Απο το: "Η ρηση του Αναξιμανδρου"

Der Spruch des Anaximander (1946)




Martin Heidegger, Από το Η ρήση του Αναξιμανδρου 1

[353] Η ρήση, σύμφωνα με το εικαζόμενο γνήσιο κείμενο, είναι:

...κατα το χρεων· διδοναι γαρ αυτα δικην και τισιν αλληλοις της αδικιας.

Στην τρέχουσα μεταφραση:

«... σύμφωνα με την αναγκη· διότι πληρώνουν το ένα στο αλλο με ποινή και πρόστιμο για την αδικία τους.»

Η ρήση αποτελείται από δυο προτασεις· από την πρώτη έχουν διατηρηθεί μόνο οι τελευταίες λέξεις. Ξεκινούμε με την διευκρίνιση της δεύτερης πρότασης.

Το αυτα αναφέρεται σε ό,τι ονομαζεται στην προηγούμενη πρόταση. Το μόνο δυνατό εννοούμενο είναι: τα οντα, τα παρόντα εν συνόλω, τα παροντικα και μη παροντικα στην α-λήθεια παρόντα. Εαν τούτο ονομαζεται ρητα και με την λέξη εοντα ή όχι, πρέπει να μείνει ανοιχτό λόγω της αβεβαιότητας του κειμένου. Το αυτα ονομαζει όλα τα παρόντα, τα οποία ουσιαζονται με τον τρόπο του εύ-καιρου: θεούς και ανθρώπους, ναούς και αστη, θαλασσα και γη, αετό και φίδι, δέντρο και θαμνο, ανεμο και φως, πέτρα και αμμο, μέρα και νύχτα. Τα παρόντα αλληλέχονται στο ένα της παρ-ουσίασης, καθώς το ένα παρ-ουσιαζεται στο αλλο στον καιρό του, καίρια μεταξύ τους. Αυτα τα πολλα (πολλα) δεν είναι η απαρίθμηση επιμερισμένων αντικειμένων, πίσω από τα οποία υπαρχει κατι το οποίο τα περιλαμβανει εννοιολογικα. Πολύ περισσότερο, στην παρ-ουσίαση ως αυτήν τούτη κρατεί η προσαλληλη καίριση μιας λήθιας περισυλλογής. Γι’ αυτό ο Ηρακλειτος, διαβλέποντας αυτήν την περισυλλέγουσα-ενούσα και α-ληθεύουσα ουσίαση στην παρ-ουσίαση, την ονομαζει το εν (το Είναι των όντων), τον λογον.

[354] Όμως πώς εμπειραται ο Αναξίμανδρος το όλον των παρόντων τα οποία, μεταξύ τους εύκαιρα[1], έχουν έρθει στην α-λήθεια; Τι διατρέχει κατα βαθος παντού τα παρόντα; Το λέει η τελευταία λέξη της ρήσης (...): η αδικια. Την μεταφραζουν κυριολεκτικα, «η αδικία». Όμως τούτο το κυριολεκτικό είναι ήδη και πιστό; Αυτό θέλει να πει: Προσέχει η μεταφραζουσα λέξη αυτό το οποίο στην ρήση έρχεται στη γλώσσα; Στέκει το αυτα, το όλον των εύκαιρα στην α-λήθεια παρόντων, εμπρός στα ματια;

Κατα πόσον είναι τα εύκαιρα παρόντα στην αδικία; Τι στα παρόντα είναι αδικο; Το δίκαιο των παρόντων δεν είναι ότι αυτα είναι καθε φορα εύκαιρα και καιρίζουν κι έτσι εκπληρώνουν την παρ-ουσίαση τους;

Η λέξη α-δικια καταρχήν λέει πως η δίκη λείπει. Η δίκη συνηθίζεται να μεταφραζεται με «δίκαιο». Μαλιστα στις μεταφρασεις της ρήσης υπαρχει γι’ αυτήν «ποινή». Εαν κρατήσουμε μακρια τις νομικές-ηθικές μας παραστασεις, εαν κρατηθούμε απ’ αυτό το οποίο φέρεται σε γλώσσα, τότε η αδικία λέει πως, όπου κρατεί, ένα πραγμα δεν είναι δίκαιο. Αυτό σημαίνει: κατι δεν αρμόζει. Όμως για πιο πραγμα γίνεται λόγος; Για τα εύ-καιρα παρόντα. Όμως πού στα παρόντα υπαρχει αρμογή; Πού εδώ έχει καν μια αρμογή; Πώς μπορούν τα παρόντα να είναι δίχως αρμογή, αδικα, δηλαδή αναρμοστα;

