυτος ο συλλογισμος ειναι ο πρωτος ορος για να σκιαγραφηθει επαρκως το "βημα πισω" και να αποτολμηθει η εισοδος στην αναγκαια καθαροτητα, οχι ως αυτοβουλη πραξη αλλα μεσα απο την αρμοστικοτητα προς μια κληση, η οποια ακομη κρατειται ληθια μεσα στην Ἀλήθεια καθεαυτην, και ετσι ακομη επιφυλασσεται στην νοηση.

[Το ακολουθο κειμενο ειναι συγχρονως μια αποπειρα να επανεξεταστει η παλαιοτερη σκιαγραφηση της Ἀλήθεια στο "Zur Sache des Denkens", "Επανω στο θεμα της νοησης".]

Ἀληθείης εὐκυκλέος ἀτρεμὲς ἦτορ

"της αληθειας, της ευκυκλης, την ατρεμη καρδια"

- με αυτα τα λογια η θεα, στο "διδακτικο ποιημα" του Παρμενιδη (απ.Ι, 29), ονομαζει για τον νοουντα ανδρα αυτο το οποιο τουτος πρεπει να εμπειραθει κατα την πορεια του στην χρονικα και ιεραρχικα πρωτη οδο.

Ομως προηγουμενως, στον χαιρετισμο της, η θεα σκιαγραφει τον θεμελιακο χαρακτηρα της ολης πορειας (απ.Ι, 27):

ἦ γὰρ απ᾿ ἀνθρώπων ἐκτὸς πάτου ἐστίν·

"καθοτι πραγματι περνα εξω απο την συνηθη διαμονη των ανθρωπων·"

Αυτος ο λογος της θεας ισχυει και σημερα, και ισως πιεστικοτερα για καθε αποπειρα να παρακολουθησουμε την αρκτικη νοηση του Παρμενιδη κατα τροπον αρμοζοντα. Ετσι, απο την ανωτερω τρεχουσα μεταφραση των λεξεων του τιτλου λειπει ισως η επιμελεια του απαιτουμενου ασυνηθιστου λογου. Αυτη ουτε ακροαται την ελληνικη γλωσσα ουτε ενδιαφερεται για εναν ακριβως συν-νοουντα καθορισμο των απο την θεα ειπωθεντων. Το σκοπιμα συντομο παρον κειμενο επιχειρει να προσεγγισει εναν τετοιον καθορισμο.

Ο πληρης λογος της θεας ειναι:

…χρεὼ δέ σε πάντα πυθέσθαι

ἠμέν ἀληθείης εὐκυκλέος ἀτρεμὲς ἦτορ

"...ομως σου χρειαζεται να εμπειραθεις τα παντα

[δηλαδη και στις τρεις οδους τις οποιες θα σου υποδειξω]

αφενος [στην πρωτη, την κυρια οδο] της

αληθειας, της ευκυκλης, την ατρεμη καρδια."

Ἀληθείη, σε κατα λεξη μεταφραση, σημαινει: α-ληθεια. Ομως με την κυριολεξια δεν κερδιζονται πολλα για την ενοραση στο ζητημα το οποιο εννοει ο Παρμενιδης. Ἀληθείη δεν σημαινει "αληθεια", εαν με αυτην εννοειται η ισχυς αποφανσεων με την μορφη προτασεων. Ειναι δυνατον, το στην ἀλήθεια νοητεο, εκλαμβανομενο αυστηρα καθεαυτο, να μην εχει ακομη τίποτε να κανει με την "αληθεια", αλλα τα παντα με την α-ληθεια, η οποια προϋποτιθεται σε καθε καθορισμο της "αληθειας".

Για να διακρινουμε την στην α-ληθεια υπαρχουσα α-ληθευση περισσοτερο, παραμενουμε στο επιθετο εὔκυκλος.

Ως επι το πλειστον, αυτο σημαινει μεν "ευκυκλος" ως ιδιοτητα πραγματων. Ομως η α-ληθευση, η α-ληθεια, δεν ειναι καποιο πραγμα. Την υπαρξη της την θιγουμε μαλλον οταν μεταφρασουμε το εὔκυκλος με "ευμοιρα κυκλωνοντας".

Μονο που ο Παρμενιδης στην πρωτη του οδο δεν εχει να εμπειραθει απλως την "ευμοιρα κυκλωνουσα α-ληθεια", αλλα προπαντων το ἀτρεμὲς ἦτορ της, την "ατρεμη καρδια" της, εκεινο το οποιο παντου την α-ληθευση την διαπαλλει, την διαποτιζει, ομως καθεαυτο κειται, διαρκει και ουσιωνεται.

