Αυτά τα δύο κύρια ΣΗΜΑΤΑ παραπέμπουν στην »τωρινότητα« του ΕΣΤΙΝ. Με το σήμα "τωρινό" (ΝΥΝ) δεν λέγεται ότι το ΕΟΝ είναι άχρονο, αιώνιο, αέναο, αλλά μ' αυτό εκφράζεται η εκαστότητα του συμβάντος του ΕΙΝΑΙ. Παρελθόν και μέλλον ούτε απωθούνται ούτε απορρίπτονται αλλά τονίζεται και η παρουσία του περασμένου και του ερχόμενου απόντος-παρόντος, όπου εδώ και η σκέψη »παραέξω μηδέν!« (από αυτό το ταυτόσημο του ΝΟΕΙΝ και ΕΙΝΑΙ) λαμβάνεται αυστηρά υπόψη, αφού όντως δεν υπάρχει κανένα αυθυπόστατο, αποκομμένο παρελθόν ή μέλλον. Πάντως η ερμηνεία του κειμένου πρέπει να πάρει υπόψη ότι πιθανώς οι σύγχρονοι του Παρμενίδη βρισκόταν ακόμη σε μια τελείως άλλη κατανόηση του χρόνου από ό,τι εμείς έχουμε συνηθίσει, τουλάχιστον από την ανακάλυψη του εκκρεμούς και έκτοτε. Το παρελθόν ήταν ενδεχομένως παρ-ελθόν, προ-έλευση, μετάπτωση από την απουσία στην παρουσία, και το μέλλον ήταν πάροδος, μετάπτωση από παρουσία σε απουσία, και η γειτόνευση προέλευσης και παρόδου ήταν ενδεχομένως πολύ πιο έντονη απ' όσο εμείς μπορούμε να φανταστούμε σήμερα. Διότι ακόμη ο χρόνος καθόλου δεν ήταν ένας γραμμικός χρόνος συντεταγμένων που προχωρεί ευθεία εμπρός, δεν ήταν άξονας του χρόνου, τα τμήματα του οποίου μπορούν να μετρηθούν με ρολόγια που πάνε ομοιόμορφα, αλλά μάλλον κάτι σαν κυκλοφορία, ένα πήγαινε-έλα ημέρας και νύχτας, θέρους και χειμώνα, μορφών της σελήνης και άμπωτης και πλημμυρίδας. Όμως σε αντίθεση μ' αυτό το πήγαινε-έλα βρίσκονται τα σήματα »ΑΓΕΝΗΤΟΝ και ΑΝΩΛΕΘΡΟ«. Εδώθε της πύλης οι θνητοί εμπειρώνται τη μετάπτωση απουσίας σε παρουσία και παρουσίας σε απουσία, όπου όμως παραγνωρίζουν την παρουσία των απόντων και συγχρόνως η εμπειρία της μετάπτωσης τους παραπλανά προς εικασίες για τα δήθεν απόντα. Όμως όποιος προσέχει την παρουσία των απόντων και δεν επιχειρεί να "δαμάσει" το ΜΗ ΕΙΝΑΙ "παραέξω", πρέπει, με ένα όχι κοινότοπο αλλά ευρύτερο νόημα, να εκφραστεί ενάντια στην προέλευση, στην πρόοδο (αύξηση, εξέλιξη) και στην πάροδο διότι κάθε »ήταν« και »θα είναι« μας τραβά »προς τα έξω«, στον αδύνατο δεύτερο δρόμο, μας παρέλκει στην δίκρανη μυωπική ύβρη, διχάζει την μία, μεγάλη αλληλέχεια, την συνέχουσα συνήχηση (ΕΝ) του ΕΣΤΙΝ. [...]
Αυτά τα δύο κύρια σήματα τονίζουν την ολότητα και το ενιαίο του ΕΣΤΙΝ (ΜΟΥΝΟΜΕΛΕΣ), που δεν αναλύεται, δεν κατατάμεται σε μεμονωμένα μέλη, και την πληρότητά του (ΠΑΝ) που δεν διαστρωματώνεται και δεν διαβαθμίζεται, όπου το συνοπτικό σήμα »ΠΑΝ ΣΥΝΕΧΕΣ« συνδέει αυτά τα σήματα με τα κύρια σήματα του 15ου Κεφαλαίου σε μια μεγάλη συνέχεια του ΕΣΤΙΝ. Η μέρα δεν αποκόβεται από τη νύχτα, το σούρουπο και το χάραμα δεν κατανοούνται μέσα από μια ορισμένη, διαβαθμιζόμενη μίξη ημέρας-νύχτας.
Πρέπει να προσεχθεί η εποχική συσχέτιση των σημάτων »ΠΑΝ« και »ΜΟΥΝΟΜΕΛΕΣ« με την αρχαία ατομική θεωρία, όπως και το χάσμα ανάμεσα σ' αυτά τα σήματα και την αριστοτελική νόηση. [...]