Η ρήση το λέει σαφώς: τα παρόντα είναι στην αδικια, δηλαδή αναρμοστα. Όμως αυτό δεν μπορεί να σημαίνει ότι δεν είναι πλέον παρόντα. Όμως ούτε και λέει μόνο ότι τα παρόντα είναι αναρμοστα περιστασιακα, ή ίσως ως προς μια καποια από τις ιδιότητες τους. Η ρήση λέει: Τα παρόντα ως τα παρόντα, τα οποία είναι, είναι αναρμοστα. Στην παρ-ουσίαση ως αυτήν τούτη πρέπει να ανήκει η αρμογή, μαζί με την δυνατότητα να είναι αναρμοστη. Τα παρόντα είναι τα εκαστοτε καιρίζοντα. Ο καιρός ουσιαζεται ως η παροδική έλευση προς την

[355] απέλευση. Ο καιρός ουσιαζεται μεταξύ εμφανισης και αφανισμού. Μεταξύ αυτής της δίπτυχης απ-ουσίας ουσιαζεται η παρ-ουσίαση καθε καιρίζοντος. Σ’ αυτό το μεταξύ αρμόζονται τα εύ-καιρα. Αυτό το μεταξύ είναι η αρμογή, σύμφωνα με την οποία τα καιρικα είναι αρμοσμένα από την επέλευση στην απέλευση. Η παρ-ουσίαση των καιρικών προωθείται στο επί της επέλευσης και προωθείται στο από της απέλευσης. Και προς τις δυο κατευθύνσεις η παρ-ουσίαση είναι αρμοσμένη στην απουσία. Η παρ-ουσίαση ουσιαζεται σε μια τέτοια αρμογή. Τα παρόντα εμ-φαίνονται στην εμφανιση και παρ-έρχονται στον αφανισμό, μαζί και τα δυο, και μαλιστα καθόσον καιρίζουν. Ο καιρός ουσιαζεται στην αρμογή.

Τότε όμως τα εύ-καιρα όντως είναι στην αρμογή της παρ-ουσίασής τους και, έτσι μπορούμε να πούμε τώρα, διόλου στο αναρμοστο, διόλου στην αδικία. Μόνο που η ρήση αυτό λέει. Μιλα μέσα από την ουσιακή εμπειρία ότι η αδικία είναι το θεμελιακό στοιχείο των εοντων.

Τα εύ-καιρα ως καιρίζοντα ουσιαζονται στην αρμογή, η οποία αρμόζει την παρ-ουσίαση σε μια δίπτυχη απουσία. Όμως, ως τα παρόντα, τα εύ-καιρα, ακριβώς αυτα και μόνον αυτα, μπορούν στον καιρό τους συναμα και να μένουν στον καιρό τους. Τα επελθόντα μπορούν μαλιστα να εμμένουν στον καιρό τους, μόνο και μόνο για να μείνουν παροντικότερα με την έννοια του μόνιμου. Τα εύ-καιρα εμμένουν στην παρ-ουσίαση τους. Μ’ αυτήν την μορφή αποσπούν τον εαυτό τους από τον παροδικό του καιρό. Εξαπλώνονται στην ιδιοτροπία της εμμονής. Δεν λαμβανουν υπόψη τους τα αλλα παρόντα. Σαν αυτό να ήταν η καίριση, ακαμπτα εννοούν να εμμένουν στην μονιμότητα.

Τα παρόντα, ουσιαζόμενα στον καιρό, εξέρχονται απ’ αυτόν και είναι, ως τα εύ-καιρα, αν-αρμοστα. Καθε εύ-καιρο βρίσκεται στο αν-αρμοστο. Στην παρ-ουσίαση των παρόντων, στο εον των εοντων, ανήκει η αδικια. Τότε τούτο, το να βρίσκονται στο αναρμοστο, θα ήταν η ουσίαση όλων των παρόντων. Έτσι στην πρώιμη ρήση της νόησης θα εμφανίζονταν το απαισιόδοξο της ελληνικής εμπειρίας του Είναι, για να μην πούμε το μηδενιστικό.

[356] Όμως λέει η ρήση ότι η ουσίαση των παρόντων συνίσταται στο αν-αρμοστο; Το λέει και δεν το λέει. Η ρήση ονομαζει μεν το αν-αρμοστο ως το θεμελιακό στοιχείο των παρόντων, όμως μόνον για να πει:

διδοναι γαρ αυτα δικην ... της αδικιας

«Πρέπει να εκτίσουν», μεταφραζει ο Nietzsche· «πληρώνουν ποινή», μεταφραζει ο Diels, «για την αδικία τους». Όμως για πληρωμή δεν γίνεται λόγος πουθενα, ούτε και για τιμωρία και έκτιση, ούτε και για το ότι κατι είναι αξιόποινο, ή ακόμη και πρέπει να υποστεί εκδίκηση σύμφωνα με την γνώμη εκείνων για τους οποίους καταρχήν η εκδίκηση ισχύει ως δικαιοσύνη.