Τι ειναι αυτο; Μας μιλα η θεα για αυτο; Οπωσδηποτε. Και μαλιστα με πληρη σαφηνεια, οταν προσεξουμε τι ο Παρμενιδης θα συναντησει στην πρωτη του οδο συμφωνα με τις υποδειξεις της.

Στο απ.VIII, 1κ.ε. μιλα η θεα:

... μόνος δ᾿ ἔτι μῦθος ὁδοῖο

λείπεται ὣς ἔστιν·

"μοναδικος ομως μενει ο μυθος της οδου η οποια οδηγει ενωπιον του... (η οποια δειχνει): ὣς ἔστιν "πως ειναι·"

Απορουμε, και ερωταμε: Και τι ειναι; Η απαντηση ειναι ετοιμη: το ον, και οχι το μηδεν. Μονο που, για να διαπιστωσουμε κατι τετοιο, δεν χρειαζεται καμμια ασυνηθης οδος, εξω απο τις συνηθεις παραστασεις και δοξασιες των ανθρωπων. Πολυ περισσοτερο, εχουμε να φερουμε στο βλεμμα το πλεον δυσκολα νοητεο.

Ο Παρμενιδης, με τον λογο του, δινει μια σαφη ειδηση για το που αναφερεται το ὣς ἔστιν "πως ειναι". Στο απ. VI, 1 λεει: ἔστι γὰρ εἶναι "ειναι: δηλαδη το Ειναι". Μηπως ομως με αυτον τον λογο νοθευεται το "ειναι", γινομενο ον; Μονον για ενα ον μπορουμε να λεμε "ειναι".

Προτου αγκυλωθουμε βεβιασμενα σ αυτην την τοσο ευκολα εγειρομενη ενσταση, πρεπει να αναρωτηθουμε εαν τον ελληνικο λογο των λεξεων: ἔστι και εἶναι, τον ακουμε και ελληνικα. Και ακομη εαν, με την χρηση των λεξεων "ειναι" και "Ειναι", εννοουμε καν επαρκως κατι ορισμενο.

Ελληνικα εννοημενο, εἶναι σημαινει: "παρειναι". Αυτο το ρημα μιλα ακριβεστερα. Μας πλησιαζει στο νοητεο ζητημα δεικτικοτερα. Πως ειναι δυνατον, μια αλλη λεξη να μιλα "ακριβεστερα" και "δεικτικοτερα" απο την ιδια; Αντιστοιχα το ἔστιν γὰρ εἶναι πρεπει να το μεταφρασουμε: "anwest nämlich anwesen", "καθοτι παρειναι (γ’ εν.) παρειναι (απαρ.)".

Και - αμεσως περιερχομαστε σε μια νεα δυσκολια. Στεκουμε ενωπιον μιας προφανους ταυτολογιας. Πραγματι, και μαλιστα ενωπιον μιας γνησιας. Δεν απαριθμει δυο φορες το ιδιο. Ονομαζει μονον μια φορα το αυτο, και μαλιστα καθεαυτο:

ἔστιν εἶναι: "anwest anwesen (selbst)" "παρειναι [γ’εν.] παρειναι[απαρ.] (καθεαυτο)".

Το ονομα για το ζητουμενο του ζητηματος της νοησης, στον Παρμενιδη ονομαζεται: τὸ ἐόν. Αυτη η θεμελιακη λεξη της νοησης του δεν ονομαζει ουτε "το ον" ουτε απλως "το Ειναι". Τὸ ἐόν, ως μετοχη, πρεπει να το εννοησουμε ρηματικα. Τοτε το λεει ο μυθος: "παροντας:παρειναι καθεαυτο". Για την μονη δυνατη οδο αυτου του μυθου, λεγεται στο απ. VIII, 2κ.ε.:

...ταύτηι δ᾿ ἐπὶ σήματ᾿ ἔασι

πολλὰ μάλ

..."ομως σ αυτην εχει σηματα (σημαινοντα)

πολλα μαλιστα·"

Απο αυτα τα σημαινοντα, εδω αναφερεται ενα μονον. Ο στιχος 29 στο απ. VIII λεει για τὸ ἐόν:

ταὐτόν τ᾿ ἐν ταὐτῶι τε μένον καθ᾿ ἑαυτό τε κεῖται

"το αυτο και στο αυτο μενοντας και εντος του καθεαυτο κειται"