Αυτά τα δυο κύρια σήματα χαρακτηρίζουν το ΕΣΤΙΝ με αποφασιστικό τρόπο. Το σήμα ΑΤΡΕΜΕΣ (ΑΚΙΝΗΤΟΝ) ενδεχομένως δεν εννοεί μια άκαμπτη ακινησία αλλά μια συμβαίνουσα ησυχία. Το ΕΙΝΑΙ, με ένα όχι κοινότοπο αλλά ευρύ νόημα, συμβαίνει ήσυχα. Αυτή η ησυχία κρατεί διαμέσου κάθε αλλαγής τόπου του ήλιου, της σελήνης και των άστρων, διαμέσου κάθε αλλαγής χρώματος του ουρανού, της γης και της θάλασσας, διαμέσου κάθε μετάπτωσης της παρουσίας σε απουσία, της απουσίας σε παρουσία. Πάνω από κάθε αλλαγή είναι ησυχία, »συντελεσμένη κίνηση«, δίχως αρχή, ατέλειωτη, χωρίς κυρίαρχο από πού και προς πού, χωρίς άλφα και ωμέγα. Το παντοτινά στίλβον κοσμικό παιχνίδι ησυχάζει στον εαυτό του, αναρχικό, ανεξάρτητο, »ΤΑΥΤΟΝ ΕΝ ΤΑΥΤΩΙ ΤΕ ΜΕΝΟΝ«, στην αξιόπιστη συνέπεια της μεγάλης αλληλέχειας αυτού του ταυτόσημου (ΤΟ ΑΥΤΟ): μια αξιόπιστη ταυτολογία, η οποία πάντως δεν ανταποκρίνεται στην συνηθισμένη μας κατανόηση της ταυτότητας. Ακόμα το κοσμικό πυρ του ΕΣΤΙΝ δεν συμβαίνει μόνο »τωρινά« αλλά και εδώδιμα, »εδώ«. Διότι τα απόντα είναι εδωνά παρόντα· παρ-όν θα πει και εδώ-ον. Όπου πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι και η κατανόηση του χώρου από τον Παρμενίδη και τους συγχρόνους του διόλου δεν ανταποκρίνονταν στην δική μας θεώρηση του χώρου (ως γεωμετρικού, τρισδιάστατου συστήματος συντεταγμένων). Το σήμα »ΑΥΘΙ« δεν ονόμαζε ένα σημείο του εδώ σ' έναν τέτοιο γεωμετρικό χώρο, όπως ούτε και το σήμα »ΝΥΝ« δεν ονόμαζε ένα σημείο του τώρα σ' έναν χρονικό άξονα. Ενδεχομένως μάλιστα τα δυο σήματα δεν είναι βασικά παρά μια νέα διατύπωση του ΤΟ ΑΥΤΟ, της μεγάλης αλληλέχειας του ΝΟΕΙΝ και ΕΙΝΑΙ: το ΕΙΝΑΙ συμβαίνει ΝΥΝ και ΑΥΘΙ: αχώριστα από το ανθρώπινο ΝΟΕΙΝ μας. Μ' αυτό ταιριάζει το ότι τα σήματα του ΕΣΤΙΝ που αριθμήθηκαν διευκρινίζονται συνολικά και δια του ότι ονομάζεται ένα »ΠΕΙΡΑΣ« ή ένας »ΔΕΣΜΟΣ« ο οποίος ΑΜΦΙ ΠΕΙΡΑΣΙ ΕΧΕΙ το ΕΟΝ. Όμως αυτό το πέρας διόλου δεν είναι χωρική-αντικειμενική περάτωση αλλά βεβαίως και πάλι τίποτε άλλο από το πέρας της σφαίρας του ΤΟ ΑΥΤΟ, ένα πέρας το οποίο οι θνητοί, στον τρίτο δρόμο, επιχειρούν να περάσουν, μάταια μεν, γιατί ο δεύτερος δρόμος, που υπολανθάνει στον τρίτο, είναι ολότελα άβατος, και τίποτα δεν υπάρχει έξω από τη σφαίρα. Το πέρας είναι μια τρυφερή και κρατερή περίληψη, σίγουρα όχι τοίχος φυλακής, μόνο ένα εμπόδιο ενάντια στο άμετρο, αλλά πολύ περισσότερο αρχή και πηγή της πληρότητας. Και γι' αυτό συμβαίνει το ΕΙΝΑΙ »ohne Fehl«: συντελεσμένο, »ΟΥΔ ΑΤΕΛΕΣΤΟΝ«, κι ας φαίνεται στους θνητούς ότι για παράδειγμα στη μέρα λείπει η νύχτα.