Εντωμεταξύ η ασυλλόγιστα ειπωμένη «αδικία των πραγματων» διευκρινίστηκε μέσα από την εννοηθείσα ουσίαση των εύ-καιρα παρόντων ως το αν-αρμοστο στην καίριση. Το αν-αρμοστο συνίσταται στο ότι το εύ-καιρο επιδιώκει ακαμπτα να μείνει στον καιρό με την έννοια του απλώς μόνιμου. Η καίριση ως εμμονή, εννοημένη μέσα από την αρμογή του καιρού, είναι η αντίσταση χαριν της απλής συνέχισης. Στην παρ-ουσίαση καθεαυτήν, η οποία καιρίζει την παραμονή των παρόντων στην περιοχή της α-λήθειας, η μονιμοποίηση αντιστέκεται. Δι’ αυτής της αντίστασης στον καιρό το εύ-καιρο εμμένει στην απλή μονιμότητα. Τότε τα παρόντα ουσιαζονται δίχως την αρμογή του καιρού και εναντια σ’ αυτήν. Η ρήση δεν λέει ότι τα εύκαιρα παρόντα χανονται στο αν-αρμοστο. Η ρήση λέει ότι το εύ-καιρο, ως προς το αν-αρμοστο, διδοναι δικην, δίνει αρμογή.

Τι θα πει εδώ δίνω; Πώς μπορεί το εύ-καιρο, το οποίο ουσιαζεται στο αν-αρμοστο, να δίνει αρμογή; Μπορεί να δίνει κατι που δεν έχει; Εαν δίνει την αρμογή, δεν την παραδίδει καπου; Πού και πώς δίνουν τα εύκαιρα παρόντα αρμογή; Πρέπει να ερωτήσουμε σαφέστερα, δηλαδή μέσα από το πραγμα.

Πως γίνεται τα παρόντα ως αυτα τούτα να δίνουν την αρμογή της παρ-ουσίασης τους; Το εδώ ονομαζόμενο δίνω μπορεί να έγκειται μόνον στον τρόπο της παρ-ουσίασης. Δίνω δεν είναι μόνον παραδίδω. Πηγαιότερο είναι το δίνω με την έννοια του αποδίδω. Ένα τέτοιο δίνω

[357] αφήνει σ’ ένα αλλο να του ανήκει αυτό, το οποίο ως ανήκον του προσιδιαζει. Αυτό το οποίο ανήκει στα παρόντα, είναι η αρμογή του καιρού τους, η οποία τα αρμόζει σε προέλευση και καταληξη. Στην αρμογή τα εύ-καιρα διατηρούν τον καιρό τους. Έτσι δεν τείνουν πέρα, στο αν-αρμοστο της απλής εμμονής. Η αρμογή ανήκει στα εύ-καιρα, τα οποία ανήκουν στην αρμογή. Η αρμογή είναι η αρμονία.

Η δικη, εννοημένη μέσα από το Είναι ως παρ-ουσίαση, είναι η αρμονίζουσα-αρμόζουσα Αρμονία. Η αδικια, το αν-αρμοστο, είναι η Δυσ-αρμονία. Αναγκαίο παραμένει μόνο να εννοήσουμε αυτήν την με κεφαλαία γραμμένη λέξη και στην πλήρη της λεκτική δύναμη κατα τρόπον κεφαλαιώδη.

Τα εύ-καιρα παρόντα παρ-ουσιαζονται καθόσον καιρίζουν, καιρίζοντας επ-έρχονται και παρ-έρχονται, καιρίζοντας εμμένουν στην αρμογή της παρόδου από προέλευση σε καταληξη. Αυτή η ευκαιρίζουσα εμμονή στην παροδο είναι η εναρμοσμένη μονιμότητα των παρόντων. Αυτή ακριβώς δεν εμμένει στην απλή επιμονή. Δεν περιπίπτει στο αν-αρμοστο. Απαλύνει την δυσ-αρμονία. Τα εύ-καιρα, καιρίζοντας τον καιρό τους, αφήνουν την ουσίαση τους ως την παρ-ουσίαση να ανήκει[2] στην αρμονία. Το διδοναι ονομαζει αυτήν την αφεση στο να ανήκει.

Η παρ-ουσίαση των εύκαιρων παρόντων δεν εμμένει στην αδικια, εκλαμβανόμενη αφεαυτής, στην δυσ-αρμονία, αλλα στο διδοναι δικην ... της αδικιας, στο ότι τα παρόντα παλι και παλι αφήνουν την αρμονία να ανήκει. Τα παροντικα παρόντα δεν παρεμβαλλονται αποκομμένα μεταξύ των μη παροντικα παρόντων. Τα παροντικα παρόντα είναι τα παροντικα, καθόσον αφήνονται να ανήκουν στα μη παροντικα:

διδοναι...αυτα δικην...της αδικιας

αφήνουν αυτα, αυτα καθαυτα, να ανήκει αρμονία (στην απαλυνση) της δυσ-αρμονίας. Η εμπείρωση των όντων στο Είναι τους, η οποία εδώ έρχεται σε γλώσσα, δεν είναι απαισιόδοξη και δεν είναι μηδενιστική· και ούτε είναι αισιόδοξη. Παραμένει τραγική.[3] Κι αυτό είναι μεγαλη κουβέντα. Όμως ενδεχομένως θα ιχνηλατήσουμε την ουσίαση του τραγικού εαν δεν το εξηγήσουμε ψυχολογικα και αισθητικα, αλλα πρώτα εαν διανοηθούμε τον τρόπο της ουσίασης του,

[358] το Είναι των όντων, εννοώντας το διδοναι δικην ... της αδικιας.