Αυτος ο στιχος παρεχει ενα νευμα για το ερωτημα το οποιο ανειπωτα μας πιεζει ηδη μετα απο την προταση να εννοησουμε το ἔστιν και το εἶναι, το "παρειναι" [γ’ εν.] και το "παρειναι" [απαρ.] ελληνικα. Το ερωτημα λεγει: Που και πως παρειναι το παρειναι; Απαντηση: "παρα..." στην α-ληθεια. Εφοσον αυτο ειναι σωστο, τοτε το μοναδικα νοητεο ἐόν ειναι η "καρδια" της α-ληθειας. Στον στιχο 4 του απ.VIII, ο Παρμενιδης ονομαζει ρητα τὸ ἐόν -: ἀτρεμὲς, "nie erzitternd", "ατρεμο". Τὸ ἐόν, "κειμενο εν εαυτω, δι-οριζει και καθ-οριζει την α-ληθεια."

Συμφωνα μ αυτα, δεν μπορουμε να παρασταινουμε την ἀληθείη ως κενη ακαμπτη ανοικτοτητα. Αντιθετως πρεπει να την εννοησουμε ως την τὸ ἐόν, το "παροντας: παρειναι καθεαυτο" ευμοιρα κυκλωνουσα α-ληθευση.

Μηπως ομως, με τις εικασιες και με τα ερωτηματα που προταθηκαν, παρασυρομαστε σε μη αποδειξιμους και αυθαιρετους ισχυρισμους ως προς την σχεση αναμεσα στην ἀλήθεια και το ἐόν; Σιγουρα. Οσο παραλειπουμε, τον τροπο της μοναδικης δυνατης προσβασης στα δυο τους, την συχνα επονομαζομενη "νοηση", στην οποια ο Παρμενιδης κινειται, να τον εννοησουμε κι αυτον ελληνικα.

Στο απ.Ι, 28 λεει η θεα:

...χρεὼ δέ σε πάντα πυθέσθαι

"σου χρειαζεται ομως να εμπειραθεις τα παντα".

Η ζητουμενη νοηση ειναι μια εμπειρωση, βεβαια οχι η συνηθης αισθητηριακη αντιληψη. Το πυθεσθαι αποκτα τον ακριβεστερο προσδιορισμο του στην αντιστοιχη θεση (απ.VI, 1):

χρὴ τὸ λέγειν τε νοεῖν τ᾿

"χρειαζεται ο λογος [δηλ. η αφεση αυτοδειξης] και η [συνακολουθη] συνακολουθη αντι-ληψη..." [προσληψη]

Η νοηση, η οποια παιζεται εδω, και η οποια βρισκεται πολυ μακρυα απο τις συνηθεις δοξασιες, ειναι: το καθαρο (μη αισθητηριακο) βλεμμα. Εκεινο, το οποιο εχει να διαβλεψει, ονομαζεται αμεσως κατοπιν, στον ιδιο στιχο: ἐὸν ἔμμεναι: "anwesend : anwesen", "παροντας : παρειναι".

Αυτη η νοηση δεν ειναι ουτε κριση ουτε αποδειξη ουτε θεμελιωση. Μαλλον αυτοθεμελιωση στο βλεφθεν. Κανενα "θεμελιο", και τίποτε α-θεμελιωτο!

Καθαρο βλεμμα: "παροντας παρειναι καθεαυτο" - η, μη-βλεμμα, αυτο ειναι εδω - στην απαρχη της δυτικης νοησης - το ζητημα.

Ο Goethe γραφει ("Einleitung in die Propyläen", Ausgabe letzter Hand τ.38, σ.5):

"Ομως ποιος δεν το παραδεχεται προθυμα, πως οι καθαρες παρατηρησεις ειναι σπανιοτερες απο οσο πιστευεται; Τοσο γρηγορα συγχεουμε την αισθηση μας, την γνωμη μας και την κριση μας με αυτο το οποιο εμπειρωμαστε..."

Και ποσο μαλλον οταν η παρατηρηση πρεπει να μεινει ελευθερη να διαβλεψει τὸ ἐόν, το "παροντας : παρειναι καθεαυτο";

"Bemerkung", "παρατηρηση" - μια ευτυχης λεξη του ποιητη, μαρτυρει συγχρονως οτι οι ποιητες ειναι, "auf getrenntesten Bergen", "σε χωριστοτατα ορη", στο συνεγγυς της νοησης των νοητων.

Η παρατηρηση στο διδακτικο ποιημα του Παρμενιδη, προσφερει τωρα προς βλεψιν:

"Το παροντας : παρειναι καθεαυτο, δι-οριζει την αυτο ευμοιρα α-ληθευοντας κυκλωνουσα α-ληθεια."


ἠμέν ἀληθείης εὐκυκλέος ἀτρεμὲς ἦτορ