Σ' αυτούς τους στίχους, με την πυκνή σύνοψη, κλείνει ένας δεύτερος μεγάλος κύκλος [...]. Επίσης οδηγεί πίσω στις "ΔΟΞΑΣ" της μυωπικής ύβρεως στον "τριτο δρόμο", που είναι διαμετρικά αντίθετη προς τα σήματα. Αυτές οι δοξασίες (για παράδειγμα σχετικά με προέλευση και απέλευση, για "είναι και μη είναι", για αλλαγή τόπου και μεταβολή του χρώματος) ανταποκρίνονται πέρα για πέρα στην συνηθισμένη κατανόηση του είναι (το είναι ως προσωρινά σταθερή παρουσία αυτού κι εκείνου, ως κινητικότητα και έλλειψη), η οποία ενδεχομένως αμφισβητείται από τα ΣΗΜΑΤΑ. Οι ΔΟΞΑΙ των θνητών είναι οι ΔΟΞΑΙ τους σχετικά με το ΕΣΤΙΝ. Εκτός αυτού εδώ - σχεδόν παρεμπιπτόντως - πρόκειται και για τη γλώσσα. Καθότι αυτό, ως προς το οποίο οι θνητοί, σύμφωνα μ' εκείνες τις ΔΟΞΑΙ, "ΚΑΤΕΘΕΝΤΟ", τα δεδομένα του κόσμου - προπάντων η βασική διαφορά ημέρα/νύχτα -, "ΠΑΝΤ' ΩΝΟΜΑΣΤΑΙ", και αυτή η καθολική ονομασία συμβαίνει »ΤΩΙ", αντίστοιχα με όσα ειπώθηκαν στους προηγούμενους στίχους σχετικά με τούτο το ταυτόσημο και "παραέξω μηδέν". Όμως αυτή η ονομασία διόλου δεν είναι απλώς αυθαίρετη ετικέττα και κωδικοποίηση των πραγμάτων. Πολύ περισσότερο στον Παρμενίδη το όνομα ενδεχομένως ήταν ακόμα καλούσα, δεικνύουσα λέξη. Η εποχική μεταβολή που στον Μεσαίωνα οδήγησε στον "νομιναλιστικό" χωρισμό ονόματος και πράγματος, ακόμα μέλλονταν. Όμως ένας καλών, δεικνύων λόγος βρίσκεται και πολύ εγγύτερα στο ΝΟΕΙΝ απ' ό,τι η λεγόμενη απόφανση η οποία, από τον Αριστοτέλη και έκτοτε, καθορίζει τη θεώρησή μας της γλώσσας. Τούτο [...] επιβεβαιώνεται και από την πρωτογενή σημασία των λέξεων που χρησιμοπούνται από τον Παρμενίδη για τον λόγο. Όταν λοιπόν τούτο το ταυτόσημο (ΤΟ ΑΥΤΟ) κάνει να αλληλέχονται ΝΟΕΙΝ και ΕΙΝΑΙ, τότε το ίδιο ισχύει και για ΦΑΣΘΑΙ και ΕΙΝΑΙ. ΤΟ ΑΥΤΟ είναι ΠΕΦΑΤΙΣΜΕΝΟΝ στο ΕΟΝ. Το στίλβον συμβάν-είναι είναι πέρα για πέρα γλωσσικό συμβάν που καθορίζει τη συνήχηση ΝΟΕΙΝ/ΕΙΝΑΙ και ΦΑΣΘΑΙ αφενός, τη συνήχηση ημέρας και νύχτας (κλπ.) αφετέρου (η παρούσα νύχτα αφηγείται την απούσα ημέρα). Στη συσχέτιση του σήματος »ΠΕΦΑΤΙΣΜΕΝΟΝ« με την ονομασία στον τρόπο της ΔΟΞΑΣ ακόμα ο πρώτος και ο τρίτος δρόμος κρυφά εφάπτονται επίσης.
Όσον αφορά τη θεώρηση της γλώσσας στον Παρμενίδη και τους συγχρόνους του, στην εποχική οπτική βρισκόμαστε εμπρός σε μια κατάσταση παρόμοια μ' αυτήν του χρόνου και του χώρου. Ενδεχομένως οι προσωκρατικοί διέμεναν σε μια τελείως άλλη κατανόηση της γλώσσας απ' αυτήν που εμείς έχουμε συνηθίσει. Και πάλι εδώ η κριτική του Wiederum kann uns hier Heidegger στην σύλληψή μας της γλώσσας, με τις ρίζες της να ανάγονται μέχρι τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη (γλώσσα ως μέσο πληροφορίας και επικοινωνίας, ως έκφραση και σημειοδότηση), μπορεί να μας διευκολύνει την πρόσβαση, αν και πρέπει να προσέξουμε να μην ερμηνεύσουμε τους Προσωκρατικούς προσάπτοντάς τους επιπόλαια τη νόηση του Heidegger.