Τα εύκαιρα παρόντα, τα εοντα, παρ-ουσιαζονται καθόσον αφήνουν ν’ ανήκει αρμόζουσα αρμονία. Σε τι ανήκει η αρμονία της αρμογής, και προς τι ανήκει αυτή; Πότε δίνουν τα εύ-καιρα παρόντα αρμονία, και με ποιον τρόπο; Η ρήση σχετικα δεν λέει αμεσα τίποτε, τουλαχιστον στο σημείο που μέχρι τώρα διανοηθήκαμε τις λέξεις της. Εαν όμως προσέξουμε τα ακόμη αμεταφραστα, τότε μοιαζει να λέει σαφώς, σε ποιον ή σε τι απευθύνεται το διδοναι:

διδοναι γαρ αυτα δικην και τισιν αλληλοις

Τα εύ-καιρα παρόντα αφήνουν να ανήκει αρμονία αλληλοις, το ένα στο αλλο. Έτσι συνηθίζεται παντού να διαβαζουν το κείμενο. Αναφέρουν το αλληλοις στο δικην και τισιν, στην περίπτωση που το παρασταίνουν καν σαφέστερα και το ονομαζουν επί τούτου, όπως ο Diels, ενώ ο Nietzsche στην μεταφραση μαλιστα το προσπερνα. Μου φαίνεται όμως ότι η αμεση αναφορα του αλληλοις στο διδοναι δικην και τισιν δεν είναι ούτε γλωσσικα αναγκαία και προπαντων ούτε εκ των πραγματων δικαιωμένη. Εξ ου και μένει να ερωτηθεί πρώτα εκ των πραγματων, εαν και το αλληλοις μπορεί να αναφερθεί αμεσα στην δικην ή πολύ περισσότερο στην αμεσα προηγούμενη τισιν. Η σχετική απόφαση εξαρταται και από το πώς μεταφραζουμε το μεταξύ δικην και τισιν ευρισκόμενο και. Όμως τούτο καθορίζεται από αυτό το οποίο εδώ η τισις λέει.

Συνηθίζεται να μεταφραζουν το τισις με έκτιση. Έτσι είναι ευνόητο να ερμηνεύεται το διδοναι ως πληρωμή. Τα εύ-καιρα παρόντα πληρώνουν πρόστιμο, το καταθέτουν ως ποινή (δικη). Το δικαστήριο είναι πλήρες, καθώς δεν λείπει ούτε η αδικία, για την οποία βέβαια κανείς δεν μπορεί να πει κατι που να στέκει, σε τι αυτή να συνίσταται.

τισις μπορεί μεν να σημαίνει πρόστιμο, δεν πρέπει όμως, διότι μ’ αυτό δεν ονομαζεται η ουσιακή και πηγαία σημασία. Διότι τισις είναι το σέβας. Σέβομαι κατι θα πει: το τιμώ, και έτσι ικανοποιώ το τιμώμενο ως προς αυτό το οποίο είναι.

[359] Η ουσιακή συνέπεια της εκ-τίμησης, η ικανοποίηση, στο καλό μπορεί να συμβεί ως ευεργεσία, σχετικα με το κακό όμως ως πρόστιμο. Και παλι η απλή διευκρίνιση της λέξης δεν μας φέρνει στο πραγμα της λέξης στη ρήση, εαν δεν την εννοήσουμε, όπως με την αδικια και δικη, μέσα από το πραγμα το οποίο στην ρήση έρχεται σε γλώσσα.

Σύμφωνα μ’ αυτήν αυτα (τα εοντα), οι εκαστοτε ουσιαζόμενες ουσιασεις, βρίσκονται στην δυσ-αρμονία. Καιρίζοντας, μένουν στον καιρό τους. Επιμένουν. Διότι κατα την παροδο από την προέλευση στην καταληξη περνούν τον καιρό διστακτικα. Επιμένουν: κρατούνται από τον εαυτό τους. Καθόσον τα εύ-καιρα καιρίζοντας επιμένουν, επιμένοντας ακολουθούν συναμα την κλίση να επιμένουν σ’ αυτήν την επιμονή (...). Άκαμπτα καθηλώνονται στην μόνιμη διαρκεια και δεν στρέφονται στην δικη, στην αρμονία του καιρού.

