106ff.
Στον κήπο υπάρχει ένα δέντρο. Λέμε γι αυτό: το δέντρο είναι όμορφο. Είναι μηλιά. Αυτόν τον χρόνο δεν είναι πολύ καρπερή. Είναι τόπος όπου συχνά μαζεύονται πουλιά. Ο οπωροκαλλιεργητής μπορεί να πει γι αυτήν και άλλα. Ο επιστήμων βοτανολόγος, ο οποίος παρασταίνει το δέντρο ως φυτό, μπορεί να βρει για το δέντρο ένα σωρό πράγματα. Τέλος φτάνει ένας παράξενος άνθρωπος, και λέει: το δέντρο είναι, δεν είναι τίποτε.
Τι μπορεί να ειπωθεί και να εννοηθεί ευκολότερα; Όλα αυτά, τα οποία κανείς μπορεί να αναφέρει για το δέντρο από την μια και από την άλλη άποψη, η η φράση: το δέντρο είναι; Όταν λέμε αυτήν την φράση, και όταν αυτή είναι ένα λέγειν, όταν αυτή είναι νόηση και όχι απλώς επιπόλαια φλυαρία, τότε ερωτώ και πάλι: τι μπορεί να βρεθεί για το δέντρο ευκολότερα: η ωραία του εμφάνιση και όλα τα υπόλοιπα που γίνονται αντιληπτά επάνω του, η τούτο, ότι είναι;
Εάν σταθούμε για μια στιγμή, και, από όσα ειπώθηκαν, πούμε μόνον την φράση: «το δέντρο είναι», τότε έχουμε πει γι αυτό: «είναι». Τώρα ερωτόμαστε εμείς, αμήχανα μεν, αλλά αποφασιστικά: τι συμβαίνει με αυτό το «είναι», σύμφωνα με το οποίο το δέντρο δεν είναι τίποτε; Που επάνω στο δέντρο, η μέσα στο δέντρο, η πίσω από το δέντρο κρύβεται αυτό το οποίο το «είναι» ονομάζει; Σίγουρα, λέμε το «είναι» κάθε μέρα αμέτρητες φορές. Ακόμη και όταν δεν το λέμε, μέσω αυτού του βοηθητικού ρήματος αναφερόμαστε συνεχώς και παντού σε αυτό, το οποίο είναι. Όμως μπορεί ήδη αυτό, το ότι παίρνουμε το «είναι» τόσο αψήφιστα, να δώσει την αφορμή για την απόδειξη ότι αυτή η λέξη δεν έχει και κανένα βάρος; Ποιος θα επιχειρούσε, απόλυτα και αστήρικτα, να αρνηθεί ότι τελικά αυτό το βοηθητικό ρήμα ονομάζει το βαρύτερο και το δυσκολότερο που μένει να ειπωθεί;
Προς στιγμήν ας διαγράψουμε το «είναι» και την φράση «το δέντρο είναι». Ας υποθέσουμε πως ακόμη δεν έχει ειπωθεί καν. Ας δοκιμάσουμε τότε να πούμε: το δέντρο είναι όμορφο- το δέντρο είναι μηλιά- δεν είναι πολύ καρπερό. Δίχως εκείνο το «είναι» στην φράση «το δέντρο είναι», αυτές οι αποφάνσεις, και μαζί όλη η βοτανική επιστήμη, θα έπεφταν στο κενό. Και όχι μόνον αυτό. Κάθε ανθρώπινη αναφορά σε κάτι, κάθε ανθρώπινη διαμονή σε αυτήν η εκείνη την περιοχή του όντος, θα παρασέρνονταν ακάθεκτα πέρα στο κενό, εάν δεν μιλούσε το «είναι». Ούτε καν πέρα δεν θα μπορούσε η ανθρώπινη ουσίωση να παρασυρθεί, διότι προς τούτο θα έπρεπε να ήταν ήδη στο εδώ [Da].
Τώρα πλέον δεν εννοείται ως το ΕΚΕΙ, ως ο τόπος της εκ-στασης, αλλά ως το ΕΔΩ του αίθριου!
Τονίζεται ακόμη μια φορά: το ότι παίρνουμε το «είναι» τόσο ελαφρά, διόλου δεν αποδεικνύει πως αυτό, και το από αυτό ονομαζόμενο, δεν κρύβει μέσα του μια βαρύτητα την οποία σχεδόν δεν είμαστε σε θέση να προσμετρήσουμε. Βέβαια, το ότι μπορούμε να παίρνουμε το «είναι» τόσο ελαφρά, δείχνει πόσο παραμένουμε απειλούμενοι από τον συνεχή κίνδυνο μιας πλάνης. Είναι τόσο μεγαλύτερος, όσο δεν φαίνεται καν να υφίσταται.
Και όμως θα ήταν βεβιασμένο να αποτιμήσουμε την επίφαση μιας ανυπαρξίας εκείνου του κίνδυνου σαν κάτι το ελλειμματικό και φθαρτικό. Ίσως σε εκείνην την επίφαση και στην φαινομενική αδιαφορία για το «είναι», την οποία αυτό φέρνει μαζί του, έγκειται η μόνη δυνατότητα για τους θνητούς, να απολήξουν στην αλήθεια.
Η φράση «το ον είναι» παραμένει ατέλειωτα μακριά από μια κενή κοινοτοπία. Πολύ περισσότερο, περιέχει το πληθωρικότερο μυστήριο κάθε νόησης, και μάλιστα σε ένα πρώτο νεύμα του λόγου.[...] Όμως [...] πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι ο λόγος αυτός διόλου δεν λέγεται από τον Παρμενίδη ως λόγος μιας από αυτόν τεθείσας αξίωσης. Πολύ περισσότερο, ο λόγος καταλογίζεται στον ίδιον τον Παρμενίδη. Διότι πάραυτα ακολουθούν οι λέξεις:
ΤΑ Σ ΕΓΩ ΦΡΑΖΕΣΘΑΙ ΑΝΩΓΑ
Dies, [...] heisse ich dich zu beherzigen.
Αυτά εγώ σε καλώ να ενστερνιστείς.
Εγώ. Ποιος είναι αυτό το «εγώ»; Οπωσδήποτε κάτι το οποίο καλεί, οπωσδήποτε ένα κάλεσμα το οποίο μιλεί στον νοούντα, και μάλιστα του μιλεί για δρόμους. Τον παραπέμπει σε τρεις δρόμους: σε έναν τέτοιον, τον οποίο η νόηση έχει προπάντων να διαβεί, σε έναν τέτοιον, τον οποίο έχει επίσης να λάβει υπόψη, και σε έναν, ο οποίος για την νόηση παραμένει αδιάβατος. Η κλήση καλεί την νόηση ενώπιον δρόμων, δρόμων ανυπόστατων, και δρόμων παρακαμπτήριων, σε ένα σταυροδρόμι. Μόνον που ο δρόμος της νόησης είναι τέτοιος που αυτό το σταυροδρόμι ποτέ δεν μπορεί να προσμετρηθεί με μια και μοναδική απόφαση, και με το να πάρει κανείς τον ένα δρόμους, και τον δρόμο ποτέ δεν μπορεί κανείς να τον διαβεί και να τον αφήσει πίσω του. Το σταυροδρόμι συνοδεύει στον δρόμους, κάθε στιγμή. Που οδηγεί αυτό το παράξενο τρίστρατο; Πού αλλού παρά στο πάντα άξιον ερωτήματος;