Όμως έτσι και καθε καίριο ήδη επεκτείνεται εις βαρος του αλλου. Κανένα δεν σέβεται την καίρια ουσίαση του αλλου. Τα εύ-καιρα είναι αδιαφορα το ένα για το αλλο, το καθένα τους παντα μέσα από την επιδίωξη της επιμονής η οποία κρατεί στην καιρίζουσα παρ-ουσίαση καθεαυτήν και συνισταται απ' αυτήν. Γι’ αυτό τα εύ-καιρα δεν χανονται στην απλή αδιαφορία. Αυτή η ίδια τα ωθεί στην επιμονή, ώστε ακόμη να παρ-ουσιαζονται ως παρόντα. Το παρόν εν συνόλω δεν διαμελίζεται στο απλώς αδιαφορο μεμονωμένο και δεν διασκεδαζεται στο ανυπόστατο. Πολύ περισσότερο, έτσι λέει τώρα η ρήση:

διδοναι ... τισιν αλληλοις

αυτα, τα εύ-καιρα αφήνουν το ένα στο αλλο ν’ ανήκει: το ενδιαφέρον του ενός για το αλλο. Η μεταφραση του τισις με ενδιαφέρον θα έπιανε περισσότερο την ουσιακή σημασία του σέβους και της εκτίμησης. Θα ήταν εννοημένη εκ των πραγματων, από την παρ-ουσίαση των εύ-καιρων. Όμως για μας η λέξη ενδιαφέρον ονομαζει υπερβολικα αμεσα την ανθρώπινη ουσίαση, ενώ η τισις λέγεται ουδέτερα, καθότι ουσιαστικότερα, για όλα τα παρόντα: αυτα (τα εοντα). Στην λέξη μας ενδιαφέρον δεν λείπει μόνο η

[360] αναγκαία ευρύτητα, αλλα προπαντων η βαρύτητα, ώστε ως μεταφραζουσα λέξη για την τισις να μιλήσει μέσα στην ρήση ανταποκρινόμενη στην δίκη ως την αρμονία.

(...) μιλούμε, σε ανταπόκριση προς την δικη, για την τισις ως την απότιση.

Καθόσον τα εύ-καιρα δεν διασκεδαζονται πλήρως στην ανευ ορίων ιδιοτροπία της επεκτατικότητας στην απλώς επιμένουσα εμμονή στο ίδιον, ώστε έτσι με την ίδια έξη να αλληλοαπωθούνται από τα παροντικα παρόντα, αφήνουν να ανήκει αρμονία, διδοναι δικην.[4]

Καθόσον τα εύ-καιρα δίνουν αρμονία, ήδη μ’ αυτό αφήνουν συναμα, στην μεταξύ τους αναφορα, το καθε ένα για το αλλο να ανήκει απότιση, διδοναι .. και τισιν αλληλοις. Πρώτα όταν ήδη εννοήσουμε τα εοντα ως τα παρόντα, και αυτα ως το όλον των εύ-καιρων, η νόηση προσαπτει στο αλληλοις εκείνο που αυτό ονομαζει στην ρήση: ένα εκαστοτε καιρίζον στην παρ-ουσίαση προς το αλλο καιρίζον εν μέσω της ανοιχτής περιοχής

[361] της α-λήθειας. Όσο δεν εννοούμε τα εοντα, το αλληλοις μένει το όνομα για μια ακαθόριστη αμοιβαία αναφορα εν μέσω μιας συγκεχυμένης ποικιλομορφίας. Όσο αυστηρότερα στο αλληλοις εννοούμε την ποικιλομορφία των εύ-καιρων, τόσο γίνεται σαφέστερη η αναγκαία αναφορα του αλληλοις στο τισις. Όσο σαφέστερα προβαλλει αυτή η αναφορα, τόσο καθαρότερα αναγνωρίζουμε ότι το διδοναι ... τισιν αλληλοις, το δίνουν απότιση το ένα στο αλλο, είναι ο τρόπος που τα εύ-καιρα ως παρόντα καιρίζουν καθόλου, δηλαδή, διδοναι δικην, δίνουν αρμονία. Το και μεταξύ των δικην και τισιν δεν είναι καποιο κενό και απαριθμούν «και». Σημαίνει το ουσιακό επακόλουθο. Όταν τα παρόντα δίνουν αρμονία, τότε αυτό συμβαίνει κατα τρόπον ώστε αυτα ως τα εύ-καιρα δίνουν μεταξύ τους απότιση. Η απαλυνση της δυσ-αρμονίας συμβαίνει βασικα με την αφεση της απότισης να ανήκει. Αυτό θα πει: στην αδικια έγκειται ως ουσιακό επακόλουθο της δυσαρμονίας η μη-απότιση.

διδοναι ... αυτα δικην και τισιν αλληλοις της αδικιας

... αφήνουν το ένα στο αλλο ν’ ανήκει αρμονία κι έτσι επίσης απότιση (στην απαλυνση) της δυσ-αρμονίας.

Η αφεση να ανήκει, όπως λέει το και, είναι μια διττή. Διότι η ουσίαση των εοντα καθορίζεται διττα. Τα εύ-καιρα παρ-ουσιαζονται μέσα από την αρμογή μεταξύ προβολής από την προέλευση και έκλειψης στην καταληξη. Ουσιαζονται στο μεταξύ μιας διττής απουσίας. Τα εύ-καιρα παρ-ουσιαζονται στο εκαστοτε ευ του καιρού τους. Παρ-ουσιαζονται ως τα παροντικα παρόντα. Στην προοπτική του καιρού τους δίνουν απότιση, και μαλιστα το ένα καίριο στο αλλο. Όμως τα παρόντα σε τι αφήνουν την αρμονία της αρμογής να ανήκει;

Σ’ αυτήν την ερώτηση η δεύτερη πρόταση της ρήσης, που διευκρινίστηκε τώρα, δεν απαντα. Όμως η πρόταση μας νεύει προς κατι· διότι ακόμη παρακαμψαμε μια λέξη: διδοναι γαρ αυτα ... καθότι αφήνουν ν’ ανήκει ... Το γαρ, διότι, καθότι, εισαγει μια δικαιολογία. Οπωσδήποτε η δεύτερη πρόταση διευκρινίζει

[362] κατα πόσον αυτό που λέγεται στην προηγούμενη πρόταση συμπεριφέρεται έτσι όπως λέγεται.

Τι λέει η δεύτερη πρόταση της ρήσης που μεταφραστηκε; Λέει για τα εοντα, για τα παρόντα, ότι ως τα εύ-καιρα έχουν απολυθεί στην δίχως απότιση δυσ-αρμονία, και ότι ως τα έτσι παρόντα απαλύνουν την δυσ-αρμονία αφήνοντας το ένα στο αλλο να ανήκει αρμονία και απότιση. Αυτή η αφεση να ανήκει είναι ο τρόπος με τον οποίο τα εύ-καιρα μένουν στον καιρό, και έτσι παρ-ουσιαζονται ως τα παρόντα. Η δεύτερη πρόταση της ρήσης ονομαζει τα παρόντα στον τρόπο της παρ-ουσίασης τους. Η ρήση λέει για τα παρόντα ως προς την παρ-ουσίασή τους. Αυτήν την θέτει στην φωτεινότητα του νοηθέντος. Η δεύτερη πρόταση δίνει την διευκρίνιση για την παρ-ουσίαση[5] των παρόντων.

Γι’ αυτό η πρώτη πρόταση πρέπει να ονομαζει την παρ-ουσίαση καθεαυτήν, και μαλιστα καθόσον καθορίζει τα παρόντα ως αυτα τούτα· διότι μόνον τότε και μόνον μέχρις αυτού του σημείου μπορεί αντιστρόφως η δεύτερη πρόταση, στην αναφορα της δια του γαρ πίσω στην πρώτη, ερχόμενη από τα παρόντα να διευκρινίσει την παρ-ουσίαση. Η παρ-ουσίαση είναι, σε αναφορα με τα παρόντα, παντα αυτό, σύμφωνα με το οποίο τα παρόντα παρ-ουσιαζονται. Η πρώτη πρόταση ονομαζει την παρ-ουσίαση, σύμφωνα με την οποία ... Από την πρώτη πρόταση έχουν διατηρηθεί μόνον οι τρεις τελευταίες λέξεις:

... κατα το χρεων

Μεταφραζουν: «κατα την αναγκη». Καταρχήν αφήνουμε το χρεων αμεταφραστο. Αλλα και έτσι ακόμη, ήδη μέσα από την διευκρινισθείσα πρόταση και από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρεται πίσω στην πρώτη, μπορούμε σχετικα με το χρεων να εννοήσουμε δυο πραγματα. Πρώτον, ότι ονομαζει την παρ-ουσίαση των παρόντων, και δεύτερον, ότι στο χρεων, εαν εννοεί την παρ-ουσίαση των παρόντων, καπως εννοείται η αναφορα της παρ-ουσίασης στα παρόντα, εφόσον η αναφορα του Είναι στα όντα μπορεί να έρχεται μόνον από το Είναι και έγκειται στην ουσίαση του Είναι.

(...)

[363] Τα εύ-καιρα παρόντα καιρίζουν κατα το χρεων. Όπως και να πρέπει να εννοήσουμε το χρεων, η λέξη είναι το πρωιμότατο όνομα για το εννοούμενο εον των εοντα· το χρεων είναι το παλαιότατο όνομα στο οποίο η νόηση φέρνει σε γλώσσα το Είναι των όντων.

Τα εύ-καιρα παρόντα παρ-ουσιαζονται καθώς απαλύνουν την δίχως απότιση δυσ-αρμονία, την αδικια, η οποία κρατεί ως ουσιακή έφεση στην καίριση καθεαυτήν. Παρ-ουσίαση των παρόντων είναι μια τέτοια απαλυνση. Αυτή επιτελείται δια του ότι τα εύ-καιρα αφήνουν ν’ ανήκει αρμονία κι έτσι απότιση του ενός στο αλλο. Η απαντηση στην ερώτηση, σε τι ανήκει η αρμονία, έχει δοθεί. Η αρμονία ανήκει σ’ αυτό, κατα το οποίο παρ-ουσίαση, και τούτο θα πει απαλυνση, ουσιαζεται. Η αρμονία είναι κατα το χρεων. Μ’ αυτό φωτίζεται, έστω και καταρχήν από πολύ μακρια, η ουσίαση του χρεων. Εαν τούτο ως η ουσίαση της παρ-ουσίασης αναφέρεται ουσιακα στα παρόντα, τότε πρέπει σ’ αυτήν την αναφορα να έγκειται, ότι το χρεων εναρμονίζει την αρμονία, κι έτσι επίσης την απότιση. Το χρεων εναρμονίζει το ότι κατ' αυτό τα παρόντα αφήνουν να ανήκει αρμονία και απότιση. Το χρεων αφήνει στα παρόντα να επέλθει μια τέτοια εναρμόνιση, κι έτσι τους μοιραζει τον τρόπο της έλευσης τους ως τον καιρό των εύ-καιρων.

Τα παρόντα παρ-ουσιαζονται καθόσον απαλύνουν το δυσ- στην δυσαρμονία, το α- της αδικιας. Αυτό το από της αδικιας ανταποκρίνεται στο κατα του χρεων. Το μεταβατικό γαρ στην δεύτερη πρόταση τανύζει το τόξο από την μια στην αλλη.

Μέχρις εδώ επιχειρήσαμε να εννοήσουμε μόνον αυτό το οποίο το χρεων, σύμφωνα με την πίσω σ’ αυτό αναφερόμενη δεύτερη πρόταση της ρήσης, ονομαζει, δίχως να ερωτηθούμε για την λέξη καθεαυτήν. Τι σημαίνει το χρεων; (...)

[365] Συνηθίζουν να μεταφραζουν την λέξη χρεων με «αναγκαιότητα». Μ’ αυτό εννοούν το αναγκαστικό, το αναπόδραστο [366] πρέπει. Όμως πλανώμαστε όταν παραμένουμε αποκλειστικα σ αυτήν την δευτερεύουσα σημασία. Στο χρεων υπαρχει το χραω, χραομαι. Από εδώ μέσα μιλα η χειρ, το χέρι· χραω θα πει: χειρί-ζομαι κατι, τείνω προς αυτό, επιλαμβανομαι αυτού και το επί-χειρώ. Έτσι το χραω σημαίνει συγχρόνως: δίνω στο χέρι, εγχειρίζω, και έτσι χρεώνω, επαφήνω σε ένα ανήκει. Όμως τέτοια χρέωση είναι του είδους όπου την επαφεση την κρατεί στο χέρι, και μαζί της το επαφιέμενο.

Επομένως στην μετοχή χρεων πρωταρχικα δεν ονομαζεται κανένας καταναγκασμός και κανένα πρέπει. Ούτε και σημαίνει η λέξη καταρχήν και γενικα μια έγκριση και ταξινόμηση.

Κι εαν επιπλέον προσέξουμε ότι για μας η λέξη πρέπει να εννοηθεί μέσα από την ρήση του Αναξίμανδρου, τότε η λέξη μπορεί να ονομαζει μόνον αυτό που ουσιαζεται στην παρ-ουσίαση των παρόντων, κι έτσι την σχέση η οποία στην γενική αναγγέλλεται μαλλον σκοτεινα. Τότε το χρεων είναι ο εγχειρισμός της παρ-ουσίασης, κατα τον οποίον εγχειρισμό η παρ-ουσίαση χρεώνεται στα παρόντα, κι ακριβώς έτσι κρατεί τα παρόντα στο χέρι, που θα πει, τα τηρεί στην παρ-ουσίαση.

Η σχέση με τα παρόντα, η οποία κρατεί στην ουσίαση της παρ-ουσίασης καθεαυτήν, είναι μια μοναδική. Διόλου δεν μπορεί να συγκριθεί με οποιαδήποτε αλλη σχέση. Ανήκει στην μοναδικότητα του Είναι καθαυτό. Έτσι η γλώσσα, για να ονομασει το ουσιαζον του Είναι, θα έπρεπε να εύρει μια μοναδική, την μοναδική λέξη. Από εδώ μπορεί να προσμετρηθεί πόσο απότολμη είναι καθε νοούσα λέξη η οποία καταλογίζεται στο Είναι. Και παλι αυτό το απότολμο δεν είναι κατι το αδύνατο· διότι το Είναι μιλα κατα τον πλέον διαφορετικό τρόπο παντού και παντα μέσα από καθε μίλημα. Η δυσκολία δεν έγκειται τόσο πολύ στο να ευρεθεί με την νόηση η λέξη του Είναι, αλλα προπαντων στο να κρατηθεί η ευρεθείσα λέξη καθαρα μέσα στην ιδίως νόηση.

Ο Αναξίμανδρος λέει: το χρεων. (...) Αποτολμούμε μια μεταφραση, η οποία ακούγεται να ξενίζει, και καταρχήν μένει παρανοήσιμη: το χρεων το χρέος.

(...)

[368] Το χρέος χρεώνει στα παρόντα την παρ-ουσίαση τους, δηλαδή την καίριση. Το χρέος προσμοιραζει στα παρόντα την μοίρα του καιρού τους. Ο εκαστοτε προσμοιραζόμενος καιρός των καίριων έγκειται στην αρμογή, η οποία παροδικα αρμόζει τα παρόντα μεταξύ της διττής απ-ουσίας (προέλευση και καταληξη). Η αρμογή του καιρού από-τελειώνει και από-περατώνει τα παρόντα ως αυτα τούτα. Τα εύ-καιρα παρόντα, τα εοντα, ουσιαζονται στο πέρας (περας).

Το χρέος ως το προσμοίρασμα της μοίρας της αρμογής είναι η προσδίδουσα αρμοση: η εναρμόνιση της αρμονίας, και μαζί του σέβους. Το χρέος χρεώνει αρμονία και απότιση κατα τρόπον ώστε εκ των προτέρων να επιφυλασσεται ως προς το χρεωμένο, να το περισυλλέγει στον εαυτό του και να το διαφυλασσει στην παρ-ουσίαση ως τα παρόντα.

Όμως το χρέος το οποίο, εναρμονίζοντας την αρμονία, από-περατώνει τα παρόντα, χρεώνει πέρατα, κι έτσι ως το χρεων είναι συναμα το απειρον, αυτό το οποίο είναι δίχως πέρας καθόσον ουσιαζεται στο ότι μοιραζει το πέρας του καιρού στα εύ-καιρα παρόντα.

Σύμφωνα με την παραδοση, την οποία αναφέρει ο Σιμπλίκιος στο σχόλιο του για τα Φυσικα του Αριστοτέλη, ο Αναξίμανδρος πρέπει να είπε πως τα παρόντα έχουν την προέλευση της ουσίασης τους σ’ αυτό το οποίο ουσιαζεται δίχως πέρας: αρχη των όντων το απειρον. Ό,τι ουσιαζεται δίχως πέρας, δεν αρμόζεται από αρμονία και απότιση, δεν είναι ένα παρόν αλλα: το χρεων.

Το χρέος, εναρμονίζοντας αρμονία και απότιση, αφήνει στον καιρό και επαφήνει τα παρόντα στο εύ-καιρό τους. Όμως με τούτο έχει αφεθεί και στον συνεχή κίνδυνο, μέσα από την καιρίζουσα επιμονή να παγιωθεί στην απλή επιμονή. Έτσι το χρέος παραμένει εν εαυτώ συναμα η χρέωση της παρ-ουσίασης στην δυσ-αρμονία. Το χρέος εναρμονίζει το δυσ-.

Γι’ αυτό τα εύκαιρα παρόντα μπορούν να παρ-ουσιαζονται μόνο καθόσον αφήνουν ν’ ανήκει αρμονία και μαζί επίσης απότιση: στο χρέος. Τα παρόντα παρ-ουσιαζονται κατα το χρεων, κατα το χρέος. Αυτό είναι

[369] η εναρμονίζουσα-τηρούσα περισυλλογή των παρόντων στην εκαστοτε εύ-καιρη παρ-ουσίαση τους.

(...)

Η ρήση του Αναξίμανδρου, εννοώντας τα παρόντα στην παρ-ουσίαση τους, διευκρινίζει αυτό το οποίο το χρεων ονομαζει. Το στην ρήση εννοούμενο χρεων είναι η πρώτη και ύψιστη νοούσα καταθεση αυτού το οποίο οι Έλληνες εμπειρώνται υπό το όνομα μοιρα, ως το προσμοίρασμα του μεριδίου.[6] Της μοιρασ υπόκεινται οι θεοί και οι ανθρωποι. Το χρεων είναι η εγχειρίζουσα χρέωση των παρόντων σε έναν εκαστοτε καιρό στο α-ληθές.

Στο χρεων υπολανθανει η ακόμη μη αναδυθείσα ουσίαση της αιθριαζουσας-επιλήθουσας συλλογής. Το χρεων είναι η συλλογή: ο λογοσ. Μέσα από την εννοηθείσα ουσίαση του λογου καθορίζεται η ουσίαση του Είναι ως του ενούντος Ενός: εν. Το αυτό εν εννοεί ο Παρμενίδης. Εννοεί την ενότητα αυτού του ενούντος εκπεφρασμένα ως την μοιρα (απ.VIII, 37). Η μέσα από την ουσιακή εμπειρία του Είναι εννοημένη μοίρα ανταποκρίνεται στον λογον του Ηρακλειτου. Η ουσίαση της μοιρασ και του λογου έχει προνοηθεί στο χρεων του Αναξίμανδρου.[7]

(...)

[372]

...κατα το χρεων διδοναι γαρ αυτα δικην και τισιν αλληλοις της αδικιας

«... entlang dem Brauch; gehören nämlich lassen sie Fug somit auch Ruch eines dem anderen (im Verwinden) des Unfugs».

«... κατα το χρέος· καθότι αφήνουν το ένα στο αλλο ν’ ανήκει αρμονία κι έτσι επίσης απότιση (κατα την απαλυνση) της δυσαρμονίας»